ὤραν τιν᾽ ἕξειν, ὥστε σωθῆναί ποτε;
ΙΣ. ἔγωγε τοῖς νῦν γ᾽, ὦ πάτερ, μαντεύμασιν.
ΟΙ. ποίοισι τούτοις; τί δὲ τεθέσπισται, τέκνον;
ΙΣ. σὲ τοῖς ἐκεῖ ζητητὸν ἀνθρώποις ποτὲ
390 θανόντ᾽ ἔσεσθαι ζῶντά τ᾽ εὐσοίας χάριν.
ΟΙ. τίς δ᾽ ἂν τοιοῦδ᾽ ὑπ᾽ ἀνδρὸς εὖ πράξειεν ἄν;
ΙΣ. ἐν σοὶ τὰ κείνων φασὶ γίγνεσθαι κράτη.
ΟΙ. ὅτ᾽ οὐκέτ᾽ εἰμί, τηνικαῦτ᾽ ἄρ᾽ εἴμ᾽ ἀνήρ;
ΙΣ. νῦν γὰρ θεοί σ᾽ ὀρθοῦσι, πρόσθε δ᾽ ὤλλυσαν.
395 ΟΙ. γέροντα δ᾽ ὀρθοῦν φλαῦρον ὃς νέος πέσῃ.
ΙΣ. καὶ μὴν Κρέοντά γ᾽ ἴσθι σοι τούτων χάριν
ἥξοντα βαιοῦ κοὐχὶ μυρίου χρόνου.
ΟΙ. ὅπως τί δράσῃ, θύγατερ; ἑρμήνευέ μοι.
ΙΣ. ὥς σ᾽ ἄγχι γῆς στήσωσι Καδμείας, ὅπως
400 κρατῶσι μέν σου, γῆς δὲ μὴ ᾽μβαίνῃς ὅρων.
ΟΙ. ἡ δ᾽ ὠφέλησις τίς θύρασι κειμένου;
ΙΣ. κείνοις ὁ τύμβος δυστυχῶν ὁ σὸς βαρύς.
ΟΙ. κἄνευ θεοῦ τις τοῦτό γ᾽ ἂν γνώμῃ μάθοι.
ΙΣ. τούτου χάριν τοίνυν σε προσθέσθαι πέλας
405 χώρας θέλουσι, μηδ᾽ ἵν᾽ ἂν σαυτοῦ κρατῇς.
ΟΙ. ἦ καὶ κατασκιῶσι Θηβαίᾳ κόνει;
ΙΣ. ἀλλ᾽ οὐκ ἐᾷ τοὔμφυλον αἷμά σ᾽, ὦ πάτερ.
ΟΙ. οὐκ ἆρ᾽ ἐμοῦ γε μὴ κρατήσωσίν ποτε.
ΙΣ. ἔσται ποτ᾽ ἆρα τοῦτο Καδμείοις βάρος.
410 ΟΙ. ποίας φανείσης, ὦ τέκνον, συναλλαγῆς;
ΙΣ. τῆς σῆς ὑπ᾽ ὀργῆς, σοῖς ὅταν στῶσιν τάφοις.
ΟΙ. ἃ δ᾽ ἐννέπεις, κλύουσα τοῦ λέγεις, τέκνον;
ΙΣ. ἀνδρῶν θεωρῶν Δελφικῆς ἀφ᾽ ἑστίας.
ΟΙ. καὶ ταῦτ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν Φοῖβος εἰρηκὼς κυρεῖ;
415 ΙΣ. ὥς φασί γ᾽ οἱ μολόντες ἐς Θήβης πέδον.
ΟΙ. παίδων τις οὖν ἤκουσε τῶν ἐμῶν τάδε;
ΙΣ. ἄμφω γ᾽ ὁμοίως, κἀξεπίστασθον καλῶς.
ΟΙ. κᾆθ᾽ οἱ κάκιστοι τῶνδ᾽ ἀκούσαντες πάρος
τοὐμοῦ πόθου προύθεντο τὴν τυραννίδα;
420 ΙΣ. ἀλγῶ κλύουσα ταῦτ᾽ ἐγώ, φέρω δ᾽ ὅμως.
***
ΟΙ. Έμεινε αλήθεια μέσα σου κάποια ελπίδαπως οι θεοί συμπόνια θα μου δείξουν, τόση που να με σώσουν;
ΙΣ. Ω ναι, πατέρα, κρίνοντας από τους νέους χρησμούς.
ΟΙ. Και ποιοί είναι αυτοί; Τί λένε, κόρη, τα μαντεύματα;
ΙΣ. Θά ᾽ρθει μια μέρα κι αυτοί εκεί πέρα
390 θα σ᾽ αναζητήσουν, νεκρό ή ζωντανό, γι᾽ ασφάλεια δική τους.
ΟΙ. Μα ποιό από ᾽να γέρο σαν κι εμένα το όφελος;
ΙΣ. Λένε πως κρέμεται από σένα η επικράτησή τους.
ΟΙ. Τώρα που πια δεν είμαι τίποτε, έγινα άνθρωπος κι εγώ;
ΙΣ. Τώρα σε ορθώνουν οι θεοί, πιο πριν σε τσάκισαν.
395 ΟΙ. Ανώφελο ένα γέρο να σηκώνεις, όταν νέος γκρεμίστηκε.
ΙΣ. Ωστόσο, μάθε, φτάνει ο Κρέων όπου να ᾽ναι,
όχι μετά από χρόνια βέβαια, για τον σκοπό αυτόν.
ΟΙ. Να κάνει τί; δώσε μου κάποια εξήγηση.
ΙΣ. Για να σε στήσουν στων Καδμείων τη χώρα,
εκεί κοντά, να σ᾽ έχουν του χεριού τους, όμως να μην πατάς
400 το σύνορο της πόλης.
ΟΙ. Και ποιά η ωφέλεια, αν ταφώ πέρα απ᾽ το σύνορο της πόλης;
ΙΣ. Ανίσως και κακοτυχήσει ο τάφος σου, αυτοί
βαριά θα το πληρώσουν.
ΟΙ. Και δίχως φώτιση θεού, μπορεί αυτό να το σκεφτεί ο καθένας.
ΙΣ. Πάντως γι᾽ αυτό σε θέλουν, κοντά να σ᾽ έχουν,
405 στο σύνορο της πόλης, να μην ορίζεις όμως εσύ τον εαυτό σου.
ΟΙ. Και θα σκορπίσουν πάνω μου χώμα της Θήβας,
για να με σκεπάσουν;
ΙΣ. Αυτό το απαγορεύει το πατρικό αίμα που χύθηκε, πατέρα.
ΟΙ. Τότε ποτέ δεν πρόκειται στα χέρια τους να πέσω.
ΙΣ. Το κρίμα αυτό βαρύ θα πέσει στους Καδμείους κάποτε.
410 ΟΙ. Πότε και πώς; σε ποιά περίσταση, παιδί μου;
ΙΣ. Όταν ξεσπάσει η δική σου οργή, που θα βρεθούν αυτοί
πάνω στον τάφο σου.
ΟΙ. Αυτά που λες τ᾽ άκουσες και τα λες, κόρη μου, από ποιόν;
ΙΣ. Οι θεωροί που πήγαν στους Δελφούς τα είπαν.
ΟΙ. Αλήθεια, ο Φοίβος χρησμοδότησε τα λόγια αυτά για μένα;
415 ΙΣ. Το βεβαιώνουν όσοι γύρισαν στη Θήβα απ᾽ τους Δελφούς.
ΟΙ. Ποιός απ᾽ τους γιους μου θα μπορούσε να τ᾽ ακούσει;
ΙΣ. Όμοια κι οι δυο, πολύ καλά τα ξέρουν.
ΟΙ. Και μολαταύτα οι άθλιοι άκουσαν όσα άκουσαν,
κι όμως προτίμησαν το στέμμα απ᾽ τον πόθο τους για μένα;
420 ΙΣ. Θλίβομαι ακούγοντας τον λόγο σου, είναι η αλήθεια όμως.