Πολιτισμός… Πόσο έχει κακοπάθει η λέξη στα χρόνια μας! Πόσο καμιά φορά την μπλέκουμε και την συγχέουμε, με τα τηλέφωνα και τα ραδιόφωνα και τις πλυστικές μηχανές!
Κι όμως, ο αληθινός πολιτισμός βασίζεται σ άξιες αφηρημένες: στην ηδονή του νου, στη λατρεία της ομορφιάς, της χαράς, της ευγένειας. Όταν σ αυτά τα ιδανικά βασίζεται ο πολιτισμός, χωρίς, παράλληλα, να χάνει τίποτα απ' τη θετική του δραστηριότητα, τότε η ανθρώπινη ζωή έχει φτάσει σε κορφή, πού ίσως ποτέ να μη μπορεί να ξεπεράσει. Σπάνια είναι τα άτομα πού επέτυχαν αυτή την τέλεια ισορροπία σπανιότερες είναι ακόμα οι ιστορικές εποχές όπου, τέτοια άτομα αποτελούσαν την πλειοψηφία
Μα η εποχή του Περικλή ήτανε τέτοια εποχή. «Φιλοκαλούμεν μετ ευτελείας και φιλοσοφούμε άνευ μαλακίας», λέει ο Θουκυδίδης.
Δεν χρειάζεται νʼ αναζητήσουμε μακριά την απόδειξη, πώς οι Αθηναίοι ήταν άντρες σωστοί, γεροί, σφριγηλοί, και τίποτα δεν είχαν χάσει απ' τον ανδρισμό τους, με τούτες τις αισθητικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις. Μιλούν γι' αυτούς οι Μαραθώνες, οι Θερμοπύλες, οι Σαλαμίνες, ονόματα γραμμένα πια στις δέλτους της ιστορίας, σαν σύμβολα μιας νίκης ενάντια σε πολυαριθμότερο εχθρό. Ανδρείοι και γενναίοι ήταν οι σύγχρονοι του Περικλή. Διαλεκτικοί συνάμα και καπεταναίοι.
Τέτοια και τα παιδιά τους, τέτοια και τα εγγόνια τους: δίναν τη μάχη τους, αλλά λάτρευαν την Ιδέα.
Όταν ο Σοφοκλής είχε πια φτάσει στα βαθιά γεράματα, ο γιος του τον έσυρε στο δικαστήριο, με την κατηγορία πώς ήταν πια ξεμωραμένος και δε μπορούσε να φροντίσει τα του οίκου του. Ψύχραιμος, ο γέρος τραγικός, στάθηκε αντίκρυ στους δικαστές του και απάγγειλε ένα κομμάτι από μια τραγωδία που μόλις είχε τελειώσει. Και οι δικαστές κατάλαβαν και σώπασαν: και έπεσε η αγωγή από μόνη της. Ποια άλλη χώρα, ποια άλλη εποχή θα είχε τέτοιους δικαστές;
Ύστερα ήρθε o χαλασμός.
Πλακώσανε οι Σπαρτιάτες, μπήκανε στην πόλη της Αθήνας, και το ίδιο βράδυ έστησαν γερό τσιμπούσι, γύρω στα μνημεία, να πάρουν δύναμη, να καρδαμώσουνε, να ξεχυθούν με την αυγή να τα κάνουν όλα ρημαδιό.
Μα o υπεύθυνος για την ποιητική τους ψυχαγωγία, ακόμα και οι Σπαρτιάτες, στα συμπόσια, αναζητούσανε την ποίηση διάλεξε να τούς απαγγείλει ένα χωρίο τού Ευριπίδη, και οι άτεγκτοι αυτοί πολεμιστές, στον οργασμό της νίκης τους, μαλάκωσαν κι είπαν ότι μια πόλη πού βγάζει τέτοιον ποιητή, θα έπρεπε άθικτη να μείνει.
Είναι φανερό πώς άλλες άξιες είχαν οι Έλληνες απʼ αυτές πού έχουμε εμείς, στη σύγχρονη εποχή μας. Μας είναι κιόλας δύσκολο, συχνά ακατόρθωτο, να συνταιριάξουμε τα όσα ξέρουμε γιʼ αυτούς. Υπάρχουν εκφάνσεις πού μοιάζουν να συγκρούονται, και νʼ αντικρούουν η μια την άλλη. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιόμαστε, να είναι οι Έλληνες ιδεαλιστές μαζί και ρεαλιστές, ονειροπόλοι και προσγειωμένοι, φιλόσοφοι καλοί και συνάμα καλοί κατακτητές;
Το μυστικό, το αποκαλύπτει η γλυπτική τους, η ποίησή τους, η γραμματεία τους: «Παν μέτρον άριστον».
Ρωμαίος ήταν εκείνος πού είπε πώς είναι γλυκό να πεθαίνει κανένας για την πατρίδα του. Οι Έλληνες ποτέ δεν είπαν πώς είναι γλυκό να πεθαίνει κανένας για οτιδήποτε. Τέτοια μεγάλα ψέματα δεν τα ευνοούσαν. Πέθαιναν γιατί έπρεπε …
Διαφορετικός είναι ο «Επιτάφιος του Περικλεούς» απʼ ότι όμοιο έχει να δείξει η παγκόσμια ρητορική. Τίποτα το ηρωικό, τίποτα το υπερβολικό, δεν περικλείει. Eίναι ένας λόγος άμεσος, διαυγής, αληθινός. Ο ρήτωρ, πρώτα απʼ όλα, λέει, σʼ αυτούς πού τον ακούνε, να εύχονται ποτέ να μην τούς τύχη να πεθάνουνε, όπως πεθάνανε εκείνοι πού εξυμνεί. Ούτε τού έρχεται στο νου να συμβουλεύσει τούς πονεμένους γονιούς να ‘θεωρούνται ευτυχείς γιατί τα παιδιά τους χάθηκαν για χάρη της Αθήνας. Το ξέρει πώς ευτυχισμένος δε μπορεί να ναι ο γονιός στο πένθος του και στιγμή δεν σκέπτεται νʼ αλλάξει την αλήθεια.
Τα λόγια του προσφέρουν παρηγοριά, μα παρηγοριά αληθινή:
«Καρτερεΐν δε χρή καί άλλων παίδων έλπίδι ους έτι
ηλικία τέκνωσιν ποιείσθε.
Όσοι δʼ αυ παρηβήκατε, τον τε πλείονα κέρδος ον
ευτυχείτε
βίον ηγείσθε καί τόνδε βράχον έσεσθαι, καί τή τώνδε
ηλικία
κουφίζεσθε.»
Λόγια άπλα, σοβαρά, προσγειωμένα. Πώς να μην τα συγκρίνει κανένας με τα τόσα πού ακούγονταν, καθώς περνούν τα χρόνια, μπροστά στο μνημείο τού αγνώστου Στρατιώτη, σε πολλές απʼ τις χώρες της γης;
Το ίδιο λιτό και σοβαρό, είναι το επιτύμβιο για τούς Σπαρτιάτες πού έπεσαν στις Θερμοπύλες. «ʼΏ ξεϊν, άγγέλλειν Λακεδαιμονίου ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»
Επαναστατεί σχεδόν ή σύγχρονη ψυχή μας. Σίγουρα κάτι πιο πολύ, κάτι καλύτερο, λέμε άξιζε σε κείνα τα παιδιά. Μα για τούς Έλληνες, αυτό ήταν αρκετό. Ο Θάνατος για την Πατρίδα δεν χρειαζότανε διακοσμήσεις.
Ακόμα και στις τραγωδίες είναι φορές που η λιτότατης μας φαίνεται σκληρή κι απάνθρωπη, σαν κάτι να της λείπει. Δεν της λείπει τίποτα, εμείς είμαστε εκείνοι που έχουμε παραγεμίσει τη ζωή μας. Όταν ο Οιδίπους εμφανίζεται για τελευταία φορά και μιλάει για τη μεγάλη δυστυχία του, όλο πού οι φίλοι του έχουνε να του πούνε είναι:
«Έτσι είνʼ αλήθεια, όπως το λες.»
Κι όταν τους λέει πως προτιμούσε να ʼχε πεθάνει στα μικράτα του, πάλι απλή είναι ή συμπόνια και λιτή:
«Έτσι θα το ʼθελα κι εγώ.»
Αν μας φανεί σκληρή μια τέτοια απάντηση, θα πρέπει να θυμόμαστε πώς οι Έλληνες όχι μονάχα κοίταζαν κατάματα τα γεγονότα, μα και δεν το θεωρούσανε σωστό νʼ αποστρέψουν τα μάτια απ την αλήθεια.
Όταν η Ιφιγένεια λέει ότι για να ελευθερωθεί ο Πυλάδης πρέπει να πεθάνει ο Ορέστης, τούτος αρνιέται φυσικά, μα όχι μονάχα γιατί αγαπά το φίλο του. Φοβάται κιόλας την κατακραυγή τού λαού, της κοινωνίας:
«Θα ψιθυρίζει λέει, «ο κόσμος και θα με κατακρίνει πού άφησα το φίλο μου έτσι να πεθάνει, αγάπη σου έχω, μα και την καταφρόνια του κόσμου τη φοβάμαι».
Μουσική και μαθηματική μάθαιναν τʼ αρχαία Ελληνόπουλα στο σχολείο. Για να μπορούν και το ωραίο να χαίρονται και το σωστό να ζυγίζουν:
«Ότι μπορώ να φτάσω, να πασχίζω
κι ότι είναι ωραίο να το αγαπά,
κάνε, θεέ»
λέει ο Πίνδαρος.
Edith Hamilton, Αθάνατη Ελλάδα: η ελληνική συνεισφορά στον δυτικό κόσμο
Κι όμως, ο αληθινός πολιτισμός βασίζεται σ άξιες αφηρημένες: στην ηδονή του νου, στη λατρεία της ομορφιάς, της χαράς, της ευγένειας. Όταν σ αυτά τα ιδανικά βασίζεται ο πολιτισμός, χωρίς, παράλληλα, να χάνει τίποτα απ' τη θετική του δραστηριότητα, τότε η ανθρώπινη ζωή έχει φτάσει σε κορφή, πού ίσως ποτέ να μη μπορεί να ξεπεράσει. Σπάνια είναι τα άτομα πού επέτυχαν αυτή την τέλεια ισορροπία σπανιότερες είναι ακόμα οι ιστορικές εποχές όπου, τέτοια άτομα αποτελούσαν την πλειοψηφία
Μα η εποχή του Περικλή ήτανε τέτοια εποχή. «Φιλοκαλούμεν μετ ευτελείας και φιλοσοφούμε άνευ μαλακίας», λέει ο Θουκυδίδης.
Δεν χρειάζεται νʼ αναζητήσουμε μακριά την απόδειξη, πώς οι Αθηναίοι ήταν άντρες σωστοί, γεροί, σφριγηλοί, και τίποτα δεν είχαν χάσει απ' τον ανδρισμό τους, με τούτες τις αισθητικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις. Μιλούν γι' αυτούς οι Μαραθώνες, οι Θερμοπύλες, οι Σαλαμίνες, ονόματα γραμμένα πια στις δέλτους της ιστορίας, σαν σύμβολα μιας νίκης ενάντια σε πολυαριθμότερο εχθρό. Ανδρείοι και γενναίοι ήταν οι σύγχρονοι του Περικλή. Διαλεκτικοί συνάμα και καπεταναίοι.
Τέτοια και τα παιδιά τους, τέτοια και τα εγγόνια τους: δίναν τη μάχη τους, αλλά λάτρευαν την Ιδέα.
Όταν ο Σοφοκλής είχε πια φτάσει στα βαθιά γεράματα, ο γιος του τον έσυρε στο δικαστήριο, με την κατηγορία πώς ήταν πια ξεμωραμένος και δε μπορούσε να φροντίσει τα του οίκου του. Ψύχραιμος, ο γέρος τραγικός, στάθηκε αντίκρυ στους δικαστές του και απάγγειλε ένα κομμάτι από μια τραγωδία που μόλις είχε τελειώσει. Και οι δικαστές κατάλαβαν και σώπασαν: και έπεσε η αγωγή από μόνη της. Ποια άλλη χώρα, ποια άλλη εποχή θα είχε τέτοιους δικαστές;
Ύστερα ήρθε o χαλασμός.
Πλακώσανε οι Σπαρτιάτες, μπήκανε στην πόλη της Αθήνας, και το ίδιο βράδυ έστησαν γερό τσιμπούσι, γύρω στα μνημεία, να πάρουν δύναμη, να καρδαμώσουνε, να ξεχυθούν με την αυγή να τα κάνουν όλα ρημαδιό.
Μα o υπεύθυνος για την ποιητική τους ψυχαγωγία, ακόμα και οι Σπαρτιάτες, στα συμπόσια, αναζητούσανε την ποίηση διάλεξε να τούς απαγγείλει ένα χωρίο τού Ευριπίδη, και οι άτεγκτοι αυτοί πολεμιστές, στον οργασμό της νίκης τους, μαλάκωσαν κι είπαν ότι μια πόλη πού βγάζει τέτοιον ποιητή, θα έπρεπε άθικτη να μείνει.
Είναι φανερό πώς άλλες άξιες είχαν οι Έλληνες απʼ αυτές πού έχουμε εμείς, στη σύγχρονη εποχή μας. Μας είναι κιόλας δύσκολο, συχνά ακατόρθωτο, να συνταιριάξουμε τα όσα ξέρουμε γιʼ αυτούς. Υπάρχουν εκφάνσεις πού μοιάζουν να συγκρούονται, και νʼ αντικρούουν η μια την άλλη. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιόμαστε, να είναι οι Έλληνες ιδεαλιστές μαζί και ρεαλιστές, ονειροπόλοι και προσγειωμένοι, φιλόσοφοι καλοί και συνάμα καλοί κατακτητές;
Το μυστικό, το αποκαλύπτει η γλυπτική τους, η ποίησή τους, η γραμματεία τους: «Παν μέτρον άριστον».
Ρωμαίος ήταν εκείνος πού είπε πώς είναι γλυκό να πεθαίνει κανένας για την πατρίδα του. Οι Έλληνες ποτέ δεν είπαν πώς είναι γλυκό να πεθαίνει κανένας για οτιδήποτε. Τέτοια μεγάλα ψέματα δεν τα ευνοούσαν. Πέθαιναν γιατί έπρεπε …
Διαφορετικός είναι ο «Επιτάφιος του Περικλεούς» απʼ ότι όμοιο έχει να δείξει η παγκόσμια ρητορική. Τίποτα το ηρωικό, τίποτα το υπερβολικό, δεν περικλείει. Eίναι ένας λόγος άμεσος, διαυγής, αληθινός. Ο ρήτωρ, πρώτα απʼ όλα, λέει, σʼ αυτούς πού τον ακούνε, να εύχονται ποτέ να μην τούς τύχη να πεθάνουνε, όπως πεθάνανε εκείνοι πού εξυμνεί. Ούτε τού έρχεται στο νου να συμβουλεύσει τούς πονεμένους γονιούς να ‘θεωρούνται ευτυχείς γιατί τα παιδιά τους χάθηκαν για χάρη της Αθήνας. Το ξέρει πώς ευτυχισμένος δε μπορεί να ναι ο γονιός στο πένθος του και στιγμή δεν σκέπτεται νʼ αλλάξει την αλήθεια.
Τα λόγια του προσφέρουν παρηγοριά, μα παρηγοριά αληθινή:
«Καρτερεΐν δε χρή καί άλλων παίδων έλπίδι ους έτι
ηλικία τέκνωσιν ποιείσθε.
Όσοι δʼ αυ παρηβήκατε, τον τε πλείονα κέρδος ον
ευτυχείτε
βίον ηγείσθε καί τόνδε βράχον έσεσθαι, καί τή τώνδε
ηλικία
κουφίζεσθε.»
Λόγια άπλα, σοβαρά, προσγειωμένα. Πώς να μην τα συγκρίνει κανένας με τα τόσα πού ακούγονταν, καθώς περνούν τα χρόνια, μπροστά στο μνημείο τού αγνώστου Στρατιώτη, σε πολλές απʼ τις χώρες της γης;
Το ίδιο λιτό και σοβαρό, είναι το επιτύμβιο για τούς Σπαρτιάτες πού έπεσαν στις Θερμοπύλες. «ʼΏ ξεϊν, άγγέλλειν Λακεδαιμονίου ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»
Επαναστατεί σχεδόν ή σύγχρονη ψυχή μας. Σίγουρα κάτι πιο πολύ, κάτι καλύτερο, λέμε άξιζε σε κείνα τα παιδιά. Μα για τούς Έλληνες, αυτό ήταν αρκετό. Ο Θάνατος για την Πατρίδα δεν χρειαζότανε διακοσμήσεις.
Ακόμα και στις τραγωδίες είναι φορές που η λιτότατης μας φαίνεται σκληρή κι απάνθρωπη, σαν κάτι να της λείπει. Δεν της λείπει τίποτα, εμείς είμαστε εκείνοι που έχουμε παραγεμίσει τη ζωή μας. Όταν ο Οιδίπους εμφανίζεται για τελευταία φορά και μιλάει για τη μεγάλη δυστυχία του, όλο πού οι φίλοι του έχουνε να του πούνε είναι:
«Έτσι είνʼ αλήθεια, όπως το λες.»
Κι όταν τους λέει πως προτιμούσε να ʼχε πεθάνει στα μικράτα του, πάλι απλή είναι ή συμπόνια και λιτή:
«Έτσι θα το ʼθελα κι εγώ.»
Αν μας φανεί σκληρή μια τέτοια απάντηση, θα πρέπει να θυμόμαστε πώς οι Έλληνες όχι μονάχα κοίταζαν κατάματα τα γεγονότα, μα και δεν το θεωρούσανε σωστό νʼ αποστρέψουν τα μάτια απ την αλήθεια.
Όταν η Ιφιγένεια λέει ότι για να ελευθερωθεί ο Πυλάδης πρέπει να πεθάνει ο Ορέστης, τούτος αρνιέται φυσικά, μα όχι μονάχα γιατί αγαπά το φίλο του. Φοβάται κιόλας την κατακραυγή τού λαού, της κοινωνίας:
«Θα ψιθυρίζει λέει, «ο κόσμος και θα με κατακρίνει πού άφησα το φίλο μου έτσι να πεθάνει, αγάπη σου έχω, μα και την καταφρόνια του κόσμου τη φοβάμαι».
Μουσική και μαθηματική μάθαιναν τʼ αρχαία Ελληνόπουλα στο σχολείο. Για να μπορούν και το ωραίο να χαίρονται και το σωστό να ζυγίζουν:
«Ότι μπορώ να φτάσω, να πασχίζω
κι ότι είναι ωραίο να το αγαπά,
κάνε, θεέ»
λέει ο Πίνδαρος.
Edith Hamilton, Αθάνατη Ελλάδα: η ελληνική συνεισφορά στον δυτικό κόσμο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου