SENECA, De tranquillitate animi 8, 3 – 7
Tolerabilius autem est, ut dixi, faciliusque non adquirere quam amittere, ideoque laetiores videbis, quos numquam fortuna respexit, quam quos deseruit. Vidit hoc Diogenes, vir ingentis animi, et efficit, ne quid sibi eripi possit (5) si quis de felicitate Diogenis dubitat, potest idem dubitare et de deorum immortalium statu, an parum beate degant, quod illis nec praedia nec horti sint nec alieno colono rura pretiosa nec grande in foro faenus (7) at Diogeni servus unicus fugit nec eum reducere, cum monstraretur, tanti putavit. “Turpe est” inquit “Manen sine Diogene posse vivere, Diogenen sine Mane non posse”. Videtur mihi dixisse age tuum negotium, fortuna, nihil apud Diogenen iam tui est: Fuqit mihi servus, immo liber abii.
Αλλά, όπως είπε, είναι πιο υποφερτό και πιο εύκολο να μην αποκτά κανείς, παρά να χάνει κάτι που είχε, γι’ αυτό και εκείνους στους οποίους η Τύχη δεν στάθηκε ποτέ ευμενής θα τους δεις να είναι πιο πρόσχαροι από αυτούς στους οποίους έστρεψε τα νώτα. Ο Διογένης, ένας άνθρωπος με μεγάλη ψυχή, το είδε αυτό κι έκανε ώστε να μην μπορεί να του αφαιρέσει κανείς τίποτε (5). Όποιος αμφιβάλλει για την ευτυχία του Διογένη, μπορεί εξίσου να αμφιβάλλει και για την κατάσταση των αθανάτων θεών: κατά πόσο δεν ζουν βίο ευτυχισμένο, επειδή ούτε κτήματα έχουν ούτε κήπους ούτε μπορούν να εκμισθώνουν τους καλύτερους αγρούς τους, ούτε να τοκογλυφούν στην αγορά (7). Του Διογένη του έφυγε ο μοναδικός δούλος του κι όταν του τον έδειξαν δεν θεώρησε πως άξιζε να τον πάρει πίσω. “Είναι ντροπή”, είπε, “ο Μάνης να μπορεί να ζει χωρίς τον Διογένη, ο Διογένης όμως να μη μπορεί χωρίς τον Μάνη”. Νομίζω ότι ήθελε να πει τούτο: “Κανε τη δουλεία σου, Τύχη· ο Διογένης δεν έχει τώρα τίποτε δικό σου: ο δούλος μου ’φυγε, ή μάλλον ελευθερώθηκα απ’ αυτόν”.
Tolerabilius autem est, ut dixi, faciliusque non adquirere quam amittere, ideoque laetiores videbis, quos numquam fortuna respexit, quam quos deseruit. Vidit hoc Diogenes, vir ingentis animi, et efficit, ne quid sibi eripi possit (5) si quis de felicitate Diogenis dubitat, potest idem dubitare et de deorum immortalium statu, an parum beate degant, quod illis nec praedia nec horti sint nec alieno colono rura pretiosa nec grande in foro faenus (7) at Diogeni servus unicus fugit nec eum reducere, cum monstraretur, tanti putavit. “Turpe est” inquit “Manen sine Diogene posse vivere, Diogenen sine Mane non posse”. Videtur mihi dixisse age tuum negotium, fortuna, nihil apud Diogenen iam tui est: Fuqit mihi servus, immo liber abii.
Αλλά, όπως είπε, είναι πιο υποφερτό και πιο εύκολο να μην αποκτά κανείς, παρά να χάνει κάτι που είχε, γι’ αυτό και εκείνους στους οποίους η Τύχη δεν στάθηκε ποτέ ευμενής θα τους δεις να είναι πιο πρόσχαροι από αυτούς στους οποίους έστρεψε τα νώτα. Ο Διογένης, ένας άνθρωπος με μεγάλη ψυχή, το είδε αυτό κι έκανε ώστε να μην μπορεί να του αφαιρέσει κανείς τίποτε (5). Όποιος αμφιβάλλει για την ευτυχία του Διογένη, μπορεί εξίσου να αμφιβάλλει και για την κατάσταση των αθανάτων θεών: κατά πόσο δεν ζουν βίο ευτυχισμένο, επειδή ούτε κτήματα έχουν ούτε κήπους ούτε μπορούν να εκμισθώνουν τους καλύτερους αγρούς τους, ούτε να τοκογλυφούν στην αγορά (7). Του Διογένη του έφυγε ο μοναδικός δούλος του κι όταν του τον έδειξαν δεν θεώρησε πως άξιζε να τον πάρει πίσω. “Είναι ντροπή”, είπε, “ο Μάνης να μπορεί να ζει χωρίς τον Διογένη, ο Διογένης όμως να μη μπορεί χωρίς τον Μάνη”. Νομίζω ότι ήθελε να πει τούτο: “Κανε τη δουλεία σου, Τύχη· ο Διογένης δεν έχει τώρα τίποτε δικό σου: ο δούλος μου ’φυγε, ή μάλλον ελευθερώθηκα απ’ αυτόν”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου