Από τη «Συλλογή του Ακκούρσιου» (Collectio Accursiana)
272. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΙΠΠΟΣ
[272.1] ὄνος ἵππον ἐμακάριζεν ὡς ἀφθόνως τρεφόμενον καὶ ἐπιμελῶς, αὐτὸς μηδ᾽ ἀχύρων ἅλις ἔχων καὶ ταῦτα πλεῖστα ταλαιπωρῶν. ἐπεὶ δὲ καιρὸς ἐπέστη πολέμου καὶ ὁ στρατιώτης ἔνοπλος ἀνέβη τὸν ἵππον πανταχόσε τοῦτον ἐλαύνων καὶ δὴ καὶ μέσον τῶν πολεμίων εἰσήλασε καὶ ὁ ἵππος πληγεὶς ἔκειτο, ταῦτα ἑωρακὼς ὁ ὄνος τὸν ἵππον μεταβαλλόμενος ἐταλάνιζεν.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ τοὺς ἄρχοντας καὶ πλουσίους ζηλοῦν, ἀλλὰ τὸν κατ᾽ ἐκείνων φθόνον καὶ τὸν κίνδυνον ἀναλογιζομένους τὴν πενίαν ἀγαπᾶν.
273. ΑΕΤΟΣ
[273.3] ὑπεράνωθεν πέτρας ἀετὸς ἐκαθέζετο λαγωὸν θηρεῦσαι ζητῶν. τοῦτον δέ τις ἔβαλε τοξεύσας καὶ τὸ μὲν βέλος ἐντὸς τοῦ ἀετοῦ εἰσῆλθεν, ἡ δὲ γλυφὴ σὺν τοῖς πτεροῖς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν εἱστήκει. ὁ δὲ ἰδὼν ἔφη· «καὶ τοῦτό μοι ἑτέρα λύπη, τὸ τοῖς ἰδίοις πτεροῖς ἐναποθνῄσκειν».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι δεινόν ἐστιν, ὅταν τις ἐκ τῶν οἰκείων κινδυνεύσῃ.
274. ΑΙΘΙΟΨ
[274.1] Αἰθίοπά τις ὠνήσατο τοιοῦτον αὐτῷ τὸ χρῶμα εἶναι δοκῶν ἀμελείᾳ τοῦ πρότερον ἔχοντος· καὶ παραλαβὼν οἴκαδε πάντα μὲν αὐτῷ προσῆγε τὰ ῥύμματα, πᾶσι δὲ λουτροῖς ἐπειρᾶτο καθαίρειν. καὶ τὸ μὲν χρῶμα μεταβαλεῖν οὐκ εἶχε, νοσεῖν δὲ τῷ πονεῖν παρεσκεύασεν.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι μένουσιν αἱ φύσεις ὡς προῆλθον τὴν ἀρχήν.
275. ΝΕΒΡΟΣ ΚΑΙ ΕΛΑΦΟΣ
[275.1] νεβρός ποτε πρὸς τὸν ἔλαφον εἶπε· «πάτερ, σὺ καὶ μείζων καὶ ταχύτερος κυνῶν πέφυκας καὶ κέρατα πρὸς τούτοις ὑπερφυᾶ φέρεις πρὸς ἄμυναν. τί δήποτ᾽ οὖν οὕτω τούτους φοβῇ;» κἀκεῖνος γελῶν εἶπεν· «ἀληθῆ μὲν ταῦτα φῄς, τέκνον. ἓν δ᾽ οἶδα, ὡς ἐπειδὰν κυνὸς ὑλακὴν ἀκούσω, αὐτίκα πρὸς φυγὴν οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἐκφέρομαι».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι τοὺς φύσει δειλοὺς οὐδεμία παραίνεσις ῥώννυσιν.
276. ΠΟΙΜΗΝ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ
[276.1] ποιμὴν νεογνὸν λύκου σκύμνον εὑρὼν καὶ ἀνελόμενος σὺν τοῖς κυσὶν ἔτρεφεν. ἐπεὶ δ᾽ ηὐξήθη, εἴποτε λύκος πρόβατον ἥρπασε, μετὰ τῶν κυνῶν καὶ αὐτὸς ἐδίωκε. τῶν δὲ κυνῶν ἔσθ᾽ ὅτε μὴ δυναμένων καταλαβεῖν τὸν λύκον καὶ διὰ ταῦτα ὑποστρεφόντων ἐκεῖνος ἠκολούθει, μέχρις ἂν τοῦτον καταλαβὼν οἷα δὴ λύκος συμμετάσχῃ τῆς θήρας· εἶτα ὑπέστρεφεν. εἰ δὲ μὴ λύκος ἔξωθεν ἁρπάσειε πρόβατον, αὐτὸς λάθρα θύων ἅμα τοῖς κυσὶν ἐθοινεῖτο, ἕως ὁ ποιμὴν στοχασάμενος καὶ συνεὶς τὸ δρώμενον εἰς δένδρον αὐτὸν ἀναρτήσας ἀπέκτεινεν.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι φύσις πονηρὰ χρηστὸν ἦθος οὐ τρέφει.
***
272. Ο γάιδαρος και το άλογο.
[272.1] Μια φορά ο γάιδαρος μακάριζε το άλογο: «Πω πω, τί άφθονο φαγητό που σου δίνουν εσένα και πόσο σε φροντίζουν! Ενώ εγώ ο καημένος δεν τρώω παρά λίγο σανό, και πάλι δεν χορταίνω, παρόλο που τσακίζομαι από την ταλαιπωρία». Ύστερα από λίγο καιρό, ωστόσο, ξέσπασε πόλεμος. Τότε ένας στρατιώτης, οπλισμένος σαν αστακός, καβαλίκευσε το άλογο και το έτρεχε ολόγυρα, από εδώ και από εκεί. Στο τέλος το τσίγκλησε κιόλας και όρμησαν στη μάχη καταμεσής στους εχθρούς. Πάνω εκεί, που λέτε, το άλογο χτυπήθηκε και σωριάστηκε κάτω. Βλέποντας όλα αυτά τα φοβερά, ο γάιδαρος άλλαξε γνώμη και βάλθηκε να ελεεινολογεί το άλογο.
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να ζηλεύουμε τους αφεντάδες και τους πλούσιους. Ας σκεφτούμε καλύτερα τον φθόνο και τους κινδύνους που τραβάνε εκείνοι, και ας μένουμε ευχαριστημένοι με τη φτωχική ζωούλα μας.
273. Ο αετός.
[273.3] Ήταν μια φορά ένας αετός που κούρνιασε πάνω σε κάτι βράχια και κοίταζε ερευνητικά τριγύρω, μήπως ξετρυπώσει κανέναν λαγό να κυνηγήσει. Ξαφνικά, όμως, κάποιος του έριξε με τόξο, και το βέλος καρφώθηκε μέσα στο κορμί του πουλιού. Μπροστά στα μάτια του προεξείχε μόνο το πίσω μέρος του βέλους, με τα πτερύγια. Αντικρίζοντάς το, λοιπόν, ο αετός αναλογίστηκε: «Άλλη πίκρα και αυτή: ακούς εκεί να σκοτώνομαι με τα ίδια μου τα φτερά!».
Το δίδαγμα του μύθου: Είναι τρομερό να σε θέτουν σε κίνδυνο οι ίδιοι οι δικοί σου.
274. Ο αράπης.
[274.1] Μια φορά κάποιος αγόρασε έναν αράπη δούλο, νομίζοντας ότι το χρώμα του είχε καταντήσει έτσι επειδή ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του δεν τον φρόντιζε καθόλου. Τον πήρε λοιπόν σπίτι του και βάλθηκε να τον τρίβει με όλων των λογιών τα σαπούνια. Συνέχεια τον είχε μέσα στο μπάνιο και πάσχιζε να τον ξασπρίσει. Φυσικά, στάθηκε αδύνατον να του αλλάξει το χρώμα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να τον κάνει να κρυολογήσει από την πολλή ταλαιπωρία.
Το δίδαγμα του μύθου: Η φύση του ανθρώπου παραμένει για πάντα όπως γεννήθηκε εξαρχής.
275. Το ελάφι και το μικρό του.
[275.1] Μια φορά το ελαφάκι ρώτησε τον γονιό του: «Μπαμπά, δεν το καταλαβαίνω. Εσύ είσαι πιο ογκώδης από τους σκύλους, πιο γρήγορος, και συν τοις άλλοις έχεις και αυτά τα πελώρια κέρατα για αυτοάμυνα. Λοιπόν, τί σε κάνει τέλος πάντων να τους φοβάσαι τόσο πολύ;». Γέλασε τότε ο μπαμπάς έλαφος και αποκρίθηκε: «Αλήθεια λες παιδί μου, έτσι είναι. Όμως ένα πράγμα έχω να σου πω: με το που ακούω γαύγισμα σκυλιού, δεν ξέρω τί με πιάνει και αμέσως νιώθω την παρόρμηση να το βάλω στα πόδια».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος είναι φοβητσιάρης από φυσικού του δεν θα πάρει κουράγιο, όσο και αν τον ενθαρρύνεις.
276. Ο βοσκός και ο λύκος.
[276.1] Ήταν μια φορά κάποιος βοσκός που έτυχε να βρει το κουτάβι ενός λύκου. Το περιμάζεψε, λοιπόν, και το ανέτρεφε μαζί με τα σκυλιά του. Όταν όμως το λυκόπουλο μεγάλωσε, ξέρετε τί έκανε; Όποτε ερχόταν λύκος και άρπαζε κανένα πρόβατο, τον έπαιρνε και το ίδιο στο κυνήγι, αντάμα με τους σκύλους. Ενίοτε, που λέτε, τούτοι οι τελευταίοι δεν κατάφερναν να τσακώσουν τον λύκο και γύριζαν πίσω άπρακτοι. Το λυκόπουλό μας, παρ᾽ όλα αυτά, συνέχιζε να τον ακολουθεί καταπόδι, μέχρι που τον πρόφταινε και μοιραζόταν μαζί του το θήραμα, σαν λύκος που ήταν και αυτό. Και μόνο ύστερα επέστρεφε στο μαντρί. Αν τώρα δεν ερχόταν απέξω λύκος για να αρπάξει πρόβατο, το ίδιο το λυκόπουλο έσφαζε κρυφά κανένα από τα αρνιά και το καταβρόχθιζε, παρέα με τους σκύλους. Έτσι κυλούσαν τα πράγματα, μέχρι που ο βοσκός μπήκε σε υποψίες και τελικά μάντεψε τί βρομοδουλειά γινόταν. Τότε βέβαια κρέμασε το λυκόπουλο σε ένα δέντρο και το ξεπάστρεψε.
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος είναι παλιάνθρωπος από φυσικού του δεν μπορεί να αναπτύξει καλό χαρακτήρα.
272. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΙΠΠΟΣ
[272.1] ὄνος ἵππον ἐμακάριζεν ὡς ἀφθόνως τρεφόμενον καὶ ἐπιμελῶς, αὐτὸς μηδ᾽ ἀχύρων ἅλις ἔχων καὶ ταῦτα πλεῖστα ταλαιπωρῶν. ἐπεὶ δὲ καιρὸς ἐπέστη πολέμου καὶ ὁ στρατιώτης ἔνοπλος ἀνέβη τὸν ἵππον πανταχόσε τοῦτον ἐλαύνων καὶ δὴ καὶ μέσον τῶν πολεμίων εἰσήλασε καὶ ὁ ἵππος πληγεὶς ἔκειτο, ταῦτα ἑωρακὼς ὁ ὄνος τὸν ἵππον μεταβαλλόμενος ἐταλάνιζεν.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ τοὺς ἄρχοντας καὶ πλουσίους ζηλοῦν, ἀλλὰ τὸν κατ᾽ ἐκείνων φθόνον καὶ τὸν κίνδυνον ἀναλογιζομένους τὴν πενίαν ἀγαπᾶν.
273. ΑΕΤΟΣ
[273.3] ὑπεράνωθεν πέτρας ἀετὸς ἐκαθέζετο λαγωὸν θηρεῦσαι ζητῶν. τοῦτον δέ τις ἔβαλε τοξεύσας καὶ τὸ μὲν βέλος ἐντὸς τοῦ ἀετοῦ εἰσῆλθεν, ἡ δὲ γλυφὴ σὺν τοῖς πτεροῖς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν εἱστήκει. ὁ δὲ ἰδὼν ἔφη· «καὶ τοῦτό μοι ἑτέρα λύπη, τὸ τοῖς ἰδίοις πτεροῖς ἐναποθνῄσκειν».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι δεινόν ἐστιν, ὅταν τις ἐκ τῶν οἰκείων κινδυνεύσῃ.
274. ΑΙΘΙΟΨ
[274.1] Αἰθίοπά τις ὠνήσατο τοιοῦτον αὐτῷ τὸ χρῶμα εἶναι δοκῶν ἀμελείᾳ τοῦ πρότερον ἔχοντος· καὶ παραλαβὼν οἴκαδε πάντα μὲν αὐτῷ προσῆγε τὰ ῥύμματα, πᾶσι δὲ λουτροῖς ἐπειρᾶτο καθαίρειν. καὶ τὸ μὲν χρῶμα μεταβαλεῖν οὐκ εἶχε, νοσεῖν δὲ τῷ πονεῖν παρεσκεύασεν.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι μένουσιν αἱ φύσεις ὡς προῆλθον τὴν ἀρχήν.
275. ΝΕΒΡΟΣ ΚΑΙ ΕΛΑΦΟΣ
[275.1] νεβρός ποτε πρὸς τὸν ἔλαφον εἶπε· «πάτερ, σὺ καὶ μείζων καὶ ταχύτερος κυνῶν πέφυκας καὶ κέρατα πρὸς τούτοις ὑπερφυᾶ φέρεις πρὸς ἄμυναν. τί δήποτ᾽ οὖν οὕτω τούτους φοβῇ;» κἀκεῖνος γελῶν εἶπεν· «ἀληθῆ μὲν ταῦτα φῄς, τέκνον. ἓν δ᾽ οἶδα, ὡς ἐπειδὰν κυνὸς ὑλακὴν ἀκούσω, αὐτίκα πρὸς φυγὴν οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἐκφέρομαι».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι τοὺς φύσει δειλοὺς οὐδεμία παραίνεσις ῥώννυσιν.
276. ΠΟΙΜΗΝ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ
[276.1] ποιμὴν νεογνὸν λύκου σκύμνον εὑρὼν καὶ ἀνελόμενος σὺν τοῖς κυσὶν ἔτρεφεν. ἐπεὶ δ᾽ ηὐξήθη, εἴποτε λύκος πρόβατον ἥρπασε, μετὰ τῶν κυνῶν καὶ αὐτὸς ἐδίωκε. τῶν δὲ κυνῶν ἔσθ᾽ ὅτε μὴ δυναμένων καταλαβεῖν τὸν λύκον καὶ διὰ ταῦτα ὑποστρεφόντων ἐκεῖνος ἠκολούθει, μέχρις ἂν τοῦτον καταλαβὼν οἷα δὴ λύκος συμμετάσχῃ τῆς θήρας· εἶτα ὑπέστρεφεν. εἰ δὲ μὴ λύκος ἔξωθεν ἁρπάσειε πρόβατον, αὐτὸς λάθρα θύων ἅμα τοῖς κυσὶν ἐθοινεῖτο, ἕως ὁ ποιμὴν στοχασάμενος καὶ συνεὶς τὸ δρώμενον εἰς δένδρον αὐτὸν ἀναρτήσας ἀπέκτεινεν.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι φύσις πονηρὰ χρηστὸν ἦθος οὐ τρέφει.
***
272. Ο γάιδαρος και το άλογο.
[272.1] Μια φορά ο γάιδαρος μακάριζε το άλογο: «Πω πω, τί άφθονο φαγητό που σου δίνουν εσένα και πόσο σε φροντίζουν! Ενώ εγώ ο καημένος δεν τρώω παρά λίγο σανό, και πάλι δεν χορταίνω, παρόλο που τσακίζομαι από την ταλαιπωρία». Ύστερα από λίγο καιρό, ωστόσο, ξέσπασε πόλεμος. Τότε ένας στρατιώτης, οπλισμένος σαν αστακός, καβαλίκευσε το άλογο και το έτρεχε ολόγυρα, από εδώ και από εκεί. Στο τέλος το τσίγκλησε κιόλας και όρμησαν στη μάχη καταμεσής στους εχθρούς. Πάνω εκεί, που λέτε, το άλογο χτυπήθηκε και σωριάστηκε κάτω. Βλέποντας όλα αυτά τα φοβερά, ο γάιδαρος άλλαξε γνώμη και βάλθηκε να ελεεινολογεί το άλογο.
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να ζηλεύουμε τους αφεντάδες και τους πλούσιους. Ας σκεφτούμε καλύτερα τον φθόνο και τους κινδύνους που τραβάνε εκείνοι, και ας μένουμε ευχαριστημένοι με τη φτωχική ζωούλα μας.
273. Ο αετός.
[273.3] Ήταν μια φορά ένας αετός που κούρνιασε πάνω σε κάτι βράχια και κοίταζε ερευνητικά τριγύρω, μήπως ξετρυπώσει κανέναν λαγό να κυνηγήσει. Ξαφνικά, όμως, κάποιος του έριξε με τόξο, και το βέλος καρφώθηκε μέσα στο κορμί του πουλιού. Μπροστά στα μάτια του προεξείχε μόνο το πίσω μέρος του βέλους, με τα πτερύγια. Αντικρίζοντάς το, λοιπόν, ο αετός αναλογίστηκε: «Άλλη πίκρα και αυτή: ακούς εκεί να σκοτώνομαι με τα ίδια μου τα φτερά!».
Το δίδαγμα του μύθου: Είναι τρομερό να σε θέτουν σε κίνδυνο οι ίδιοι οι δικοί σου.
274. Ο αράπης.
[274.1] Μια φορά κάποιος αγόρασε έναν αράπη δούλο, νομίζοντας ότι το χρώμα του είχε καταντήσει έτσι επειδή ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του δεν τον φρόντιζε καθόλου. Τον πήρε λοιπόν σπίτι του και βάλθηκε να τον τρίβει με όλων των λογιών τα σαπούνια. Συνέχεια τον είχε μέσα στο μπάνιο και πάσχιζε να τον ξασπρίσει. Φυσικά, στάθηκε αδύνατον να του αλλάξει το χρώμα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να τον κάνει να κρυολογήσει από την πολλή ταλαιπωρία.
Το δίδαγμα του μύθου: Η φύση του ανθρώπου παραμένει για πάντα όπως γεννήθηκε εξαρχής.
275. Το ελάφι και το μικρό του.
[275.1] Μια φορά το ελαφάκι ρώτησε τον γονιό του: «Μπαμπά, δεν το καταλαβαίνω. Εσύ είσαι πιο ογκώδης από τους σκύλους, πιο γρήγορος, και συν τοις άλλοις έχεις και αυτά τα πελώρια κέρατα για αυτοάμυνα. Λοιπόν, τί σε κάνει τέλος πάντων να τους φοβάσαι τόσο πολύ;». Γέλασε τότε ο μπαμπάς έλαφος και αποκρίθηκε: «Αλήθεια λες παιδί μου, έτσι είναι. Όμως ένα πράγμα έχω να σου πω: με το που ακούω γαύγισμα σκυλιού, δεν ξέρω τί με πιάνει και αμέσως νιώθω την παρόρμηση να το βάλω στα πόδια».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος είναι φοβητσιάρης από φυσικού του δεν θα πάρει κουράγιο, όσο και αν τον ενθαρρύνεις.
276. Ο βοσκός και ο λύκος.
[276.1] Ήταν μια φορά κάποιος βοσκός που έτυχε να βρει το κουτάβι ενός λύκου. Το περιμάζεψε, λοιπόν, και το ανέτρεφε μαζί με τα σκυλιά του. Όταν όμως το λυκόπουλο μεγάλωσε, ξέρετε τί έκανε; Όποτε ερχόταν λύκος και άρπαζε κανένα πρόβατο, τον έπαιρνε και το ίδιο στο κυνήγι, αντάμα με τους σκύλους. Ενίοτε, που λέτε, τούτοι οι τελευταίοι δεν κατάφερναν να τσακώσουν τον λύκο και γύριζαν πίσω άπρακτοι. Το λυκόπουλό μας, παρ᾽ όλα αυτά, συνέχιζε να τον ακολουθεί καταπόδι, μέχρι που τον πρόφταινε και μοιραζόταν μαζί του το θήραμα, σαν λύκος που ήταν και αυτό. Και μόνο ύστερα επέστρεφε στο μαντρί. Αν τώρα δεν ερχόταν απέξω λύκος για να αρπάξει πρόβατο, το ίδιο το λυκόπουλο έσφαζε κρυφά κανένα από τα αρνιά και το καταβρόχθιζε, παρέα με τους σκύλους. Έτσι κυλούσαν τα πράγματα, μέχρι που ο βοσκός μπήκε σε υποψίες και τελικά μάντεψε τί βρομοδουλειά γινόταν. Τότε βέβαια κρέμασε το λυκόπουλο σε ένα δέντρο και το ξεπάστρεψε.
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος είναι παλιάνθρωπος από φυσικού του δεν μπορεί να αναπτύξει καλό χαρακτήρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου