277. ΚΥΚΝΟΣ [277.1] ἀνὴρ εὐπορῶν χῆνά τε ἅμα καὶ κύκνον ἔτρεφεν, οὐκ ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς μέντοι· τὸν μὲν γὰρ ᾠδῆς, τὸν δὲ τραπέζης ἕνεκεν. ἐπεὶ δὲ ἔδει τὸν χῆνα παθεῖν ἐφ᾽ οἷς ἐτρέφετο, νὺξ μὲν ἦν καὶ διαγινώσκειν ὁ καιρὸς οὐκ ἀφῆκεν ἑκάτερον. ὁ δὲ κύκνος ἀντὶ τοῦ χηνὸς ἀπαχθεὶς ᾄδει μέλος θανάτου προοίμιον· καὶ τῇ μὲν ᾠδῇ μηνύει τὴν φύσιν, τὴν δὲ τελευτὴν διαφεύγει τῷ μέλει.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις ἡ μουσικὴ τελευτῆς ἀναβολὴν ἀπεργάζεται.
278. ΓΥΝΗ ΚΑΙ ΑΝΗΡ ΜΕΘΥΣΟΣ
[278.1] γυνή τις ἄνδρα μέθυσον εἶχε· τοῦ δὲ πάθους αὐτὸν ἀπαλλάξαι θέλουσα τοιόνδε τι σοφίζεται. κεκαρωμένον γὰρ αὐτὸν ὑπὸ τῆς μέθης παρατηρήσασα καὶ νεκροῦ δίκην ἀναισθητοῦντα ἐπ᾽ ὤμων ἄρασα ἐπὶ τὸ πολυάνδριον ἀπενεγκοῦσα κατέθετο καὶ ἀπῆλθεν. ἡνίκα δ᾽ αὐτὸν ἤδη ἀνανήφειν ἐστοχάσατο, προσελθοῦσα τὴν θύραν ἔκοπτε τοῦ πολυανδρίου. ἐκείνου δὲ φήσαντος· «τίς ὁ τὴν θύραν κόψας;» ἡ γυνὴ ἀπεκρίνατο· «ὁ τοῖς νεκροῖς τὰ σιτία κομίζων ἐγὼ πάρειμι». κἀκεῖνος· «μή μοι φαγεῖν ἀλλὰ πιεῖν, ὦ βέλτιστε, μᾶλλον προσένεγκε. λυπεῖς γάρ με βρώσεως ἀλλὰ μὴ πόσεως μνημονεύων». ἡ δὲ τὸ στῆθος πατάξασα «οἴμοι τῇ δυστήνῳ», φησίν, «οὐδὲν γὰρ οὐδὲ σοφισαμένη ὤνησα. σὺ γάρ, ἄνερ, οὐ μόνον οὐκ ἐπαιδεύθης, ἀλλὰ καὶ χείρων σαυτοῦ γέγονας εἰς ἕξιν σοι καταστάντος τοῦ πάθους».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ ταῖς κακαῖς πράξεσιν ἐγχρονίζειν· ἔστι γάρ, ὅτε καὶ μὴ θέλοντι τῷ ἀνθρώπῳ τὸ ἔθος ἐπιτίθεται.
279. ΠΑΙΣ, ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΛΕΩΝ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΣ
[279.1] υἱόν τις γέρων δειλὸς μονογενῆ ἔχων γενναῖον κυνηγεῖν ἐφιέμενον εἶδε τοῦτον καθ᾽ ὕπνους ὑπὸ λέοντος ἀναλωθέντα. φοβηθεὶς δέ, μήπως ὁ ὄνειρος ἀληθεύσῃ, οἴκημα κάλλιστον καὶ μετέωρον κατεσκεύασε κἀκεῖσε τὸν υἱὸν εἰσαγαγὼν ἐφύλαττεν. ἐζωγράφησε δὲ ἐν τῷ οἰκήματι πρὸς τέρψιν τοῦ υἱοῦ παντοῖα ζῷα, ἐν οἷς ἦν καὶ λέων. ὁ δὲ ταῦτα μᾶλλον ὁρῶν πλείονα λύπην εἶχε. καὶ δήποτε πλησίον τοῦ λέοντος στὰς εἶπεν· «ὦ κάκιστον θηρίον, διὰ σὲ καὶ τὸν ψευδῆ ὄνειρον τοῦ ἐμοῦ πατρὸς τῇδε τῇ οἰκίᾳ κατεκλείσθην ὡς ἐν φρουρᾷ· τί σοι ποιήσω;» καὶ εἰπὼν ἐπέβαλε τῷ τοίχῳ τὴν χεῖρα ἐκτυφλῶσαι τὸν λέοντα. σκόλοψ δὲ τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ ἐμπαρεὶς ὄγκωμα καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβῶνος εἰργάσατο, πυρετὸς δὲ ἐπιγενόμενος αὐτῷ θᾶττον τοῦ βίου μετέστησεν. ὁ δὲ λέων καὶ οὕτως ἀνῄρηκε τὸν παῖδα μηδὲν τῷ τοῦ πατρὸς ὠφεληθέντα σοφίσματι.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐδεὶς δύναται τὸ μέλλον ἐκφυγεῖν.
280. ΠΟΤΑΜΟΣ ΚΑΙ ΒΥΡΣΑ
[280.1] ποταμὸς δι᾽ αὐτοῦ βύρσαν φερομένην. ἰδὼν ἠρώτησε, τίς καλεῖται. ἡ δὲ εἶπε· «ξηρά». ἐπικαχλάσας δὲ τῷ ῥεύματι εἶπεν· «ἄλλο τι ζήτει καλεῖσθαι· ἁπαλὴν γὰρ ἐγὼ ἤδη ταχὺ ποιήσω σε».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι εὐκόλως τὰ πράγματα εἰς τὴν αὐτὴν ἀποκαθίστανται φύσιν.
281. ΤΟΞΟΤΗΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[281.1] ἀνῆλθέ τις εἰς ὄρος τοξικῆς ἔμπειρος κυνηγῆσαι. πάντα δὲ τὰ ζῷα τοῦτον θεασάμενα ἔφυγε, λέων δὲ μόνος προεκαλεῖτο αὐτὸν εἰς μάχην. ὁ δὲ βέλος πέμψας καὶ τὸν λέοντα βαλὼν ἔφη· «δέξαι καὶ ἰδὲ τὸν ἐμὸν ἄγγελον οἷός ἐστιν καὶ τότε κἀγὼ ἐπέρχομαί σοι». ὁ δὲ λέων φοβηθεὶς ὥρμησε φεύγειν. ἀλώπεκος δὲ τούτῳ θαρρεῖν καὶ μὴ φεύγειν λεγούσης ὁ λέων ἔφη· «ὦ οὗτος, οὐδαμῶς με πλανήσεις. ὅπου γὰρ τοιοῦτον πικρὸν ἄγγελον ἔχει, ἐὰν αὐτὸς ἐπέλθῃ, οὐκ ἂν ὑποίσω».
ὁ μῦθος δηλοῖ μηδαμῶς πλησιάζειν τοὺς πόρρωθεν χαλεπὰ πράττοντας.
***
277. Ο κύκνος.
[277.1] Ήταν κάποτε ένας ευκατάστατος χωρικός που εξέτρεφε συνάμα έναν κύκνο και μια χήνα. Δεν τους τάιζε όμως για τον ίδιο σκοπό και τους δύο: τον πρώτο τον ήθελε για το τραγούδι του, ενώ τη δεύτερη την προόριζε για το τραπέζι. Κάποια μέρα, που λέτε, ήλθε ο καιρός να υποστεί η χήνα τη μοίρα για την οποία την έθρεφαν. Έλα όμως που έτυχε να είναι νύχτα και οι συνθήκες δεν επέτρεπαν στον άνθρωπο να ξεχωρίσει καλά ανάμεσα στα δύο πουλιά. Κατά συνέπεια, πήρε για φάγωμα τον κύκνο αντί για τη χήνα. Τότε λοιπόν ο κύκνος άρχισε να τραγουδάει την περίφημη μελωδία, σαν προμήνυμα του θανάτου του. Πλην όμως με αυτό ακριβώς το τραγούδι φανέρωσε την αληθινή ταυτότητά του, και χάρη στη μουσική του γλίτωσε τον σκοτωμό.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολύ συχνά οι καλλιτεχνικές ικανότητες συντελούν στην αναβολή του μοιραίου.
278. Η γυναίκα και ο μεθύστακας σύζυγος.
[278.1] Ήταν κάποτε μια γυναίκα που είχε για άντρα της έναν μεθύστακα. Το είχε καημό, φυσικά, να θεραπεύσει τον σύζυγό της από τούτο το πάθος. Ιδού λοιπόν τί σκαρφίστηκε. Κάποια μέρα τον παραφύλαξε μέχρι που εκείνος βυθίστηκε σε βαθύ λήθαργο από το μεθύσι και σωριάστηκε αναίσθητος σαν πεθαμένος. Τότε, που λέτε, η γυναίκα τον σήκωσε στους ώμους της και τον κουβάλησε έως το δημόσιο νεκροταφείο. Εκεί τον παράτησε κάτω και έφυγε. Αργότερα, όταν λογάριασε πως ο μπεκρούλιακας θα άρχιζε πια να συνέρχεται, πήγε ξανά στο μέρος και έπιασε να χτυπάει τη θύρα του κοιμητηρίου. Με τα πολλά, ο άντρας ψέλλισε από μέσα: «Ποιός βαράει την πόρτα, ρε;». Αποκρίθηκε τότε η γυναίκα: «Εγώ είμαι, φιλαράκο, που φέρνω το σιτηρέσιο για τους πεθαμένους· για σας ήρθα». Ο μέθυσος όμως φώναξε: «Όχι φαΐ, βρε πατριώτη, πιοτό φέρε μου καλύτερα. Θες να με σεκλετίσεις και μου τσαμπουνάς μονάχα για φαγητά, δίχως λέξη για πιοτό;». Ακούγοντάς το αυτό, η συμβία του βάλθηκε να κοπανάει το στήθος της: «Αλίμονο, δυστυχία μου», ξεφώνιζε, «κρίμα στις πονηριές μου, που και με δαύτες πάλι τίποτε δεν κατάφερα. Εσύ, βρε αχαΐρευτε, όχι μόνο δεν έμαθες το μάθημά σου, παρά μου έγινες και χειρότερος από πριν. Πάει τώρα, μόνιμη κατάσταση έγινε το κουσούρι σου!».
Το δίδαγμα του μύθου: Τις κακές ασχολίες δεν πρέπει να τις αφήνουμε να γίνουν χρόνιες. Αλλιώς, ως γνωστόν, η συνήθεια πολλές φορές αγκιστρώνεται πάνω στον άνθρωπο, θέλει δεν θέλει αυτός.
279. Το αγόρι, ο πατέρας του και το ζωγραφισμένο λιοντάρι.
[279.1] Ήταν μια φορά κάποιος φοβητσιάρης γέρος που είχε έναν γιο μονάκριβο. Τούτος ο νεαρός ήταν αντιθέτως πολύ θαρραλέος, και του άρεσε να πηγαίνει κυνήγι. Μια νύχτα, όμως, ο γερο-πατέρας του είδε στον ύπνο του ότι τον γιο του τον εξολόθρευσε λιοντάρι. Τρόμαξε λοιπόν μην τυχόν αληθέψει το όνειρο, και γι᾽ αυτό πρόσταξε να χτίσουν ένα ειδικό δωμάτιο, πανέμορφο και υπερυψωμένο ψηλά πάνω από το έδαφος. Εκεί μέσα, που λέτε, έκλεισε τον γιο του και έβαλε ανθρώπους να τον φυλάνε. Ακόμη, πρόσταξε και ζωγράφισαν γύρω-γύρω στους τοίχους του δωματίου κάθε λογής ζώα, για να τα βλέπει ο νεαρός και να ευφραίνεται. Ανάμεσα σε αυτά υπήρχε και ένα λιοντάρι. Το αγόρι, εντούτοις, όσο περισσότερο κοίταζε τούτες τις εικόνες, τόσο μεγάλωνε η στενοχώρια του. Έτσι, κάποια φορά σταμάτησε μπροστά στη ζωγραφιά του λιονταριού και της έκανε τα παράπονά του: «Βρε καταραμένο τέρας, εξαιτίας σου τα παθαίνω αυτά. Επειδή σε είδε ο πατέρας μου σε εκείνο το ψευτο-όνειρο, πρέπει τώρα εγώ να μένω κλειδωμένος εδώ μέσα, σαν κατάδικος στη φυλακή. Μωρέ θα δεις τί θα σου κάνω!». Και ενώ τα ξεστόμιζε αυτά, βάλθηκε να βαράει με το χέρι του τον τοίχο για να βγάλει τα μάτια του λιονταριού. Έλα όμως που έτσι μπήχτηκε ένα ξυλόκαρφο μέσα στο δάχτυλό του. Κατόπιν δε η πληγή αυτή κακοφόρμισε και προκάλεσε φλεγμονή, τόσο που πρήστηκε ο αδένας. Και το αποκορύφωμα: στο τέλος το έπιασε το παιδί ισχυρός πυρετός και στο άψε-σβήσε το έστειλε στον άλλο κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο το λιοντάρι ξεπάστρεψε εντέλει τον νεαρούλη, και τα τεχνάσματα του πατέρα δεν ωφέλησαν σε τίποτε.
Το δίδαγμα του μύθου: Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει αυτό που του μέλλεται.
280. Ο ποταμός και το τομάρι.
[280.1] Μια φορά ο ποταμός αντιλήφθηκε ότι παρέσερνε με το ρεύμα του ένα βοϊδοτόμαρο. Το ρώτησε λοιπόν: «Ψιτ, εσύ, πώς σε λένε;». «Ντούρο», αποκρίθηκε το τομάρι. Τότε ο ποταμός, που ήδη το τσαλαβουτούσε μέσα στα νερά του και το κατάβρεχε, το προειδοποίησε: «Βρε συ, δεν βρίσκεις καλύτερα κανένα άλλο όνομα για πάρτη σου; Βλέπεις, εγώ σκοπεύω να σε κάνω μαλακό πολύ σύντομα».
Το δίδαγμα του μύθου: Τα πράγματα ξαναγυρίζουν εύκολα στην οικεία τους φυσική κατάσταση.
281. Ο τοξότης και το λιοντάρι.
[281.1] Ήταν μια φορά ένα άντρας εξασκημένος στην τοξοβολία, που ανέβηκε στο βουνό για κυνήγι. Φυσικά, με το που τον είδαν τα θηρία, το έβαλαν στα πόδια όλα τους. Μονάχα το λιοντάρι στάθηκε και τον προκαλούσε σε μονομαχία. Τότε ο άνθρωπος του έριξε ένα βέλος και το πέτυχε διάνα, φωνάζοντάς του κιόλας από πάνω: «Νά, τούτος είναι ο προπομπός μου, πες του το καλωσόρισες και κάνε τη γνωριμία του. Μετά από αυτόν σου ᾽ρχομαι και εγώ καταπόδι». Τα χρειάστηκε, που λέτε, από τον φόβο το λιοντάρι και πήρε δρόμο, όπου φύγει φύγει. Πάνω εκεί πήγε να του πει κάτι η αλεπού, για να το εμψυχώσει και να το συγκρατήσει από το φευγιό. Όμως το λιοντάρι τής μούγκρισε: «Σκάσε, μωρή καταραμένη, δεν πιάνουν σε μένα οι πονηριές σου. Είδα τον προπομπό του πώς είναι — η πίκρα προσωποποιημένη. Φαντάσου δηλαδή να μου έρθει και ο ίδιος· αποκλείεται να αντέξω».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιον προξενεί από μακριά στενοχώριες μην τον πλησιάζεις καθόλου.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις ἡ μουσικὴ τελευτῆς ἀναβολὴν ἀπεργάζεται.
278. ΓΥΝΗ ΚΑΙ ΑΝΗΡ ΜΕΘΥΣΟΣ
[278.1] γυνή τις ἄνδρα μέθυσον εἶχε· τοῦ δὲ πάθους αὐτὸν ἀπαλλάξαι θέλουσα τοιόνδε τι σοφίζεται. κεκαρωμένον γὰρ αὐτὸν ὑπὸ τῆς μέθης παρατηρήσασα καὶ νεκροῦ δίκην ἀναισθητοῦντα ἐπ᾽ ὤμων ἄρασα ἐπὶ τὸ πολυάνδριον ἀπενεγκοῦσα κατέθετο καὶ ἀπῆλθεν. ἡνίκα δ᾽ αὐτὸν ἤδη ἀνανήφειν ἐστοχάσατο, προσελθοῦσα τὴν θύραν ἔκοπτε τοῦ πολυανδρίου. ἐκείνου δὲ φήσαντος· «τίς ὁ τὴν θύραν κόψας;» ἡ γυνὴ ἀπεκρίνατο· «ὁ τοῖς νεκροῖς τὰ σιτία κομίζων ἐγὼ πάρειμι». κἀκεῖνος· «μή μοι φαγεῖν ἀλλὰ πιεῖν, ὦ βέλτιστε, μᾶλλον προσένεγκε. λυπεῖς γάρ με βρώσεως ἀλλὰ μὴ πόσεως μνημονεύων». ἡ δὲ τὸ στῆθος πατάξασα «οἴμοι τῇ δυστήνῳ», φησίν, «οὐδὲν γὰρ οὐδὲ σοφισαμένη ὤνησα. σὺ γάρ, ἄνερ, οὐ μόνον οὐκ ἐπαιδεύθης, ἀλλὰ καὶ χείρων σαυτοῦ γέγονας εἰς ἕξιν σοι καταστάντος τοῦ πάθους».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ ταῖς κακαῖς πράξεσιν ἐγχρονίζειν· ἔστι γάρ, ὅτε καὶ μὴ θέλοντι τῷ ἀνθρώπῳ τὸ ἔθος ἐπιτίθεται.
279. ΠΑΙΣ, ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΛΕΩΝ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΣ
[279.1] υἱόν τις γέρων δειλὸς μονογενῆ ἔχων γενναῖον κυνηγεῖν ἐφιέμενον εἶδε τοῦτον καθ᾽ ὕπνους ὑπὸ λέοντος ἀναλωθέντα. φοβηθεὶς δέ, μήπως ὁ ὄνειρος ἀληθεύσῃ, οἴκημα κάλλιστον καὶ μετέωρον κατεσκεύασε κἀκεῖσε τὸν υἱὸν εἰσαγαγὼν ἐφύλαττεν. ἐζωγράφησε δὲ ἐν τῷ οἰκήματι πρὸς τέρψιν τοῦ υἱοῦ παντοῖα ζῷα, ἐν οἷς ἦν καὶ λέων. ὁ δὲ ταῦτα μᾶλλον ὁρῶν πλείονα λύπην εἶχε. καὶ δήποτε πλησίον τοῦ λέοντος στὰς εἶπεν· «ὦ κάκιστον θηρίον, διὰ σὲ καὶ τὸν ψευδῆ ὄνειρον τοῦ ἐμοῦ πατρὸς τῇδε τῇ οἰκίᾳ κατεκλείσθην ὡς ἐν φρουρᾷ· τί σοι ποιήσω;» καὶ εἰπὼν ἐπέβαλε τῷ τοίχῳ τὴν χεῖρα ἐκτυφλῶσαι τὸν λέοντα. σκόλοψ δὲ τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ ἐμπαρεὶς ὄγκωμα καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβῶνος εἰργάσατο, πυρετὸς δὲ ἐπιγενόμενος αὐτῷ θᾶττον τοῦ βίου μετέστησεν. ὁ δὲ λέων καὶ οὕτως ἀνῄρηκε τὸν παῖδα μηδὲν τῷ τοῦ πατρὸς ὠφεληθέντα σοφίσματι.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐδεὶς δύναται τὸ μέλλον ἐκφυγεῖν.
280. ΠΟΤΑΜΟΣ ΚΑΙ ΒΥΡΣΑ
[280.1] ποταμὸς δι᾽ αὐτοῦ βύρσαν φερομένην. ἰδὼν ἠρώτησε, τίς καλεῖται. ἡ δὲ εἶπε· «ξηρά». ἐπικαχλάσας δὲ τῷ ῥεύματι εἶπεν· «ἄλλο τι ζήτει καλεῖσθαι· ἁπαλὴν γὰρ ἐγὼ ἤδη ταχὺ ποιήσω σε».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι εὐκόλως τὰ πράγματα εἰς τὴν αὐτὴν ἀποκαθίστανται φύσιν.
281. ΤΟΞΟΤΗΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[281.1] ἀνῆλθέ τις εἰς ὄρος τοξικῆς ἔμπειρος κυνηγῆσαι. πάντα δὲ τὰ ζῷα τοῦτον θεασάμενα ἔφυγε, λέων δὲ μόνος προεκαλεῖτο αὐτὸν εἰς μάχην. ὁ δὲ βέλος πέμψας καὶ τὸν λέοντα βαλὼν ἔφη· «δέξαι καὶ ἰδὲ τὸν ἐμὸν ἄγγελον οἷός ἐστιν καὶ τότε κἀγὼ ἐπέρχομαί σοι». ὁ δὲ λέων φοβηθεὶς ὥρμησε φεύγειν. ἀλώπεκος δὲ τούτῳ θαρρεῖν καὶ μὴ φεύγειν λεγούσης ὁ λέων ἔφη· «ὦ οὗτος, οὐδαμῶς με πλανήσεις. ὅπου γὰρ τοιοῦτον πικρὸν ἄγγελον ἔχει, ἐὰν αὐτὸς ἐπέλθῃ, οὐκ ἂν ὑποίσω».
ὁ μῦθος δηλοῖ μηδαμῶς πλησιάζειν τοὺς πόρρωθεν χαλεπὰ πράττοντας.
***
277. Ο κύκνος.
[277.1] Ήταν κάποτε ένας ευκατάστατος χωρικός που εξέτρεφε συνάμα έναν κύκνο και μια χήνα. Δεν τους τάιζε όμως για τον ίδιο σκοπό και τους δύο: τον πρώτο τον ήθελε για το τραγούδι του, ενώ τη δεύτερη την προόριζε για το τραπέζι. Κάποια μέρα, που λέτε, ήλθε ο καιρός να υποστεί η χήνα τη μοίρα για την οποία την έθρεφαν. Έλα όμως που έτυχε να είναι νύχτα και οι συνθήκες δεν επέτρεπαν στον άνθρωπο να ξεχωρίσει καλά ανάμεσα στα δύο πουλιά. Κατά συνέπεια, πήρε για φάγωμα τον κύκνο αντί για τη χήνα. Τότε λοιπόν ο κύκνος άρχισε να τραγουδάει την περίφημη μελωδία, σαν προμήνυμα του θανάτου του. Πλην όμως με αυτό ακριβώς το τραγούδι φανέρωσε την αληθινή ταυτότητά του, και χάρη στη μουσική του γλίτωσε τον σκοτωμό.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολύ συχνά οι καλλιτεχνικές ικανότητες συντελούν στην αναβολή του μοιραίου.
278. Η γυναίκα και ο μεθύστακας σύζυγος.
[278.1] Ήταν κάποτε μια γυναίκα που είχε για άντρα της έναν μεθύστακα. Το είχε καημό, φυσικά, να θεραπεύσει τον σύζυγό της από τούτο το πάθος. Ιδού λοιπόν τί σκαρφίστηκε. Κάποια μέρα τον παραφύλαξε μέχρι που εκείνος βυθίστηκε σε βαθύ λήθαργο από το μεθύσι και σωριάστηκε αναίσθητος σαν πεθαμένος. Τότε, που λέτε, η γυναίκα τον σήκωσε στους ώμους της και τον κουβάλησε έως το δημόσιο νεκροταφείο. Εκεί τον παράτησε κάτω και έφυγε. Αργότερα, όταν λογάριασε πως ο μπεκρούλιακας θα άρχιζε πια να συνέρχεται, πήγε ξανά στο μέρος και έπιασε να χτυπάει τη θύρα του κοιμητηρίου. Με τα πολλά, ο άντρας ψέλλισε από μέσα: «Ποιός βαράει την πόρτα, ρε;». Αποκρίθηκε τότε η γυναίκα: «Εγώ είμαι, φιλαράκο, που φέρνω το σιτηρέσιο για τους πεθαμένους· για σας ήρθα». Ο μέθυσος όμως φώναξε: «Όχι φαΐ, βρε πατριώτη, πιοτό φέρε μου καλύτερα. Θες να με σεκλετίσεις και μου τσαμπουνάς μονάχα για φαγητά, δίχως λέξη για πιοτό;». Ακούγοντάς το αυτό, η συμβία του βάλθηκε να κοπανάει το στήθος της: «Αλίμονο, δυστυχία μου», ξεφώνιζε, «κρίμα στις πονηριές μου, που και με δαύτες πάλι τίποτε δεν κατάφερα. Εσύ, βρε αχαΐρευτε, όχι μόνο δεν έμαθες το μάθημά σου, παρά μου έγινες και χειρότερος από πριν. Πάει τώρα, μόνιμη κατάσταση έγινε το κουσούρι σου!».
Το δίδαγμα του μύθου: Τις κακές ασχολίες δεν πρέπει να τις αφήνουμε να γίνουν χρόνιες. Αλλιώς, ως γνωστόν, η συνήθεια πολλές φορές αγκιστρώνεται πάνω στον άνθρωπο, θέλει δεν θέλει αυτός.
279. Το αγόρι, ο πατέρας του και το ζωγραφισμένο λιοντάρι.
[279.1] Ήταν μια φορά κάποιος φοβητσιάρης γέρος που είχε έναν γιο μονάκριβο. Τούτος ο νεαρός ήταν αντιθέτως πολύ θαρραλέος, και του άρεσε να πηγαίνει κυνήγι. Μια νύχτα, όμως, ο γερο-πατέρας του είδε στον ύπνο του ότι τον γιο του τον εξολόθρευσε λιοντάρι. Τρόμαξε λοιπόν μην τυχόν αληθέψει το όνειρο, και γι᾽ αυτό πρόσταξε να χτίσουν ένα ειδικό δωμάτιο, πανέμορφο και υπερυψωμένο ψηλά πάνω από το έδαφος. Εκεί μέσα, που λέτε, έκλεισε τον γιο του και έβαλε ανθρώπους να τον φυλάνε. Ακόμη, πρόσταξε και ζωγράφισαν γύρω-γύρω στους τοίχους του δωματίου κάθε λογής ζώα, για να τα βλέπει ο νεαρός και να ευφραίνεται. Ανάμεσα σε αυτά υπήρχε και ένα λιοντάρι. Το αγόρι, εντούτοις, όσο περισσότερο κοίταζε τούτες τις εικόνες, τόσο μεγάλωνε η στενοχώρια του. Έτσι, κάποια φορά σταμάτησε μπροστά στη ζωγραφιά του λιονταριού και της έκανε τα παράπονά του: «Βρε καταραμένο τέρας, εξαιτίας σου τα παθαίνω αυτά. Επειδή σε είδε ο πατέρας μου σε εκείνο το ψευτο-όνειρο, πρέπει τώρα εγώ να μένω κλειδωμένος εδώ μέσα, σαν κατάδικος στη φυλακή. Μωρέ θα δεις τί θα σου κάνω!». Και ενώ τα ξεστόμιζε αυτά, βάλθηκε να βαράει με το χέρι του τον τοίχο για να βγάλει τα μάτια του λιονταριού. Έλα όμως που έτσι μπήχτηκε ένα ξυλόκαρφο μέσα στο δάχτυλό του. Κατόπιν δε η πληγή αυτή κακοφόρμισε και προκάλεσε φλεγμονή, τόσο που πρήστηκε ο αδένας. Και το αποκορύφωμα: στο τέλος το έπιασε το παιδί ισχυρός πυρετός και στο άψε-σβήσε το έστειλε στον άλλο κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο το λιοντάρι ξεπάστρεψε εντέλει τον νεαρούλη, και τα τεχνάσματα του πατέρα δεν ωφέλησαν σε τίποτε.
Το δίδαγμα του μύθου: Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει αυτό που του μέλλεται.
280. Ο ποταμός και το τομάρι.
[280.1] Μια φορά ο ποταμός αντιλήφθηκε ότι παρέσερνε με το ρεύμα του ένα βοϊδοτόμαρο. Το ρώτησε λοιπόν: «Ψιτ, εσύ, πώς σε λένε;». «Ντούρο», αποκρίθηκε το τομάρι. Τότε ο ποταμός, που ήδη το τσαλαβουτούσε μέσα στα νερά του και το κατάβρεχε, το προειδοποίησε: «Βρε συ, δεν βρίσκεις καλύτερα κανένα άλλο όνομα για πάρτη σου; Βλέπεις, εγώ σκοπεύω να σε κάνω μαλακό πολύ σύντομα».
Το δίδαγμα του μύθου: Τα πράγματα ξαναγυρίζουν εύκολα στην οικεία τους φυσική κατάσταση.
281. Ο τοξότης και το λιοντάρι.
[281.1] Ήταν μια φορά ένα άντρας εξασκημένος στην τοξοβολία, που ανέβηκε στο βουνό για κυνήγι. Φυσικά, με το που τον είδαν τα θηρία, το έβαλαν στα πόδια όλα τους. Μονάχα το λιοντάρι στάθηκε και τον προκαλούσε σε μονομαχία. Τότε ο άνθρωπος του έριξε ένα βέλος και το πέτυχε διάνα, φωνάζοντάς του κιόλας από πάνω: «Νά, τούτος είναι ο προπομπός μου, πες του το καλωσόρισες και κάνε τη γνωριμία του. Μετά από αυτόν σου ᾽ρχομαι και εγώ καταπόδι». Τα χρειάστηκε, που λέτε, από τον φόβο το λιοντάρι και πήρε δρόμο, όπου φύγει φύγει. Πάνω εκεί πήγε να του πει κάτι η αλεπού, για να το εμψυχώσει και να το συγκρατήσει από το φευγιό. Όμως το λιοντάρι τής μούγκρισε: «Σκάσε, μωρή καταραμένη, δεν πιάνουν σε μένα οι πονηριές σου. Είδα τον προπομπό του πώς είναι — η πίκρα προσωποποιημένη. Φαντάσου δηλαδή να μου έρθει και ο ίδιος· αποκλείεται να αντέξω».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιον προξενεί από μακριά στενοχώριες μην τον πλησιάζεις καθόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου