Στις μέρες μας και στην κοινωνία μας, η έννοια της αυτοεκτίμησης είναι ο βασικός δείκτης σε σχέση με το αν νιώθει κανείς καλά με τον εαυτό του, ενώ τα άρθρα για την αυτοεκτίμηση φαίνεται πολλές φορές να δίνουν μια λίστα συμβουλών για την ενίσχυση της, όπως «γίνε γενναιόδωρος με τον εαυτό σου», ή «βρες ενδιαφέροντα» ή «μη συγκρίνεσαι με τους άλλους».
Αν ρίξει κανείς μια κοντινότερη ματιά όμως, θα διαπιστώσει πως αυτή η έννοια έχει στο κέντρο της ως βασικό κριτήριο την «αξιολόγηση», κάτι που τελικά κινεί τον άνθρωπο με έναν πολύ στυγνό τρόπο προς στην τελειότητα, με αποτέλεσμα όλες αυτές οι συμβουλές να αυτό-αναιρούνται από την ίδια την ουσία της αυτοεκτίμησης και του κόσμου που χτίζεται γύρω της.
Αρχικά, ο ίδιος ο ορισμός της αυτοεκτίμησης ενέχει την αυτό-αξιολόγηση του εαυτού (πόσο καλός είμαι), και την αξιολόγηση των άλλων για τον εαυτό (πόσο καλό με βλέπουν). Αυτή η έννοια έχει χτιστεί και επενδυθεί κοινωνικά στον πυρήνα της με την ιδέα πως για να αξίζω για εμένα και για τους άλλους πρέπει να «είμαι καλός». Στις δυτικές κοινωνίες λοιπόν, που η αποδοτικότητα, η παραγωγικότητα και το κέρδος είναι βασικές αξίες της ζωής, δημιουργείται αυτό το κριτήριο για την αξιολόγηση του εαυτού. Για να αξίζω και να έχω μια καλή εικόνα του εαυτού μου πρέπει να είμαι αποδοτικός, άρα οι επιτυχίες μου εξασφαλίζουν μια υψηλή αυτοεκτίμηση. Αυτή όλη η υπερπροσπάθεια δε, και η ψυχική πίεση που εναποθέτει κανείς για να μπορεί να πιάνει το στόχο της αποδοτικότητας συνδέεται με ψυχοσωματικά συμπτώματα, υπερκόπωση, burnout και καρδιαγγειακές ασθένειες, στοιχίζοντας τελικά και στην υγεία.
Είναι δύσκολο λοιπόν, να πραγματωθεί στο εσωτερικό της αυτοεκτίμησης η συμβουλή «μην αξιολογείς συγκριτικά τον εαυτό σου» ή «αγάπα τον εαυτό σου», όταν η σύγκριση είναι ο βασικός μηχανισμός που ενεργοποιείται για να μετρήσει το άτομο αν είναι αρκετά αποδοτικό ή αν πρέπει να κατακτήσει κι άλλες επιτυχίες. Είναι «κόντρα ρόλος» το να αγαπήσω τον εαυτό μου όπως είναι, αν δεν μπορώ να δω και να αντιμετωπίσω ότι δεν μπορώ πάντα να πετυχαίνω και να αποδίδω.
Προτείνεται λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, η έννοια της αυτό-συμπόνιας, που ενέχει μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στον εαυτό, τη στάση της φροντίδας.
Η λέξη συν-πονώ, σχετίζεται άμεσα με τη συμβίωση και την επαφή με τον πόνου. Η στάση απέναντι στον πόνο δεν είναι αποφευκτική, δεν ενεργοποιεί μηχανισμούς αποφυγής του, αλλά αντίθετα το άτομο μπορεί να σταθεί στον πόνο. Δεν τον φοβάται, τον ακουμπά, τον αποδέχεται ως μέρος της ζωής του με κατανόηση. Δεν χρειάζεται έτσι να αποφύγουμε τον πόνο, να τον κρύψουμε, να τον επικρίνουμε και να τον τοποθετήσουμε εκτός του εαυτού μας, αλλά μπορούμε να τον κατανοήσουμε και τελικά να τον φροντίσουμε. Να τον φροντίσουμε, όχι στα πλαίσια της φιλανθρωπίας και της φιλευσπλαχνίας, όπου κάποιος λυπάται για τον συνάνθρωπο και προσφέρει. Αυτό θα υπονοούσε πως ο δυνατός άνθρωπος προσφέρει και προσθέτει στον αδύναμο, κάτι που θα ταίριαζε περισσότερο στον όρο της αυτοεκτίμησης. Αντίθετα, έχοντας κατά νου το ατελές της ανθρώπινης φύσης και τον πόνο ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, μπορούμε να σταθούμε καλύτερα στον πόνο. Γιατί ο πόνος είναι απλά πόνος, δεν υπονοεί κάτι άλλο, δεν κρύβει απαραίτητα το υπερμέγεθες πλήγωμα μιας εικόνας που διαψεύδεται και κατ` επέκταση την επαφή με πλευρές μας που ποτέ δεν θελήσαμε να δούμε και να συνειδητοποιήσουμε, γιατί είναι «αδύναμες», «άχρηστες», «κακές» και τελικά όχι όπως θα τις θέλαμε αν μπορούσαμε να είμαστε τέλειοι.
Αντίστοιχα, το λάθος δεν είναι ένα τραγικό γεγονός που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με σκληρότητα και επίκριση ως άμεσα σχετιζόμενο με την αξία του εαυτού. Αντιθέτως το άτομο αντιλαμβάνεται το λάθος και την ατυχία σαν ένα αρμονικό κομμάτι της ζωής, στα πλαίσια της «κοινής ανθρώπινης σφαλερότητας», όπως το ονομάζουν οι θεωρητικοί. Και έτσι το λάθος, η ατυχία και ο πόνος, ή η αδυναμία και η δυσκολία δεν βιώνεται ως κάτι το εξαιρετικό ενώ η αυστηρότητα, που υπαγορεύει πως πρέπει να είμαστε τα τέλεια όντα που τα καταφέρνουμε και τα αντέχουμε όλα, μαλακώνει. Μαλακώνει, όχι με την έννοια πως αντέχω να δω τα λάθη με την υποσημείωση ότι δεν πρέπει να τα ξανακάνω, αλλά υπό την έννοια της αναγνώρισης των ορίων μου και των περιορισμών μου.
Αν μπορούσαμε να πούμε κάτι χονδρικά, η αυτοεκτίμηση και η κοινωνία μας φτιάχνει επιζητά και ανταμείβει τους νάρκισσους, ανθρώπους αφοσιωμένους συνειδητά ή και ασυνείδητα στην προσπάθεια να φτάσουν μια εξιδανικευμένη και κατά κοινή ομολογία άφταστη αυτοεικόνα. Όσες βελτιώσεις και να κάνουμε σε αυτή την οπτική της κοινωνίας, προσθέτοντας το «αγάπα τον εαυτό σου», κάνουμε την ίδια την αγάπη για τον εαυτό ένα επίτευγμα που πρέπει να κατακτηθεί. Ενώ τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η αποδοχή του εαυτού ενέχει μια διαφορετική στάση απέναντι στην ύπαρξη, είναι το κοίταγμα από μια διαφορετική γωνιά του κόσμου. Κι αν δεν έχει τελικά τόση σημασία η λέξη που θα χρησιμοποιήσουμε, έχει μεγάλη σημασία το συμπυκνωμένο νόημα που της έχουν δώσει η κοινωνία, η οικογένεια μας, ο περίγυρος μας και τελικά εμείς οι ίδιοι. Κι είναι ακόμη πιο σημαντικό να αρχίσουμε να βλέπουμε σιγά σιγά που στεκόμαστε, πόσο άκαμπτη είναι η δική μας ιδεατή εικόνα, πόσο αποδεχόμαστε τα λάθη μας, τον πόνο μας και τον εαυτό μας, πόσο αποδεχόμαστε τα λάθη και τον πόνο των κοντινών μας. Γιατί τελικά αν τα δούμε σιγά σιγά όλα αυτά, μπορεί να δημιουργήσουμε χώρο και για τις ανάγκες μας, δίχως προϋποθέσεις. Γιατί τελικά μπορεί να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν «αξίζω επειδή είμαι καλός», αλλά «αξίζω επειδή υπάρχω». Τόσο απλά…
Αν ρίξει κανείς μια κοντινότερη ματιά όμως, θα διαπιστώσει πως αυτή η έννοια έχει στο κέντρο της ως βασικό κριτήριο την «αξιολόγηση», κάτι που τελικά κινεί τον άνθρωπο με έναν πολύ στυγνό τρόπο προς στην τελειότητα, με αποτέλεσμα όλες αυτές οι συμβουλές να αυτό-αναιρούνται από την ίδια την ουσία της αυτοεκτίμησης και του κόσμου που χτίζεται γύρω της.
Αρχικά, ο ίδιος ο ορισμός της αυτοεκτίμησης ενέχει την αυτό-αξιολόγηση του εαυτού (πόσο καλός είμαι), και την αξιολόγηση των άλλων για τον εαυτό (πόσο καλό με βλέπουν). Αυτή η έννοια έχει χτιστεί και επενδυθεί κοινωνικά στον πυρήνα της με την ιδέα πως για να αξίζω για εμένα και για τους άλλους πρέπει να «είμαι καλός». Στις δυτικές κοινωνίες λοιπόν, που η αποδοτικότητα, η παραγωγικότητα και το κέρδος είναι βασικές αξίες της ζωής, δημιουργείται αυτό το κριτήριο για την αξιολόγηση του εαυτού. Για να αξίζω και να έχω μια καλή εικόνα του εαυτού μου πρέπει να είμαι αποδοτικός, άρα οι επιτυχίες μου εξασφαλίζουν μια υψηλή αυτοεκτίμηση. Αυτή όλη η υπερπροσπάθεια δε, και η ψυχική πίεση που εναποθέτει κανείς για να μπορεί να πιάνει το στόχο της αποδοτικότητας συνδέεται με ψυχοσωματικά συμπτώματα, υπερκόπωση, burnout και καρδιαγγειακές ασθένειες, στοιχίζοντας τελικά και στην υγεία.
Είναι δύσκολο λοιπόν, να πραγματωθεί στο εσωτερικό της αυτοεκτίμησης η συμβουλή «μην αξιολογείς συγκριτικά τον εαυτό σου» ή «αγάπα τον εαυτό σου», όταν η σύγκριση είναι ο βασικός μηχανισμός που ενεργοποιείται για να μετρήσει το άτομο αν είναι αρκετά αποδοτικό ή αν πρέπει να κατακτήσει κι άλλες επιτυχίες. Είναι «κόντρα ρόλος» το να αγαπήσω τον εαυτό μου όπως είναι, αν δεν μπορώ να δω και να αντιμετωπίσω ότι δεν μπορώ πάντα να πετυχαίνω και να αποδίδω.
Προτείνεται λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, η έννοια της αυτό-συμπόνιας, που ενέχει μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στον εαυτό, τη στάση της φροντίδας.
Η λέξη συν-πονώ, σχετίζεται άμεσα με τη συμβίωση και την επαφή με τον πόνου. Η στάση απέναντι στον πόνο δεν είναι αποφευκτική, δεν ενεργοποιεί μηχανισμούς αποφυγής του, αλλά αντίθετα το άτομο μπορεί να σταθεί στον πόνο. Δεν τον φοβάται, τον ακουμπά, τον αποδέχεται ως μέρος της ζωής του με κατανόηση. Δεν χρειάζεται έτσι να αποφύγουμε τον πόνο, να τον κρύψουμε, να τον επικρίνουμε και να τον τοποθετήσουμε εκτός του εαυτού μας, αλλά μπορούμε να τον κατανοήσουμε και τελικά να τον φροντίσουμε. Να τον φροντίσουμε, όχι στα πλαίσια της φιλανθρωπίας και της φιλευσπλαχνίας, όπου κάποιος λυπάται για τον συνάνθρωπο και προσφέρει. Αυτό θα υπονοούσε πως ο δυνατός άνθρωπος προσφέρει και προσθέτει στον αδύναμο, κάτι που θα ταίριαζε περισσότερο στον όρο της αυτοεκτίμησης. Αντίθετα, έχοντας κατά νου το ατελές της ανθρώπινης φύσης και τον πόνο ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, μπορούμε να σταθούμε καλύτερα στον πόνο. Γιατί ο πόνος είναι απλά πόνος, δεν υπονοεί κάτι άλλο, δεν κρύβει απαραίτητα το υπερμέγεθες πλήγωμα μιας εικόνας που διαψεύδεται και κατ` επέκταση την επαφή με πλευρές μας που ποτέ δεν θελήσαμε να δούμε και να συνειδητοποιήσουμε, γιατί είναι «αδύναμες», «άχρηστες», «κακές» και τελικά όχι όπως θα τις θέλαμε αν μπορούσαμε να είμαστε τέλειοι.
Αντίστοιχα, το λάθος δεν είναι ένα τραγικό γεγονός που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με σκληρότητα και επίκριση ως άμεσα σχετιζόμενο με την αξία του εαυτού. Αντιθέτως το άτομο αντιλαμβάνεται το λάθος και την ατυχία σαν ένα αρμονικό κομμάτι της ζωής, στα πλαίσια της «κοινής ανθρώπινης σφαλερότητας», όπως το ονομάζουν οι θεωρητικοί. Και έτσι το λάθος, η ατυχία και ο πόνος, ή η αδυναμία και η δυσκολία δεν βιώνεται ως κάτι το εξαιρετικό ενώ η αυστηρότητα, που υπαγορεύει πως πρέπει να είμαστε τα τέλεια όντα που τα καταφέρνουμε και τα αντέχουμε όλα, μαλακώνει. Μαλακώνει, όχι με την έννοια πως αντέχω να δω τα λάθη με την υποσημείωση ότι δεν πρέπει να τα ξανακάνω, αλλά υπό την έννοια της αναγνώρισης των ορίων μου και των περιορισμών μου.
Αν μπορούσαμε να πούμε κάτι χονδρικά, η αυτοεκτίμηση και η κοινωνία μας φτιάχνει επιζητά και ανταμείβει τους νάρκισσους, ανθρώπους αφοσιωμένους συνειδητά ή και ασυνείδητα στην προσπάθεια να φτάσουν μια εξιδανικευμένη και κατά κοινή ομολογία άφταστη αυτοεικόνα. Όσες βελτιώσεις και να κάνουμε σε αυτή την οπτική της κοινωνίας, προσθέτοντας το «αγάπα τον εαυτό σου», κάνουμε την ίδια την αγάπη για τον εαυτό ένα επίτευγμα που πρέπει να κατακτηθεί. Ενώ τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η αποδοχή του εαυτού ενέχει μια διαφορετική στάση απέναντι στην ύπαρξη, είναι το κοίταγμα από μια διαφορετική γωνιά του κόσμου. Κι αν δεν έχει τελικά τόση σημασία η λέξη που θα χρησιμοποιήσουμε, έχει μεγάλη σημασία το συμπυκνωμένο νόημα που της έχουν δώσει η κοινωνία, η οικογένεια μας, ο περίγυρος μας και τελικά εμείς οι ίδιοι. Κι είναι ακόμη πιο σημαντικό να αρχίσουμε να βλέπουμε σιγά σιγά που στεκόμαστε, πόσο άκαμπτη είναι η δική μας ιδεατή εικόνα, πόσο αποδεχόμαστε τα λάθη μας, τον πόνο μας και τον εαυτό μας, πόσο αποδεχόμαστε τα λάθη και τον πόνο των κοντινών μας. Γιατί τελικά αν τα δούμε σιγά σιγά όλα αυτά, μπορεί να δημιουργήσουμε χώρο και για τις ανάγκες μας, δίχως προϋποθέσεις. Γιατί τελικά μπορεί να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν «αξίζω επειδή είμαι καλός», αλλά «αξίζω επειδή υπάρχω». Τόσο απλά…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου