ΒΙΒΛΙΟΝ Γ'
[386a] Τὰ μὲν δὴ περὶ θεούς, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοιαῦτ᾽ ἄττα, ὡς ἔοικεν, ἀκουστέον τε καὶ οὐκ ἀκουστέον εὐθὺς ἐκ παίδων τοῖς θεούς τε τιμήσουσιν καὶ γονέας τήν τε ἀλλήλων φιλίαν μὴ περὶ σμικροῦ ποιησομένοις.
Καὶ οἶμαί γ᾽, ἔφη, ὀρθῶς ἡμῖν φαίνεσθαι.
Τί δὲ δὴ εἰ μέλλουσιν εἶναι ἀνδρεῖοι; ἆρα οὐ ταῦτά τε λεκτέον καὶ οἷα αὐτοὺς ποιῆσαι ἥκιστα τὸν θάνατον δεδιέναι; [386b] ἢ ἡγῇ τινά ποτ᾽ ἂν γενέσθαι ἀνδρεῖον ἔχοντα ἐν αὑτῷ τοῦτο τὸ δεῖμα;
Μὰ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, οὐκ ἔγωγε.
Τί δέ; τἀν Ἅιδου ἡγούμενον εἶναί τε καὶ δεινὰ εἶναι οἴει τινὰ θανάτου ἀδεῆ ἔσεσθαι καὶ ἐν ταῖς μάχαις αἱρήσεσθαι πρὸ ἥττης τε καὶ δουλείας θάνατον;
Οὐδαμῶς.
Δεῖ δή, ὡς ἔοικεν, ἡμᾶς ἐπιστατεῖν καὶ περὶ τούτων τῶν μύθων τοῖς ἐπιχειροῦσιν λέγειν, καὶ δεῖσθαι μὴ λοιδορεῖν ἁπλῶς οὕτως τὰ ἐν Ἅιδου ἀλλὰ μᾶλλον ἐπαινεῖν, ὡς οὔτε ἀληθῆ [386c] ἂν λέγοντας οὔτε ὠφέλιμα τοῖς μέλλουσιν μαχίμοις ἔσεσθαι.
Δεῖ μέντοι, ἔφη.
Ἐξαλείψομεν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀπὸ τοῦδε τοῦ ἔπους ἀρξάμενοι πάντα τὰ τοιαῦτα—
βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ
ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν
καὶ τὸ—
[386d] οἰκία δὲ θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισι φανείη
σμερδαλέ᾽, εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ
καὶ—
ὢ πόποι, ἦ ῥά τις ἔστι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν
ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν
καὶ τὸ—
οἴῳ πεπνῦσθαι, ταὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσι
καὶ—
ψυχὴ δ᾽ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει,
ὃν πότμον γοόωσα, λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην
[387a] καὶ τὸ—
ψυχὴ δὲ κατὰ χθονός, ἠΰτε καπνός,
ᾤχετο τετριγυῖα
καὶ—
ὡς δ᾽ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο
τρίζουσαι ποτέονται, ἐπεί κέ τις ἀποπέσῃσιν
ὁρμαθοῦ ἐκ πέτρης, ἀνά τ᾽ ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
ὣς αἳ τετριγυῖαι ἅμ᾽ ᾔεσαν.
[387b] ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα παραιτησόμεθα Ὅμηρόν τε καὶ τοὺς ἄλλους ποιητὰς μὴ χαλεπαίνειν ἂν διαγράφωμεν, οὐχ ὡς οὐ ποιητικὰ καὶ ἡδέα τοῖς πολλοῖς ἀκούειν, ἀλλ᾽ ὅσῳ ποιητικώτερα, τοσούτῳ ἧττον ἀκουστέον παισὶ καὶ ἀνδράσιν οὓς δεῖ ἐλευθέρους εἶναι, δουλείαν θανάτου μᾶλλον πεφοβημένους.
Παντάπασι μὲν οὖν.
Οὐκοῦν ἔτι καὶ τὰ περὶ ταῦτα ὀνόματα πάντα τὰ δεινά τε καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα, Κωκυτούς τε καὶ Στύγας καὶ [387c] «ἐνέρους» καὶ «ἀλίβαντας», καὶ ἄλλα ὅσα τούτου τοῦ τύπου ὀνομαζόμενα φρίττειν δὴ ποιεῖ ὡς οἴεται† πάντας τοὺς ἀκούοντας. καὶ ἴσως εὖ ἔχει πρὸς ἄλλο τι· ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ τῶν φυλάκων φοβούμεθα μὴ ἐκ τῆς τοιαύτης φρίκης θερμότεροι καὶ μαλακώτεροι τοῦ δέοντος γένωνται ἡμῖν.
Καὶ ὀρθῶς γ᾽, ἔφη, φοβούμεθα.
Ἀφαιρετέα ἄρα;
Ναί.
Τὸν δὲ ἐναντίον τύπον τούτοις λεκτέον τε καὶ ποιητέον;
Δῆλα δή.
***
Πνευματική και ηθική αγωγή των φυλάκων. Η ποίηση στην υπηρεσία της παιδείας
[386a] Τέτοια λοιπόν είναι, είπα εγώ, εκείνα που, καθώς νομίζω, πρέπει ευθύς από την παιδική τους ηλικία ν᾽ ακούουν κι εκείνα που δεν πρέπει ν᾽ ακούουν οι άνθρωποι που θέλομε να τιμούν τους θεούς και τους γονείς των και να μη θεωρούν για τιποτένιο πράγμα την αγάπη και την ομόνοια μεταξύ τους.
Και νομίζω πως πολύ σωστά το παραδεχτήκαμε.
Τώρα λοιπόν, αν θέλομε να ᾽ναι και ανδρείοι, δεν πρέπει να τους λέμε, εκτός απ᾽ αυτά, και τέτοια ακόμα που θα τους κάμουν να μη φοβούνται καθόλου το θάνατο; [386b] ή φαντάζεσαι πως μπορεί ποτέ να γίνει κανείς αντρείος, αν έχει μέσα του αυτό το φόβο;
Όχι, μα την αλήθεια· καθόλου εγώ δεν το φαντάζομαι.
Τί λοιπόν; ένας, που πιστεύει πως υπάρχουν στον Άδη εκείνα τα φοβερά και τρομερά πράγματα, νομίζεις πως θα ήταν άφοβος εμπρός στο θάνατο και πως θα προτιμούσε στον πόλεμο να σκοτωθεί κάλλιο, παρά να νικηθεί και να γίνει σκλάβος;
Διόλου.
Πρέπει λοιπόν, καθώς φαίνεται, να δώσομε όλη την προσοχή μας και για όσα θα επιχειρούσαν να λέγουν πάνω σ᾽ αυτά, και να παρακαλέσομε τους ποιητάς να μην κατηγορούν έτσι όπως τύχει τον Άδη, κι όσα είν᾽ εκεί μέσα, αλλ᾽ απεναντίας να τα επαινούν, γιατί ούτε αληθινά [386c] είναι όσα λέγουν, ούτε ωφέλιμα για κείνους που θα γίνουν μια μέρα πολεμισταί.
Έτσι πρέπει πραγματικώς.
Θα σβήσομε λοιπόν από την ποίηση όλα τα τέτοια, αρχίζοντας από αυτούς τους στίχους,
Ας ήμουνα πάνω στη γη κι ας πάει να ᾽μουν σκλάβος
ενός φτωχού με δίχως βιος...
παρά να μ᾽ είχαν βασιλιά σ᾽ όλους τους πεθαμένους
και αυτούς
[386d] Και φανεί του Άδη η κατοικιά σε θνητούς κι αθανάτους
η μουχλιασμένη κι άραχλη που ως κι οι θεοί την τρέμουν
και
Αλίμονό μας βέβαια και μες στον Άδη υπάρχει
κάποια ψυχή και φάντασμα, μα αίσθηση πια δεν έχει
και το
Μόνος αυτός αισθάνεται, οι άλλοι σκιές γυρνούνε
και
Απ᾽ το κορμί του πέταξε και πάει η ψυχή στον Άδη
μοιριολογώντας πὄχασε τα νιάτα, την αντρειά της
[387a] και το
Η ψυχή καπνός σα να ήταν, μέσα
στη γης εχάθη τρίζοντας
και
σα νυχτερίδες, που πετούν μες στης σπηλιάς τα βάθη
τρίζοντας, αν απ᾽ το σωρό καμιά τους ξεκολλήσει
και πέσει καταγής, κι η μια κρατιέται από την άλλη,
έτσι και κείνες τρίζοντας όλες μαζί πετούσαν.
[387b] Αυτά κι όλα τα τέτοια, θα παρακαλέσομε τον Όμηρο και τους άλλους ποιητές να μη δυσαρεστηθούν αν τα ξεγράψομε, όχι γιατί δεν είναι ποιητικά και ευχάριστα να τ᾽ ακούουν οι πολλοί, μα όσο πιο ποιητικά είναι τόσο ίσα ίσα πρέπει πιο λίγο να τ᾽ ακούουν τα παιδιά κι οι άντρες που είναι προορισμένοι να ζουν ελεύτεροι και να φοβούνται τη σκλαβιά περισσότερο απ᾽ το θάνατο.
Έχεις απόλυτο δίκιο.
Ακόμα πρέπει να πετάξομε μακριά και όλα τα φοβερά και τρομερά ονόματα που δίνουν σ᾽ αυτά τα πράγματα, τους Κωκυτούς και τις Στύγες και [387c] τις Κόλασες και τα Τάρταρα και όλα τα παρόμοια, που είναι χυμένα στο ίδιο καλούπι και που κάνουν σ᾽ όλη τη ζωή τους να σηκώνουνται οι τρίχες της κεφαλής των, όσοι τ᾽ ακούουν. Και ίσως να ᾽ναι καλά κι αυτά σε τίποτα άλλο· μα εμείς φοβούμαστε για τους φρουρούς μας, μήπως απ᾽ αυτή τη φρίκη μάς γίνουν περισσότερο απ᾽ ότι πρέπει μαλακοί και ευαίσθητοι.
Και πολύ σωστά να το φοβούμαστε.
Να τα βγάζομε λοιπόν απ᾽ τη μέση;
Και βέβαια.
Και να μεταχειριζόμαστε ολωσδιόλου τον αντίθετο τύπο και στις ομιλίες μας και στην ποίηση;
Φως φανερό.
[386a] Τὰ μὲν δὴ περὶ θεούς, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοιαῦτ᾽ ἄττα, ὡς ἔοικεν, ἀκουστέον τε καὶ οὐκ ἀκουστέον εὐθὺς ἐκ παίδων τοῖς θεούς τε τιμήσουσιν καὶ γονέας τήν τε ἀλλήλων φιλίαν μὴ περὶ σμικροῦ ποιησομένοις.
Καὶ οἶμαί γ᾽, ἔφη, ὀρθῶς ἡμῖν φαίνεσθαι.
Τί δὲ δὴ εἰ μέλλουσιν εἶναι ἀνδρεῖοι; ἆρα οὐ ταῦτά τε λεκτέον καὶ οἷα αὐτοὺς ποιῆσαι ἥκιστα τὸν θάνατον δεδιέναι; [386b] ἢ ἡγῇ τινά ποτ᾽ ἂν γενέσθαι ἀνδρεῖον ἔχοντα ἐν αὑτῷ τοῦτο τὸ δεῖμα;
Μὰ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, οὐκ ἔγωγε.
Τί δέ; τἀν Ἅιδου ἡγούμενον εἶναί τε καὶ δεινὰ εἶναι οἴει τινὰ θανάτου ἀδεῆ ἔσεσθαι καὶ ἐν ταῖς μάχαις αἱρήσεσθαι πρὸ ἥττης τε καὶ δουλείας θάνατον;
Οὐδαμῶς.
Δεῖ δή, ὡς ἔοικεν, ἡμᾶς ἐπιστατεῖν καὶ περὶ τούτων τῶν μύθων τοῖς ἐπιχειροῦσιν λέγειν, καὶ δεῖσθαι μὴ λοιδορεῖν ἁπλῶς οὕτως τὰ ἐν Ἅιδου ἀλλὰ μᾶλλον ἐπαινεῖν, ὡς οὔτε ἀληθῆ [386c] ἂν λέγοντας οὔτε ὠφέλιμα τοῖς μέλλουσιν μαχίμοις ἔσεσθαι.
Δεῖ μέντοι, ἔφη.
Ἐξαλείψομεν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀπὸ τοῦδε τοῦ ἔπους ἀρξάμενοι πάντα τὰ τοιαῦτα—
βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ
ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν
καὶ τὸ—
[386d] οἰκία δὲ θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισι φανείη
σμερδαλέ᾽, εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ
καὶ—
ὢ πόποι, ἦ ῥά τις ἔστι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν
ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν
καὶ τὸ—
οἴῳ πεπνῦσθαι, ταὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσι
καὶ—
ψυχὴ δ᾽ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει,
ὃν πότμον γοόωσα, λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην
[387a] καὶ τὸ—
ψυχὴ δὲ κατὰ χθονός, ἠΰτε καπνός,
ᾤχετο τετριγυῖα
καὶ—
ὡς δ᾽ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο
τρίζουσαι ποτέονται, ἐπεί κέ τις ἀποπέσῃσιν
ὁρμαθοῦ ἐκ πέτρης, ἀνά τ᾽ ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
ὣς αἳ τετριγυῖαι ἅμ᾽ ᾔεσαν.
[387b] ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα παραιτησόμεθα Ὅμηρόν τε καὶ τοὺς ἄλλους ποιητὰς μὴ χαλεπαίνειν ἂν διαγράφωμεν, οὐχ ὡς οὐ ποιητικὰ καὶ ἡδέα τοῖς πολλοῖς ἀκούειν, ἀλλ᾽ ὅσῳ ποιητικώτερα, τοσούτῳ ἧττον ἀκουστέον παισὶ καὶ ἀνδράσιν οὓς δεῖ ἐλευθέρους εἶναι, δουλείαν θανάτου μᾶλλον πεφοβημένους.
Παντάπασι μὲν οὖν.
Οὐκοῦν ἔτι καὶ τὰ περὶ ταῦτα ὀνόματα πάντα τὰ δεινά τε καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα, Κωκυτούς τε καὶ Στύγας καὶ [387c] «ἐνέρους» καὶ «ἀλίβαντας», καὶ ἄλλα ὅσα τούτου τοῦ τύπου ὀνομαζόμενα φρίττειν δὴ ποιεῖ ὡς οἴεται† πάντας τοὺς ἀκούοντας. καὶ ἴσως εὖ ἔχει πρὸς ἄλλο τι· ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ τῶν φυλάκων φοβούμεθα μὴ ἐκ τῆς τοιαύτης φρίκης θερμότεροι καὶ μαλακώτεροι τοῦ δέοντος γένωνται ἡμῖν.
Καὶ ὀρθῶς γ᾽, ἔφη, φοβούμεθα.
Ἀφαιρετέα ἄρα;
Ναί.
Τὸν δὲ ἐναντίον τύπον τούτοις λεκτέον τε καὶ ποιητέον;
Δῆλα δή.
***
Πνευματική και ηθική αγωγή των φυλάκων. Η ποίηση στην υπηρεσία της παιδείας
[386a] Τέτοια λοιπόν είναι, είπα εγώ, εκείνα που, καθώς νομίζω, πρέπει ευθύς από την παιδική τους ηλικία ν᾽ ακούουν κι εκείνα που δεν πρέπει ν᾽ ακούουν οι άνθρωποι που θέλομε να τιμούν τους θεούς και τους γονείς των και να μη θεωρούν για τιποτένιο πράγμα την αγάπη και την ομόνοια μεταξύ τους.
Και νομίζω πως πολύ σωστά το παραδεχτήκαμε.
Τώρα λοιπόν, αν θέλομε να ᾽ναι και ανδρείοι, δεν πρέπει να τους λέμε, εκτός απ᾽ αυτά, και τέτοια ακόμα που θα τους κάμουν να μη φοβούνται καθόλου το θάνατο; [386b] ή φαντάζεσαι πως μπορεί ποτέ να γίνει κανείς αντρείος, αν έχει μέσα του αυτό το φόβο;
Όχι, μα την αλήθεια· καθόλου εγώ δεν το φαντάζομαι.
Τί λοιπόν; ένας, που πιστεύει πως υπάρχουν στον Άδη εκείνα τα φοβερά και τρομερά πράγματα, νομίζεις πως θα ήταν άφοβος εμπρός στο θάνατο και πως θα προτιμούσε στον πόλεμο να σκοτωθεί κάλλιο, παρά να νικηθεί και να γίνει σκλάβος;
Διόλου.
Πρέπει λοιπόν, καθώς φαίνεται, να δώσομε όλη την προσοχή μας και για όσα θα επιχειρούσαν να λέγουν πάνω σ᾽ αυτά, και να παρακαλέσομε τους ποιητάς να μην κατηγορούν έτσι όπως τύχει τον Άδη, κι όσα είν᾽ εκεί μέσα, αλλ᾽ απεναντίας να τα επαινούν, γιατί ούτε αληθινά [386c] είναι όσα λέγουν, ούτε ωφέλιμα για κείνους που θα γίνουν μια μέρα πολεμισταί.
Έτσι πρέπει πραγματικώς.
Θα σβήσομε λοιπόν από την ποίηση όλα τα τέτοια, αρχίζοντας από αυτούς τους στίχους,
Ας ήμουνα πάνω στη γη κι ας πάει να ᾽μουν σκλάβος
ενός φτωχού με δίχως βιος...
παρά να μ᾽ είχαν βασιλιά σ᾽ όλους τους πεθαμένους
και αυτούς
[386d] Και φανεί του Άδη η κατοικιά σε θνητούς κι αθανάτους
η μουχλιασμένη κι άραχλη που ως κι οι θεοί την τρέμουν
και
Αλίμονό μας βέβαια και μες στον Άδη υπάρχει
κάποια ψυχή και φάντασμα, μα αίσθηση πια δεν έχει
και το
Μόνος αυτός αισθάνεται, οι άλλοι σκιές γυρνούνε
και
Απ᾽ το κορμί του πέταξε και πάει η ψυχή στον Άδη
μοιριολογώντας πὄχασε τα νιάτα, την αντρειά της
[387a] και το
Η ψυχή καπνός σα να ήταν, μέσα
στη γης εχάθη τρίζοντας
και
σα νυχτερίδες, που πετούν μες στης σπηλιάς τα βάθη
τρίζοντας, αν απ᾽ το σωρό καμιά τους ξεκολλήσει
και πέσει καταγής, κι η μια κρατιέται από την άλλη,
έτσι και κείνες τρίζοντας όλες μαζί πετούσαν.
[387b] Αυτά κι όλα τα τέτοια, θα παρακαλέσομε τον Όμηρο και τους άλλους ποιητές να μη δυσαρεστηθούν αν τα ξεγράψομε, όχι γιατί δεν είναι ποιητικά και ευχάριστα να τ᾽ ακούουν οι πολλοί, μα όσο πιο ποιητικά είναι τόσο ίσα ίσα πρέπει πιο λίγο να τ᾽ ακούουν τα παιδιά κι οι άντρες που είναι προορισμένοι να ζουν ελεύτεροι και να φοβούνται τη σκλαβιά περισσότερο απ᾽ το θάνατο.
Έχεις απόλυτο δίκιο.
Ακόμα πρέπει να πετάξομε μακριά και όλα τα φοβερά και τρομερά ονόματα που δίνουν σ᾽ αυτά τα πράγματα, τους Κωκυτούς και τις Στύγες και [387c] τις Κόλασες και τα Τάρταρα και όλα τα παρόμοια, που είναι χυμένα στο ίδιο καλούπι και που κάνουν σ᾽ όλη τη ζωή τους να σηκώνουνται οι τρίχες της κεφαλής των, όσοι τ᾽ ακούουν. Και ίσως να ᾽ναι καλά κι αυτά σε τίποτα άλλο· μα εμείς φοβούμαστε για τους φρουρούς μας, μήπως απ᾽ αυτή τη φρίκη μάς γίνουν περισσότερο απ᾽ ότι πρέπει μαλακοί και ευαίσθητοι.
Και πολύ σωστά να το φοβούμαστε.
Να τα βγάζομε λοιπόν απ᾽ τη μέση;
Και βέβαια.
Και να μεταχειριζόμαστε ολωσδιόλου τον αντίθετο τύπο και στις ομιλίες μας και στην ποίηση;
Φως φανερό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου