ΧΟ. ἦ μέγα μοι τὰ θεῶν μελεδήμαθ᾽, ὅταν φρένας ἔλθηι, [στρ. α]
1105 λύπας παραιρεῖ· ξύνεσιν δέ τιν᾽ ἐλπίδι κεύθων
λείπομαι ἔν τε τύχαις θνατῶν καὶ ἐν ἔργμασι λεύσσων·
ἄλλα γὰρ ἄλλοθεν ἀμείβεται, μετὰ δ᾽ ἵσταται ἀνδράσιν αἰὼν
1110 πολυπλάνητος αἰεί.
εἴθε μοι εὐξαμέναι θεόθεν τάδε μοῖρα παράσχοι, [ἀντ. α]
τύχαν μετ᾽ ὄλβου καὶ ἀκήρατον ἄλγεσι θυμόν·
1115 δόξα δὲ μήτ᾽ ἀτρεκὴς μήτ᾽ αὖ παράσημος ἐνείη,
ῥάιδια δ᾽ ἤθεα τὸν αὔριον μεταβαλλομένα χρόνον αἰεὶ
βίον συνευτυχοίην.
1120 οὐκέτι γὰρ καθαρὰν φρέν᾽ ἔχω, παρὰ δ᾽ ἐλπίδ᾽ ἃ λεύσσω· [στρ. β]
ἐπεὶ τὸν Ἑλλανίας φανερώτατον ἀστέρ᾽ Ἀφαίας
εἴδομεν εἴδομεν ἐκ πατρὸς ὀργᾶς
1125 ἄλλαν ἐπ᾽ αἶαν ἱέμενον.
ὦ ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς,
ὦ δρυμὸς ὄρεος ὅθι κυνῶν
ὠκυπόδων μέτα θῆρας ἔναιρεν
1130 Δίκτυνναν ἀμφὶ σεμνάν.
οὐκέτι συζυγίαν πώλων Ἐνετᾶν ἐπιβάσηι [ἀντ. β]
τὸν ἀμφὶ Λίμνας τρόχον κατέχων ποδὶ γυμνάδος ἵππου·
1135 μοῦσα δ᾽ ἄυπνος ὑπ᾽ ἄντυγι χορδᾶν
λήξει πατρῶιον ἀνὰ δόμον·
ἀστέφανοι δὲ κόρας ἀνάπαυλαι
Λατοῦς βαθεῖαν ἀνὰ χλόαν·
1140 νυμφιδία δ᾽ ἀπόλωλε φυγᾶι σᾶι
λέκτρων ἅμιλλα κούραις.
ἐγὼ δὲ σᾶι δυστυχίαι [ἐπῳδ.]
δάκρυσιν διοίσω
πότμον ἄποτμον. ὦ τάλαινα μᾶτερ,
1145 ἔτεκες ἀνόνατα· φεῦ,
μανίω θεοῖσιν.
ἰὼ ἰώ·
συζύγιαι Χάριτες, τί τὸν τάλαν᾽ ἐκ πατρίας γᾶς
οὐδὲν ἄτας αἴτιον
1150 πέμπετε τῶνδ᾽ ἀπ᾽ οἴκων;
καὶ μὴν ὀπαδὸν Ἱππολύτου τόνδ᾽ εἰσορῶ
σπουδῆι σκυθρωπὸν πρὸς δόμους ὁρμώμενον.
***
ΧΟΡ. Πόσο αλαφρών᾽ η καρδιά μου, θεοί, [στρ. 1]
άμα λογιάζω το πόσο μας γνοιάζεστε.
Όμως η πίστη μου ετούτη
φεύγει, σαν βλέπω του ανθρώπου τη μοίρα:
έργατα πάθη, τα πάντα ν᾽ αλλάζουν
κι όλο και πιο παραδέρν᾽ η ζωή μας
1110 κι όλο πληθαίνουνε πίκρες και βάσανα.
Αχ! να μου δίναν οι αθάνατοι γεια, [αντ. 1]
τύχη και βιος και καρδιάν αμαράζωτη
κι όχι μ᾽ αγύριστην γνώμην
ή λαθεμένην. Καλότροπα πάντα
να ᾽χα συνήθεια κι ο άστατος βίος,
όταν αλλάζει, να μη με πληγώνει
κι όλα τα χρόνια μου να ᾽ναι χαρούμενα!
1120 Θόλωσε ο νους μου να βλέπω η φτωχιά [στρ. 2]
τ᾽ άστρο σου, Ελλάδα, να φεύγει τ᾽ ολόλαμπρο
σ᾽ άλληνε χώρα τ᾽ αδίκου.
Το ᾽διωξε, βλέπω, ο θυμός του πατέρα.
Γεια σου αμμουδιά της Τροιζήνας και λόγγοι,
γεια σας κυνήγια με σβέλτα σκυλιά
1130 πάντα μαζί με την πάναγνη Αρτέμιδα.
Μάιδε καβάλα θα τρέχεις εδώ [αντ. 2]
σ᾽ άτια βενέτικ᾽ απάνου κι ασέλωτα
μάιδε θ᾽ αχούν στο παλάτι
τ᾽ άξια τραγούδια της άγρυπνης λύρας
μάιδε ανθοστέφανα η Άρτεμη θα ᾽χει,
σαν ξαποσταίνει στου δάσου τη χλόη·
1140 μάιδε οι κοπέλες λαχτάρες θε να ᾽χουνε.
Κι εγώ, για σένα, η άμοιρή μου μοίρα [επωδ.]
με κλάματα όλο θα περνά.
Δύστυχη μάνα, γέννησες
ανώφελα τέτοιον υγιό!
Με σας έχω παράπονο,
αλιά και τρισαλιά μου, αθάνατοι!
Και σεις, προστάτισσες των γάμων,
Χάριτες, πώς τον διώχνετε απ᾽ το σπίτι
1150 το πατρικό του, αφού δεν έφταιξε;
1105 λύπας παραιρεῖ· ξύνεσιν δέ τιν᾽ ἐλπίδι κεύθων
λείπομαι ἔν τε τύχαις θνατῶν καὶ ἐν ἔργμασι λεύσσων·
ἄλλα γὰρ ἄλλοθεν ἀμείβεται, μετὰ δ᾽ ἵσταται ἀνδράσιν αἰὼν
1110 πολυπλάνητος αἰεί.
εἴθε μοι εὐξαμέναι θεόθεν τάδε μοῖρα παράσχοι, [ἀντ. α]
τύχαν μετ᾽ ὄλβου καὶ ἀκήρατον ἄλγεσι θυμόν·
1115 δόξα δὲ μήτ᾽ ἀτρεκὴς μήτ᾽ αὖ παράσημος ἐνείη,
ῥάιδια δ᾽ ἤθεα τὸν αὔριον μεταβαλλομένα χρόνον αἰεὶ
βίον συνευτυχοίην.
1120 οὐκέτι γὰρ καθαρὰν φρέν᾽ ἔχω, παρὰ δ᾽ ἐλπίδ᾽ ἃ λεύσσω· [στρ. β]
ἐπεὶ τὸν Ἑλλανίας φανερώτατον ἀστέρ᾽ Ἀφαίας
εἴδομεν εἴδομεν ἐκ πατρὸς ὀργᾶς
1125 ἄλλαν ἐπ᾽ αἶαν ἱέμενον.
ὦ ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς,
ὦ δρυμὸς ὄρεος ὅθι κυνῶν
ὠκυπόδων μέτα θῆρας ἔναιρεν
1130 Δίκτυνναν ἀμφὶ σεμνάν.
οὐκέτι συζυγίαν πώλων Ἐνετᾶν ἐπιβάσηι [ἀντ. β]
τὸν ἀμφὶ Λίμνας τρόχον κατέχων ποδὶ γυμνάδος ἵππου·
1135 μοῦσα δ᾽ ἄυπνος ὑπ᾽ ἄντυγι χορδᾶν
λήξει πατρῶιον ἀνὰ δόμον·
ἀστέφανοι δὲ κόρας ἀνάπαυλαι
Λατοῦς βαθεῖαν ἀνὰ χλόαν·
1140 νυμφιδία δ᾽ ἀπόλωλε φυγᾶι σᾶι
λέκτρων ἅμιλλα κούραις.
ἐγὼ δὲ σᾶι δυστυχίαι [ἐπῳδ.]
δάκρυσιν διοίσω
πότμον ἄποτμον. ὦ τάλαινα μᾶτερ,
1145 ἔτεκες ἀνόνατα· φεῦ,
μανίω θεοῖσιν.
ἰὼ ἰώ·
συζύγιαι Χάριτες, τί τὸν τάλαν᾽ ἐκ πατρίας γᾶς
οὐδὲν ἄτας αἴτιον
1150 πέμπετε τῶνδ᾽ ἀπ᾽ οἴκων;
καὶ μὴν ὀπαδὸν Ἱππολύτου τόνδ᾽ εἰσορῶ
σπουδῆι σκυθρωπὸν πρὸς δόμους ὁρμώμενον.
***
ΧΟΡ. Πόσο αλαφρών᾽ η καρδιά μου, θεοί, [στρ. 1]
άμα λογιάζω το πόσο μας γνοιάζεστε.
Όμως η πίστη μου ετούτη
φεύγει, σαν βλέπω του ανθρώπου τη μοίρα:
έργατα πάθη, τα πάντα ν᾽ αλλάζουν
κι όλο και πιο παραδέρν᾽ η ζωή μας
1110 κι όλο πληθαίνουνε πίκρες και βάσανα.
Αχ! να μου δίναν οι αθάνατοι γεια, [αντ. 1]
τύχη και βιος και καρδιάν αμαράζωτη
κι όχι μ᾽ αγύριστην γνώμην
ή λαθεμένην. Καλότροπα πάντα
να ᾽χα συνήθεια κι ο άστατος βίος,
όταν αλλάζει, να μη με πληγώνει
κι όλα τα χρόνια μου να ᾽ναι χαρούμενα!
1120 Θόλωσε ο νους μου να βλέπω η φτωχιά [στρ. 2]
τ᾽ άστρο σου, Ελλάδα, να φεύγει τ᾽ ολόλαμπρο
σ᾽ άλληνε χώρα τ᾽ αδίκου.
Το ᾽διωξε, βλέπω, ο θυμός του πατέρα.
Γεια σου αμμουδιά της Τροιζήνας και λόγγοι,
γεια σας κυνήγια με σβέλτα σκυλιά
1130 πάντα μαζί με την πάναγνη Αρτέμιδα.
Μάιδε καβάλα θα τρέχεις εδώ [αντ. 2]
σ᾽ άτια βενέτικ᾽ απάνου κι ασέλωτα
μάιδε θ᾽ αχούν στο παλάτι
τ᾽ άξια τραγούδια της άγρυπνης λύρας
μάιδε ανθοστέφανα η Άρτεμη θα ᾽χει,
σαν ξαποσταίνει στου δάσου τη χλόη·
1140 μάιδε οι κοπέλες λαχτάρες θε να ᾽χουνε.
Κι εγώ, για σένα, η άμοιρή μου μοίρα [επωδ.]
με κλάματα όλο θα περνά.
Δύστυχη μάνα, γέννησες
ανώφελα τέτοιον υγιό!
Με σας έχω παράπονο,
αλιά και τρισαλιά μου, αθάνατοι!
Και σεις, προστάτισσες των γάμων,
Χάριτες, πώς τον διώχνετε απ᾽ το σπίτι
1150 το πατρικό του, αφού δεν έφταιξε;