Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά συσχετίζονται ὁ σκοπός καί ἡ μέθοδος τῆς φιλοσοφικῆς προσπάθειας μέ τά πιστεύω τά ὁποῖα κομίζουμε σ' αὐτήν, ἀποτελεῖ ἕνα πολύ λεπτό ζήτημα. Εἶναι ἄστοχο νά προσποιούμαστε ὅτι μποροῦμε νά ξεκινήσουμε ἀπομονώνοντας, κατά κάποιον τρόπο, τά ἐργαλεῖα μέ τά ὁποῖα προσεγγίζουμε τή φιλοσοφία, γιατί τότε δέν θά εἴχαμε μέ τί νά δουλέψουμε. Μποροῦμε, ἐν τούτοις, ν’ ἀναρωτηθοῦμε ἄν ὁ κύριος στόχος τοῦ φιλοσοφεῖν εἶναι ἡ ἐξέταση, ἡ διευκρίνηση, ἡ ἐναρμόνιση, ἡ κριτική, ἡ ἀνασύνταξη ἤ ἀκόμα καί ἡ ἀνακάλυψη τῶν πεποιθήσεων ἤ τῶν ὑποθέσεων βάσει τῶν ὁποίων ξεκινήσαμε, ἤ ἄν μπορεῖ νά γίνει καί κάτι ἄλλο: μιά ἔρευνα ἡ ὁποία νά μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ γνώση ἤ σέ ἀξίες, οἱ ὁποῖες ἀρχικά δέν ἦσαν οὔτε ἐμφανεῖς οὔτε ἀπαραιτήτως ἐξυπακουόμενες ἀπό ὅσα γνωρίζαμε τότε.
Καθένα ἀπό αὐτά τά ἐγχειρήματα ἔχει προφανῶς τίς δυσκολίες του. Κανένας δέν μπορεῖ ν’ ἀντιταχθεῖ στήν ἐναντίωση πρός τή σύγχυση, τήν ἀντιφατικότητα, τήν ἀσάφεια καί τήν αὐταπάτη πού ἐνυπάρχει στίς καθημερινές πεποιθήσεις μας. Αὐτές οἱ ἀτέλειες στίς ἀπόψεις μας γιά τόν ἑαυτό μας καί τόν κόσμο ἀπαντοῦνται σέ ἀφθονία, καί ἄν κάποιοι φιλόσοφοι, χάρη στό ταλέντο ἤ τήν τύχη τους, κατορθώνουν νά κάνουν κάτι γιά νά τίς περιορίσουν, τότε ἀξίζουν τόν σεβασμό καί τήν ὑποστήριξή μας.
Παρόλα αὐτά, θά ἦταν ἀπογοητευτικό νά ὑποθέσουμε ὅτι αὐτό εἶναι ὅλο κι ὅλο πού μπορεῖ νά κάνει ἡ φιλοσοφία, γιατί τότε θά ἦταν σάν νά τήν ὑποβιβάζαμε στή δουλειά τῆς ἀπάλειψης ἀσυνεπειῶν, χωρίς ὅμως νά ἐπιδιώκεται ἡ ἐπίτευξη τῆς ἀλήθειας. Ἡ συνέπεια εἶναι βέβαια ἀπαραίτητη, ἄν θέλουμε ὅλα μας τά πιστεύω νά εἶναι ἀληθινά. Ἐν τούτοις, ἡ συνέπεια καί μόνο δέν ἐπαρκεῖ. Μέ δεδομένο ὅτι, κατά πάσα πιθανότητα, μερικές ἀπό τίς πεποιθήσεις μας εἶναι λανθασμένες (ἄν καί δέν ξέρουμε ποιές), τό νά τίς καταστήσουμε συνεπεῖς μεταξύ τους, μπορεῖ ἐξίσου εὔκολα εἴτε νά μειώσει εἴτε νά αὐξήσει τά ἀποθέματα γνώσης μας.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά δέν εἶναι εὔκολο νά ἀντιληφθοῦμε μέ ποιόν τρόπο πρέπει νά ἀναζητήσουμε ἀλήθειες ἀνεξάρτητες ἀπό τίς πεποιθήσεις μας. Τό πρόβλημα εἶναι νά ἀναγνωρίζουμε τέτοιου εἴδους ἀλήθειες ὅταν ἐρχόμαστε σέ ἐπαφή μαζί τους, μιᾶς καί τά μοναδικά κριτήρια πού μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε εἶναι τά δικά μας. Ἐνῷ μέ βάση τήν πρώτη προσέγγιση δέν ἐπχειρεῖται ὁ ὁρισμός ἀντικειμενικῶν κριτηρίων, μέ τή δεύτερη αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μόνο μέ τήν αὐθαίρετη μετονομασία ὁρισμένων ὑποκειμενικῶν κριτηρίων σέ ἀντικεμενικά.
Ὑπάρχει μιά προφανής σύνδεση ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές ἐξεικονίσεις τῆς μεθόδου καί τοῦ σκοποῦ τῆς φιλοσοφίας καί δύο παραδοσιακές ἀντιλήψεις γύρω ἀπό τή φύση τῆς ἀλήθειας: ἡ μία μέθοδος ταιριάζει μέ τίς συνεκτικιστικές θεωρίες γιά τήν ἀλήθεια, ἐνῷ ἡ ἄλλη συνδέεται μέ θεωρίες ἀντιστοιχίας. Μιά συνεκτικιστική θεωρία, στήν τολμηρότερη καί εὐκρινέστερη μορφή της, δηλώνει πώς ὅλες οἱ πεποιθήσεις σέ μιά συνεπή ὁμάδα πεποιθήσεων, εἶναι ἀληθεῖς. Ἡ συνεκτικότητα εἶναι ὁ μοναδικός δυνατός τρόπος γιά νά ἐλέγξει κανείς τήν ἀλήθεια, ἄρα πρέπει καί νά συνιστᾶ τήν ἀλήθεια. Μέ αὐτή τήν ἔννοια λοιπόν, μιά συνεκτικιστική θεωρία γιά τήν ἀλήθεια μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὅτι ὑπερασπίζει μιά φιλοσοφική μέθοδο, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει μόνο καί μόνο νά καταπολεμήσει τήν ἀσυνέπεια, γιατί ἄν ἐξοστρακιστοῦν οἱ ἀσυνέπειες, τότε ἡ συνεκτικιστική θεωρία μᾶς ἐξασφαλίζει ὅτι αὐτό πού θά μείνει θά εἶναι ἕνα καθαρό σύνολο ἀληθειῶν.
Οἱ θεωρίες ἀντιστοιχίας, ἀντίθετα, ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἀλήθεια μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ ὡς σχέση ἀνάμεσα σέ μιά πεποίθηση καί σέ μιά πραγματικότητα τῆς ὁποίας ἡ ὕπαρξη καί ὁ χαρακτήρας εἶναι, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς γνώσεις καί τίς πίστεις μας. Μιά τέτοιου εἴδους ἀλήθεια εἶναι πού ἀναζητᾶ ἡ δεύτερη προσέγγιση στή φιλοσοφία. Δυστυχῶς ὅμως, οἱ θεωρίες ἀντιστοιχίας δέν εἶναι σέ θέση νά δώσουν μιά κατανοητή ἀπάντηση στό ἐρώτημα μέ ποιόν τρόπο μποροῦμε γενικά νά διαπιστώσουμε ἄν οἱ πίστεις μᾶς ἀνταποκρίνονται μέ τόν ἀπαιτούμενο τρόπο στήν πραγματικότητα.
Σέ ὁλόκληρο τό ἔργο τοῦ Πλάτωνα δέν ὑπάρχει θέμα πού νά ἐμφανίζεται συχνότερα ἀπ’ ὅ,τι ἡ ἔμφαση στή φιλοσοφική μέθοδο, ἡ ἔρευνα γιά κάποιον συστηματικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο νά ἀνακαλύπτει κανείς τίς σημαντικές ἀλήθειες καί νά ἐξασφαλίζει ὅτι ἀποτελοῦν πράγματι ἀλήθειες. Παρ’ ὅλα αὐτά, νομίζω πώς εἶναι ἀσφαλές νά πούμε ὅτι ὁ Πλάτων ὄχι μόνο δέν ἀνακάλυψε μιάν ἀπόλυτα ἱκανοποιητική μέθοδο, ἀλλά δέν βρῆκε κάν κάποια μέθοδο πού νά τόν ἱκανοποιεῖ γιά μεγάλο χρονικό διάστημα. Στούς πρώιμους διαλόγους, ὅπου τόν πρῶτο λόγο ἔχει ὁ Σωκράτης, ἡ μέθοδος πού ἐπικρατεῖ εἶναι ἡ ἐλεγκτική καί δέν ὑπάρχει κανένα στοιχεῖο πού νά δημιουργεῖ τήν ὑποψία ὅτι ὁ Πλάτων, ἤ ὁ Σωκράτης, ἔχουν κάποιο λόγο νά προσθέσουν κάτι σέ αὐτήν. Φαίνεται ὡστόσο ξεκάθαρο πώς πρόκειται γιά μιά μέθοδο ἡ ὁποία, στήν καλύτερη περίπτωση, ὁδηγεῖ στή συνέπεια. Ἄν ὑποτίθεται ὅτι αὐτή παρέχει τήν ἀλήθεια, αὐτή ἡ ὑπόθεση δέν τεκμηριώνεται πουθενά. Στούς μεσαίους διαλόγους, καθώς καί σέ κάποιους ἀπό τους ὕστερους, ὁ Πλάτων προτείνει ἀρκετούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ὁ ἔλεγχος θά μποροῦσε νά συμπληρωθεῖ ἤ καί νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό τεχνικές μέ ὑψηλότερους στόχους. Αὐτό ὅμως πού μᾶς ἐντυπωσιάζει εἶναι ὅτι ὁ Πλάτων δέν καταλήγει ὁριστικά σέ καμία ἀπό αὐτές τίς μεθόδους ὡς αὐτήν πού ἐγγυημένα μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν ἀντικειμενική ἀλήθεια: ἡ μία μετά τήν ἄλλη, οἱ νέες μέθοδοι παραμερίζονται ἤ ὑποβιβάζονται σέ χρήσιμες (ad hoc) τεχνικές ἐπινοήσεις καί μόνο. Ὁ Πλάτων πολύ συχνά διευκρινίζει ὅτι ἀναγνωρίζει τήν ἀκαταλληλόλητα τῶν μεθόδων πού χρησιμοποιεῖ γιά νά ἐπιτύχει τούς σκοπούς του, κι αὐτή ἡ ἀκαταλληλότητα μπορεῖ νά εἶναι ὀδυνηρά ἐμφανής στά μάτια τοῦ σύγχρονου ἀναγνώστη.
Ὁ Πλάτων καί ὁ Ἀριστοτέλης συχνά θεωροῦνται ὡς ὑποδείγματα ἀντιτιθέμενων μεθόδων. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπέμενε, στήν ἠθική φιλοσοφία τουλάχιστον, ὅτι ἀπόψεις οἱ ὁποῖες γίνονται εὐρέως ἀποδεκτές καί ὑποστηρίζονται σθεναρά στούς κόλπους τῆς κοινότητας στήν ὁποία ἀνήκουμε, πρέπει νά τίς παίρνουμε στά σοβαρά καί νά τίς θεωροῦμε γενικά ὡς ἀληθεῖς. Ὁ Πλάτων ὅμως, ἀπ’ ὅ,τι ἀκοῦμε, “σέ ὅλους τους μεσαίους διαλόγους του... ἀντιτίθεται ἐπανειλημμένα στή φιλοσοφική καταλληλότητα ὁποιασδήποτε μεθόδου, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στήν καταγραφή καί τήν προσαρμογή τῶν γνωμῶν καί τῶν λόγων μας. Ὁ Πλάτων εἶναι μάλιστα πού ἀντιτάσσει μέ τόν πιό ρητό τρόπο τά φαινόμενα, καί τίς γνωστικές καταστάσεις πού σχετίζονται μαζί τους, στήν ἀλήθεια καί τήν πραγματική κατανόηση. Ἐξάλλου ὁ Πλάτων ὑποστηρίζει ὅτι τά πρότυπα τά ὁποῖα ἀπαιτοῦνται ὥστε νά κατανοήσουμε τά σπουδαιότερα φιλοσοφικά κι ἐπιστημονικά θέματα δέν βρίσκονται κάν στόν κόσμο τῆς ἀνθρώπινης πίστης καί ἀντιληψης”[1].
Πράγματι, αὐτή εἶναι ἡ κρατούσα ἄποψη καί ὅταν, ὅπως συμβαίνει σέ αὐτό τό κείμενο, ἀναφέρεται μόνο στούς μεσαίους διαλόγους, εἶναι σέ γενικές γραμμές σωστή. Ἀκόμη ὅμως καί μέ αὐτόν τόν περιορισμό, πρέπει νά τήν δεχόμαστε μέ κάποια ἐπιφύλαξη. Ὡς ἐνδεικτικό παράδειγμα τῶν ἀντιθέσεων πού ὑπάρχουν μεταξύ τῶν μεθόδων τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη, ἡ Nussbaum ἀναφέρει τίς ἀπόψεις τους σχετικά μέ τήν ἀκρασίαν, τήν ἀδυναμία θέλησης. Ὅπως γνωρίζουμε, ὁ Σωκράτης παραδόξως ὑποστήριζε ὅτι ἡ ἀκρασία δέν ἦταν δυνατόν νά ὑπάρξει, λέγοντας ὅτι, ἄν κάποιος γνωρίζει τί εἶναι καλό, δέν μπορεῖ παρά νά πράξει σύμφωνα μέ αὐτή τή γνώση. Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε ὅτι ἡ κοινή ἄποψη πρέπει νά εἶναι σωστή: παρά τά ἐπιχειρήματα τοῦ Σωκράτη, ὑπάρχουν ὁρισμένες περιπτώσεις πού ἡ ἀκρασία ὄντως ὑπάρχει.
Πόσο σαφής εἶναι ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στόν Πλάτωνα (στήν πραγματικότητα τόν Σωκράτη) καί τόν Ἀριστοτέλη; Στούς πρώιμους διαλόγους συναντᾶμε τίς ἐμφατικότερες περιπτώσεις συμπερασμάτων πού ἀντιτίθενται σαφῶς στήν κοινή πεποίθηση: δέν ἔχει εἰπωθεῖ ἀκόμη τίποτα πού νά δείχνει ὅτι ἡ ἐλεγκτική μέθοδος εἶναι ἱκανή γιά τίποτε περισσότερο ἀπό τό νά ἀποκαλύπτει ἀσυνέπειες. Στούς μεσαίους διαλόγους ὑπάρχουν οἱ ἰσχυρές ἐνδείξεις που μόλις ἀναφέραμε ὅτι ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νά φτάσει σέ ἀλήθειες τίς ὁποῖες οἱ κοινοί ἄνθρωποι δέν ἔχουν κάν ὀνειρευτεῖ καί πού ἡ ἐμπειρία δέν μπορεῖ νά ἐλέγξει: παρ’ ὅλα αὐτά, σέ αὐτούς τούς ἴδιους διαλόγους ἀποδίδεται πολύ λιγότερη σημασία στόν παράδοξο χαρακτήρα τῶν θεωριῶν πού προκύπτουν. Εἰδικότερα, ἡ σωκρατική ἄρνηση γιά τήν ὕπαρξη τῆς ἀκρασίας ἐγκαταλείπεται ρητά. Καί, γιά νά διατυπώσουμε ἕνα δικό μας μικρό παράδοξο: θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι ἐνῷ στούς πρώιμους διαλόγους προκλητικοί ἰσχυρισμοί βασίζονται σέ μιά μέθοδο ἡ ὁποία δέν εἶναι ἱκανή νά τούς στηρίξει, στούς μεσαίους διαλόγους, τά ἀποτελέσματα πού ἔχουν οἱ μέθοδοι οἱ ὁποῖες λέγεται ὅτι ὁδηγοῦν στήν ἀπόλυτη καί ἀντικειμενική ἀλήθεια, εἶναι μᾶλλον ἀσθενέστερα.
Νομίζω ὅτι στό τέλος ὁ Πλάτων ἔπαψε νά πιστεύει στήν ἱκανότητα αὐτῶν τῶν μεθόδων νά παράγουν βεβαιωμένες αἰώνιες ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες δέν ὄφειλαν τίποτα στούς σοβαρούς σκοπούς καί τίς πεποιθήσεις τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων, καί κατέληξε νά ἐμπιστευτεῖ καί πάλι τόν ἔλεγχο, ὁ ὁποῖος τώρα συμπληρωνόταν καί βελτιωνόταν μέ ποικίλους τρόπους, ὥστε νά καταλήξει τελικά στήν ἀλήθεια μέσῳ τῆς συνέπειας: μέ ἄλλα λόγια, ὅτι ἐπέστρεψε στή σωκρατική μέθοδο καί τήν δική της προσέγγιση τοῦ φιλοσοφικοῦ εγχειρήματος.
Τήν πορεία σκέψης τήν ὁποία ἀκολουθῶ μου τήν ἐνέπνευσε μία θαυμάσια καί τολμηρή μελέτη τοῦ Γρηγόρη Βλαστοῦ πού ὀνομάζεται “Ὁ Σωκρατικός Ἔλεγχος”[2]. "Ἄν τόν δεῖ κανείς ἀπό λογική ἄποψη, ὁ ἔλεγχος εἶναι ἁπλῶς μία μέθοδος γιά νά δείξει κάποιος ὅτι ἕνα σύνολο προτάσεων εἶναι ἀσυνεπές. Στήν πράξη, ἡ ἐλεγκτική μέθοδος χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Σωκράτη, ἤ ἀπό κάποιον ἄλλο ἐρωτώντα, γιά νά δείξει ὅτι ὁ ὁμιλητῆς ἔχει πεῖ πράγματα τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὅλα ἀληθῆ (ἐφόσον εἶναι ἀσυνεπῆ μεταξύ τους). Ἄν αὐτή ἦταν ὅλη κι ὅλη ἡ ἱστορία, ἡ λειτουργία τοῦ ἐλέγχου δέν θά ἔγκειτο σέ τίποτα περισσότερο ἀπό τό νά ἀποκαλύπτει περιπτώσεις ἀσυνέπειας. Μιά τέτοια ἀποκάλυψη, βέβαια, θά εἶχε σημασία γιά ὁποιονδήποτε ἔμπαινε στόν πειρασμό νά πιστέψει ὅλες τίς προτάσεις τοῦ ἀσυνεποῦς αὐτοῦ συνόλου.
Δέν ὑπάρχει κανένας προφανής λόγος γιά τόν ὁποῖο κάποιος φιλόσοφος - ἤ ὁποιοσδήποτε ἄλλος- θά ἔπρεπε νά ἀσχολεῖται μέ ἀσυνεπῆ σύνολα προτάσεων μόνον ὅταν αὐτές τυχαίνει νά τίς πιστεύει κάποιος: στό κάτω κάτω, μπορεῖ κάποιος νά ἀποδείξει ὅτι μιά πρόταση εἶναι ἀληθής, καί ἄρα ἄξια νά τήν πιστεύουμε, μέ τό νά δείξει ὅτι ἡ ἄρνησή της συνεπάγεται ἀσυνέπεια. Τοῦτο δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει στό νά καθιερώσουμε οὐσιώδεις ἤ ἠθικές ἀλήθειες σέ ἀντίθεση μέ λογικές ἀλήθειες. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅταν προσπαθοῦμε νά ἀποφασίσουμε πού βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, τό νά ἀντιληφθοῦμε τήν ἀσυνέπεια ἑνός συνόλου προτάσεων πού κανείς δέν ἔχει ἀκόμη ὑποστηρίξει, εἶναι πολύ χρήσιμο.
Προκαλεῖ συνεπώς ἔκπληξη, ἀλλά εἶναι καί διδακτικό, τό γεγονός ὅτι στούς σωκρατικούς διαλόγους, ὁ Σωκράτης συνήθως ἐπιμένει ὅτι ὁ ὁμιλητής πρέπει νά εἶναι σοβαρά δεσμευμένος ἀπό τήν πρόταση πού ἐξετάζεται. Ἕνα ἀπό τά πιό ἀξιόλογα στοιχεῖα τοῦ ἄρθρου τοῦ Βλαστοῦ εἶναι τό ὅτι παρατηρεῖ αὐτό τό ἀξιοσημείωτο χαρακτηριστικό τῆς μεθόδου τοῦ Σωκράτη καί ἐπισημαίνει τή σπουδαιότητά του. Ὁ Βλαστός παραθέτει τά ἑξῆς χωρία ἀπό τους διαλόγους: “Μά τό θεό τῆς φιλίας, Καλλικλῆ! Μή νομίζεις ὅτι μπορεῖς νά παίζεις μαζί μου καί νά ἀπαντᾶς ὅ,τι σοῦ ’ρχεται στό κεφάλι ἀντίθετα ἀπό τήν πραγματική σου γνώμη” (Γοργίας, 500b). “Καλέ μου ἄνθρωπε, μήν ἀπαντᾶς ἀντίθετα ἀπό τήν πραγματική σου γνώμη, γιά νά μπορέσουμε νά καταλήξουμε κάπου” (Πολιτεία I, 346a). Καί ὅταν ὁ Πρωταγόρας ἀπαντᾶ σέ μιά ἐρώτηση τοῦ Σωκράτη: “Μά τί πειράζει; Ἄν θέλεις, ἄστο νά ’ναι ἔτσι”, ὁ Σωκράτης ἀπαντᾶ θυμωμένα: “Αὐτό δέν πρόκειται νά τό ἀνεχτῶ, μιᾶς καί δέν εἶναι αὐτό τό ‘ἄν θέλεις’ καί τό ‘ἄν νομίζεις’ πού θέλω νά ἀνασκευάσουμε, ἀλλά ἐσένα κι ἐμένα. Λέω ‘ἐσένα κι ἐμένα’ γιατί νομίζω ὅτι ἡ θέση ἀνασκευάζεται μέ καλύτερο τρόπο ἄν τῆς ἀφαιρέσουμε τό ‘ἄν’ (Πρωταγόρας, 331c).
Τό τελευταῖο αὐτό παράθεμα καθιστᾶ φανερό ἄλλο ἕνα χαρακτηριστικό του ἐλέγχου καί βοηθᾶ στό νά ἀπαντηθεῖ τό ἐρώτημα γιατί ὁ Σωκράτης ἐπιμένει τόσο πολύ στό νά ἐκφράζουν τίς πραγματικές ἀπόψεις τους οἱ ἄνθρωποι στούς ὁποῖους κάνει ἐρωτήσεις. Ὁ Σωκράτης ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἀνασκευή. Ὁ τυπικός ἔλεγχος ἀρχίζει μέ ἕνα ἐρώτημα πού θέτει ὁ Σωκράτης, στό ὁποῖο ὁ συνομιλητής δίνει κάποιαν ἀπάντηση. Ὁ Σωκράτης ἐκμαιεύει τότε μερικές ἀκόμη ἀπόψεις ἀπό τόν συνομιλητή (συχνά μάλιστα κάνει ὁ ἴδιος τήν ἀρχή καί τελικά φέρνει τόν συνομιλητή σέ σημεῖο νά συμφωνήσει) καί προχωρεῖ δείχνοντας ὅτι αὐτές οἱ περαιτέρω ἀπόψεις συνεπάγονται τό ψεῦδος τῆς ἀρχικῆς ἀπάντησης. Ὁ ἐρωτώμενος δέν θά εἶχε κανένα λόγο νά ἐγκαταλείψει τήν ἀρχική του ἀπάντηση ἄν δέν ἀποδεχόταν τίς προτάσεις πού τήν ἀνασκευάζουν. Κι αὐτό, γιατί σέ αὐτήν τήν περίπτωση δέν θά εἶχε ἀνασκευαστεῖ καμία συγκεκριμένη θέση.
Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Βλαστός, αὐτό πού ἔδειξε ὁ Σωκράτης εἶναι ὅτι οἱ πίστεις τοῦ συνομιλητῆ εἶναι ἀσυνεπεῖς μεταξύ τους, ἄρα μιά τουλάχιστον ἀπό αὐτές πρέπει νά εἶναι λανθασμένη. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως, δέν ὑπάρχει τίποτα στήν ἐλεγκτική μέθοδο πού νά ὑποδεικνύει ποιά ἤ ποιές πίστεις θά ’πρεπε νά ἀπορριφθοῦν. Στήν πράξη ἀποκαλύπτεται πάντα πώς πρόκειται γιά τήν ἀρχική πρόταση. Εἶναι φανερό πώς ἀπό παιδαγωγική καί δραματολογική ἄποψη αὐτή εἶναι ἡ σωστή στρατηγική. Εἶναι ὅμως μιά στρατηγική, ἡ ὁποία θά ὁδηγήσει σέ ἀληθῆ συμπεράσματα μόνο ἄν κάποιος εἶναι ἀρκετά προσεκτικός ὥστε νά ξεκινήσει μέ μιά λανθασμένη πίστη καί νά συνεχίσει κατόπιν μέ συμπληρωματικές, ἀλλά ἀληθεῖς, πίστεις, ἔτσι ὥστε νά ἀνασκευάσει τόν ἀρχικό ἰσχυρισμό. Πῶς μπορεῖ ὅμως ὁ Σωκράτης, πρίν ἀκόμα χρησιμοποιήσει τή μέθοδό του, νά εἶναι σίγουρος γιά τό τί εἶναι ἀληθές καί τί ὄχι; Μήπως αὐτή ἡ μέθοδος δέν εἶναι τελικά παρά μιά ἐπινόηση πού ἀποφέρει πειθώ;
Αὐτό πού εἶναι σαφές εἶναι πώς ὁ Σωκράτης πιστεύει ὅτι ἡ ἐλεγκτική μέθοδος ὁδηγεῖ πράγματι σέ ἠθικές ἀλήθειες: στίς ἀρνήσεις, γενικά, ὁρισμένων πίστεων τίς ὁποῖες ὑποστηρίζουν οἱ διάφοροι συνομιλητές στήν ἀρχή τῆς συζήτησης. Ἄν ὁ ἀρχικός ἰσχυρισμός εἶναι p, ὁ Σωκράτης συνοψίζει κατ’ ἐξακολούθηση τό ἀποτέλεσμα ἑνός ἐλεγκτικοῦ ἐπιχειρήματος λέγοντας ὅτι ἡ ἄρνηση τοῦ p “εἶναι πιά προφανής γιά μάς”, ἤ ὅτι τώρα ὁ συνομιλητής “βλέπει” ἤ “γνωρίζει” ὅτι ὄχι-p[3]. Στόν Γοργία, ὁ Σωκράτης λέει ὅτι ἡ θέση του (ἡ ἄρνηση τοῦ p τοῦ συνομιλητῆ) ἀποδείχτηκε “ἀληθής”. (Σ’ αὐτή τήν περίπτωση, τό ὄχι-p εἶναι πώς: εἶναι προτιμότερο νά ὑφίσταται κανείς τήν ἀδικία παρά νά τήν διαπράττει). Ἀμέσως μετά τό θέτει ἀκόμη πιό ἐμφατικά: “Αὐτά τά πράγματα, ἔχοντας καταστεῖ προφανῆ κατά τήν ἐπιχειρηματολογία πού προηγήθηκε, ὅσο καί ἄν φαίνεται χονδροειδής ἡ μεταφορά, θά ἔλεγα ὅτι ἔχουν καθηλωθεῖ καί δεθεῖ μέ ἐπιχειρήματα φτιαγμένα ἀπό ἀτσάλι καί ἀδάμαντα...”
Σύμφωνα μέ τόν Βλαστό, τοῦ ὁποῖου τό ἐπιχείρημα παρακολουθῶ στενά μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου (χρησιμοποιώντας ἐπίσης τίς μεταφράσεις του), τά δύο τελευταία παραθέματα διαφέρουν οὐσιωδῶς κατά τήν ἰσχύ τους ἀπό τους προηγούμενους ἰσχυρισμούς. Τό νά ἀποδεικνύει κανείς κάτι σημαίνει κάτι περισσότερο ἀπό τό νά τό καθιστᾶ ἁπλῶς προφανές. Ὁ Βλαστός πιστεύει πώς ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ὁ ἔλεγχος μπορεῖ νά “ἀποδείξει” ἀλήθειες, δέν ἀνήκει στόν Σωκράτη. Πιστεύει ὅτι ὁ Σωκράτης ὄντως ὑπέθεσε πώς ὁ ἔλεγχος ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια, ἀλλά ἐπρόκειτο γιά μιά ὑπόθεση τήν ὁποία δέν διερεύνησε συνειδητά καί ἑπομένως δέν ἔνιωσε τήν ἀνάγκη νά τήν ὑπερασπιστεῖ. “Σέ ὅλους τούς διαλόγους πού προηγοῦνται τοῦ Γοργία, ὁ Πλάτων ἐξεικονίζει τόν Σωκράτη νά ἐπιχειρηματολογεῖ γιά τίς ἀπόψεις του μέ τόν ἴδιο σχεδόν τρόπο πού ἄλλοι φιλόσοφοι τό ἔκαναν πρωτύτερα ἤ ἀπό ἐκείνη τήν ἐποχή ὅταν προσπαθοῦσαν νά πείσουν καί ἄλλους νά ἐνστερνιστοῦν τίς ἀπόψεις τους: διαλέγει προκείμενες τίς ὁποῖες θεωρεῖ τόσο εὔλογες Αὐτές καθαυτές καί τόσο καλά ἑδραιωμένες στό σύστημα τῶν πίστεων τῶν συνομιλητῶν του, ὥστε ὅταν τούς φέρει ἀντιμέτωπους μέ τό γεγονός ὅτι αὐτές οἱ προκείμενες συνεπάγονται τήν ἀνασκευή της ἀρχικῆς θέσης τους αἰσθάνεται ὅτι δέν ὑπάρχει κίνδυνος αὐτοί νά ἀνακαλέσουν τίς προκείμενες γιά νά περισώσουν τή θέση τους... Ὡς ἐκ τούτου, τό ‘πρόβλημα τοῦ ἐλέγχου’ δέν ἀπασχολεῖ ποτέ τόν Σωκράτη κατά τή διάρκεια αὐτῶν τῶν πρώιμων διαλόγων”. Ἀντίθετα, (γιά νά συνεχίσουμε τήν ὑπόθεση τοῦ Βλαστοῦ) ὁ Πλάτων ὄντως κατέληξε νά ἀναρωτηθεῖ τί ἦταν αὐτό πού ἐξασφάλιζε τήν ἐπιλογή ἀληθῶν προκειμένων: καί πολύ καλά ἔκανε, ἄν λάβουμε ὑπόψη πόσο συχνά αὐτό πού φαινόταν κοινή γνώση σέ ὅλους σχεδόν τούς ἄλλους ἀποδεικνυόταν ὅτι ἦταν λανθασμένο, σύμφωνα μέ τόν Σωκράτη. Ἄν καί τά λόγια ἀποδίδονται στόν Σωκράτη, σύμφωνα μέ τόν Βλαστό δέν εἶναι παρά ὁ Πλάτων πού συνειδητοποιεῖ τήν παραδοχή ἡ ὁποία προϋποτίθεται ὥστε ἀπό τόν ἔλεγχο νά προκύπτουν ὄντως ἀλήθειες: ἡ παραδοχή αὐτή εἶναι ὅτι, σέ ἠθικά ζητήματα, ὁ καθένας ἔχει ἀληθεῖς πίστεις οἱ ὁποῖες συνεπάγονται τίς ἀρνήσεις τῶν λανθασμένων πίστεών του. Ἀπό αὐτήν τήν παραδοχή συνεπάγεται ὅτι ὅλες οἱ πίστεις πού ἀνήκουν σέ ἕνα συνεπές σύνολο εἶναι ἀληθεῖς, ἔτσι ὥστε μιά μέθοδος ὅπως ὁ ἔλεγχος, ἡ ὁποία μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό ἀσυνέπειες, στό τέλος δέν θά ἀφήσει ὄρθιο τίποτε ἄλλο παρά μόνο ἀλήθειες. Εἶναι γι’ αὐτό πού δέν χρειαζόταν ὁ Σωκράτης νά γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων ποιές πεποιθήσεις ἦταν ἀληθεῖς, οὔτε καί νά ἀνησυχεῖ μήπως ὅταν ἀνακάλυπτε μιά ἀσυνέπεια, ἀπαλλασσόταν ἀπ’ αὐτήν μέ τό νά ἀπορρίψει τήν ἀληθή προκείμενη. Κι αὐτό διότι ἡ ἄποψη πού θά παρέμενε θά ἀποδεικνυόταν ἀσυνεπής μέ κάποιες περαιτέρω πίστεις.
Δέν θά ἐξετάσω τά στοιχεῖα μέσα στό κείμενο τοῦ Γοργία πού στηρίζουν αὐτή τή θεωρία, μιᾶς καί, ἀπό τή μιά, εἶναι σαφές ὅτι κάτι παρόμοιο μέ αὐτή τήν παραδοχή εἶναι ἀπαραίτητο, ἄν πρόκειται νά θεωρηθεῖ ὁ ἔλεγχος ὡς ἕνας τρόπος προσέγγισης στήν ἀλήθεια, εἴτε τό συνειδητοποιοῦν ὁ Πλάτων ἤ ὁ Σωκράτης, εἴτε ὄχι. Καί, ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι ἐξίσου φανερό ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα ἐπιχείρημα στόν Γοργία ἤ σέ κάποιον ἀπό τους προηγούμενους διαλόγους, πού νά ὑποστηρίζει τήν παραδοχή αὐτή. Ὁ Βλαστός πιστεύει ὅτι ὁ Πλάτων τό συνειδητοποίησε καί πώς εἶναι γι’ αὐτόν τόν λόγο πού στούς ἑπομένους τρεῖς διαλόγους, οἱ ὁποῖοι γράφτηκαν ἀμέσως μετά τόν Γοργία, δηλαδή στόν Εὐθύδημο, τόν Λύση καί τόν Μείζονα Ἱππία, ὁ ἔλεγχος δέν ἐμφανίζεται καθόλου. Σέ αὐτούς τούς διαλόγους ὑπάρχει φιλοσοφική ἐπιχειρηματολογία, ἀλλά ὁ Σωκράτης οὐσιαστικά τή διεξάγει μόνος του, ἐνεργώντας τόσο ὡς αὐτός πού προτείνει θέσεις, ὅσο καί ὡς αὐτός πού ἀσκεῖ κριτική.
Στόν Μένωνα ὁ Πλάτων βρίσκει ἕνα νέο τρόπο νά ὑποστηρίξει τόν ἔλεγχο: τή θεωρία τῆς ἀνάμνησης. Σύμφωνα μέ αὐτή τή θεωρία, ὅλοι γεννιοῦνται ἔχοντας γνώση τῶν πάντων, οἱ περιπέτειες τῆς ζωῆς ὅμως τούς ἔχουν κάνει νά ξεχάσουν ὅσα ξέρουν καί νά καταλήξουν νά πιστεύουν ψεύδη. Γιά μιά ἀκόμη φορά εἶναι φανερό ὅτι μιά μέθοδος ἡ ὁποία ἰσχυρίζεται ὅτι μπορεῖ νά ἐξαλείψει τίς ἀσυνέπειες μέ ὅσα εἶναι γνωστά, εἶναι ἱκανή γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἀλήθειας. Ὁ Βλαστός περιγράφει τή θεωρία τῆς ἀνάμνησης ὡς “ἕνα πλούσιο δῶρο” ἀπό τόν Πλάτωνα στόν Σωκράτη. Ἀπό τότε πού συνέβη αὐτό”, καταλήγει ὁ Βλαστός στό “Afterthoughts”, “ὁ ἠθικολόγος τῶν πρώιμων διαλόγων ἔχει καταστεῖ ὁ μεταφυσικός τῶν μεσαίων. Ἡ μεταμόρφωση τοῦ δασκάλου τοῦ Πλάτωνα σέ φερέφωνο τοῦ Πλάτωνα ἔχει συντελεστεῖ”.
Ὁ Βλαστός διακρίνει μιά τεράστια διαφορά ἀνάμεσα στούς δύο τρόπους πού χρησιμοποιεῖ ὁ Πλάτων γιά νά διασώσει τόν ἔλεγχο: τόν τρόπο τοῦ Γοργία, μέ τόν ὁποῖο ἁπλῶς ὑποτίθεται ἡ ὕπαρξη ἀρκετῶν βαθιά ριζωμένων ἀληθειῶν στόν καθένα μας, καί τόν τρόπο τοῦ Μένωνα, μέ τήν μετεμψύχωση καί τή θεωρία τῆς ἀνάμνησης. Πέρασαν χρόνια ἀπό τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία γράφτηκαν αὐτοί οἱ διάλογοι, χρόνια κατά τή διάρκεια τῶν ὁποίων ὁ Πλάτων ἔχασε κάθε ἐμπιστοσύνη στόν ἔλεγχο. “Ὥσπου μιά μέρα”, γράφει ὁ Βλαστός, “ἦρθε στό μυαλό τοῦ Πλάτωνα ἡ θεωρία τῆς ἀνάμνησης”.
Πρόκειται γιά μιά συναρπαστική ἱστορία καί ὁ Βλαστός τήν κάνει ἀληθοφανή μέ πολυάριθμες ἀναφορές στά κείμενα καί μέ μιά εὔστοχη θεώρηση τῶν ἀνθρώπινων καί τῶν λογικῶν πιθανοτήτων. Δέν ἔχω πρόθεση νά διαφωνήσω μέ αὐτήν, ἐκτός ἀπό ἕνα σημεῖο τό ὁποῖο δέν διευκρινίζεται στό ἄρθρο του, ἀλλά ὑπονοεῖται ἔντονα. Συγκεκριμένα λέει ὅτι μετά τόν Γοργία, ὁ Πλάτων ἔχασε ὁριστικά τήν πίστη του στήν ἰδέα ὅτι οἱ ἠθικές ἀλήθειες μποροῦν νά ἐκμαιευθοῦν ἀπό ὁποιονδήποτε μέ μιά μέθοδο ὅπως ὁ ἔλεγχος. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, θέλω νά ὑποστηρίξω τήν ὑπόθεση ὅτι σέ ἕνα ὁρισμένο σημεῖο, σέ προχωρημένο στάδιο τῆς καριέρας του, ὁ Πλάτων ἐπιστρέφει (ἄν ὑποθέσουμε ὅτι εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ποτέ) στό ἐνδιαφέρον τοῦ Σωκράτη γιά τόν ἀγαθό βίο, τόν σωστό τρόπο νά ζεῖ κανείς, καί ὅτι στηρίζεται στήν παραδοχή ὅτι ὁ καθένας μας διαθέτει ἀρκετή δόση ἀλήθειας, ὥστε νά μᾶς κάνει νά ἐλπίζουμε πώς μποροῦμε νά μάθουμε σέ τί συνίσταται ὁ ἀγαθός βίος.
Πρέπει καταρχήν νά σημειώσουμε πώς, ἄν καί εἶναι σίγουρα ἀληθές ὅτι ἡ θεωρία τῆς μετεμψύχωσης καί τῆς ἀνάμνησης εἶναι καινούρια στόν Μένωνα, ἡ θεωρία αὐτή εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τή μεθοδολογική παραδοχή ἡ ὁποία, ὅπως διαπιστώνει ὁ Πλάτων στόν Γοργία, εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά στηρίξει τόν ἔλεγχο. Πράγματι, ἡ θεωρία τῆς ἀνάμνησης δέν ἐκτοπίζει τήν ὑπόθεση τοῦ Γοργία: τήν συνεπάγεται. Ἄν τή δοῦμε ἀποκλειστικά ὡς συμπλήρωμα τοῦ ἐλέγχου, ἡ θεωρία τῆς ἀνάμνησης δέν ἔχει καμιά ἀνάγκη ἀπό τήν θεωρία τῆς μετεμψύχωσης. Ὅπως καί ἡ μεθοδολογική ὑπόθεση τοῦ Γοργία, ἔτσι καί ἡ θεωρία τῆς ἀνάμνησης θέτει ὡς αἴτημα τήν ὕπαρξη ἐπαρκοῦς βαθιά ριζωμένης μέσα στόν καθένα μας ἀλήθειας, ὥστε νά ἐξασφαλίζει ὅτι ἡ ἐξάλειψη τῶν ἀντιφάσεων τελικά θά ὁδηγήσει στήν ἐξάλειψη τῶν λαθῶν: ὅταν ἀπομακρυνθοῦν ὅλες οἱ ἀσυνέπειες, αὐτό πού θά ἀπομείνει θά εἶναι ἀληθές. Ἀπό αὐστηρά μεθοδολογική ἄποψη, ἡ βασική διαφορά ἀνάμεσα στίς δύο θεωρίες εἶναι ὅτι ἐνῷ ἡ παραδοχή τοῦ Γοργία προτείνει ὅτι ὁ μόνος σίγουρος δρόμος γιά τή γνώση εἶναι ὁ ἔλεγχος, ἡ θεωρία τῆς ἀνάμνησης δέν ἀποδίδει πρωταρχική ἀξία στήν ἐξάλειψη τῶν ἀσυνεπειῶν κι ἔτσι μᾶς καλεῖ νά ἐξετάσουμε ἄλλες μεθόδους, πέρα ἀπό τόν ἔλεγχο, γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας.
Καί βέβαια ἄλλες μέθοδοι ἔρχονται ὄντως στό προσκήνιο στούς μεσαίους καί ὕστερους διαλόγους: πρόκειται γιά τίς διάφορες μεθόδους “ἀναγωγής”, πού συναντᾶμε στήν Πολιτεία, στό Συμπόσιο καί στόν Φαῖδρο: ἡ μέθοδος τῆς “ὑποθεσης”, τῆς “συναγωγῆς καί διαίρεσης”, καθώς καί ἡ μέθοδος ἤ οἱ μέθοδοι πού συναντᾶμε στόν Φίληβο. Ὑπάρχει μιά προφανής μετατόπιση τοῦ ἐνδιαφέροντος ἀπό τά ἠθικά στά γνωσιολογικά καί ὀντολογικά προβλήματα, ἕνα νέο ἐνδιαφέρον (στόν Θεαίτητο) γιά τήν πιθανότητα τῆς ἀντιληπτικῆς γνώσης καί μιά ἐπίμονη ἀπασχόληση μέ τή φιλοσοφική μέθοδο.
Ὁ Πλάτων δέν ἐγκατέλειψε τήν ἐλεγκτική μέθοδο: ἄλλωστε ποιός φιλόσοφος θά τό ἔκανε αὐτό; Αὐτό πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι τί μπορεῖ νά ἀναμένεται ἀπό αὐτή τήν μέθοδο καί τί πίστευε ὁ Πλάτων ὅτι αὐτή θά μποροῦσε νά ἀποδώσει. Τό οὐσιαστικό πρόβλημα εἶναι αὐτό μέ τό ὁποῖο ξεκινήσαμε: μπορεῖ ἡ φιλοσοφία νά ἐλπίζει ὅτι θά ὑπερβεῖ ὅλα ἔκεῖνα τά στοιχεῖα πού ἐνυπάρχουν στίς πίστεις καί τίς ἀξίες μέ τίς ὁποῖες ξεκινᾶ; Ἄν ὄχι, τότε τό μόνο πού μποροῦμε νά τήν ἐμπιστευτοῦμε ὅτι θά ἀποφέρει εἶναι ἡ συνέπεια ὄχι ἡ ἀλήθεια, καί αὐτό εἶναι πού ὑπόσχεται καί ὁ ἀβοήθητος ἔλεγχος. Ἄν ὅμως ἡ θεωρία τῆς ἀνάμνησης ἰσχύει, τότε ὁ ἔλεγχος μπορεῖ νά κάνει ἀκόμη περισσότερα πράγματα. Τό πρόβλημα εἶναι ὅτι ἡ θεωρία τῆς ἀνάμνησης, ὡς οὐσιαστική παραδοχή, ἀπαραίτητη γιά νά στηρίξει γνωσιακούς ἰσχυρισμούς, ἐξαφανίζεται ἀπό τούς διαλόγους σχεδόν ἀμέσως ἀφοῦ ἐμφανιστεῖ. Στόν Μένωνα ὁ ρόλος της εἶναι καίριος καί στόν Φαίδωνα εἶναι ἐπίσης πάρα πολύ σημαντικός. Ἐν τούτοις, μέχρι τό τέλος τοῦ Φαίδωνα, ἡ θεωρία τῆς ἀνάμνησης ἔχει ὑπερκεραστεῖ ἀπό τή μέθοδο τῆς ὑποθέσεως: κι αὐτή, ὅπως θά δοῦμε ἀμέσως, δέν εἶναι ἡ καταλληλότερη μέθοδος γιά τήν ἀπόδειξη ἀληθειῶν. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ Πλάτων δέν φαίνεται πλέον πρόθυμος νά ἐμπιστευτεῖ τή θεωρία τῆς ἀνάμνησης. Ἡ ἀνάμνηση εἰσάγεται στήν Πολιτεία, ἀλλά εἶναι προφανές ὅτι οἱ μέθοδοι στίς ὁποῖες στηρίζεται ὁ Πλάτων σέ αὐτό τό ἔργο εἶναι ἐντελῶς διαφορετικές. Ὑπάρχουν κι ἄλλες ἀναφορές στή θεωρία τῆς ἀνάμνησης στόν Φαῖδρο, τόν Φίληβο καί τούς Νόμους, ἀλλά σέ κανέναν ἀπό αὐτούς τους διαλόγους δέν παίζει κάποιο σπουδαῖο γνωσιολογικό ρόλο.
Φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Πλάτων δέν ἦταν γιά πολύ καιρό πρόθυμος νά ἀποδεχθεῖ τή θεωρία τῆς ἀνάμνησης ὡς πηγῆς βασικῶν ἠθικῶν ἀληθειῶν. Τί, λοιπόν, σκέφτηκε νά βάλει στή θέση της; Ἄν, ὅπως ὑποστηρίζει πειστικά ὁ Βλαστός, τό “πρόβλημα τοῦ ἐλέγχου” κυριαρχοῦσε στή σκέψη τοῦ μεθοδολογικά σκεπτόμενου Πλάτωνα, πῶς θά μποροῦσε νά ἐγκαταλείψει τήν οὐσία τοῦ “γενναίου δώρου” του στόν δάσκαλό του χωρίς νά ἔχει βρεῖ ἕνα κατάλληλο ὑποκατάστατο;
Ἡ ἀπάντηση ἡ ὁποία ἑλκύει περισσότερο τούς μελετητές τοῦ Πλάτωνα εἶναι ὅτι ἐκεῖνος βρῆκε ἄλλες μεθόδους τίς ὁποῖες ἐμπιστευόταν. Αὐτό μπορεῖ νά ἀληθεύει: ἀναφέρονται βέβαια πολλές μέθοδοι, μερικές ἀπό αὐτές περισσότερες ἀπό μιά φορές, καί κάποιες ἀπό αὐτές τίς μεθόδους ὑποστηρίζονται ἔντονα ἀπό ἕνα πρόσωπο μέ τό ὄνομα “Σωκράτης” ἤ “Ἑλεάτης Ξένος”, κτλ. Παρόλ’ αὐτά, ὑπάρχουν τρεῖς σοβαροί λόγοι γιά τούς ὁποίους δέν δεχόμαστε αὐτή τήν ἀπάντηση ὡς τήν τελευταία λέξη ὅσον ἀφορᾶ τήν τελευταία λέξη τοῦ Πλάτωνα γιά τή φιλοσοφική μέθοδο. Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι μποροῦμε νά βροῦμε ἐπιχειρήματα στούς διαλόγους, τά ὁποῖα ἐξηγοῦν τους λόγους γιά τούς ὁποίους κατά τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο τρόπο αὐτές οἱ μέθοδοι εἶναι ἀκατάλληλες ἤ ἀτελεῖς. Ὁ δεύτερος εἶναι ὅτι ὅταν, στόν Φίληβο, ὁ Πλάτων ἐπιστρέφει γιά ἄλλη μιά φορά στό θέμα τῆς φύσης τοῦ ἀγαθοῦ βίου, αὐτές οἱ μέθοδοι δέν φαίνεται ὅτι μποροῦν νά προσφέρουν ἀπάντηση. Παρά τίς διάφορες μακροσκελεῖς καί δύσκολες συζητήσεις γιά τή μέθοδο, ὁ ἔλεγχος εἶναι πού παρέχει τό βασικό ἐπιχείρημα. Ὁ τρίτος λόγος, τόν ὁποῖο οἱ ἱστορικοί μπορεῖ νά κρίνουν ὡς ἄσχετο, εἶναι ὅτι, ἀπ’ ὅ,τι εἴμαστε σέ θέση νά δοῦμε ἀπό μόνοι μας, καμιά ἀπό τίς ἐναλλακτικές μεθόδους δέν εἶναι ἱκανή νά θέσει κάποια σταθερή βάση γιά ἠθικές ἀλήθειες, ἐνῷ τελικά βρίσκει ὑποστήριξη ἡ παραδοχή πού στόν Γοργία ἀναγνωρίζεται ὡς ἐπαρκής γιά νά στηρίξει τόν ἔλεγχο - ἡ παραδοχή ὅτι (στήν ἠθική, τουλάχιστον, καί ἴσως πιό γενικά στή μεταφυσική) ὑπάρχουν ἀρκετές ἀλήθειες μέσα στόν καθένα μας ὥστε νά καταστήσουν εὔλογη τήν ἄποψη πώς, ἐφόσον οἱ πίστεις μας γύρω ἀπό αὐτά τά θέματα εἶναι συνεπεῖς, τότε θά εἶναι καί ἀληθεῖς. Δέν θά ἦταν καθόλου ἀνόητο νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Πλάτων ἔφτασε σ’ αὐτό τό συμπέρασμα ἀπό μόνος του: ὅμως οἱ ἄμεσες ἐνδείξεις δέν εἶναι παρά ὑπαινικτικές.
Ὁ Φίληβος εἶναι μιά σημαντική περίπτωση ὅπου μποροῦμε νά ἐλέγξουμε αὐτή τήν ὑπόθεση. Εἶναι ἕνας διάλογος ἀπό αὐτούς πού γράφτηκαν πολύ ἀργά - ἴσως μόνον οἱ Νόμοι γράφτηκαν ἀργότερα. Ἀσχολεῖται ἄμεσα μέ ἕνα σωκρατικό ἐρώτημα (τό σωκρατικό ἐρώτημα, θά ἔλεγε κανείς), δηλαδή μέ τή φύση τοῦ ἀγαθοῦ βίου. Ἀκόμα καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο διατυπώνεται τό πρόβλημα, μᾶς θυμίζει παλαιότερα ἔργα. Ὁ Φίληβος ρωτᾶ: “Ποιό εἶναι τό καλύτερο πράγμα πού μπορεῖ νά κατέχει ἕνας ἀνθρωπος”; Ἀναζητεῖ “τόν σωστό στόχο γιά ὅλα τά ζωντανά ὄντα”. Στήν Πολιτεία ὁ Σωκράτης λέει: “Τό ἐπιχείρημά μας δέν ἀφορᾶ, κάποιο τυχαῖο ζήτημα, ἀλλά τόν τρόπο σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὀφείλουμε νά ζοῦμε”.
Ὁ Φίληβος ἀρχίζει μέ ἕναν διπλό ἔλεγχο. Ὁ Σωκράτης ἀνακεφαλαιώνει τίς δύο ἀρχικές θέσεις: “Ὁ Φίληβος πιστεύει πώς τό καλό εἶναι ἡ ἡδονή, ἡ τέρψη, ἡ εὐχαρίστηση κι ὅλα τά συναφῆ. Ἐγώ, ἀντιθέτως, πιστεύω ὅτι ὁ νοῦς, ἡ σκέψη, ἡ μνήμη... εἶναι, γιά ὁ,τιδήποτε εἶναι ἱκανό γι’ αὐτά, προτιμότερα κι ἀνώτερα ἀπό τήν ἡδονή. Πράγματι, ἀποτελοῦν τό μεγαλύτερο δυνατό ὄφελος γιά ὅλους ἐκείνους πού εἶναι ἱκανοί νά μετέχουν σέ αὐτά, εἴτε τώρα εἴτε στό μέλλον”. Ὅπως καί στούς πρώιμους διαλόγους, ἔτσι κι ἐδῶ θεωρεῖται ὡς δεδομένο πώς “ὁ,τιδήποτε εἶναι ἱκανό γιά γνώση, ἐπιδιώκει” τό ἀγαθό. Τοῦτο θεωρεῖται ὡς ἀλάνθαστη ἔνδειξη τοῦ τί εἶναι ἀποδεκτό ὡς ὁ ἀγαθός βίος. Μέ τή βοήθεια αὐτῆς της παραδοχῆς ὁ Σωκράτης εἶναι σέ θέση νά ἀποδείξει ὅτι τόσο ἡ θέση τοῦ Φιλήβου, ὅσο καί ἡ δική του, δέν εὐσταθοῦν:
ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ: Κανένας ἀπό αὐτούς τους τρόπους ζωῆς δέν μοῦ φαίνεται ἀρκετά καλός γιά νά τόν διαλέξω... καί πιστεύω ὅτι ὅλοι θά συμφωνοῦσαν μαζί μου.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τί θά ἔλεγες γιά ἕναν σύνθετο τρόπο ζωῆς, Πρώταρχε, ὁ ὁποῖος θά εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνάμιξης αὐτῶν τῶν δύο;
ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ: Πού θά διέπεται ἀπό ἡδονή, νοῦ καί φρόνηση, ἐννοεῖς;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ναί, κι ἀπό πράγματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους.
ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ: Ὁποιοσδήποτε θά διάλεγε αὐτόν ἀντί γιά τούς ἄλλους δύο, χωρίς καμία ἐξαίρεση.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Εἶναι λοιπόν σαφές τί συνεπάγεται τό παρόν ἐπιχείρημά μας;
ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ: Βεβαίως. Ὑπάρχουν μπροστά μας τρεῖς πιθανοί τρόποι ζωῆς καί οἱ δύο ἀπό αὐτούς δέν εἶναι οὔτε ἱκανοποιητικοί οὔτε ποθητοί, εἴτε γιά τόν ἄνθρωπο εἴτε γιά τά ζῷα.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τότε εἶναι σίγουρα φανερό ὅτι κανένας ἀπό αὐτούς τουλάχιστον δέν μπορεῖ νά εἶναι τό ἀγαθό... Διότι ἄν κάποιος ἀπό ἐμᾶς διάλεγε ὁ,τιδήποτε ἄλλο, θά τό ἔκανε περιφρονώντας τή φύση αὐτοῦ πού εἶναι πραγματικά ποθητό...[4].
Τό ἐπιχείρημα αὐτό ἔχει ἔκεινη ἀκριβῶς τή μορφή τήν ὁποία ὁ Βλαστός ἔκρινε προβληματική, στούς πρώιμους διαλόγους. Ἕνας συνομιλητής ἀπαντᾶ σέ ἕνα ἐρώτημα. Ὁ Σωκράτης τόν ὁδηγεῖ στήν ἀποδοχή περαιτέρω προκειμένων· ἡ ἀρχική ἀπάντηση ἀποδεικνύεται ἀντιφατική μέ αὐτές τίς ἐπιπλέον προκείμενες· κατόπιν γίνεται πλήρως ἀποδεκτό καί ἀπό τίς δύο πλευρές ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς ἀρχικῆς ἀπάντησης (ἤ ἀπαντήσεων, ὅπως στόν Φίληβο) ἀποδείχθηκε ἀληθής. Ἡ ὀρθότητα τοῦ συμπεράσματος ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀλήθεια τῶν ἀνεξέταστων περαιτέρω προκειμένων: αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού ἔκανε τόν Βλαστό ν’ ἀποφασίσει ὅτι ὁ Πλάτων δέν μποροῦσε νά δεχθεῖ τόν ἔλεγχο ὡς μέθοδο πού ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια. Ἐν τούτοις, ἐδῶ στόν Φίληβο δέν χωρᾶ καμιά ἀμφιβολία ὅτι ὁ Πλάτων χρησιμοποιεῖ τόν ἔλεγχο καί ἀποδέχεται τά ἀποτελέσματά του.
Δύο ἀκόμη χαρακτηριστικά τοῦ πρώιμου ἔλεγχου εἶναι ἐπίσης ἐμφανῆ στόν Φίληβο. Πρῶτον, ὑπάρχει τό χαρακτηριστικό τό ὁποῖο τόνισε ἰδιαίτερα ὁ Βλαστός: ἡ ἐπιμονή στό ὅτι ὁ συνομιλητής πρέπει νά ἐκφράζει εἰλικρινά τίς προσωπικές του πίστεις. Θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι εἶναι ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό σημεῖο πού ὁ Πλάτων ἀντικαθιστᾶ τόν Φίληβο μέ τόν Πρώταρχο, ὡς κύριο συνομιλητή: ὁ Φίληβος εἶναι ἰδιαίτερα πείσμων καί ἄξεστος γιά νά βασιστεῖ κανείς στήν εἰλικρίνεια τῶν ἀπαντήσεών του. Ὁ Σωκράτης ὅμως ἐπανειλημμένα ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ Πρώταρχος ἐκφράζει τίς δικές του προσωπικές ἀπόψεις. Σέ κάποιο σημεῖο ὁ Σωκράτης στρέφεται στόν Φίληβο καί τόν ρωτᾶ ἄν συμφωνεῖ. Ἡ στιχομυθία πού προκύπτει εἶναι ἡ ἑξῆς:
ΦΙΛΗΒΟΣ: Ἡ γνώμη μου εἶναι, καί θά εἶναι πάντοτε, ὅτι ἡ ἡδονή εἶναι ὁ ἀδιαμφισβήτητος νικητής - ἐσύ ὅμως θά ἀποφασίσεις γι’ αὐτό, Πρώταρχε.
ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ: Ἐφόσον μοῦ παρέδωσες τό ἐπιχείρημα. δέν εἶναι πιά δική σου ἁρμοδιότητα νά πεῖς ἄν πρέπει ἤ ὄχι νά συμφωνῶ μέ ὅσα προτείνει ὁ Σωκράτης.
Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικό εἶναι ἡ ἐπιμονή τοῦ Σωκράτη σέ κάθε σημεῖο, πώς ὅ,τι δέχεται ὡς ἀληθές, δηλαδή κάθε μή ἐλεγμένη ὑπόθεση στήν ὁποία στηρίζονται περαιτέρω ἀποτελέσματα, πρέπει καί νά βρίσκει τούς συνομιλητές σύμφωνους. Ὅπως εἴδαμε μόλις τώρα, δέν τά πάει καί τόσο καλά μέ τόν Φίληβο. Ἡ συμφωνία ὅμως πάνω στήν ὁποία στηρίζεται δεσμεύει αὐτούς πού συμμετέχουν στή διαλεκτική διαδικασία. Στό κείμενο πού παραθέσαμε πρωτύτερα, πάνω ἀπό τρεῖς φορές ὁ Σωκράτης βεβαιώνεται γιά τή σύμφωνη γνώμη τοῦ Πρωτάρχου, ὅσον ἀφορᾶ τό “τί θά ἐπέλεγε ὁ καθένας”. ὅταν τό ἐρώτημα τίθεται μέ τόν σωστό τρόπο, αὐτό πού θά ἐπέλεγε ὁ καθένας εἶναι τό ἀγαθό. "ὅταν λοιπόν ἡ ἐρώτηση τίθεται μέ τόν σωστό τρόπο, ὅλοι θά συμφωνήσουν ὅτι ὁ μικτός βίος πού διέπεται καί ἀπό ἡδονή καί ἀπό νόηση εἶναι καλύτερος ἀπό ἐκεῖνον πού διέπεται μόνον ἀπό ἡδονή ἤ μόνον ἀπό νόηση. Στίς ἀρχές του διαλόγου ὁ Σωκράτης διευκρινίζει ὅτι ἡ προσωπική του θέση εἶναι ἐξίσου ἐπισφαλής ὅσο καί αὐτή τοῦ Πρώταρχου. Λέει: “Θεωρῶ ὅτι τώρα δέν συναγωνιζόμαστε μόνο γιά νά ἀναδείξουμε νικητή τόν δικό μου ἤ τόν δικό σου ὑποψήφιο, ἀλλά πρόκειται νά ἑνώσουμε τίς δυνάμεις μας πρός ὄφελος αὐτοῦ πού εἶναι πλησιέστερο πρός τήν ἀλήθεια”. Καί σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο παρατηρεῖ: “Θά ἔπρεπε τότε νά δηλώσουμε τή σύμφωνη γνώμη μας πρός αὐτή τῶν παλαιοτέρων γενεῶν καί, ἀντί νά ἀκοῦμε ἁπλῶς τίς γνῶμες ἄλλων ἀνθρώπων χωρίς νά διακινδυνέψουμε οἱ ἴδιοι, νά μποῦμε κι ἐμεῖς στόν ἀγώνα...”. Πρός τό τέλος, ὁ Σωκράτης ρωτᾶ γι’ ἄλλη μιά φορά ἄν θά συμφωνοῦσαν ὅλοι μέ τήν οὐσιαστική παραδοχή στήν ὁποία βασίζεται τό ἐπιχείρημα, καί μέ τό συμπέρασμα ὅτι ὁ μικτός βίος πού διέπεται καί ἀπό ἡδονή καί ἀπό νόηση εἶναι ὁ καλύτερος. Προτείνει μάλιστα ὅτι: “ἄν κάποιος πιστεύει ὅτι παραβλέψαμε κάτι... ἐλπίζω νά ἐπιστρέψει τώρα καί νά παρουσιάσει τό θέμα μέ μεγαλύτερη ἀκρίβεια”. Ἀκριβῶς στό τέλος ὁ Πρωταγόρας διακηρύσσει: “Τώρα ὅλοι συμφωνήσαμε, Σωκράτη, γιά τήν ἀλήθεια τῆς θέσης πού ὑποστηρίζεις”. Αὐτή βέβαια, δέν εἶναι ἡ θέση μέ τήν ὁποία ξεκίνησε ὁ Σωκράτης: εἶναι αὐτή στήν ὁποία κατέληξε ἀκολουθώντας τό ἐλεγκτικό ἐπιχείρημα.
Τό κεντρικό ἐπιχείρημα λοιπόν ἑνός ἀπό τους τελευταίους διαλόγους τοῦ Πλάτωνα ἀφορᾶ ἕνα μεῖζον σωκρατικό πρόβλημα, χρησιμοποιεῖ τόν σωκρατικό ἔλεγχο καί ἐπιδοκιμάζει ἀπερίφραστα τά ἀποτελέσματα τοῦ ἐλέγχου. Γιατί, λοιπόν, ὁ Πλάτων, ἀφοῦ διατηροῦσε τόσο βαθιές ἀμφιβολίες γιά τή μέθοδο τοῦ Σωκράτη ἐπιστρέφει, δίχως ἀμφιβολίες πλέον, σέ αυτήν;
Ὅσοι γνωρίζουν καλά τόν Φίληβο θά ἔχουν παρατηρήσει ὅτι συζητήσαμε γιά ἕνα πολύ μικρό μέρος τοῦ ὑλικοῦ πού ὑπάρχει σ’ αὐτόν τόν διάλογο: ἡ ἧττα τοῦ βίου πού διέπεται μόνο ἀπό ἡδονή ἤ μόνο ἀπό νόηση καί ἡ νίκη ἐκείνου πού συνδυάζει καί τά δύο ἐπιβεβαιώνεται στό πρῶτο πέμπτο τοῦ διαλόγου, ἐνῷ τό ἴδιο τό ἐπιχείρημα καταλαμβάνει μόλις λίγο περισσότερο ἀπό τρεῖς σελίδες τῆς ἔκδοσης. Αὐτός εἶναι ὁ πυρήνας τοῦ διαλόγου: ὑπάρχει ὅμως ἀκόμα πολύ. Καί ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τό ὑπόλοιπο, ἀπέχει πολύ ἀπό ὅλα ὅσα συναντᾶμε στούς πρώιμους διαλόγους ἤ, καί τελικά, ἀκόμα καί ὅπουδήποτε ἀλλοῦ στόν Πλάτωνα. Γίνεται πολύς λόγος καί μέ συγκεχυμένο τρόπο γιά μεθόδους καί προβάλλονται ὀντολογικές θεωρίες πού μοιάζουν ἀμυδρά μέ τίς Πυθαγόρειες καί ἴσως μέ αὐτές πού ἀποδίδει στόν Πλάτωνα ὁ Ἀριστοτέλης στά Μετά τά Φυσικά του. Ἐλάχιστο ἀπ’ αὐτό τό ὑλικό μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ στόν Σωκράτη. Παλαιότερα οἱ μελετητές δίσταζαν νά τό ἀποδώσουν στόν Πλάτωνα. Δέν χρειάζεται νά μᾶς ἀπασχολήσει ἐδῶ ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά συμφιλιωθοῦν αὐτές οἱ παράξενες ἀπόψεις μέ τά ὑπόλοιπα πράγματα πού νομίζουμε ὅτι ξέρουμε γιά τήν ὕστερη φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα, οὔτε καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μποροῦν νά συμφιλιωθοῦν μεταξύ τους. Διότι νομίζω πώς εἶναι ξεκάθαρο ὅτι τίποτα στόν ὑπόλοιπο Φίληβο δέν λύνει τό πρόβλημα πού ὁ Βλαστός ὀνόμασε “πρόβλημα τοῦ ἐλέγχου” - δέν δείχνει δηλαδή γιά ποιό λόγο αὐτός ἀποφέρει ἀλήθειες - καί ἄν ὄντως τά πράγματα εἶναι ἔτσι, τό κεντρικό ἐπιχείρημα καί τό ἀποτέλεσμα τοῦ διαλόγου ἐξαρτῶνται ἀπό τόν σωκρατικό ἔλεγχο καί μόνο.
Ἕνα σημαντικό ἐπιχείρημα δέν εἶναι στήν πραγματικότητα ἐλεγκτικό (αὐτό τό ἔχω ἤδη ἀναφέρει). Ἀποδεικνύοντας μέ τόν ἔλεγχο ὅτι οὔτε ὁ βίος τῶν ἡδονῶν οὔτε αὐτός της καθαρῆς νόησης ἀποτελοῦν τόν ἀγαθό βίο, ὁ Σωκράτης χρησιμοποιεῖ, ὅπως εἴδαμε, δύο ἀνέλεγκτες παραδοχές, τίς ὁποῖες τόσο αὐτός ὅσο καί οἱ ὑπόλοιποι ἐνδιαφερόμενοι θεωροῦν πώς εἶναι ἀληθεῖς. Αὐτές εἶναι (i) ἀγαθό εἶναι ὅ,τι ὁ καθένας (“ἱκανός νά γνωρίζει”) προτιμᾶ ἤ θά διάλεγε, ἄν μποροῦσε, καί (ii) κανένας, μετά ἀπό σκέψη, (καί ὑποβοηθούμενος ἀπό τά ἐπιχειρήματα τοῦ Σωκράτη) δέν θά ἐπέλεγε τόν βίο τῆς καθαρῆς ἡδονῆς ἤ τό βίο τῆς καθαρῆς νόησης ἀποκλειστικά. Μ' αὐτά ὁλοκληρώνεται ὁ ἔλεγχος. Τότε ὁ Σωκράτης ἀποσπᾶ τή σύμφωνη γνώμη τῶν ὑπόλοιπων πάνω σέ ἕναν ἐπιπλέον ἰσχυρισμό: (iii) Ὁ καθένας θά προτιμοῦσε τόν μικτό βίο πού διέπεται καί ἀπό ἡδονή καί ἀπό νόηση ἔναντι τῶν ἄλλων δύο. Τοῦτο ὑπονοεῖ τό ἀρνητικό συμπέρασμα τοῦ ἐλέγχου καί θά μποροῦσε νά εἶχε χρησιμοποιηθεῖ στή θέση τοῦ (ii). Παρ’ ὅλα αὐτά, εἰσάγεται ὡς ἀνεξάρτητο συμπέρασμα. Ἐν τούτοις, τίποτα σέ αὐτό τό σημεῖο δέν παρεκκλίνει ἀπό τήν ἐλεγκτική μέθοδο: τό (iii), ὅπως τό (i) καί τό (ii), μόλις συμφωνηθεῖ γίνεται ἀποδεκτό.
Τό κύριο μέρος τοῦ διαλόγου εἶναι ἀφιερωμένο σέ μιά λεπτομερῆ ἐξέταση τῶν διαφόρων εἰδῶν ἡδονῆς, μέ ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα δημιουργήθηκαν γιά νά δείξουν γιά ποιό λόγο οἱ περισσότερες ἡδονές δέν ἁρμόζει νά συμπεριληφθοῦν στόν ἀγαθό βίο. Ὡς πρῶτο βῆμα, ὁ Σωκράτης ἀναλαμβάνει νά δείξει ὅτι, παρόλο πού ὅλες οἱ ἡδονές, ὡς ἡδονές, μοιάζουν μεταξύ τους, εἶναι πιθανό νά διαφέρουν ὡς πρός τό ὅτι μερικές εἶναι καλές καί ἄλλες κακές. Ἡ ἀπόδειξη αὐτοῦ τοῦ στοιχειώδους σημείου ξεκινᾶ μέ μιά, ἀρκετά μακροσκελή, ἀλλά κάπως συγκεχυμένη περιγραφή μιᾶς μεθόδου. Ὁ Πρώταρχος ζητᾶ τή βοήθεια τοῦ Σωκράτη γιά νά βρεῖ “ἕναν καλύτερο τρόπο νά διεξαγάγει τό ἐπιχείρημα”. Ὁ Σωκράτης προθυμοποιεῖται: “Δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει καλύτερος τρόπος ἀπό αὐτόν τοῦ ὁποίου πάντοτε ὑπῆρξα θιασώτης, παρόλο πού συχνά μοῦ γλύστρησε ἀπό τά δάχτυλα καί μέ ἄφησε ἀμήχανο καί μέ ἄδεια χέρια... Δέν εἶναι δύσκολο νά ἐκτεθεῖ ἀλλά εἶναι πολύ δύσκολο νά ἐφαρμοστεῖ. Εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἀνακάλυψη ὅλων ὅσα ἔχουν ἀνακαλυφθεῖ σέ ὁποιονδήποτε τομέα... ἦταν ἕνα δῶρο ἀπό τους θεούς στούς ἀνθρώπους...” Ἡ περιγραφή τῆς μεθόδου πού ἀκολουθεῖ ἐπιδέχεται πολλές ἑρμηνεῖες, ἰδιαίτερα ὅταν προσπαθεῖ κάποιος νά τήν ἐναρμονίσει μέ τήν μετέπειτα τετραπλή διαίρεση τῶν πάντων σέ πέρατα, ἄπειρα, μίγματα τῶν δύο αὐτῶν καί τήν αἴτια τῶν μίξεων. Εἶναι ὅμως εὐκολότερο νά καταλάβει κανείς τίς χρήσεις γιά τίς ὁποῖες ὁ Σωκράτης ἐφαρμόζει αὐτή τή μέθοδο, ἤ, στήν προκείμενη περίπτωση, τίς μεθόδους. Ἡ πρώτη χρήση εἶναι ἡ ἑξῆς: ἄν ξεκινήσουμε μέ μιά συλλογή ὀντοτήτων, πρέπει πρῶτα νά “θέσουμε ἕνα καί μοναδικό εἴδος” καί κατόπιν νά τό ὑποδιαιρέσουμε σέ δύο ἤ τρία ἐπιπλέον, μέχρις ὅτου δέν ἀπαιτοῦνται περαιτέρω ὀργανωμένες διαιρέσεις. Αὐτή ἡ διαδικασία ἀπαιτεῖ ἐπιδεξιότητα, διότι εἶναι πολύ εὔκολο νά γίνει κάποιο λάθος. Ὡς ἐδῶ ἡ μέθοδος μοιάζει μέ αὐτήν τῆς συναγωγῆς καί τῆς διαίρεσης, πού ὑποστηρίζεται κι ἐφαρμόζεται στόν Σοφιστή καί τόν Πολιτικό. Καί αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ χρήση πού γίνεται αὐτῆς τῆς μεθόδου. Ὁ Σωκράτης ὑποδιαιρεῖ τά εἴδη τῆς ἡδονῆς ἔχοντας ὡς ἀπώτερο σκοπό νά διαχωρίσει τίς καλές ἀπό τίς κακές ἡδονές. Ἡ μέθοδος ὅμως τῆς συλλογῆς καί διαίρεσης δέν εἶναι ἱκανή νά κάνει αὐτές τίς διακρίσεις: στήν καλύτερη περίπτωση δείχνει πώς δέν ὑπάρχει ἀντίφαση στό νά ποῦμε πώς ὅλες οἱ ἡδονές ταυτίζονται μεταξύ τους λόγω τοῦ ὅτι εἶναι ἡδονές ἀλλά μπορεῖ νά διαφέρουν ἀπό ἄλλες ἀπόψεις.
Καθώς ἡ μέθοδος ἀναπτύσσεται λεπτομερῶς, σταδιακά τονίζεται κι ἡ σπουδαιότητα τῶν ὁρίων, τῶν μέτρων, τῶν ἀναλογιῶν καί τῆς συμμετρίας. Τά ἀγαθά πράγματα -ὁ ἀγαθός βίος, γιά παράδειγμα- εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς θέσης ἑνός ὁρίου ἤ μέτρου σέ ἕνα ἤ σέ περισσότερα ἀόριστα συνεχῆ: τέτοια εἶναι τά μίγματα ἀνάμεσα στά ὁποῖα μποροῦμε νά συναντήσουμε τόν ἀγαθό βίο. Ὑποστηρίζεται πώς οἱ περισσότερες ἡδονές, μολονότι ὄχι ὅλες, εἶναι ἀκατάλληλες νά συμπεριληφθοῦν σέ μιά καλά ἰσορροπημένη καί σταθερή ζωή, ἐνῷ τά περισσότερα εἴδη σοφίας, ὡς καί ὁρισμένες πρακτικές δεξιότητες, θεωροῦνται ἄξιες νά συμπεριληφθοῦν. Ὁ νοῦς παίζει ἕνα διττό ρόλο: οἱ λειτουργίες καί τά ἀντικείμενα τοῦ εἶναι ἀξιοθαύμαστα κι ἑλκυστικά καθαυτά καί ὁ νοῦς, ὄντας συγγενής πρός τήν κοσμική αἰτία πού εὐθύνεται γιά ὅ,τι εἶναι καλό σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἀποτελεῖ αὐτός ὁ ἴδιος τήν αἰτία τῆς μετρημένης ζωῆς.
Ἐπισημαίνω δύο μόνο πλευρές αὐτῶν τῶν μᾶλλον μπερδεμένων περικοπῶν τοῦ Φιλήβου. Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι καμία ἑρμηνεία τῆς “θεόσταλτης μεθόδου”, τουλάχιστον καμία πού νά γνωρίζω, δέν μπορεῖ λογικά νά θεωρηθεῖ ὅτι προσφέρει εἴτε κάποιο ὑποκατάστατο εἴτε κάποιο συμπλήρωμα γιά τόν ἔλεγχο, σάν ἐκεῖνο πού παρέχεται μέ τήν παραδοχή τοῦ Γοργία ἤ μέ τήν θεωρία τῆς ἀνάμνησης. Ἡ μέθοδος τῆς συναγωγῆς καί τῆς διαίρεσης δέν μπορεῖ νά μᾶς καθοδηγήσει ἡ ἴδια ὡς πρός τό ποιές εἶναι οἱ πραγματικές “μονάδες” οὔτε ὡς πρός τό πώς νά διακρίνουμε πότε μιά διαίρεση ἔγινε “στίς ἀρθρώσεις”. Ἀκόμα ὅμως καί νά τό ἔκανε, δέν θά μποροῦσε νά προκύψει καμία οὐσιαστική ἠθική (ἤ ἄλλη) ἀλήθεια, κι οὔτε ὁ Σωκράτης ὑποστηρίζει κάτι τέτοιο. Ἡ τετραπλή ταξινόμηση τῶν ὀντολογικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ κόσμου κάνει πολύ περισσότερα, μιᾶς καί εἶναι ξεκάθαρο ὅτι τόσο ἡ κατηγοριοποίηση πολλῶν ἡδονῶν ὡς, κατά βάση, πραγμάτων “δίχως ὅρια” ὅσο καί οἱ ἀρχές οἱ ὁποῖες διέπουν τόν ἀγαθό βίο, ὑπογραμμίζουν τήν ἀναγκαιότητα τῆς παρουσίας ἑνός ὁρίου σέ ὅ,τι εἶναι ἐπιθυμητό, ὡραῖο ἤ σταθερό. Αὐτό στό ὁποῖο ἡ μέθοδος ἀποτυγχάνει ἐντελῶς εἶναι ἡ ἐξασφάλιση κριτηρίων σύμφωνα μέ τά ὁποῖα μπορεῖ νά ἀποφασιστεῖ πότε ἕνα μίγμα εἶναι καλό. Μερικές φορές ὁ Σωκράτης μίλα σάν κάθε ἀληθινό μίγμα νά εἶναι καλό καί κάθε ὅριο μιά ἀρχή ἡ ὁποία ἀποφέρει κάποιο μίγμα. Αὐτό ὅμως δέν μᾶς βοηθάει, διότι θέλουμε νά μάθουμε κατόπιν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μποροῦμε νά ξεχωρίζουμε ἕνα πέρας ἀπό κάποιαν ἄλλη διευθέτηση τῶν μερῶν: πῶς νά ξεχωρίζουμε δηλαδή ἕνα μίγμα ἀπό ἕνα ἁπλό συνονθύλευμα συστατικῶν.
Ὁ Πλάτων φαίνεται νά ἔχει ἐπίγνωση τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ “θεόοσταλτη” μέθοδος δέν προσφέρει σαφή καθοδήγηση γύρω ἀπό αὐτά τά θέματα. Ἄν καί τονίζει τήν ἀνωτερότητα τῶν καθαρῶν ἐπιστημῶν, ὅπως τά μαθηματικά, σέ σχέση μέ τίς ἐφαρμοσμένες τέχνες, ὅπως ἡ αὐλητική καί ἡ οἰκοδομική, συγκρίνει τήν ἐπιλογή τῶν “συστατικῶν μερῶν” τοῦ ἀγαθοῦ βίου καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτά συνδυάζονται μεταξύ τους, μέ τό ἔργο ἑνός τεχνίτη. ὅταν περιγράφει τόν ἀγαθό βίο, ὁ Σωκράτης λέει: “Θά ἦταν λοιπόν ἀρκετά πετυχημένο νά μᾶς συγκρίνουν μέ τούς κτίστες, ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τοῦ συνδυασμοῦ νόησης καί ἡδονῆς, καί νά ποῦν ὅτι ἔχουμε μπροστά μας τό ὑλικό ἀπό τό ὁποῖο ἤ μέ τό ὁποῖο θά χτίσουμε”. Πρώταρχος: “Εἶναι πετυχημένη αὐτή ἡ παρομοίωση”. Σωκράτης: “Τό ἑπόμενο μέλημά μας, λοιπόν, εἶναι νά προσπαθήσουμε νά τά ἀναμίξουμε;”. Ξαναθυμόμαστε τά λεπτομερῆ παραδείγματα πού συναντήσαμε νωρίτερα στόν Φίληβο, παρμένα ἀπό τή μουσική καί τή φωνητική, τά ὁποῖα δείχνουν ὅτι ἡ παραγωγή ἑνός ἱκανοποιητικοῦ ἤ ἀποδεκτοῦ ἀποτελέσματος ἐξαρτᾶται ἀπό κάτι περισσότερο ἀπό τίς ἀναλυτικές μεθόδους οἱ ὁποῖες ξεχωρίζουν τά συστατικά μέρη μεταξύ τους: ἐξαρτᾶται ἐπίσης ἀπό τήν ἐπιδεξιότητα καί τή γνώση τοῦ τεχνίτη. Τό θέμα αὐτό μας εἶναι γνωστό ἀπό τους πρώιμους Σωκρατικούς διαλόγους.
Ἡ δεύτερη ἄποψη τῆς μεθοδολογίας τοῦ Φίληβου τήν ὁποία θέλω νά ἐπισημάνω, εἶναι ὁ ρόλος (ἤ ἡ ἀπουσία του) τῆς θεωρίας τῶν ἰδεῶν. Ὑπάρχει ἀτέρμονη διαμάχη μεταξύ τῶν μελετητῶν πάνω στό ἐρώτημα ἄν κάποιο ἀπό τά τέσσερα στοιχεῖα τῆς “θεόσταλτης” μεθόδου πρέπει νά ταυτιστεῖ μέ τά εἴδη. Ἀπό τή σκοπιά τῆς παρούσας θέσης, τοῦτο εἶναι ἀδιάφορο. Κι αὐτό γιατί, ὅπως ἔχουμε δεῖ ἤδη, τίποτα σέ αὐτή τή μέθοδο δέν θά μποροῦσε νά ἀποδώσει, ἤ νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀποφέρει, οὐσιαστικές ἠθικές ἀλήθειες. Οὔτε εἶναι πιθανό ὅτι, σέ αὐτό τό στάδιο τῆς ἐξέλιξής του, ὁ Πλάτων θά μποροῦσε, νά βασίζεται στή θεωρία τῶν εἰδῶν γι’ αὐτόν τόν σκοπό. Στούς ὕστερους διαλόγους ἔβρισκε ὅλο καί περισσότερους λόγους νά εἶναι δυσάρεστη μένος μέ τίς προγενέστερες θεωρίες του γιά τά εἴδη, καί καμιά ἄποψη αὐτῆς της δυσαρέσκειας δέν εἶναι πιό ἐμφανής ἀπό τήν ἐγκατάλειψη κάθε στενῆς σύνδεσης ἀνάμεσα στά εἴδη καί τήν ἀξία. Ἡ ἑνότητα τῶν εἰδῶν, ἡ ὁποία παλαιότερα εἶχε ἐξασφαλίσει τήν καθαρότητά τους, ἐγκαταλείφθηκε ὅταν κατέστη φανερό ὅτι ἡ ἀνάλυση ἀπαιτοῦσε τήν ἀνάμιξη τῶν εἰδῶν μεταξύ τους (ὅπως κάνει ἡ ἡδονή μέ τό καλό καί τό κακό - ἡ καίρια αὐτή ἀνακάλυψη ἔγινε στόν Σοφιστή). Ἡ ἰδέα ὅτι ἡ ἀξία ἐξαρτᾶται κατά κάποιον τρόπο ἀπό τό ἄν κάτι εἶναι ὅμοιο ἤ προσομοιάζει μέ κάποιο εἶδος ἀναγνωρίστηκε ἀπό τόν Πλάτωνα (στόν Παρμενίδη) ὅτι εἶναι ἀσυμβίβαστη μέ τίς γνωσιολογικές ἤ τίς ἐννοιολογικές λειτουργίες τῶν εἴδων. Ἡ ἀξία στόν Φίληβο δέν μπορεῖ πιά νά συνδεθεῖ μέ τά εἴδη ὡς τέτοια. Μπορεῖ τά πέρατα, ἤ τά μίγματα πού ἔχουν πέρατα, νά εἶναι εἴδη καί νά εἶναι ἀγαθά: αὐτό ὅμως πού τά κάνει ἀγαθά δέν εἶναι τό ὅτι εἶναι εἴδη ἤ πέρατα ἤ μίγματα, ἀλλά τό ὅτι ἔχουν συμμετρία, ἀναλογίες καί ἀλήθεια -τό ὅτι εἶναι σωστά πέρατα ἤ κατάλληλα μίγματα.
Αὐτό πού προτείνω, λοιπόν, εἶναι πώς ὅταν ὁ Πλάτων στόν τελευταῖο του σχεδόν διάλογο, ἐπέστρεψε στό θέμα τῆς φύσης τοῦ ἀγαθοῦ βίου, ἐπέστρεψε ἐπίσης καί στόν σωκρατικό ἔλεγχο, ὡς τήν πιό ξεκάθαρη καί ἀξιόπιστη μέθοδο γιά νά ἀνακαλύψουμε μέ ποιόν τρόπο πρέπει νά ζοῦμε. Ἔτσι λοιπόν, δέν μέ ἐκπλήσσει πού σέ αὐτόν τόν διάλογο κύριο πρόσωπο εἶναι γι’ ἄλλη μιά φορά ὁ Σωκράτης. Ὅπως ξέρουμε ὁ Σωκράτης πρακτικά ἐξαφανίζεται ἀπό ὅλους τους ὑπολοίπους ὕστερους διαλόγους. Στόν Παρμενίδη ἀπεικονίζεται ὡς πολύ νέος, κι εἶναι ὁ μέγας Παρμενίδης πού ἔχει ἀναλάβει νά κάνει τίς ἐρωτήσεις, ἐνῷ ὁ Σωκράτης ἀπαντᾶ. Στόν Κριτία καί τόν Τίμαιο, ὁ Σωκράτης εἶναι παρών, ἀλλά ἡ συνεισφορά τοῦ εἶναι περιορισμένη. Στούς Νόμους δέν εἶναι παρών. Στόν Σοφιστή καί τόν Πολιτικό, τούς δύο διαλόγους οἱ ὁποῖοι συνδέονται στενότερα ἀπό ὅλους μέ τόν Φίληβο, ὁ Σωκράτης παραδίδει τά ἡνία τῆς συζήτησης στόν Ἐλεάτη Ξένο. Μόνο στόν Φίληβο γίνεται γι’ ἄλλη μιά φορά τό φερέφωνο τοῦ Πλάτωνα καί, ἄν δέν κάνω λάθος, μιλᾶ καί πάλι σέ πρῶτο πρόσωπο, ὅσον ἀφορᾶ τή βασική μέθοδο πού χρησιμοποιεῖται. Εἶναι ὁ Φιλόσοφος τοῦ Πλάτωνα.
Στόν Σοφιστή φαίνεται νά μᾶς δίνεται ἡ ὑπόσχεση γιά μιά τριάδα διαλόγων - γιά τόν σοφιστή, τόν πολιτικό καί τόν φιλόσοφο. Οἱ δύο πρῶτοι ὑπάρχουν. Δέν ὑπάρχει μνεία γιά τόν τρίτο. Σύμφωνα μέ τήν πιθανότερη χρονολόγηση, ὁ Φίληβος γράφτηκε λίγο μετά, τότε περίπου πού θά ἔπρεπε νά εἶχε γραφτεῖ ὁ Φιλοσοφος[5]. Βλέπουμε πολλούς λόγους γιά τούς ὁποίους ὁ Φίληβος δέν θά μποροῦσε νά φέρει τό ὄνομα Φιλόσοφος. Ἐν τούτοις, θέλω νά πιστεύω ὅτι πῆρε τή θέση αὐτοῦ τοῦ διαλόγου πού δέν γράφτηκε ποτέ. Μιλᾶ γιά τόν φιλόσοφο τοῦ Πλάτωνα, ἐπιστρέφει στό πρόβλημα τό ὁποῖο ἀπασχολοῦσε τόν φιλόσοφο περισσότερο ἀπό τά ἄλλα καί ἀποδέχεται τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκεῖνος φιλοσοφεῖ, γιά τά σπουδαιότερα πορίσματά του.
Ἄν, ὅπως ὑποστήριξα, στόν Φίληβο ὁ Πλάτων ἐπιστρέφει μέ ἐμπιστοσύνη στή χρήση τοῦ ἐλέγχου, αὐτό πρέπει νά συμβαίνει ἐπειδή τελικά ἀποφάσισε ὅτι ὁ Σωκράτης εἶχε δίκιο πού ἐμπιστευόταν αὐτή τή μέθοδο. Προφανῶς ὁ Πλάτων δέν εἶχε βρεῖ τίποτα καλύτερο - τίποτα πού νά μήν ὁδηγήθηκε νά ἐπικρίνει ὁ ἴδιος. Τί θά μποροῦσε νά ἐξηγεῖ τήν ἀνανεωμένη ἐμπιστοσύνη τοῦ Πλάτωνα στόν ἔλεγχο; Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Βλαστός, ὁ ἔλεγχος εἶχε τή δυνατότητα νά ὁδηγήσει στήν ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνοντας ἁπλῶς τήν ὕπαρξη συνεκτικότητας σέ ἕνα σύνολο πίστεων, ἄν μποροῦσε κανείς νά ὑποθέσει ὅτι ὁ καθένας ἀπό μᾶς διαθέτει πάντοτε κάποιες ὀρθές πίστεις οἱ ὁποῖες δέν συμβιβάζονται μέ τίς λανθασμένες. Δέν εἶναι ἀπαραίτητο αὐτές οἱ ἀλήθειες νά εἶναι ἴδιες γιά τόν καθένα μας, οὔτε θά μποροῦμε νά τίς ἀναγνωρίσουμε, παρά μόνο μέσῳ τῆς παρατεταμένης χρήσης τοῦ ἐλέγχου. Ὡς ἐκ τούτου, κάποιος πού ἀσκεῖ τόν ἔλεγχο μπορεῖ, ὅπως ἔκανε ἐπανειλημμένα κι ὁ Σωκράτης, νά ἰσχυριστεῖ ὅτι δέν γνωρίζει τί εἶναι ἀληθές. Ἀρκεῖ τό ὅτι διαθέτει κάποια μέθοδο πού νά ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια. Τό μόνο ἐρώτημα εἶναι ἄν εἶναι εὔλογο νά δεχτεῖ κανείς αὐτή τήν παραδοχή.
Νομίζω πώς ὑπάρχει ἕνας σοβαρός λόγος γιά νά πιστέψουμε ὅτι ἡ παραδοχή εἶναι ἀληθής - ἀρκετά ἀληθής, τέλος πάντων, ὥστε νά καθιστᾶ σίγουρο πώς, ὅταν οἱ πίστεις μας εἶναι συνεπεῖς, θά εἶναι ἀληθεῖς στά περισσότερα μεγάλα ζητήματα. Τό ἐπιχείρημα πού δικαιολογεῖ αὐτή τή σκέψη εἶναι μακροσκελές καί τό ἔχω ἐκθέσει ἀλλοῦ ὅσο καλύτερα μποροῦσα. Παρ’ ὅλα αὐτά, τό ἐπιχείρημα περιστρέφεται γύρω ἀπό μιά πετυχημένη διαίσθηση τοῦ Σωκράτη: οἱ ἀξιόπιστες ἀλήθειες ἀναδύονται μόνο μέσα ἀπό εἰλικρινεῖς συζητήσεις, ἀπό ἐπικοινωνία καί ἀμοιβαία ἀνταλλαγή ἀπόψεων. Ἡ διαλεκτική ἐπιβάλλει τό μόνιμο βάρος τῆς ἑρμηνείας στόν ἐρωτώντα καί στόν ἐρωτώμενο κι ἡ διαδικασία αὐτή τῆς ἀμοιβαίας ἑρμηνείας μπορεῖ νά προχωρήσει μόνον ἐπειδή πραγματικές συμφωνίες, οἱ ὁποῖες καταφέρνουν νά ἐπιβιώσουν μετά τή διαδικασία τοῦ ἐλέγχου, ἐνέχουν ἕνα πρῶτο τεκμήριο ἀλήθειας.
Καταλήγοντας νά δεῖ πώς ὁ Σωκράτης εἶχε δίκιο πού ἐμπιστευόταν ὅτι ὁ ἔλεγχος μποροῦσε νά κάνει πολύ περισσότερα ἀπό τό νά ἐξασφαλίζει τή συνέπεια, ὁ Πλάτων ἐπέστρεφε σέ ἕνα σημεῖο ἀπό τό ὁποῖο εἶχε ξεκινήσει. Στόν Ὀδυσσέα, ὁ Τζέημς Τζόϋς παραθέτει αὐτούσια (ἤ σχεδόν αὐτούσια) τή φράση τοῦ Μετερλινκ: “ Ἄν ὁ Σωκράτης βγεῖ σήμερα ἀπό τό σπίτι του, θά βρεῖ τόν σοφό καθισμένο στό κατῶφλι τού”. Τό ἴδιο, ὑποστηρίζω, μπορεῖ νά εἰπωθεῖ καί γιά τόν Πλάτωνα, ἤ ἀκόμα καί γιά τή φιλοσοφία.
--------------------------------
[1] “Saving Aristotle’s Appearances” τῆς Martha Nussbaum στό: Language and Logos, τῶν M. Schofield καί M. Nussbaum (ἐπιμ.), (Cambridge, 1982). [Ἑλληνική μετάφραση δημοσιεύεται στόν Δευκαλίωνα τεῦχος 11/3, σελ. 249-87],
[2] Oxford Studies in Ancient Philosophy (Clarendon, 1983). [Ἑλληνική μετάφραση στό παρόν τεῦχος, σέλ. 5-37],
[3] Βλ. Vlastos “Afterthoughts on the Socratic Elenchus”, ibid. [Ἑλληνική μετάφραση στό παρόν τεῦχος, σελ. 51-5].
[4] Πλάτωνος, Φλβ. 21e-22b.
[5] Γιά μιά ἔγκυρη συζήτηση πάνω στή χρονολογία τοῦ διαλόγου, βλ. τήν εἰσαγωγή τοῦ R.E. Allen στόν πρῶτο τόμο τῆς νέας του μετάφρασης τῶν διαλόγων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου