«Διανοητές» της ανελευθερίας
Είναι ηλίου φαεινότερο πως όσοι συνήθως πλειοδοτούν σε θεωρίες και θεωρήματα περί ελευθερίας είναι συνήθως εκείνοι που εργάζονται δια λόγου και πράξης για την υπεράσπιση του εξουσιαστικού σχεδιασμού κάθε πολιτικού συστήματος. Σε περιπτώσεις μάλιστα υπηρετικών θεωρητικών ή διανοουμένων συμβαίνει, η υπεράσπιση τούτη να μην ομολογείται αλλά να εισάγεται στη ζωή της κοινωνίας ως μια ομίχλη εύηχων, άηχων και εν πολλοίς κενών σε περιεχόμενο φράσεων και εκφράσεων ή ως ένας ηθοπλαστικός ρητορισμός, για τον οποίο η κατάρρευση της σημερινής Ελλάδας δεν οφείλεται στον πολιτικο-οικονομικό εξουσιασμό εκ μέρους συγκεκριμένων τάξεων, ομάδων, συντεχνιών, μηχανισμών, συμφερόντων και παρομοίων, αλλά στην «ψυχολογική κατάσταση» του ελληνικού λαού και στην «ψυχική του ιστορία». Τέτοιες εξηγήσεις και επεξηγήσεις ανήκουν στον Στ. Ράμφο. Αυτές και άλλες ωστόσο παρ-ερμηνεύσεις –με αντίστοιχους παρ-ερμηνευτές– συγκροτούν τον θεμελιώδη πυρήνα της πολιτικής κουλτούρας του ελλαδικού μαζικο-«δημοκρατικού» τοπίου.
Εάν επιχειρήσει κανείς να σκεφτεί καλόπιστα τις ως άνω αιτιολογικές ερμηνείες της σημερινής εξαθλίωσης της πολιτικής μας κοινωνίας, πέφτει σε ύφαλο: διακρίνει ολοένα και πιο καθαρά μια πρόσ-κληση, ήτοι κλήση προς εθελοδουλεία. Γιατί; Επειδή τέτοιες ερμηνείες-επεξηγήσεις επιχειρούν να μας πείσουν, με μια αναστροφή όχι μόνο της φιλοσοφικής Λογικής αλλά και της λογικής του κοινού νου, ότι ο άνθρωπος είναι ψυχολογικά υπεύθυνος πριν τη γέννησή του για τη γέννησή του και για την μετέπειτα βιο-πολιτική του ζωή. Τούτο σημαίνει ότι με «φιλοσοφικό» τρόπο θεολογοποιείται το ανθρώπινο Dasein και όσο υπάρχει, ως ιστορία και ζώσα παρουσία, συνοδεύεται από τις «Ερινύες» του που λέγονται: προπατορικό αμάρτημα είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Με άλλα λόγια, οι έγχρωμες «φιλοσοφικο»-θεολογικές ακροβασίες των καθεστωτικών «διανοητών» καταδικάζουν τον άνθρωπο, πριν και μετά τη γέννησή του, σε απώλεια της οντολογικής του ελευθερίας. Εάν από την πλευρά αυτών των κυρίων πρόκειται για κλήση προς …, από την πλευρά του άγνωμου πλήθους πρόκειται για αναγνώριση της εθελοδουλείας του. Η «υπεροχή» του καθεστωτικού έναντι του εθελόδουλου ανάγεται στο ότι ο πρώτος εμφανίζεται να εκφράζει τη γνώμη των ανθρώπων, τη βαθύτερη έγνοια τους για ισότητα και ελευθερία· την ίδια στιγμή όμως η πολιτική του πρακτική ή η γενική του κοσμοθεώρηση, «αλλού περπατεί» (Σολωμός).
Ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτής της εθελοδουλείας είναι η αποδοχή του ανεστραμμένου, του ευτελούς, του ασύμφορου για το ίδιο το άτομο, αρκεί τούτη η αποδοχή να διέπεται από δικαιολογητική ρητορική: για παράδειγμα, οι ίδιες καταστροφικές πολιτικές γίνονται, όχι σπάνια, αποδεκτές με μεταποιημένο τον ρητορικό τους ιδεολογισμό ή με αλλαγή των εξουσιαστικών προσώπων. Επίσης η εν λόγω εθελοδουλεία εκδηλώνεται με ωκεανό ευάρεστων ηθικών δακρύων, εκ μέρους του άγνωμου πλήθους, υπέρ της εξουσιαστικής ηθικής. Αυτά τα δάκρυα ομιλούν περίπου την εξής γλώσσα: θέλω να εξουσιάζομαι, με μόνη προϋπόθεση να είναι καλοί και «ηθικοί», να μην είναι κλέφτες οι εξουσιαστές μου. Όποιος θέλει να εξουσιάζεται, θέλει και να εξουσιάζει κάποτε με τη σειρά του, προβάλλοντας τη δική του βούληση για εξουσία με αλλαγή του ηθικού παραδείγματος : έτσι η διαλεκτική εξουσιαστή – εξουσιαζομένου (υπό μορφή συλλογικής, αλλά και ατομικής έκφρασης) εξελίσσεται, σύμφωνα με τη ρήση του Χέγκελ, σε ένα κίβδηλο άπειρο, δηλαδή σε μια ατέλειωτη φορμαλιστική διεργασία χωρίς νόημα και περιεχόμενο.
Η απουσία νοήματος βέβαια δεν αντισταθμίζεται με την παρουσία νοήματος στις πιο πάνω κινήσεις εξουσιασμού, αλλά με τη στροφή προς μια άλλη απαρχή: αυτή εδώ δεν έχει τόσο να κάνει με το πώς το άγνωμο και απροστάτευτο πλήθος θα προστατεύεται από τα ύπουλα πυρά των θρασομανούντων «δημοκρατών» –και αυτό ίσως στην αρχή– αλλά πόσο αποφασισμένα δεν συνεργεί με τον σημερινό, αυριανό, μεθαυριανό κλέφτη… Αποφασίζοντας να μην συνεργεί –αυτό δεν συμβαίνει εξαίφνης– ξανασκέφτεται την ελευθερία του οντολογικά πλέον και όχι ως κενολογία του πολιτικού του «σωτήρα»· δηλαδή θέτει εαυτόν έξω από την αυτοχειρία του ως μεταβλητής πλειοψηφίας, που νομιμοποιεί τις μειοψηφίες των συγκεκριμένων «σωτήρων», με τη μορφή των «εκπροσώπων». Ιστορικά μας γνωρίζει με ένα τέτοιο παράδειγμα πολιτικής σκέψης και στάσης ο Ηρόδοτος: πρώτος ουσιαστικά, διακήρυξε διά στόματος του Πέρση Οτάνη, ως υπερασπιστή της αυθεντικής δημοκρατίας έναντι της [δημοκρατικής] μοναρχίας του Δαρείου, τούτο: «ούτε γαρ άρχειν ούτε άρχεσθαι εθέλω» (βιβλίο Γ΄, 83): δεν θέλω ούτε να εξουσιάζω ούτε να εξουσιάζομαι, εφόσον ο ίδιος ο λαός δεν αυτοκυβερνιέται. Ο Οτάνης στράφηκε ακριβώς ενάντια στη λογική των εκπροσώπων, διότι εκπρόσωπος σημαίνει εκ-πρόσωπος, δηλαδή εκτός προσώπου, μια γυμνή πνευματικά κατά Χέγκελ υποκειμενικότητα, ήτοι πολτοποιημένη μάζα, ατομικής ή συλλογικής υφής, που άγεται και φέρεται από τον εκάστοτε πολιτικό της μέντορα.
Είναι ηλίου φαεινότερο πως όσοι συνήθως πλειοδοτούν σε θεωρίες και θεωρήματα περί ελευθερίας είναι συνήθως εκείνοι που εργάζονται δια λόγου και πράξης για την υπεράσπιση του εξουσιαστικού σχεδιασμού κάθε πολιτικού συστήματος. Σε περιπτώσεις μάλιστα υπηρετικών θεωρητικών ή διανοουμένων συμβαίνει, η υπεράσπιση τούτη να μην ομολογείται αλλά να εισάγεται στη ζωή της κοινωνίας ως μια ομίχλη εύηχων, άηχων και εν πολλοίς κενών σε περιεχόμενο φράσεων και εκφράσεων ή ως ένας ηθοπλαστικός ρητορισμός, για τον οποίο η κατάρρευση της σημερινής Ελλάδας δεν οφείλεται στον πολιτικο-οικονομικό εξουσιασμό εκ μέρους συγκεκριμένων τάξεων, ομάδων, συντεχνιών, μηχανισμών, συμφερόντων και παρομοίων, αλλά στην «ψυχολογική κατάσταση» του ελληνικού λαού και στην «ψυχική του ιστορία». Τέτοιες εξηγήσεις και επεξηγήσεις ανήκουν στον Στ. Ράμφο. Αυτές και άλλες ωστόσο παρ-ερμηνεύσεις –με αντίστοιχους παρ-ερμηνευτές– συγκροτούν τον θεμελιώδη πυρήνα της πολιτικής κουλτούρας του ελλαδικού μαζικο-«δημοκρατικού» τοπίου.
Εάν επιχειρήσει κανείς να σκεφτεί καλόπιστα τις ως άνω αιτιολογικές ερμηνείες της σημερινής εξαθλίωσης της πολιτικής μας κοινωνίας, πέφτει σε ύφαλο: διακρίνει ολοένα και πιο καθαρά μια πρόσ-κληση, ήτοι κλήση προς εθελοδουλεία. Γιατί; Επειδή τέτοιες ερμηνείες-επεξηγήσεις επιχειρούν να μας πείσουν, με μια αναστροφή όχι μόνο της φιλοσοφικής Λογικής αλλά και της λογικής του κοινού νου, ότι ο άνθρωπος είναι ψυχολογικά υπεύθυνος πριν τη γέννησή του για τη γέννησή του και για την μετέπειτα βιο-πολιτική του ζωή. Τούτο σημαίνει ότι με «φιλοσοφικό» τρόπο θεολογοποιείται το ανθρώπινο Dasein και όσο υπάρχει, ως ιστορία και ζώσα παρουσία, συνοδεύεται από τις «Ερινύες» του που λέγονται: προπατορικό αμάρτημα είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Με άλλα λόγια, οι έγχρωμες «φιλοσοφικο»-θεολογικές ακροβασίες των καθεστωτικών «διανοητών» καταδικάζουν τον άνθρωπο, πριν και μετά τη γέννησή του, σε απώλεια της οντολογικής του ελευθερίας. Εάν από την πλευρά αυτών των κυρίων πρόκειται για κλήση προς …, από την πλευρά του άγνωμου πλήθους πρόκειται για αναγνώριση της εθελοδουλείας του. Η «υπεροχή» του καθεστωτικού έναντι του εθελόδουλου ανάγεται στο ότι ο πρώτος εμφανίζεται να εκφράζει τη γνώμη των ανθρώπων, τη βαθύτερη έγνοια τους για ισότητα και ελευθερία· την ίδια στιγμή όμως η πολιτική του πρακτική ή η γενική του κοσμοθεώρηση, «αλλού περπατεί» (Σολωμός).
Ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτής της εθελοδουλείας είναι η αποδοχή του ανεστραμμένου, του ευτελούς, του ασύμφορου για το ίδιο το άτομο, αρκεί τούτη η αποδοχή να διέπεται από δικαιολογητική ρητορική: για παράδειγμα, οι ίδιες καταστροφικές πολιτικές γίνονται, όχι σπάνια, αποδεκτές με μεταποιημένο τον ρητορικό τους ιδεολογισμό ή με αλλαγή των εξουσιαστικών προσώπων. Επίσης η εν λόγω εθελοδουλεία εκδηλώνεται με ωκεανό ευάρεστων ηθικών δακρύων, εκ μέρους του άγνωμου πλήθους, υπέρ της εξουσιαστικής ηθικής. Αυτά τα δάκρυα ομιλούν περίπου την εξής γλώσσα: θέλω να εξουσιάζομαι, με μόνη προϋπόθεση να είναι καλοί και «ηθικοί», να μην είναι κλέφτες οι εξουσιαστές μου. Όποιος θέλει να εξουσιάζεται, θέλει και να εξουσιάζει κάποτε με τη σειρά του, προβάλλοντας τη δική του βούληση για εξουσία με αλλαγή του ηθικού παραδείγματος : έτσι η διαλεκτική εξουσιαστή – εξουσιαζομένου (υπό μορφή συλλογικής, αλλά και ατομικής έκφρασης) εξελίσσεται, σύμφωνα με τη ρήση του Χέγκελ, σε ένα κίβδηλο άπειρο, δηλαδή σε μια ατέλειωτη φορμαλιστική διεργασία χωρίς νόημα και περιεχόμενο.
Η απουσία νοήματος βέβαια δεν αντισταθμίζεται με την παρουσία νοήματος στις πιο πάνω κινήσεις εξουσιασμού, αλλά με τη στροφή προς μια άλλη απαρχή: αυτή εδώ δεν έχει τόσο να κάνει με το πώς το άγνωμο και απροστάτευτο πλήθος θα προστατεύεται από τα ύπουλα πυρά των θρασομανούντων «δημοκρατών» –και αυτό ίσως στην αρχή– αλλά πόσο αποφασισμένα δεν συνεργεί με τον σημερινό, αυριανό, μεθαυριανό κλέφτη… Αποφασίζοντας να μην συνεργεί –αυτό δεν συμβαίνει εξαίφνης– ξανασκέφτεται την ελευθερία του οντολογικά πλέον και όχι ως κενολογία του πολιτικού του «σωτήρα»· δηλαδή θέτει εαυτόν έξω από την αυτοχειρία του ως μεταβλητής πλειοψηφίας, που νομιμοποιεί τις μειοψηφίες των συγκεκριμένων «σωτήρων», με τη μορφή των «εκπροσώπων». Ιστορικά μας γνωρίζει με ένα τέτοιο παράδειγμα πολιτικής σκέψης και στάσης ο Ηρόδοτος: πρώτος ουσιαστικά, διακήρυξε διά στόματος του Πέρση Οτάνη, ως υπερασπιστή της αυθεντικής δημοκρατίας έναντι της [δημοκρατικής] μοναρχίας του Δαρείου, τούτο: «ούτε γαρ άρχειν ούτε άρχεσθαι εθέλω» (βιβλίο Γ΄, 83): δεν θέλω ούτε να εξουσιάζω ούτε να εξουσιάζομαι, εφόσον ο ίδιος ο λαός δεν αυτοκυβερνιέται. Ο Οτάνης στράφηκε ακριβώς ενάντια στη λογική των εκπροσώπων, διότι εκπρόσωπος σημαίνει εκ-πρόσωπος, δηλαδή εκτός προσώπου, μια γυμνή πνευματικά κατά Χέγκελ υποκειμενικότητα, ήτοι πολτοποιημένη μάζα, ατομικής ή συλλογικής υφής, που άγεται και φέρεται από τον εκάστοτε πολιτικό της μέντορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου