Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ TOY ΠΛΑΤΩΝΑ

Ὁ τρό­πος μέ τόν ὁποῖο πρέ­πει νά συ­σχε­τί­ζον­ται ὁ σκο­πός καί ἡ μέ­θο­δος τῆς φι­λο­σο­φι­κῆς προ­σπά­θει­ας μέ τά πι­στεύ­ω τά ὁ­ποῖα κο­μί­ζου­με σ' αὐτήν, ἀ­ποτε­λε­ῖ ἕνα πο­λύ λε­πτό ζή­τη­μα. Εἶ­ναι ἄ­στο­χο νά προ­σποι­ού­μα­στε ὅτι μπο­ροῦ­με νά ξε­κι­νή­σου­με ἀ­πο­μο­νώ­νον­τας, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, τά ἐρ­γα­λεῖ­α μέ τά ὁ­ποῖα προ­σεγ­γί­ζου­με τή φι­λο­σο­φί­α, για­τί τό­τε δέν θά εἴ­χα­με μέ τί νά δου­λέ­ψου­με. Μπο­ροῦ­με, ἐν τού­τοις, ν’ ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με ἄν ὁ κύ­ρι­ος στό­χος τοῦ φι­λοσο­φε­ῖν εἶ­ναι ἡ ἐ­ξέ­τα­ση, ἡ δι­ευ­κρί­νη­ση, ἡ ἐναρ­μό­νι­ση, ἡ κρι­τι­κή, ἡ ἀ­να­σύν­τα­ξη ἤ ἀ­κό­μα καί ἡ ἀ­να­κά­λυ­ψη τῶν πε­ποι­θή­σε­ων ἤ τῶν ὑ­πο­θέ­σε­ων βά­σει τῶν ὁποίων ξε­κι­νή­σα­με, ἤ ἄν μπο­ρε­ῖ νά γί­νει καί κά­τι ἄλ­λο: μι­ά ἔ­ρευ­να ἡ ὁ­ποί­α νά μπο­ρε­ῖ νά ὁ­δη­γή­σει σέ γνώ­ση ἤ σέ ἀξίες, οἱ ὁποῖες ἀρχικά δέν ἦ­σαν οὔ­τε ἐμ­φα­νεῖς οὔ­τε ἀ­πα­ραι­τή­τως ἐ­ξυ­πα­κουό­με­νες ἀ­πό ὅσα γνω­ρί­ζα­με τό­τε.
 
Κα­θέ­να ἀ­πό αὐτά τά ἐγ­χει­ρή­μα­τα ἔ­χει προ­φα­νῶς τίς δυ­σκο­λί­ες του. Κα­νέ­νας δέν μπο­ρε­ῖ  ν’ ἀν­τι­τα­χθε­ῖ στήν ἐναν­τί­ω­ση πρός τή σύγ­χυ­ση, τήν ἀν­τι­φα­τικό­τη­τα, τήν ἀ­σά­φει­α καί τήν αὐ­τα­πά­τη πού ἐ­νυ­πάρ­χει στίς κα­θη­με­ρι­νές πε­ποι­θή­σεις μας. Αὐτές οἱ ἀ­τέ­λει­ες στίς ἀπόψεις μας γιά τόν ἑαυτό μας καί τόν κό­σμο ἀ­παν­το­ῦν­ται σέ ἀ­φθο­νί­α, καί ἄν κά­ποιοι φι­λό­σο­φοι, χά­ρη στό τα­λέν­το ἤ τήν τύ­χη τους, κα­τορ­θώ­νουν νά κά­νουν κά­τι γιά νά τίς πε­ρι­ο­ρί­σουν, τό­τε ἀ­ξί­ζουν τόν σε­βα­σμό καί τήν ὑ­πο­στή­ρι­ξή μας.
 
Πα­ρό­λα αὐτά, θά ἦ­ταν ἀ­πο­γο­η­τευ­τι­κό νά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι αὐ­τό εἶ­ναι ὅλο κι ὅλο πού μπο­ρε­ῖ νά κά­νει ἡ φι­λο­σο­φί­α, για­τί τό­τε θά ἦ­ταν σάν νά τήν ὑ­πο­βιβά­ζα­με στή δου­λειά τῆς ἀ­πά­λει­ψης ἀ­συ­νε­πει­ῶν, χω­ρίς ὅμως νά ἐ­πι­δι­ώ­κε­ται ἡ ἐ­πί­τευ­ξη τῆς ἀ­λή­θει­ας. Ἡ συ­νέ­πει­α εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­πα­ραί­τη­τη, ἄν θέ­λου­με ὅλα μας τά πι­στεύ­ω νά εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά. Ἐν τού­τοις, ἡ συ­νέ­πει­α καί μό­νο δέν ἐπαρ­κε­ῖ. Μέ δε­δο­μέ­νο ὅτι, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα, με­ρι­κές ἀ­πό τίς πε­ποι­θή­σεις μας εἶ­ναι λαν­θα­σμέ­νες (ἄν καί δέν ξέ­ρου­με ποιές), τό νά τίς κα­τα­στή­σου­με συ­νε­πεῖς με­τα­ξύ τους, μπο­ρε­ῖ ἐ­ξί­σου εὔ­κο­λα εἴ­τε νά μει­ώ­σει εἴ­τε νά αὐ­ξή­σει τά ἀ­πο­θέ­μα­τα γνώ­σης μας.
 
Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά ἀν­τι­λη­φθο­ῦ­με μέ ποιόν τρό­πο πρέ­πει νά ἀ­να­ζη­τή­σου­με ἀ­λή­θει­ες ἀ­νε­ξάρ­τη­τες ἀ­πό τίς πε­ποι­θή­σεις μας. Τό πρό­βλη­μα εἶ­ναι νά ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τέ­τοιου εἴ­δους ἀ­λή­θει­ες ὅταν ἐρ­χό­μα­στε σέ ἐ­πα­φή μα­ζί τους, μιᾶς καί τά μο­να­δι­κά κρι­τή­ρι­α πού μπο­ροῦ­με νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με εἶ­ναι τά δι­κά μας. Ἐ­νῷ μέ βά­ση τήν πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση δέν ἐ­πχει­ρε­ῖ­ται ὁ ὁ­ρι­σμός ἀν­τι­κει­με­νι­κῶν κρι­τη­ρί­ων, μέ τή δεύ­τε­ρη αὐτό μπο­ρε­ῖ νά ἐ­πι­τευ­χθε­ῖ μό­νο μέ τήν αὐ­θαί­ρε­τη με­το­νο­μα­σί­α ὁ­ρι­σμέ­νων ὑ­πο­κει­με­νι­κῶν κρι­τη­ρί­ων σέ ἀν­τι­κε­με­νι­κά.
 
Ὑ­πάρ­χει μι­ά προ­φα­νής σύν­δε­ση ἀ­νά­με­σα στίς δύ­ο αὐτές ἐ­ξει­κο­νί­σεις τῆς με­θό­δου καί το­ῦ σκο­πο­ῦ τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί δύ­ο πα­ρα­δο­σι­α­κές ἀν­τι­λή­ψεις γύ­ρω ἀ­πό τή φύ­ση τῆς ἀ­λή­θει­ας: ἡ μί­α μέ­θο­δος ται­ριά­ζει μέ τίς συ­νε­κτι­κι­στικές θε­ω­ρί­ες γιά τήν ἀ­λή­θει­α, ἐ­νῷ ἡ ἄλ­λη συν­δέ­ε­ται μέ θε­ω­ρί­ες ἀν­τι­στοι­χί­ας. Μι­ά συ­νε­κτι­κι­στι­κή θε­ω­ρί­α, στήν τολ­μη­ρό­τε­ρη καί εὐ­κρι­νέ­στε­ρη μορ­φή της, δη­λώ­νει πώς ὅλες οἱ πε­ποι­θή­σεις σέ μι­ά συ­νε­πή ὁ­μά­δα πε­ποι­θή­σε­ων, εἶ­ναι ἀ­λη­θεῖς. Ἡ συ­νε­κτι­κό­τη­τα εἶ­ναι ὁ μο­να­δι­κός δυ­να­τός τρό­πος γιά νά ἐ­λέγ­ξει κα­νείς τήν ἀ­λή­θει­α, ἄ­ρα πρέ­πει καί νά συ­νι­στᾶ τήν ἀ­λή­θει­α. Μέ αὐτή τήν ἔν­νοι­α λοι­πόν, μι­ά συ­νε­κτι­κι­στι­κή θε­ω­ρί­α γιά τήν ἀ­λή­θει­α μπο­ρε­ῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ὅτι ὑ­πε­ρα­σπί­ζει μι­ά φι­λο­σο­φι­κή μέ­θο­δο, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­δι­ώ­κει μό­νο καί μό­νο νά κα­τα­πο­λε­μή­σει τήν ἀ­συ­νέ­πει­α, για­τί ἄν ἐ­ξο­στρα­κι­στο­ῦν οἱ ἀ­συ­νέ­πει­ες, τό­τε ἡ συ­νε­κτι­κι­στι­κή θε­ω­ρί­α μᾶς ἐ­ξα­σφα­λί­ζει ὅτι αὐτό πού θά μεί­νει θά εἶ­ναι ἕνα κα­θα­ρό σύ­νο­λο ἀ­λη­θει­ῶν.
 
Οἱ θε­ω­ρί­ες ἀν­τι­στοι­χί­ας, ἀν­τί­θε­τα, ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅτι ἡ ἀ­λή­θει­α μπο­ρε­ῖ νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ὡς σχέ­ση ἀ­νά­με­σα σέ μι­ά πε­ποί­θη­ση καί σέ μι­ά πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ὕ­παρ­ξη καί ὁ χαρακτήρας εἶ­ναι, ὡς ἐ­πί τό πλε­ῖ­στον, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τίς γνώ­σεις καί τίς πί­στεις μας. Μι­ά τέ­τοιου εἴ­δους ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι πού ἀνα­ζη­τᾶ ἡ δεύ­τε­ρη προ­σέγ­γι­ση στή φι­λο­σο­φί­α. Δυ­στυ­χῶς ὅμως, οἱ θε­ω­ρί­ες ἀν­τι­στοι­χί­ας δέν εἶ­ναι σέ θέ­ση νά δώ­σουν μι­ά κα­τα­νο­η­τή ἀ­πάν­τη­ση στό ἐ­ρώ­τη­μα μέ ποιόν τρό­πο μπο­ροῦ­με γε­νι­κά νά δι­α­πι­στώ­σου­με ἄν οἱ πί­στεις μᾶς ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται μέ τόν ἀ­παι­τού­με­νο τρό­πο στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
 
Σέ ὁ­λό­κλη­ρο τό ἔρ­γο το­ῦ Πλά­τω­να δέν ὑπάρχει θέ­μα πού νά ἐμ­φα­νί­ζε­ται συ­χνό­τε­ρα ἀπ’  ὅ,τι ἡ ἔμ­φα­ση στή φι­λο­σο­φι­κή μέ­θο­δο, ἡ ἔ­ρευ­να γιά κά­ποιον συ­στη­μα­τι­κό τρό­πο μέ τόν ὁποῖο νά ἀ­να­κα­λύ­πτει κα­νείς τίς ση­μαν­τι­κές ἀ­λήθει­ες καί νά ἐ­ξα­σφα­λί­ζει ὅτι ἀ­πο­τε­λο­ῦν πράγ­μα­τι ἀ­λή­θει­ες. Παρ’ ὅλα αὐτά, νο­μί­ζω πώς εἶ­ναι ἀσφαλές νά πού­με ὅτι ὁ Πλά­των ὄ­χι μό­νο δέν ἀ­να­κά­λυ­ψε μι­άν ἀ­πό­λυ­τα ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κή μέ­θο­δο, ἀλλά δέν βρῆ­κε κάν κά­ποια μέ­θο­δο πού νά τόν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ γιά με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα. Στούς πρώ­ι­μους δι­α­λό­γους, ὅπου τόν πρῶ­το λό­γο ἔ­χει ὁ Σω­κρά­της, ἡ μέ­θο­δος πού ἐ­πι­κρα­τεῖ εἶ­ναι ἡ ἐ­λεγ­κτι­κή καί δέν ὑπάρχει κα­νέ­να στοι­χεῖ­ο πού νά δη­μι­ουρ­γεῖ τήν ὑ­πο­ψί­α ὅτι ὁ Πλά­των, ἤ ὁ Σω­κρά­της, ἔ­χουν κά­ποιο λό­γο νά προ­σθέ­σουν κά­τι σέ αὐτήν. Φαί­νε­ται ὡ­στό­σο ξε­κά­θα­ρο πώς πρό­κει­ται γιά μι­ά μέ­θο­δο ἡ ὁ­ποί­α, στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, ὁ­δη­γεῖ στή συ­νέ­πει­α. Ἄν ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι αὐτή πα­ρέ­χει τήν ἀ­λή­θει­α, αὐτή ἡ ὑ­πό­θε­ση δέν τεκ­μη­ρι­ώ­νε­ται που­θε­νά. Στούς με­σαί­ους δι­α­λό­γους, κα­θώς καί σέ κά­ποιους ἀ­πό τους ὕ­στε­ρους, ὁ Πλά­των προ­τεί­νει ἀρκετούς τρό­πους μέ τούς ὁ­ποί­ους ὁ ἔ­λεγ­χος θά μπο­ροῦ­σε νά συμ­πλη­ρω­θεῖ ἤ καί νά ἀν­τι­κα­τα­στα­θε­ῖ ἀ­πό τε­χνι­κές μέ ὑ­ψη­λό­τε­ρους στό­χους. Αὐτό ὅμως πού μᾶς ἐν­τυ­πω­σιά­ζει εἶ­ναι ὅτι ὁ Πλά­των δέν κα­τα­λή­γει ὁ­ρι­στι­κά σέ κα­μί­α ἀ­πό αὐτές τίς με­θό­δους ὡς αὐτήν πού ἐγ­γυ­η­μέ­να μπο­ρε­ῖ νά ὁ­δη­γή­σει στήν ἀν­τι­κειμε­νι­κή ἀ­λή­θει­α: ἡ μί­α με­τά τήν ἄλ­λη, οἱ νέ­ες μέ­θο­δοι πα­ρα­με­ρί­ζον­ται ἤ ὑ­πο­βι­βά­ζον­ται σέ χρή­σι­μες (ad hoc) τε­χνι­κές ἐ­πι­νο­ή­σεις καί μό­νο. Ὁ Πλά­των πο­λύ συ­χνά δι­ευ­κρι­νί­ζει ὅτι ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἀ­κα­ταλ­λη­λό­λη­τα τῶν με­θό­δων πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιά νά ἐ­πι­τύ­χει τούς σκο­πούς του, κι αὐτή ἡ ἀ­κα­ταλ­λη­λότη­τα μπο­ρε­ῖ νά εἶ­ναι ὀ­δυ­νηρά ἐμ­φα­νής στά μά­τια το­ῦ σύγ­χρο­νου ἀ­να­γνώ­στη.
 
Ὁ Πλά­των καί ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης συ­χνά θε­ω­ροῦν­ται ὡς ὑ­πο­δείγ­μα­τα ἀν­τι­τιθέ­με­νων με­θό­δων. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἐ­πέ­με­νε, στήν ἠθική φι­λο­σο­φί­α του­λά­χι­στον, ὅτι ἀπόψεις οἱ ὁποῖες γί­νον­ται εὐ­ρέ­ως ἀ­πο­δε­κτές καί ὑ­πο­στη­ρί­ζον­ται σθε­να­ρά στούς κόλ­πους τῆς κοι­νό­τη­τας στήν ὁ­ποί­α ἀ­νή­κου­με, πρέ­πει νά τίς παίρ­νου­με στά σο­βα­ρά καί νά τίς θε­ω­ροῦ­με γε­νι­κά ὡς ἀ­λη­θεῖς. Ὁ Πλά­των ὅμως, ἀπ’  ὅ,τι ἀ­κο­ῦμε, “σέ ὅλους τους με­σαί­ους δι­α­λό­γους του... ἀν­τι­τί­θε­ται ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να στή φι­λο­σο­φι­κή κα­ταλ­λη­λό­τη­τα ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε με­θό­δου, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­σκο­πε­ῖ στήν κα­τα­γρα­φή καί τήν προ­σαρ­μο­γή τῶν γνω­μῶν καί τῶν λό­γων μας. Ὁ Πλά­των εἶ­ναι μά­λι­στα πού ἀν­τι­τάσ­σει μέ τόν πι­ό ρη­τό τρό­πο τά φαι­νό­με­να, καί τίς γνω­στι­κές κα­τα­στά­σεις πού σχε­τί­ζον­ται μα­ζί τους, στήν ἀ­λή­θει­α καί τήν πραγ­μα­τι­κή κα­τα­νό­η­ση. Ἐ­ξάλ­λου ὁ Πλά­των ὑ­πο­στηρί­ζει ὅτι τά πρό­τυ­πα τά ὁ­ποῖα ἀ­παι­το­ῦν­ται ὥ­στε νά κα­τα­νο­ή­σου­με τά σπου­δαι­ό­τε­ρα φι­λο­σο­φι­κά κι ἐ­πι­στη­μο­νι­κά θέ­μα­τα δέν βρί­σκον­ται κάν στόν κό­σμο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης πί­στης καί ἀν­τι­λη­ψη­ς”[1].
 
Πράγ­μα­τι, αὐτή εἶ­ναι ἡ κρα­τού­σα ἄ­πο­ψη καί ὅταν, ὅπως συμ­βαί­νει σέ αὐτό τό κεί­με­νο, ἀ­να­φέ­ρε­ται μό­νο στούς με­σαί­ους δι­α­λό­γους, εἶ­ναι σέ γε­νι­κές γραμ­μές σω­στή. Ἀ­κό­μη ὅμως καί μέ αὐ­τόν τόν πε­ρι­ο­ρι­σμό, πρέ­πει νά τήν δε­χό­μα­στε μέ κά­ποια ἐ­πι­φύ­λα­ξη. Ὡς ἐν­δει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα τῶν ἀν­τι­θέ­σε­ων πού ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξύ τῶν με­θό­δων το­ῦ Πλά­τω­να καί το­ῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ἡ Nussbaum ἀ­να­φέ­ρει τίς ἀπόψεις τους σχε­τι­κά μέ τήν ἀκρασίαν, τήν ἀ­δυ­να­μί­α θέ­λη­σης. Ὅπως γνω­ρί­ζου­με, ὁ Σω­κρά­της πα­ρα­δό­ξως ὑ­πο­στή­ρι­ζε ὅτι ἡ ἀ­κρασί­α δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά ὑ­πάρ­ξει, λέ­γον­τας ὅτι, ἄν κά­ποιος γνω­ρί­ζει τί εἶ­ναι κα­λό, δέν μπο­ρε­ῖ πα­ρά νά πρά­ξει σύμ­φω­να μέ αὐτή τή γνώ­ση. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη, ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἔ­λε­γε ὅτι ἡ κοι­νή ἄ­πο­ψη πρέ­πει νά εἶ­ναι σω­στή: πα­ρά τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα το­ῦ Σω­κρά­τη, ὑ­πάρ­χουν ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις πού ἡ ἀκρασία ὄν­τως ὑ­πάρ­χει.
 
Πό­σο σα­φής εἶ­ναι ἡ ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα στόν Πλά­τω­να (στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τόν Σω­κρά­τη) καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη; Στούς πρώ­ι­μους δι­α­λό­γους συ­ναν­τᾶ­με τίς ἐμ­φα­τι­κό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις συμ­πε­ρα­σμά­των πού ἀν­τι­τί­θεν­ται σα­φῶς στήν κοι­νή πε­ποί­θη­ση: δέν ἔ­χει εἰ­πω­θε­ῖ ἀ­κό­μη τί­πο­τα πού νά δεί­χνει ὅτι ἡ ἐ­λεγ­κτι­κή μέ­θο­δος εἶ­ναι ἱ­κα­νή γιά τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τό νά ἀ­πο­κα­λύ­πτει ἀ­συ­νέ­πει­ες. Στούς με­σαί­ους δι­α­λό­γους ὑπάρχουν οἱ ἰ­σχυ­ρές ἐν­δεί­ξεις που μό­λις ἀ­να­φέ­ρα­με ὅτι ἡ φι­λο­σο­φί­α μπο­ρε­ῖ νά φτά­σει σέ ἀ­λή­θει­ες τίς ὁποῖες οἱ κοι­νοί ἄν­θρω­ποι δέν ἔ­χουν κάν ὀ­νει­ρευ­τεῖ καί πού ἡ ἐμ­πει­ρί­α δέν μπο­ρε­ῖ νά ἐ­λέγ­ξει: παρ’ ὅλα αὐ­τά, σέ αὐ­τούς τούς ἴ­διους δι­α­λό­γους ἀ­πο­δί­δε­ται πο­λύ λιγό­τε­ρη ση­μα­σί­α στόν πα­ρά­δο­ξο χα­ρα­κτή­ρα τῶν θε­ω­ρι­ῶν πού προ­κύ­πτουν. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἡ σω­κρα­τι­κή ἄρ­νη­ση γιά τήν ὕ­παρ­ξη τῆς ἀκρασία­ς ἐγ­κα­τα­λεί­πεται ρη­τά. Καί, γιά νά δι­α­τυ­πώ­σου­με ἕνα δι­κό μας μι­κρό πα­ρά­δο­ξο: θά μπο­ροῦ­σε νά πεῖ κα­νείς ὅτι ἐ­νῷ στούς πρώ­ι­μους δι­α­λό­γους προ­κλη­τι­κοί ἰ­σχυ­ρι­σμοί βα­σί­ζον­ται σέ μι­ά μέ­θο­δο ἡ ὁ­ποί­α δέν εἶ­ναι ἱκανή νά τούς στη­ρί­ξει, στούς με­σαί­ους δι­α­λό­γους, τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα πού ἔ­χουν οἱ μέ­θο­δοι οἱ ὁποῖες λέ­γε­ται ὅτι ὁ­δη­γο­ῦν στήν ἀ­πό­λυ­τη καί ἀν­τι­κει­με­νι­κή ἀ­λή­θει­α, εἶ­ναι μᾶλ­λον ἀ­σθε­νέ­στε­ρα.
 
Νο­μί­ζω ὅτι στό τέ­λος ὁ Πλά­των ἔ­πα­ψε νά πι­στεύ­ει στήν ἱ­κα­νό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν με­θό­δων νά πα­ρά­γουν βε­βαι­ω­μέ­νες αἰ­ώ­νι­ες ἀ­λή­θει­ες, οἱ ὁποῖες δέν ὄ­φειλαν τί­πο­τα στούς σο­βα­ρούς σκο­πούς καί τίς πε­ποι­θή­σεις τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων ἀνθρώπων, καί κα­τέ­λη­ξε νά ἐμ­πι­στευ­τεῖ καί πά­λι τόν ἔ­λεγ­χο, ὁ ὁποῖος τώ­ρα συμ­πλη­ρω­νό­ταν καί βελ­τι­ω­νό­ταν μέ ποι­κί­λους τρό­πους, ὥ­στε νά κα­τα­λή­ξει τε­λι­κά στήν ἀ­λή­θει­α μέ­σῳ τῆς συ­νέ­πει­ας: μέ ἄλλα λό­γι­α, ὅτι ἐ­πέ­στρε­ψε στή σω­κρα­τι­κή μέ­θο­δο καί τήν δι­κή της προ­σέγ­γι­ση τοῦ φι­λο­σο­φι­κοῦ εγχειρήματος.
 
Τήν πο­ρεί­α σκέ­ψης τήν ὁ­ποί­α ἀ­κο­λου­θῶ μου τήν ἐ­νέ­πνευ­σε μί­α θαυ­μά­σι­α καί τολ­μη­ρή με­λέ­τη το­ῦ Γρη­γό­ρη Βλα­στοῦ πού ὀ­νο­μά­ζε­ται “Ὁ Σω­κρα­τι­κός Ἔ­λεγ­χο­ς”[2]. "Ἄν τόν δεῖ κα­νείς ἀ­πό λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, ὁ ἔ­λεγ­χος εἶ­ναι ἁ­πλῶς μί­α μέ­θο­δος γιά νά δεί­ξει κά­ποιος ὅτι ἕνα σύ­νο­λο προ­τά­σε­ων εἶ­ναι ἀ­συ­νε­πές. Στήν πρά­ξη, ἡ ἐ­λεγ­κτι­κή μέ­θο­δος χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό τόν Σω­κρά­τη, ἤ ἀ­πό κά­ποιον ἄλ­λο ἐρω­τών­τα, γιά νά δεί­ξει ὅτι ὁ ὁ­μι­λη­τῆς ἔ­χει πεῖ πράγ­μα­τα τά ὁ­ποῖα δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά εἶ­ναι ὅλα ἀ­λη­θῆ (ἐ­φό­σον εἶ­ναι ἀ­συ­νε­πῆ με­τα­ξύ τους). Ἄν αὐτή ἦ­ταν ὅλη κι ὅλη ἡ ἱ­στο­ρί­α, ἡ λει­τουρ­γί­α τοῦ ἐ­λέγ­χου δέν θά ἔγ­κει­το σέ τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τό νά ἀ­πο­κα­λύ­πτει πε­ρι­πτώ­σεις ἀ­συ­νέπει­ας. Μι­ά τέ­τοια ἀ­πο­κά­λυ­ψη, βέ­βαι­α, θά εἶ­χε ση­μα­σί­α γιά ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἔμ­παι­νε στόν πει­ρα­σμό νά πι­στέ­ψει ὅλες τίς προ­τά­σεις το­ῦ ἀ­συ­νε­πο­ῦς αὐτοῦ συ­νό­λου.
 
Δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας προ­φα­νής λό­γος γιά τόν ὁποῖο κά­ποιος φι­λό­σο­φος - ἤ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος- θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­σχο­λε­ῖται μέ ἀ­συ­νε­πῆ σύ­νο­λα προ­τά­σε­ων μό­νον ὅταν αὐ­τές τυ­χαί­νει νά τίς πι­στεύ­ει κά­ποιος: στό κά­τω κά­τω, μπο­ρε­ῖ κά­ποιος νά ἀ­πο­δεί­ξει ὅτι μι­ά πρό­τα­ση εἶ­ναι ἀληθής, καί ἄ­ρα ἄ­ξι­α νά τήν πι­στεύ­ου­με, μέ τό νά δεί­ξει ὅτι ἡ ἄρ­νη­σή της συ­νε­πά­γε­ται ἀ­συ­νέ­πει­α. Τοῦ­το δέν μπο­ρε­ῖ νά μᾶς βο­η­θή­σει στό νά κα­θι­ε­ρώ­σου­με οὐ­σι­ώ­δεις ἤ ἠθικές ἀ­λήθει­ες σέ ἀν­τί­θε­ση μέ λο­γι­κές ἀ­λή­θει­ες. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅταν προ­σπα­θοῦ­με νά ἀ­πο­φα­σί­σου­με πού βρί­σκε­ται ἡ ἀ­λή­θει­α, τό νά ἀν­τι­λη­φθοῦ­με τήν ἀ­συ­νέ­πει­α ἑνός συ­νό­λου προ­τά­σε­ων πού κα­νείς δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη ὑ­πο­στηρί­ξει, εἶ­ναι πο­λύ χρή­σι­μο.
 
Προ­κα­λε­ῖ συ­νε­πώς ἔκ­πλη­ξη, ἀλλά εἶ­ναι καί δι­δα­κτι­κό, τό γε­γο­νός ὅτι στούς σω­κρα­τι­κούς δι­α­λό­γους, ὁ Σω­κρά­της συ­νή­θως ἐ­πι­μέ­νει ὅτι ὁ ὁ­μι­λη­τής πρέ­πει νά εἶ­ναι σο­βα­ρά δε­σμευ­μέ­νος ἀ­πό τήν πρό­τα­ση πού ἐ­ξε­τά­ζε­ται. Ἕνα ἀ­πό τά πι­ό ἀ­ξι­ό­λο­γα στοι­χεῖ­α το­ῦ ἄρ­θρου το­ῦ Βλα­στοῦ εἶ­ναι τό ὅτι πα­ρα­τη­ρεῖ αὐτό τό ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς με­θό­δου το­ῦ Σω­κρά­τη καί ἐ­πι­ση­μαί­νει τή σπου­δαι­ό­τη­τά του. Ὁ Βλα­στός πα­ρα­θέ­τει τά ἑ­ξῆς χω­ρί­α ἀ­πό τους δι­α­λό­γους: “Μά τό θε­ό τῆς φι­λί­ας, Καλ­λι­κλῆ! Μή νο­μί­ζεις ὅτι μπο­ρε­ῖς νά παί­ζεις μα­ζί μου καί νά ἀ­παν­τᾶς ὅ,τι σο­ῦ ’ρχε­ται στό κε­φά­λι ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τήν πραγ­μα­τι­κή σου γνώ­μη” (Γορ­γί­ας, 500b). “Καλέ μου ἄν­θρω­πε, μήν ἀπαντᾶς ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τήν πραγ­μα­τι­κή σου γνώ­μη, γιά νά μπο­ρέ­σου­με νά κα­τα­λή­ξου­με κά­που” (Πο­λι­τεί­α I, 346a). Καί ὅταν ὁ Πρω­τα­γό­ρας ἀ­παν­τᾶ σέ μι­ά ἐ­ρώ­τη­ση το­ῦ Σω­κρά­τη: “Μά τί πει­ρά­ζει; Ἄν θέ­λεις, ἄ­στο νά ’ναι ἔ­τσι”, ὁ Σω­κρά­της ἀ­παν­τᾶ θυ­μω­μέ­να: “Αὐτό δέν πρό­κει­ται νά τό ἀ­νε­χτῶ, μιᾶς καί δέν εἶ­ναι αὐτό τό ‘ἄν θέ­λεις’ καί τό ‘ἄν νο­μί­ζεις’ πού θέ­λω νά ἀ­να­σκευ­ά­σου­με, ἀλλά ἐ­σέ­να κι ἐ­μέ­να. Λέ­ω ‘ἐ­σέ­να κι ἐ­μέ­να’ για­τί νο­μί­ζω ὅτι ἡ θέ­ση ἀ­να­σκευ­ά­ζε­ται μέ κα­λύ­τε­ρο τρό­πο ἄν τῆς ἀ­φαι­ρέ­σου­με τό ‘ἄν’ (Πρω­τα­γό­ρας, 331c).
 
Τό τε­λευ­ταῖ­ο αὐτό πα­ρά­θε­μα κα­θι­στᾶ φα­νε­ρό ἄλ­λο ἕνα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του ἐ­λέγ­χου καί βο­η­θᾶ στό νά ἀ­παν­τη­θε­ῖ τό ἐ­ρώ­τη­μα για­τί ὁ Σω­κρά­της ἐ­πι­μέ­νει τό­σο πο­λύ στό νά ἐκ­φρά­ζουν τίς πραγ­μα­τι­κές ἀπόψεις τους οἱ ἄν­θρω­ποι στούς ὁποῖους κά­νει ἐ­ρω­τή­σεις. Ὁ Σω­κρά­της ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιά τήν ἀ­νασκευ­ή. Ὁ τυ­πι­κός ἔ­λεγ­χος ἀρ­χί­ζει μέ ἕνα ἐ­ρώ­τη­μα πού θέ­τει ὁ Σω­κρά­της, στό ὁποῖο ὁ συ­νο­μι­λη­τής δί­νει κά­ποιαν ἀ­πάν­τη­ση. Ὁ Σω­κρά­της ἐκ­μαι­εύ­ει τό­τε με­ρι­κές ἀ­κό­μη ἀπόψεις ἀ­πό τόν συ­νο­μι­λη­τή (συ­χνά μά­λι­στα κά­νει ὁ ἴ­διος τήν ἀρ­χή καί τε­λι­κά φέρ­νει τόν συ­νο­μι­λη­τή σέ ση­μεῖ­ο νά συμ­φω­νή­σει) καί προ­χω­ρεῖ δεί­χνον­τας ὅτι αὐτές οἱ πε­ραι­τέ­ρω ἀπόψεις συ­νε­πά­γον­ται τό ψεῦ­δος τῆς ἀρ­χι­κῆς ἀ­πάν­τη­σης. Ὁ ἐ­ρω­τώ­με­νος δέν θά εἶ­χε κα­νέ­να λό­γο νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τήν ἀρ­χι­κή του ἀ­πάν­τη­ση ἄν δέν ἀ­πο­δε­χό­ταν τίς προ­τά­σεις πού τήν ἀ­να­σκευ­ά­ζουν. Κι αὐτό, για­τί σέ αὐτήν τήν πε­ρί­πτω­ση δέν θά εἶ­χε ἀ­νασκευ­α­στε­ῖ κα­μί­α  συγκεκριμένη  θέ­ση.
 
Ὅπως ἐ­πι­ση­μαί­νει ὁ Βλα­στός, αὐτό πού ἔ­δει­ξε ὁ Σω­κρά­της εἶ­ναι ὅτι οἱ πίστεις το­ῦ συ­νο­μι­λη­τῆ εἶ­ναι ἀ­συ­νε­πε­ῖς με­τα­ξύ τους, ἄ­ρα μι­ά του­λά­χι­στον ἀ­πό αὐτές πρέ­πει νά εἶ­ναι λαν­θα­σμέ­νη. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως, δέν ὑπάρχει τί­πο­τα στήν ἐ­λεγ­κτι­κή μέ­θο­δο πού νά ὑ­πο­δει­κνύ­ει ποιά ἤ ποιές πί­στεις θά ’πρε­πε νά ἀ­πορ­ρι­φθο­ῦν. Στήν πρά­ξη ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται πάν­τα πώς πρό­κει­ται γιά τήν ἀρ­χι­κή πρό­τα­ση. Εἶ­ναι φα­νε­ρό πώς ἀ­πό παι­δα­γω­γι­κή καί δρα­μα­το­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη αὐτή εἶ­ναι ἡ σω­στή στρα­τη­γι­κή. Εἶ­ναι ὅμως μι­ά στρα­τη­γι­κή, ἡ ὁ­ποί­α θά ὁ­δη­γή­σει σέ ἀ­λη­θῆ συμ­πε­ρά­σμα­τα μό­νο ἄν κά­ποιος εἶ­ναι ἀρ­κε­τά προ­σε­κτι­κός ὥ­στε νά ξε­κι­νή­σει μέ μι­ά λαν­θα­σμέ­νη πί­στη καί νά συ­νε­χί­σει κα­τό­πιν μέ συμ­πλη­ρω­μα­τι­κές, ἀλλά ἀ­λη­θε­ῖς, πί­στεις, ἔ­τσι ὥ­στε νά ἀ­να­σκευ­ά­σει τόν ἀρ­χι­κό ἰ­σχυ­ρι­σμό. Πῶς μπο­ρε­ῖ ὅμως ὁ Σω­κρά­της, πρίν ἀ­κό­μα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τή μέ­θο­δό του, νά εἶ­ναι σί­γου­ρος γιά τό τί εἶ­ναι ἀ­λη­θές καί τί ὄ­χι; Μή­πως αὐτή ἡ μέ­θο­δος δέν εἶ­ναι τε­λι­κά πα­ρά μι­ά ἐ­πι­νό­η­ση πού ἀ­πο­φέ­ρει πει­θώ;
 
Αὐτό πού εἶ­ναι σα­φές εἶ­ναι πώς ὁ Σω­κρά­της πι­στεύ­ει ὅτι ἡ ἐ­λεγ­κτι­κή μέ­θο­δος ὁ­δη­γε­ῖ πράγ­μα­τι σέ ἠ­θι­κές ἀ­λή­θει­ες: στίς ἀρ­νή­σεις, γε­νι­κά, ὁ­ρι­σμέ­νων πί­στε­ων τίς ὁποῖες ὑ­πο­στη­ρί­ζουν οἱ δι­ά­φο­ροι συ­νο­μι­λη­τές στήν ἀρ­χή τῆς συ­ζή­τη­σης. Ἄν ὁ ἀρ­χι­κός ἰ­σχυ­ρι­σμός εἶ­ναι p, ὁ Σω­κρά­της συ­νο­ψί­ζει κατ’ ἐξα­κο­λού­θη­ση τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἑνός ἐ­λεγ­κτι­κο­ῦ ἐ­πι­χειρή­μα­τος λέ­γον­τας ὅτι ἡ ἄρ­νη­ση το­ῦ p “εἶ­ναι πιά προ­φα­νής γιά μά­ς”, ἤ ὅτι τώ­ρα ὁ συ­νο­μι­λη­τής “βλέ­πει” ἤ “γνω­ρί­ζει” ὅτι ὄχι-p[3]. Στόν Γορ­γί­α, ὁ Σω­κρά­της λέ­ει ὅτι ἡ θέ­ση του (ἡ ἄρ­νη­ση το­ῦ p  το­ῦ συ­νο­μι­λη­τῆ) ἀ­πο­δεί­χτη­κε “ἀ­λη­θή­ς”. (Σ’ αὐ­τή τήν πε­ρί­πτω­ση, τό ὄχι-p εἶ­ναι πώς: εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο νά ὑ­φί­στα­ται κα­νείς τήν ἀ­δι­κί­α πα­ρά νά τήν δι­α­πράτ­τει). Ἀ­μέ­σως με­τά τό θέ­τει ἀ­κό­μη πι­ό ἐμ­φα­τι­κά: “Αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, ἔ­χον­τας κα­τα­στεῖ προ­φα­νῆ κα­τά τήν ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α πού προ­η­γή­θη­κε, ὅσο καί ἄν φαί­νε­ται χον­δρο­ει­δής ἡ με­τα­φο­ρά, θά ἔ­λε­γα ὅτι ἔ­χουν κα­θη­λω­θεῖ καί δε­θεῖ μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα φτιαγ­μέ­να ἀ­πό ἀ­τσά­λι καί ἀ­δάμαν­τα...”
 
Σύμ­φω­να μέ τόν Βλα­στό, το­ῦ ὁποῖου τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα πα­ρα­κο­λου­θῶ στε­νά μέ­χρις αὐτοῦ το­ῦ ση­μεί­ου (χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἐ­πί­σης τίς με­τα­φρά­σεις του), τά δύ­ο τε­λευ­ταί­α πα­ρα­θέ­μα­τα δι­α­φέ­ρουν οὐ­σι­ω­δῶς κα­τά τήν ἰ­σχύ τους ἀ­πό τους προ­η­γού­με­νους ἰ­σχυ­ρι­σμούς. Τό νά ἀ­πο­δει­κνύ­ει κα­νείς κά­τι ση­μαί­νει κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τό νά τό κα­θι­στᾶ ἁ­πλῶς προ­φα­νές. Ὁ Βλα­στός πι­στεύ­ει πώς ὁ ἰ­σχυ­ρι­σμός ὅτι ὁ ἔ­λεγ­χος μπο­ρε­ῖ νά “ἀ­πο­δεί­ξει” ἀ­λή­θει­ες, δέν ἀ­νή­κει στόν Σω­κρά­τη. Πι­στεύ­ει ὅτι ὁ Σω­κρά­της ὄν­τως ὑ­πέ­θε­σε πώς ὁ ἔ­λεγ­χος ὁ­δη­γεῖ στήν ἀ­λή­θει­α, ἀλλά ἐ­πρό­κει­το γιά μι­ά ὑ­πό­θε­ση τήν ὁ­ποί­α δέν δι­ε­ρεύ­νη­σε συ­νει­δη­τά καί ἑ­πο­μέ­νως δέν ἔ­νιω­σε τήν ἀ­νάγ­κη νά τήν ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ. “Σέ ὅλους τούς δι­α­λό­γους πού προ­η­γοῦν­ται το­ῦ Γορ­γί­α, ὁ Πλά­των ἐ­ξει­κο­νί­ζει τόν Σω­κρά­τη νά ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεῖ γιά τίς ἀπόψεις του μέ τόν ἴδιο σχε­δόν τρό­πο πού ἄλ­λοι φι­λό­σο­φοι τό ἔ­κα­ναν πρω­τύ­τε­ρα ἤ ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή ὅταν προ­σπα­θοῦ­σαν νά πεί­σουν καί ἄλ­λους νά ἐν­στερ­νι­στο­ῦν τίς ἀπόψεις τους: δι­α­λέ­γει προ­κεί­με­νες τίς ὁποῖες θε­ω­ρεῖ τό­σο εὔ­λο­γες Αὐτές κα­θαυ­τές καί τό­σο κα­λά ἑ­δραι­ω­μέ­νες στό σύ­στη­μα τῶν πί­στε­ων τῶν συ­νο­μι­λη­τῶν του, ὥ­στε ὅταν τούς φέ­ρει ἀν­τι­μέ­τω­πους μέ τό γε­γο­νός ὅτι αὐτές οἱ προ­κεί­με­νες συ­νε­πά­γον­ται τήν ἀ­να­σκευ­ή της ἀρ­χι­κῆς θέ­σης τους αἰ­σθά­νε­ται ὅτι δέν ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος αὐτοί νά ἀ­να­κα­λέ­σουν τίς προ­κεί­με­νες γιά νά πε­ρι­σώ­σουν τή θέ­ση τους... Ὡς ἐκ τού­του, τό ‘πρό­βλη­μα το­ῦ ἐ­λέγ­χου’ δέν ἀ­πα­σχο­λε­ῖ πο­τέ τόν Σω­κρά­τη κα­τά τή δι­άρ­κει­α αὐ­τῶν τῶν πρώ­ι­μων δι­α­λό­γω­ν”. Ἀν­τί­θε­τα, (γιά νά συ­νε­χί­σου­με τήν ὑ­πό­θε­ση το­ῦ Βλα­στοῦ) ὁ Πλά­των ὄν­τως κα­τέ­λη­ξε νά ἀ­ναρω­τη­θε­ῖ τί ἦ­ταν αὐτό πού ἐ­ξα­σφά­λι­ζε τήν ἐ­πι­λο­γή ἀ­λη­θῶν προ­κει­μέ­νων: καί πο­λύ κα­λά ἔ­κα­νε, ἄν λά­βου­με ὑ­πό­ψη πό­σο συ­χνά αὐτό πού φαι­νό­ταν κοι­νή γνώ­ση σέ ὅλους σχε­δόν τούς ἄλ­λους ἀ­πο­δει­κνυ­ό­ταν ὅτι ἦ­ταν λαν­θα­σμέ­νο, σύμ­φω­να μέ τόν Σω­κρά­τη. Ἄν καί τά λό­γι­α ἀ­πο­δί­δον­ται στόν Σω­κρά­τη, σύμ­φω­να μέ τόν Βλα­στό δέν εἶ­ναι πα­ρά ὁ Πλά­των πού συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τήν πα­ρα­δο­χή ἡ ὁ­ποί­α προϋπο­τί­θε­ται ὥ­στε ἀ­πό τόν ἔ­λεγ­χο νά προ­κύ­πτουν ὄν­τως ἀ­λήθει­ες: ἡ πα­ρα­δο­χή αὐτή εἶ­ναι ὅτι, σέ ἠθικά ζη­τή­μα­τα, ὁ κα­θέ­νας ἔ­χει ἀ­λη­θε­ῖς πί­στεις οἱ ὁποῖες συ­νε­πά­γον­ται τίς ἀρ­νή­σεις τῶν λαν­θα­σμέ­νων πί­στε­ών του. Ἀ­πό αὐ­τήν τήν πα­ρα­δο­χή συ­νε­πά­γε­ται ὅτι ὅλες οἱ πί­στεις πού ἀνή­κουν σέ ἕνα συ­νε­πές σύ­νο­λο εἶ­ναι ἀ­λη­θε­ῖς, ἔ­τσι ὥ­στε μι­ά μέ­θο­δος ὅπως ὁ ἔ­λεγ­χος, ἡ ὁ­ποία μᾶς ἀ­παλ­λάσ­σει ἀ­πό ἀ­συ­νέ­πει­ες, στό τέ­λος δέν θά ἀ­φή­σει ὄρ­θι­ο τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρά μό­νο ἀ­λή­θει­ες. Εἶ­ναι γι’ αὐ­τό πού δέν χρει­α­ζό­ταν ὁ Σω­κρά­της νά γνω­ρί­ζει ἐκ τῶν προ­τέ­ρων ποιές πε­ποι­θή­σεις ἦ­ταν ἀ­λη­θε­ῖς, οὔτε καί νά ἀ­νη­συ­χε­ῖ μή­πως ὅταν ἀ­να­κά­λυ­πτε μι­ά ἀ­συ­νέ­πει­α, ἀ­παλλασ­σό­ταν ἀπ’  αὐτήν μέ τό νά ἀ­πορ­ρί­ψει τήν ἀ­λη­θή προ­κεί­με­νη. Κι αὐτό δι­ό­τι ἡ ἄ­πο­ψη πού θά πα­ρέ­με­νε θά ἀ­πο­δει­κνυ­ό­ταν ἀ­συ­νε­πής μέ κά­ποιες πε­ραι­τέ­ρω πί­στεις.
 
Δέν θά ἐ­ξε­τά­σω τά στοι­χεῖ­α μέ­σα στό κεί­με­νο το­ῦ Γορ­γί­α πού στη­ρί­ζουν αὐτή τή θε­ω­ρί­α, μιᾶς καί, ἀ­πό τή μι­ά, εἶ­ναι σα­φές ὅτι κά­τι πα­ρό­μοι­ο μέ αὐτή τήν πα­ρα­δο­χή εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το, ἄν πρό­κει­ται νά θε­ω­ρη­θεῖ ὁ ἔ­λεγ­χος ὡς ἕνας τρό­πος προ­σέγ­γι­σης στήν ἀ­λή­θει­α, εἴ­τε τό συ­νει­δη­το­ποι­οῦν ὁ Πλά­των ἤ ὁ Σω­κρά­της, εἴτε ὄ­χι. Καί, ἀ­πό τήν ἄλ­λη, εἶ­ναι ἐ­ξί­σου φα­νε­ρό ὅτι δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­να ἐ­πι­χεί­ρη­μα στόν Γορ­γί­α ἤ σέ κά­ποιον ἀ­πό τους προ­η­γού­με­νους δι­α­λό­γους, πού νά ὑ­πο­στη­ρί­ζει τήν πα­ρα­δο­χή αὐτή. Ὁ Βλα­στός πι­στεύ­ει ὅτι ὁ Πλά­των τό συ­νει­δη­το­ποί­η­σε καί πώς εἶ­ναι γι’ αὐτόν τόν λό­γο πού στούς ἑ­πομέ­νους τρεῖς δι­α­λό­γους, οἱ ὁποῖοι γρά­φτη­καν ἀ­μέ­σως με­τά τόν Γορ­γί­α, δη­λα­δή στόν Εὐ­θύ­δη­μο, τόν Λύ­ση καί τόν Μεί­ζο­να Ἱπ­πί­α, ὁ ἔ­λεγ­χος δέν ἐμ­φα­νίζε­ται κα­θό­λου. Σέ αὐ­τούς τούς δι­α­λό­γους ὑ­πάρ­χει φι­λο­σο­φι­κή ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α, ἀλλά ὁ Σω­κρά­της οὐ­σι­α­στι­κά τή δι­ε­ξά­γει μό­νος του, ἐ­νερ­γών­τας τό­σο ὡς αὐτός πού προ­τεί­νει θέ­σεις, ὅσο καί ὡς αὐ­τός πού ἀ­σκε­ῖ κρι­τι­κή.
 
Στόν Μέ­νω­να ὁ Πλά­των βρί­σκει ἕνα νέ­ο τρό­πο νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει τόν ἔ­λεγ­χο: τή θε­ω­ρί­α τῆς ἀ­νά­μνη­σης. Σύμ­φω­να μέ αὐτή τή θε­ω­ρί­α, ὅλοι γεν­νι­οῦν­ται ἔ­χον­τας γνώ­ση τῶν πάν­των, οἱ πε­ρι­πέ­τει­ες τῆς ζω­ῆς ὅμως τούς ἔ­χουν κά­νει νά ξε­χά­σουν ὅσα ξέ­ρουν καί νά κα­τα­λή­ξουν νά πι­στεύ­ουν ψεύ­δη. Γιά μι­ά ἀ­κό­μη φο­ρά εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅτι μι­ά μέ­θο­δος ἡ ὁ­ποί­α ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅτι μπο­ρε­ῖ νά ἐ­ξα­λείψει τίς ἀ­συ­νέ­πει­ες μέ ὅσα εἶ­ναι γνω­στά, εἶ­ναι ἱ­κα­νή γιά τήν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς ἀλή­θει­ας. Ὁ Βλα­στός πε­ρι­γρά­φει τή θε­ω­ρί­α τῆς ἀ­νά­μνη­σης ὡς “ἕνα πλού­σι­ο δῶ­ρο” ἀ­πό τόν Πλά­τω­να στόν Σω­κρά­τη. Ἀπό τό­τε πού συ­νέ­βη αὐτό”, κα­τα­λή­γει ὁ Βλα­στός στό “Afterthoughts”, “ὁ ἠ­θι­κο­λό­γος τῶν πρώ­ι­μων δι­α­λό­γων ἔ­χει κα­τα­στεῖ ὁ με­τα­φυ­σι­κός τῶν με­σαί­ων. Ἡ με­τα­μόρ­φω­ση το­ῦ δα­σκά­λου το­ῦ Πλά­τω­να σέ φε­ρέ­φω­νο το­ῦ Πλά­τω­να ἔ­χει συν­τε­λε­στε­ῖ”.
 
Ὁ Βλα­στός δι­α­κρί­νει μι­ά τε­ρά­στι­α δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στούς δύ­ο τρό­πους πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ Πλά­των γιά νά δι­α­σώ­σει τόν ἔ­λεγ­χο: τόν τρό­πο το­ῦ Γορ­γί­α, μέ τόν ὁποῖο ἁ­πλῶς ὑ­πο­τί­θε­ται ἡ ὕ­παρ­ξη ἀρ­κε­τῶν βα­θι­ά ρι­ζω­μέ­νων ἀ­ληθειῶν στόν κα­θέ­να μας, καί τόν τρό­πο το­ῦ Μέ­νω­να, μέ τήν με­τεμ­ψύ­χω­ση καί τή θε­ω­ρί­α τῆς ἀνάμνησης. Πέ­ρα­σαν χρό­νι­α ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή κα­τά τήν ὁ­ποί­α γρά­φτη­καν αὐτοί οἱ δι­ά­λο­γοι, χρό­νι­α κα­τά τή δι­άρ­κει­α τῶν ὁποίων ὁ Πλά­των ἔ­χα­σε κά­θε ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν ἔ­λεγ­χο. “Ὥ­σπου μι­ά μέ­ρα”, γρά­φει ὁ Βλα­στός, “ἦρ­θε στό μυα­λό το­ῦ Πλά­τω­να ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀ­νά­μνη­ση­ς”.
 
Πρό­κει­ται γιά μι­ά συ­ναρ­πα­στι­κή ἱ­στο­ρί­α καί ὁ Βλα­στός τήν κά­νει ἀ­λη­θοφα­νή μέ πο­λυ­ά­ριθ­μες ἀ­να­φο­ρές στά κεί­με­να καί μέ μι­ά εὔ­στο­χη θε­ώ­ρη­ση τῶν ἀν­θρώ­πι­νων καί τῶν λο­γι­κῶν πι­θα­νο­τή­των. Δέν ἔ­χω πρό­θε­ση νά δι­α­φω­νή­σω μέ αὐτήν, ἐ­κτός ἀ­πό ἕνα ση­μεῖ­ο τό ὁποῖο δέν δι­ευ­κρι­νί­ζε­ται στό ἄρ­θρο του, ἀλ­λά ὑ­πο­νο­εῖ­ται ἔν­το­να. Συγ­κε­κρι­μέ­να λέ­ει ὅτι με­τά τόν Γορ­γί­α, ὁ Πλά­των ἔ­χα­σε ὁ­ρι­στι­κά τήν πί­στη του στήν ἰ­δέ­α ὅτι οἱ ἠθικές ἀ­λή­θει­ες μπο­ρο­ῦν νά ἐκ­μαι­ευ­θο­ῦν ἀ­πό ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε μέ μι­ά μέ­θο­δο ὅπως ὁ ἔ­λεγ­χος. Ἐν πά­σῃ πε­ριπτώ­σει, θέ­λω νά ὑ­πο­στη­ρί­ξω τήν ὑ­πό­θε­ση ὅτι σέ ἕνα ὁ­ρι­σμέ­νο ση­μεῖ­ο, σέ προ­χω­ρη­μέ­νο στά­δι­ο τῆς κα­ριέ­ρας του, ὁ Πλά­των ἐ­πι­στρέ­φει (ἄν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι εἶ­χε ἀ­πο­μα­κρυν­θε­ῖ πο­τέ) στό ἐν­δι­α­φέ­ρον το­ῦ Σω­κρά­τη γιά τόν ἀ­γα­θό βίο, τόν σω­στό τρό­πο νά ζε­ῖ κα­νείς, καί ὅτι στη­ρί­ζε­ται στήν πα­ρα­δο­χή ὅτι ὁ κα­θέ­νας μας δι­α­θέ­τει ἀρ­κε­τή δό­ση ἀ­λή­θει­ας, ὥ­στε νά μᾶς κά­νει νά ἐλ­πί­ζου­με πώς μπο­ροῦ­με νά μά­θου­με σέ τί συ­νί­στα­ται ὁ ἀ­γα­θός βί­ος.
 
Πρέ­πει κα­ταρ­χήν νά ση­μει­ώ­σου­με πώς, ἄν καί εἶ­ναι σί­γου­ρα ἀ­λη­θές ὅτι ἡ θε­ω­ρί­α τῆς με­τεμ­ψύ­χω­σης καί τῆς ἀ­νά­μνη­σης εἶ­ναι και­νού­ρια στόν Μέ­νω­να, ἡ θε­ω­ρί­α αὐτή εἶ­ναι στε­νά συν­δε­δε­μέ­νη μέ τή με­θο­δο­λο­γι­κή πα­ρα­δο­χή ἡ ὁ­ποία, ὅπως δι­α­πι­στώ­νει ὁ Πλά­των στόν Γορ­γί­α, εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη γιά νά στη­ρί­ξει τόν ἔ­λεγ­χο. Πράγ­μα­τι, ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀ­νά­μνη­σης δέν ἐ­κτο­πί­ζει τήν ὑ­πό­θε­ση το­ῦ Γορ­γί­α: τήν  συνεπάγεται.  Ἄν τή δο­ῦμε ἀ­πο­κλει­στι­κά ὡς συμ­πλή­ρω­μα το­ῦ ἐ­λέγ­χου, ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀ­νά­μνη­σης δέν ἔ­χει κα­μι­ά ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τήν θε­ω­ρί­α τῆς με­τεμ­ψύ­χω­σης. Ὅπως καί ἡ με­θο­δο­λο­γι­κή ὑ­πό­θε­ση το­ῦ Γορ­γί­α, ἔ­τσι καί ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀνάμνησης θέ­τει ὡς αἴ­τη­μα τήν ὕ­παρ­ξη ἐ­παρ­κοῦς βα­θι­ά ρι­ζω­μέ­νης μέ­σα στόν κα­θέ­να μας ἀ­λή­θει­ας, ὥ­στε νά ἐ­ξα­σφα­λί­ζει ὅτι ἡ ἐ­ξά­λει­ψη τῶν ἀν­τι­φά­σε­ων τε­λι­κά θά ὁ­δη­γή­σει στήν ἐ­ξά­λει­ψη τῶν λα­θῶν: ὅταν ἀ­πο­μα­κρυν­θο­ῦν ὅλες οἱ ἀ­συ­νέ­πει­ες, αὐτό πού θά ἀ­πο­μεί­νει θά εἶ­ναι ἀ­λη­θές. Ἀ­πό αὐ­στη­ρά με­θο­δο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, ἡ βα­σι­κή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στίς δύ­ο θε­ω­ρί­ες εἶ­ναι ὅτι ἐ­νῷ ἡ πα­ρα­δο­χή το­ῦ Γορ­γί­α προ­τεί­νει ὅτι ὁ μό­νος σί­γου­ρος δρό­μος γιά τή γνώ­ση εἶ­ναι ὁ ἔ­λεγ­χος, ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀνάμνησης δέν ἀπο­δί­δει πρω­ταρ­χι­κή ἀ­ξί­α στήν ἐ­ξά­λει­ψη τῶν ἀ­συ­νε­πει­ῶν κι ἔ­τσι μᾶς κα­λε­ῖ νά ἐ­ξε­τά­σου­με ἄλ­λες με­θό­δους, πέ­ρα ἀ­πό τόν ἔ­λεγ­χο, γιά τήν ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀλή­θει­ας.
 
Καί βέ­βαι­α ἄλ­λες μέ­θο­δοι ἔρ­χον­ται ὄν­τως στό προ­σκή­νι­ο στούς με­σαί­ους καί ὕ­στε­ρους δι­α­λό­γους: πρό­κει­ται γιά τίς δι­ά­φο­ρες με­θό­δους “ἀ­να­γω­γή­ς”, πού συ­ναν­τᾶ­με στήν Πο­λι­τεί­α, στό Συμ­πό­σι­ο καί στόν Φαῖ­δρο: ἡ μέ­θο­δος τῆς “ὑ­πο­θε­ση­ς”, τῆς “συ­να­γω­γῆς καί δι­αί­ρε­ση­ς”, κα­θώς καί ἡ μέ­θο­δος ἤ οἱ μέ­θο­δοι πού συ­ναν­τᾶ­με στόν Φί­λη­βο. Ὑ­πάρ­χει μι­ά προ­φα­νής με­τα­τό­πι­ση το­ῦ ἐνδι­α­φέ­ρον­τος ἀ­πό τά ἠθικά στά γνω­σι­ο­λο­γι­κά καί ὀν­το­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα, ἕνα νέ­ο ἐν­δι­α­φέ­ρον (στόν Θε­αί­τη­το) γιά τήν πι­θα­νό­τη­τα τῆς ἀν­τι­λη­πτι­κῆς γνώ­σης καί μι­ά ἐ­πί­μο­νη ἀ­πα­σχό­λη­ση μέ τή φι­λο­σο­φι­κή μέ­θο­δο.
 
Ὁ Πλά­των δέν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τήν ἐ­λεγ­κτι­κή μέ­θο­δο: ἄλ­λω­στε ποιός φι­λό­σο­φος θά τό ἔ­κα­νε αὐτό; Αὐτό πού μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι τί μπο­ρε­ῖ νά ἀ­να­μέ­νε­ται ἀ­πό αὐτή τήν μέ­θο­δο καί τί πί­στευ­ε ὁ Πλά­των ὅτι αὐτή θά μπο­ρο­ῦ­σε νά ἀ­πο­δώ­σει. Τό οὐ­σι­α­στι­κό πρό­βλη­μα εἶ­ναι αὐτό μέ τό ὁποῖο ξε­κι­νή­σα­με: μπο­ρε­ῖ ἡ φι­λο­σο­φί­α νά ἐλ­πί­ζει ὅτι θά ὑ­περ­βε­ῖ ὅλα ἔ­κε­ῖνα τά στοι­χεῖ­α πού ἐ­νυ­πάρ­χουν στίς πί­στεις καί τίς ἀξίες μέ τίς ὁποῖες ξε­κι­νᾶ; Ἄν ὄ­χι, τό­τε τό μό­νο πού μπο­ροῦ­με νά τήν ἐμ­πι­στευ­τοῦ­με ὅτι θά ἀ­πο­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ συ­νέ­πει­α ὄ­χι ἡ ἀ­λή­θει­α, καί αὐτό εἶ­ναι πού ὑ­πό­σχε­ται καί ὁ ἀ­βο­ή­θη­τος ἔ­λεγ­χος. Ἄν ὅμως ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀνάμνησης ἰ­σχύ­ει, τό­τε ὁ ἔ­λεγ­χος μπο­ρε­ῖ νά κά­νει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα. Τό πρό­βλη­μα εἶ­ναι ὅτι ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀνάμνησης, ὡς οὐ­σι­α­στι­κή πα­ρα­δο­χή, ἀ­πα­ραί­τη­τη γιά νά στη­ρί­ξει γνω­σι­α­κούς ἰ­σχυ­ρι­σμούς, ἐ­ξα­φα­νί­ζεται ἀ­πό τούς δι­α­λό­γους σχε­δόν ἀ­μέ­σως ἀφοῦ ἐμ­φα­νι­στεῖ. Στόν Μέ­νω­να ὁ ρό­λος της εἶ­ναι καί­ρι­ος καί στόν Φαί­δω­να εἶ­ναι ἐ­πί­σης πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κός. Ἐν τού­τοις, μέ­χρι τό τέ­λος το­ῦ Φαί­δω­να, ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀνάμνησης ἔ­χει ὑ­περκε­ρα­στε­ῖ ἀ­πό τή μέ­θο­δο τῆς ὑ­πο­θέ­σε­ως: κι αὐτή, ὅπως θά δο­ῦμε ἀ­μέ­σως, δέν εἶ­ναι ἡ κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη μέ­θο­δος γιά τήν ἀ­πό­δει­ξη ἀ­λη­θει­ῶν. Τό ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι ὅτι ὁ Πλά­των δέν φαί­νε­ται πλέ­ον πρό­θυ­μος νά ἐμ­πι­στευ­τεῖ τή θε­ω­ρί­α τῆς ἀνάμνησης. Ἡ ἀ­νά­μνη­ση εἰ­σά­γε­ται στήν Πο­λι­τεί­α, ἀλλά εἶ­ναι προ­φα­νές ὅτι οἱ μέ­θο­δοι στίς ὁποῖες στη­ρί­ζε­ται ὁ Πλά­των σέ αὐ­τό τό ἔρ­γο εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κές. Ὑ­πάρ­χουν κι ἄλ­λες ἀ­να­φο­ρές στή θε­ω­ρί­α τῆς ἀνάμνησης στόν Φαῖ­δρο, τόν Φί­λη­βο καί τούς Νό­μους, ἀλλά σέ κα­νέ­ναν ἀ­πό αὐτούς τους δι­α­λό­γους δέν παί­ζει κά­ποιο σπου­δαῖ­ο γνω­σι­ο­λο­γι­κό ρό­λο.
 
Φαί­νε­ται κα­θα­ρά ὅτι ὁ Πλά­των δέν ἦ­ταν γιά πο­λύ και­ρό πρό­θυ­μος νά ἀ­πο­δε­χθεῖ τή θε­ω­ρί­α τῆς ἀνάμνησης ὡς πη­γῆς βα­σι­κῶν ἠθικῶν ἀ­λη­θει­ῶν. Τί, λοι­πόν, σκέ­φτη­κε νά βά­λει στή θέ­ση της; Ἄν, ὅπως ὑ­πο­στη­ρί­ζει πει­στι­κά ὁ Βλα­στός, τό “πρό­βλη­μα το­ῦ ἐ­λέγ­χου” κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε στή σκέ­ψη το­ῦ με­θο­δο­λο­γι­κά σκε­πτό­με­νου Πλά­τω­να, πῶς θά μπο­ροῦ­σε νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τήν οὐσία το­ῦ “γεν­ναί­ου δώ­ρου” του στόν δά­σκα­λό του χω­ρίς νά ἔ­χει βρεῖ ἕνα κα­τάλ­λη­λο ὑ­πο­κα­τά­στα­το;
 
Ἡ ἀ­πάν­τη­ση ἡ ὁ­ποία ἑλ­κύ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο τούς με­λε­τη­τές το­ῦ Πλά­τω­να εἶ­ναι ὅτι ἐ­κεῖνος βρῆ­κε ἄλ­λες με­θό­δους τίς ὁποῖες ἐμ­πι­στευ­ό­ταν. Αὐτό μπο­ρε­ῖ νά ἀ­λη­θεύ­ει: ἀ­να­φέ­ρον­ται βέ­βαι­α πολ­λές μέ­θο­δοι, με­ρι­κές ἀ­πό αὐ­τές πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πό μι­ά φο­ρές, καί κά­ποιες ἀ­πό αὐτές τίς με­θό­δους ὑ­πο­στη­ρί­ζον­ται ἔν­το­να ἀ­πό ἕνα πρό­σω­πο μέ τό ὄ­νο­μα “Σω­κρά­τη­ς” ἤ “Ἑ­λε­ά­της Ξέ­νο­ς”, κτλ. Πα­ρόλ’ αὐτά, ὑ­πάρ­χουν τρεῖς σο­βα­ροί λό­γοι γιά τούς ὁποίους δέν δε­χό­μα­στε αὐτή τήν ἀ­πάν­τη­ση ὡς τήν τε­λευ­ταί­α λέ­ξη ὅσον ἀφορᾶ τήν τε­λευ­ταί­α λέ­ξη το­ῦ Πλά­τω­να γιά τή φι­λο­σο­φι­κή μέ­θο­δο. Ὁ πρῶ­τος εἶ­ναι ὅτι μπο­ροῦ­με νά βρο­ῦ­με ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα στούς δι­α­λό­γους, τά ὁ­ποῖα ἐ­ξη­γο­ῦν τους λό­γους γιά τούς ὁποίους κα­τά τόν ἕναν ἤ τόν ἄλ­λο τρό­πο αὐτές οἱ μέ­θο­δοι εἶ­ναι ἀ­κα­τάλλη­λες ἤ ἀ­τε­λε­ῖς. Ὁ δεύ­τε­ρος εἶ­ναι ὅτι ὅταν, στόν Φί­λη­βο, ὁ Πλά­των ἐ­πι­στρέ­φει γιά ἄλ­λη μι­ά φο­ρά στό θέ­μα τῆς φύ­σης το­ῦ ἀ­γα­θο­ῦ βί­ου, αὐτές οἱ μέ­θο­δοι δέν φαί­νε­ται ὅτι μπο­ροῦν νά προ­σφέ­ρουν ἀ­πάν­τη­ση. Πα­ρά τίς δι­ά­φο­ρες μα­κρο­σκε­λεῖς καί δύ­σκο­λες συ­ζη­τή­σεις γιά τή μέ­θο­δο, ὁ ἔ­λεγ­χος εἶ­ναι πού πα­ρέ­χει τό βα­σι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα. Ὁ τρί­τος λό­γος, τόν ὁποῖο οἱ ἱ­στο­ρι­κοί μπο­ρε­ῖ νά κρί­νουν ὡς ἄ­σχε­το, εἶ­ναι ὅτι, ἀπ’  ὅ,τι εἴ­μα­στε σέ θέ­ση νά δο­ῦ­με ἀ­πό μό­νοι μας, κα­μι­ά ἀ­πό τίς ἐναλ­λα­κτι­κές με­θό­δους δέν εἶ­ναι ἱκανή νά θέ­σει κάποια στα­θε­ρή βά­ση γιά ἠθικές ἀ­λή­θει­ες, ἐ­νῷ τε­λι­κά βρί­σκει ὑ­πο­στή­ρι­ξη ἡ πα­ρα­δο­χή πού στόν Γορ­γί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται ὡς ἐ­παρ­κής γιά νά στη­ρί­ξει τόν ἔ­λεγ­χο - ἡ πα­ρα­δο­χή ὅτι (στήν ἠθική, του­λά­χι­στον, καί ἴ­σως πι­ό γε­νι­κά στή με­τα­φυ­σι­κή) ὑ­πάρ­χουν ἀρ­κε­τές ἀ­λή­θει­ες μέ­σα στόν κα­θέ­να μας ὥ­στε νά κα­τα­στή­σουν εὔ­λο­γη τήν ἄ­πο­ψη πώς, ἐ­φό­σον οἱ πί­στεις μας γύ­ρω ἀ­πό αὐτά τά θέ­μα­τα εἶ­ναι συ­νε­πεῖς, τό­τε θά εἶ­ναι καί ἀ­λη­θε­ῖς. Δέν θά ἦ­ταν κα­θό­λου ἀ­νό­η­το νά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι ὁ Πλά­των ἔ­φτα­σε σ’ αὐτό τό συμ­πέ­ρα­σμα ἀ­πό μό­νος του: ὅμως οἱ ἄμεσες ἐν­δεί­ξεις δέν εἶ­ναι πα­ρά ὑ­παι­νι­κτι­κές.
 
Φί­λη­βος εἶ­ναι μι­ά ση­μαν­τι­κή πε­ρί­πτω­ση ὅπου μπο­ροῦ­με νά ἐ­λέγ­ξου­με αὐ­τή τήν ὑ­πό­θε­ση. Εἶ­ναι ἕνας δι­ά­λο­γος ἀ­πό αὐ­τούς πού γρά­φτη­καν πο­λύ ἀργά - ἴ­σως μό­νον οἱ Νό­μοι γρά­φτη­καν ἀρ­γό­τε­ρα. Ἀ­σχο­λε­ῖται ἄ­με­σα μέ ἕνα σω­κρα­τι­κό ἐ­ρώ­τη­μα (τό σω­κρα­τι­κό ἐ­ρώ­τη­μα, θά ἔ­λε­γε κα­νείς), δη­λα­δή μέ τή φύ­ση το­ῦ ἀ­γα­θο­ῦ βίου. Ἀ­κό­μα καί ὁ τρό­πος μέ τόν ὁποῖο δι­α­τυ­πώ­νε­ται τό πρό­βλη­μα, μᾶς θυ­μί­ζει πα­λαι­ό­τε­ρα ἔρ­γα. Ὁ Φί­λη­βος ρω­τᾶ: “Ποιό εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο πράγ­μα πού μπο­ρε­ῖ νά κα­τέ­χει ἕνας ἀν­θρω­πο­ς”; Ἀ­να­ζη­τεῖ “τόν σω­στό στό­χο γιά ὅλα τά ζων­τα­νά ὄντα”. Στήν Πο­λι­τεί­α ὁ Σω­κρά­της λέ­ει: “Τό ἐ­πι­χεί­ρη­μά μας δέν ἀφορᾶ, κά­ποιο τυ­χαῖ­ο ζή­τη­μα, ἀλλά τόν τρό­πο σύμ­φω­να μέ τόν ὁποῖο ὀ­φεί­λου­με νά ζο­ῦ­με”.
 
Ὁ Φί­λη­βος ἀρ­χί­ζει μέ ἕναν δι­πλό ἔ­λεγ­χο. Ὁ Σω­κρά­της ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νει τίς δύ­ο ἀρ­χι­κές θέ­σεις: “Ὁ Φί­λη­βος πι­στεύ­ει πώς τό κα­λό εἶ­ναι ἡ ἡ­δο­νή, ἡ τέρ­ψη, ἡ εὐ­χα­ρί­στη­ση κι ὅλα τά συ­να­φῆ. Ἐγώ, ἀν­τι­θέ­τως, πι­στεύ­ω ὅτι ὁ νο­ῦς, ἡ σκέ­ψη, ἡ μνή­μη... εἶ­ναι, γιά ὁ,­τι­δή­πο­τε εἶ­ναι ἱ­κα­νό γι’ αὐτά, προ­τι­μό­τε­ρα κι ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τήν ἡ­δο­νή. Πράγ­μα­τι, ἀ­πο­τε­λο­ῦν τό με­γα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό ὄ­φε­λος γιά ὅλους ἐ­κεί­νους πού εἶ­ναι ἱ­κα­νοί νά με­τέ­χουν σέ αὐτά, εἴ­τε τώ­ρα εἴ­τε στό μέλ­λο­ν”. Ὅπως καί στούς πρώ­ι­μους δι­α­λό­γους, ἔ­τσι κι ἐ­δῶ θε­ω­ρεῖ­ται ὡς δε­δο­μέ­νο πώς “ὁ,­τι­δή­πο­τε εἶ­ναι ἱ­κα­νό γιά γνώ­ση, ἐ­πι­δι­ώ­κει” τό ἀ­γα­θό. Το­ῦτο θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἀ­λάν­θα­στη ἔν­δει­ξη το­ῦ τί εἶ­ναι ἀ­πο­δε­κτό ὡς ὁ ἀγαθός βί­ος. Μέ τή βο­ή­θει­α αὐ­τῆς της πα­ρα­δο­χῆς ὁ Σω­κρά­της εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ἀ­ποδεί­ξει ὅτι τό­σο ἡ θέ­ση το­ῦ Φι­λή­βου, ὅσο καί ἡ δι­κή του, δέν εὐ­στα­θο­ῦν:
 
ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ: Κα­νέ­νας ἀ­πό αὐτούς τους τρό­πους ζω­ῆς δέν μοῦ φαί­νε­ται ἀρ­κε­τά κα­λός γιά νά τόν δι­α­λέ­ξω... καί πι­στεύ­ω ὅτι ὅλοι θά συμ­φω­νοῦ­σαν μα­ζί μου.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τί θά ἔ­λε­γες γιά ἕναν σύν­θε­το τρό­πο ζω­ῆς, Πρώ­ταρ­χε, ὁ ὁποῖος θά εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­νά­μι­ξης αὐτῶν τῶν δύ­ο;
ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ: Πού θά δι­έ­πε­ται ἀ­πό ἡ­δο­νή, νο­ῦ καί φρό­νη­ση, ἐν­νο­εῖς;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ναί, κι ἀ­πό πράγ­μα­τα αὐ­το­ῦ το­ῦ εἴ­δους.
ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ: Ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε θά δι­ά­λε­γε αὐτόν ἀν­τί γιά τούς ἄλ­λους δύ­ο, χω­ρίς κα­μί­α ἐ­ξαί­ρε­ση.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Εἶ­ναι λοι­πόν σα­φές τί συ­νε­πά­γε­ται τό πα­ρόν ἐ­πι­χεί­ρη­μά μας;
ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ: Βε­βαί­ως. Ὑ­πάρ­χουν μπρο­στά μας τρεῖς πι­θα­νοί τρό­ποι ζω­ῆς καί οἱ δύ­ο ἀ­πό αὐ­τούς δέν εἶ­ναι οὔ­τε ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κοί οὔ­τε πο­θη­τοί, εἴ­τε γιά τόν ἄν­θρω­πο εἴ­τε γιά τά ζῷ­α.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τό­τε εἶ­ναι σί­γου­ρα φα­νε­ρό ὅτι κα­νέ­νας ἀ­πό αὐ­τούς του­λά­χι­στον δέν μπο­ρε­ῖ νά εἶ­ναι τό ἀ­γα­θό... Δι­ό­τι ἄν κά­ποιος ἀ­πό ἐ­μᾶς δι­ά­λε­γε ὁ,­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, θά τό ἔ­κα­νε πε­ρι­φρο­νών­τας τή φύ­ση αὐτοῦ πού εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά πο­θη­τό...[4].
 
Τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα αὐτό ἔ­χει ἔ­κει­νη ἀ­κρι­βῶς τή μορ­φή τήν ὁ­ποί­α ὁ Βλα­στός ἔ­κρι­νε προ­βλη­μα­τι­κή, στούς πρώ­ι­μους δι­α­λό­γους. Ἕνας συ­νο­μι­λη­τής ἀ­παν­τᾶ σέ ἕνα ἐ­ρώ­τη­μα. Ὁ Σω­κρά­της τόν ὁ­δη­γε­ῖ στήν ἀ­πο­δο­χή πε­ραι­τέ­ρω προ­κειμέ­νων· ἡ ἀρ­χι­κή ἀ­πάν­τη­ση ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀν­τι­φα­τι­κή μέ αὐτές τίς ἐ­πι­πλέ­ον προ­κεί­με­νες· κα­τό­πιν γί­νε­ται πλή­ρως ἀ­πο­δε­κτό καί ἀ­πό τίς δύ­ο πλευ­ρές ὅτι ἡ ἄρ­νη­ση τῆς ἀρ­χι­κῆς ἀ­πάν­τη­σης (ἤ ἀ­παν­τή­σε­ων, ὅπως στόν Φί­λη­βο) ἀ­πο­δείχθη­κε ἀληθής. Ἡ ὀρ­θό­τη­τα τοῦ συμ­πε­ρά­σμα­τος ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν ἀ­λή­θει­α τῶν ἀ­νε­ξέ­τα­στων πε­ραι­τέ­ρω προ­κει­μέ­νων: αὐτό ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι πού ἔ­κα­νε τόν Βλα­στό ν’ ἀ­πο­φα­σί­σει ὅτι ὁ Πλά­των δέν μπο­ροῦ­σε νά δε­χθεῖ τόν ἔ­λεγ­χο ὡς μέ­θο­δο πού ὁ­δη­γε­ῖ στήν ἀ­λή­θει­α. Ἐν τού­τοις, ἐ­δῶ στόν Φί­λη­βο δέν χω­ρᾶ κα­μι­ά ἀμ­φι­βο­λί­α ὅτι ὁ Πλά­των χρη­σι­μο­ποι­εῖ τόν ἔ­λεγ­χο καί ἀ­πο­δέ­χε­ται τά ἀ­ποτε­λέ­σμα­τά του.
 
Δύ­ο ἀ­κό­μη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά το­ῦ πρώ­ι­μου ἔ­λεγ­χου εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἐμ­φα­νῆ στόν Φί­λη­βο. Πρῶ­τον, ὑ­πάρ­χει τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τό ὁποῖο τό­νι­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα ὁ Βλα­στός: ἡ ἐ­πι­μο­νή στό ὅτι ὁ συ­νο­μι­λη­τής πρέ­πει νά ἐκ­φρά­ζει εἰ­λι­κρι­νά τίς προ­σω­πι­κές του πί­στεις. Θά μπο­ροῦ­σε νά πεῖ κα­νείς ὅτι εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς σ’ αὐτό τό ση­μεῖ­ο πού ὁ Πλά­των ἀν­τι­κα­θι­στᾶ τόν Φί­λη­βο μέ τόν Πρώ­ταρ­χο, ὡς κύ­ρι­ο συ­νο­μι­λη­τή: ὁ Φί­λη­βος εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα πεί­σμων καί ἄ­ξε­στος γιά νά βα­σι­στεῖ κα­νείς στήν εἰ­λι­κρί­νει­α τῶν ἀ­παν­τή­σε­ών του. Ὁ Σω­κρά­της ὅμως ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει ὅτι ὁ Πρώ­ταρ­χος ἐκ­φρά­ζει τίς δι­κές του προ­σω­πι­κές ἀ­πόψεις. Σέ κά­ποιο ση­μεῖ­ο ὁ Σω­κρά­της στρέ­φε­ται στόν Φί­λη­βο καί τόν ρω­τᾶ ἄν συμ­φω­νεῖ. Ἡ στι­χο­μυ­θί­α πού προ­κύ­πτει εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς:
 
ΦΙΛΗΒΟΣ: Ἡ γνώ­μη μου εἶ­ναι, καί θά εἶ­ναι πάν­το­τε, ὅτι ἡ ἡ­δο­νή εἶ­ναι ὁ ἀδι­αμ­φι­σβή­τη­τος νι­κη­τής - ἐ­σύ ὅμως θά ἀ­πο­φα­σί­σεις γι’ αὐτό, Πρώ­ταρ­χε.
ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ: Ἐ­φό­σον μο­ῦ πα­ρέ­δω­σες τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα. δέν εἶ­ναι πιά δι­κή σου ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα νά πεῖς ἄν πρέ­πει ἤ ὄ­χι νά συμ­φω­νῶ μέ ὅσα προ­τεί­νει ὁ Σω­κρά­της.
                                                          
Ἕνα δεύ­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­μο­νή τοῦ Σω­κρά­τη σέ κά­θε ση­μεῖ­ο, πώς ὅ,τι δέ­χε­ται ὡς ἀ­λη­θές, δη­λα­δή κά­θε μή ἐ­λεγ­μέ­νη ὑ­πό­θε­ση στήν ὁ­ποία στη­ρί­ζον­ται πε­ραι­τέ­ρω ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, πρέ­πει καί νά βρί­σκει τούς συ­νο­μι­λη­τές σύμ­φω­νους. Ὅπως εἴ­δα­με μό­λις τώ­ρα, δέν τά πά­ει καί τόσο κα­λά μέ τόν Φί­λη­βο. Ἡ συμ­φω­νί­α ὅμως πά­νω στήν ὁ­ποί­α στη­ρί­ζε­ται δε­σμεύ­ει αὐτούς πού συμ­με­τέ­χουν στή δι­α­λε­κτι­κή δι­α­δι­κα­σί­α. Στό κεί­με­νο πού πα­ρα­θέ­σα­με πρω­τύ­τε­ρα, πά­νω ἀ­πό τρεῖς φο­ρές ὁ Σω­κρά­της βε­βαι­ώ­νε­ται γιά τή σύμ­φω­νη γνώ­μη το­ῦ Πρω­τάρ­χου, ὅσον ἀφορᾶ τό “τί θά ἐ­πέ­λε­γε ὁ κα­θέ­να­ς”. ὅταν τό ἐ­ρώ­τη­μα τί­θε­ται μέ τόν σω­στό τρό­πο, αὐτό πού θά ἐ­πέ­λε­γε ὁ κα­θέ­νας εἶ­ναι τό ἀγαθό. "ὅταν λοι­πόν ἡ ἐ­ρώ­τη­ση τί­θε­ται μέ τόν σω­στό τρό­πο, ὅλοι θά συμ­φω­νή­σουν ὅτι ὁ μι­κτός βί­ος πού δι­έ­πε­ται καί ἀ­πό ἡδονή καί ἀ­πό νό­η­ση εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρος ἀ­πό ἐκεῖνον πού δι­έ­πε­ται μό­νον ἀ­πό ἡδονή ἤ μό­νον ἀ­πό νό­η­ση. Στίς ἀρχές του δι­α­λό­γου ὁ Σω­κρά­της δι­ευ­κρι­νί­ζει ὅτι ἡ προ­σω­πι­κή του θέ­ση εἶ­ναι ἐ­ξί­σου ἐ­πι­σφα­λής ὅσο καί αὐτή το­ῦ Πρώ­ταρ­χου. Λέ­ει: “Θε­ω­ρῶ ὅτι τώ­ρα δέν συ­να­γω­νι­ζό­μα­στε μό­νο γιά νά ἀ­να­δεί­ξου­με νι­κη­τή τόν δι­κό μου ἤ τόν δι­κό σου ὑ­πο­ψή­φι­ο, ἀλλά πρό­κει­ται νά ἑ­νώ­σου­με τίς δυ­νά­μεις μας πρός ὄ­φε­λος αὐτοῦ πού εἶ­ναι πλη­σι­έ­στε­ρο πρός τήν ἀ­λή­θει­α”. Καί σέ ἕνα ἄλ­λο ση­μεῖ­ο πα­ρα­τη­ρεῖ: “Θά ἔ­πρε­πε τό­τε νά δη­λώ­σου­με τή σύμ­φω­νη γνώ­μη μας πρός αὐτή τῶν πα­λαι­ο­τέ­ρων γε­νε­ῶν καί, ἀν­τί νά ἀκοῦμε ἁ­πλῶς τίς γνῶ­μες ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων χω­ρίς νά δι­α­κιν­δυ­νέ­ψου­με οἱ ἴδιοι, νά μπο­ῦ­με κι ἐ­μεῖς στόν ἀ­γώνα...”. Πρός τό τέ­λος, ὁ Σω­κρά­της ρω­τᾶ γι’ ἄλ­λη μι­ά φο­ρά ἄν θά συμ­φω­νοῦ­σαν ὅλοι μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κή πα­ρα­δο­χή στήν ὁ­ποί­α βα­σί­ζε­ται τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα, καί μέ τό συμ­πέ­ρα­σμα ὅτι ὁ μι­κτός βί­ος πού δι­έ­πε­ται καί ἀ­πό ἡδονή καί ἀ­πό νό­η­ση εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος. Προ­τεί­νει μά­λι­στα ὅτι: “ἄν κά­ποιος πι­στεύ­ει ὅτι πα­ραβλέ­ψα­με κά­τι... ἐλ­πί­ζω νά ἐ­πι­στρέ­ψει τώ­ρα καί νά πα­ρου­σιά­σει τό θέ­μα μέ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­κρί­βει­α”. Ἀ­κρι­βῶς στό τέ­λος ὁ Πρω­τα­γό­ρας δι­α­κη­ρύσ­σει: “Τώ­ρα ὅλοι συμ­φω­νή­σα­με, Σω­κρά­τη, γιά τήν ἀ­λή­θει­α τῆς θέ­σης πού ὑ­πο­στηρί­ζει­ς”. Αὐτή βέ­βαι­α, δέν εἶ­ναι ἡ θέ­ση μέ τήν ὁ­ποί­α ξε­κί­νη­σε ὁ Σω­κρά­της: εἶ­ναι αὐ­τή στήν ὁ­ποί­α κα­τέ­λη­ξε ἀ­κο­λου­θών­τας τό ἐ­λεγ­κτι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα.
 
Τό κεν­τρι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα λοι­πόν ἑ­νός ἀ­πό τους τε­λευ­ταί­ους δι­α­λό­γους τοῦ Πλά­τω­να ἀφορᾶ ἕνα με­ῖζον σω­κρα­τι­κό πρό­βλη­μα, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τόν σω­κρα­τι­κό ἔ­λεγ­χο καί ἐ­πι­δο­κι­μά­ζει ἀ­πε­ρί­φρα­στα τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα το­ῦ ἐ­λέγ­χου. Για­τί, λοι­πόν, ὁ Πλά­των, ἀφοῦ δι­α­τη­ροῦ­σε τό­σο βα­θι­ές ἀμ­φι­βο­λί­ες γιά τή μέ­θο­δο το­ῦ Σω­κρά­τη ἐ­πι­στρέ­φει, δί­χως ἀμ­φι­βο­λί­ες πλέ­ον, σέ αυτήν;
 
Ὅσοι γνω­ρί­ζουν κα­λά τόν Φί­ληβο θά ἔ­χουν πα­ρα­τη­ρή­σει ὅτι συ­ζη­τή­σα­με γιά ἕνα πο­λύ μι­κρό μέ­ρος το­ῦ ὑ­λι­κο­ῦ πού ὑ­πάρ­χει σ’ αὐ­τόν τόν δι­ά­λο­γο: ἡ ἧτ­τα το­ῦ βί­ου πού δι­έ­πε­ται μό­νο ἀ­πό ἡδονή ἤ μό­νο ἀ­πό νό­η­ση καί ἡ νί­κη ἐ­κεί­νου πού συν­δυ­ά­ζει καί τά δύ­ο ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται στό πρῶ­το πέμ­πτο το­ῦ δι­α­λό­γου, ἐ­νῷ τό ἴ­διο τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα κα­τα­λαμ­βά­νει μό­λις λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τρεῖς σε­λί­δες τῆς ἔκ­δο­σης. Αὐτός εἶ­ναι ὁ πυ­ρή­νας το­ῦ δι­α­λό­γου: ὑ­πάρ­χει ὅμως ἀ­κό­μα πο­λύ. Καί ἕνα με­γά­λο μέ­ρος ἀ­πό τό ὑ­πό­λοι­πο, ἀ­πέ­χει πο­λύ ἀ­πό ὅλα ὅσα συ­ναν­τᾶ­με στούς πρώ­ι­μους δι­α­λό­γους ἤ, καί τε­λι­κά, ἀ­κό­μα καί ὅπου­δή­πο­τε ἀλ­λο­ῦ στόν Πλά­τω­να. Γί­νε­ται πο­λύς λό­γος καί μέ συγ­κε­χυ­μέ­νο τρό­πο γιά με­θό­δους καί προ­βάλ­λον­ται ὀν­το­λο­γι­κές θε­ω­ρί­ες πού μοιά­ζουν ἀ­μυ­δρά μέ τίς Πυ­θα­γό­ρει­ες καί ἴ­σως μέ αὐ­τές πού ἀ­πο­δί­δει στόν Πλά­τω­να ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης στά Με­τά τά Φυ­σι­κά του. Ἐ­λά­χι­στο ἀπ’  αὐτό τό ὑ­λι­κό μπο­ρε­ῖ νά ἀ­πο­δοθε­ῖ στόν Σω­κρά­τη. Πα­λαι­ό­τε­ρα οἱ με­λε­τη­τές δί­στα­ζαν νά τό ἀ­πο­δώ­σουν στόν Πλά­τω­να. Δέν χρει­ά­ζε­ται νά μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σει ἐ­δῶ ὁ τρό­πος μέ τόν ὁποῖο πρέ­πει νά συμ­φι­λι­ω­θο­ῦν αὐ­τές οἱ πα­ρά­ξε­νες ἀπόψεις μέ τά ὑ­πό­λοι­πα πράγ­μα­τα πού νο­μί­ζου­με ὅτι ξέ­ρου­με γιά τήν ὕ­στε­ρη φι­λο­σο­φί­α το­ῦ Πλά­τω­να, οὔ­τε καί ὁ τρό­πος μέ τόν ὁποῖο μπο­ρο­ῦν νά συμ­φι­λι­ω­θοῦν με­τα­ξύ τους. Δι­ό­τι νο­μί­ζω πώς εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρο ὅτι τί­πο­τα στόν ὑ­πό­λοι­πο Φί­λη­βο δέν λύ­νει τό πρό­βλη­μα πού ὁ Βλα­στός ὀ­νό­μα­σε “πρό­βλη­μα το­ῦ ἐ­λέγ­χου” - δέν δεί­χνει δη­λα­δή γιά ποιό λό­γο αὐτός ἀ­πο­φέ­ρει ἀ­λή­θει­ες - καί ἄν ὄν­τως τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἔ­τσι, τό κεν­τρι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα το­ῦ δι­α­λό­γου ἐ­ξαρ­τῶν­ται ἀ­πό τόν σω­κρα­τι­κό ἔ­λεγ­χο καί μό­νο.
 
Ἕνα ση­μαν­τι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα δέν εἶ­ναι στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐ­λεγ­κτι­κό (αὐτό τό ἔ­χω ἤ­δη ἀ­να­φέ­ρει). Ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας μέ τόν ἔ­λεγ­χο ὅτι οὔτε ὁ βί­ος τῶν ἡδονῶν οὔ­τε αὐτός της κα­θα­ρῆς νό­η­σης ἀ­πο­τε­λο­ῦν τόν ἀγαθό βί­ο, ὁ Σω­κρά­της χρη­σι­μο­ποι­εῖ, ὅπως εἴ­δα­με, δύ­ο ἀ­νέ­λεγ­κτες πα­ρα­δο­χές, τίς ὁποῖες τό­σο αὐτός ὅσο καί οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νοι θε­ω­ρο­ῦν πώς εἶ­ναι ἀ­λη­θε­ῖς. Αὐτές εἶ­ναι (i) ἀγαθό εἶ­ναι ὅ,τι ὁ κα­θέ­νας (“ἱ­κα­νός νά γνω­ρί­ζει”) προ­τι­μᾶ ἤ θά δι­ά­λε­γε, ἄν μπο­ροῦ­σε, καί (ii) κα­νέ­νας, με­τά ἀ­πό σκέ­ψη, (καί ὑ­πο­βο­η­θού­μενος ἀ­πό τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα το­ῦ Σω­κρά­τη) δέν θά ἐ­πέ­λε­γε τόν βί­ο τῆς κα­θα­ρῆς ἡδονῆς ἤ τό βί­ο τῆς κα­θα­ρῆς νό­η­σης ἀ­πο­κλει­στι­κά. Μ' αὐτά ὁλο­κλη­ρώ­νε­ται ὁ ἔ­λεγ­χος. Τό­τε ὁ Σω­κρά­της ἀ­πο­σπᾶ τή σύμ­φω­νη γνώ­μη τῶν ὑ­πό­λοι­πων πά­νω σέ ἕναν ἐ­πι­πλέ­ον ἰ­σχυ­ρι­σμό: (iii) Ὁ κα­θέ­νας θά προ­τι­μοῦ­σε τόν μι­κτό βί­ο πού δι­έ­πε­ται καί ἀ­πό ἡ­δο­νή καί ἀ­πό νό­η­ση ἔ­ναν­τι τῶν ἄλ­λων δύ­ο. Το­ῦτο ὑ­πο­νο­ε­ῖ τό ἀρ­νη­τι­κό συμ­πέ­ρα­σμα το­ῦ ἐ­λέγ­χου καί θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­χε χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ στή θέ­ση το­ῦ (ii). Παρ’ ὅλα αὐτά, εἰ­σά­γε­ται ὡς ἀ­νε­ξάρ­τη­το συμ­πέ­ρα­σμα. Ἐν τού­τοις, τί­πο­τα σέ αὐτό τό ση­μεῖ­ο δέν πα­ρεκ­κλί­νει ἀ­πό τήν ἐ­λεγ­κτι­κή μέ­θο­δο: τό (iii), ὅπως τό (i) καί τό (ii), μό­λις συμ­φω­νη­θε­ῖ γί­νε­ται ἀ­πο­δε­κτό.
 
Τό κύ­ρι­ο μέ­ρος το­ῦ δι­α­λό­γου εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο σέ μι­ά λε­πτο­με­ρῆ ἐ­ξέ­τα­ση τῶν δι­α­φό­ρων εἰ­δῶν ἡδονῆς, μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τά ὁ­ποῖα δη­μι­ουρ­γή­θη­καν γιά νά δεί­ξουν γιά ποιό λό­γο οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἡ­δο­νές δέν ἁρ­μό­ζει νά συμ­πε­ρι­ληφθο­ῦν στόν ἀγαθό βί­ο. Ὡς πρῶ­το βῆ­μα, ὁ Σω­κρά­της ἀ­να­λαμ­βά­νει νά δεί­ξει ὅτι, πα­ρό­λο πού ὅλες οἱ ἡ­δο­νές, ὡς ἡ­δο­νές, μοιά­ζουν με­τα­ξύ τους, εἶ­ναι πι­θα­νό νά δι­α­φέ­ρουν ὡς πρός τό ὅτι με­ρι­κές εἶ­ναι κα­λές καί ἄλ­λες κα­κές. Ἡ ἀ­πό­δει­ξη αὐτοῦ το­ῦ στοι­χει­ώ­δους ση­μεί­ου ξε­κι­νᾶ μέ μι­ά, ἀρ­κε­τά μα­κρο­σκε­λή, ἀλλά κά­πως συγ­κε­χυ­μέ­νη πε­ρι­γρα­φή μιᾶς με­θό­δου. Ὁ Πρώ­ταρ­χος ζη­τᾶ τή βο­ή­θει­α το­ῦ Σω­κρά­τη γιά νά βρεῖ “ἕναν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο νά δι­ε­ξα­γά­γει τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα”. Ὁ Σω­κρά­της προ­θυ­μο­ποι­εῖ­ται: “Δέν θά μπο­ρο­ῦσε νά ὑ­πάρ­ξει κα­λύ­τε­ρος τρό­πος ἀ­πό αὐ­τόν το­ῦ ὁποίου πάν­το­τε ὑπῆρ­ξα θι­α­σώ­της, πα­ρό­λο πού συ­χνά μο­ῦ γλύ­στρη­σε ἀ­πό τά δά­χτυ­λα καί μέ ἄ­φη­σε ἀ­μή­χα­νο καί μέ ἄ­δει­α χέ­ρια... Δέν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά ἐ­κτε­θεῖ ἀλλά εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο νά ἐ­φαρ­μο­στεῖ. Εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νος γιά τήν ἀνα­κά­λυ­ψη ὅ­λων ὅσα ἔ­χουν ἀ­να­κα­λυ­φθε­ῖ σέ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε το­μέ­α... ἦ­ταν ἕνα δῶ­ρο ἀ­πό τους θε­ούς στούς ἀν­θρώ­πους...” Ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς με­θό­δου πού ἀ­κο­λου­θε­ῖ ἐ­πι­δέ­χε­ται πολ­λές ἑρ­μη­νεῖ­ες, ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅταν προ­σπα­θεῖ κά­ποιος νά τήν ἐναρ­μο­νί­σει μέ τήν με­τέ­πει­τα τε­τρα­πλή δι­αί­ρε­ση τῶν πάν­των σέ πέ­ρα­τα, ἄ­πει­ρα, μίγ­μα­τα τῶν δύ­ο αὐτῶν καί τήν αἴ­τι­α τῶν μί­ξε­ων. Εἶ­ναι ὅμως εὐ­κο­λό­τε­ρο νά κα­τα­λά­βει κα­νείς τίς χρή­σεις γιά τίς ὁποῖες ὁ Σω­κρά­της ἐ­φαρ­μό­ζει αὐ­τή τή μέ­θο­δο, ἤ, στήν προ­κεί­με­νη πε­ρί­πτω­ση, τίς με­θό­δους. Ἡ πρώ­τη χρή­ση εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: ἄν ξε­κι­νή­σου­με μέ μι­ά συλ­λο­γή ὀν­το­τή­των, πρέ­πει πρῶ­τα νά “θέ­σου­με ἕνα καί μο­να­δι­κό εἴ­δο­ς” καί κα­τό­πιν νά τό ὑ­πο­δι­αι­ρέ­σου­με σέ δύ­ο ἤ τρί­α ἐ­πι­πλέ­ον, μέ­χρις ὅ­του δέν ἀ­παιτο­ῦν­ται πε­ραι­τέ­ρω ὀρ­γα­νω­μέ­νες δι­αι­ρέ­σεις. Αὐτή ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­παι­τε­ῖ ἐ­πιδε­ξι­ό­τη­τα, δι­ό­τι εἶ­ναι πο­λύ εὔ­κο­λο νά γί­νει κά­ποιο λά­θος. Ὡς ἐ­δῶ ἡ μέ­θο­δος μοιά­ζει μέ αὐ­τήν τῆς συ­να­γω­γῆς καί τῆς δι­αί­ρε­σης, πού ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται κι ἐφαρ­μό­ζε­ται στόν Σο­φι­στή καί τόν Πο­λι­τι­κό. Καί αὐτή ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἡ χρή­ση πού γί­νε­ται αὐ­τῆς τῆς με­θό­δου. Ὁ Σω­κρά­της ὑ­πο­δι­αι­ρεῖ τά εἴ­δη τῆς ἡδονῆς ἔ­χον­τας ὡς ἀ­πώ­τε­ρο σκο­πό νά δι­α­χω­ρί­σει τίς κα­λές ἀ­πό τίς κα­κές ἡ­δο­νές. Ἡ μέ­θο­δος ὅμως τῆς συλ­λο­γῆς καί δι­αί­ρε­σης δέν εἶ­ναι ἱκανή νά κά­νει αὐτές τίς δι­α­κρί­σεις: στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση δεί­χνει πώς δέν ὑ­πάρ­χει ἀν­τί­φα­ση στό νά πο­ῦμε πώς ὅλες οἱ ἡ­δο­νές ταυ­τί­ζον­ται με­τα­ξύ τους λό­γω το­ῦ ὅτι εἶ­ναι ἡ­δο­νές ἀλλά μπο­ρε­ῖ νά δι­α­φέ­ρουν ἀ­πό ἄλ­λες ἀπόψεις.
 
Κα­θώς ἡ μέ­θο­δος ἀ­να­πτύσ­σε­ται λε­πτο­με­ρῶς, στα­δι­α­κά το­νί­ζε­ται κι ἡ σπου­δαι­ό­τη­τα τῶν ὁ­ρί­ων, τῶν μέ­τρων, τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν καί τῆς συμ­με­τρί­ας. Τά ἀ­γα­θά πράγ­μα­τα -ὁ ἀγαθός βί­ος, γιά πα­ρά­δειγ­μα- εἶ­ναι τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς θέ­σης ἑ­νός ὁ­ρί­ου ἤ μέ­τρου σέ ἕνα ἤ σέ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­ό­ρι­στα συ­νε­χῆ: τέ­τοια εἶ­ναι τά μίγ­μα­τα ἀ­νά­με­σα στά ὁ­ποῖα μπο­ροῦ­με νά συ­ναν­τή­σου­με τόν ἀγαθό βί­ο. Ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται πώς οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἡ­δο­νές, μο­λο­νό­τι ὄ­χι ὅλες, εἶ­ναι ἀ­κα­τάλ­λη­λες νά συμ­πε­ρι­λη­φθο­ῦν σέ μι­ά κα­λά ἰ­σορ­ρο­πη­μέ­νη καί στα­θε­ρή ζω­ή, ἐ­νῷ τά πε­ρισ­σό­τε­ρα εἴ­δη σο­φί­ας, ὡς καί ὁ­ρι­σμέ­νες πρα­κτι­κές δε­ξι­ό­τη­τες, θε­ω­ροῦν­ται ἄξιες νά συμ­πε­ρι­λη­φθο­ῦν. Ὁ νο­ῦς παί­ζει ἕνα διτ­τό ρό­λο: οἱ λει­τουρ­γί­ες καί τά ἀν­τι­κεί­με­να τοῦ εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στα κι ἑλ­κυ­στι­κά κα­θαυ­τά καί ὁ νο­ῦς, ὄν­τας συγ­γε­νής πρός τήν κο­σμι­κή αἰ­τί­α πού εὐ­θύ­νε­ται γιά ὅ,τι εἶ­ναι κα­λό σ’ αὐτόν τόν κό­σμο, ἀ­πο­τε­λε­ῖ αὐτός ὁ ἴδιος τήν αἰ­τί­α τῆς με­τρη­μέ­νης ζω­ῆς.
 
Ἐ­πι­ση­μαί­νω δύ­ο μό­νο πλευ­ρές αὐ­τῶν τῶν μᾶλ­λον μπερ­δε­μέ­νων πε­ρι­κο­πῶν το­ῦ Φι­λή­βου. Ἡ πρώ­τη εἶ­ναι ὅτι κα­μί­α ἑρ­μη­νεί­α τῆς “θε­ό­σταλ­της με­θό­δου”, του­λά­χι­στον κα­μί­α πού νά γνω­ρί­ζω, δέν μπο­ρε­ῖ λο­γι­κά νά θε­ω­ρη­θεῖ ὅτι προ­σφέ­ρει εἴ­τε κά­ποιο ὑ­πο­κα­τά­στα­το εἴ­τε κά­ποιο συμ­πλή­ρω­μα γιά τόν ἔ­λεγ­χο, σάν ἐ­κε­ῖνο πού πα­ρέ­χε­ται μέ τήν πα­ρα­δο­χή το­ῦ Γορ­γί­α ἤ μέ τήν θε­ω­ρί­α τῆς ἀνάμνησης. Ἡ μέ­θο­δος τῆς συ­να­γω­γῆς καί τῆς δι­αί­ρε­σης δέν μπο­ρε­ῖ νά μᾶς κα­θο­δη­γή­σει ἡ ἴ­δια ὡς πρός τό ποιές εἶ­ναι οἱ πραγ­μα­τι­κές “μο­νά­δε­ς” οὔτε ὡς πρός τό πώς νά δι­α­κρί­νου­με πό­τε μι­ά δι­αί­ρε­ση ἔ­γι­νε “στίς ἀρ­θρώ­σει­ς”. Ἀ­κό­μα ὅμως καί νά τό ἔ­κα­νε, δέν θά μπο­ροῦ­σε νά προ­κύ­ψει κα­μί­α οὐ­σι­α­στι­κή ἠθι­κή (ἤ ἄλ­λη) ἀ­λή­θει­α, κι οὔ­τε ὁ Σω­κρά­της ὑ­πο­στη­ρί­ζει κά­τι τέ­τοιο. Ἡ τε­τρα­πλή τα­ξι­νό­μη­ση τῶν ὀν­το­λο­γι­κῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν το­ῦ κό­σμου κά­νει πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα, μιᾶς καί εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρο ὅτι τό­σο ἡ κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση πολ­λῶν ἡδονῶν ὡς, κα­τά βά­ση, πραγ­μά­των “δί­χως ὅ­ρι­α” ὅσο καί οἱ ἀρ­χές οἱ ὁποῖες δι­έ­πουν τόν ἀγαθό βί­ο, ὑ­πο­γραμ­μί­ζουν τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς πα­ρου­σί­ας ἑ­νός ὁ­ρί­ου σέ ὅ,τι εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τό, ὡ­ρα­ῖο ἤ στα­θε­ρό. Αὐ­τό στό ὁποῖο ἡ μέ­θο­δος ἀ­πο­τυγ­χά­νει ἐν­τε­λῶς εἶ­ναι ἡ ἐ­ξα­σφά­λι­ση κρι­τη­ρί­ων σύμ­φω­να μέ τά ὁ­ποῖα μπο­ρε­ῖ νά ἀ­πο­φα­σι­στε­ῖ πό­τε ἕνα μίγ­μα εἶ­ναι κα­λό. Με­ρι­κές φο­ρές ὁ Σω­κρά­της μί­λα σάν κά­θε ἀ­λη­θι­νό μίγ­μα νά εἶ­ναι κα­λό καί κά­θε ὅ­ρι­ο μι­ά ἀρ­χή ἡ ὁ­ποία ἀ­πο­φέ­ρει κά­ποιο μίγ­μα. Αὐ­τό ὅμως δέν μᾶς βο­η­θά­ει, δι­ό­τι θέ­λου­με νά μά­θου­με κα­τό­πιν τόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο μπο­ροῦ­με νά ξε­χω­ρί­ζου­με ἕνα πέ­ρας ἀ­πό κά­ποιαν ἄλ­λη δι­ευ­θέ­τη­ση τῶν με­ρῶν: πῶς νά ξε­χω­ρί­ζου­με δη­λα­δή ἕνα μίγ­μα ἀ­πό ἕνα ἁ­πλό συ­νον­θύ­λευ­μα συ­στα­τι­κῶν.
 
Ὁ Πλά­των φαί­νε­ται νά ἔ­χει ἐ­πίγνω­ση το­ῦ γε­γο­νό­τος ὅτι ἡ “θεόο­σταλ­τη” μέ­θο­δος δέν προ­σφέ­ρει σα­φή κα­θο­δή­γη­ση γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τά τά θέ­μα­τα. Ἄν καί το­νί­ζει τήν ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα τῶν κα­θα­ρῶν ἐ­πι­στη­μῶν, ὅπως τά μα­θη­μα­τι­κά, σέ σχέ­ση μέ τίς ἐ­φαρ­μο­σμέ­νες τέ­χνες, ὅπως ἡ αὐ­λη­τι­κή καί ἡ οἰ­κο­δο­μι­κή, συγ­κρί­νει τήν ἐ­πι­λο­γή τῶν “συ­στα­τι­κῶν με­ρῶ­ν” το­ῦ ἀ­γα­θο­ῦ βί­ου καί τόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο αὐτά συν­δυ­ά­ζον­ται με­τα­ξύ τους, μέ τό ἔρ­γο ἑ­νός τε­χνί­τη. ὅταν πε­ρι­γρά­φει τόν ἀγαθό βί­ο, ὁ Σω­κρά­της λέ­ει: “Θά ἦ­ταν λοι­πόν ἀρ­κε­τά πε­τυ­χη­μέ­νο νά μᾶς συγ­κρί­νουν μέ τούς κτί­στες, ὅσον ἀφορᾶ τό θέ­μα το­ῦ συν­δυ­α­σμοῦ νό­η­σης καί ἡδονῆς, καί νά πο­ῦν ὅτι ἔ­χου­με μπρο­στά μας τό ὑ­λι­κό ἀ­πό τό ὁποῖο ἤ μέ τό ὁποῖο θά χτί­σου­με”. Πρώ­ταρ­χος: “Εἶ­ναι πε­τυ­χη­μέ­νη αὐτή ἡ πα­ρο­μοί­ω­ση”. Σω­κρά­της: “Τό ἑ­πό­με­νο μέ­λη­μά μας, λοι­πόν, εἶ­ναι νά προ­σπα­θή­σου­με νά τά ἀ­να­μί­ξου­με;”. Ξα­να­θυ­μό­μα­στε τά λε­πτο­με­ρῆ πα­ρα­δείγ­μα­τα πού συ­ναν­τή­σα­με νω­ρί­τε­ρα στόν Φί­λη­βο, παρ­μέ­να ἀ­πό τή μου­σι­κή καί τή φω­νη­τι­κή, τά ὁ­ποῖα δεί­χνουν ὅτι ἡ πα­ρα­γω­γή ἑνός ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κοῦ ἤ ἀ­πο­δεκτο­ῦ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τίς ἀ­να­λυ­τι­κές με­θό­δους οἱ ὁποῖες ξε­χω­ρί­ζουν τά συ­στα­τι­κά μέ­ρη με­τα­ξύ τους: ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἐ­πί­σης ἀ­πό τήν ἐ­πι­δε­ξι­ό­τη­τα καί τή γνώ­ση το­ῦ τε­χνί­τη. Τό θέ­μα αὐ­τό μας εἶ­ναι γνω­στό ἀ­πό τους πρώ­ι­μους Σω­κρα­τι­κούς δι­α­λό­γους.
 
Ἡ δεύ­τε­ρη ἄ­πο­ψη τῆς με­θο­δο­λο­γί­ας το­ῦ Φί­λη­βου τήν ὁ­ποί­α θέ­λω νά ἐ­πιση­μά­νω, εἶ­ναι ὁ ρό­λος (ἤ ἡ ἀ­που­σί­α του) τῆς θε­ω­ρί­ας τῶν ἰ­δε­ῶν. Ὑ­πάρ­χει ἀτέρ­μο­νη δι­α­μά­χη με­τα­ξύ τῶν με­λε­τη­τῶν πά­νω στό ἐ­ρώ­τη­μα ἄν κά­ποιο ἀ­πό τά τέσ­σε­ρα στοι­χεῖ­α τῆς “θε­ό­σταλ­τη­ς” με­θό­δου πρέ­πει νά ταυ­τι­στεῖ μέ τά εἴ­δη. Ἀ­πό τή σκο­πιά τῆς πα­ρού­σας θέ­σης, το­ῦτο εἶ­ναι ἀ­δι­ά­φο­ρο. Κι αὐτό για­τί, ὅπως ἔ­χου­με δεῖ ἤ­δη, τί­πο­τα σέ αὐ­τή τή μέ­θο­δο δέν θά μπο­ροῦ­σε νά ἀ­πο­δώσει, ἤ νά θε­ω­ρη­θεῖ ὅτι ἀ­πο­φέ­ρει, οὐ­σι­α­στι­κές ἠθικές ἀ­λή­θει­ες. Οὔ­τε εἶ­ναι πι­θα­νό ὅτι, σέ αὐτό τό στά­δι­ο τῆς ἐ­ξέ­λι­ξής του, ὁ Πλά­των θά μπο­ροῦ­σε, νά βα­σί­ζε­ται στή θε­ω­ρί­α τῶν εἰ­δῶν γι’ αὐτόν τόν σκο­πό. Στούς ὕ­στε­ρους δι­α­λό­γους ἔ­βρι­σκε ὅλο καί πε­ρισ­σό­τε­ρους λό­γους νά εἶ­ναι δυ­σά­ρε­στη μέ­νος μέ τίς προ­γε­νέ­στε­ρες θε­ω­ρί­ες του γιά τά εἴ­δη, καί κα­μι­ά ἄ­πο­ψη αὐ­τῆς της δυ­σα­ρέ­σκει­ας δέν εἶ­ναι πι­ό ἐμ­φα­νής ἀ­πό τήν ἐγ­κα­τά­λει­ψη κά­θε στε­νῆς σύν­δε­σης ἀ­νά­με­σα στά εἴδη καί τήν ἀ­ξί­α. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν εἰ­δῶν, ἡ ὁ­ποία πα­λαι­ό­τε­ρα εἶ­χε ἐ­ξασφα­λί­σει τήν κα­θα­ρό­τη­τά τους, ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε ὅταν κα­τέ­στη φα­νε­ρό ὅτι ἡ ἀ­νά­λυ­ση ἀ­παι­το­ῦ­σε τήν ἀ­νά­μι­ξη τῶν εἰ­δῶν με­τα­ξύ τους (ὅπως κά­νει ἡ ἡδονή μέ τό κα­λό καί τό κα­κό - ἡ καί­ρι­α αὐτή ἀ­να­κά­λυ­ψη ἔ­γι­νε στόν Σο­φι­στή). Ἡ ἰ­δέ­α ὅτι ἡ ἀ­ξί­α ἐ­ξαρ­τᾶ­ται κα­τά κά­ποιον τρό­πο ἀ­πό τό ἄν κά­τι εἶ­ναι ὅ­μοι­ο ἤ προ­σο­μοι­ά­ζει μέ κά­ποιο εἶ­δος ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε ἀ­πό τόν Πλά­τω­να (στόν Παρ­με­νί­δη) ὅτι εἶ­ναι ἀ­συμ­βίβα­στη μέ τίς γνω­σι­ο­λο­γι­κές ἤ τίς ἐν­νοι­ο­λο­γι­κές λει­τουρ­γί­ες τῶν εἴ­δων. Ἡ ἀ­ξί­α στόν Φί­λη­βο δέν μπο­ρε­ῖ πιά νά συν­δε­θεῖ μέ τά εἴδη ὡς τέ­τοια. Μπο­ρε­ῖ τά πέ­ρα­τα, ἤ τά μίγ­μα­τα πού ἔ­χουν πέ­ρα­τα, νά εἶ­ναι εἴ­δη καί νά εἶ­ναι ἀ­γα­θά: αὐτό ὅμως πού τά κά­νει ἀ­γα­θά δέν εἶ­ναι τό ὅτι εἶ­ναι εἴδη ἤ πέ­ρα­τα ἤ μίγ­μα­τα, ἀλλά τό ὅτι ἔ­χουν συμ­με­τρί­α, ἀ­να­λο­γί­ες καί ἀ­λή­θει­α -τό ὅτι εἶ­ναι σω­στά πέ­ρα­τα ἤ κα­τάλ­λη­λα μίγ­μα­τα.
 
Αὐτό πού προ­τεί­νω, λοι­πόν, εἶ­ναι πώς ὅταν ὁ Πλά­των στόν τε­λευ­ταῖ­ο του σχε­δόν δι­ά­λο­γο, ἐ­πέ­στρε­ψε στό θέ­μα τῆς φύ­σης το­ῦ ἀγαθοῦ βί­ου, ἐ­πέ­στρε­ψε ἐ­πί­σης καί στόν σω­κρα­τι­κό ἔ­λεγ­χο, ὡς τήν πι­ό ξε­κά­θα­ρη καί ἀ­ξι­ό­πι­στη μέ­θο­δο γιά νά ἀ­να­κα­λύ­ψου­με μέ ποιόν τρό­πο πρέ­πει νά ζο­ῦ­με. Ἔ­τσι λοι­πόν, δέν μέ ἐκ­πλήσ­σει πού σέ αὐτόν τόν δι­ά­λο­γο κύ­ρι­ο πρό­σω­πο εἶ­ναι γι’ ἄλ­λη μι­ά φο­ρά ὁ Σω­κρά­της. Ὅπως ξέ­ρου­με ὁ Σω­κρά­της πρα­κτι­κά ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ἀ­πό ὅλους τους ὑ­πο­λοί­πους ὕ­στε­ρους δι­α­λό­γους. Στόν Παρ­με­νί­δη ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται ὡς πο­λύ νέ­ος, κι εἶ­ναι ὁ μέ­γας Παρ­με­νί­δης πού ἔ­χει ἀ­να­λά­βει νά κά­νει τίς ἐ­ρω­τήσεις, ἐ­νῷ ὁ Σω­κρά­της ἀ­παν­τᾶ. Στόν Κρι­τί­α καί τόν Τί­μαι­ο, ὁ Σω­κρά­της εἶ­ναι πα­ρών, ἀλλά ἡ συ­νει­σφο­ρά τοῦ εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη. Στούς Νό­μους δέν εἶ­ναι πα­ρών. Στόν Σο­φι­στή καί τόν Πο­λι­τι­κό, τούς δύ­ο δι­α­λό­γους οἱ ὁποῖοι συν­δέ­ον­ται στε­νό­τε­ρα ἀ­πό ὅλους μέ τόν Φί­λη­βο, ὁ Σω­κρά­της πα­ρα­δί­δει τά ἡ­νί­α τῆς συ­ζή­τη­σης στόν Ἐ­λε­ά­τη Ξέ­νο. Μό­νο στόν Φί­λη­βο γί­νε­ται γι’ ἄλ­λη μι­ά φο­ρά τό φε­ρέ­φω­νο το­ῦ Πλά­τω­να καί, ἄν δέν κά­νω λά­θος, μι­λᾶ καί πά­λι σέ πρῶ­το πρό­σω­πο, ὅσον ἀ­φο­ρᾶ τή βα­σι­κή μέ­θο­δο πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται. Εἶ­ναι ὁ Φι­λό­σο­φος το­ῦ Πλά­τω­να.
 
Στόν Σο­φι­στή φαί­νε­ται νά μᾶς δί­νε­ται ἡ ὑ­πό­σχε­ση γιά μι­ά τρι­ά­δα δι­α­λό­γων - γιά τ­όν σο­φι­στή, τόν πο­λι­τι­κό καί τόν φι­λό­σο­φο. Οἱ δύ­ο πρῶ­τοι ὑ­πάρ­χουν. Δέν ὑπάρχει μνεί­α γιά τόν τρί­το. Σύμ­φω­να μέ τήν πι­θα­νό­τε­ρη χρο­νο­λό­γη­ση, ὁ Φί­λη­βος γρά­φτη­κε λί­γο με­τά, τό­τε πε­ρί­που πού θά ἔ­πρε­πε νά εἶ­χε γρα­φτεῖ ὁ Φι­λο­σο­φο­ς[5]. Βλέ­που­με πολ­λούς λό­γους γιά τούς ὁ­ποί­ους ὁ Φί­λη­βος δέν θά μπο­ροῦ­σε νά φέ­ρει τό ὄ­νο­μα Φι­λό­σο­φος. Ἐν τού­τοις, θέ­λω νά πι­στεύ­ω ὅτι πῆ­ρε τή θέ­ση αὐτοῦ το­ῦ δι­α­λό­γου πού δέν γρά­φτη­κε πο­τέ. Μι­λᾶ γιά τόν φι­λό­σο­φο το­ῦ Πλά­τω­να, ἐ­πι­στρέ­φει στό πρό­βλη­μα τό ὁποῖο ἀ­πα­σχο­λο­ῦ­σε τόν φι­λό­σο­φο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τά ἄλλα καί ἀ­πο­δέ­χε­ται τόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο ἐ­κε­ῖνος φι­λο­σο­φεῖ, γιά τά σπου­δαι­ό­τε­ρα πο­ρί­σμα­τά του.
 
Ἄν, ὅπως ὑ­πο­στή­ρι­ξα, στόν Φί­λη­βο ὁ Πλά­των ἐ­πι­στρέ­φει μέ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στή χρή­ση το­ῦ ἐ­λέγ­χου, αὐ­τό πρέ­πει νά συμ­βαί­νει ἐ­πει­δή τε­λι­κά ἀ­πο­φά­σι­σε ὅτι ὁ Σω­κρά­της εἶ­χε δί­κιο πού ἐμ­πι­στευ­ό­ταν αὐτή τή μέ­θο­δο. Προ­φα­νῶς ὁ Πλά­των δέν εἶ­χε βρεῖ τί­πο­τα κα­λύ­τε­ρο - τί­πο­τα πού νά μήν ὁ­δη­γή­θη­κε νά ἐπι­κρί­νει ὁ ἴ­διος. Τί θά μπο­ρο­ῦ­σε νά ἐ­ξη­γεῖ τήν ἀ­να­νε­ω­μέ­νη ἐμ­πι­στο­σύ­νη το­ῦ Πλά­τω­να στόν ἔ­λεγ­χο; Ὅπως ἐ­ξη­γεῖ ὁ Βλα­στός, ὁ ἔ­λεγ­χος εἶ­χε τή δυ­να­τό­τη­τα νά ὁ­δη­γή­σει στήν ἀ­λή­θει­α ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νον­τας ἁ­πλῶς τήν ὕ­παρ­ξη συ­νε­κτι­κό­τη­τας σέ ἕνα σύ­νο­λο πί­στε­ων, ἄν μπο­ρο­ῦ­σε κα­νείς νά ὑ­πο­θέ­σει ὅτι ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό μᾶς δι­α­θέ­τει πάν­το­τε κά­ποιες ὀρ­θές πί­στεις οἱ ὁποῖες δέν συμ­βι­βά­ζον­ται μέ τίς λαν­θα­σμέ­νες. Δέν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το αὐ­τές οἱ ἀ­λή­θει­ες νά εἶ­ναι ἴ­διες γιά τόν κα­θέ­να μας, οὔτε θ­ά μπο­ρο­ῦ­με νά τίς ἀ­να­γνω­ρί­σου­με, πα­ρά μό­νο μέ­σῳ τῆς πα­ρα­τε­τα­μέ­νης χρή­σης το­ῦ ἐ­λέγ­χου. Ὡς ἐκ τού­του, κά­ποιος πού ἀ­σκεῖ τόν ἔ­λεγ­χο μπο­ρε­ῖ, ὅπως ἔ­κα­νε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να κι ὁ Σω­κρά­της, νά ἰ­σχυ­ρι­στεῖ ὅτι δέν γνω­ρί­ζει τί εἶ­ναι ἀ­λη­θές. Ἀρ­κε­ῖ τό ὅτι δι­α­θέ­τει κά­ποια μέ­θο­δο π­ού νά ὁ­δη­γεῖ στήν ἀ­λή­θει­α. Τό μό­νο ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι ἄν εἶ­ναι εὔ­λο­γο νά δε­χτεῖ κα­νείς αὐτή τήν πα­ρα­δο­χή.
 
Νο­μί­ζω πώς ὑ­πάρ­χει ἕνας σο­βα­ρός λό­γος γιά νά πι­στέ­ψου­με ὅτι ἡ πα­ρα­δο­χή εἶ­ναι ἀληθής - ἀρ­κε­τά ἀληθής, τέ­λος πάν­των, ὥ­στε νά κα­θι­στᾶ σί­γου­ρο πώς, ὅταν οἱ πί­στεις μας εἶ­ναι συ­νε­πεῖς, θά εἶ­ναι ἀ­λη­θε­ῖς στά πε­ρισ­σό­τε­ρα με­γά­λα ζη­τή­μα­τα. Τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα πού δι­και­ο­λο­γεῖ αὐτή τή σκέ­ψη εἶ­ναι μα­κρο­σκε­λές καί τό ἔ­χω ἐκ­θέ­σει ἀλ­λο­ῦ ὅσο κα­λύ­τε­ρα μπο­ροῦ­σα. Παρ’ ὅλα αὐτά, τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω ἀ­πό μι­ά πε­τυ­χη­μέ­νη δι­αί­σθη­ση το­ῦ Σω­κρά­τη: οἱ ἀ­ξι­ό­πι­στες ἀ­λή­θει­ες ἀ­να­δύ­ον­ται μό­νο μέ­σα ἀ­πό εἰ­λι­κρι­νεῖς συ­ζη­τή­σεις, ἀ­πό ἐ­πι­κοι­νω­νί­α καί ἀ­μοιβαί­α ἀν­ταλ­λα­γή ἀ­πό­ψε­ων. Ἡ δι­α­λε­κτι­κή ἐ­πι­βάλ­λει τό μό­νι­μο βά­ρος τῆς ἑρ­μη­νεί­ας στόν ἐ­ρω­τών­τα καί στόν ἐ­ρω­τώ­με­νο κι ἡ δι­α­δι­κα­σί­α αὐ­τή τῆς ἀ­μοι­βαί­ας ἑρ­μη­νεί­ας μπο­ρε­ῖ νά προ­χω­ρή­σει μό­νον ἐ­πει­δή πραγ­μα­τι­κές συμ­φω­νί­ες, οἱ ὁποῖες κα­τα­φέρ­νουν νά ἐ­πι­βι­ώ­σουν με­τά τή δι­α­δι­κα­σί­α το­ῦ ἐ­λέγ­χου, ἐ­νέ­χουν ἕνα πρῶ­το τεκ­μή­ρι­ο ἀ­λή­θει­ας.
 
Κα­τα­λή­γον­τας νά δεῖ πώς ὁ Σω­κρά­της εἶχε δί­κιο πού ἐμ­πι­στευ­ό­ταν ὅτι ὁ ἔ­λεγ­χος μπο­ροῦ­σε νά κά­νει πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τό νά ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τή συ­νέ­πει­α, ὁ Πλά­των ἐ­πέ­στρε­φε σέ ἕνα ση­μεῖ­ο ἀ­πό τό ὁποῖο εἶ­χε ξε­κι­νή­σει. Στόν Ὀ­δυσ­σέ­α, ὁ Τζέ­ημς Τζόϋς πα­ρα­θέ­τει αὐ­τού­σι­α (ἤ σχε­δόν αὐ­τού­σι­α) τή φρά­ση το­ῦ Με­τερ­λινκ: “ Ἄν ὁ Σω­κρά­της βγεῖ σή­με­ρα ἀ­πό τό σπί­τι του, θά βρεῖ τόν σο­φό κα­θι­σμέ­νο στό κα­τῶ­φλι τού”. Τό ἴδιο, ὑ­πο­στη­ρί­ζω, μπο­ρε­ῖ νά εἰ­πω­θεῖ καί γιά τόν Πλά­τω­να, ἤ ἀ­κό­μα καί γιά τή φι­λο­σο­φί­α.
--------------------------------   ­
[1] “Saving Aristotle’s Appearances” τῆς Martha Nussbaum στό: Language and Logos, τῶν M. Schofield καί M. Nussbaum (­πιμ.), (Cambridge, 1982). [Ἑλ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση δη­μο­σι­εύ­ε­ται στόν Δευ­κα­λί­ω­να τεῦ­χος 11/3, σελ. 249-87], 
[2] Oxford Studies in Ancient Philosophy (Clarendon, 1983). [Ἑλ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση στό πα­ρόν τε­ῦ­χος, σέλ. 5-37], 
[3] Βλ. Vlastos “Afterthoughts on the Socratic Elenchus”, ibid. [Ἑλ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση στό πα­ρόν τεῦ­χος, σελ. 51-5]. 
[4] Πλά­τω­νος, Φλβ. 21e-22b. 
[5] Γιά μι­ά ἔγ­κυ­ρη συ­ζή­τη­ση πά­νω στή χρο­νο­λο­γί­α το­ῦ δι­α­λό­γου, βλ. τήν εἰ­σα­γω­γή τοῦ R.E. Allen στόν πρῶ­το τό­μο τῆς νέ­ας του με­τά­φρα­σης τῶν δι­α­λό­γων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου