800 νάσου περικύμονος οἰκήσας ἕδραν
τᾶς ἐπικεκλιμένας ὄχθοις ἱεροῖς, ἵν᾽ ἐλαίας
πρῶτον ἔδειξε κλάδον γλαυκᾶς Ἀθάνα,
οὐράνιον στέφανον λιπαραῖσί ‹τε› κόσμον Ἀθήναις,
ἔβας ἔβας τῷ τοξοφόρῳ συναρι-
805 στεύσων ἅμ᾽ Ἀλκμήνας γόνῳ
Ἴλιον Ἴλιον ἐκπέρσων πόλιν
ἁμετέραν τὸ πάροιθ᾽ ὅτ᾽ ἔβας ἀφ᾽ Ἑλλάδος·
ὅθ᾽ Ἑλλάδος ἄγαγε πρῶτον ἄνθος ἀτυζόμενος [αντ. α]
810 πώλων, Σιμόεντι δ᾽ ἐπ᾽ εὐρείτᾳ πλάταν
ἔσχασε ποντοπόρον καὶ ναύδετ᾽ ἀνήψατο πρυμνᾶν
καὶ χερὸς εὐστοχίαν ἐξεῖλε ναῶν,
Λαομέδοντι φόνον· κανόνων δὲ τυκίσματα Φοίβου
815 ‹πυρὸς› πυρὸς φοίνικι πνοᾷ καθελὼν
Τροίας ἐπόρθησε χθόνα,
δὶς δὲ δυοῖν πιτύλοιν τείχη †παρὰ†
Δαρδανίας φονία κατέλυσεν αἰχμά.
820 μάταν ἄρ᾽, ὦ χρυσέαις ἐν οἰνοχόαις ἁβρὰ βαίνων, [στρ. β]
Λαομεδόντιε παῖ,
Ζηνὸς ἔχεις κυλίκων πλήρωμα, καλλίσταν λατρείαν·
825 ἁ δέ σε γειναμένα [Τροία] πυρὶ δαίεται·
ἠϊόνες δ᾽ ἅλιαι
ἴαχον, οἰωνὸς οἷ-
830 ον τεκέων ὕπερ βοᾷ,
αἳ μὲν εὐνάτορας, αἳ δὲ παῖδας,
αἳ δὲ ματέρας γεραιάς.
τὰ δὲ σὰ δροσόεντα λουτρὰ
γυμνασίων τε δρόμοι
835 βεβᾶσι· σὺ δὲ πρόσωπα νεα-
ρὰ χάρισι παρὰ Διὸς θρόνοις
καλλιγάλανα τρέφεις· Πριάμοιο δὲ γαῖαν
Ἑλλὰς ὤλεσ᾽ αἰχμά.
840 Ἔρως Ἔρως, ὃς τὰ Δαρδάνεια μέλαθρά ποτ᾽ ἦλθες [αντ. β]
οὐρανίδαισι μέλων,
ὡς τότε μὲν μεγάλως Τροίαν ἐπύργωσας, θεοῖσιν
845 κῆδος ἀναψάμενος. τὸ μὲν οὖν Διὸς
οὐκέτ᾽ ὄνειδος ἐρῶ·
τὸ τᾶσδε λευκοπτέρου
ἁμέρας φίλας βροτοῖς
850 φέγγος ὀλοὸν εἶδε γαίας,
εἶδε Περγάμων ὄλεθρον,
τεκνοποιὸν ἔχουσα τᾶσδε
γᾶς πόσιν ἐν θαλάμοις,
855 ὃν ἀστέρων τέθριππος ἔλα-
βε χρύσεος ὄχος ἀναρπάσας,
ἐλπίδα γᾷ πατρίᾳ μεγάλαν. τὰ θεῶν δὲ
φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ.
***
ΧΟΡ. Τελαμώνα, Τελαμώνα, βασιλιάτης καλής μελισσομάνας Σαλαμίνας,
800 του νησιού του κυματόζωστου αντικρύ
στην ξανθήν ακρογιαλιά
και στους τόπους τους ιερούς
της λαμπρής Αθήνας,
όπου της ελιάς της ασημόγλαυκης
—για στεφάνι της θεϊκό και για στολίδι—
το πρωτοφανέρωτο κλαρί
έδειξε στον κόσμο η Αθηνά,
ήρθες τον παλιό καιρό,
ήρθες κυνηγός της δόξας,
παλικάρι,
το Ίλιο, την πατρίδα μας, να ρίξεις,
τότε με τον Ηρακλή,
τον πρωτοτεχνίτη στο δοξάρι.
Είχε ᾽ρθεί —κι ήταν για τ᾽ άτια όλος θυμό—
με τα πρώτα της Ελλάδας παλικάρια,
810 στο Σιμόεντα το καράβι του τραβά,
τον ωραίο μας ποταμό,
το ᾽δεσε απ᾽ την πρύμη εκεί
με τα παλαμάρια
κι άδραξε τ᾽ αλάθευτο δοξάρι του
του Λαομέδοντα το φόνο μελετώντας·
κι όταν πια του Φοίβου τα τειχιά
με φωτιά που λύσσαε πορφυρή
χάμω γκρέμισε στη γη,
μπόρεσε της Τροίας τη χώρα
να την πάρει,
κι έτσι δυο φορές, σε δυο εκστρατείες
των Δαρδάνων το καστρί
φονικό το χάλασε κοντάρι.
820 Ώστε ανωφέλευτα,
του Λαομέδοντα γιε,
απαλοπάτητος
απ᾽ τα χρυσά εσύ κερνάς τα κροντήρια το Δία.
Τέτοια τιμή!
Κι όμως η Τροία που σε γέννησε
καίγεται· γύρω οι αχτές της βουίζουν,
830 λες και πουλιά τα μικρούλια τους κλαιν·
άλλες θρηνούν για τους άντρες τους οι άμοιρες,
άλλες θρηνούν τα παιδιά τους
κι άλλες τις μάνες τους.
Τα γυμναστήρια, που εσύ γυμναζόσουν
κι έτρεχες, τώρα χαθήκαν,
κι όσα λουτρά το κορμί σου
δρόσιζαν πάνε κι εκείνα·
πλάι στον αφέντη σου,
δίπλα στη λάμψη των θρόνων του,
γνοιάζεσ᾽ εσύ το σελάγισμα
της νεανικής σου ομορφιάς· και τη χώρα του Πρίαμου
τώρα κοντάρι την έχει χαλάσει
ελληνικό.
840 Έρωτα, Έρωτα,
που την καρδιά ενός θεού
κάποτε πλήγωσες
κι ήρθες εδώ στο παλάτι του Δάρδανου κάτω,
πόσο ψηλά
τότε την Τροία μας ανέβασες,
μ᾽ ένωση αφού την ετίμησες θεία!
Όχι, του Δία την ντροπή δε θα πω·
αλλά η Αυγή η λαμπροφτέρουγη σήμερα
την ποθητή στους ανθρώπους
λάμψη της ρίχνοντας
850 είδε της Τροίας το χαμό· κι όμως έχει
στο νυφικό θάλαμό της
και των παιδιών της πατέρα
άντρ᾽ από τούτο τον τόπο·
κάποτε αστέρινο
άρμα χρυσό μ᾽ άτια τέσσερα
στον ουρανό τον ανέβασε
κι ήταν ελπίδα τρανή για τη γη των πατέρων του·
τώρα η αγάπη των θεών για την Τροία
έσβησε πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου