Τι είναι αληθινή φιλοσοφία;
Στον Πλάτωνα ανήκει κατ’ εξοχήν η τιμή να προσδιορίσει την έννοια της φιλοσοφίας με πολύ συγκεκριμένο τρόπο και εν τέλει καθοριστικό για τη διαχρονική αξία της ίδιας της φιλοσοφίας. Μεταξύ θρύλου και ιστορικής αφήγησης, πρώτος χρησιμοποίησε την έννοια του φιλοσόφου ο Πυθαγόρας. Όταν τον ρώτησε ο Λέων, ο τύραννος του Φιλούντος, για τη μέγιστη τέχνη του, ο Πυθαγόρας απάντησε πως δεν ξέρει καμιά άλλη τέχνη παρά πως ο ίδιος είναι φιλό-σοφος: υπάρχουν λίγοι άνθρωποι στη ζωή που διερευνούν με μεγάλη προσοχή τη φύση των πραγμάτων και περιφρονούν όλα εκείνα που επιδιώκουν οι άλλοι, όπως είναι η δόξα και το χρήμα. Πριν από τον Πλάτωνα προσέγγισε για πρώτη φορά την έννοια του φιλοσόφου ο Ηράκλειτος, με βάση κείμενό του. Γράφει συγκεκριμένα:
«χρὴ εὖ µάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους ἄνδρας εἶναι=Είναι ανάγκη οι φίλοι της σοφίας να έχουν γνώση για πάρα πολλά πράγματα» (απ. 35).
Ο φίλος της σοφίας, κατά Ηράκλειτο, πρέπει να είναι κάτοχος πολλών γνώσεων όχι με την έννοια μιας στείρας πληροφοριακής πολυμάθειας, δηλαδή με την έννοια της συσσωρευμένης πληροφορίας ή των ασυνάρτητων ακαδημαϊκών αφηγήσεων, που αποδιώχνουν τους νέους από τη φιλοσοφία, αλλά με εκείνη της συγκροτημένης γνώσης: οι φράσεις και οι εκφράσεις, γενικώς η γλώσσα, ο λόγος, εύτακτα και με ισχυρή, ισχυρότατη δύναμη διείσδυσης στην ουσία των πραγμάτων, αποκαλύπτουν βαθιά νοήματα της ζωντανής πραγματικότητας, ικανά να οδηγούν το βίο των ανθρώπων. Με τον Ηράκλειτο λοιπόν αρθρώνεται μια πρώτη μορφή διαλεκτικού-κατανοητικού λόγου, που θα αναπτυχθεί περαιτέρω πιο ρητά και πιο συνθετικά από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, για να φτάσει τελικά στη φιλοσοφικο-ιστορική του ολοκλήρωση από τον Χέγκελ.
Ο Πλάτων, στην εποχή του, προσλαμβάνει τη φιλοσοφία σε όλες τις δυνατές εκφάνσεις της. Όταν μιλάμε για φιλοσοφία, σημειώνει, «δεν μιλάμε για ένα τυχαίο πράγμα, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ζει κανείς» (Πολιτεία Ι, 352d). Επομένως αναζήτησε στη ζωή του εκείνη τη φιλοσοφία, που θα του επέτρεπε όχι απλώς να επιβιώνει, αλλά να βιώνει τη ζωή ως αγαθό. Αυτή τη φιλοσοφία την ονόμασε αληθινή και τη διέκρινε από την κατ’ επίφαση φιλοσοφία των πονηρών πολιτικών και των δασκάλων της σοφιστικής ρητορικής. Γενικώς τη διέκρινε με σαφήνεια από όλους τους θορυβοποιούς της μαζικής πολιτικής ή άλλης παρόμοιας κουλτούρας, οι οποίοι πωλούσαν την εν λόγω κουλτούρα, όπως ο έμπορος τα προϊόντα του. Στην Έβδομη Επιστολή γίνεται σχετικά άκρως αποκαλυπτικός:
«Όταν ήμουν νέος …υπολόγιζα, αμέσως μόλις γίνω κύριος του εαυτού μου, ν' ασχοληθώ με την πολιτική. Τότε βρήκα την εξής κατάσταση στα πολιτικά πράγματα της πόλης: Μετά από την κατακραυγή πολλών εναντίον του πολιτεύματος που είχαμε τότε, έγινε μεταβολή και ήρθαν στην εξουσία πενήντα ένας πολίτες, ένδεκα στην πόλη, δέκα στον Πειραιά … και τριάντα έγιναν ανώτατοι άρχοντες με απόλυτη εξουσία. Είδα πως μέσα σε λίγο χρόνο οι άνθρωποι αυτοί έκαναν το προηγούμενο καθεστώς να φαντάζει σαν χρυσή εποχή. Μεταξύ άλλων έστειλαν τον αρκετά ηλικιωμένο φίλο μου Σωκράτη, που γι' αυτόν εγώ δε θα δίσταζα να πω ότι ήταν ο δικαιότερος άνθρωπος της εποχής του, μαζί με άλλους σε κάποιον πολίτη για να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει διά της βίας στο θάνατο· κι αυτό βέβαια για να τον κάνουν με το στανιό συνένοχο στις ενέργειες τους. Εκείνος όμως αρνήθηκε να υπακούσει και προτίμησε να κινδυνεύσει να πάθει οτιδήποτε, παρά να γίνει συνεργός τους σε ανόσιες πράξεις. Καθώς λοιπόν τα έβλεπα όλ' αυτά και μερικά άλλα παρόμοια, όχι ασήμαντα, αγανάκτησα κι αποτραβήχτηκα από κείνα τα κακά. Να ερευνώ βέβαια δεν έπαψα … και στο τέλος κατάλαβα, ότι καμιά απολύτως από τις σύγχρονες πολιτείες δεν κυβερνιέται σωστά … κι έτσι αναγκάστηκα να κάνω το εγκώμιο της αληθινής φιλοσοφίας και να λέω ότι μέσ’ απ' αυτήν είναι δυνατόν να δει κανείς το δίκαιο παντού, και στης πολιτείας και στων ατόμων τη ζωή και ότι επομένως οι γενεές των ανθρώπων δεν θα πάψουν να υποφέρουν, παρά τότε μόνο, όταν, ή εκείνοι που σωστά και γνήσια φιλοσοφούν, πάρουν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, ή οι πολιτικοί ηγέτες, από μια θεία βουλή, φιλοσοφήσουν αληθινά».
Ο αληθινός φιλόσοφος δεν πνίγεται μέσα στο ομιχλώδες θέαμα της καθημερινής βιο-πολιτείας· απλώς το ατενίζει με ένα νηφάλιο βλέμμα και συνεχίζει τη μοναδική του ανάβαση στον κόσμο του αγαθού. Γνωρίζει βαθύτερα και αυθεντικά τον κόσμο της καθημερινής ύπαρξης, όταν τον θεάται από απόσταση, δηλαδή όταν δεν κυλιέται μέσα στο βόρβορο και τη διαφθορά που κυριαρχεί.
Αυτοί που δυσφημούν τη φιλοσοφία, μας λέει ο Πλάτων στην Πολιτεία (520 κ.εξ.), είναι οι διάφοροι κηφήνες, που περιπλανιούνται άσκοπα σε πολλά και ποικίλα πράγματα, κατατρίβονται με την ηδονή και την πολυτέλεια, παίρνουν από κοντά τη μια ή την άλλη εξουσία και λένε κάθε φορά ό,τι τους κατέβει. Δεν έχουν καμιά αρχή και τάξη στη ζωή τους, είναι βυθισμένοι μέσα στην ποταπότητα και τη διαφθορά, χαρακτηρίζοντας μάλιστα μια τέτοια βιο-πορεία ελεύθερη και ευδαιμονική. Παρουσιάζει ως εξής ο κορυφαίος αυτός Έλληνας φιλόσοφος τον αντιπροσωπευτικό τύπο τέτοιων κηφήνων:
«Περνάει τη ζωή του καθημερινά κάνοντας το χατίρι της μιας ή της άλλης επιθυμίας, άλλοτε μεθώντας με κρασί και με τους ήχους του αυλού, άλλοτε πίνοντας μόνο νερό, προσπαθώντας να αδυνατίσει, άλλοτε πάλι γυμνάζοντας το σώμα του, άλλοτε αδρανοποιημένος και αδιαφορώντας για όλα και άλλοτε παριστάνοντας ότι τάχα ασχολείται με τη φιλοσοφία. Συχνά αναμειγνύεται με τα πολιτικά, πετάγεται πάνω και λέει και κάνει ό,τι θέλει … Δεν έχει καμιά τάξη στη ζωή του ούτε συνοχή μέσα του…» (Πολιτεία, 561).
Δεν αρκεί όμως αυτή η εξαχρείωση μόνο· υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι που τους θαυμάζουν, ακριβώς όπως στους δικούς μας καιρούς πολλοί οπαδοί κομματικών ή άλλων μηχανισμών, όσο πιο πολύ οι κομματικο-πολιτικοί τους ταγοί, οι χαμερπείς θεσιθήρες του δημόσιου βίου, είναι βουτηγμένοι μέσα στη διαφθορά, τόσο πιο θερμά και φανατικά τους εγκωμιάζουν.
Απέναντι σε όλα τούτα και σε εκείνους δυσφημούν τη φιλοσοφία, ο αληθινός φιλόσοφος ταυτίζεται οντολογικά με την ανοδική πορεία προς το απαράλλαχτα αμετάβλητο: προς τον διαυγέστατο κόσμο του αγαθού, προς τον «υπερουράνιο τόπο» (Φαίδρος 249c) της σκέψης. Πρόκειται για μια ανερχόμενη ζωή προς την ιδέα του θείου, όπου η ψυχή αποκαθαίρεται και συμμετέχει σ’ αυτή την ιδέα, όπως επίσης και οι θεοί οι ίδιοι, που είναι θεοί, επειδή συμμετέχουν στην εν λόγω ιδέα: οι θεοί αναδύονται από το θείο και όχι αντίστροφα (ό.π.). Ο αληθινός φιλόσοφος μπορεί να ακολουθεί την ως άνω ανερχόμενη ζωή, γιατί πρωτίστως είναι φιλομαθής· κατ’ αυτή την έννοια είναι εκείνος ο άνθρωπος που δύναται να σκεφτεί αυτό που είναι. Τι είναι; Είναι η καθαρή νοητικά ψυχή, που περισυλλέγεται από τις αισθητηριακές χθαμαλότητες του σώματος και από τις αναρίθμητες ανοησίες του (Φαίδων 66b κ.εξ.). Βγαίνει συγχρόνως έξω από τη συνήθεια των καθημερινών της απομιμήσεων και με βάση την ηθική διαίσθηση συγκροτεί βεβαιότητες για θεμελιώδεις αλήθειες., εναρμονισμένες πλήρως με την αντικειμενική πραγματικότητα. Στον Θεαίτητο φιλοτεχνεί με τις ακόλουθες εικόνες όλη αυτή την πολύτιμη συγκρότηση του αληθινού φιλοσόφου:
1. «Οι φιλόσοφοι από νέοι δεν ξέρουν το δρόμο για την αγορά ούτε πού είναι το δικαστήριο ή το βουλευτήριο ή κάποιο άλλο δημόσιο κατάστημα της πόλης. Και τους νόμους και τα ψηφίσματα, τα προφορικά ή τα γραπτά, ούτε τα βλέπουν ούτε τα ακούνε. Και η σπουδή που δείχνουν οι πολιτικές συντεχνίες για την εξουσία και οι συνεδριάσεις και τα τραπέζια και τα νυχτερινά γλεντοκόπια με τις αυλητρίδες ούτε στον ύπνο τους δεν τους συμβαίνουν» (Θεαίτητος, 173)
2. «Ο φιλόσοφος μόνο με το σώμα του βρίσκεται στην πόλη και παρεπιδημεί· ο νους του όμως …πετάει πάνω από τη γη … και πέρα από τον ουρανό …και ερευνά τη φύση των όντων. Και όταν πρόκειται για βρισιές, δεν συνηθίζει να βρίζει κανέναν, αφού δεν ασχολήθηκε ποτέ με κανέναν… Όταν ακούει να εγκωμιάζουν κανένα βασιλιά ή τύραννο νομίζει πως ακούει να μακαρίζουν κανένα χοιροβοσκό ή βουκόλο που αρμέγει γάλα. Νομίζει μάλιστα πως οι βασιλείς και οι τύραννοι φυλάνε και αρμέγουν ζώα πιο δύστροπα και πιο ύπουλα από τους ποιμένες και πως, επειδή τους λείπει η σχόλη, γίνονται κατ’ ανάγκη εξίσου αγροίκοι και απαίδευτοι, όπως οι ποιμένες» (ό.π.).
Τελικά, ο Πλάτων ο ίδιος ταυτίστηκε τόσο πολύ με τη φιλοσοφία, ώστε κατόρθωσε να διαχωρίσει με φοβερή διεισδυτικότητα τους αγύρτες της φιλοσοφίας και της πολιτικής από τους αληθινούς φιλοσόφους και πολίτες. Τέτοια δε διαχρονική ισχύ έχουν όλες οι σχετικές του υποτυπώσεις, που φαίνονται σαν να μιλάνε για τους γιδοβοσκούς της σημερινής κοινωνικο-πολιτικής κονίστρας.
Στον Πλάτωνα ανήκει κατ’ εξοχήν η τιμή να προσδιορίσει την έννοια της φιλοσοφίας με πολύ συγκεκριμένο τρόπο και εν τέλει καθοριστικό για τη διαχρονική αξία της ίδιας της φιλοσοφίας. Μεταξύ θρύλου και ιστορικής αφήγησης, πρώτος χρησιμοποίησε την έννοια του φιλοσόφου ο Πυθαγόρας. Όταν τον ρώτησε ο Λέων, ο τύραννος του Φιλούντος, για τη μέγιστη τέχνη του, ο Πυθαγόρας απάντησε πως δεν ξέρει καμιά άλλη τέχνη παρά πως ο ίδιος είναι φιλό-σοφος: υπάρχουν λίγοι άνθρωποι στη ζωή που διερευνούν με μεγάλη προσοχή τη φύση των πραγμάτων και περιφρονούν όλα εκείνα που επιδιώκουν οι άλλοι, όπως είναι η δόξα και το χρήμα. Πριν από τον Πλάτωνα προσέγγισε για πρώτη φορά την έννοια του φιλοσόφου ο Ηράκλειτος, με βάση κείμενό του. Γράφει συγκεκριμένα:
«χρὴ εὖ µάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους ἄνδρας εἶναι=Είναι ανάγκη οι φίλοι της σοφίας να έχουν γνώση για πάρα πολλά πράγματα» (απ. 35).
Ο φίλος της σοφίας, κατά Ηράκλειτο, πρέπει να είναι κάτοχος πολλών γνώσεων όχι με την έννοια μιας στείρας πληροφοριακής πολυμάθειας, δηλαδή με την έννοια της συσσωρευμένης πληροφορίας ή των ασυνάρτητων ακαδημαϊκών αφηγήσεων, που αποδιώχνουν τους νέους από τη φιλοσοφία, αλλά με εκείνη της συγκροτημένης γνώσης: οι φράσεις και οι εκφράσεις, γενικώς η γλώσσα, ο λόγος, εύτακτα και με ισχυρή, ισχυρότατη δύναμη διείσδυσης στην ουσία των πραγμάτων, αποκαλύπτουν βαθιά νοήματα της ζωντανής πραγματικότητας, ικανά να οδηγούν το βίο των ανθρώπων. Με τον Ηράκλειτο λοιπόν αρθρώνεται μια πρώτη μορφή διαλεκτικού-κατανοητικού λόγου, που θα αναπτυχθεί περαιτέρω πιο ρητά και πιο συνθετικά από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, για να φτάσει τελικά στη φιλοσοφικο-ιστορική του ολοκλήρωση από τον Χέγκελ.
Ο Πλάτων, στην εποχή του, προσλαμβάνει τη φιλοσοφία σε όλες τις δυνατές εκφάνσεις της. Όταν μιλάμε για φιλοσοφία, σημειώνει, «δεν μιλάμε για ένα τυχαίο πράγμα, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ζει κανείς» (Πολιτεία Ι, 352d). Επομένως αναζήτησε στη ζωή του εκείνη τη φιλοσοφία, που θα του επέτρεπε όχι απλώς να επιβιώνει, αλλά να βιώνει τη ζωή ως αγαθό. Αυτή τη φιλοσοφία την ονόμασε αληθινή και τη διέκρινε από την κατ’ επίφαση φιλοσοφία των πονηρών πολιτικών και των δασκάλων της σοφιστικής ρητορικής. Γενικώς τη διέκρινε με σαφήνεια από όλους τους θορυβοποιούς της μαζικής πολιτικής ή άλλης παρόμοιας κουλτούρας, οι οποίοι πωλούσαν την εν λόγω κουλτούρα, όπως ο έμπορος τα προϊόντα του. Στην Έβδομη Επιστολή γίνεται σχετικά άκρως αποκαλυπτικός:
«Όταν ήμουν νέος …υπολόγιζα, αμέσως μόλις γίνω κύριος του εαυτού μου, ν' ασχοληθώ με την πολιτική. Τότε βρήκα την εξής κατάσταση στα πολιτικά πράγματα της πόλης: Μετά από την κατακραυγή πολλών εναντίον του πολιτεύματος που είχαμε τότε, έγινε μεταβολή και ήρθαν στην εξουσία πενήντα ένας πολίτες, ένδεκα στην πόλη, δέκα στον Πειραιά … και τριάντα έγιναν ανώτατοι άρχοντες με απόλυτη εξουσία. Είδα πως μέσα σε λίγο χρόνο οι άνθρωποι αυτοί έκαναν το προηγούμενο καθεστώς να φαντάζει σαν χρυσή εποχή. Μεταξύ άλλων έστειλαν τον αρκετά ηλικιωμένο φίλο μου Σωκράτη, που γι' αυτόν εγώ δε θα δίσταζα να πω ότι ήταν ο δικαιότερος άνθρωπος της εποχής του, μαζί με άλλους σε κάποιον πολίτη για να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει διά της βίας στο θάνατο· κι αυτό βέβαια για να τον κάνουν με το στανιό συνένοχο στις ενέργειες τους. Εκείνος όμως αρνήθηκε να υπακούσει και προτίμησε να κινδυνεύσει να πάθει οτιδήποτε, παρά να γίνει συνεργός τους σε ανόσιες πράξεις. Καθώς λοιπόν τα έβλεπα όλ' αυτά και μερικά άλλα παρόμοια, όχι ασήμαντα, αγανάκτησα κι αποτραβήχτηκα από κείνα τα κακά. Να ερευνώ βέβαια δεν έπαψα … και στο τέλος κατάλαβα, ότι καμιά απολύτως από τις σύγχρονες πολιτείες δεν κυβερνιέται σωστά … κι έτσι αναγκάστηκα να κάνω το εγκώμιο της αληθινής φιλοσοφίας και να λέω ότι μέσ’ απ' αυτήν είναι δυνατόν να δει κανείς το δίκαιο παντού, και στης πολιτείας και στων ατόμων τη ζωή και ότι επομένως οι γενεές των ανθρώπων δεν θα πάψουν να υποφέρουν, παρά τότε μόνο, όταν, ή εκείνοι που σωστά και γνήσια φιλοσοφούν, πάρουν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, ή οι πολιτικοί ηγέτες, από μια θεία βουλή, φιλοσοφήσουν αληθινά».
Ο αληθινός φιλόσοφος δεν πνίγεται μέσα στο ομιχλώδες θέαμα της καθημερινής βιο-πολιτείας· απλώς το ατενίζει με ένα νηφάλιο βλέμμα και συνεχίζει τη μοναδική του ανάβαση στον κόσμο του αγαθού. Γνωρίζει βαθύτερα και αυθεντικά τον κόσμο της καθημερινής ύπαρξης, όταν τον θεάται από απόσταση, δηλαδή όταν δεν κυλιέται μέσα στο βόρβορο και τη διαφθορά που κυριαρχεί.
Αυτοί που δυσφημούν τη φιλοσοφία, μας λέει ο Πλάτων στην Πολιτεία (520 κ.εξ.), είναι οι διάφοροι κηφήνες, που περιπλανιούνται άσκοπα σε πολλά και ποικίλα πράγματα, κατατρίβονται με την ηδονή και την πολυτέλεια, παίρνουν από κοντά τη μια ή την άλλη εξουσία και λένε κάθε φορά ό,τι τους κατέβει. Δεν έχουν καμιά αρχή και τάξη στη ζωή τους, είναι βυθισμένοι μέσα στην ποταπότητα και τη διαφθορά, χαρακτηρίζοντας μάλιστα μια τέτοια βιο-πορεία ελεύθερη και ευδαιμονική. Παρουσιάζει ως εξής ο κορυφαίος αυτός Έλληνας φιλόσοφος τον αντιπροσωπευτικό τύπο τέτοιων κηφήνων:
«Περνάει τη ζωή του καθημερινά κάνοντας το χατίρι της μιας ή της άλλης επιθυμίας, άλλοτε μεθώντας με κρασί και με τους ήχους του αυλού, άλλοτε πίνοντας μόνο νερό, προσπαθώντας να αδυνατίσει, άλλοτε πάλι γυμνάζοντας το σώμα του, άλλοτε αδρανοποιημένος και αδιαφορώντας για όλα και άλλοτε παριστάνοντας ότι τάχα ασχολείται με τη φιλοσοφία. Συχνά αναμειγνύεται με τα πολιτικά, πετάγεται πάνω και λέει και κάνει ό,τι θέλει … Δεν έχει καμιά τάξη στη ζωή του ούτε συνοχή μέσα του…» (Πολιτεία, 561).
Δεν αρκεί όμως αυτή η εξαχρείωση μόνο· υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι που τους θαυμάζουν, ακριβώς όπως στους δικούς μας καιρούς πολλοί οπαδοί κομματικών ή άλλων μηχανισμών, όσο πιο πολύ οι κομματικο-πολιτικοί τους ταγοί, οι χαμερπείς θεσιθήρες του δημόσιου βίου, είναι βουτηγμένοι μέσα στη διαφθορά, τόσο πιο θερμά και φανατικά τους εγκωμιάζουν.
Απέναντι σε όλα τούτα και σε εκείνους δυσφημούν τη φιλοσοφία, ο αληθινός φιλόσοφος ταυτίζεται οντολογικά με την ανοδική πορεία προς το απαράλλαχτα αμετάβλητο: προς τον διαυγέστατο κόσμο του αγαθού, προς τον «υπερουράνιο τόπο» (Φαίδρος 249c) της σκέψης. Πρόκειται για μια ανερχόμενη ζωή προς την ιδέα του θείου, όπου η ψυχή αποκαθαίρεται και συμμετέχει σ’ αυτή την ιδέα, όπως επίσης και οι θεοί οι ίδιοι, που είναι θεοί, επειδή συμμετέχουν στην εν λόγω ιδέα: οι θεοί αναδύονται από το θείο και όχι αντίστροφα (ό.π.). Ο αληθινός φιλόσοφος μπορεί να ακολουθεί την ως άνω ανερχόμενη ζωή, γιατί πρωτίστως είναι φιλομαθής· κατ’ αυτή την έννοια είναι εκείνος ο άνθρωπος που δύναται να σκεφτεί αυτό που είναι. Τι είναι; Είναι η καθαρή νοητικά ψυχή, που περισυλλέγεται από τις αισθητηριακές χθαμαλότητες του σώματος και από τις αναρίθμητες ανοησίες του (Φαίδων 66b κ.εξ.). Βγαίνει συγχρόνως έξω από τη συνήθεια των καθημερινών της απομιμήσεων και με βάση την ηθική διαίσθηση συγκροτεί βεβαιότητες για θεμελιώδεις αλήθειες., εναρμονισμένες πλήρως με την αντικειμενική πραγματικότητα. Στον Θεαίτητο φιλοτεχνεί με τις ακόλουθες εικόνες όλη αυτή την πολύτιμη συγκρότηση του αληθινού φιλοσόφου:
1. «Οι φιλόσοφοι από νέοι δεν ξέρουν το δρόμο για την αγορά ούτε πού είναι το δικαστήριο ή το βουλευτήριο ή κάποιο άλλο δημόσιο κατάστημα της πόλης. Και τους νόμους και τα ψηφίσματα, τα προφορικά ή τα γραπτά, ούτε τα βλέπουν ούτε τα ακούνε. Και η σπουδή που δείχνουν οι πολιτικές συντεχνίες για την εξουσία και οι συνεδριάσεις και τα τραπέζια και τα νυχτερινά γλεντοκόπια με τις αυλητρίδες ούτε στον ύπνο τους δεν τους συμβαίνουν» (Θεαίτητος, 173)
2. «Ο φιλόσοφος μόνο με το σώμα του βρίσκεται στην πόλη και παρεπιδημεί· ο νους του όμως …πετάει πάνω από τη γη … και πέρα από τον ουρανό …και ερευνά τη φύση των όντων. Και όταν πρόκειται για βρισιές, δεν συνηθίζει να βρίζει κανέναν, αφού δεν ασχολήθηκε ποτέ με κανέναν… Όταν ακούει να εγκωμιάζουν κανένα βασιλιά ή τύραννο νομίζει πως ακούει να μακαρίζουν κανένα χοιροβοσκό ή βουκόλο που αρμέγει γάλα. Νομίζει μάλιστα πως οι βασιλείς και οι τύραννοι φυλάνε και αρμέγουν ζώα πιο δύστροπα και πιο ύπουλα από τους ποιμένες και πως, επειδή τους λείπει η σχόλη, γίνονται κατ’ ανάγκη εξίσου αγροίκοι και απαίδευτοι, όπως οι ποιμένες» (ό.π.).
Τελικά, ο Πλάτων ο ίδιος ταυτίστηκε τόσο πολύ με τη φιλοσοφία, ώστε κατόρθωσε να διαχωρίσει με φοβερή διεισδυτικότητα τους αγύρτες της φιλοσοφίας και της πολιτικής από τους αληθινούς φιλοσόφους και πολίτες. Τέτοια δε διαχρονική ισχύ έχουν όλες οι σχετικές του υποτυπώσεις, που φαίνονται σαν να μιλάνε για τους γιδοβοσκούς της σημερινής κοινωνικο-πολιτικής κονίστρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου