Η σωφροσύνη, όπως όλες οι κατά Αριστοτέλη αρετές, έχει να κάνει με τον εθισμό που ωθεί την ανθρώπινη συμπεριφορά προς την κατεύθυνση της μεσότητας: «Πάμε τώρα στη σωφροσύνη: Είναι μεσότητα ανάμεσα στην ακολασία και σε εκείνη τη μορφή αναισθησίας που αφορά τις ηδονές. Διότι, όπως εν γένει κάθε αρετή, έτσι και η σωφροσύνη είναι έξις (=παγιωμένη ηθική διάθεση) και μάλιστα άριστη έξις· και η άριστη έξις είναι κατοχή του άριστου, και το άριστο ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη είναι το μέσον» (1191a 21.1 και 1191b 21.1).
Η άποψη θα επαναδιατυπωθεί με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια: «Με δεδομένο, συνεπώς, ότι το μέσον είναι το άριστο, η σωφροσύνη θα είναι εκείνη η συγκεκριμένη μεσότητα που βρίσκεται ανάμεσα στην ακολασία και την αναισθησία» (1191b 21.1). Επιπλέον, οι αισθήσεις που οδηγούν στην ακολασία είναι η γεύση και η αφή: «Η σωφροσύνη έχει να κάνει με τα βιώματα ηδονής που προκύπτουν από την αφή και από τη γεύση» (1191b 21.3).
Οι δύο αυτές αισθήσεις είναι σε θέση να παρασύρουν τον άνθρωπο προς την ακολασία πολύ περισσότερο από ότι η ακοή ή η όσφρηση. Και βέβαια, η ορθή στάση του μέσου δεν έχει να κάνει με την πλήρη αποχή από τις ηδονές που προκύπτουν από την αφή και τη γεύση (κάτι τέτοιο θα ήταν ξεκάθαρη έλλειψη), αλλά με την ορθή-εξισορροπημένη διαχείρισή τους: «σώφρων δεν είναι όποιος πάγια διατίθεται έτσι ώστε να μην έχει ποτέ κανένα από τα συγκεκριμένα βιώματα ηδονής (ένας άνθρωπος σαν και τούτον είναι αναίσθητος)· σώφρων είναι ακριβώς όποιος έχει οπωσδήποτε το βίωμα της ηδονής, πλην όμως δεν παρασύρεται από αυτό σε βαθμό που να οδηγείται σε υπερβολική απόλαυση της ηδονής και να μετατρέπει όλα τα άλλα σε πάρεργα ασήμαντα· για τούτη ακριβώς και μόνη τη σωστή στάση του, θεωρούμε πολύ συγκεκριμένα τον άνθρωπο αυτό σώφρονα» (1191b 21.3).
Και φυσικά, η επιλογή αυτή πρέπει να είναι απολύτως συνειδητή και να στηρίζεται στην επιλογή και την προτίμηση κι όχι σε άλλους παράγοντες: «Διότι όποιος αποφεύγει μεν την υπερβολή τέτοιων ηδονών αλλά το κάνει για άλλους λόγους, π.χ. επειδή φοβάται ή κάτι τέτοιο, αυτός δεν είναι σώφρων. Γι’ αυτό και δε θεωρούμε σώφρονα τα άλλα ζωντανά παρά μόνο τον άνθρωπο, επειδή τα ζωντανά δεν έχουν λογική ώστε με αυτήν να κάνουν διάφορες δοκιμές και να επιλέγουν το καλό» (1191b 21.4).
Σωφροσύνη χωρίς τη συνειδητή λογική διεργασία για τη διαμόρφωση της επιλογής δεν υφίσταται. Εξάλλου, η ίδια η μεσότητα ως ενάρετη στάση απέναντι στις ηδονές δεν μπορεί να καθοριστεί χωρίς τη λογική που θα διασφαλίσει το σημείο ισορροπίας. Καμία αρετή δεν μπορεί να προσδιοριστεί αποκομμένη από τη λογική, αφού θα είναι αδύνατο να εντοπιστεί η μεσότητά της. Αυτό που μένει είναι ο τελικός ορισμός της σωφροσύνης: «Η σωφροσύνη σχετίζεται με βιώματα ηδονής και λύπης {ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας}, και ειδικότερα με εκείνα τα βιώματα ηδονής και λύπης που προκαλούνται από την αφή και τη γεύση» (1191b 21.4).
Με τον ίδιο τρόπο ο Αριστοτέλης θα ορίσει την πραότητα: «Η πραότητα βρίσκεται στο μέσον της οργιλότητας και της ολικής –μέχρι αναισθησίας– απουσίας της οργής» (1191b 22.1). Για την ακρίβεια: «Αφού, λοιπόν, οργίλος είναι ο άνθρωπος που οργίζεται με τον καθένα και για τα πάντα και κατά τρόπο υπερβολικό, και αφού έναν τέτοιο άνθρωπο τον επικρίνουμε και τον αποδοκιμάζουμε (διότι δεν πρέπει να οργιζόμαστε με τον καθένα και για τα πάντα και σε κάθε περίπτωση και διαρκώς –χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει από την άλλη ότι πρέπει να έχουμε τέτοιο χαρακτήρα που να μην οργιζόμαστε ποτέ και με κανέναν– οπωσδήποτε επικρίνουμε επίσης και αποδοκιμάζουμε έναν άνθρωπο σαν και τούτο· είναι σίγουρα αναίσθητος)» (1191b 22.2).
Με τον ίδιο τρόπο ο Αριστοτέλης θα ορίσει την πραότητα: «Η πραότητα βρίσκεται στο μέσον της οργιλότητας και της ολικής –μέχρι αναισθησίας– απουσίας της οργής» (1191b 22.1). Για την ακρίβεια: «Αφού, λοιπόν, οργίλος είναι ο άνθρωπος που οργίζεται με τον καθένα και για τα πάντα και κατά τρόπο υπερβολικό, και αφού έναν τέτοιο άνθρωπο τον επικρίνουμε και τον αποδοκιμάζουμε (διότι δεν πρέπει να οργιζόμαστε με τον καθένα και για τα πάντα και σε κάθε περίπτωση και διαρκώς –χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει από την άλλη ότι πρέπει να έχουμε τέτοιο χαρακτήρα που να μην οργιζόμαστε ποτέ και με κανέναν– οπωσδήποτε επικρίνουμε επίσης και αποδοκιμάζουμε έναν άνθρωπο σαν και τούτο· είναι σίγουρα αναίσθητος)» (1191b 22.2).
Η άποψη που θέλει τον ενάρετο να μην οργίζεται ποτέ (με την αιτιολόγηση ότι η οργή ανήκει στα ψυχικά πάθη που πρέπει να καταπολεμηθούν) βρίσκει αντίθετο τον Αριστοτέλη, που θεωρεί την οργή φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση απέναντι στις καταστάσεις που τον αδικούν. Δεν μπορεί κάποιος να είναι συναισθηματικά απαθής όταν τον προσβάλλουν ή τον περιφρονούν.
Το ζήτημα είναι και πάλι το μέτρο που θα τεθεί από τη λογική. Η οργή είναι σωστό να εκδηλώνεται αρκεί να αφορά τα πράγματα που πρέπει, τους λόγους που πρέπει, τους ανθρώπους που πρέπει και τον τρόπο που πρέπει. Οτιδήποτε ξεπερνά το μέτρο οδηγώντας στην υπερβολή επικρίνεται, ως εσφαλμένη συμπεριφορά.
Η κοινωνική διάσταση επιβεβαιώνεται από τον έπαινο που συνοδεύει τις πράξεις: «Τον έπαινο δεν τον κερδίζει όποιος όσον αφορά την οργή αποδεικνύεται ελλιπής ούτε και υπερβολικός, αλλά όποιος στο θέμα της οργής διατίθεται πάγια με μέτρο: αυτός είναι πράος. Και τούτων ακριβώς των παθών μεσότητα αποτελεί η πραότητα» (1191b 22.3).
Ο έπαινος αποτελεί την κοινωνική αναγνώριση του ορθού, αφού τα κριτήριά του ορίζονται από την κοινωνία, ως κατευθυντήριες γραμμές για την επιθυμητή πράξη. Η λογική θα παίζει και πάλι τον καθοριστικότερο ρόλο. Ο άνθρωπος που οργίζεται παράφορα δεν μπορεί να διέπεται από λογική, καθώς αδυνατεί να σταθμίσει τις καταστάσεις. Γι’ αυτό ο ενάρετος άνθρωπος πριν από όλα γνωρίζει να χαλιναγωγεί τα πάθη του. Γιατί μόνο έτσι τα ελέγχει. Κι όταν κάποιος ελέγχει το θυμό του, τότε ξέρει και πώς να τον εκφράσει αποδίδοντάς τον με τον τρόπο και την ένταση που πρέπει. Εν τέλει, μονάχα έτσι θα καταφέρει να βρει και το δίκιο του.
Ως ανεξαρτησία («ελευθεριότης» στο πρωτότυπο) ορίζεται η στάση που έχει ο άνθρωπος απέναντι στο χρήμα: «Η ανεξαρτησία είναι μεσότητα ανάμεσα στην ασωτία και την εξάρτηση. Αυτά είναι πάθη που σχετίζονται με το χρήμα· διότι ο άσωτος είναι ο άνθρωπος που δαπανά χρήματα εκεί που δεν πρέπει και ξοδεύει περισσότερα από όσα πρέπει και την ώρα που δεν πρέπει· ο εξαρτημένος, από την άλλη, είναι αυτός που δεν δαπανά χρήματα γι’ αυτά που πρέπει να δαπανήσει, και δεν ξοδεύει το ποσό που πρέπει και την ώρα που πρέπει. Τόσο ο άσωτος όσο και ο εξαρτημένος επικρίνονται και αποδοκιμάζονται» (1192a 23.1).
Ως ανεξαρτησία («ελευθεριότης» στο πρωτότυπο) ορίζεται η στάση που έχει ο άνθρωπος απέναντι στο χρήμα: «Η ανεξαρτησία είναι μεσότητα ανάμεσα στην ασωτία και την εξάρτηση. Αυτά είναι πάθη που σχετίζονται με το χρήμα· διότι ο άσωτος είναι ο άνθρωπος που δαπανά χρήματα εκεί που δεν πρέπει και ξοδεύει περισσότερα από όσα πρέπει και την ώρα που δεν πρέπει· ο εξαρτημένος, από την άλλη, είναι αυτός που δεν δαπανά χρήματα γι’ αυτά που πρέπει να δαπανήσει, και δεν ξοδεύει το ποσό που πρέπει και την ώρα που πρέπει. Τόσο ο άσωτος όσο και ο εξαρτημένος επικρίνονται και αποδοκιμάζονται» (1192a 23.1).
Η έννοια του εξαρτημένου έχει πολλές διαβαθμίσεις: «Όσον αφορά τη σχέση του ανθρώπου με το χρήμα υπάρχουν πολλά είδη εξάρτησης· για παράδειγμα, κάποιους τους αποκαλούμε “σπαγκοραμμένους”, άλλους “εξηνταβελόνηδες” ή αισχροκερδείς ή “φραγκοφονιάδες”. Όλοι τους εντάσσονται στην κατηγορία των εξαρτημένων» (1192a 24.1).
Οι σχέσεις με το χρήμα (όπως και με τις ηδονές) είναι ίσως οι σημαντικότερες για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ο άσωτος που θέλει διαρκώς να κερδίζει περισσότερα για να τα σπαταλά σε ανούσιες απολαύσεις ή για να κάνει κοινωνική επίδειξη, δεν είναι μόνο αρνητής του μέτρου, αλλά και επίφοβος στις κοινωνικές του σχέσεις, αφού ενδέχεται να φανεί προθυμότερος στην αδικία, αν πρόκειται να κερδίσει περισσότερα. Σε τελική ανάλυση, ως πηγή κάθε αδικίας τίθεται η εξάρτηση που έχει κανείς από το χρήμα ή τις ηδονές. Όσο πιο έντονη είναι η σχέση με αυτά (χρήμα-ηδονές), όσο πιο άμετρη και ανισόρροπη, τόσο πιο μεγάλη και η ροπή προς πράξεις που αποσκοπούν στην απόκτησή τους.
Η διαστρέβλωση των εννοιών που θέτει την απόλυτη σπατάλη ως ποιότητα ζωής, η οποία δεν πρέπει με κανένα τρόπο να διαταραχθεί, είναι το άμετρο κυνήγι του χρήματος, που εν τέλει νομιμοποιείται και ηθικά ως (δήθεν) διασφάλιση του ευ ζην. Τα στρεβλά καταναλωτικά πρότυπα και η ευτέλεια των κριτηρίων για την κοινωνική ανάδειξη, που ταυτίζουν την επιτυχία και την καταξίωση με το χρήμα, δεν είναι απλά διαστρέβλωση της ευτυχίας που εκλαμβάνεται, επίσης, σαν εξαγοράσιμο αγαθό, αλλά και ιδεολογική θεμελίωση αντικοινωνικών συμπεριφορών. Ο κυνικός λέγεται ρεαλιστής, η συμφεροντολογία μετατρέπεται σε πνεύμα της εποχής, ο αμοραλισμός γίνεται ανταγωνιστικότητα, η απληστία συμπεριλαμβάνεται στα επαγγελματικά προσόντα.
Η απόλυτη στρέβλωση καταδεικνύει την απόλυτη έλλειψη του μέτρου, δηλαδή την εκμηδένιση της λογικής. Ο Θουκυδίδης περιγράφοντας τον εμφύλιο της Κέρκυρας είναι πλήρως κατατοπιστικός: «… την καθιερωμένη σημασία των λέξεων για τις ανθρώπινες πράξεις την άλλαξαν κατά πώς τους βόλευε. Έτσι το παράτολμο θάρρος το ονόμασαν παλικαριά από αγάπη στο σύντροφο, την προνοητική αναβλητικότητα εύσχημη δειλία, τη σωφροσύνη πρόσχημα ανανδρίας και τη συνετή αντιμετώπιση κάθε πράγματος νωθρότητα για το καθετί· την παράφορη ορμή την κατέλεξαν στις αντρικές ιδιότητες και το να κάνει κανείς σχέδια εναντίον του εχθρού παίρνοντας τα μέτρα του το θεωρούσαν εύλογη πρόφαση για να τα εγκαταλείψει. Κι αυτόν που έδειχνε φανερά την αγανάκτησή του τον είχαν για άνθρωπο της παντοτινής τους εμπιστοσύνης, ενώ αυτόν που τον παρατηρούσε για τη συμπεριφορά του, τον έβλεπαν ύποπτα. Κι αν κάποιος μηχανορραφούσε και τα κατάφερνε, τον χαρακτήριζαν έξυπνο, κι ακόμα πιο φοβερό στην εξυπνάδα, όποιον μπορούσε να υποπτευθεί τις επιβουλές των αντιπάλων· αντίθετα αν κανείς κοίταζε από πριν πώς να μη χρειαστεί να κάνει τίποτε από αυτά, τον θεωρούσαν διασπαστή της πολιτικής του παράταξης, καταπτοημένο από τους αντιπάλους» (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ, 82-82).
Η απόλυτη στρέβλωση καταδεικνύει την απόλυτη έλλειψη του μέτρου, δηλαδή την εκμηδένιση της λογικής. Ο Θουκυδίδης περιγράφοντας τον εμφύλιο της Κέρκυρας είναι πλήρως κατατοπιστικός: «… την καθιερωμένη σημασία των λέξεων για τις ανθρώπινες πράξεις την άλλαξαν κατά πώς τους βόλευε. Έτσι το παράτολμο θάρρος το ονόμασαν παλικαριά από αγάπη στο σύντροφο, την προνοητική αναβλητικότητα εύσχημη δειλία, τη σωφροσύνη πρόσχημα ανανδρίας και τη συνετή αντιμετώπιση κάθε πράγματος νωθρότητα για το καθετί· την παράφορη ορμή την κατέλεξαν στις αντρικές ιδιότητες και το να κάνει κανείς σχέδια εναντίον του εχθρού παίρνοντας τα μέτρα του το θεωρούσαν εύλογη πρόφαση για να τα εγκαταλείψει. Κι αυτόν που έδειχνε φανερά την αγανάκτησή του τον είχαν για άνθρωπο της παντοτινής τους εμπιστοσύνης, ενώ αυτόν που τον παρατηρούσε για τη συμπεριφορά του, τον έβλεπαν ύποπτα. Κι αν κάποιος μηχανορραφούσε και τα κατάφερνε, τον χαρακτήριζαν έξυπνο, κι ακόμα πιο φοβερό στην εξυπνάδα, όποιον μπορούσε να υποπτευθεί τις επιβουλές των αντιπάλων· αντίθετα αν κανείς κοίταζε από πριν πώς να μη χρειαστεί να κάνει τίποτε από αυτά, τον θεωρούσαν διασπαστή της πολιτικής του παράταξης, καταπτοημένο από τους αντιπάλους» (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ, 82-82).
Κατά το Θουκυδίδη, όταν η σωφροσύνη εκλαμβάνεται ως ανανδρία, το θράσος ως δείγμα ανδρισμού, η επιτυχημένη μηχανορραφία ως εξυπνάδα και η εντιμότητα ως αδυναμία δεν μπορεί παρά να γίνεται λόγος για τον πολεμικό φανατισμό που μετατρέπει τη βία σε κοινωνική αξία. Η αλλοίωση των εννοιών αποτελεί αλλοίωση των αξιών που καθιστούν την κοινωνική αρετή αφέλεια και την αρπακτικότητα μοναδική ρεαλιστική συνθήκη.
Ο Θουκυδίδης θα συμπληρώσει: «Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να τους αποκαλούν επιτήδειους όταν είναι φαύλοι, παρά αφελείς όταν είναι τίμιοι: για το δεύτερο αισθάνονται ντροπή, ενώ για το πρώτο καμαρώνουν. Αιτία για όλα αυτά είναι η επιθυμία της εξουσίας που προέρχεται από την πλεονεξία και τη φιλοδοξία· κι από αυτά τα δύο πάλι απορρέει ο ζήλος των ανθρώπων όταν έχουν μπει σε εμφύλιο πόλεμο» (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ, 82-82).
Σε τελική ανάλυση, η κοινωνία που διέπεται από τέτοιες διαστρεβλωμένες αξίες είναι η κοινωνία που εκτρέφει τον πόλεμο μέσα της. Γι’ αυτό και οι σχέσεις των πολιτών θα είναι πολεμικές. Αυτό που ονομάζουμε κοινωνική γαλήνη είναι αδύνατο να οριστεί ως κάτι άσχετο με την τρέχουσα ηθική αντίληψη της πόλης. Οι πολίτες που εκλαμβάνουν την επιβολή ως επιτυχία, την πλεονεξία ως φιλοδοξία και την εντιμότητα ως αφέλεια δεν έχουν άλλη επιλογή από τη θεοποίηση της ατομικότητας. Κι αυτή είναι η αφετηρία του πολέμου.
Εξάλλου, καλύτερα να είναι κανείς επιτήδειος παρά αφελής. Η έννοια της συνύπαρξης, η ανάδειξη του άξιου, η δικαιοσύνη, όλα τα στοιχεία που θα λειτουργήσουν ενωτικά διασφαλίζοντας τη συνοχή της πόλης στερούνται νοήματος. Σε τελική ανάλυση, η ολική διαστρέβλωση θα διαμορφώσει τα νέα ήθη μετατρέποντας το δίκιο του ισχυρού σε δικαιοσύνη.
Από αυτή την άποψη, η άσκηση της αρετής (με την αριστοτελική έννοια του μέτρου και της λογικής) αποτελεί πολιτική πράξη, ως ενέργεια που προσπαθεί να αποκαταστήσει τις ισορροπίες, δηλαδή ως συνθήκη ενωτική μέσα στην πόλωση των συμφερόντων. Ο ενάρετος υπηρετεί την κοινωνική ειρήνη. Ο πόλεμος δεν έχει θέση σε αυτόν. Ο πόλεμος ανήκει σε αυτούς που θα προσπαθήσουν να αναρριχηθούν με νύχια και με δόντια προτάσσοντας το θράσος και τη διαπλοκή. Η υγιής πόλη οφείλει να μην τους το επιτρέψει, γιατί, αν το κάνει, θα τους δικαιώσει ηθικά προσυπογράφοντας τη διαστρέβλωση. Θα τους κάνει πρότυπα. Μια τέτοια πόλη δεν μπορεί να έχει σπουδαίες προοπτικές ευημερίας.
Αυτό που μένει είναι ο αριστοτελικός ορισμός της μεγαλοψυχίας, ως επιδίωξη της τιμής με κριτήριο την αρετή, δηλαδή την πραγματική αξία των ανθρώπων: «Η μεγαλοψυχία είναι μεσότητα ανάμεσα στην κενοδοξία και τη μικροψυχία, και έχει να κάνει με την τιμή και την απαξίωση, και ειδικότερα την τιμή που προέρχεται όχι από τους πολλούς αλλά από τους καλούς, ακριβέστερα την τιμή που προέρχεται κυρίως από αυτούς» (1192a 25.1).
Αυτό που μένει είναι ο αριστοτελικός ορισμός της μεγαλοψυχίας, ως επιδίωξη της τιμής με κριτήριο την αρετή, δηλαδή την πραγματική αξία των ανθρώπων: «Η μεγαλοψυχία είναι μεσότητα ανάμεσα στην κενοδοξία και τη μικροψυχία, και έχει να κάνει με την τιμή και την απαξίωση, και ειδικότερα την τιμή που προέρχεται όχι από τους πολλούς αλλά από τους καλούς, ακριβέστερα την τιμή που προέρχεται κυρίως από αυτούς» (1192a 25.1).
Με άλλα λόγια, ο μεγαλόψυχος δεν επιδιώκει οποιαδήποτε τιμή κι ούτε νιώθει ικανοποίηση όταν τον τιμούν άνθρωποι που ο ίδιος δε θεωρεί άξιους. Πρόκειται για τον άνθρωπο που ενσαρκώνει την υγιή στάση απέναντι στην τιμή αναζητώντας τη βαθύτερη ουσία της, ως έντιμη ενθάρρυνση απέναντι σε αυτό που κάνει. Για τον Αριστοτέλη η επιδίωξη της τιμής όχι μόνο δεν είναι κατακριτέα, αλλά κρίνεται θετικά ως κάτι βαθύτατα ανθρώπινο. Αρκεί να μην είναι κενοδοξία. Αρκεί δηλαδή να διέπεται από το μέτρο της λογικής.
Αυτός είναι ο λόγος που για τον μεγαλόψυχο ο έπαινος έχει αξία μονάχα όταν εκφράζεται από άξιους ανθρώπους: «Διότι οι καλοί, θα αποδώσουν τιμή μετά λόγου και γνώσεως ορθής· και ο μεγαλόψυχος θα θελήσει σίγουρα να κερδίσει την τιμή την οποία θα του αποδώσουν άνθρωποι που, όπως και ο ίδιος, έχουν πλήρη συνείδηση ότι η τιμή αποδίδεται σε έναν που αξίζει. Και τούτο, για τον λόγο ότι η μεγαλοψυχία δεν έχει να κάνει με οποιαδήποτε τιμή, αλλά την άριστη» (1192a 25.1).
Από τη στιγμή που ο μεγαλόψυχος απορρίπτει τους επαίνους των ανάξιων, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς την απέχθεια που τρέφει για τις κολακείες των ευτελών. Αυτά αφορούν τους κενόδοξους. Ο μεγαλόψυχος δε θέλει ούτε πλήθη να τον επευφημούν ούτε τη δόξα της επωνυμίας. Θέλει απλά να αναγνωριστεί το έργο του (ή η στάση της ζωής του) από εκείνος που και ο ίδιος έχει σε υπόληψη. Ακόμη κι αν είναι ελάχιστοι. Η αναζήτηση της φήμης δεν έχει σχέση με τον μεγαλόψυχο. Ο μεγαλόψυχος θέλει απλά να εισπράξει αυτό που πράγματι αξίζει. Καμία χάρη δεν είναι αρεστή στο μεγαλόψυχο.
Όσο για τον κενόδοξο, ο Αριστοτέλης είναι απολύτως σαφής: «Όσοι τώρα είναι ευκαταφρόνητοι και ασήμαντοι αλλά παρ’ όλα αυτά θεωρούν τον εαυτό τους άξιο για μεγάλα πράγματα και επιπλέον φαντάζονται ότι δικαιούνται μεγάλες τιμές για του λόγου τους, αυτοί είναι κενόδοξοι· όσοι, αντιθέτως, θεωρούν τον εαυτό τους άξιο για λιγότερα από όσα θα τους ταίριαζε, αυτοί είναι μικρόψυχοι» (1192a 25.2).
Η πόλη που αναδεικνύει τους κενόδοξους αποδίδοντας τιμές σε ανθρώπους που δεν τις αξίζουν είναι η πόλη που επιβραβεύει τους «ευκαταφρόνητους και ασήμαντους» ανθρώπους. Όταν αυτού του είδους οι άνθρωποι καταλαμβάνουν τα υψηλά και τιμητικά αξιώματα, τότε όχι μόνο η πόλη θα έρθει σε αδιέξοδα αφημένη στα χέρια των ανάξιων, αλλά θα καλλιεργηθούν και τα ανάλογα πρότυπα εξασφαλίζοντας την επόμενη γενιά της κενοδοξίας που θα αναρριχηθεί.
Σταδιακά οι έπαινοι και τα αξιώματα χάνουν κάθε νόημα μετατρεπόμενα σε υπόθεση των ευτελών. Ο πραγματικά άξιος είναι αδύνατο να αποδεχτεί μια τέτοια κατάσταση. Δεν έχει παρά να αποσυρθεί. Το πεδίο ανήκει πλέον στην κενοδοξία…
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου