«Σφιχτά να κρατάς τα χαλινάρια, μην καταλάβουν τ’ άλογα πως έχουν αδύναμο αναβάτη. Μη χρησιμοποιήσεις καθόλου το μαστίγιο και τ’ αγριέψεις.
Οδήγησέ τα μέσα από τις αρματοτροχιές που θα δεις στον ουρανό. Πρόσεχε όταν θ’ ανεβαίνεις, μη λοξοδρομήσεις και χαθείς. Σαν φτάσεις ψηλά, μην κοιτάς κάτω και ζαλιστείς. Και στον κατήφορο τράβα δυνατά τα χαλινάρια μην κατρακυλήσει το άρμα σου και συντριβεί στη γη».
Γρήγορος ο τολμηρός γιος του Ήλιου πηδάει στο άρμα, αρπάζει τα χαλινάρια και τα τραβάει με δύναμη. Αποχαιρετά βιαστικά τον πατέρα του, ενώ τ’ άλογα ανοίγουν τα λευκά φτερά τους κι αλαφροπατώντας βγαίνουν απ΄ τη μεγάλη πύλη των παλατιών του Ήλιου.
Ο Φαέθων, όμως, υπερεκτίμησε τις δυνατότητές του, δεν μπόρεσε να χαλιναγωγήσει καλά το άρμα και τρομαγμένος άφησε τα χαλινάρια καθώς ανέπνεε τον πυρωμένο αέρα. Τίποτα πια δε μπορούσε να κάνει. Ούτε το δρόμο ήξερε, ούτε τ’ άλογα μπορούσε να δαμάσει. Δεν άκουσε τις συμβουλές του πατέρα του, και όλη η πλάση έγινε μια κόλαση. Ήταν η αρχή του τέλους. Τα άλογα ελεύθερα, έτρεχαν όπου ήθελαν. Μία κατέβαιναν χαμηλά, με αποτέλεσμα η Γη να αρπάζει φωτιά, μία ανέβαιναν ψηλά και τότε πυρπολούταν ο ουρανός. Ο νεαρός κάποια στιγμή έπεσε στο κενό και χάθηκε…
Φλόγες τότε τυλίξαν τον δίκορφο Παρνασσό. Πήρε φωτιά η Ίδη και το ισκιωμένο Πήλιο. Καιγόταν ο δασωμένος Ελικώνας και ο ψηλός Ταΰγετος. Αφανίζονταν πολιτείες και λαοί. Ξεράθηκαν πηγές και γάργαρα ρυάκια, οι νύμφες τρέχαν να κρυφτούν στις πιο βαθιές σπηλιές. Κοχλάζαν τα πιο μεγάλα ποτάμια, ακόμα κι ο Νείλος κι ο Ευφράτης. Όλη η θάλασσα έβραζε κι η γη σκιζότανε βαθιά, τόσο βαθιά που οι φλογερές αχτίδες του ήλιου έφταναν στον κατασκότεινο Άδη.
«Αχ, νιάτα, παράτολμα νιάτα! Πως σας τραβάει το άγνωστο, το βάθος τ’ ουρανού, το φως του ήλιου! Ω, πόσο είναι άδικο μια τέτοια τόλμη να χαθεί μέσα στον κατασκότεινο Άδη!».
Σηκώνεται τότε η θεά Γη, η μητέρα όλων και βροντοφωνάζει στον Όλυμπο:
«Δία βασιλιά, εσύ που κυβερνάς αυτόν τον κόσμο, δε βλέπεις τη φωτιά που τύλιξε τη γη; Πρέπει να χαθώ κι εγώ με τα ποτάμια και τα ισκιωμένα δάση; Πρέπει να χαθούν όλες οι φυλές των ανθρώπων κι ό,τι ζωντανό τρέφεται στα χώματά μου; Θέλεις να βασιλέψει πάλι το χάος το πρωταρχικό, κι ό,τι έγινε ως τώρα να χαθεί; γη κι ουρανός, θεοί και άνθρωποι, ζωή κι αγάπη! Δία τρανέ, κυρίαρχε του κόσμου, σώσε τώρα τη γη απ’ τη φωτιά, γιατί σε λίγο θα είναι πια πολύ αργά».
Και ξαφνικά ξεπροβάλλει πάνω από ένα σύννεφο ο μεγάλος Δίας. Και σηκώνοντας το δεξί του χέρι, αμολάει μια αστραπή, που έσβησε αμέσως την πυρκαγιά σ’ ολόκληρη τη γη. Ύστερα ρίχνει έναν κεραυνό που χτυπά το άρμα του Φαέθωνα και το κάνει συντρίμμια. Σαν πεφταστέρι τινάζεται ο γιος του Ήλιου και με τα μαλλιά να φλέγονται πέφτει στον ποταμό Ηριδανό στην άκρη του κόσμου.
Οι κόρες του Ήλιου θρήνησαν στο ποτάμι τον αδερφό τους. Από τα δάκρυά τους προήλθε το κεχριμπάρι. Οι ίδιες μεταμορφώθηκαν σε λεύκες. Τελικά ανέβηκαν όλες μαζί, με τον Ηριδανό, σαν αστέρια. Το τέλος της αρχικής ιστορίας το μαθαίνουμε από μια κρητική διήγηση.
Στην Κρήτη, ο άτυχος ηνίοχος του άρματος του Ήλιου, ονομαζόταν Άδυμνος ή Ατύμνιος. Ήταν αδελφός της Ευρώπης και τον βλέπανε μόνο όταν βράδιαζε. Το πεσμένο αστέρι της αυγής εμφανιζόταν ξανά σαν εσπερινό άστρο και ήταν στον εσπερινό ουρανό ο υπηρέτης του ναού της Αφροδίτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου