Κάποιες φορές βιώνουμε τον Άλλον (έναν οποιονδήποτε «έτερο» που συναντούμε και αλληλεπιδρούμε) ως προδότη. Πάντοτε μας ξεφεύγει, έρχεται και φεύγει, απαιτεί να εισπράξει από εμάς την εκπλήρωση των επιθυμιών του ή αρνείται να εκπληρώσει τις δικές μας, χωρίς να κατανοούμε ακριβώς (ή και καθόλου) γιατί ή πώς τα κάνει όλα αυτά, γιατί αυθαίρετα μας εγκαταλείπει ή μας δωρίζει την παρουσία του.
Η έννοια της προδοσίας
Βέβαια, αυτή η προδοσία του Άλλου είναι πανάρχαια. Για την ακρίβεια, έχει αρχίσει ήδη να συντελείται προτού καν αντιληφθούμε με τη συνείδησή μας ότι υπάρχουμε. Ο πρώτος Άλλος, η μάνα (με την έννοια αυτού που μας φροντίζει ως βρέφη), έχει πολλαπλές επιδράσεις επάνω μας - επιδράσεις που δεν ελέγχουμε στο ελάχιστο ούτε ερωτηθήκαμε αν τις θέλουμε.
Καταρχάς, μας χαρίζει μέσα από τα μάτια της που μας κοιτούν καθώς σκύβει επάνω μας, τις πρώτες εικόνες ενός ολόκληρου κόσμου, όμως μεταμορφωμένου μέσα στο δικό της βλέμμα. Επίσης, μας επιστρέφει τις πρώτες αντανακλάσεις της ύπαρξής μας. Ταυτοχρόνως, εμφυτεύει μέσα μας τις κάθε είδους και απόχρωσης προσδοκίες της και μας τοποθετεί στην προκατασκευασμένη φάτνη που έχει ήδη ετοιμάσει για εμάς, επειδή ήδη μας φαντάστηκε προτού καν γεννηθούμε. Κι ακόμη, μόνο και μόνο που γίνεται καθρέφτης μας, σημαίνει πως είναι πια απέναντί μας, κάτι που επιβεβαιώνει πως μας έχει πια εκβράσει, πως μας έχει ωθήσει ανεπιστρεπτί σε μία διαρκή διαδικασία εξατομίκευσης.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν, η σχέση μας με τον πρώτο Άλλον, είναι η βίωση μιας πολλαπλής προδοσίας, λες και μόνο το γεγονός της γέννησής μας αποτελεί παράβαση, που άτυπα μάς καταλογίζεται και μάς τοποθετεί σε έναν προϋπάρχοντα διάδρομο ζωής, φτιαγμένο από τις προσδοκίες των Άλλων. Έτσι, τα βασικά στοιχεία της αρχέγονης και πολυεπίπεδης προδοσίας του πρώτου Άλλου, φαίνεται να επαναλαμβάνονται υπόγεια, σαν το σενάριο ενός επαναλαμβανόμενου έργου, όπου πρωταγωνιστούμε εμείς, με συμπρωταγωνιστές μας τα πρόσωπα όλων των υπόλοιπων Άλλων που συναντούμε μετά τη βρεφική ηλικία. Το σενάριο αυτό επαναλαμβάνεται, επειδή οι Άλλοι (λόγω των υπαρξιακών γνωρισμάτων του είδους μας και των τρόπων με τους οποίους συνθέτουμε την εμπειρία μας), δεν καταφέρνουν ποτέ, αξιωματικά, να επαναφέρουν την αίσθηση της απόλυτης ένωσης της προγεννητικής ζωής μας και να αναστρέψουν, να εξιλεώσουν, να καταργήσουν την αρχαία προδοσία της γέννησής μας.
Η άλλη διάσταση της προδοσίας
Ωστόσο αν και αυτή η πρωτογενής και διαρκής προδοσία του Άλλου φαντάζει ενίοτε ως αιώνια καταδίκη, ας δούμε μία βαθύτερη διάστασή της. Ξεκινώντας από την ίδια τη λέξη «προδίδω», ας μείνουμε στο ότι σημαίνει αθέτηση ηθικών υποχρεώσεων, υποσχέσεων, εγκατάλειψη αρχών, ιδεών για ιδιοτελείς σκοπούς. Με αφετηρία αυτήν ακριβώς τη σημασία, μπορούμε να σκεφτούμε πολλά.
Οπότε, η προδοσία του Άλλου στη ζωή, σημαίνει ότι βιώνουμε τον Άλλον ως προδότη γιατί διαψεύδει αυτά που εμείς, βαθύτερα και αυθαίρετα, προσμένουμε και θεωρούμε υποχρεωμένο τον Άλλον να μας δώσει - συνήθως μέσα από μία ιδανική, απόλυτη και αιώνια σχέση που εν πολλοίς θυμίζει τη σχέση μάνας - παιδιού σε ενήλικη εκδοχή. Και όσο, απολύτως φυσιολογικά, δεν υλοποιείται στην πραγματική ζωή η ιδανική σχέση με τον Άλλον, τον βιώνουμε ως προδότη και νιώθουμε την απομάκρυνση. Το αποτέλεσμα είναι να αρχίσουμε να στρεφόμαστε υγιώς προς τον Εαυτό μας, να βλέπουμε τι και πώς το κάνουμε όταν τείνουμε προς τον Άλλον, σχετιζόμαστε μαζί του και τον φορτώνουμε με τις προσδοκίες μας.
Ωστόσο, αναπόφευκτα, αποκτώντας αυτήν την επίγνωση της διαφοράς και της απόστασης, είναι σαν να προδίδουμε και ό,τι ήμασταν μέχρι τώρα εμείς οι ίδιοι καθώς και τις δικές μας προσδοκίες και εξιδανικεύσεις - πράγμα διόλου εύκολο και εξαιρετικά επώδυνο. Δηλαδή, αναγκαστικά, βιώνοντας την πραγματικότητα της διαφοράς μας από τον Άλλον στην πράξη του «τώρα» μας (χάριν της ιδιοτέλειας του παρόντος χρόνου μας), εγκαταλείπουμε το δικό μας «πριν». Ένα «πριν» συνήθως γεμάτο από άφθονες εξιδανικεύσεις και παραμυθένιες προσδοκίες περί του τι Παράδεισος θα προκύψει (ή θα έπρεπε να προκύπτει) κάθε φορά που σχετιζόμαστε με τον Άλλον.
Με δυο λόγια, η προδοσία του Άλλου στην πράξη της ζωής, μας ωθεί να αφήσουμε τις ψευδαισθήσεις, τους αντικατοπτρισμούς και ό,τι μάθαμε να πιστεύουμε για εμάς, τον Άλλον και για μία ιδανική και αιώνια σχέση.
Κατά έναν τρόπο, η αδυναμία της απόλυτης ένωσης (η οποία θα σήμαινε κατάργηση των διαφορών και της εξατομίκευσης) μας ωθεί σε μία νέα κατάσταση ύπαρξης: βιώνοντας το θάνατο μέσω της προδοσίας του Άλλου, προδίδουμε κι εμείς ό,τι ήμασταν για να ξανα-γεννηθούμε σε ένα άλλο επίπεδο.
Από την ένωση στην εξατομίκευση
Αντιλαμβάνομαι αυτήν την κίνηση σαν να ταξιδεύουμε διαρκώς ανάμεσα σε δύο πόλους: την ένωση και την εξατομίκευση και, σε κάθε διαδρομή, να προχωρούμε βαθύτερα, ώστε το οδοιπορικό μας στη ζωή, σε σχέση με τον Άλλον, να γίνεται σαν μία αενάως εξελισσόμενη σπείρα. Κάθε φορά, σε κάθε έλικα της σπείρας, αν βέβαια το επιτρέπουμε, μαθαίνουμε πολλά μέσω των όσων βιώνουμε.
Μαθαίνουμε να σεβόμαστε τον Άλλον ως μία αυτόνομη οντότητα, της οποίας ο προορισμός δεν είναι να ικανοποιεί τις δικές μας ανάγκες και τα δικά μας προαιώνια κενά. Μαθαίνουμε πώς να λαχταρούμε πολυδιάστατα τον Άλλον ως ένα ον πολύτιμο και μοναδικό, χωρίς να τον εξαφανίζουμε με την οργή μας, γιατί δεν μπορεί να μας «σώσει» καλύπτοντας τα τραύματα της ενηλικίωσής μας στη ζωή. Διδασκόμαστε πώς να τον κατανοούμε σε όλο και περισσότερα επίπεδα, να ξεχωρίζουμε όλο και περισσότερες λεπτομέρειες στο υφαντό της ύπαρξής του.
Επίσης, κάθε φορά, σε κάθε έλικα της σπείρας των συναντήσεών μας με τους Άλλους, ξανα-γεννιόμαστε και βαθαίνουμε τη σχέση με τον Εαυτό μας. Ταυτόχρονα, αναπτύσσουμε τις σχεσιακές μας δεξιότητες, βαθαίνουμε τη σχέση μας με τον Άλλον και του επιτρέπουμε όλο και περισσότερο να υπάρχει, τόσο μέσα στην ετερότητά του όσο και μαζί μας.
Και κάποια στιγμή, ίσως φτάνουμε στο σημείο να νιώσουμε ότι η σχέση με τον Άλλον δεν βρίσκεται ούτε στην ένωση ούτε στην εξατομίκευση, αλλά στο διαρκές «ταξίδι - σπείρα» ανάμεσά τους. Ότι πραγματική ζωή δεν είναι η ψευδαίσθηση αιωνιότητας στην αγκαλιά του Άλλου και ότι θάνατος δεν είναι η απελπισία της ερημιάς μας, διωγμένοι από τον Άλλον. Ότι η συνάντηση με τον Άλλον δεν είναι προορισμός και τέλος ενός οδοιπορικού, σχεδιασμένου για να ανακαλύψει τον ιδανικό Άλλον, αλλά σταθμός ενός πολύ ευρύτερου οδοιπορικού, με συνταξιδιώτη τον Άλλον.
Ωστόσο, σημειώνω ότι αυτή η συνεχής σπειροειδής κίνηση ανάμεσα στην ένωση και την εξατομίκευση, δεν σημαίνει αναγκαία διαρκείς χωρισμούς και διαρκή εξεύρεση διαφορετικών προσώπων. Αυτή η κίνηση, φυσιολογικά, δεν σταματά, ακόμα και στα πλαίσια μιας σχέσης που συνεχίζεται. Απλώς, η κάθε φάση ένωσης - εξατομίκευσης, σηματοδοτεί και ένα νέο κεφάλαιο της σχέσης.
Τέλος, ας μην ξεχνούμε ότι η μάνα που μας ωθεί στην εξατομίκευση γεννώντας μας, δεν το κάνει «επίτηδες». Η γέννησή μας είναι φυσική συνέπεια μεταβολής, αλλαγής. Αν μείνουμε περισσότερο εντός της μήτρας θα πεθάνουμε και εμείς και η ίδια η μάνα. Δηλαδή «πρέπει» απαραιτήτως να γεννηθούμε και, σε αναλογία, οι σχέσεις μας δεν γίνεται παρά να αλλάζουν - κάθε φάση πρέπει να τελειώνει (όπως η εμβρυϊκή μας ζωή έπρεπε να τελειώσει) για να «γεννά» την επόμενη.
Από αυτήν την άποψη, η ανάπτυξή μας γίνεται μία σπειροειδής κίνηση που περνά διαρκώς
(α) από την ισχυρή προσδοκία για απόλυτη ένωση και
(β) από την εξίσου ισχυρή διάψευσή της μέσω της διαρκούς εξατομίκευσης.
Όσο όμως αρνούμαστε το τέλος μιας φάσης κάποιας σχέσης μας, είναι σαν να γαντζωνόμαστε από την ανομολόγητη ελπίδα για αιώνια ζωή μέσω της επιστροφής στην άχρονη μήτρα. Μια επιστροφή ανέφικτη, γιατί όλοι μας γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, και είναι απολύτως φυσικό η διαδρομή μας να ενέχει αλλεπάλληλους θανάτους, αποκλείοντας την επιστροφή στο νιρβάνα της αρχέγονης μήτρας που μας εμπεριείχε ως έμβρυα.
Η αποδοχή της θνητότητας και η ανάγκη της ζωής
Επίσης, αποδεχόμενοι κατά τις συναντήσεις μας με τον Άλλον το ταξίδι στη σπείρα προσδοκία (απόλυτη ένωση) και διάψευση (διαφοροποίηση), εξοικειωνόμαστε με τη θνητότητά μας. Μέσω τέτοιων «ασκήσεων θανάτου» μαθαίνουμε ότι δεν μπορούμε να πετυχαίνουμε το εκ της φύσεώς μας ανέφικτο. Όμως επίσης μαθαίνουμε να γευόμαστε γενναία το ρέοντα περιορισμένο χρόνο μας με την γλυκόπικρη γεύση της αληθινής ζωής - γεμάτης από πραγματικές και συμβολικές γέννες και θανάτους.
Έτσι, παραιτούμενοι από την επιδίωξη της αθανασίας, ζούμε δυνατά το παρόν μας. Επίσης, αυτή η διαρκώς εξελισσόμενη επανεγγραφή της βασικής δυναμικής του σεναρίου «ένωση - εξατομίκευση», μας εξοικειώνει με την πολλαπλών αναγκών και εγγενώς αντιφατική μας φύση, αφού όσο αβάσταχτη είναι η επιθυμία της ένωσης και η ανάγκη της συνάντησης με τον Άλλον, εξίσου αβάσταχτη είναι η ανάγκη μας για διαφοροποίηση.
Φαίνεται ότι, τελικά, κριτήριο μιας “καλής” σχέσης μας με τον Άλλον, δεν είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εγγύτητα, ούτε η οχύρωση μέσα σε πανοπλίες, αλλά ο χορός που περιλαμβάνει κίνηση προσέγγισης προς τον Άλλον «και» απομάκρυνσης από τον Άλλον.
Ο Άλλος λοιπόν, τόσο προστατευμένος και ανέφικτος μέσα στο άβατον της ετερότητάς του όσο και ενδεδυμένος την ανάγκη μας να τον συναντήσουμε, ενώ συμβολικά, ως αίσθηση και ιδέα κατοικεί διαρκώς, βαθιά μέσα μας, ταυτοχρόνως, πάντοτε μας διαφεύγει - με την έννοια του ότι εκ κατασκευής δεν μπορούμε να τον αλώνουμε, να τον εμπεριέχουμε.
Ο Άλλος επιμένει να είναι πάντα κάτι “άλλο” από εμάς, το οποίο δεν είχαμε (και δεν θα μπορούσαμε να έχουμε) ποτέ ολόκληρον, με την έννοια της αφομοίωσης - άρα, αφού ποτέ δεν τον κατέχουμε, δεν μπορούμε και ποτέ να τον χάσουμε κυριολεκτικά. Με αυτή τη λογική, κάθε βιαιότητα προς τον Άλλον, εκτός όλων των άλλων αιτιών, να ενέχει και ψήγματα κάποιου είδους υπαρξιακής οργής μας για την ετερότητά του. Για το ότι επιμένει να μας διαφεύγει όπως το νερό από τα δάχτυλά μας, ιδιαίτερα όσο επιμένουμε να τον κατακτήσουμε γραπώνοντάς τον, αντί να παραδινόμαστε διαισθητικά στη διαδικασία, την αμφιθυμία, τον πόνο και τη χαρά της συνάντησης μαζί του.
Θα έλεγα ότι: αγαπητός, μισητός ή αδιάφορος, απτός ή μνήμη που κατοικεί στον εγκέφαλο και εγχάραξε το σώμα, προσιτός ή απρόσιτος ή απλώς ως δυνατότητα συνάντησης, ο Άλλος είναι πάντα «εκεί», αλλά παραμένει χωρίς σαφές σχήμα και περίγραμμα, περίλαμπρος, μεγαλοπρεπής, αστραφτερός, ιδιότυπα παρών εν τη απουσία του...
Η έννοια της προδοσίας
Βέβαια, αυτή η προδοσία του Άλλου είναι πανάρχαια. Για την ακρίβεια, έχει αρχίσει ήδη να συντελείται προτού καν αντιληφθούμε με τη συνείδησή μας ότι υπάρχουμε. Ο πρώτος Άλλος, η μάνα (με την έννοια αυτού που μας φροντίζει ως βρέφη), έχει πολλαπλές επιδράσεις επάνω μας - επιδράσεις που δεν ελέγχουμε στο ελάχιστο ούτε ερωτηθήκαμε αν τις θέλουμε.
Καταρχάς, μας χαρίζει μέσα από τα μάτια της που μας κοιτούν καθώς σκύβει επάνω μας, τις πρώτες εικόνες ενός ολόκληρου κόσμου, όμως μεταμορφωμένου μέσα στο δικό της βλέμμα. Επίσης, μας επιστρέφει τις πρώτες αντανακλάσεις της ύπαρξής μας. Ταυτοχρόνως, εμφυτεύει μέσα μας τις κάθε είδους και απόχρωσης προσδοκίες της και μας τοποθετεί στην προκατασκευασμένη φάτνη που έχει ήδη ετοιμάσει για εμάς, επειδή ήδη μας φαντάστηκε προτού καν γεννηθούμε. Κι ακόμη, μόνο και μόνο που γίνεται καθρέφτης μας, σημαίνει πως είναι πια απέναντί μας, κάτι που επιβεβαιώνει πως μας έχει πια εκβράσει, πως μας έχει ωθήσει ανεπιστρεπτί σε μία διαρκή διαδικασία εξατομίκευσης.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν, η σχέση μας με τον πρώτο Άλλον, είναι η βίωση μιας πολλαπλής προδοσίας, λες και μόνο το γεγονός της γέννησής μας αποτελεί παράβαση, που άτυπα μάς καταλογίζεται και μάς τοποθετεί σε έναν προϋπάρχοντα διάδρομο ζωής, φτιαγμένο από τις προσδοκίες των Άλλων. Έτσι, τα βασικά στοιχεία της αρχέγονης και πολυεπίπεδης προδοσίας του πρώτου Άλλου, φαίνεται να επαναλαμβάνονται υπόγεια, σαν το σενάριο ενός επαναλαμβανόμενου έργου, όπου πρωταγωνιστούμε εμείς, με συμπρωταγωνιστές μας τα πρόσωπα όλων των υπόλοιπων Άλλων που συναντούμε μετά τη βρεφική ηλικία. Το σενάριο αυτό επαναλαμβάνεται, επειδή οι Άλλοι (λόγω των υπαρξιακών γνωρισμάτων του είδους μας και των τρόπων με τους οποίους συνθέτουμε την εμπειρία μας), δεν καταφέρνουν ποτέ, αξιωματικά, να επαναφέρουν την αίσθηση της απόλυτης ένωσης της προγεννητικής ζωής μας και να αναστρέψουν, να εξιλεώσουν, να καταργήσουν την αρχαία προδοσία της γέννησής μας.
Η άλλη διάσταση της προδοσίας
Ωστόσο αν και αυτή η πρωτογενής και διαρκής προδοσία του Άλλου φαντάζει ενίοτε ως αιώνια καταδίκη, ας δούμε μία βαθύτερη διάστασή της. Ξεκινώντας από την ίδια τη λέξη «προδίδω», ας μείνουμε στο ότι σημαίνει αθέτηση ηθικών υποχρεώσεων, υποσχέσεων, εγκατάλειψη αρχών, ιδεών για ιδιοτελείς σκοπούς. Με αφετηρία αυτήν ακριβώς τη σημασία, μπορούμε να σκεφτούμε πολλά.
Οπότε, η προδοσία του Άλλου στη ζωή, σημαίνει ότι βιώνουμε τον Άλλον ως προδότη γιατί διαψεύδει αυτά που εμείς, βαθύτερα και αυθαίρετα, προσμένουμε και θεωρούμε υποχρεωμένο τον Άλλον να μας δώσει - συνήθως μέσα από μία ιδανική, απόλυτη και αιώνια σχέση που εν πολλοίς θυμίζει τη σχέση μάνας - παιδιού σε ενήλικη εκδοχή. Και όσο, απολύτως φυσιολογικά, δεν υλοποιείται στην πραγματική ζωή η ιδανική σχέση με τον Άλλον, τον βιώνουμε ως προδότη και νιώθουμε την απομάκρυνση. Το αποτέλεσμα είναι να αρχίσουμε να στρεφόμαστε υγιώς προς τον Εαυτό μας, να βλέπουμε τι και πώς το κάνουμε όταν τείνουμε προς τον Άλλον, σχετιζόμαστε μαζί του και τον φορτώνουμε με τις προσδοκίες μας.
Ωστόσο, αναπόφευκτα, αποκτώντας αυτήν την επίγνωση της διαφοράς και της απόστασης, είναι σαν να προδίδουμε και ό,τι ήμασταν μέχρι τώρα εμείς οι ίδιοι καθώς και τις δικές μας προσδοκίες και εξιδανικεύσεις - πράγμα διόλου εύκολο και εξαιρετικά επώδυνο. Δηλαδή, αναγκαστικά, βιώνοντας την πραγματικότητα της διαφοράς μας από τον Άλλον στην πράξη του «τώρα» μας (χάριν της ιδιοτέλειας του παρόντος χρόνου μας), εγκαταλείπουμε το δικό μας «πριν». Ένα «πριν» συνήθως γεμάτο από άφθονες εξιδανικεύσεις και παραμυθένιες προσδοκίες περί του τι Παράδεισος θα προκύψει (ή θα έπρεπε να προκύπτει) κάθε φορά που σχετιζόμαστε με τον Άλλον.
Με δυο λόγια, η προδοσία του Άλλου στην πράξη της ζωής, μας ωθεί να αφήσουμε τις ψευδαισθήσεις, τους αντικατοπτρισμούς και ό,τι μάθαμε να πιστεύουμε για εμάς, τον Άλλον και για μία ιδανική και αιώνια σχέση.
Κατά έναν τρόπο, η αδυναμία της απόλυτης ένωσης (η οποία θα σήμαινε κατάργηση των διαφορών και της εξατομίκευσης) μας ωθεί σε μία νέα κατάσταση ύπαρξης: βιώνοντας το θάνατο μέσω της προδοσίας του Άλλου, προδίδουμε κι εμείς ό,τι ήμασταν για να ξανα-γεννηθούμε σε ένα άλλο επίπεδο.
Από την ένωση στην εξατομίκευση
Αντιλαμβάνομαι αυτήν την κίνηση σαν να ταξιδεύουμε διαρκώς ανάμεσα σε δύο πόλους: την ένωση και την εξατομίκευση και, σε κάθε διαδρομή, να προχωρούμε βαθύτερα, ώστε το οδοιπορικό μας στη ζωή, σε σχέση με τον Άλλον, να γίνεται σαν μία αενάως εξελισσόμενη σπείρα. Κάθε φορά, σε κάθε έλικα της σπείρας, αν βέβαια το επιτρέπουμε, μαθαίνουμε πολλά μέσω των όσων βιώνουμε.
Μαθαίνουμε να σεβόμαστε τον Άλλον ως μία αυτόνομη οντότητα, της οποίας ο προορισμός δεν είναι να ικανοποιεί τις δικές μας ανάγκες και τα δικά μας προαιώνια κενά. Μαθαίνουμε πώς να λαχταρούμε πολυδιάστατα τον Άλλον ως ένα ον πολύτιμο και μοναδικό, χωρίς να τον εξαφανίζουμε με την οργή μας, γιατί δεν μπορεί να μας «σώσει» καλύπτοντας τα τραύματα της ενηλικίωσής μας στη ζωή. Διδασκόμαστε πώς να τον κατανοούμε σε όλο και περισσότερα επίπεδα, να ξεχωρίζουμε όλο και περισσότερες λεπτομέρειες στο υφαντό της ύπαρξής του.
Επίσης, κάθε φορά, σε κάθε έλικα της σπείρας των συναντήσεών μας με τους Άλλους, ξανα-γεννιόμαστε και βαθαίνουμε τη σχέση με τον Εαυτό μας. Ταυτόχρονα, αναπτύσσουμε τις σχεσιακές μας δεξιότητες, βαθαίνουμε τη σχέση μας με τον Άλλον και του επιτρέπουμε όλο και περισσότερο να υπάρχει, τόσο μέσα στην ετερότητά του όσο και μαζί μας.
Και κάποια στιγμή, ίσως φτάνουμε στο σημείο να νιώσουμε ότι η σχέση με τον Άλλον δεν βρίσκεται ούτε στην ένωση ούτε στην εξατομίκευση, αλλά στο διαρκές «ταξίδι - σπείρα» ανάμεσά τους. Ότι πραγματική ζωή δεν είναι η ψευδαίσθηση αιωνιότητας στην αγκαλιά του Άλλου και ότι θάνατος δεν είναι η απελπισία της ερημιάς μας, διωγμένοι από τον Άλλον. Ότι η συνάντηση με τον Άλλον δεν είναι προορισμός και τέλος ενός οδοιπορικού, σχεδιασμένου για να ανακαλύψει τον ιδανικό Άλλον, αλλά σταθμός ενός πολύ ευρύτερου οδοιπορικού, με συνταξιδιώτη τον Άλλον.
Ωστόσο, σημειώνω ότι αυτή η συνεχής σπειροειδής κίνηση ανάμεσα στην ένωση και την εξατομίκευση, δεν σημαίνει αναγκαία διαρκείς χωρισμούς και διαρκή εξεύρεση διαφορετικών προσώπων. Αυτή η κίνηση, φυσιολογικά, δεν σταματά, ακόμα και στα πλαίσια μιας σχέσης που συνεχίζεται. Απλώς, η κάθε φάση ένωσης - εξατομίκευσης, σηματοδοτεί και ένα νέο κεφάλαιο της σχέσης.
Τέλος, ας μην ξεχνούμε ότι η μάνα που μας ωθεί στην εξατομίκευση γεννώντας μας, δεν το κάνει «επίτηδες». Η γέννησή μας είναι φυσική συνέπεια μεταβολής, αλλαγής. Αν μείνουμε περισσότερο εντός της μήτρας θα πεθάνουμε και εμείς και η ίδια η μάνα. Δηλαδή «πρέπει» απαραιτήτως να γεννηθούμε και, σε αναλογία, οι σχέσεις μας δεν γίνεται παρά να αλλάζουν - κάθε φάση πρέπει να τελειώνει (όπως η εμβρυϊκή μας ζωή έπρεπε να τελειώσει) για να «γεννά» την επόμενη.
Από αυτήν την άποψη, η ανάπτυξή μας γίνεται μία σπειροειδής κίνηση που περνά διαρκώς
(α) από την ισχυρή προσδοκία για απόλυτη ένωση και
(β) από την εξίσου ισχυρή διάψευσή της μέσω της διαρκούς εξατομίκευσης.
Όσο όμως αρνούμαστε το τέλος μιας φάσης κάποιας σχέσης μας, είναι σαν να γαντζωνόμαστε από την ανομολόγητη ελπίδα για αιώνια ζωή μέσω της επιστροφής στην άχρονη μήτρα. Μια επιστροφή ανέφικτη, γιατί όλοι μας γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, και είναι απολύτως φυσικό η διαδρομή μας να ενέχει αλλεπάλληλους θανάτους, αποκλείοντας την επιστροφή στο νιρβάνα της αρχέγονης μήτρας που μας εμπεριείχε ως έμβρυα.
Η αποδοχή της θνητότητας και η ανάγκη της ζωής
Επίσης, αποδεχόμενοι κατά τις συναντήσεις μας με τον Άλλον το ταξίδι στη σπείρα προσδοκία (απόλυτη ένωση) και διάψευση (διαφοροποίηση), εξοικειωνόμαστε με τη θνητότητά μας. Μέσω τέτοιων «ασκήσεων θανάτου» μαθαίνουμε ότι δεν μπορούμε να πετυχαίνουμε το εκ της φύσεώς μας ανέφικτο. Όμως επίσης μαθαίνουμε να γευόμαστε γενναία το ρέοντα περιορισμένο χρόνο μας με την γλυκόπικρη γεύση της αληθινής ζωής - γεμάτης από πραγματικές και συμβολικές γέννες και θανάτους.
Έτσι, παραιτούμενοι από την επιδίωξη της αθανασίας, ζούμε δυνατά το παρόν μας. Επίσης, αυτή η διαρκώς εξελισσόμενη επανεγγραφή της βασικής δυναμικής του σεναρίου «ένωση - εξατομίκευση», μας εξοικειώνει με την πολλαπλών αναγκών και εγγενώς αντιφατική μας φύση, αφού όσο αβάσταχτη είναι η επιθυμία της ένωσης και η ανάγκη της συνάντησης με τον Άλλον, εξίσου αβάσταχτη είναι η ανάγκη μας για διαφοροποίηση.
Φαίνεται ότι, τελικά, κριτήριο μιας “καλής” σχέσης μας με τον Άλλον, δεν είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εγγύτητα, ούτε η οχύρωση μέσα σε πανοπλίες, αλλά ο χορός που περιλαμβάνει κίνηση προσέγγισης προς τον Άλλον «και» απομάκρυνσης από τον Άλλον.
Ο Άλλος λοιπόν, τόσο προστατευμένος και ανέφικτος μέσα στο άβατον της ετερότητάς του όσο και ενδεδυμένος την ανάγκη μας να τον συναντήσουμε, ενώ συμβολικά, ως αίσθηση και ιδέα κατοικεί διαρκώς, βαθιά μέσα μας, ταυτοχρόνως, πάντοτε μας διαφεύγει - με την έννοια του ότι εκ κατασκευής δεν μπορούμε να τον αλώνουμε, να τον εμπεριέχουμε.
Ο Άλλος επιμένει να είναι πάντα κάτι “άλλο” από εμάς, το οποίο δεν είχαμε (και δεν θα μπορούσαμε να έχουμε) ποτέ ολόκληρον, με την έννοια της αφομοίωσης - άρα, αφού ποτέ δεν τον κατέχουμε, δεν μπορούμε και ποτέ να τον χάσουμε κυριολεκτικά. Με αυτή τη λογική, κάθε βιαιότητα προς τον Άλλον, εκτός όλων των άλλων αιτιών, να ενέχει και ψήγματα κάποιου είδους υπαρξιακής οργής μας για την ετερότητά του. Για το ότι επιμένει να μας διαφεύγει όπως το νερό από τα δάχτυλά μας, ιδιαίτερα όσο επιμένουμε να τον κατακτήσουμε γραπώνοντάς τον, αντί να παραδινόμαστε διαισθητικά στη διαδικασία, την αμφιθυμία, τον πόνο και τη χαρά της συνάντησης μαζί του.
Θα έλεγα ότι: αγαπητός, μισητός ή αδιάφορος, απτός ή μνήμη που κατοικεί στον εγκέφαλο και εγχάραξε το σώμα, προσιτός ή απρόσιτος ή απλώς ως δυνατότητα συνάντησης, ο Άλλος είναι πάντα «εκεί», αλλά παραμένει χωρίς σαφές σχήμα και περίγραμμα, περίλαμπρος, μεγαλοπρεπής, αστραφτερός, ιδιότυπα παρών εν τη απουσία του...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου