Στο πρώτο μείζον γραπτό μνημείο της Ελληνικής γραμματολογίας, την Ιλιάδα, οι Άβαντες της Εύβοιας εισέρχονται πολεμόχαροι και εν πλήρει εξαρτήσει, παραταγμένοι πίσω από τον αρχηγό τους, τον Ελεφήνορα, γιο του Χαλκώδοντα.
Μεταφράζω από το Β΄ της Ιλιάδας, στίχοι 536-545, όπου παρατάσσονται οι αρχηγοί των Αχαιών:
Κι εκείνοι που κατείχαν την Εύβοια, ξεφυσώντας μανιασμένα[1], οι Άβαντες,
την Χαλκίδα, την Ερέτρια, και την Ιστιαία με τα πολλά σταφύλια[2]
την παραθαλάσσια Κήρυνθο και την ψηλή πόλη του Δίου,
κι εκείνοι που κατείχαν την Κάρυστο, κι εκείνοι που κατοικούσαν τα Στύρα,
και σ’ αυτούς ηγεμόνευε ο Ελεφήνωρ, απόγονος του Άρη,
γιος του Χαλκώδοντα, αρχηγός των γενναίων Αβάντων.
Αυτόν ακολουθούσαν οι Άβαντες, γρήγοροι στα πόδια και τα μαλλιά μακριά πίσω[3]
ορμητικοί στον πόλεμο εκ του συστάδην, με προτεταμένα κοντάρια έτοιμοι
να ξεσκίσουν τους θώρακες στα στήθια των εχθρών,
και μαζί τον ακολουθούσαν και σαράντα καράβια μαύρα.
Ο Ελεφήνωρ σκοτώνεται στη μάχη, προς την αρχή της Ιλιάδας (στο Δ΄), και με μάλλον άδοξο θάνατο: την ώρα που πάει να γδύσει από τα άρματά του έναν νεκρό Τρώα (που τον είχε σκοτώσει άλλος), τον βρίσκει ένας Τρώας ακάλυπτο, του ρίχνει ένα βέλος και τον σκοτώνει, με αποτέλεσμα να γίνει νέα μάχη, για το δικό του πτώμα, πλέον:
Μεταφράζω από το Δ΄ της Ιλιάδας, στίχους 457-472.
Πρώτος ο Αντίλοχος σκότωσε τον πάνοπλο πολεμιστή των Τρώων,
τον Εχέπωλο, γιο του Θαλύση, λαμπρό ανάμεσα στους προμάχους,
και καθώς τον χτύπησε, πρώτα στην περικεφαλαία με την χαίτη από αλογότριχες,
η χάλκινη αιχμή καρφώθηκε στο μέτωπο, και πέρασε μέχρι μέσ’ απ’ το κόκαλο.
Κι εκείνου σκοτάδι του κάλυψε τα μάτια,
και γκρεμίστηκε σαν πύργος μέσα στην σφοδρή τη μάχη.
Και καθώς έπεσε[4], τον βούτηξε από τα πόδια ο βασιλιάς Ελεφήνορας,
ο γιος του Χαλκώδοντα, ο αρχηγός των γενναίων Αβάντων,
και τον τραβούσε έξω από την ακτίνα των βελών, στα γρήγορα να του αρπάξει τα όπλα.
Αλλά δεν βάστηξε πολύ η ορμή του.
Γιατί καθώς τον είδε να σέρνει τον νεκρό ο γενναίος Αγήνωρ,
κι εκεί που, σκύβοντας[5], άφησε εκτεθειμένα από την ασπίδα τα πλευρά του,
εκεί τον πέτυχε, με χάλκινο μυτερό βέλος,
και του’ λυσε τα μέλη.
Και καθώς του’ φυγε η ψυχή[6], γύρω του εκτυλίχθηκε
τρομερός αγώνας, ανάμεσα στους Τρώες και τους Αχαιούς,
κι εκείνοι πέφταν σαν λύκοι ο ένας πά’ στον άλλο
κι άνδρας σκότωνε τον άντρα.
Τα παραπάνω δεν συνιστούνε τον Ελεφήνορα ως πολεμιστή πρώτης γραμμής. Στις τρεις τάξεις των πολεμιστών που εμφανίζονται στην παραπάνω σκηνή, οι δύο, ο Αντίλοχος, που σκοτώνει τον Εχέπωλο, και ο Αγήνωρ, που σκοτώνει τον Ελεφήνορα, είναι υψηλότερης τάξης.
Ο Αντίλοχος είναι γιος του Νέστορα (ο Νέστορας τον θρηνεί ακόμα, έντεκα χρόνια μετά, στο γ΄ της Οδύσσειας) και, μετά τον θάνατο του Πάτροκλου, γίνεται ο στενότερος συνεργάτης του Αχιλλέα. Σκοτώνεται σε μια από τις τελευταίες μάχες του Τρωικού πολέμου (που περιγραφόταν στο χαμένο, για μας, έπος «Αιθιοπίδα»), με ηρωϊκό θάνατο, όχι τρέχοντας να γδύσει νεκρό, όπως εδώ ο Ελεφήνορας, αλλά να γλυτώσει τον πατέρα του, τον Νέστορα από την επίθεση του θηριώδους Αιθίοπα συμμάχου των Τρώων, του Μέμνονα. Σκοτώνει τον Αντίλοχο ο Μέμνονας, τρέχει ο Αχιλλέας, σκοτώνει τον Μέμνονα, παίρνει φαλάγγι τους Τρώες, φτάνει στις πύλες της Τροίας, κι εκεί τον σκοτώνει ο Απόλλων, με βέλος που του ρίχνει ο Πάρης. Γίνεται, βέβαια, μάχη για το σώμα του Αχιλλέα, το οποίο σώζουν ο Αίας και ο Οδυσσέας – οι οποίοι τσακώνονται, μετά, μεταξύ τους για τα όπλα του. Στο ακρωτήριο Σίγειο είχαν μαζί τους τάφους του Αχιλλέα, του Πάτροκλου και του Αντίλοχου, εκεί προσκύνησε ο Μεγαλέξανδρος περνώντας στην Μικρασία, εκεί και θυσιάζανε στους τρεις ήρωες ακόμα στα χρόνια του Στράβωνα[7].
Ούτε κι ο Αγήνωρ, που σκοτώνει εδώ τον Ελεφήνορα, είναι τυχαίος. Γιος του Αντήνορα – ο οποίος συμβούλευε σοφά τους Τρώες, όπως ο Νέστορας τους Αργείους – φτάνει να μονομαχήσει μέχρι και με τον Αχιλλέα, από τα χέρια του οποίου τον γλυτώνει, την τελευταία στιγμή, ο Απόλλων. Στην άλωση της Τροίας (η οποία περιγραφόταν στο, επίσης χαμένο για μας έπος «’Ιλίου πέρσις») πιθανώς τον σκοτώνει ο Νεοπτόλεμος.
Ο Εχέπωλος του Θαλύση που σκοτώνεται πρώτος εδώ, είναι, αντίθετα, ένα αναλώσιμο όνομα, χωρίς ιστορία, πέρα από τον θάνατό του από το κοντάρι του Αντίλοχου και τον θάνατο του Ελεφήνορα πάνω από το σώμα του.
Σε κάθε περίπτωση, η λεία, το πλιάτσικο, για το οποίο σκοτώνεται εδώ ο Ελεφήνωρ είναι απολύτως μέσα στα ήθη του πολέμου, και σ’ αυτό αρχηγός ήταν ο ίδιος ο Αχιλλέας (πλαζόμενοι κατά ληίδ’, όπη άρξειεν Αχιλλεύς, θα θυμάται αργότερα, ο Νέστωρ)[8].
Αν η Ιλιάδα εκτυλίσσεται στο ένατο έτος του πολέμου, ο Ελεφήνωρ εννιά χρόνια πολεμούσε, προφανώς ευδόκιμα, και μαζί και οι Άβαντές του, επαγγελματίες, πλέον, πολεμιστές, μένεα πνείοντες και με τα κεφάλια ξυρισμένα μπροστά και με χαίτες στο πίσω μέρος. Και στα εννιά χρόνια, ο Ελεφήνωρ σκοτώνεται, στο Δ΄ της Ιλιάδας. Οι Άβαντες, χωρίς τον αρχηγό τους, μείναν να πολεμούν μέχρι το τέλος, συμμετείχαν στην Ιλίου πέρσιν (στο δέκατο έτος) και, μετά την άλωση της Τροίας, μπήκαν στα πλοία τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, οπότε γνώρισαν τον δικό τους «νόστον λυγρόν»[9].
Για τον νόστο των Αβάντων του Ελεφήνορα μας ενημερώνει [10]:
Μετά δε την Ιλίου πόρθησιν Μενεσθεύς, Φείδιππός τε, και Άντιφος, και Ελεφήνωρ, και Φιλοκτήτης μέχρι Μίμαντος κοινή έπλευσαν.
Συνεπώς, μετά την πόρθηση του Ιλίου, ο Μενεσθέας, ο Φείδιππος, ο Άντιφος, ο Ελεφήνωρ και ο Φιλοκτήτης, προφανώς με τα πλοία τους και τους άντρες που τους μείναν ζωντανοί, και τα τρόπαιά τους[11], πλεύσανε μαζί μέχρι τον Μίμαντα.
Μίμας είναι ακρωτήριο της Μικρασίας, απέναντι από την Χίο. Εκεί χωρίζουν οι ομάδες των Ελλήνων.
Στο παραπάνω απόσπασμα φαίνεται σαν ο Ελεφήνωρ να ζει για να συμμετάσχει στην άλωση της Τροίας και να πάρει τον δρόμο της επιστροφής, αλλά το διευκρινίζει αμέσως μετά:
Ελεφήνορος δε αποθανόντος εν Τροία, οι συν αυτό εκριφθέντες περί τον Ιόνιον κόλπον, Απολλωνίαν ώκησαν την εν Ηπείρω.
Δηλαδή: και ενόψει του ότι ο Ελεφήνωρ είχε πεθάνει στην Τροία, οι συμπολεμιστές του, αφού ναυάγησαν σε κάποια ακτή του Ιονίου πελάγους, εγκαταστάθηκαν στην Απολλωνία της Ηπείρου.
Το ότι σε δύο προτάσεις, στην μία ο Ελεφήνωρ παρουσιάζεται ζωντανός και να επιστρέφει, και στην άλλη να έχει πεθάνει στην Τροία, δεν είναι να μας εκπλήσσει. Κι άλλοι ήρωες, στην μία μυθολογική παραλλαγή σκοτώνονται στην Τροία, σε άλλη εμφανίζονται να επιβιώνουν και να «επιστρέφουν», συχνά ιδρύοντας μια καινούργια πατρίδα, και μένοντας να πεθάνουν και να θαφτούνε (και) εκεί. Ανάμεσα στις παραλλαγές αυτές, η Ομηρική λειτουργεί ως οργανωτικός κανόνας, αφού τα ομηρικά έπη επιβάλλονται ως η πλέον γνωστή «πηγή» για το «τι συνέβη» πράγματι στα πρόσωπα της Τρωϊκής ιστορίας. Η διευκρίνιση, Ελεφήνορος δε αποθανόντος εν Τροία, δείχνει ότι και εδώ η κύρια παραλλαγή είναι αυτή που θέλει τον Ελεφήνορα να σκοτώνεται, όπως το αφηγείται ο Όμηρος στο Δ΄ της Ιλιάδας.
Οι Άβαντες του Ελεφήνορα θα αποτελέσουν μια από τις πλέον χαρακτηριστικές ομάδες πολεμιστών που θα περιπλανηθούν στον τότε γνωστό κόσμο χωρίς τον αρχηγό τους. Άλλες ομάδες που θα μνημονεύσουμε εδώ, είναι οι Λοκροί του Αίαντα του Λοκρού, μετά τον πνιγμό του τελευταίου βόρεια της Εύβοιας, και ο συγκινητικός μύθος για τους συντρόφους του Διομήδη που, μετά τον θάνατο του αρχηγού τους, μεταμορφώθηκαν σε γλαροπούλια – τα λεγόμενα και Diomedeae – και κάθε χρόνο μαζεύονταν και του περιποιόνταν τον τύμβο, καθαρίζοντάς τον από τα νεκρά φύλλα.
Στην ιστορία που μας διασώζεται, συνεπώς, οι Άβαντες του Ελεφήνορα εξόκειλαν στην Απολλωνία της Ιλλυρίας, τότε Ήπειρο, σήμερα στην Αλβανική ακτή. Εκεί, φαίνεται, αφού τα πλοία καταστράφηκαν, οι άντρες, οι μένεα πνέοντες πολεμιστές του Ελεφήνορα, χωρίς τον αρχηγό τους, μείναν για λίγο στην Ηπειρωτική Απολλωνία, με τους Ιλλυριούς.
Από κει και πέρα, την ιστορία μας διασώζει ο Στράβων (10.1.15)
Των δ’ εκ Τροίας επανιόντων Ευβοέων τινές εις Ιλλυριούς εκπεσόντες, αποβαίνονες οίκαδε δια της Μακεδονίες περί Έδεσσαν έμειναν, συμπολεμίσαντες τοις υποδεξαμένοις, καὶ ἔκτισαν πόλιν Εὔβοιαν.
Από τους Άβαντες του Ελεφήνορα, εκείνοι που εξόκειλαν στην Ιλλυρία, ξεκίνησαν με τα πόδια να γυρίσουν την Εύβοια. Καθώς περνούσαν από την Έδεσσα της Μακεδονίας, οι ντόπιοι τους κάλεσαν να πολεμήσουν στο πλευρό τους, σε κάποιον τοπικό πόλεμο που είχαν. Επαγγελματίες πολεμιστές … εμπειροπόλεμοι, βετεράνοι του Τρωικού πολέμου, οι Άβαντες του Ελεφήνορα, πολέμησαν, στο πλευρό των Εδεσσαίων, και νίκησαν, κι εκεί έμειναν με τους ντόπιους, κάναν, προφανώς, οικογένειες και έχτισαν μια πόλη, που την ονόμασαν Εύβοια, να τους θυμίζει την πατρίδα τους[12].
«Τινές» των εκ Τροίας επανιόντων Ευβοέων, λέει ο Στράβων. Εκτός από την Εύβοια της Μακεδονικής Έδεσσας, αναφέρονται κι άλλες. Εύβοια είχε, λέει ο Στράβων, και στην Σικελία, που έχτισαν οι Χαλκιδέοι. Στην Κέρκυρα και στην Λήμνο είχε επίσης πόλεις με αυτό το όνομα, και στο Άργος είχε ονομαστεί Εύβοια ένας λόφος[13].
Μπορούμε να δούμε στον χάρτη, έτσι, τους Άβαντες του Ελεφήνορα να σκορπίζονται, ταξιδεύοντας χωρίς τον αρχηγό τους, στις διάφορες περιοχές του αρχαίου γνωστού τότε κόσμου. Ένα νοητό δρομολόγιό του νόστου τους, με βάση τα δεδομένα του Στράβωνα, θα παρακολουθούσε τα σαράντα καράβια των Αβάντων της Ιλιάδας να φυλλορροούν σ’ ένα ταξίδι που παρακάμπτει την Εύβοια: στην Λήμνο θα πρέπει να φτάσαν πρώτα, μερικοί θα μείναν εκεί, στο Άργος[14], θα ονόμασαν «Εύβοια» τον λόφο όπου έστησαν τα παραπήγματά τους, στη συνέχεια θα περιέπλευσαν την Πελοπόννησο, σταματώντας κι αφήνοντας κόσμο στην Κέρκυρα, και φεύγοντας οι υπόλοιποι από εκεί, μπορούμε να τους δούμε να διασπώνται, ορισμένους να σαλπάρουν για βόρεια, ναυαγώντας στις απέναντι Ιλλυρικές ακτές, και είναι αυτοί που κατέληξαν στην Έδεσσα, πιθανώς ο κύριος όγκος τους, και ορισμένους προς τα δυτικά, να διαπλέουν την Αδριατική και να καταλήγουν – όπως τόσοι και τόσοι άλλοι ήρωες του Τρωικού πολέμου – στην Μεγάλη Ελλάδα – στην Σικελία και την Ιταλία.
Και όπου μέναν, χτίζαν πόλεις, που, από τη νοσταλγία της πατρίδας τους, τις ονόμαζαν Εύβοιες.
Δύο παρατηρήσεις εδώ: ο λυγρός νόστος των πορθητών της Τροίας – Αχαιών – είναι ο νόστος πολεμιστών που δεν είναι καλοδεχούμενοι στον τόπο τους, όταν γυρίσουν εκεί. Γι’ αυτό περιπλανώνται. Υπάρχει, βέβαια, η θύελλα που σκορπίζει τα πλοία βόρεια της Εύβοιας – από την οργή της Αθηνάς, για την βιαιότητα με την οποία οι Αχαιοί κατέστρεψαν την Τροία μόλις την κατέλαβαν – όπου πνίγεται ο βλάσφημος Αίαντας ο Λοκρός[15]. Όμως δεν εξηγεί η καταιγίδα αυτή τα πάντα. Ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα και πορθητής της Τροίας, με συμβουλή της γιαγιάς του της Θέτιδας, απέφυγε την θάλασσα, έκαψε τα πλοία του και επέστρεψε μέσω ξηράς. Ωστόσο, και εκείνου η πορεία (με-στο πλάι του-την Ανδρομάχη) είναι αυτή ενός αποίκου εις αναζήτηση γης για εγκατάσταση – περιπλανιέται στην Ελλάδα, βασιλεύει σε διάφορα μέρη, από την Μακεδονία μέχρι την Ήπειρο[16] περνώντας και από την Φθία, και συνεχίζει την περιπλάνησή του μέχρι που τον σκοτώνει στους Δελφούς ένας άλλος περιπλανώμενος – για διαφορετικό λόγο, εκείνος – ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα. Κι από τους πορθητές της Τροίας, όσοι φτάνουν νωρίς στον τόπο τους – όπως ο Διομήδης στο Άργος – διώχνονται, σε άλλους τόπους: εν τέλει, εκείνοι που εκπάτρισαν τους Τρώες, εκπάτρισαν μαζί και τους εαυτούς τους. Στις περιπλανήσεις τους εκείνες, Τρώες και Αχαιοί είναι συμφιλιωμένοι. Όταν, σε έναν ντόπιο πόλεμο της Ιταλίας, καλούν τον Διομήδη να πολεμήσει κατά των Τρώων, εκείνος δηλώνει ότι «έχει σκοτώσει αρκετούς Τρώες στη ζωή του» – και συμμαχεί με τους Τρώες. Στην γη που θα σκορπίσουν, Τρώες και Αχαιοί, θα χτίσουν πόλεις. Ορισμένες πόλεις χτίζονται μαζί, από Τρώες και Αχαιούς. Σε μια εκδοχή του μύθου, για παράδειγμα, που θέλει τον Οδυσσέα, μετά την μνηστηροφονία, να εκπατρίζεται και να πηγαίνει στην Ιταλία, την Ρώμη την χτίζουν μαζί ο Τρώας Αινείας και ο Οδυσσέας ο Ιθακήσιος.
Κι ακόμα: καθώς από τις αρχαίες πόλεις πολλές αναζητούσαν κάποιον μυθικό πρόγονο ανάμεσα στους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, έπαιρναν κάποιο από τα ονόματα της Ιλιάδας – ακόμα κι έναν δευτερεύοντα αρχηγό, και κάποιον που σκοτώνεται σε κάποια από τις φονικές μάχες του έπους – και τον ανακήρυσσαν ιδρυτή τους – και έδειχναν και τον τάφο του στα μέρη τους. Έτσι, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι τους Άβαντες του Ελεφήνορα – ή και τον Ελεφήνορα τον ίδιο – επέλεξαν να κηρύξουν οικιστές τους διάφορες πόλεις σε διάφορα μέρη της τότε Ελληνικής διασποράς. Σε κάθε περίπτωση, οι διάφορες Εύβοιες, που αναφέρει ο Στράβων, φαίνεται να αποτελούν ίχνη μιας πραγματικής οίκησης από Ευβοείς.
Μέσα σ’ αυτούς, από τους Άβαντες του Ελεφήνορα, εκείνοι που πόλεμον τολύπευσαν[17], κι αφού περιπλανήθηκαν ξεβράστηκαν στην ακτή της Ιλλυρίας, πλέον, χωρίς τα καράβια τους, χωρίς τον αρχηγό τους, αποφασίζουν να γυρίσουν στην Εύβοια, με τα πόδια και, κατεβαίνοντας στα Νότια, φτάνουν στην Έδεσσα (της Μακεδονίας), προσκαλούνται και συμμαχούν με τους ντόπιους σ’ έναν πόλεμό τους, νικούν και, επειδή τους αρέσει προφανώς το μέρος (γιατί όχι; νερά έχει, καταρράκτες, εύφορο έδαφος, ωραία θέα από τον Ψηλόνε Βράχο στον Λόγγο από κάτω, γεμάτο κυνήγι, λαγούς, μπεκάτσες, αγριογούρουνα – και όμορφες γυναίκες οι Εδεσσαίες), αποφασίζουν να μείνουν εκεί (πώς θα το βρίσκανε το νησί τους, αν γυρνούσαν; Θα είχε θέση γι’ αυτούς εκεί;) και αφομοιώνονται με τους ντόπιους, χτίζοντας και μια πόλη που την ονομάζουν Εύβοια, να τους θυμίζει την πατρίδα τους… μας μιλούν – με την δική τους ιστορία – απευθείας στην ψυχή μας.
Γιατί τώρα, σκεφτείτε ότι η οδός των Αβάντων έφτανε, από γη και θάλασσα, σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Από την άλλη μεριά, αν ψάξετε για μια οδό Αβάντων στην Έδεσσα, δεν έχει καν. Η ιστορία αυτή, εκεί, έχει ξεχαστεί.
Μόνο πού και πού, ως επ’ εσχάτων των χρόνων, κάποιος νεότερος Άβαντας ταξιδεύει στην Βόρεια Ελλάδα και παίρνει κάποια ωραία της Εδέσσης γυναίκα του[18], χωρίς, όπως φαίνεται, οι πρωταγωνιστές των νεωτέρων δρωμένων να έχουν πάντοτε συναίσθηση του ιστορικού τους αρχετύπου, της ιστορίας που επαναλαμβάνεται, λαθραία ακόμα κι απ’ τους ίδιους τους ήρωες της αναβίωσής της.
--------------------
[1] μένεα πνείοντες
[2] πολυστάφυλον
[3] όπιθεν κομόωντες
[4] ο Εχέπωλος,
[5] ο Ελεφήνορας
[6] του Ελεφήνορα.
[7] Περίπου 63 π.Χ. με 23 μ.Χ, δηλαδή περίπου στα χρόνια του Ιησού.
[8] Γυρνώντας πέρα δώθε για πλιάτσικο, με αρχηγό τον Αχιλλέα: γ΄ 106.
[9] α΄, 325-326, η θλιβερή επιστροφή των νικητών, ένα μοτίβο που δεσπόζει στην Οδύσσεια.
[10] Σχόλια στον Λυκόφρονα, 911.
[11] κτήματα … βαθυζώνους τε γυναίκας: τα λάφυρα και τις ασιάτισσες αιχμάλωτες, γ΄ 154.
[12] Οφείλω την ανασύνθεση της ιστορίας των Αβάντων του Ελεφήνορα στον Κακριδή – από τον Ε΄ τόμο της Ελληνικής Μυθολογίας της Εκδοτικής Αθηνών, 1990.
[13] ἦν δὲ καὶ ἐν Σικελίαι Εὔβοια Χαλκιδέων τῶν ἐκεῖ κτίσμα͵ ἣν Γέλων ἐξανέστησε͵ καὶ ἐγένετο φρούριον Συρακουσίων· καὶ ἐν Κερκύραι δὲ καὶ ἐν Λήμνωι τόπος ἦν Εὔβοια καὶ ἐν τῆι Ἀργείαι λόφος τις.
[14] Αφιλόξενο για ήρωες του Τρωικού πολέμου – ο βασιλιάς του, ο Διομήδης είχε ήδη διωχθεί κακήν κακώς από εκεί μόλις έφτασε, ο αρχιστράτηγος των Αχαιών, Αγαμέμνων, μόλις γύρισε κι αυτός, σκοτώθηκε με μπαμπεσιά από την γυναίκα του, δία Κληταιμνήστρη και τον δολομήτη εραστή της Αίγισθο.
[15] Αυτός, είχε βιάσει την Κασσάνδρα, σέρνοντάς την από το άγαλμα της Αθηνάς, όπου είχε καταφύγει για προστασία. Στην οργή της Αθηνάς για την ιεροσυλία αυτήν αποδίδεται η θύελλα που σκόρπισε τους Αχαιούς καθώς πλησίαζαν την Εύβοια – όπου πνίγηκε και ο Αίας ο Λοκρός, μεταξύ άλλων.
[16] Αυτός ήταν ο πρώτος Πύρρος της Ηπείρου, ήταν το άλλο του όνομα, από το πυρρό μαλλί του.
[17] επέζησαν του πολέμου (α΄ 245).
[18] Έστω, παλιννοστήσασα από τα ματωμένα χώματα της Μικρασίας – επιστροφή από τους Αλεξάνδρου του Φιλίππου και των Ελλήνων, πλην Λακεδαιμονίων – έτσι τονώθηκε, εξάλλου, και το Ελληνικό στοιχείο της νεότερης Μακεδονίας.
Μεταφράζω από το Β΄ της Ιλιάδας, στίχοι 536-545, όπου παρατάσσονται οι αρχηγοί των Αχαιών:
Κι εκείνοι που κατείχαν την Εύβοια, ξεφυσώντας μανιασμένα[1], οι Άβαντες,
την Χαλκίδα, την Ερέτρια, και την Ιστιαία με τα πολλά σταφύλια[2]
την παραθαλάσσια Κήρυνθο και την ψηλή πόλη του Δίου,
κι εκείνοι που κατείχαν την Κάρυστο, κι εκείνοι που κατοικούσαν τα Στύρα,
και σ’ αυτούς ηγεμόνευε ο Ελεφήνωρ, απόγονος του Άρη,
γιος του Χαλκώδοντα, αρχηγός των γενναίων Αβάντων.
Αυτόν ακολουθούσαν οι Άβαντες, γρήγοροι στα πόδια και τα μαλλιά μακριά πίσω[3]
ορμητικοί στον πόλεμο εκ του συστάδην, με προτεταμένα κοντάρια έτοιμοι
να ξεσκίσουν τους θώρακες στα στήθια των εχθρών,
και μαζί τον ακολουθούσαν και σαράντα καράβια μαύρα.
Ο Ελεφήνωρ σκοτώνεται στη μάχη, προς την αρχή της Ιλιάδας (στο Δ΄), και με μάλλον άδοξο θάνατο: την ώρα που πάει να γδύσει από τα άρματά του έναν νεκρό Τρώα (που τον είχε σκοτώσει άλλος), τον βρίσκει ένας Τρώας ακάλυπτο, του ρίχνει ένα βέλος και τον σκοτώνει, με αποτέλεσμα να γίνει νέα μάχη, για το δικό του πτώμα, πλέον:
Μεταφράζω από το Δ΄ της Ιλιάδας, στίχους 457-472.
Πρώτος ο Αντίλοχος σκότωσε τον πάνοπλο πολεμιστή των Τρώων,
τον Εχέπωλο, γιο του Θαλύση, λαμπρό ανάμεσα στους προμάχους,
και καθώς τον χτύπησε, πρώτα στην περικεφαλαία με την χαίτη από αλογότριχες,
η χάλκινη αιχμή καρφώθηκε στο μέτωπο, και πέρασε μέχρι μέσ’ απ’ το κόκαλο.
Κι εκείνου σκοτάδι του κάλυψε τα μάτια,
και γκρεμίστηκε σαν πύργος μέσα στην σφοδρή τη μάχη.
Και καθώς έπεσε[4], τον βούτηξε από τα πόδια ο βασιλιάς Ελεφήνορας,
ο γιος του Χαλκώδοντα, ο αρχηγός των γενναίων Αβάντων,
και τον τραβούσε έξω από την ακτίνα των βελών, στα γρήγορα να του αρπάξει τα όπλα.
Αλλά δεν βάστηξε πολύ η ορμή του.
Γιατί καθώς τον είδε να σέρνει τον νεκρό ο γενναίος Αγήνωρ,
κι εκεί που, σκύβοντας[5], άφησε εκτεθειμένα από την ασπίδα τα πλευρά του,
εκεί τον πέτυχε, με χάλκινο μυτερό βέλος,
και του’ λυσε τα μέλη.
Και καθώς του’ φυγε η ψυχή[6], γύρω του εκτυλίχθηκε
τρομερός αγώνας, ανάμεσα στους Τρώες και τους Αχαιούς,
κι εκείνοι πέφταν σαν λύκοι ο ένας πά’ στον άλλο
κι άνδρας σκότωνε τον άντρα.
Τα παραπάνω δεν συνιστούνε τον Ελεφήνορα ως πολεμιστή πρώτης γραμμής. Στις τρεις τάξεις των πολεμιστών που εμφανίζονται στην παραπάνω σκηνή, οι δύο, ο Αντίλοχος, που σκοτώνει τον Εχέπωλο, και ο Αγήνωρ, που σκοτώνει τον Ελεφήνορα, είναι υψηλότερης τάξης.
Ο Αντίλοχος είναι γιος του Νέστορα (ο Νέστορας τον θρηνεί ακόμα, έντεκα χρόνια μετά, στο γ΄ της Οδύσσειας) και, μετά τον θάνατο του Πάτροκλου, γίνεται ο στενότερος συνεργάτης του Αχιλλέα. Σκοτώνεται σε μια από τις τελευταίες μάχες του Τρωικού πολέμου (που περιγραφόταν στο χαμένο, για μας, έπος «Αιθιοπίδα»), με ηρωϊκό θάνατο, όχι τρέχοντας να γδύσει νεκρό, όπως εδώ ο Ελεφήνορας, αλλά να γλυτώσει τον πατέρα του, τον Νέστορα από την επίθεση του θηριώδους Αιθίοπα συμμάχου των Τρώων, του Μέμνονα. Σκοτώνει τον Αντίλοχο ο Μέμνονας, τρέχει ο Αχιλλέας, σκοτώνει τον Μέμνονα, παίρνει φαλάγγι τους Τρώες, φτάνει στις πύλες της Τροίας, κι εκεί τον σκοτώνει ο Απόλλων, με βέλος που του ρίχνει ο Πάρης. Γίνεται, βέβαια, μάχη για το σώμα του Αχιλλέα, το οποίο σώζουν ο Αίας και ο Οδυσσέας – οι οποίοι τσακώνονται, μετά, μεταξύ τους για τα όπλα του. Στο ακρωτήριο Σίγειο είχαν μαζί τους τάφους του Αχιλλέα, του Πάτροκλου και του Αντίλοχου, εκεί προσκύνησε ο Μεγαλέξανδρος περνώντας στην Μικρασία, εκεί και θυσιάζανε στους τρεις ήρωες ακόμα στα χρόνια του Στράβωνα[7].
Ούτε κι ο Αγήνωρ, που σκοτώνει εδώ τον Ελεφήνορα, είναι τυχαίος. Γιος του Αντήνορα – ο οποίος συμβούλευε σοφά τους Τρώες, όπως ο Νέστορας τους Αργείους – φτάνει να μονομαχήσει μέχρι και με τον Αχιλλέα, από τα χέρια του οποίου τον γλυτώνει, την τελευταία στιγμή, ο Απόλλων. Στην άλωση της Τροίας (η οποία περιγραφόταν στο, επίσης χαμένο για μας έπος «’Ιλίου πέρσις») πιθανώς τον σκοτώνει ο Νεοπτόλεμος.
Ο Εχέπωλος του Θαλύση που σκοτώνεται πρώτος εδώ, είναι, αντίθετα, ένα αναλώσιμο όνομα, χωρίς ιστορία, πέρα από τον θάνατό του από το κοντάρι του Αντίλοχου και τον θάνατο του Ελεφήνορα πάνω από το σώμα του.
Σε κάθε περίπτωση, η λεία, το πλιάτσικο, για το οποίο σκοτώνεται εδώ ο Ελεφήνωρ είναι απολύτως μέσα στα ήθη του πολέμου, και σ’ αυτό αρχηγός ήταν ο ίδιος ο Αχιλλέας (πλαζόμενοι κατά ληίδ’, όπη άρξειεν Αχιλλεύς, θα θυμάται αργότερα, ο Νέστωρ)[8].
Αν η Ιλιάδα εκτυλίσσεται στο ένατο έτος του πολέμου, ο Ελεφήνωρ εννιά χρόνια πολεμούσε, προφανώς ευδόκιμα, και μαζί και οι Άβαντές του, επαγγελματίες, πλέον, πολεμιστές, μένεα πνείοντες και με τα κεφάλια ξυρισμένα μπροστά και με χαίτες στο πίσω μέρος. Και στα εννιά χρόνια, ο Ελεφήνωρ σκοτώνεται, στο Δ΄ της Ιλιάδας. Οι Άβαντες, χωρίς τον αρχηγό τους, μείναν να πολεμούν μέχρι το τέλος, συμμετείχαν στην Ιλίου πέρσιν (στο δέκατο έτος) και, μετά την άλωση της Τροίας, μπήκαν στα πλοία τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, οπότε γνώρισαν τον δικό τους «νόστον λυγρόν»[9].
Για τον νόστο των Αβάντων του Ελεφήνορα μας ενημερώνει [10]:
Μετά δε την Ιλίου πόρθησιν Μενεσθεύς, Φείδιππός τε, και Άντιφος, και Ελεφήνωρ, και Φιλοκτήτης μέχρι Μίμαντος κοινή έπλευσαν.
Συνεπώς, μετά την πόρθηση του Ιλίου, ο Μενεσθέας, ο Φείδιππος, ο Άντιφος, ο Ελεφήνωρ και ο Φιλοκτήτης, προφανώς με τα πλοία τους και τους άντρες που τους μείναν ζωντανοί, και τα τρόπαιά τους[11], πλεύσανε μαζί μέχρι τον Μίμαντα.
Μίμας είναι ακρωτήριο της Μικρασίας, απέναντι από την Χίο. Εκεί χωρίζουν οι ομάδες των Ελλήνων.
Στο παραπάνω απόσπασμα φαίνεται σαν ο Ελεφήνωρ να ζει για να συμμετάσχει στην άλωση της Τροίας και να πάρει τον δρόμο της επιστροφής, αλλά το διευκρινίζει αμέσως μετά:
Ελεφήνορος δε αποθανόντος εν Τροία, οι συν αυτό εκριφθέντες περί τον Ιόνιον κόλπον, Απολλωνίαν ώκησαν την εν Ηπείρω.
Δηλαδή: και ενόψει του ότι ο Ελεφήνωρ είχε πεθάνει στην Τροία, οι συμπολεμιστές του, αφού ναυάγησαν σε κάποια ακτή του Ιονίου πελάγους, εγκαταστάθηκαν στην Απολλωνία της Ηπείρου.
Το ότι σε δύο προτάσεις, στην μία ο Ελεφήνωρ παρουσιάζεται ζωντανός και να επιστρέφει, και στην άλλη να έχει πεθάνει στην Τροία, δεν είναι να μας εκπλήσσει. Κι άλλοι ήρωες, στην μία μυθολογική παραλλαγή σκοτώνονται στην Τροία, σε άλλη εμφανίζονται να επιβιώνουν και να «επιστρέφουν», συχνά ιδρύοντας μια καινούργια πατρίδα, και μένοντας να πεθάνουν και να θαφτούνε (και) εκεί. Ανάμεσα στις παραλλαγές αυτές, η Ομηρική λειτουργεί ως οργανωτικός κανόνας, αφού τα ομηρικά έπη επιβάλλονται ως η πλέον γνωστή «πηγή» για το «τι συνέβη» πράγματι στα πρόσωπα της Τρωϊκής ιστορίας. Η διευκρίνιση, Ελεφήνορος δε αποθανόντος εν Τροία, δείχνει ότι και εδώ η κύρια παραλλαγή είναι αυτή που θέλει τον Ελεφήνορα να σκοτώνεται, όπως το αφηγείται ο Όμηρος στο Δ΄ της Ιλιάδας.
Οι Άβαντες του Ελεφήνορα θα αποτελέσουν μια από τις πλέον χαρακτηριστικές ομάδες πολεμιστών που θα περιπλανηθούν στον τότε γνωστό κόσμο χωρίς τον αρχηγό τους. Άλλες ομάδες που θα μνημονεύσουμε εδώ, είναι οι Λοκροί του Αίαντα του Λοκρού, μετά τον πνιγμό του τελευταίου βόρεια της Εύβοιας, και ο συγκινητικός μύθος για τους συντρόφους του Διομήδη που, μετά τον θάνατο του αρχηγού τους, μεταμορφώθηκαν σε γλαροπούλια – τα λεγόμενα και Diomedeae – και κάθε χρόνο μαζεύονταν και του περιποιόνταν τον τύμβο, καθαρίζοντάς τον από τα νεκρά φύλλα.
Στην ιστορία που μας διασώζεται, συνεπώς, οι Άβαντες του Ελεφήνορα εξόκειλαν στην Απολλωνία της Ιλλυρίας, τότε Ήπειρο, σήμερα στην Αλβανική ακτή. Εκεί, φαίνεται, αφού τα πλοία καταστράφηκαν, οι άντρες, οι μένεα πνέοντες πολεμιστές του Ελεφήνορα, χωρίς τον αρχηγό τους, μείναν για λίγο στην Ηπειρωτική Απολλωνία, με τους Ιλλυριούς.
Από κει και πέρα, την ιστορία μας διασώζει ο Στράβων (10.1.15)
Των δ’ εκ Τροίας επανιόντων Ευβοέων τινές εις Ιλλυριούς εκπεσόντες, αποβαίνονες οίκαδε δια της Μακεδονίες περί Έδεσσαν έμειναν, συμπολεμίσαντες τοις υποδεξαμένοις, καὶ ἔκτισαν πόλιν Εὔβοιαν.
Από τους Άβαντες του Ελεφήνορα, εκείνοι που εξόκειλαν στην Ιλλυρία, ξεκίνησαν με τα πόδια να γυρίσουν την Εύβοια. Καθώς περνούσαν από την Έδεσσα της Μακεδονίας, οι ντόπιοι τους κάλεσαν να πολεμήσουν στο πλευρό τους, σε κάποιον τοπικό πόλεμο που είχαν. Επαγγελματίες πολεμιστές … εμπειροπόλεμοι, βετεράνοι του Τρωικού πολέμου, οι Άβαντες του Ελεφήνορα, πολέμησαν, στο πλευρό των Εδεσσαίων, και νίκησαν, κι εκεί έμειναν με τους ντόπιους, κάναν, προφανώς, οικογένειες και έχτισαν μια πόλη, που την ονόμασαν Εύβοια, να τους θυμίζει την πατρίδα τους[12].
«Τινές» των εκ Τροίας επανιόντων Ευβοέων, λέει ο Στράβων. Εκτός από την Εύβοια της Μακεδονικής Έδεσσας, αναφέρονται κι άλλες. Εύβοια είχε, λέει ο Στράβων, και στην Σικελία, που έχτισαν οι Χαλκιδέοι. Στην Κέρκυρα και στην Λήμνο είχε επίσης πόλεις με αυτό το όνομα, και στο Άργος είχε ονομαστεί Εύβοια ένας λόφος[13].
Μπορούμε να δούμε στον χάρτη, έτσι, τους Άβαντες του Ελεφήνορα να σκορπίζονται, ταξιδεύοντας χωρίς τον αρχηγό τους, στις διάφορες περιοχές του αρχαίου γνωστού τότε κόσμου. Ένα νοητό δρομολόγιό του νόστου τους, με βάση τα δεδομένα του Στράβωνα, θα παρακολουθούσε τα σαράντα καράβια των Αβάντων της Ιλιάδας να φυλλορροούν σ’ ένα ταξίδι που παρακάμπτει την Εύβοια: στην Λήμνο θα πρέπει να φτάσαν πρώτα, μερικοί θα μείναν εκεί, στο Άργος[14], θα ονόμασαν «Εύβοια» τον λόφο όπου έστησαν τα παραπήγματά τους, στη συνέχεια θα περιέπλευσαν την Πελοπόννησο, σταματώντας κι αφήνοντας κόσμο στην Κέρκυρα, και φεύγοντας οι υπόλοιποι από εκεί, μπορούμε να τους δούμε να διασπώνται, ορισμένους να σαλπάρουν για βόρεια, ναυαγώντας στις απέναντι Ιλλυρικές ακτές, και είναι αυτοί που κατέληξαν στην Έδεσσα, πιθανώς ο κύριος όγκος τους, και ορισμένους προς τα δυτικά, να διαπλέουν την Αδριατική και να καταλήγουν – όπως τόσοι και τόσοι άλλοι ήρωες του Τρωικού πολέμου – στην Μεγάλη Ελλάδα – στην Σικελία και την Ιταλία.
Και όπου μέναν, χτίζαν πόλεις, που, από τη νοσταλγία της πατρίδας τους, τις ονόμαζαν Εύβοιες.
Δύο παρατηρήσεις εδώ: ο λυγρός νόστος των πορθητών της Τροίας – Αχαιών – είναι ο νόστος πολεμιστών που δεν είναι καλοδεχούμενοι στον τόπο τους, όταν γυρίσουν εκεί. Γι’ αυτό περιπλανώνται. Υπάρχει, βέβαια, η θύελλα που σκορπίζει τα πλοία βόρεια της Εύβοιας – από την οργή της Αθηνάς, για την βιαιότητα με την οποία οι Αχαιοί κατέστρεψαν την Τροία μόλις την κατέλαβαν – όπου πνίγεται ο βλάσφημος Αίαντας ο Λοκρός[15]. Όμως δεν εξηγεί η καταιγίδα αυτή τα πάντα. Ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα και πορθητής της Τροίας, με συμβουλή της γιαγιάς του της Θέτιδας, απέφυγε την θάλασσα, έκαψε τα πλοία του και επέστρεψε μέσω ξηράς. Ωστόσο, και εκείνου η πορεία (με-στο πλάι του-την Ανδρομάχη) είναι αυτή ενός αποίκου εις αναζήτηση γης για εγκατάσταση – περιπλανιέται στην Ελλάδα, βασιλεύει σε διάφορα μέρη, από την Μακεδονία μέχρι την Ήπειρο[16] περνώντας και από την Φθία, και συνεχίζει την περιπλάνησή του μέχρι που τον σκοτώνει στους Δελφούς ένας άλλος περιπλανώμενος – για διαφορετικό λόγο, εκείνος – ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα. Κι από τους πορθητές της Τροίας, όσοι φτάνουν νωρίς στον τόπο τους – όπως ο Διομήδης στο Άργος – διώχνονται, σε άλλους τόπους: εν τέλει, εκείνοι που εκπάτρισαν τους Τρώες, εκπάτρισαν μαζί και τους εαυτούς τους. Στις περιπλανήσεις τους εκείνες, Τρώες και Αχαιοί είναι συμφιλιωμένοι. Όταν, σε έναν ντόπιο πόλεμο της Ιταλίας, καλούν τον Διομήδη να πολεμήσει κατά των Τρώων, εκείνος δηλώνει ότι «έχει σκοτώσει αρκετούς Τρώες στη ζωή του» – και συμμαχεί με τους Τρώες. Στην γη που θα σκορπίσουν, Τρώες και Αχαιοί, θα χτίσουν πόλεις. Ορισμένες πόλεις χτίζονται μαζί, από Τρώες και Αχαιούς. Σε μια εκδοχή του μύθου, για παράδειγμα, που θέλει τον Οδυσσέα, μετά την μνηστηροφονία, να εκπατρίζεται και να πηγαίνει στην Ιταλία, την Ρώμη την χτίζουν μαζί ο Τρώας Αινείας και ο Οδυσσέας ο Ιθακήσιος.
Κι ακόμα: καθώς από τις αρχαίες πόλεις πολλές αναζητούσαν κάποιον μυθικό πρόγονο ανάμεσα στους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, έπαιρναν κάποιο από τα ονόματα της Ιλιάδας – ακόμα κι έναν δευτερεύοντα αρχηγό, και κάποιον που σκοτώνεται σε κάποια από τις φονικές μάχες του έπους – και τον ανακήρυσσαν ιδρυτή τους – και έδειχναν και τον τάφο του στα μέρη τους. Έτσι, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι τους Άβαντες του Ελεφήνορα – ή και τον Ελεφήνορα τον ίδιο – επέλεξαν να κηρύξουν οικιστές τους διάφορες πόλεις σε διάφορα μέρη της τότε Ελληνικής διασποράς. Σε κάθε περίπτωση, οι διάφορες Εύβοιες, που αναφέρει ο Στράβων, φαίνεται να αποτελούν ίχνη μιας πραγματικής οίκησης από Ευβοείς.
Μέσα σ’ αυτούς, από τους Άβαντες του Ελεφήνορα, εκείνοι που πόλεμον τολύπευσαν[17], κι αφού περιπλανήθηκαν ξεβράστηκαν στην ακτή της Ιλλυρίας, πλέον, χωρίς τα καράβια τους, χωρίς τον αρχηγό τους, αποφασίζουν να γυρίσουν στην Εύβοια, με τα πόδια και, κατεβαίνοντας στα Νότια, φτάνουν στην Έδεσσα (της Μακεδονίας), προσκαλούνται και συμμαχούν με τους ντόπιους σ’ έναν πόλεμό τους, νικούν και, επειδή τους αρέσει προφανώς το μέρος (γιατί όχι; νερά έχει, καταρράκτες, εύφορο έδαφος, ωραία θέα από τον Ψηλόνε Βράχο στον Λόγγο από κάτω, γεμάτο κυνήγι, λαγούς, μπεκάτσες, αγριογούρουνα – και όμορφες γυναίκες οι Εδεσσαίες), αποφασίζουν να μείνουν εκεί (πώς θα το βρίσκανε το νησί τους, αν γυρνούσαν; Θα είχε θέση γι’ αυτούς εκεί;) και αφομοιώνονται με τους ντόπιους, χτίζοντας και μια πόλη που την ονομάζουν Εύβοια, να τους θυμίζει την πατρίδα τους… μας μιλούν – με την δική τους ιστορία – απευθείας στην ψυχή μας.
Γιατί τώρα, σκεφτείτε ότι η οδός των Αβάντων έφτανε, από γη και θάλασσα, σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Από την άλλη μεριά, αν ψάξετε για μια οδό Αβάντων στην Έδεσσα, δεν έχει καν. Η ιστορία αυτή, εκεί, έχει ξεχαστεί.
Μόνο πού και πού, ως επ’ εσχάτων των χρόνων, κάποιος νεότερος Άβαντας ταξιδεύει στην Βόρεια Ελλάδα και παίρνει κάποια ωραία της Εδέσσης γυναίκα του[18], χωρίς, όπως φαίνεται, οι πρωταγωνιστές των νεωτέρων δρωμένων να έχουν πάντοτε συναίσθηση του ιστορικού τους αρχετύπου, της ιστορίας που επαναλαμβάνεται, λαθραία ακόμα κι απ’ τους ίδιους τους ήρωες της αναβίωσής της.
--------------------
[1] μένεα πνείοντες
[2] πολυστάφυλον
[3] όπιθεν κομόωντες
[4] ο Εχέπωλος,
[5] ο Ελεφήνορας
[6] του Ελεφήνορα.
[7] Περίπου 63 π.Χ. με 23 μ.Χ, δηλαδή περίπου στα χρόνια του Ιησού.
[8] Γυρνώντας πέρα δώθε για πλιάτσικο, με αρχηγό τον Αχιλλέα: γ΄ 106.
[9] α΄, 325-326, η θλιβερή επιστροφή των νικητών, ένα μοτίβο που δεσπόζει στην Οδύσσεια.
[10] Σχόλια στον Λυκόφρονα, 911.
[11] κτήματα … βαθυζώνους τε γυναίκας: τα λάφυρα και τις ασιάτισσες αιχμάλωτες, γ΄ 154.
[12] Οφείλω την ανασύνθεση της ιστορίας των Αβάντων του Ελεφήνορα στον Κακριδή – από τον Ε΄ τόμο της Ελληνικής Μυθολογίας της Εκδοτικής Αθηνών, 1990.
[13] ἦν δὲ καὶ ἐν Σικελίαι Εὔβοια Χαλκιδέων τῶν ἐκεῖ κτίσμα͵ ἣν Γέλων ἐξανέστησε͵ καὶ ἐγένετο φρούριον Συρακουσίων· καὶ ἐν Κερκύραι δὲ καὶ ἐν Λήμνωι τόπος ἦν Εὔβοια καὶ ἐν τῆι Ἀργείαι λόφος τις.
[14] Αφιλόξενο για ήρωες του Τρωικού πολέμου – ο βασιλιάς του, ο Διομήδης είχε ήδη διωχθεί κακήν κακώς από εκεί μόλις έφτασε, ο αρχιστράτηγος των Αχαιών, Αγαμέμνων, μόλις γύρισε κι αυτός, σκοτώθηκε με μπαμπεσιά από την γυναίκα του, δία Κληταιμνήστρη και τον δολομήτη εραστή της Αίγισθο.
[15] Αυτός, είχε βιάσει την Κασσάνδρα, σέρνοντάς την από το άγαλμα της Αθηνάς, όπου είχε καταφύγει για προστασία. Στην οργή της Αθηνάς για την ιεροσυλία αυτήν αποδίδεται η θύελλα που σκόρπισε τους Αχαιούς καθώς πλησίαζαν την Εύβοια – όπου πνίγηκε και ο Αίας ο Λοκρός, μεταξύ άλλων.
[16] Αυτός ήταν ο πρώτος Πύρρος της Ηπείρου, ήταν το άλλο του όνομα, από το πυρρό μαλλί του.
[17] επέζησαν του πολέμου (α΄ 245).
[18] Έστω, παλιννοστήσασα από τα ματωμένα χώματα της Μικρασίας – επιστροφή από τους Αλεξάνδρου του Φιλίππου και των Ελλήνων, πλην Λακεδαιμονίων – έτσι τονώθηκε, εξάλλου, και το Ελληνικό στοιχείο της νεότερης Μακεδονίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου