Αλμπέρ Καμύ: 1913-1960
Τι είναι ο επαναστατημένος άνθρωπος;
Η περίπτωση του Καμύ παραπέμπει σε μια ιδιότυπη έκφανση της ανθρώπινης σκέψης, η οποία αρνείται να «εξορθολογίζεται» με όρους που υπαγορεύονται έξωθεν. Η βαρύτητα του έργου του, αν και ημιτελούς λόγω του άκαιρου θανάτου του, συνδέεται με μια πολύτροπη εμβίωση ολόκληρου του Είναι του ως ενός ανθρώπου που βρέθηκε μόνος μέσα στον μόνο δυνατό κόσμο. Έτσι, το στοχαστικό στοιχείο αυτού του έργου δεν προκύπτει ως συσσωρευμένη γνώση ή πληροφόρηση από στείρες ή καθηκοντολογικές αναγνώσεις, αλλά ως αναζήτηση, ως εν έργω διεκδίκηση εκείνης της πνευματικής διαύγειας, που θα τον οδηγούσε πέρα από αυθαίρετες ιδεολογικές κατασκευές, από θολές θεολογικο-μεταφυσικές ερμηνείες, από ατελέσφορες και ματαιόδοξες θεωρήσεις. Τέτοιες πτυχές του θεωρείν, πίστευε ακράδαντα, είναι σκοταδιστικές και μας καθηλώνουν, ανήμπορους να αντιδράσουμε, μέσα στη «λογική» ή τις «λογικές» ξένων προς εμάς, προς τη μοίρα του καθενός μας, αντιλήψεων και βιο-συστημάτων. Εραστής, ο ίδιος, του φωτός, του φυσικού φωτός της ζωής και μάλιστα της μεσογειακής ζωής, συγκεντρώνει πάντοτε το βλέμμα του όχι «στα αργότερα» ενός κόσμου, που δεν ξέρουμε πώς και πότε θα έλθει, αλλά στο παροντικό, στο άμεσο, στο πλούσιο, από γήινη ευφροσύνη και φως, εκάστοτε εδώ και τώρα υπάρχειν. Η φυσική ομορφιά, δηλαδή η φυσικότητα του Είναι μας, της συνείδησής μας, η μη εμπλεκόμενη ή μη παραδεδομένη μέσα στις παρεμβατικές και όχι λιγότερο επεμβατικές «εκλογικεύσεις» των επιτήδειων συστημικών εν παντί καιρώ, οφείλει να είναι η πηγή της ενότητάς μας. Η αληθινή μας ενότητα δεν ενδημεί σε κάποια βασίλεια του θεού, των πνευμάτων ή των «χαρισματικών» ηγεμόνων, αλλά στη σύζευξή μας με το φως του θνητού ήλιου.
Το φυσικά όμορφο, το υπέρλαμπρο, το φωτεινό, το ευαίσθητο είναι πάντοτε θνητής υφής. Είναι η κατάσταση που γίνεται βιώσιμη στην (ή από την) απλή, καθαρή, σαφή, διαυγή συνείδηση· γι’ αυτό και η τελευταία παραμένει το αιτούμενο της καθημερινής μας βίωσης, το πρόταγμα μιας φιλοσοφικής στάσης ζωής. Και τούτο τίθεται με ακόμα πιο έντονη επίταση, όταν γνωρίζουμε ότι ο βαρύς «χειμώνας της ιστορίας» διατρέχει το πεπρωμένο μας και το καθορίζει, εν μέρει ή εν πολλοίς αναλόγως, χωρίς καν να μας ρωτήσει. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε την πολύκροτη ρήση του Χέγκελ: είναι πολύ λίγες οι λευκές σελίδες της ιστορίας. Τι εξέθρεψε και εκτρέφει έναν τέτοιο «χειμώνα της ιστορίας»; Η αποκλειστική υπερίσχυση του έλλογου στοιχείου, με το νόημα κυρίως του Διαφωτιστικού-μετα-Διαφωτιστικού εργαλειακού Λόγου, που μετέτρεψε τον κόσμο σε ένα μηχανικό κατασκεύασμα, σε ένα παρά-λογο πεδίο δαιμονικών δυνάμεων. Ο Καμύ, κατ’ αυτό τον τρόπο, ξεκινά για την αναζήτηση της δικής του βεβαιότητας, με τα προαναφερθέντα στην §1 χαρακτηριστικά, από τούτο το παρά-λογο του κόσμου: δηλαδή από την αίσθηση μιας μηχανιστικής λογικής, η οποία είναι αυτή τούτη η «λογική» του σύγχρονου μεσαίωνα. Ο μεσαιωνικός χαρακτήρας της έγκειται στο ότι απανθρακώνει την ανθρώπινη συνείδηση και παράγει, με βήματα μαθηματικής προόδου, το έγκλημα πάσης φύσεως. Η αίσθηση αυτού του παραλόγου είναι η αρχή της βεβαιότητάς του: αρχίζει να υπάρχει, μας λέει ο φιλόσοφος, όταν κινείται από μια τέτοια αίσθηση. Το αληθές αυτού του κατά Καμύ ergo sum ενυπάρχει στο γεγονός ότι η κυρίαρχη λογική του κόσμου και των πραγμάτων μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο από το παρατηρητήριο του παρά-λόγου με το εξής νόημα: αυτό που συναντάμε στη ζωή μας, κατά κύριο λόγο ηχεί και δρα παράλογα· όταν απρόσμενα μας κατακλύζει ένα τέτοιο αίσθημα του παραλόγου, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε πως ο ανθρώπινος βίος έχει εκπέσει σε ένα είδος θεατρικής παράστασης· ο άνθρωπος γίνεται ξένος απέναντι και μέσα στη ζωή (του), εκτελεί απλώς ξένους ρόλους και κάθε είδους σεμνοτυφία, ηθικός καθωσπρεπισμός, πολιτικά δέοντα ενισχύουν έτι περισσότερο το αίσθημα ή την αίσθηση της ξενότητας.
Η εν λόγω αίσθηση του παραλόγου δεν είναι άγνωστη σε άλλους μεγάλους φιλοσόφους: απλώς εκφέρεται με την ιδιάζουσα στον καθένα γλώσσα. Η αλλοτρίωση, αποξένωση στον Χέγκελ και Μαρξ, η αγωνία στον Κίρκεγκωρ, η ανεστιότητα στον Χάιντεγκερ κ.λπ. –όλα τούτα είναι τρόποι για να διανοίγεται το ανθρώπινο Dasein στο φωτεινό μονοπάτι που του ταιριάζει. Ποιο φωτεινό μονοπάτι προ-τείνει ο Καμύ στον εαυτό του και κατ’ επέκταση σε μας; Εκείνο της εξ-έγερσης. Εάν η ιστορία του νεωτερικού ανθρώπου είναι ιστορία επικράτησης του παραλόγου, όχι λιγότερο είναι και ιστορία της εξέγερσης. Η έννοια της εξέγερσης προσλαμβάνει εδώ το χαρακτηριστικό νόημα μιας νέας, απόλυτα ελεύθερης από μεταφυσικές ή εξουσιαστικές χειραγωγήσεις, γεωμέτρησης της υπαρκτικής μας ζωής. Ο άνθρωπος καθίσταται πρωτίστως εσωτερικά ελεύθερος να σκεφτεί τα όρια της αυθυπαρξίας του και αναλόγως να δράσει εξωτερικά. Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι: από πού αντλεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις ένα παράλογο έμβιο ον να εξεγείρεται; Από το γεγονός ότι αυτό και μόνο αυτό έχει εδραία αίσθηση της ανθρώπινης αξίας του, καθότι έχει γευθεί την «ταπείνωση» του ιστορικού του Είναι· γνωρίζει συνεπώς τι σημαίνει διαύγαση αυτού του Είναι και εναντιώνεται στην όποια εξωγενή ακύρωση τούτης της διαύγασης. Κινητήρια δύναμη της εξέγερσης είναι η ικανότητα του παράλογου να υπερβαίνει τη συνθήκη αδιαφορίας –που μας επιφυλάσσουν οι εκάστοτε καθεστωτικές δυνάμεις, γιατί έτσι διαιωνίζουν τον δικό τους εξουσιαστικό παραλογισμό– και να μετασχηματίζει την ανθρώπινη ύπαρξη σε ύπαρξη της απόφασης.
Όταν η εν λόγω ύπαρξη είναι σε θέση να αποφασίζει, εξέρχεται από τη μοναξιά της παράλογης κατάστασης και συναντά τον άλλο ή την άλλη ύπαρξη. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η κατά Καμύ εξέγερση, όπως πολύ σωστά έχει παρατηρήσει ο Στ. Ροζάνης, δεν ταυτίζεται με την επανάσταση, όπως ξέρουμε ως τώρα την τελευταία. Γιατί δεν ταυτίζεται; Επειδή η δεύτερη εναλλάσσει στην εξουσία το ένα υποκείμενο με ένα άλλο, άρα δεν καταργεί την ξενιτεία των ανθρώπων, ενώ η πρώτη είναι ένα κίνημα κοινωνικό και συγχρόνως όχι μόνο κοινωνικό, αλλά και κίνημα της συνείδησης ενάντια στο άρρυθμο των εξωτερικών παραγόντων. Το άρρυθμο αυτό καταπολεμείται μόνο από μια συνείδηση που αισθάνεται δυσαρμονία απέναντί του και όχι με αξιωματικές ρήσεις και αντιρρήσεις, που συνήθως μας «φιλεύουν» τα εναλλασσόμενα στην εξουσία καθεστωτικά μορφώματα. Η εξέγερση λοιπόν εγγίζει και αφορά τον επαναστατημένο άνθρωπο. Ο τελευταίος δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του στους «επαναστάτες» που υπόσχονται, μέσα από το πιο γενικόλογο, αφηρημένο, ανούσιο ιδεολογικό φλυαρείν, να του δώσουν πίσω τη χαμένη του άνοιξη. Ο επαναστατημένος άνθρωπος εξεγείρεται για χάρη του συγκεκριμένου και για να κερδίσει όλες τις πτυχές της ζωής του συγχρόνως. «Ανυπομονεί» να ευτυχήσει στο παρόν και όχι σε ένα αφηρημένο μέλλον. Ως εκ τούτου δεν λησμονεί, εν ονόματι οιωνδήποτε «επαναστατικών» καθηκόντων, τον παροντικό πόνο [=με το αρχέγονο νόημα εκ του πένομαι] της ύπαρξής του και του κόσμου ολόκληρου. Τότε είναι που απογυμνώνει τους «κυρίους του κόσμου» (Χέγκελ) από τις εξωϊστορικές, από τις «θείες» αρχές τους, δυνάμει των οποίων ποδοπατούν τη ρίζα της ανθρωπότητας.
Τι είναι ο επαναστατημένος άνθρωπος;
Η περίπτωση του Καμύ παραπέμπει σε μια ιδιότυπη έκφανση της ανθρώπινης σκέψης, η οποία αρνείται να «εξορθολογίζεται» με όρους που υπαγορεύονται έξωθεν. Η βαρύτητα του έργου του, αν και ημιτελούς λόγω του άκαιρου θανάτου του, συνδέεται με μια πολύτροπη εμβίωση ολόκληρου του Είναι του ως ενός ανθρώπου που βρέθηκε μόνος μέσα στον μόνο δυνατό κόσμο. Έτσι, το στοχαστικό στοιχείο αυτού του έργου δεν προκύπτει ως συσσωρευμένη γνώση ή πληροφόρηση από στείρες ή καθηκοντολογικές αναγνώσεις, αλλά ως αναζήτηση, ως εν έργω διεκδίκηση εκείνης της πνευματικής διαύγειας, που θα τον οδηγούσε πέρα από αυθαίρετες ιδεολογικές κατασκευές, από θολές θεολογικο-μεταφυσικές ερμηνείες, από ατελέσφορες και ματαιόδοξες θεωρήσεις. Τέτοιες πτυχές του θεωρείν, πίστευε ακράδαντα, είναι σκοταδιστικές και μας καθηλώνουν, ανήμπορους να αντιδράσουμε, μέσα στη «λογική» ή τις «λογικές» ξένων προς εμάς, προς τη μοίρα του καθενός μας, αντιλήψεων και βιο-συστημάτων. Εραστής, ο ίδιος, του φωτός, του φυσικού φωτός της ζωής και μάλιστα της μεσογειακής ζωής, συγκεντρώνει πάντοτε το βλέμμα του όχι «στα αργότερα» ενός κόσμου, που δεν ξέρουμε πώς και πότε θα έλθει, αλλά στο παροντικό, στο άμεσο, στο πλούσιο, από γήινη ευφροσύνη και φως, εκάστοτε εδώ και τώρα υπάρχειν. Η φυσική ομορφιά, δηλαδή η φυσικότητα του Είναι μας, της συνείδησής μας, η μη εμπλεκόμενη ή μη παραδεδομένη μέσα στις παρεμβατικές και όχι λιγότερο επεμβατικές «εκλογικεύσεις» των επιτήδειων συστημικών εν παντί καιρώ, οφείλει να είναι η πηγή της ενότητάς μας. Η αληθινή μας ενότητα δεν ενδημεί σε κάποια βασίλεια του θεού, των πνευμάτων ή των «χαρισματικών» ηγεμόνων, αλλά στη σύζευξή μας με το φως του θνητού ήλιου.
Το φυσικά όμορφο, το υπέρλαμπρο, το φωτεινό, το ευαίσθητο είναι πάντοτε θνητής υφής. Είναι η κατάσταση που γίνεται βιώσιμη στην (ή από την) απλή, καθαρή, σαφή, διαυγή συνείδηση· γι’ αυτό και η τελευταία παραμένει το αιτούμενο της καθημερινής μας βίωσης, το πρόταγμα μιας φιλοσοφικής στάσης ζωής. Και τούτο τίθεται με ακόμα πιο έντονη επίταση, όταν γνωρίζουμε ότι ο βαρύς «χειμώνας της ιστορίας» διατρέχει το πεπρωμένο μας και το καθορίζει, εν μέρει ή εν πολλοίς αναλόγως, χωρίς καν να μας ρωτήσει. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε την πολύκροτη ρήση του Χέγκελ: είναι πολύ λίγες οι λευκές σελίδες της ιστορίας. Τι εξέθρεψε και εκτρέφει έναν τέτοιο «χειμώνα της ιστορίας»; Η αποκλειστική υπερίσχυση του έλλογου στοιχείου, με το νόημα κυρίως του Διαφωτιστικού-μετα-Διαφωτιστικού εργαλειακού Λόγου, που μετέτρεψε τον κόσμο σε ένα μηχανικό κατασκεύασμα, σε ένα παρά-λογο πεδίο δαιμονικών δυνάμεων. Ο Καμύ, κατ’ αυτό τον τρόπο, ξεκινά για την αναζήτηση της δικής του βεβαιότητας, με τα προαναφερθέντα στην §1 χαρακτηριστικά, από τούτο το παρά-λογο του κόσμου: δηλαδή από την αίσθηση μιας μηχανιστικής λογικής, η οποία είναι αυτή τούτη η «λογική» του σύγχρονου μεσαίωνα. Ο μεσαιωνικός χαρακτήρας της έγκειται στο ότι απανθρακώνει την ανθρώπινη συνείδηση και παράγει, με βήματα μαθηματικής προόδου, το έγκλημα πάσης φύσεως. Η αίσθηση αυτού του παραλόγου είναι η αρχή της βεβαιότητάς του: αρχίζει να υπάρχει, μας λέει ο φιλόσοφος, όταν κινείται από μια τέτοια αίσθηση. Το αληθές αυτού του κατά Καμύ ergo sum ενυπάρχει στο γεγονός ότι η κυρίαρχη λογική του κόσμου και των πραγμάτων μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο από το παρατηρητήριο του παρά-λόγου με το εξής νόημα: αυτό που συναντάμε στη ζωή μας, κατά κύριο λόγο ηχεί και δρα παράλογα· όταν απρόσμενα μας κατακλύζει ένα τέτοιο αίσθημα του παραλόγου, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε πως ο ανθρώπινος βίος έχει εκπέσει σε ένα είδος θεατρικής παράστασης· ο άνθρωπος γίνεται ξένος απέναντι και μέσα στη ζωή (του), εκτελεί απλώς ξένους ρόλους και κάθε είδους σεμνοτυφία, ηθικός καθωσπρεπισμός, πολιτικά δέοντα ενισχύουν έτι περισσότερο το αίσθημα ή την αίσθηση της ξενότητας.
Η εν λόγω αίσθηση του παραλόγου δεν είναι άγνωστη σε άλλους μεγάλους φιλοσόφους: απλώς εκφέρεται με την ιδιάζουσα στον καθένα γλώσσα. Η αλλοτρίωση, αποξένωση στον Χέγκελ και Μαρξ, η αγωνία στον Κίρκεγκωρ, η ανεστιότητα στον Χάιντεγκερ κ.λπ. –όλα τούτα είναι τρόποι για να διανοίγεται το ανθρώπινο Dasein στο φωτεινό μονοπάτι που του ταιριάζει. Ποιο φωτεινό μονοπάτι προ-τείνει ο Καμύ στον εαυτό του και κατ’ επέκταση σε μας; Εκείνο της εξ-έγερσης. Εάν η ιστορία του νεωτερικού ανθρώπου είναι ιστορία επικράτησης του παραλόγου, όχι λιγότερο είναι και ιστορία της εξέγερσης. Η έννοια της εξέγερσης προσλαμβάνει εδώ το χαρακτηριστικό νόημα μιας νέας, απόλυτα ελεύθερης από μεταφυσικές ή εξουσιαστικές χειραγωγήσεις, γεωμέτρησης της υπαρκτικής μας ζωής. Ο άνθρωπος καθίσταται πρωτίστως εσωτερικά ελεύθερος να σκεφτεί τα όρια της αυθυπαρξίας του και αναλόγως να δράσει εξωτερικά. Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι: από πού αντλεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις ένα παράλογο έμβιο ον να εξεγείρεται; Από το γεγονός ότι αυτό και μόνο αυτό έχει εδραία αίσθηση της ανθρώπινης αξίας του, καθότι έχει γευθεί την «ταπείνωση» του ιστορικού του Είναι· γνωρίζει συνεπώς τι σημαίνει διαύγαση αυτού του Είναι και εναντιώνεται στην όποια εξωγενή ακύρωση τούτης της διαύγασης. Κινητήρια δύναμη της εξέγερσης είναι η ικανότητα του παράλογου να υπερβαίνει τη συνθήκη αδιαφορίας –που μας επιφυλάσσουν οι εκάστοτε καθεστωτικές δυνάμεις, γιατί έτσι διαιωνίζουν τον δικό τους εξουσιαστικό παραλογισμό– και να μετασχηματίζει την ανθρώπινη ύπαρξη σε ύπαρξη της απόφασης.
Όταν η εν λόγω ύπαρξη είναι σε θέση να αποφασίζει, εξέρχεται από τη μοναξιά της παράλογης κατάστασης και συναντά τον άλλο ή την άλλη ύπαρξη. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η κατά Καμύ εξέγερση, όπως πολύ σωστά έχει παρατηρήσει ο Στ. Ροζάνης, δεν ταυτίζεται με την επανάσταση, όπως ξέρουμε ως τώρα την τελευταία. Γιατί δεν ταυτίζεται; Επειδή η δεύτερη εναλλάσσει στην εξουσία το ένα υποκείμενο με ένα άλλο, άρα δεν καταργεί την ξενιτεία των ανθρώπων, ενώ η πρώτη είναι ένα κίνημα κοινωνικό και συγχρόνως όχι μόνο κοινωνικό, αλλά και κίνημα της συνείδησης ενάντια στο άρρυθμο των εξωτερικών παραγόντων. Το άρρυθμο αυτό καταπολεμείται μόνο από μια συνείδηση που αισθάνεται δυσαρμονία απέναντί του και όχι με αξιωματικές ρήσεις και αντιρρήσεις, που συνήθως μας «φιλεύουν» τα εναλλασσόμενα στην εξουσία καθεστωτικά μορφώματα. Η εξέγερση λοιπόν εγγίζει και αφορά τον επαναστατημένο άνθρωπο. Ο τελευταίος δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του στους «επαναστάτες» που υπόσχονται, μέσα από το πιο γενικόλογο, αφηρημένο, ανούσιο ιδεολογικό φλυαρείν, να του δώσουν πίσω τη χαμένη του άνοιξη. Ο επαναστατημένος άνθρωπος εξεγείρεται για χάρη του συγκεκριμένου και για να κερδίσει όλες τις πτυχές της ζωής του συγχρόνως. «Ανυπομονεί» να ευτυχήσει στο παρόν και όχι σε ένα αφηρημένο μέλλον. Ως εκ τούτου δεν λησμονεί, εν ονόματι οιωνδήποτε «επαναστατικών» καθηκόντων, τον παροντικό πόνο [=με το αρχέγονο νόημα εκ του πένομαι] της ύπαρξής του και του κόσμου ολόκληρου. Τότε είναι που απογυμνώνει τους «κυρίους του κόσμου» (Χέγκελ) από τις εξωϊστορικές, από τις «θείες» αρχές τους, δυνάμει των οποίων ποδοπατούν τη ρίζα της ανθρωπότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου