ΑΝ. φεῦ φεῦ·
κακόν γε θνητοῖς τὸ νέον ἔν τε τῷ νέῳ
185 τὸ μὴ δίκαιον ὅστις ἀνθρώπων ἔχει.
ἐγὼ δὲ ταρβῶ μὴ τὸ δουλεύειν μέ σοι
λόγων ἀπώσῃ πόλλ᾽ ἔχουσαν ἔνδικα,
ἢν δ᾽ αὖ κρατήσω, μὴ ᾽πὶ τῷδ᾽ ὄφλω βλάβην·
οἱ γὰρ πνέοντες μεγάλα τοὺς κρείσσους λόγους
190 πικρῶς φέρουσι τῶν ἐλασσόνων ὕπο·
ὅμως δ᾽ ἐμαυτὴν οὐ προδοῦσ᾽ ἁλώσομαι.
εἴπ᾽, ὦ νεᾶνι, τῷ σ᾽ ἐχεγγύῳ λόγῳ
πεισθεῖσ᾽ ἀπωθῶ γνησίων νυμφευμάτων;
ὡς ἡ Λάκαινα τῶν Φρυγῶν μείων πόλις,
195 τύχῃ δ᾽ ὑπερθεῖ τἄμ᾽ ἐλευθέραν θ᾽ ὁρᾷς;
ἢ τῷ νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι
πόλεως τε μεγέθει καὶ φίλοις ἐπηρμένη
οἶκον κατασχεῖν τὸν σὸν ἀντὶ σοῦ θέλω;
πότερον ἵν᾽ αὐτὴ παῖδας ἀντὶ σοῦ τέκω
200 δούλους ἐμαυτῇ δ᾽ ἀθλίαν ἐφολκίδα;
ἢ τοὺς ἐμούς τις παῖδας ἐξανέξεται
Φθίας τυράννους ὄντας, ἢν σὺ μὴ τέκῃς;
φιλοῦσι γάρ μ᾽ Ἕλληνες Ἕκτορός τ᾽ ἄπο;
αὐτή τ᾽ ἀμαυρὰ κοὐ τύραννος ἦ Φρυγῶν;
205 οὐκ ἐξ ἐμῶν σε φαρμάκων στυγεῖ πόσις
ἀλλ᾽ εἰ ξυνεῖναι μὴ ᾽πιτηδεία κυρεῖς.
φίλτρον δὲ καὶ τόδ᾽· οὐ τὸ κάλλος, ὦ γύναι,
ἀλλ᾽ ἁρεταὶ τέρπουσι τοὺς ξυνευνέτας.
σὺ δ᾽ ἤν τι κνισθῇς, ἡ Λάκαινα μὲν πόλις
210 μέγ᾽ ἐστί, τὴν δὲ Σκῦρον οὐδαμοῦ τίθης,
πλουτεῖς δ᾽ ἐν οὐ πλουτοῦσι, Μενέλεως δέ σοι
μείζων Ἀχιλλέως. ταῦτά τοί σ᾽ ἔχθει πόσις.
χρὴ γὰρ γυναῖκα, κἂν κακῷ πόσει δοθῇ,
στέργειν, ἅμιλλάν τ᾽ οὐκ ἔχειν φρονήματος.
215 εἰ δ᾽ ἀμφὶ Θρῄκην χιόνι τὴν κατάρρυτον
τύραννον ἔσχες ἄνδρ᾽, ἵν᾽ ἐν μέρει λέχος
δίδωσι πολλαῖς εἷς ἀνὴρ κοινούμενος,
ἔκτεινας ἂν τάσδ᾽; εἶτ᾽ ἀπληστίαν λέχους
πάσαις γυναιξὶ προστιθεῖσ᾽ ἂν ηὑρέθης.
220 αἰσχρόν γε· καίτοι χείρον᾽ ἀρσένων νόσον
ταύτην νοσοῦμεν, ἀλλὰ προύστημεν καλῶς.
ὦ φίλταθ᾽ Ἕκτορ, ἀλλ᾽ ἐγὼ τὴν σὴν χάριν
σοὶ καὶ ξυνήρων, εἴ τί σε σφάλλοι Κύπρις,
καὶ μαστὸν ἤδη πολλάκις νόθοισι σοῖς
225 ἐπέσχον, ἵνα σοι μηδὲν ἐνδοίην πικρόν.
καὶ ταῦτα δρῶσα τῇ ἀρετῇ προσηγόμην
πόσιν· σὺ δ᾽ οὐδὲ ῥανίδ᾽ ὑπαιθρίας δρόσου
τῷ σῷ προσίζειν ἀνδρὶ δειμαίνουσ᾽ ἐᾷς.
μὴ τὴν τεκοῦσαν τῇ φιλανδρίᾳ, γύναι,
230 ζήτει παρελθεῖν· τῶν κακῶν γὰρ μητέρων
φεύγειν τρόπους χρὴ τέκν᾽ ὅσοις ἔνεστι νοῦς.
ΧΟ. δέσποιν᾽, ὅσον σοι ῥᾳδίως προσίσταται,
τοσόνδε πείθου τῇδε συμβῆναι λόγοις.
***
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Αλίμονο!
Κακό για τους θνητούς η νιότη, αν με τη νιότη
μαζί δεν υπάρχει κι η στόχαση.
Φοβούμαι μήπως, επειδή είμαι σκλάβα σου,
εμποδιστώ να μιλήσω, κι ας έχω χίλια δίκια·
αν πάλι κρατηθώ, μήπως αυτό με βλάψει.
Γιατί δύσκολα ο φαντασμένος δέχεται
190 τα σωστά λόγια που ο μικρός θα ξεστομίσει.
Ωστόσο, τον εαυτό μου δεν θα τον προδώσω.
Πες μου, λοιπόν, κοπέλα μου,
τί είναι επιτέλους αυτό που μου δίνει το θάρρος
να σου χαλάσω, τάχα, τον γάμο σου;
Είναι μήπως η Σπάρτη παρακατιανή
απέναντι στην Τροία,
ή σε περνώ στην ευτυχία και στη δύναμη;
Ή ξιπασμένη για το νέο και σφιχτό κορμί μου,
για τα μεγάλα πλούτη και τους φίλους μου,
θέλω το σπιτικό σου εγώ να διαφεντεύω;
Γιατί; Για να γεννήσω γιους που θα ᾽ναι σκλάβοι
200 και βάρος άθλιο για μένανε;
Ή μήπως θα δεχτεί κανένας τα παιδιά μου
για βασιλιάδες της Φθίας,
αν τέκνα εσύ δεν αποχτήσεις; Πες μου:
μ᾽ αγαπούν οι Έλληνες, γιατί ήμουν του Έκτορα ταίρι;
Ασήμαντη ήμουν, κι όχι των Φρυγών βασίλισσα;
Δεν φταίνε τα βοτάνια μου που δεν σε θέλει ο άντρας σου,
το φέρσιμό σου φταίει· αυτό είναι που μαγεύει,
κοπέλα μου, κι όχι η ομορφιά, τους άντρες.
Όμως εσύ, λίγο να πειραχτείς, σπουδαία η Σπάρτη,
210 η Σκύρος ένα τίποτα, εσύ ᾽σαι η πλούσια
κι οι άλλοι λένε το ψωμί ψωμάκι·
κι όσο για τον Μενέλαο, είναι πια
από τον Αχιλλέα τρανότερος. Με κάτι τέτοια
κάνεις τον άντρα σου να σε μισεί, κατάλαβέ το.
Πρέπει η γυναίκα, κι αν θα πέσει σε κατώτερο άντρα,
να υπομονεύει και να μην υψώνει τη φωνή.
Κι αν παντρευόσουν βασιλιά στη χιονοσκέπαστη Θράκη
όπου ένας άντρας σμίγει με πολλές γυναίκες,
θα τις σκότωνες όλες; Εξαιτίας σου
θα βγάζανε όνομα οι γυναίκες, τάχατε
πως δεν χορταίνουνε
το κρεβάτι του αντρός. Και θα ᾽τανε ντροπή.
220 Γιατί παρόλο που η αρρώστια αυτή μας τυραννάει
χειρότερα απ᾽ τους άντρες, τη σκεπάζουμε όμως.
Αγαπημένε μου Έκτορα, για το χατίρι σου
έφτασα να μοιράζομαι τους έρωτές σου
αν η Αφροδίτη ετύχαινε να σε πλανέψει·
και στα νόθα παιδιά σου τον μαστό μου έχω δώσει
πόσες φορές, για να μη σε πικράνω.
Έτσι,
με τον καλό μου τρόπο κέρδιζα τον άντρα μου.
Μα εσύ φοβάσαι μήπως και μια στάλα
δροσιάς αγγίξει το ακριβό σου ταίρι.
Κοπέλα μου, μη θες να ξεπεράσεις
τη μάνα σου στον πόθο για τους άντρες. Των κακών
230 μανάδων τις συνήθειες πρέπει ν᾽ αποφεύγουν
οι κόρες, όσες έχουνε μυαλό και γνώση.
ΧΟΡΟΣ
Κυρά μου, όσο σου είναι μπορετό,
κοίταξε να συμβιβαστείς μαζί της.
κακόν γε θνητοῖς τὸ νέον ἔν τε τῷ νέῳ
185 τὸ μὴ δίκαιον ὅστις ἀνθρώπων ἔχει.
ἐγὼ δὲ ταρβῶ μὴ τὸ δουλεύειν μέ σοι
λόγων ἀπώσῃ πόλλ᾽ ἔχουσαν ἔνδικα,
ἢν δ᾽ αὖ κρατήσω, μὴ ᾽πὶ τῷδ᾽ ὄφλω βλάβην·
οἱ γὰρ πνέοντες μεγάλα τοὺς κρείσσους λόγους
190 πικρῶς φέρουσι τῶν ἐλασσόνων ὕπο·
ὅμως δ᾽ ἐμαυτὴν οὐ προδοῦσ᾽ ἁλώσομαι.
εἴπ᾽, ὦ νεᾶνι, τῷ σ᾽ ἐχεγγύῳ λόγῳ
πεισθεῖσ᾽ ἀπωθῶ γνησίων νυμφευμάτων;
ὡς ἡ Λάκαινα τῶν Φρυγῶν μείων πόλις,
195 τύχῃ δ᾽ ὑπερθεῖ τἄμ᾽ ἐλευθέραν θ᾽ ὁρᾷς;
ἢ τῷ νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι
πόλεως τε μεγέθει καὶ φίλοις ἐπηρμένη
οἶκον κατασχεῖν τὸν σὸν ἀντὶ σοῦ θέλω;
πότερον ἵν᾽ αὐτὴ παῖδας ἀντὶ σοῦ τέκω
200 δούλους ἐμαυτῇ δ᾽ ἀθλίαν ἐφολκίδα;
ἢ τοὺς ἐμούς τις παῖδας ἐξανέξεται
Φθίας τυράννους ὄντας, ἢν σὺ μὴ τέκῃς;
φιλοῦσι γάρ μ᾽ Ἕλληνες Ἕκτορός τ᾽ ἄπο;
αὐτή τ᾽ ἀμαυρὰ κοὐ τύραννος ἦ Φρυγῶν;
205 οὐκ ἐξ ἐμῶν σε φαρμάκων στυγεῖ πόσις
ἀλλ᾽ εἰ ξυνεῖναι μὴ ᾽πιτηδεία κυρεῖς.
φίλτρον δὲ καὶ τόδ᾽· οὐ τὸ κάλλος, ὦ γύναι,
ἀλλ᾽ ἁρεταὶ τέρπουσι τοὺς ξυνευνέτας.
σὺ δ᾽ ἤν τι κνισθῇς, ἡ Λάκαινα μὲν πόλις
210 μέγ᾽ ἐστί, τὴν δὲ Σκῦρον οὐδαμοῦ τίθης,
πλουτεῖς δ᾽ ἐν οὐ πλουτοῦσι, Μενέλεως δέ σοι
μείζων Ἀχιλλέως. ταῦτά τοί σ᾽ ἔχθει πόσις.
χρὴ γὰρ γυναῖκα, κἂν κακῷ πόσει δοθῇ,
στέργειν, ἅμιλλάν τ᾽ οὐκ ἔχειν φρονήματος.
215 εἰ δ᾽ ἀμφὶ Θρῄκην χιόνι τὴν κατάρρυτον
τύραννον ἔσχες ἄνδρ᾽, ἵν᾽ ἐν μέρει λέχος
δίδωσι πολλαῖς εἷς ἀνὴρ κοινούμενος,
ἔκτεινας ἂν τάσδ᾽; εἶτ᾽ ἀπληστίαν λέχους
πάσαις γυναιξὶ προστιθεῖσ᾽ ἂν ηὑρέθης.
220 αἰσχρόν γε· καίτοι χείρον᾽ ἀρσένων νόσον
ταύτην νοσοῦμεν, ἀλλὰ προύστημεν καλῶς.
ὦ φίλταθ᾽ Ἕκτορ, ἀλλ᾽ ἐγὼ τὴν σὴν χάριν
σοὶ καὶ ξυνήρων, εἴ τί σε σφάλλοι Κύπρις,
καὶ μαστὸν ἤδη πολλάκις νόθοισι σοῖς
225 ἐπέσχον, ἵνα σοι μηδὲν ἐνδοίην πικρόν.
καὶ ταῦτα δρῶσα τῇ ἀρετῇ προσηγόμην
πόσιν· σὺ δ᾽ οὐδὲ ῥανίδ᾽ ὑπαιθρίας δρόσου
τῷ σῷ προσίζειν ἀνδρὶ δειμαίνουσ᾽ ἐᾷς.
μὴ τὴν τεκοῦσαν τῇ φιλανδρίᾳ, γύναι,
230 ζήτει παρελθεῖν· τῶν κακῶν γὰρ μητέρων
φεύγειν τρόπους χρὴ τέκν᾽ ὅσοις ἔνεστι νοῦς.
ΧΟ. δέσποιν᾽, ὅσον σοι ῥᾳδίως προσίσταται,
τοσόνδε πείθου τῇδε συμβῆναι λόγοις.
***
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Αλίμονο!
Κακό για τους θνητούς η νιότη, αν με τη νιότη
μαζί δεν υπάρχει κι η στόχαση.
Φοβούμαι μήπως, επειδή είμαι σκλάβα σου,
εμποδιστώ να μιλήσω, κι ας έχω χίλια δίκια·
αν πάλι κρατηθώ, μήπως αυτό με βλάψει.
Γιατί δύσκολα ο φαντασμένος δέχεται
190 τα σωστά λόγια που ο μικρός θα ξεστομίσει.
Ωστόσο, τον εαυτό μου δεν θα τον προδώσω.
Πες μου, λοιπόν, κοπέλα μου,
τί είναι επιτέλους αυτό που μου δίνει το θάρρος
να σου χαλάσω, τάχα, τον γάμο σου;
Είναι μήπως η Σπάρτη παρακατιανή
απέναντι στην Τροία,
ή σε περνώ στην ευτυχία και στη δύναμη;
Ή ξιπασμένη για το νέο και σφιχτό κορμί μου,
για τα μεγάλα πλούτη και τους φίλους μου,
θέλω το σπιτικό σου εγώ να διαφεντεύω;
Γιατί; Για να γεννήσω γιους που θα ᾽ναι σκλάβοι
200 και βάρος άθλιο για μένανε;
Ή μήπως θα δεχτεί κανένας τα παιδιά μου
για βασιλιάδες της Φθίας,
αν τέκνα εσύ δεν αποχτήσεις; Πες μου:
μ᾽ αγαπούν οι Έλληνες, γιατί ήμουν του Έκτορα ταίρι;
Ασήμαντη ήμουν, κι όχι των Φρυγών βασίλισσα;
Δεν φταίνε τα βοτάνια μου που δεν σε θέλει ο άντρας σου,
το φέρσιμό σου φταίει· αυτό είναι που μαγεύει,
κοπέλα μου, κι όχι η ομορφιά, τους άντρες.
Όμως εσύ, λίγο να πειραχτείς, σπουδαία η Σπάρτη,
210 η Σκύρος ένα τίποτα, εσύ ᾽σαι η πλούσια
κι οι άλλοι λένε το ψωμί ψωμάκι·
κι όσο για τον Μενέλαο, είναι πια
από τον Αχιλλέα τρανότερος. Με κάτι τέτοια
κάνεις τον άντρα σου να σε μισεί, κατάλαβέ το.
Πρέπει η γυναίκα, κι αν θα πέσει σε κατώτερο άντρα,
να υπομονεύει και να μην υψώνει τη φωνή.
Κι αν παντρευόσουν βασιλιά στη χιονοσκέπαστη Θράκη
όπου ένας άντρας σμίγει με πολλές γυναίκες,
θα τις σκότωνες όλες; Εξαιτίας σου
θα βγάζανε όνομα οι γυναίκες, τάχατε
πως δεν χορταίνουνε
το κρεβάτι του αντρός. Και θα ᾽τανε ντροπή.
220 Γιατί παρόλο που η αρρώστια αυτή μας τυραννάει
χειρότερα απ᾽ τους άντρες, τη σκεπάζουμε όμως.
Αγαπημένε μου Έκτορα, για το χατίρι σου
έφτασα να μοιράζομαι τους έρωτές σου
αν η Αφροδίτη ετύχαινε να σε πλανέψει·
και στα νόθα παιδιά σου τον μαστό μου έχω δώσει
πόσες φορές, για να μη σε πικράνω.
Έτσι,
με τον καλό μου τρόπο κέρδιζα τον άντρα μου.
Μα εσύ φοβάσαι μήπως και μια στάλα
δροσιάς αγγίξει το ακριβό σου ταίρι.
Κοπέλα μου, μη θες να ξεπεράσεις
τη μάνα σου στον πόθο για τους άντρες. Των κακών
230 μανάδων τις συνήθειες πρέπει ν᾽ αποφεύγουν
οι κόρες, όσες έχουνε μυαλό και γνώση.
ΧΟΡΟΣ
Κυρά μου, όσο σου είναι μπορετό,
κοίταξε να συμβιβαστείς μαζί της.