Στο σώμα μάς δίνει πρόσβαση ο λόγος. Άρα και η ψυχή, η οποία ενυπάρχει στο σώμα, αποκαλύπτεται μέσω των αναπαραστάσεων της γλώσσας, των συμβολισμών, των παραδρομών, των αφηγήσεων, ακόμα και της σιωπής. Στην σημερινή εποχή της νεωτερικότητας παρατηρείται έντονα η γλωσσική τυρρανία της αφήγησης. Μέσα στο πλαίσιο της «οικονομίας» παγιώνονται γλωσσικοί μανιερισμοί αλλά και προβληματικές δομές αφήγησης, που εν τέλει μπορούν να διαμορφώσουν και ρόλους για τον ίδιο τον αφηγούμενο. Η ικανότητα για συμβολοποίηση ολοένα και καταρρέει, το συναισθηματικό λεξιλόγιο αποτελεί ένα είδος πολυτέλειας και οι διάλογοι γίνονται επαναλαμβανόμενοι, στημένοι και σύντομοι.
Ένα από τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών είναι ότι τα συναισθήματα και δη τα δυσφορικά ή «δύσκολα» συναισθήματα έχουν χάσει τον κοινωνικό τους χαρακτήρα και η έκφρασή τους έχει γίνει μια ατομική ψυχική διεργασία. Έτσι, αυτό που κυριαρχεί στο λόγο είναι η απουσία συναισθηματικών αποχρώσεων, πιθανότατα λόγω της απώθησής τους ή της εσωτερικής λογοκρισίας τους μέσα σε ένα κλίμα στενής εξατομίκευσης.
Μέρος της αυτοπαρουσίασης μας στους άλλους, αλλά και της αυτοδιάθεσης, έχει να κάνει με τα αφηγήματα που κουβαλάμε, το περιεχόμενο και τη δομή τους.
Ο τρόπος που ζούμε και βιώνουμε τον εαυτό μας καθρεφτίζεται στη γλώσσα μας, σε αυτά που επιλέγουμε συνειδητά ή όχι να επικοινωνούμε και στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η επικοινωνία. Μέσα στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας αυτές οι παράμετροι έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρατηρώντας το λόγο του θεραπευόμενου, και ειδικά τη ροή, τη δομή, το περιεχόμενο και τη σύνδεση αυτών με τη γλώσσα του σώματος, έχουμε τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε ποιες ιστορίες είναι εγκλωβιστικές, επαναλαμβανόμενες διαγενεακά, «φορεμένες» σαν κουστούμι, φοβισμένες και κρυμμένες, αντιφατικές, δυσφορικές ή απελευθερωτικές. Η κάθε ιστορία με τον τρόπο που λέγεται στο συνομιλητή μας αποκαλύπτει σαν ένας εκπρόσωπος τύπου και τους εσωτερικούς διαλόγους του ατόμου και την προσπάθειά του να μας δώσει πρόσβαση στην υποκειμενική του αλήθεια και το προσωπικό του βίωμα. Η ικανότητα του θεραπευτή, επομένως, να ακούει και να κατανοεί δημιουργεί τον «ενδιάμεσο χώρο» όπου συγκατασκευάζεται η εμπειρία με διορθωτικές τάσεις, γίνεται σύνδεση του εδώ και τώρα με την ιστορία, γίνεται αποδόμηση του δυσλειτουργικού περιεχομένου και κατασκευή νέων νοημάτων.
Υπάρχουν αρκετά ψήγματα που αποτυπώνουν τη σημασία της σιωπής έναντι των λέξεων, με τα περισσότερα να εξαίρουν την ευεργετική λειτουργία της μεταξύ συνομιλητών αλλά και για το ίδιο το άτομο ως μονάδα.
Ένα από αυτά υποστηρίζει ότι «Ποτέ δεν μας έβλαψε κάτι που δεν είπαμε» (Κάλβιν Κούλιτζ). Εν πρώτοις, το να απαγορεύσουμε την έκφραση συγκεκριμένων σκέψεων ή συναισθημάτων μπορεί να είναι προστατευτικό για τον εαυτό, να ενισχύει την συντήρηση μιας συγκεκριμένης αυτοεικόνας και να προωθεί την κοινωνική ενσωμάτωση. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, μπορεί να είναι πολύ περιοριστικό, στερητικό, μοναχικό και εν τέλει παγιδευτικό. Το να δώσουμε λόγο σε μύχιες σκέψεις φέρνει απελευθέρωση. Το να βάλουμε λέξεις σε δύσκολα συναισθήματα φέρνει ανακούφιση.
Η σιωπή έχει τη σημασία της στο βαθμό που δε μετατρέπεται σε φορέα λογοκρισίας, σε μορφή απόρριψης και αποδοχής εσωτερικών διεργασιών και βιωμάτων. Δυστυχώς, η σιωπή είναι συνήθης και συνδέεται με μια εσωτερική στάση αποσιώπησης. Ένας άνθρωπος που μιλάει επιφανειακά ή μιλάει μόνο για τους άλλους είναι κι αυτός σιωπηλός. Το να σπάσει κάποιος τη σιωπή του συνεπάγεται ένα μεγάλο βαθμό αυτοέκθεσης και ευαλωτότητας που κανένας δεν επιθυμεί.
Ωστόσο, μπορεί να είναι λυτρωτικό, γιατί επιφέρει σύνδεση με τους άλλους και συναισθηματική κατανόηση. Ειδικά μέσα στο προστατευμένο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας η σταδιακή αποκάλυψη μέσω του λόγου των κρυφών ή απαγορευμένων ιστοριών, διαμορφώνει μια νέα στάση επιτρεπτικότητας και αντοχής προς τον εαυτό ως όλον και όχι ως αποσυνδεδεμένες πραγματικότητες.
Όλα τα παραπάνω είναι αξιοποιήσιμα στην αφηγηματική οπτική μέσω της κατανόησής τους και της σύνδεσής τους με διεξόδους, δηλαδή με αλλαγή στην αφήγηση, στο σενάριο, στους πρωταγωνιστές και στις εναλλακτικές. Ο πυρήνας αυτής της θεραπευτικής εργασίας βρίσκεται ακριβώς σε αυτή τη δυναμική συγκατασκευής και ανακάλυψης της υποκειμενικής αλήθειας μέσω της γλώσσας και εκεί βρίσκεται και η θεραπευτική λειτουργία της.
Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο Wittgenstein η γλώσσα σαν ένα δηλητήριο μπορεί να μας παραπλανήσει ή να μας μαγέψει, αλλά όταν μιλάμε αληθινά μπορεί να μας γιατρέψει.
Ένα από τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών είναι ότι τα συναισθήματα και δη τα δυσφορικά ή «δύσκολα» συναισθήματα έχουν χάσει τον κοινωνικό τους χαρακτήρα και η έκφρασή τους έχει γίνει μια ατομική ψυχική διεργασία. Έτσι, αυτό που κυριαρχεί στο λόγο είναι η απουσία συναισθηματικών αποχρώσεων, πιθανότατα λόγω της απώθησής τους ή της εσωτερικής λογοκρισίας τους μέσα σε ένα κλίμα στενής εξατομίκευσης.
Διάλογος μεταξύ εαυτών
Με τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα δίνει πρόσβαση στις ενδοψυχικές καταστάσεις, έτσι και ο διάλογος δίνει πρόσβαση μεταξύ εαυτών. Ο διαρκώς ανανεωνόμενος εαυτός είναι εξαρτημένος από το διάλογο. Η αυτοβιογραφία μας εμπλουτίζεται συνεχώς τόσο από αυτά που ακούμε και λέμε όσο και από τα μη λεχθέντα ή τα αποσιωπημένα. Σε όλο το ταξίδι της αναπτυξιακής μας πορείας, από βρέφη σε παιδιά και κατόπιν σε ενήλικες, ενημερωνόμαστε για το ποιοι είμαστε και ήμασταν μέσω και των αφηγήσεων που κάνουν οι άλλοι για εμάς. Εμπειρίες και πράγματα που διαφεύγουν της μνήμης μας ζωντανεύουν μέσω των ιστοριών που ακούμε για εμάς και τους άλλους και σταδιακά κουμπώνουν σαν κομμάτια παζλ στον πολυσύνθετο εαυτό μας, διαμορφώνοντας νοήματα. Ο εαυτός μας, λοιπόν, εμπεριέχει λέξεις και ιστορίες που λένε οι άλλοι για εμάς, γίνονται πεποιθήσεις και μετά τις λέμε εμείς για τους εαυτούς μας. Συχνά, αυτά τα δύο είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα που είναι δύσκολο να διαχωριστούν.Μέρος της αυτοπαρουσίασης μας στους άλλους, αλλά και της αυτοδιάθεσης, έχει να κάνει με τα αφηγήματα που κουβαλάμε, το περιεχόμενο και τη δομή τους.
Ο τρόπος που ζούμε και βιώνουμε τον εαυτό μας καθρεφτίζεται στη γλώσσα μας, σε αυτά που επιλέγουμε συνειδητά ή όχι να επικοινωνούμε και στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η επικοινωνία. Μέσα στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας αυτές οι παράμετροι έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρατηρώντας το λόγο του θεραπευόμενου, και ειδικά τη ροή, τη δομή, το περιεχόμενο και τη σύνδεση αυτών με τη γλώσσα του σώματος, έχουμε τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε ποιες ιστορίες είναι εγκλωβιστικές, επαναλαμβανόμενες διαγενεακά, «φορεμένες» σαν κουστούμι, φοβισμένες και κρυμμένες, αντιφατικές, δυσφορικές ή απελευθερωτικές. Η κάθε ιστορία με τον τρόπο που λέγεται στο συνομιλητή μας αποκαλύπτει σαν ένας εκπρόσωπος τύπου και τους εσωτερικούς διαλόγους του ατόμου και την προσπάθειά του να μας δώσει πρόσβαση στην υποκειμενική του αλήθεια και το προσωπικό του βίωμα. Η ικανότητα του θεραπευτή, επομένως, να ακούει και να κατανοεί δημιουργεί τον «ενδιάμεσο χώρο» όπου συγκατασκευάζεται η εμπειρία με διορθωτικές τάσεις, γίνεται σύνδεση του εδώ και τώρα με την ιστορία, γίνεται αποδόμηση του δυσλειτουργικού περιεχομένου και κατασκευή νέων νοημάτων.
Οι ακατέργαστες αφηγήσεις που αφορούν πτυχές του εαυτού
Σημαντική μνεία πρέπει να κάνουμε στο κομμάτι των αφηγήσεων που αφορούν πτυχές του εαυτού που είναι σε ακατέργαστη ή υποβόσκουσα μορφή λόγω της αδυναμίας του ατόμου να τις αναγνωρίσει, να τις λεκτικοποιήσει και τις κατανοήσει. Για τον κάθε άνθρωπο υπάρχουν οικογενειακοί μύθοι, μυστικά και ιστορίες που με κάποιον τρόπο ήταν άρρητες, δεν είχαν μπει σε λόγια, ωστόσο είναι τόσο ενεργά και δυναμικά στοιχεία της πραγματικότητάς του που μπορούν να διαμορφώσουν τον εαυτό.Υπάρχουν αρκετά ψήγματα που αποτυπώνουν τη σημασία της σιωπής έναντι των λέξεων, με τα περισσότερα να εξαίρουν την ευεργετική λειτουργία της μεταξύ συνομιλητών αλλά και για το ίδιο το άτομο ως μονάδα.
Ένα από αυτά υποστηρίζει ότι «Ποτέ δεν μας έβλαψε κάτι που δεν είπαμε» (Κάλβιν Κούλιτζ). Εν πρώτοις, το να απαγορεύσουμε την έκφραση συγκεκριμένων σκέψεων ή συναισθημάτων μπορεί να είναι προστατευτικό για τον εαυτό, να ενισχύει την συντήρηση μιας συγκεκριμένης αυτοεικόνας και να προωθεί την κοινωνική ενσωμάτωση. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, μπορεί να είναι πολύ περιοριστικό, στερητικό, μοναχικό και εν τέλει παγιδευτικό. Το να δώσουμε λόγο σε μύχιες σκέψεις φέρνει απελευθέρωση. Το να βάλουμε λέξεις σε δύσκολα συναισθήματα φέρνει ανακούφιση.
Η σιωπή έχει τη σημασία της στο βαθμό που δε μετατρέπεται σε φορέα λογοκρισίας, σε μορφή απόρριψης και αποδοχής εσωτερικών διεργασιών και βιωμάτων. Δυστυχώς, η σιωπή είναι συνήθης και συνδέεται με μια εσωτερική στάση αποσιώπησης. Ένας άνθρωπος που μιλάει επιφανειακά ή μιλάει μόνο για τους άλλους είναι κι αυτός σιωπηλός. Το να σπάσει κάποιος τη σιωπή του συνεπάγεται ένα μεγάλο βαθμό αυτοέκθεσης και ευαλωτότητας που κανένας δεν επιθυμεί.
Ωστόσο, μπορεί να είναι λυτρωτικό, γιατί επιφέρει σύνδεση με τους άλλους και συναισθηματική κατανόηση. Ειδικά μέσα στο προστατευμένο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας η σταδιακή αποκάλυψη μέσω του λόγου των κρυφών ή απαγορευμένων ιστοριών, διαμορφώνει μια νέα στάση επιτρεπτικότητας και αντοχής προς τον εαυτό ως όλον και όχι ως αποσυνδεδεμένες πραγματικότητες.
Όλα τα παραπάνω είναι αξιοποιήσιμα στην αφηγηματική οπτική μέσω της κατανόησής τους και της σύνδεσής τους με διεξόδους, δηλαδή με αλλαγή στην αφήγηση, στο σενάριο, στους πρωταγωνιστές και στις εναλλακτικές. Ο πυρήνας αυτής της θεραπευτικής εργασίας βρίσκεται ακριβώς σε αυτή τη δυναμική συγκατασκευής και ανακάλυψης της υποκειμενικής αλήθειας μέσω της γλώσσας και εκεί βρίσκεται και η θεραπευτική λειτουργία της.
Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο Wittgenstein η γλώσσα σαν ένα δηλητήριο μπορεί να μας παραπλανήσει ή να μας μαγέψει, αλλά όταν μιλάμε αληθινά μπορεί να μας γιατρέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου