«Αν επιτρέπεται να μιλούμε για μια χρυσή εποχή, αυτή ασφαλώς θα είναι εκείνη που γεννά χρυσά πνεύματα! Και το ότι αυτή η εποχή ταυτίζεται με τον αιώνα μας, ποιος μπορεί να το αμφισβητήσει βλέποντας τις θαυμαστές επινοήσεις του» -Μαρσίλιο Φιτσίνο
Τέσσερα μέλη της Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας σε έργο του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο. Από αριστερά, Μαρσίλιο Φιτσίνο, μεταφραστής του Πλάτωνα, Χριστόφορος Λαντίνο, μελετητής του Αριστοτέλη, του Πετράρχη και του Δάντη, Αντζελο Πολιτσιάνο, ποιητής, και Τζεντίλε Ντεμπέκι, δάσκαλος του Λαυρεντίου των Μεδίκων
Ο Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsilio Ficino 1433-99), υπήρξε Ιταλός φιλόσοφος (νεοπλατωνιστής), του οποίου η επίδραση, ήταν καταλυτική και σήμανε την αρχή της Αναγέννησης της Φλωρεντίας του 15ου αιώνα, και γενικότερα στη δυτική Ευρώπη. Η Αναγέννηση είναι η πρώτη εποχή που διάλεξε το παρελθόν της. Απομακρυνόμενη από το Μεσαίωνα μοιάζει, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Πανόφσκι, με τον επαναστατημένο έφηβο που στρέφεται κατά των γονέων του, αρνείται και ξεχνά ότι τους οφείλει και γυρεύει στήριγμα στους παππούδες του.
Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα (Αναγέννηση) η Φλωρεντία είχε καταστεί το κέντρο μεγάλων πολιτιστικών και φιλοσοφικών μεταρρυθμίσεων. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε, η επίσκεψη του Γεώργιου Πλήθων Γεμιστού, ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη Φλωρεντία, ως αντιπρόσωπος της Βυζαντινής αποστολής στο Συμβούλιο της Φλωρεντίας το 1438/39. Τη στιγμή που το Συμβούλιο της Φλωρεντίας συζητούσε την ένωση της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εκείνη την περίοδο, η πρόταση του Πλήθωνος υπήρξε πολύ ελκυστική για πολλούς Φλωρεντινούς στοχαστές.
Ο Κόζιµο Ντε Μέντιτσι Cosimo de’ Medici ο προστάτης του Φιτσίνο, ο οποίος θεωρούσε τον Πλήθωνα ως «έναν δεύτερο Πλάτωνα» τον γνώρισε στον Ficino. Η διδασκαλία του Πλήθωνα, προκάλεσε τέτοιον ενθουσιασμό για την πλατωνική φιλοσοφία, που ο Μαρσίλιο Φιτσίνο και άλλοι φίλοι του ίδρυσαν στη Φλωρεντία την Πλατωνική Ακαδημία, ένα κέντρο πλατωνικών σπουδών. Εδώ μυήθηκαν στη φιλοσοφία τα πιο τρανταχτά ονόματα: Μποτιτσέλι, ντα Βίντσι, Μακιαβέλι, Μιχαήλ 'Αγγελος, Ραφαήλ, Τιτσιάνο. Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, πίστευε ότι οι αρχαίοι Θεοί των Ελλήνων ήταν αλληγορίες των Θείων δυνάμεων και ότι η βαθιά γνώση του Πλάτωνα μπορούσε να γίνει η βάση της θρησκευτικής ενότητας-ενοποίησης.
Ο Πλήθωνας μετέφερε στον Φιτσίνο την ιδέα ότι το μονοπάτι προς τη γνώση, τη γνώση του Θείου, είχε μακρινή καταγωγή στους παγανιστικούς χρόνους. Ήταν ο πρώτος που γέννησε τη θεωρία μίας «μυστικής», «εσωτερικής» και αιώνιας παράδοσης- σοφίας, η οποία μεταβιβάστηκε δια της μυητικής διαδοχής. Αυτή η θεωρία συνδέθηκε με την έννοια της «αιώνιας φιλοσοφίας».
Το 1471 εκδόθηκε το έργο του Φιτσίνο «ο Ποιμάντωρ», το οποίο άσκησε τεράστια επίδραση στην σκέψη της εποχής, καθώς τα Ερμητικά κείμενα παρέμενα άγνωστα έως τότε.
Ο Φιτσίνο ήταν κυριολεκτικά άνθρωπος του πνεύµατος, υπό την έννοια ότι το πνεύμα κυβερνούσε τον νου και ο νους το σώµα του. Παρέµενε ανεπηρέαστος και γαλήνιος τόσο σε αντίξοες συνθήκες, όσο και σε ευχάριστες περιστάσεις. Σύμφωνα με τις διδαχές των Ελλήνων φιλοσόφων, πίστευε πως η πειθαρχία του µέτρου ήταν απαραίτητη για την πνευµατική ζωή. Σε όλη του τη ζωή είχε ελάχιστα υλικά αγαθά, τα απαραίτητα. Ακολουθώντας τον Πυθαγόρα, τηρούσε δίαιτα φυτοφαγίας, και συνιστούσε σε όλους να τρώνε φρέσκιες, αµαγείρευτες τροφές και να σηκώνονται νωρίς το πρωί, µια ώρα τουλάχιστον πριν την ανατολή του ήλιου. Πάντα έτρωγε λιτά, αλλά ήθελε να έχει εκλεκτά κρασιά.
H ζωή του ήταν υπόδειγμα πειθαρχίας, λιτότητας και εγκράτειας, χωρίς όµως να φθάνει στην στυγνή, φανατισμένη άρνηση κάθε χαράς της ζωής. Από ό,τι είναι γνωστό, δεν είχε κανένα ερωτικό πάθος, αλλά, όπως λέει ο Corsi, σαν τον Σωκράτη βρισκόταν σχεδόν µόνιµα σε έκσταση αγάπης.
Ο Φιτσίνο θεωρούσε την Πλατωνική φιλοσοφία τον πλέον σημαντικό κρίκο μιας αλυσίδας σκέψης που ξεκινούσε με τα Χαλδαϊκά Λόγια και τα Ερμητικά Συγγράμματα. Η σοφία αυτή πέρασε κατόπιν στην Ελλάδα, μέσω των Ορφικών, για να βρει το απόγειό της στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών. Η παράδοση αυτή αποδείκνυε τον αξεδιάλυτο δεσμό φιλοσοφίας και θεολογίας , όπου η πρώτη διευκολύνει τη δεύτερη.
Αναπτύσσοντας την οντολογία του Πλωτίνου, προτείνει ένα πενταπλό σχήμα: Θεός, Αγγελικός Νους, Έλλογη Ψυχή, Ποιότητα, Ύλη. Η κεντρική θέση που εξασφαλίζει στην Ψυχή είναι κομβικής σημασίας, καθώς αυτή ελέγχει την πορεία εμπλοκής με την ύλη από τη μια και την επιστροφή στον Θεό από την άλλη, μέσω των σχέσεων συμπάθειας που διέπουν τον κόσμο.
Όσον αφορά στην αθανασία της ψυχής, ο Φιτσίνο την υπερασπίστηκε εμφατικά, ερμηνεύοντας την Πλατωνική φιλοσοφία με τρόπους φιλικούς προς τον Χριστιανισμό, αποκρούοντας για παράδειγμα τη μετενσάρκωση, την οποία απέδωσε στον Πυθαγόρα. Ο Φιτσίνο χρησιμοποίησε εκτενώς την έννοια του πνεύματος (spiritus), το οποίο επιτρέπει στην άυλη ψυχή να επιδρά στον υλικό κόσμο. Μέσω του πνεύματος προάγεται ο έρωτας, στον οποίο ο Φιτσίνο προσέδωσε τεράστια σημασία. Ο έρωτας είναι επιθυμία του ωραίου και οδηγεί τελικά στον Θεό, ως την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης.
Αυτή την χρονική περίοδο, παρατηρήται το φαινόμενο της επιστροφής στα διδάγματα της αρχαιότητας, το οποίο αποκτά οικουμενικές διαστάσεις κατά την περίοδο της ιταλικής Αναγέννησης. Την περίοδο αυτή η Αρχαιότητα παύει να αποτελεί αντικείμενο άψυχης, λόγιας γνώσης ή τυφλού συλλεκτικού πάθους, όπως ήταν ως τότε για τον αριστοκρατικό και τον καλλιεργημένο κόσμο και αναδεικνύεται σε αυτοσκοπό και σε απόλυτο μέτρο. Οι αρχαίοι Έλληνες ξεπέρασαν τη φυσική ομορφιά, καθώς συνέλαβαν με το πνεύμα τους ένα ανώτερο αισθητικό ιδεώδες, γενικό γνώρισμα του οποίου είναι η ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο, φράση που έμελλε να καταστεί εμβληματική για την κλασική θεωρία της τέχνης, ενώ συνάμα ήταν πολεμική αιχμή κατά του Μπαρόκ. Μίμηση, λοιπόν, των Αρχαίων -πρωτίστως και κυρίως των Ελλήνων- σημαίνει νέα δημιουργία μέσω του πνεύματος της Αρχαιότητας.
Παρόλο που ο όρος Αναγέννηση παραπέμπει συνήθως στις εικαστικές τέχνες, εντούτοις πρόκειται για γενικότερη πνευματική κίνηση που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η αναβίωση των αξιών της κλασικής αρχαιότητας, οι οποίες είχαν παραμεριστεί κατά το Μεσαίωνα. Το πνεύμα των ανθρώπων απελευθερώνεται τώρα από τη μονομέρεια της θρησκευτικής μεσαιωνικής σκέψης και γίνεται πιο φιλελεύθερο, δημιουργικό και ερευνητικό.
Ο αναγεννησιακός άνθρωπος εμπνέεται από τον αρχαίο κόσμο, στόχος του όμως είναι το μέλλον. Οι επαναστατικές επινοήσεις του σε όλους τους τομείς της επιστήμης, της τέχνης και της τεχνολογίας εισάγουν πανηγυρικά την Ευρώπη στην περιπέτεια του νεότερου πολιτισμού της.
Η αλλαγή της νοοτροπίας που χαρακτηρίζει την Αναγέννηση μαζί με την επίδραση της ανθρωπιστικής κίνησης καθόρισαν το καλλιτεχνικό ιδανικό της εποχής. Στο Μεσαίωνα η τέχνη ήταν σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτική. Με την Αναγέννηση παραμερίστηκε ο γοτθικός ρυθμός που κυριαρχούσε στη δεύτερη μεσαιωνική περίοδο και η αρχιτεκτονική άρχισε να επηρεάζεται από τον πρωτοχριστιανικό, το ρομαντικό και το βυζαντινό ρυθμό, περισσότερο όμως από την αρχαία ελληνική παράδοση. Ολόκληρη, λοιπόν, η περίοδος της Αναγέννησης σφραγίζεται από την αρχαιολατρία και, έχοντας ως εφαλτήριο την αρχαία τέχνη και τους ανυπέρβλητους καλλιτέχνες της, οικοδομεί τη νέα εποχή στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Τέσσερα μέλη της Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας σε έργο του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο. Από αριστερά, Μαρσίλιο Φιτσίνο, μεταφραστής του Πλάτωνα, Χριστόφορος Λαντίνο, μελετητής του Αριστοτέλη, του Πετράρχη και του Δάντη, Αντζελο Πολιτσιάνο, ποιητής, και Τζεντίλε Ντεμπέκι, δάσκαλος του Λαυρεντίου των Μεδίκων
Ο Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsilio Ficino 1433-99), υπήρξε Ιταλός φιλόσοφος (νεοπλατωνιστής), του οποίου η επίδραση, ήταν καταλυτική και σήμανε την αρχή της Αναγέννησης της Φλωρεντίας του 15ου αιώνα, και γενικότερα στη δυτική Ευρώπη. Η Αναγέννηση είναι η πρώτη εποχή που διάλεξε το παρελθόν της. Απομακρυνόμενη από το Μεσαίωνα μοιάζει, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Πανόφσκι, με τον επαναστατημένο έφηβο που στρέφεται κατά των γονέων του, αρνείται και ξεχνά ότι τους οφείλει και γυρεύει στήριγμα στους παππούδες του.
Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα (Αναγέννηση) η Φλωρεντία είχε καταστεί το κέντρο μεγάλων πολιτιστικών και φιλοσοφικών μεταρρυθμίσεων. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε, η επίσκεψη του Γεώργιου Πλήθων Γεμιστού, ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη Φλωρεντία, ως αντιπρόσωπος της Βυζαντινής αποστολής στο Συμβούλιο της Φλωρεντίας το 1438/39. Τη στιγμή που το Συμβούλιο της Φλωρεντίας συζητούσε την ένωση της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εκείνη την περίοδο, η πρόταση του Πλήθωνος υπήρξε πολύ ελκυστική για πολλούς Φλωρεντινούς στοχαστές.
Ο Κόζιµο Ντε Μέντιτσι Cosimo de’ Medici ο προστάτης του Φιτσίνο, ο οποίος θεωρούσε τον Πλήθωνα ως «έναν δεύτερο Πλάτωνα» τον γνώρισε στον Ficino. Η διδασκαλία του Πλήθωνα, προκάλεσε τέτοιον ενθουσιασμό για την πλατωνική φιλοσοφία, που ο Μαρσίλιο Φιτσίνο και άλλοι φίλοι του ίδρυσαν στη Φλωρεντία την Πλατωνική Ακαδημία, ένα κέντρο πλατωνικών σπουδών. Εδώ μυήθηκαν στη φιλοσοφία τα πιο τρανταχτά ονόματα: Μποτιτσέλι, ντα Βίντσι, Μακιαβέλι, Μιχαήλ 'Αγγελος, Ραφαήλ, Τιτσιάνο. Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, πίστευε ότι οι αρχαίοι Θεοί των Ελλήνων ήταν αλληγορίες των Θείων δυνάμεων και ότι η βαθιά γνώση του Πλάτωνα μπορούσε να γίνει η βάση της θρησκευτικής ενότητας-ενοποίησης.
Ο Πλήθωνας μετέφερε στον Φιτσίνο την ιδέα ότι το μονοπάτι προς τη γνώση, τη γνώση του Θείου, είχε μακρινή καταγωγή στους παγανιστικούς χρόνους. Ήταν ο πρώτος που γέννησε τη θεωρία μίας «μυστικής», «εσωτερικής» και αιώνιας παράδοσης- σοφίας, η οποία μεταβιβάστηκε δια της μυητικής διαδοχής. Αυτή η θεωρία συνδέθηκε με την έννοια της «αιώνιας φιλοσοφίας».
Το 1471 εκδόθηκε το έργο του Φιτσίνο «ο Ποιμάντωρ», το οποίο άσκησε τεράστια επίδραση στην σκέψη της εποχής, καθώς τα Ερμητικά κείμενα παρέμενα άγνωστα έως τότε.
Ο Φιτσίνο ήταν κυριολεκτικά άνθρωπος του πνεύµατος, υπό την έννοια ότι το πνεύμα κυβερνούσε τον νου και ο νους το σώµα του. Παρέµενε ανεπηρέαστος και γαλήνιος τόσο σε αντίξοες συνθήκες, όσο και σε ευχάριστες περιστάσεις. Σύμφωνα με τις διδαχές των Ελλήνων φιλοσόφων, πίστευε πως η πειθαρχία του µέτρου ήταν απαραίτητη για την πνευµατική ζωή. Σε όλη του τη ζωή είχε ελάχιστα υλικά αγαθά, τα απαραίτητα. Ακολουθώντας τον Πυθαγόρα, τηρούσε δίαιτα φυτοφαγίας, και συνιστούσε σε όλους να τρώνε φρέσκιες, αµαγείρευτες τροφές και να σηκώνονται νωρίς το πρωί, µια ώρα τουλάχιστον πριν την ανατολή του ήλιου. Πάντα έτρωγε λιτά, αλλά ήθελε να έχει εκλεκτά κρασιά.
H ζωή του ήταν υπόδειγμα πειθαρχίας, λιτότητας και εγκράτειας, χωρίς όµως να φθάνει στην στυγνή, φανατισμένη άρνηση κάθε χαράς της ζωής. Από ό,τι είναι γνωστό, δεν είχε κανένα ερωτικό πάθος, αλλά, όπως λέει ο Corsi, σαν τον Σωκράτη βρισκόταν σχεδόν µόνιµα σε έκσταση αγάπης.
Ο Φιτσίνο θεωρούσε την Πλατωνική φιλοσοφία τον πλέον σημαντικό κρίκο μιας αλυσίδας σκέψης που ξεκινούσε με τα Χαλδαϊκά Λόγια και τα Ερμητικά Συγγράμματα. Η σοφία αυτή πέρασε κατόπιν στην Ελλάδα, μέσω των Ορφικών, για να βρει το απόγειό της στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών. Η παράδοση αυτή αποδείκνυε τον αξεδιάλυτο δεσμό φιλοσοφίας και θεολογίας , όπου η πρώτη διευκολύνει τη δεύτερη.
Αναπτύσσοντας την οντολογία του Πλωτίνου, προτείνει ένα πενταπλό σχήμα: Θεός, Αγγελικός Νους, Έλλογη Ψυχή, Ποιότητα, Ύλη. Η κεντρική θέση που εξασφαλίζει στην Ψυχή είναι κομβικής σημασίας, καθώς αυτή ελέγχει την πορεία εμπλοκής με την ύλη από τη μια και την επιστροφή στον Θεό από την άλλη, μέσω των σχέσεων συμπάθειας που διέπουν τον κόσμο.
Όσον αφορά στην αθανασία της ψυχής, ο Φιτσίνο την υπερασπίστηκε εμφατικά, ερμηνεύοντας την Πλατωνική φιλοσοφία με τρόπους φιλικούς προς τον Χριστιανισμό, αποκρούοντας για παράδειγμα τη μετενσάρκωση, την οποία απέδωσε στον Πυθαγόρα. Ο Φιτσίνο χρησιμοποίησε εκτενώς την έννοια του πνεύματος (spiritus), το οποίο επιτρέπει στην άυλη ψυχή να επιδρά στον υλικό κόσμο. Μέσω του πνεύματος προάγεται ο έρωτας, στον οποίο ο Φιτσίνο προσέδωσε τεράστια σημασία. Ο έρωτας είναι επιθυμία του ωραίου και οδηγεί τελικά στον Θεό, ως την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης.
Αυτή την χρονική περίοδο, παρατηρήται το φαινόμενο της επιστροφής στα διδάγματα της αρχαιότητας, το οποίο αποκτά οικουμενικές διαστάσεις κατά την περίοδο της ιταλικής Αναγέννησης. Την περίοδο αυτή η Αρχαιότητα παύει να αποτελεί αντικείμενο άψυχης, λόγιας γνώσης ή τυφλού συλλεκτικού πάθους, όπως ήταν ως τότε για τον αριστοκρατικό και τον καλλιεργημένο κόσμο και αναδεικνύεται σε αυτοσκοπό και σε απόλυτο μέτρο. Οι αρχαίοι Έλληνες ξεπέρασαν τη φυσική ομορφιά, καθώς συνέλαβαν με το πνεύμα τους ένα ανώτερο αισθητικό ιδεώδες, γενικό γνώρισμα του οποίου είναι η ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο, φράση που έμελλε να καταστεί εμβληματική για την κλασική θεωρία της τέχνης, ενώ συνάμα ήταν πολεμική αιχμή κατά του Μπαρόκ. Μίμηση, λοιπόν, των Αρχαίων -πρωτίστως και κυρίως των Ελλήνων- σημαίνει νέα δημιουργία μέσω του πνεύματος της Αρχαιότητας.
Παρόλο που ο όρος Αναγέννηση παραπέμπει συνήθως στις εικαστικές τέχνες, εντούτοις πρόκειται για γενικότερη πνευματική κίνηση που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η αναβίωση των αξιών της κλασικής αρχαιότητας, οι οποίες είχαν παραμεριστεί κατά το Μεσαίωνα. Το πνεύμα των ανθρώπων απελευθερώνεται τώρα από τη μονομέρεια της θρησκευτικής μεσαιωνικής σκέψης και γίνεται πιο φιλελεύθερο, δημιουργικό και ερευνητικό.
Ο αναγεννησιακός άνθρωπος εμπνέεται από τον αρχαίο κόσμο, στόχος του όμως είναι το μέλλον. Οι επαναστατικές επινοήσεις του σε όλους τους τομείς της επιστήμης, της τέχνης και της τεχνολογίας εισάγουν πανηγυρικά την Ευρώπη στην περιπέτεια του νεότερου πολιτισμού της.
Η αλλαγή της νοοτροπίας που χαρακτηρίζει την Αναγέννηση μαζί με την επίδραση της ανθρωπιστικής κίνησης καθόρισαν το καλλιτεχνικό ιδανικό της εποχής. Στο Μεσαίωνα η τέχνη ήταν σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτική. Με την Αναγέννηση παραμερίστηκε ο γοτθικός ρυθμός που κυριαρχούσε στη δεύτερη μεσαιωνική περίοδο και η αρχιτεκτονική άρχισε να επηρεάζεται από τον πρωτοχριστιανικό, το ρομαντικό και το βυζαντινό ρυθμό, περισσότερο όμως από την αρχαία ελληνική παράδοση. Ολόκληρη, λοιπόν, η περίοδος της Αναγέννησης σφραγίζεται από την αρχαιολατρία και, έχοντας ως εφαλτήριο την αρχαία τέχνη και τους ανυπέρβλητους καλλιτέχνες της, οικοδομεί τη νέα εποχή στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου