Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Ο Αριστοτέλης για τη μεγαλοπρέπεια

Σε σχέση με τη διαχείριση του χρήματος ο Αριστοτέλης πέρα από το διαχωρισμό του ελευθέριου από τον άσωτο και τον ανελεύθερο θα προχωρήσει και σε έναν ακόμη διαχωρισμό. Στο δεύτερο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» αναφέρει: «Η σχέση μας με τα χρήματα μπορεί, βέβαια, να έχει και άλλες μορφές: μεσότητα η μεγαλοπρέπεια (διαφέρει, πράγματι, ο μεγαλοπρεπής από τον ελευθέριο: στην πρώτη περίπτωση ο λόγος είναι για μεγάλα ποσά, στη δεύτερη για μικρά), υπερβολή η μεγαλομανία και η κακογουστιά, και έλλειψη η κακομοιριά». (1107b 7, 18-22).
 
Με δυο λόγια, η μεγαλοπρέπεια διέπεται επίσης από τη μεσότητα, αλλά σχετίζεται με τη δαπάνη μεγάλων ποσών. Στο τέταρτο βιβλίο ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η μεγαλοπρέπεια είναι η φυσική συνέχεια της ελευθεριότητας: «Φυσική συνέχεια θα μπορούσε να θεωρηθεί πως είναι να μιλήσουμε τώρα και για τη μεγαλοπρέπεια. Γιατί και αυτή θεωρείται αρετή που σχετίζεται με τα χρήματα και, γενικά, τα υλικά αγαθά· μόνο που αυτή, σε αντίθεση με την ελευθεριότητα που απλώνεται σε όλες τις σχετικές με τα χρήματα πράξεις, σχετίζεται μόνο με τις πράξεις που έχουν να κάνουν με δαπάνες, και σ’ αυτές ξεπερνάει την ελευθεριότητα από την άποψη του μεγέθους. Γιατί όπως δηλώνει και η ίδια η λέξη, η μεγαλοπρέπεια είναι μια “πρέπουσα” δαπάνη σε μέγεθος». (1122a 2, 22-28).

Η φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στην αδιαπραγμάτευτη επίκληση της μεσότητας και τη διευκρίνιση ότι η μεγαλοπρέπεια αφορά μεγάλα ποσά μπορεί να εξηγηθεί αν ληφθεί υπόψη η φύση και ο σκοπός των δαπανών που χαρακτηρίζουν το μεγαλοπρεπή άνθρωπο: «Η μεγαλοπρέπεια σχετίζεται με τις δαπάνες που τις λέμε “άξιες τιμής”. Τέτοιες είναι π.χ. οι δαπάνες που σχετίζονται με τους θεούς (προσφορές, κτίσματα, θυσίες)· επίσης αυτές που σχετίζονται γενικά με τη θρησκευτική λατρεία, καθώς και αυτές που ικανοποιούν φιλοδοξίες ενσχέσει με την κοινή γνώμη, όπως π.χ. αν κάποιοι άνθρωποι θεωρούν ότι πρέπει να ετοιμάσουν με λαμπρότητα το χορό μιας θεατρικής παράστασης, να εξοπλίσουν μια τριήρη ή να κάνουν το τραπέζι σε ολόκληρη την πόλη». (1122b 2, 23-28).
 
Η μεγαλοπρέπεια, δηλαδή, έχει να κάνει με δαπάνες υψηλού κόστους που αφορούν το σύνολο της πόλης. Η θρησκευτική λατρεία, η χρηματοδότηση τριηρών, η χορηγία καλλιτεχνικών έργων κλπ, σχετίζονται με το κοινό όφελος και αυτός που αναλαμβάνει τέτοια έξοδα έχει επίγνωση του χρηματικού μεγέθους που θα ξοδευτεί. Το να θέλει κανείς να ξοδέψει για χάρη της πόλης, χωρίς κανένα προσωπικό συμφέρον, κρίνεται ιδιαίτερα τιμητικό και καταδεικνύει μια προσωπικότητα που όχι μόνο έχει ισορροπημένες σχέσεις με το χρήμα, αφού δε διστάζει να το προσφέρει, αλλά κινείται με βάση το δημόσιο συμφέρον. Κι αυτή ακριβώς είναι η έννοια της μεγαλοπρέπειας, όπως τίθεται από τον Αριστοτέλη. Η προτεραιότητα του συλλογικού οφέλους, που δεν υπολογίζει κανένα κόστος από την ατομική περιουσία.
 
Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση ούτε με την υστεροβουλία μελλοντικών ωφελημάτων ούτε με τη ματαιοδοξία του κοινωνικού κύρους που θα μπορούσε να επιφέρει μια τέτοια πράξη. Γιατί ο μεγαλοπρεπής ενεργεί με γνώμονα το ωραίο: «Όλες αυτού του είδους της δαπάνες ο μεγαλοπρεπής θα τις κάνει για χάρη της ομορφιάς – αυτό δεν είναι το κοινό γνώρισμα όλων των αρετών;» (1122b 2, 7-8).
 
Κι αφού η μεγαλοπρέπεια συγκαταλέγεται στις αρετές, είναι απολύτως προφανές ότι τα χρήματα που θα δαπανηθούν θα προέρχονται από ενέργειες που αρμόζουν στο πνεύμα της αρετής. Αν κάποιος αποκτήσει πλούτο από παράνομες ή ανήθικες πράξεις, είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί μεγαλοπρεπής όσα χρήματα κι αν ξοδέψει για την πόλη. Γιατί παίρνει από κει που δεν πρέπει, πράξη αντίθετη με το πνεύμα της ελευθεριότητας. Και μεγαλοπρέπεια χωρίς την ελευθεριότητα είναι αδύνατο να υπάρξει.
 
Σε τελική ανάλυση, η μεγαλοπρέπεια είναι ελευθεριότητα που σχετίζεται με το ξόδεμα μεγάλων χρηματικών ποσών ή, για να το πούμε αλλιώς, ο μεγαλοπρεπής είναι πριν απ’ όλα ελευθέριος, καθώς διαχειρίζεται με γενναιοδωρία τα λεφτά του: «Υποχρεωτικά λοιπόν ο μεγαλοπρεπής είναι και ελευθέριος, αφού και ο ελευθέριος δαπανά αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει: με αυτά σχετίζεται το “μεγάλο” – του μεγαλοπρεπούς – “μέγεθος”, ας πούμε –, και η ελευθεριότητα με αυτά έχει να κάνει». (1122b 2, 12-15).
 
Το κριτήριο της μεσότητας εξασφαλίζεται με τους ίδιους ακριβώς όρους, αφού και πάλι η δαπάνη σχετίζεται με «αυτά που πρέπει» και «με τον τρόπο που πρέπει». Η σύμπλευση της μεγαλοπρέπειας με την ελευθεριότητα εξασφαλίζει την κατεύθυνση της αρετής κι αυτός είναι ο λόγος που παίζει μεγάλο ρόλο και η προέλευση των χρημάτων που θα ξοδευτούν.
 
Τα αισχρά κέρδη αντίκεινται στην αρετή και δεν αρμόζουν στις πράξεις της μεγαλοπρέπειας. Εξάλλου, οι άνθρωποι που κερδίζουν με αθέμιτους τρόπους είναι αδύνατο να πείσουν ότι ενδιαφέρονται για το καλό του συνόλου. Κατά κανόνα, κι αν ακόμα προβούν σε χορηγίες δημόσιου ενδιαφέροντος, έχουν ιδιοτελείς σκοπούς. Ένα συμπαθές δημόσιο προφίλ διευκολύνει τις αισχροκερδείς δραστηριότητες. Και οι κοινωνικές ευεργεσίες μπορούν να παίξουν πολύ καλά αυτό το ρόλο.
 
Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης σπεύδει να συμπληρώσει: «Σε όλες όμως αυτές τις περιπτώσεις οι δαπάνες εξετάζονται και ενσχέσει προς αυτόν που τις κάνει: ποιος είναι και ποια είναι τα περιουσιακά του στοιχεία». (1122b 2, 28-30). Η εξέταση των περιουσιακών στοιχείων είναι μάλλον ευνόητη, αφού πρέπει πράγματι ο μεγαλοπρεπής να έχει την ανάλογη περιουσία, ώστε να μπορεί να στηρίξει τη μεγαλοπρεπή του πράξη.
 
Αν κάποιος προβαίνει σε τέτοιες δαπάνες χωρίς το ανάλογο οικονομικό υπόβαθρο δεν είναι μεγαλοπρεπής, αλλά ανόητος, καθώς εμπλέκεται σε έξοδα που δεν μπορεί να αναλάβει: «Αυτός είναι και ο λόγος που ο φτωχός άνθρωπος δεν μπορεί, λέω, να είναι μεγαλοπρεπής, αφού δεν έχει τα μέσα που θα του επιτρέψουν να δαπανήσει με πρέποντα τρόπο μεγάλα ποσά. Και όποιος το επιχειρεί, είναι ανόητος· γιατί ξοδεύει πέρα από τις δυνατότητες που του προσφέρουν τα οικονομικά του μέσα και πέρα από ό,τι είναι σωστό: σύμφωνο με την αρετή είναι μόνο ό,τι γίνεται σωστά». (1122b 2, 31-35).
 
Όμως, ο Αριστοτέλης δεν θέτει μόνο τον παράγοντα των περιουσιακών στοιχείων για να καθορίσει τον μεγαλοπρεπή, αλλά και το «ποιος είναι». Κι όταν λέει «ποιος είναι» εννοεί ποια είναι η προσωπικότητα και ποια η δράση του μέσα στην πόλη. Και στο πλαίσιο αυτής της δράσης εντάσσεται και ο έλεγχος του πλουτισμού. Κάποιος αισχροκερδής, κάποιος ανήθικος ή εκμεταλλευτής προσώπων και καταστάσεων, κάποιος που παραβιάζει τους κανόνες δικαίου δεν μπορεί να εντάσσεται σ’ αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει μεγαλοπρέπεια: «Γιατί οι δαπάνες πρέπει να είναι άξιες των περιουσιακών στοιχείων, και να ταιριάζουν όχι μόνο με το έργο αλλά και με το πρόσωπο που το κάνει». (1122b 2, 30-31).
 
Η διασφάλιση της αξίας του προσώπου που δαπανά είναι η κατοχύρωση της μεγαλοπρέπειας. Από αυτή την άποψη, γίνεται φανερό ότι όποιος ξοδεύει μεγάλα ποσά για οποιοδήποτε κοινωφελή σκοπό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι είναι και μεγαλοπρεπής, όπως και ότι μια δαπάνη για το δημόσιο συμφέρον (όσο μεγάλη κι αν είναι) δεν είναι σε θέση να διαγράψει την πρότερη κοινωνική εικόνα του χρηματοδότη. Οι κοινωφελείς δαπάνες που λειτουργούν ως ξέπλυμα προσωπικότητας ή ως αντιπερισπασμός προς απόκρυψη άλλων, όχι και τόσο τιμητικών δραστηριοτήτων, δεν έχουν καμία σχέση με την μεγαλοπρέπεια.
 
Και βέβαια, η μεγαλοπρέπεια δεν αφορά μόνο τη δημόσια αλλά και την ιδιωτική ζωή: «Ο μεγαλοπρεπής άνθρωπος θα χτίσει και θα εξοπλίσει το σπίτι του όπως ταιριάζει στον πλούτο του (γιατί και το σπίτι είναι ένα στολίδι). Γνώρισμα του μεγαλοπρεπούς ανθρώπου είναι, επίσης, το να δαπανά κατά προτίμηση για έργα που θα ζήσουν για μεγάλο διάστημα χρόνου (γιατί αυτά είναι τα πιο όμορφα), και σε κάθε επιμέρους περίπτωση να δαπανά αυτό που είναι το πρέπον». (1123a 2, 6-10).
 
Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλοπρέπεια, αν δεν υπάρχει παιδεία κι αισθητική καλλιέργεια. Ο μεγαλοπρεπής άνθρωπος θα πρέπει να γνωρίζει τα θέματα της τέχνης και να μπορεί να τα εκτιμά σωστά. Ο άξεστος που ξαφνικά αποκτά χρήμα χωρίς την ανάλογη παιδεία για τη διαχείρισή του είναι αδύνατο να φερθεί μεγαλοπρέπεια.
 
Και υπάρχουν κι άλλα πεδία που μπορεί κανείς να φανεί μεγαλοπρεπής στην ιδιωτική του ζωή: «για το χώρο των ιδιωτικών δαπανών, τα χαρακτηριστικά της μεγαλοπρέπειας τα έχουν όσες γίνονται μία μόνο φορά, όπως π.χ. ο γάμος και όλα τα παρόμοια· καθετί, επίσης, για το οποίο δείχνει ενδιαφέρον ολόκληρη η πόλη ή οι άνθρωποι της υψηλής κοινωνίας· επίσης, καθετί που σχετίζεται με την υποδοχή και τον αποχαιρετισμό φιλοξενούμενων προσωπικοτήτων, με την ανταλλαγή, τέλος, δώρων και αντιδώρων· γιατί ο μεγαλοπρεπής άνθρωπος δεν κάνει δαπάνες για τον εαυτό του, αλλά για το κοινό καλό, και τα δώρα έχουν κάποια ομοιότητα με τις αφιερωματικές προσφορές στους θεούς». (1122b 2, 40 και 1123a 2, 1-6).
 
Η άποψη ότι η μεγαλοπρέπεια αρμόζει στους γάμους ή στα έξοδα για τους φιλοξενούμενους είναι σύμφωνη με το αρχαιοελληνικό ιδεώδες που θέτει πολύ ψηλά αυτές τις αξίες. Το ότι η μεγαλοπρέπεια αφορά τους ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας, όσο κι αν φαίνεται ελιτίστικο, δεν πρέπει να προβληματίζει, αφού από την αρχή το ζήτημα τέθηκε στη βάση του μεγέθους της δαπάνης καθιστώντας σαφές ότι αφορά μόνο εκείνους που έχουν την ανάλογη οικονομική επιφάνεια. Οι φτωχοί δεν μπορούν να είναι μεγαλοπρεπείς, καθώς δεν έχουν τη δυνατότητα. Γι’ αυτό και ο μεγαλοπρεπής είναι ελευθέριος, χωρίς να ισχύει και το αντίστροφο, αφού ο ελευθέριος δεν είναι βέβαιο ότι διαθέτει να οικονομικά μέσα, ώστε να είναι μεγαλοπρεπής.
 
Ο Αριστοτέλης προβαίνοντας σ’ αυτούς τους διαχωρισμούς δεν προτίθεται ούτε να καταδείξει την κοινωνική διαστρωμάτωση ούτε να αφήσει αιχμές για την ταξική ανισότητα. Αυτό που επιδιώκει είναι η αποσαφήνιση των εννοιών. Εξάλλου, στο έργο του «Πολιτικά» ξεκαθαρίζει ότι δεν θεωρεί αδικία το να υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί σε μια πόλη αρκεί η περιουσιακή διαφοροποίηση να ανταποκρίνεται και στην αξία. Με δυο λόγια, αν κάποιος είναι άξιος, είναι δηλαδή εργατικός, προνοητικός ή καινοτόμος, ώστε να προσφέρει περισσότερα στην πόλη, είναι δίκαιο η αξία του να έχει και περιουσιακό αντίκρισμα. Από τη στιγμή που προσφέρει περισσότερα, για τον Αριστοτέλη, είναι δίκαιο και να απολαμβάνει περισσότερα.
 
Η από θέση αρχής περιουσιακή ισότητα, ασχέτως της προσφοράς του καθενός, αποτελεί ισοπέδωση και δεν ανταποκρίνεται στο ιδανικό της αξιοκρατίας, πράγμα που, κατά τον Αριστοτέλη πάντα, συνιστά αδικία. Το ζήτημα είναι να τεθούν τα όρια. Ο άξιος, δηλαδή, είναι σωστό να είναι και πλούσιος αλλά όχι ανεξέλεγκτα, όπως αντίστοιχα και ο φτωχός. Τα όρια που τίθενται στον πλούτο εξασφαλίζουν και τα όρια που θα τεθούν στη φτώχεια (ο ανεξέλεγκτος πλούτος θα φέρει και την ανεξέλεγκτη φτώχεια) και αυτή η ισορροπία θα επιφέρει την κοινωνική συνοχή, καθώς ο χωρίς όρια πλούτος σε συνδυασμό με την απύθμενη φτώχεια θα φέρει στην πόλη τέτοια πόλωση κι εντάσεις τόσο δυνατές που θα απειλήσουν την ενότητά της.
 
Οι ακραίες ταξικές ανισότητες συνιστούν τη διάλυση της πόλης. Η μεσαία τάξη προτείνεται ως ιδανική κι αυτή πρέπει να είναι η μέριμνα του νομοθέτη που ορίζει τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής και τη φορολογία: να ενισχύει τους φτωχούς και να αποδυναμώνει τους πλούσιους, ώστε να ενισχύονται οι μεσαίοι. Αυτό όμως, δεν τίθεται απόλυτα, είναι απλώς η τάση που πρέπει να ακολουθείται. Από κει και πέρα θα υπάρχουν και πλούσιοι και φτωχοί, σε περιορισμένο αριθμό, βέβαια, και με συγκεκριμένα όρια.
 
Κι αυτούς τους λίγους πλούσιους αφορά η μεγαλοπρέπεια. Πρόκειται για τους άξιους που δίκαια ανταμείβονται έχοντας περισσότερα και που έχουν την οικονομική δυνατότητα να είναι μεγαλοπρεπείς. Γι’ αυτό και παίζει τεράστιο ρόλο ο τρόπος της απόκτησης του πλούτου. Γιατί αν δεν ανταποκρίνεται στην αξία, αλλά στην αδικία που μένει ατιμώρητη, όχι μόνο δε γίνεται λόγος για μεγαλοπρέπεια, αλλά τίθεται θέμα δικαιοσύνης. Και η δικαιοσύνη είναι το θεμέλιο της συνύπαρξης. Οι γενναιόδωρες δαπάνες του ανέντιμου πλούτου δεν είναι ευεργεσία αλλά κοινωνική πρόκληση.
 
Και βέβαια, άλλο η μεγαλοπρέπεια κι άλλο η επίδειξη. Η επίδειξη συνιστά την υπερβολή κι ως τούτου προτάσσει την κακογουστιά του απαίδευτου ανθρώπου: «Όσο γι’ αυτόν που φτάνει στην υπερβολή και είναι άξεστος, ξεπερνάει, όπως είπαμε, το μέτρο με το να ξοδεύει αντίθετα με ό,τι πρέπει: στις μικρές περιπτώσεις δαπάνης ξοδεύει πολλά και κάνει κακόγουστη κι ακαλαίσθητη επίδειξη. Κάνει π.χ. τραπέζι γαμήλιου τύπου με ερανιστές» (οι ερανιστές είναι άνθρωποι “που μαζεύτηκαν για να φάνε με κοινή συνεισφορά όλων (έρανος)”, οπότε δεν κρίνεται μεγαλοπρεπές να κάνει κανείς γαμήλιο τραπέζι σε τέτοιους ανθρώπους) «ή, κάνοντας το χορηγό σε κωμική παράσταση, παρουσιάζει το χορό να μπαίνει ντυμένος με πορφύρα, όπως κάνουν στα Μέγαρα. Κι όλα αυτά τα κάνει όχι για χάρη του ωραίου, αλλά γιατί θέλει να επιδείξει τον πλούτο του και γιατί φαντάζεται ότι με όλα αυτά κερδίζει το θαυμασμό του κόσμου, και εκεί που έπρεπε να ξοδέψει πολλά, ξοδεύει λίγα, ενώ εκεί που θα έπρεπε να ξοδέψει λίγα, ξοδεύει πολλά». (1123a 2, 21-30).
 
Από την άλλη, η πλευρά της έλλειψης καταλήγει στη μικροπρέπεια: «Ο μικροπρεπής ελλείπει στα πάντα, και έχοντας ξοδέψει τεράστια ποσά, είναι έτοιμος να καταστρέψει την ομορφιά της πράξης του για ένα τίποτε, και σε ό,τι κι αν κάνει, είναι γεμάτος από δισταγμούς· μόνη του σκέψη είναι πώς θα ξοδέψει όσο γίνεται πιο λίγα, και αυτά μάλιστα τα λίγα τα “κλαίει”, και όλο νομίζει ότι ξοδεύει πιο πολλά από όσα πρέπει». (1123a 2, 31-35).
 
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τόσο η μικροπρέπεια όσο και η μεγαλομανία, αν και είναι κακίες που προϋποθέτουν αρνητικό εθισμό (έξη), δε συγκαταλέγονται στα επονείδιστα χαρακτηριστικά: «Αυτές λοιπόν οι έξεις είναι κακίες, όμως δεν προκαλούν όνειδος, αφού ούτε βλαπτικές για τους άλλους είναι ούτε και πολύ επαίσχυντες». (1123a 2, 35-37).
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου