Με δεδομένο ότι η μεγαλοψυχία για τον Αριστοτέλη είναι η επίγνωση των υψηλών δυνατοτήτων που οδηγεί σε σπουδαίες πράξεις γίνεται σαφές ότι η κενοδοξία και η μικροψυχία έχουν να κάνουν με την εσφαλμένη εκτίμηση του εαυτού, που διαταράσσει τις ισορροπίες. Η μεσότητα, ως ύψιστη αυτογνωσία, είναι η διασφάλιση της αρμονίας ανάμεσα στην προσωπικότητα και τις πράξεις που εκτελούνται.
Γι’ αυτό είναι υποκειμενική. Γιατί οι διαφορετικοί άνθρωποι προορίζονται και για διαφορετικές δράσεις. Ο σώφρων είναι εκείνος που γνωρίζοντας καλά τον εαυτό του αποφεύγει την ανάληψη καθηκόντων που αδυνατεί να εκπληρώσει. Αποφεύγει, δηλαδή, την υπερβολή και την έλλειψη στις πράξεις, όταν αυτές δεν αρμόζουν στα χαρακτηριστικά της δικής του ατομικότητας.
Κι εδώ δε γίνεται αναφορά στο κατά πόσο η προσωπικότητα διαμορφώνεται ή είναι δοσμένη από τη φύση. Εξάλλου, αυτό έχει ήδη απαντηθεί. Ο Αριστοτέλης δεν απορρίπτει τη φύση ως δύναμη που προμηθεύει χαρίσματα στους ανθρώπους, αλλά δεν τα εναποθέτει κι όλα σ’ αυτήν, αφού η αρετή δεν έχει να κάνει ούτε με τη φύση ούτε με την τύχη, αλλά με τις έξεις, δηλαδή τις συνήθειες που αποκτιούνται με επαναλαμβανόμενες πράξεις. Κι αυτή είναι η σημασία της διαπαιδαγώγησης. Ο άνθρωπος, όσο κι αν γεννιέται με χαρίσματα, αν δεν καλλιεργηθεί σωστά, είναι αδύνατο να φτάσει στην αρετή, δηλαδή την επίγνωση του δικού του υποκειμενικού μέσου. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, είναι αδύνατο να γίνει ενάρετος.
Ο κενόδοξος αγνοώντας την υποκειμενική του μεσότητα τείνει στην υπερβολή, καθώς υπερεκτιμά τις δυνατότητές του: «Ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του άξιο μεγάλων πραγμάτων ενώ δεν είναι, είναι κενόδοξος». (1123b 3, 9-10). Από την άλλη, ο μικρόψυχος τείνει στην έλλειψη υποτιμώντας τον εαυτό του: «Ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του άξιο μικρότερων από αυτά που στην πραγματικότητα του αξίζουν, είναι μικρόψυχος – είτε αυτά που του αξίζουν είναι μεγάλα είτε είναι μέτρια, ή και μικρά, με τον ίδιο όμως να θεωρεί τον εαυτό του άξιο ακόμη μικρότερων πραγμάτων». (1123b 3, 11-13).
Το σίγουρο είναι ότι η μικροψυχία αφορά περισσότερο εκείνους που έχουν υψηλές δυνατότητες: «Το “μικρόψυχος”, πάντως, θα ταίριαζε κατά κύριο λόγο για τον άνθρωπο που είναι άξιος μεγάλων πραγμάτων· γιατί τι θα έκανε, αν δεν ήταν άξιος τόσο μεγάλων πραγμάτων;» (1123b 3, 14-15).
Σε τελική ανάλυση, ο μικρόψυχος είναι ο άνθρωπος που αδικεί τον εαυτό του: «Γιατί ο μικρόψυχος άνθρωπος, ενώ είναι άξιος καλών πραγμάτων, στερεί τον εαυτό του από αυτά των οποίων είναι άξιος· από την άποψη αυτή μοιάζει να κάνει ένα είδος κακό στον εαυτό του, με το να μη θεωρεί τον εαυτό του άξιο των καλών πραγμάτων». (1125a 3, 22-24).
Η έλλειψη αυτογνωσίας δεν μπορεί παρά να δράσει αρνητικά: «Μοιάζει, επίσης,» (ο μικρόψυχος εννοείται) «να μη γνωρίζει τον εαυτό του· αλλιώς θα επιδίωκε αυτά των οποίων είναι άξιος, εφόσον αυτά είναι καλά πράγματα». (1125a 3, 25-26).
Ο μικρόψυχος είναι αδύνατο να είναι ενάρετος, αφού δε στερεί μόνο από τον εαυτό του τις απολαύσεις από την ενασχόληση των σπουδαίων πραγμάτων, αλλά και ολόκληρη την πόλη, που θα μπορούσε να ευεργετηθεί από τη δράση του. Θα έλεγε κανείς ότι ο μικρόψυχος είναι ο παροπλισμένος, ο παραγκωνισμένος, αυτός που περισσότερο παρακολουθεί παρά συμμετέχει. Κι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την υπαιτιότητα της πόλης που δεν προωθεί τον άξιο, αλλά με την ατολμία του εαυτού που φέρει και την ευθύνη.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Ωστόσο οι άνθρωποι αυτοί δε θεωρούνται ανόητοι, αλλά μάλλον άτολμοι. Αυτή όμως η κακή γνώση φαίνεται ότι στην πραγματικότητα χειροτερεύει ακόμη περισσότερο την κατάστασή τους· γιατί, ενώ ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί για τον εαυτό του αυτά των οποίων είναι άξιος, αυτοί κρατούν τον εαυτό τους μακριά από τις ωραίες πράξεις και τις ωραίες ασχολίες, με την ιδέα ότι είναι ανάξιοί τους· το ίδιο και από τα εξωτερικά αγαθά». (1125a 3, 26-31).
Η στέρηση πραγμάτων λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του εαυτού δεν έχει καμία σχέση με τη μετριοφροσύνη. Γιατί ο μετριόφρων εκπληρώνει τις αξίες του μέτρου αποφεύγοντας την υπερεκτίμηση των χαρισμάτων του. Κι αυτό δε συνιστά την έλλειψη, αλλά την ισορροπία, αφού μετριοφροσύνη δε σημαίνει την άγνοια του εαυτού, αλλά την επίγνωση που θα επιφέρει και τη μετριοπάθεια στους επαίνους. Ο άνθρωπος που παρασύρεται από τις τιμές υιοθετώντας από θέση αρχής τη στάση της ανωτερότητας βρίσκεται πολύ κοντά στην υπερεκτίμηση του εαυτού. Η μετριοφροσύνη είναι η προσπάθεια της μεσότητας να αποφευχθεί η υπερβολή αποδίδοντας στις πράξεις την αληθινή τους διάσταση.
Θα έλεγε κανείς ότι είναι το αντίδοτο των υπερβολικών τιμών επαναφέροντας την αρμονία. Γιατί, όσο κι αν ο κόσμος έχει την τάση να υπερβάλει στους επαίνους, ο σώφρων οφείλει να μην επηρεάζεται γνωρίζοντας καλά τα όριά του. Εξάλλου, το να περιαυτολογεί κανείς τονίζοντας διαρκώς την αξία του (ακόμη κι αν είναι αληθινή) είναι δείγμα αλαζονείας. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο μεγαλόψυχος δε μιλά ποτέ για τον εαυτό του.
Όσο για την κενοδοξία, ο Αριστοτέλης είναι επίσης κατατοπιστικός: «Οι κενόδοξοι είναι ανόητοι και δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους, και όλα αυτά με τρόπο φανερό κι ευδιάκριτο. Γιατί, χωρίς να είναι άξιοί τους, οι κενόδοξοι επιχειρούν πράγματα που ο κόσμος θεωρεί ότι χαρίζουν τιμή – και ύστερα έρχεται η αποκάλυψη». (1125a 3, 32-34).
Το κατά πόσο έρχεται η αποκάλυψη δεν αφορά μόνο τη ροή των γεγονότων που θα ξεσκεπάσουν τον κενόδοξο, αλλά και την ωριμότητα της κοινωνίας, ώστε να είναι σε θέση να τον διακρίνει. Φράσεις όπως «ό,τι δηλώνεις είσαι», «το σωστό ύφος ανοίγει πόρτες» κλπ καταδεικνύουν ότι τελικά δεν είναι και τόσο βέβαιη η αποκάλυψη της κενοδοξίας. Η αναρρίχηση τέτοιων ανθρώπων σε υψηλές θέσεις και αξιώματα και η αδυναμία να τους αποδοθεί μέχρι το τέλος αυτό που πράγματι τους αξίζει συνιστά κοινωνική παθογένεια που έγκειται στην κρίση των αξιών.
Ο κενόδοξος από τη φύση της ιδιότητάς του επιθυμεί την αναγνώριση προβάλλοντας διαρκώς τον εαυτό του. Συνήθως είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να το πετύχει. Και βέβαια, είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στην κολακεία. Κατά τον Αριστοτέλη είναι ανόητος. Η ανάδειξη της κενοδοξίας σε κοινωνικό πρότυπο είναι η οριστική επικράτηση της ανοησίας, που γίνεται συλλογικό ιδεώδες.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο μεγαλόψυχος δεν έχει καμία τύχη να αναγνωριστεί. Ο κενόδοξος καταλαμβάνει όλα τα πόστα και περιστοιχίζεται από κόλακες εδραιώνοντας το αναντίρρητο της ανωτερότητάς του. Κι αλίμονο στο μεγαλόψυχο που θα βρεθεί στο δρόμο του. Ο κενόδοξος θα κάνει τα πάντα για να τον εκμηδενίσει. Κι έχοντας διαμορφώσει σωστά όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα δε θα δυσκολευτεί και πολύ. Εξάλλου, ο κενόδοξος προκειμένου να επικρατήσει είναι διατεθειμένος να κάνει πράγματα που ο μεγαλόψυχος είναι αδύνατο να παρακολουθήσει. Η αξιοπρέπειά του δρα απαγορευτικά. Σε μια τέτοια κοινωνία ο κενόδοξος είναι ανίκητος.
Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει για τους κενόδοξους: «Στολίζονται με ρούχα, με εντυπωσιακά στολίδια και με άλλα τέτοια· θέλοντας να δείξουν στον κόσμο τα αγαθά που τους χάρισε η τύχη μιλούν γι’ αυτά, πιστεύοντας ότι μέσω αυτών θα εξασφαλίσουν τιμές». (1124a 3, 34-37).
Η επίδειξη είναι η τροφή της κενοδοξίας. Οτιδήποτε ενδείκνυται ως κοινωνικά αποδεκτό τίθεται προς χρήση. Τα ρούχα, τα αξιώματα, οι τίτλοι τιμής, και το χρήμα είναι τα προσφιλέστερα πεδία. Στην ουσία ο κενόδοξος στερείται προσωπικότητας. Είναι πρόθυμος να υιοθετήσει κάθε συμπεριφορά, αρκεί να συμβάλει στο κοινωνικό του κύρος. Πρωτίστως μιμείται. Κι αυτή είναι η απόδειξη ότι δε γνωρίζει τίποτε για τον εαυτό του. Η αυτογνωσία, ως επίγνωση της αριστοτελικής μεσότητας, παίρνει διαστάσεις βαθύτατα υπαρξιακές, αφού χωρίς αυτή η ύπαρξη είναι αδύνατο να καθορίσει τον εαυτό της.
Παρά τα αρνητικά της κενοδοξίας όμως, ο Αριστοτέλης θεωρεί τη μικροψυχία ακόμα χειρότερη: «Η μικροψυχία, πάντως, αντιτίθεται στη μεγαλοψυχία σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η κενοδοξία: η μικροψυχία είναι κάτι συχνότερο και πιο κακό». (1124a 3, 37-40).
Η σύγκριση μικροψυχίας και κενοδοξίας που γίνεται από τον Αριστοτέλη έχει να κάνει με το ατομικό κι όχι το συλλογικό επίπεδο. Ο μικρόψυχος λόγω της ελλιπούς αυτοπεποίθησης που τον χαρακτηρίζει στερεί από τον εαυτό του πολλά υποβαθμίζοντας τη ζωή του, σε αντίθεση με τον κενόδοξο που προβάλλεται διαρκώς χωρίς να το αξίζει.
Ο μικρόψυχος είναι βέβαιο ότι ζημιώνει τη ζωή του, σε αντίθεση με τον κενόδοξο που, αν και κινδυνεύει με γελοιοποίηση, τουλάχιστον μπορεί να εισπράττει χαρά από τη ματαιοδοξία του. Κι αν βρεθεί σε κατάλληλο περιβάλλον, μπορεί να κυριαρχήσει κιόλας. Από αυτή την άποψη, δηλαδή της ατομικότητας, είναι προτιμότερο να είναι κανείς κενόδοξος παρά μικρόψυχος. Από την άποψη του συνόλου όμως, η κενοδοξία είναι σαφώς επιβλαβέστερη. Οι μικρόψυχοι μπορεί να στερούν από την κοινωνία τις υπηρεσίες που είναι σε θέση να προσφέρουν, αλλά οι κενόδοξοι μπορεί να γίνουν πραγματικά επικίνδυνοι. Η τάση για επιβολή και η επίδειξη τους καθιστούν ικανούς να μεταχειριστούν κάθε μέσο προκειμένου να αναδειχθούν.
Ο αγώνας που θα δώσουν είναι η διαστρέβλωση των αξιών μετατρέποντας οτιδήποτε ασχοληθούν σε πεδίο ανοησίας. Αν καταφέρουν να κυριαρχήσουν, και οι κοινωνίες δεν έχουν απεριόριστες αντιστάσεις, θα εκτοπίσουν οποιονδήποτε είναι καλύτερος από αυτούς. Η αναξιοκρατία, η ευτέλεια, η ιδεολογική γύμνια, η μίμηση και η κούφια φιλοδοξία είναι τα κοινωνικά πρότυπα που εκπροσωπούν. Ουσιαστικά αυτός είναι ο στόχος τους για την πόλη, αφού έτσι θα κυριαρχήσουν με ασφάλεια. Η πόλη πρέπει ένα είναι ιδιαίτερα προσεκτική απέναντι στους κενόδοξους. Να τους ξεγυμνώνει αμέσως. Η συνείδηση της αρετής, ώστε να μην είναι εύκολο να αλλοιωθούν οι αρχές της, πρέπει να αφορά το σύνολο των ανθρώπων. Αν δε συμβαίνει αυτό, ο ανάξιος κενόδοξος ενδέχεται να επωφεληθεί. Και τότε τα πράγματα γίνονται δύσκολα…
Από θέση αρχής, η προσπάθεια κατάδειξης της υπεροχής δεν μπορεί να συμπλέει με τη μεσότητα. Γι’ αυτό και αφορά πρωτίστως τον κενόδοξο. Ο μεγαλόψυχος δεν έχει καμία ανάγκη να επιδείξει την υπεροχή του, αφού η απόλυτη επίγνωσή της το καθιστά μάταιο. Εξάλλου, ο μεγαλόψυχος, αν και αναζητά την τιμή, στην ουσία δεν τη χρειάζεται, καθώς η ευτυχία του έγκειται στην αυτοπεποίθηση που δίκαια έχει. Αυτός που πατάει στα πόδια του γερά νιώθει γαλήνη, καθώς βρίσκεται σε ισορροπία με τον εαυτό του. Κι αυτή η γαλήνη τίθεται υπεράνω οποιασδήποτε αναγνώρισης, γιατί δε χρειάζεται καμία επιβεβαίωση.
Από αυτή την άποψη, είναι μάλλον αντιφατική η στάση του Αριστοτέλη σε σχέση με τον μεγαλόψυχο που θέλει μόνο να ευεργετεί χωρίς ποτέ να ευεργετείται: «Ο μεγαλόψυχος είναι άνθρωπος που θέλει να κάνει ευεργεσίες, ντρέπεται όμως όταν τις δέχεται· γιατί το πρώτο δείχνει άνθρωπο που υπερέχει, ενώ το δεύτερο άνθρωπο που υπερέχεται». (1124b 3, 11-12).
Ο τρόπος που καταδεικνύεται η ευεργεσία, ως προέκταση της υπεροχής, θα έλεγε κανείς ότι δεν ταιριάζει στο μεγαλόψυχο, αφού τη χρησιμοποιεί προκειμένου να επιδείξει την ανωτερότητά του. Η μεσότητα δεν αφορά μόνο το να δίνει κανείς, αλλά και το να ξέρει να δέχεται. Η αίσθηση της ντροπής, όταν κάποιος ευεργετείται καταδεικνύει την περηφάνια που συμπλέει με τον εγωισμό, σαν να πρόκειται για κάτι ατιμωτικό.
Η ευεργεσία παρουσιάζεται σαν πεδίο κατάδειξης ανωτερότητας, θα έλεγε κανείς σαν λανθάνουσα μορφή εξουσίας: «Τις ευεργεσίες που δέχτηκε» (ο μεγαλόψυχος εννοείται) «θέλει να τις ανταποδίδει με μεγαλύτερες ευεργεσίες· γιατί έτσι αυτός που έκανε την αρχή θα του είναι πάλι οφειλέτης και θα είναι άνθρωπος που ευεργετήθηκε». (1124b 3, 12-14).
Η επιθυμία κάποιου να του χρωστάν όλοι είναι η διαστρέβλωση των σχέσεων που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ισότιμες. Κι αυτό διαστρεβλώνει και την ίδια την έννοια της ευεργεσίας, που αποκτά διαστάσεις ανταγωνιστικές, αφού τίθεται σαν κριτήριο ανωτερότητας.
Η συμπλήρωση του Αριστοτέλη κάνει ακόμη εντονότερη την προβληματική: «Φαίνεται επίσης ότι οι μεγαλόψυχοι θυμούνται τα καλά που έχουν κάνει, όχι όμως και τα καλά που έχουν δεχτεί (γιατί αυτός που ευεργετήθηκε είναι κατώτερος εν σχέσει με αυτόν ο οποίος ευεργέτησε, και ο μεγαλόψυχος θέλει να είναι ανώτερος)· να ακούει να μιλούν για τα πρώτα, του είναι ευχάριστο, ενώ να ακούει να μιλούν για τα δεύτερα, του είναι δυσάρεστο». (1124b 3, 14-17).
Η παρουσίαση των μεγαλόψυχων να μη θέλουν καν να ακούν για τις ευεργεσίες που δέχτηκαν, σαν να επρόκειτο για αγνώμονες, κάθε άλλο παρά ενισχύει την εικόνα τους. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή είναι συμπεριφορά που αρμόζει περισσότερο στους κενόδοξους. Όσο για τα παραδείγματα που φέρνει, επίσης, δεν μπορούν να λειτουργήσουν με πειστικότητα: «Αυτός φαίνεται πως είναι και ο λόγος που η Θέτιδα δε διηγείται στο Δία τις ευεργεσίες που του έκανε, ούτε οι Λάκωνες τις ευεργεσίες που έκαναν στους Αθηναίους, παρά μόνο τις ευεργεσίες που δέχτηκαν». (1124b 3, 18-20).
Το να αναφέρει κανείς στον πατέρα των θεών και των ανθρώπων τις ευεργεσίες που του πρόσφερε είναι προφανής ύβρις, αφού η κατάσταση δε σταθμίζεται με τα ανθρώπινα αλλά με τα θεϊκά δεδομένα. Όσο κι αν λέμε ότι η θρησκευτική αντίληψη της αρχαιότητας είναι ανθρωποκεντρική, όσο κι αν προσφέρει παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, όσο κι αν παρουσιάζονται οι θεοί με μειονεκτήματα, είναι άτοπο να αποδίδονται τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων με τα μέτρα των θεών, κυρίως όταν έχει ήδη ξεκαθαριστεί ότι η φιλοσοφία έχει να κάνει μόνο με τα ανθρώπινα.
Εξάλλου, οι σχέσεις Δία και Θέτιδας είναι ξεκάθαρες σχέσεις εξουσίας, που από θέση αρχής αποκλείουν οποιαδήποτε ισοτιμία. Κι ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στο παράδειγμα με τους Λάκωνες και τους Αθηναίους, αφού, όταν στέλνονται απεσταλμένοι για να ζητήσουν βοήθεια, δεν αποσκοπούν σε ισότιμη συζήτηση, αλλά η έκθεση των απόψεών τους γίνεται με τρόπο χειριστικό, ώστε να πετύχουν αυτό που θέλουν.
Και τα δύο παραδείγματα έχουν να κάνουν με συσχετισμούς που εμπεριέχουν την εξουσία. Το πρώτο με την ιεραρχία των θεών και το δεύτερο με τη χάραξη της διπλωματίας, που καθορίζεται από τη διαμόρφωση των στρατιωτικών συσχετισμών. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν αφορούν τις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων οι οποίοι μπορούν να ευεργετήσουν ή να ευεργετηθούν με ισοτιμία κι ανιδιοτέλεια.
Εκτός κι αν δεχτούμε ότι όλες οι ανθρώπινες σχέσεις κινούνται πάντα στη βάση της κυριαρχίας, οπότε η ευεργεσία μετατρέπεται σε ιεραρχικό δείκτη. Αυτό όμως, θα της αποστερούσε κάθε ίχνος αγνότητας, δηλαδή θα την ακύρωνε εννοιολογικά. Και υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να μιλάμε για αρετή.
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου