Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Η Αντιγόνη του Σοφοκλή ως πεδίο δοκιμασίας των σοφιστικών αντιλήψεων

Σοφοκλής και σοφιστές: διυλίζοντας νέες ιδέες
 
Πραγματευόμενος κανείς το έργο της «Αντιγόνης» μέσα από τη συγκυρία της συγγραφής της δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη μεγάλη επιρροή που άσκησε σε ηθικοκοινωνικό και πολιτικό επίπεδο το σύνολο των σοφιστών, που τότε είχε αρχίσει να εμφανίζεται στο προσκήνιο, για να εδραιωθεί συστηματικά στην αθηναϊκή κοινωνία το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π. Χ. Οι παρεμβάσεις τους αφορούν την εκπαίδευση, την πολιτική, την κοινωνία και τέλος την θρησκεία. Στα χρόνια του Σοφοκλή ο κύκλος των σοφιστών, με μπροστάρη των Πρωταγόρα, είχε καταστήσει σαφή τη δυναμική του στα πολιτικά πράγματα, καθώς, όπως φαίνεται και από το ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, ο Πρωταγόρας υποσχόταν ρητορική δεινότητα και ικανότητα πολιτικής διοίκησης στους μαθητές του (Πρωταγόρας, 318e: «Το μάθημα [το οποίο διδάσκω] είναι η εὐβουλία, η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο για τα θέματα που αφορούν τα οἰκεῖα, την ιδιωτική ζωή, πώς δηλαδή να διευθετεί κανείς με τον καλύτερο τρόπο τα ζητήματα του οἴκου του, όσο και για τα θέματα που αφορούν την πόλη, ώστε να είναι κανείς όσο γίνεται πιο ικανός να πράξει και να μιλήσει για τα πολιτικά θέματα»). Μέσα από τη διδασκαλία τους οι σοφιστές προκάλεσαν σημαντικές μεταβολές σε ποικίλους χώρους της σκέψης: μίλησαν με σκεπτικισμό για την ύπαρξη και την πολλαπλότητα της αλήθειας, πίστεψαν στη δύναμη και την πειθώ του λόγου μέσα από τον καλλωπισμό του, διέκριναν την αλήθεια από τη φαινομενικότητα, αμφισβήτησαν φύση και θεούς, τοποθέτησαν στο κέντρο της διδασκαλίας τους τον άνθρωπο και πληρώνονταν αδρά για αυτή τους την προσφορά. Ανέτρεψαν με λίγα λόγια πολλά από τα «νόμιμα» της εποχής και προκάλεσαν σωρεία αντιδράσεων. Στο έργο της «Οι μεγάλοι σοφιστές στην Αθήνα του Περικλή» η Jaqueline de Romilly αναφέρει για τους σοφιστές: «Είναι οι πρώτοι που ύψωσαν σε βασική αρχή τη σχετικότητα της γνώσης και που άνοιξαν τον δρόμο όχι μόνο για την ελεύθερη σκέψη, αλλά και για την απόλυτη αμφιβολία μπροστά στη μεταφυσική, την ηθική, τη θρησκεία… Ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στα απώτατα όρια του ορθολογισμού και του σκεπτικισμού» (Jaqueline de Romilly, 1994:337)
 
Παράλληλα με τη δράση του Πρωταγόρα ζει και συγγράφει ο Σοφοκλής (το 442 π.Χ. διδάσκεται η «Αντιγόνη» από τον Σοφοκλή, ενώ το 443 π.Χ. ο Πρωταγόρας απεσταλμένος του Περικλή πηγαίνει στους Θουρίους για να συγγράψει νόμους). Είναι , λοιπόν, μάρτυρας μιας ηθικής και κοινωνικής εξέλιξης που πυροδοτεί μια νέα πολυμορφία ιδεών: ο ορθός λόγος επανεξετάζει την παλιά αριστοκρατική ηθική. Το προσωπικό και κοινωνικό κοσμοείδωλο του καθενός επαναπροσδιορίζεται μέσα από νέες συγκρούσεις (κοινωνικό – ατομικό χρέος, θεϊκοί νόμοι- κρατικό δίκαιο), συγκρούσεις που αναπαράγουν οι σοφόκλειοι ήρωες και αυξάνουν τις απαιτήσεις για τον Αθηναίο θεατή καθιστώντας τον κριτή των καθηκόντων του. Η διύλιση, πάντως, του καινούριου από τη μεριά του Σοφοκλή είναι προσεκτική και η θέση του σε θέματα ηθικής αδιαπραγμάτευτη. Η στάση του απέναντι στους σοφιστές έχει αποτυπωθεί μέσα από τα λόγια του Busse: ο Σοφοκλής βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τους σοφιστές στον βαθμό που αυτοί τιμούν τη δημιουργικότητα του ανθρώπινου πνεύματος στη σφαίρα της πολιτιστικής προόδου, αλλά επίσης επιτίθεται εναντίον της ανηθικότητας αυτών, όταν αυτοί θεωρούν τον ηθικό νόμο μια δημιουργία της ιδιομορφίας του ανθρώπου και χωρίς ενδοιασμό θέτουν τον εαυτό τους πάνω από αυτόν. Μέσα στο έργο οι στίχοι και οι δραματικές καταστάσεις που εμπεριέχουν αιχμές κατά των σοφιστικών ιδεών σίγουρα ηχούσαν δυνατά στα αυτιά του υποψιασμένου αθηναϊκού ακροατηρίου. Η δυνατότητα παραπλάνησης των ακροατών μέσα από φραστικά στολίδια και η εύσχημη απόκρυψη της αλήθειας από τη μεριά των σοφιστών (τὸν ἥττω λόγον κρείττω) αποδίδεται πρωτίστως μέσα από τα λόγια του Κρέοντα στους στίχους 495-496, τα οποία, μάλιστα, αναφερόμενα σε λάθος αποδέκτη (σε μια Αντιγόνη που καθόλου δεν επεδίωξε να δημιουργήσει άλλες εντυπώσεις για τον εαυτό της και την πράξη της) από πομπό που τελεί σε πλάνη (ένας Κρέοντας που επιχειρεί να παρουσιάσει τη στέρηση της ταφής ως αδιαπραγμάτευτη πολιτική επιλογή), αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο τη σύγχυση μέσα από την οποία «απεργάζονται» οι σοφιστές τα τεχνάσματά τους: μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ.
 
Την ευκολία με την οποία χάνεται η αλήθεια (αιχμή κατά των σοφιστικών μεθόδων) καταδεικνύει και η αρχή του έργου: η επιδεικτική περιφρόνηση από μέρους της Αντιγόνης των νόμων της πόλης μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι έχει άδικο. Η εμφάνιση του Κρέοντα στη σκηνή με δώρο (από τον Σοφοκλή) έναν πρώτο στίχο γεμάτο από «πολύτιμες» για τον θεατή λέξεις με τεράστια ηθική διάσταση (στ. 162 ἄνδρες, τὰ μὲν δὴ πόλεος ἀσφαλῶς θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν) και προγραμματικές δηλώσεις που βρίθουν από μεγαλόπνοες πολιτικές ιδέες εύλογα προκαλεί την επιδοκιμασία ενός μέρους των θεατών, που εύκολα παγιδεύεται στη λεκτική αυτή πλεκτάνη. Ο Ανδρεάδης (1994) εντοπίζει στη ρήση αυτή του Κρέοντα (στ. 102-222) στοιχεία ηγέτη και ρήτορα του οποίου το υφάδι των λόγων δημιουργεί ένα δίχτυ από πειστικά φαινόμενα, εικόνες, συλλογισμούς ανθεκτικούς και ταυτοχρόνως έτοιμους να βουλιάξουν σαν τη μακρόβιο εικόνα του καραβιού της πόλεως που ταξίδεψε από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ρεμπώ και τον Έγκελς. Η σοφιστική δικαιολογία που επινοεί ο Κρέοντας για να έχει ήσυχη τη συνείδησή του σχετικά με το τέλος της Αντιγόνης στους στ. 889- 890 (ἡμεῖς γὰρ ἁγνοὶ τοὐπὶ τήνδε τὴν κόρην, μετοικίας δ᾽ οὖν τῆς ἄνω στερήσεται) ίσως του δίνει μια πρόσκαιρη ανακούφιση και σκεπάζει για λίγο την αλήθεια. Η αλήθεια και το δίκιο αποτελεί σε όλο το έργο ζητούμενο, καθεμιά από τις συγκρουόμενες πλευρές πιστεύει ότι τα κατέχει και προσκομίζει λογικά ή και λογικοφανή επιχειρήματα για να στηρίξει τις επιλογές του. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η αμήχανη στάση του χορού που δυσκολεύεται μέχρι το τέλος να πάρει ξεκάθαρη θέση καθιστώντας σαφή τη σχετικότητα των πραγμάτων και των καταστάσεων. Ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί ένα κατεξοχήν σοφιστικό εργαλείο, για να καταφερθεί εναντίον τους: παίζει με το παιχνίδι της ανατροπής των πρώτων εντυπώσεων (σταδιακή αποκάλυψη της σαθρής νομιμότητας που υπηρετεί ο Κρέων), που πέρα από την οικονομία του έργου εξυπηρετεί και την κοινωνικοπολιτική αποστολή του: θυμίζει στους συμπολίτες του ότι και στη ζωή, κυρίως, όμως, στον πολιτικό στίβο οι λαοπλάνοι αγύρτες είναι πολλοί, το πολιτικό αισθητήριο του λαού είναι συχνά εξασθενημένο και η αλήθεια χάνεται εύκολα από τα μάτια των ανθρώπων, όπως άλλωστε έχει χαθεί από τα μάτια του Κρέοντα και ίσως κάποιες στιγμές και από τα μάτια των θεατών.
 
Παράλληλα, η ευγενική καταγωγή, η επιμελημένη παιδεία του Σοφοκλή και ο συγχρωτισμός του με τον αριστοκρατικό, καλλιεργημένο κύκλο που ηγούνταν ο Κίμων δε θα μπορούσαν να μη διαμορφώσουν μια σθεναρή υπεράσπιση από μέρους του της δύναμης της φύσης στη ζωή και στην εξέλιξη του ατόμου. Οι αρετές για αυτόν είναι έμφυτες, κληρονομούνται, όπως άλλωστε θα υποστήριζε ο Πίνδαρος και φυσικά ο Σωκράτης, που στην «Πολιτεία» επιτάσσει «τάς τε βελτίστας φύσεις» (τις οποίες, βέβαια, συνδέει με την αριστοκρατία του πνεύματος και όχι της καταγωγής) στα πολιτικά τους καθήκοντα (Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται, 519b-d). Σε αυτή τη θέση οι σοφιστές ανθίστανται σθεναρά προτάσσοντας τη βελτιωτική δύναμη της παιδείας. Αυτοί ορθώνουν τη διδασκαλία τους εναντίον της φύσης και επικεντρώνονται στις δυνατότητες του ατόμου να διεκδικήσει και να καταφέρει πράγματα. Η Jaqueline de Romilly αναφέρεται στον νέο προβληματισμό που πυροδότησε το τολμηρό εγχείρημα των σοφιστών να θεωρούν ότι όλοι μπορούν να διδαχθούν τα αγαθά. Ο χώρος της φιλοσοφίας, αλλά και η τραγωδία και η ιστορία μπολιάζεται με αυτό το νέο θέμα και κατοπτρίζει την αίσθηση που προκαλούσε η εμπιστοσύνη των καινούριων δασκάλων στην επιτυχία της διδασκαλίας τους(Jaqueline de Romilly, 1994:83). Ο Σοφοκλής παρά την ανθρωποκεντρική του δημιουργική τάση φαίνεται ότι δεν μπορεί να απεμπλακεί εύκολα από πιεστικά ήθη της εποχής, όταν μέσα από το στόμα της Αντιγόνης απαιτείται μια στάση σύμπραξης από την Ισμήνη, που θα οφείλεται πέρα από τη θέληση στην ευγενική της καταγωγή (στ.37-38, οὕτως ἔχει σοι ταῦτα, καὶ δείξεις τάχα εἴτ᾽ εὐγενὴς πέφυκας εἴτ᾽ ἐσθλῶν κακή). Προσπαθεί να προασπίσει τις παραδοσιακές αξίες, που φαίνεται ότι κινδυνεύουν να ανατραπούν από τα νέα δεδομένα που παρέχει η διδασκαλία των σοφιστών στον χώρο της σκέψης.
 
Παράλληλα με τις αντιδράσεις του απέναντι στις ιδέες των σοφιστών η Αντιγόνη αποτελεί ένα έργο με έκδηλες τις επιρροές των τελευταίων πάνω στον δραματουργό. Το πρώτο στάσιμο με το περιεχόμενό του (ύμνος στον άνθρωπο) και μέσα από την αμφισημία του αποτελεί μια πρωταγόρεια σύλληψη μεταφερμένη στον έμμετρο λόγο της τραγωδίας από τον Σοφοκλή: ο χορός υμνεί τα θαύματα του πολιτισμού, τις τέχνες και τις τεχνικές που τον στηρίζουν, αλλά σκέφτεται και πόσο παράδοξη είναι η ανθρώπινη φύση που σύγκειται από αντιθέσεις, έχει την ικανότητα για το καλό και το κακό και μόνο ο νόμος μπορεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά. Ο Lesky (1997: 342-343) δε θεωρεί σύμπτωση ότι την εποχή της σοφιστικής σχετικοποίησης κάθε παράδοσης ένας ποιητής αντιπαραθέτει στην ασυγκράτητη ορμή του ανθρώπου για πρόοδο το αμετακίνητο κύρος κάποιων αξιών και επιδοκιμάζει τον συσχετισμό ανάμεσα στα δυο φαινόμενα. Πρόκειται για ένα τραγούδι με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, καθώς διερωτάται και αναζητά τον ὑψίπολιν και τον ἄπολιν χωρίς να δίνει απαντήσεις: νόμους γεραίρων χθονὸς θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν, ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν (στ.368-371). Η ευρύτητα μεταφράσεων των δυο όρων και η δυνατότητα του καθενός να σκιαγραφήσει διαφορετικά το πορτρέτο του ὑψίπολι και του ἄπολι τροφοδοτείται ακόμη περισσότερο από τη υπόθεση και την οικονομία του έργου: ποιος είναι ο ὑψίπολις και ποιος ο ἄπολις; Η Αντιγόνη, ο Κρέοντας ή ο Πολυνείκης; Ιδιαίτερα το νοηματικό πλάτος της έννοιας του άπολι σε συνδυασμό με τις προτεραιότητες και τον προσδιορισμό του ηθικά σωστού από κάθε θεατή σε μια εποχή ηθικών επανανοηματοδοτήσεων δημιουργεί ηθελημένα σύγχυση σε σχέση με τον αποδέκτη του όρου, μια σύγχυση που κεντρίζει την αμηχανία και την αγωνία του ακροατηρίου. Τα δεδομένα μαζί με τα συναισθήματα εναλλάσσονται «βασανιστικά» για το κοινό. Η αλήθεια βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα μα και αυτά τα ίδια τα φαινόμενα κρύβουν μια δική τους αλήθεια. Ο Αθηναίος προβληματίζεται, οι πολιτικοί όροι τίθενται σε συνεχή επαναδιαπραγμάτευση, νέα ερωτηματικά απαιτούν καινούριες απαντήσεις και κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη συμμετοχή των σοφιστών σε αυτές τις ζυμώσεις. Πολύ κοντά σε αυτά και η αμφισημία της λέξης δεινά στον πρώτο στίχο του πρώτου στάσιμου: πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει (στ.334). Το φοβερό, το θαυμάσιο, το βίαιο, το τρομακτικό συνυπάρχουν δυναμικά στο νοηματικό πλάτος του όρου και αποδίδουν τη διπλή διάσταση της ανθρώπινης εξέλιξης, την αρετή και την κακία. Και να που η δύναμη της σοφιστικής αμφισημίας γίνεται εργαλείο στα χέρια του Σοφοκλή, προκειμένου να εμφυσήσει μέσα από το θέατρο την αναγκαιότητα της πολιτικής σκέψης και να χαλιναγωγήσει τα πολιτικά ήθη της εποχής, δεδομένης της κορύφωσης της δημοκρατίας και της αθηναϊκής αλαζονείας με την οποία αυτή συνοδεύεται.
 
Μέσα σε αυτή τη δημοκρατική ατμόσφαιρα η επιρροή της ρητορικής όπως πυροδοτήθηκε από τους σοφιστές, βρίσκει την έκφρασή της μέσα από τη σοφόκλεια τραγωδία: όλο το κείμενο βρίθει από ρητορικά κονταροχτυπήματα ανάμεσα στους ήρωες, ο λόγος του Κρέοντα στους στ. 162-210 αποτελεί υπόδειγμα ρητορικού λόγου (Προοίμιο: 162-174, Διήγηση: 175-191, Απόδειξη: 192-206, Επίλογος: 207-210), με τη φωνή του Αίμονα ακούμε στους στ. 701-723 μια υποδειγματική (από πλευράς περιεχομένου και μορφής) απόπειρα πειθούς του Κρέοντα και είναι εμφανές το ρητορικό υπόστρωμα του λόγου του αγγελιαφόρου στους στίχους 1278-1322 κατά τον διάλογό του με τον Κρέοντα. Στον στίχο 687, γένοιτο μεντἂν χἀτέρῳ καλῶς ἔχον (θα μπορούσε, όμως, και κάποιος άλλος να έχει δίκιο) ο Σοφοκλής αποδέχεται και επιδοκιμάζει αρχές που ο Πρωταγόρας διακήρυττε μέσα από τη διδασκαλία του: η αρχή της πολυφωνίας στην πολιτική έκφραση, η κριτική εξέταση και η ενδεχόμενη αποδοχή της γνώμης των άλλων, η σχετικότητα της γνώμης αποτελούν προϋποθέσεις του εποικοδομητικού διαλόγου και καθιστούν μνημειακής αξίας τα λόγια του Αίμονα. Είναι πρόδηλη η τάση του Σοφοκλή να δεχτεί ιδέες που προάγουν το πνεύμα και εξελίσσουν τη δημοκρατία, ακόμη και αν αυτές διατυπώνονται από έναν κύκλο που χαρακτηρίζεται από την ανατροπή και την αμφισβήτηση των αρχών που με σύνεση υπηρέτησε ο ίδιος. Ύστερα από όλα αυτά είναι εμφανής η βαθιά ανησυχία με την οποία έζησε ο Σοφοκλής την ορμητική εξέλιξη της εποχής του, μια εξέλιξη που πυροδοτήθηκε από την πίστη σε ακλόνητες αξίες και σε θεσμούς που υπηρέτησε πιστά η πόλις-κράτος, με την παράλληλη αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών από τη μεριά των σοφιστών.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου