«Η πνευματική περιπέτεια του Εμπεδοκλή, μεταφυσική στη βάση της, διατρέχει τη φυσική σφαίρα, για να φτάσει στην ανθρώπινη εμπλοκή.
Το ακόλουθο απόσπασμά του φανερώνει όλη τη δίνη του στοχασμού που πηγάζοντας από την άβυσσο της θεϊκής ξαστεριάς προχωρεί στη συναρπαγή της φυσικής θύελλας, για να εκτεθεί τελικά στο έλεος της ανθρώπινης θεομηνίας:
φυγάς θεόθεν και αλήτης, νείκεϊ μαινομένω πίσυνος.
Ποιος είναι αυτός ο αλήτης της γλώσσας του Εμπεδοκλή; Αξίζει να προσέξουμε πρώτα πρώτα ότι τη λέξη αλήτης είκοσι πέντε αιώνες συνεχείς η ελληνική λαλιά την κράτησε στον αφρό της ζωής.
Άλλοτε βρήκα αφορμή να μιλήσω για την αλητεία του Οδυσσέα. Και αλλού πάλι για την αλητεία του Οιδίποδα. Την αλητεία του Πλάτωνα, του μισότρελου και του ερημητικού όπως τον λέει, την περιγράφει ο Σεστώβ σε κάποιο σημείο που παραλληλίζει το Υπόγειο του Ντοστογιέβσκι με το σπήλαιο του εβδόμου βιβλίου της Πολιτείας.
Όμοια αλήτικη, σκεπασμένη με την πορφύρα της μοίρας, είναι η πομπή που φέρνει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο από το Μυστρά στην Πόλη.
Και τον κύκλο που άνοιξε τούτο το τραγικό οικόσημο του βασιλιά τον κλείνει το ίδιο τραγικό οικόσημο του αλήτη. Ο Καραϊσκάκης, που πατά μια κορυφή της ελληνικής επανάστασης, είναι ο αλήτης που τον γέννησε, ανάμεσα στα περιστέρια του πόθου, μια Κρυμμένη μονή, και τον έθαψε, με μοιρολογίτρες τις πέρδικες η μονή της Φανερωμένης.
Με τον ίδιο τρόπο τη μοίρα του αλήτη περιγράφει ο Καβάφης στο πρόσωπο εκείνου του ρακένδυτου επίγονου των Πτολεμαίων, που διακονεύει λίγα βασιλικά ψίχαλα στη σύγκλητο της Ρώμης.
Με τον Παπαδιαμάντη μάλιστα η προσέγγιση του ποιητή και του ποιήματος φτάνει στην ταύτιση. Τα μεθυσμένα βήματα που σβήνουν στο παγωμένο χιόνι μαζί με τη λαύρα του μπαρμ(π)α-Γιαννιού του Έρωντα είναι τα αλήτικα βήματα του ίδιου του κυρ – Αλέξανδρου!
Σε όλα τα παραδείγματα αυτά την κατάρα του πλάνητα, που τραβάει πάνω από τις εκρηκτικές παγίδες της μοίρας του και χάνεται μέσα στα ρήγματα της υπαρκτικής του προκατασκευής, την περιγράφει ο αλήτης του Εμπεδοκλή.
Μόνο που δεν πρέπει, για να καταλάβουμε σωστά το τίμιο νόημα αυτού του μάταιου δρόμου που περιμένει κάθε άνθρωπο, αν του μέλλεται στο τέλος να γίνει άνθρωπος, να μας διαφύγει εκείνο το θεόθεν. Η λέξη αυτή είναι η κλείδα που αποκρυπτογραφεί τον πίνακα του αλήτη.
Μέσα στην ανίσκια και αποψιλωμένη πεδιάδα που περπατάει ο άνθρωπος, από την κορφή του ουρανού κατεβαίνουν ως τα χώματα τα πλοκάμια ενός γιγάντιου λευκοκίτρινου χταποδιού και σφυρίζουνε γύρω του, χτυπώντας και δέρνοντας όπως οι ρίζες της αστραπής.
Έλεος, σε τούτο το μαστίγωμα της τυφλής οργής και της αναίτιας βούλησης, είναι η συναίσθηση του οδοιπόρου πως σε κάθε βήμα που έκαμε κατάφερε πάλι να ξεφύγει τη μάστιγα της πλήξης.
Πλάστηκα, μας λέει στον ίδιο στίχο ο Εμπεδοκλής, για να ακολουθώ τη μανιακή κατάπληξη αυτής της θείας καταιγίδας.
Και εκείνος που μου την πέμπει, θα μας πει σ’ ένα άλλο απόσπασμα, δεν το κάνει για να με τιμωρήσει από μοχθηρία και κάκητα. Αλλά μου στέλνει τα απόνερα και την άχνα της ίδιας τρικυμίας, που με τάξη και δίχως ανάπαυλα απειλεί να συντρίψει τα δικά του μέλη, και να τον καταλύσει. Και του θεού τα κόκκαλα τσακίζονται και τρίζουν:
Πάντα γαρ εξείης πελεμίζετο γυία θεοίο.
Κάπως έτσι είδε ο Εμπεδοκλής τη σύμπληξη του μηδενός και του είναι.
Να ξεκινά από τον αφαλό του σύμπαντος, να συλλαβαίνει γενετήσια και να κυοφορεί το μυστήριο του λόγου της μέσα στη ραχοκοκαλιά του ίδιου του όντος, και να αφήνεται από κει να ξεχυθεί στα άπειρα των κοσμικών εκτάσεων, εμπλέκοντας και τον ίδιο τον άνθρωπο στην τυφωνική διαδικασία.
Είναι φανερό ότι το άγαλμα του θεήλατου αλήτη, έτσι όπως το λάξεψε, δεν θα το ‘χε ποτέ κατορθώσει ο Εμπεδοκλής, αν του ‘λειπε η στόχαση και η θεωρητική σκευή του μεγάλου πλάστη.»
Λιαντίνης, Homo Educandus
Το ακόλουθο απόσπασμά του φανερώνει όλη τη δίνη του στοχασμού που πηγάζοντας από την άβυσσο της θεϊκής ξαστεριάς προχωρεί στη συναρπαγή της φυσικής θύελλας, για να εκτεθεί τελικά στο έλεος της ανθρώπινης θεομηνίας:
φυγάς θεόθεν και αλήτης, νείκεϊ μαινομένω πίσυνος.
Ποιος είναι αυτός ο αλήτης της γλώσσας του Εμπεδοκλή; Αξίζει να προσέξουμε πρώτα πρώτα ότι τη λέξη αλήτης είκοσι πέντε αιώνες συνεχείς η ελληνική λαλιά την κράτησε στον αφρό της ζωής.
Άλλοτε βρήκα αφορμή να μιλήσω για την αλητεία του Οδυσσέα. Και αλλού πάλι για την αλητεία του Οιδίποδα. Την αλητεία του Πλάτωνα, του μισότρελου και του ερημητικού όπως τον λέει, την περιγράφει ο Σεστώβ σε κάποιο σημείο που παραλληλίζει το Υπόγειο του Ντοστογιέβσκι με το σπήλαιο του εβδόμου βιβλίου της Πολιτείας.
Όμοια αλήτικη, σκεπασμένη με την πορφύρα της μοίρας, είναι η πομπή που φέρνει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο από το Μυστρά στην Πόλη.
Και τον κύκλο που άνοιξε τούτο το τραγικό οικόσημο του βασιλιά τον κλείνει το ίδιο τραγικό οικόσημο του αλήτη. Ο Καραϊσκάκης, που πατά μια κορυφή της ελληνικής επανάστασης, είναι ο αλήτης που τον γέννησε, ανάμεσα στα περιστέρια του πόθου, μια Κρυμμένη μονή, και τον έθαψε, με μοιρολογίτρες τις πέρδικες η μονή της Φανερωμένης.
Με τον ίδιο τρόπο τη μοίρα του αλήτη περιγράφει ο Καβάφης στο πρόσωπο εκείνου του ρακένδυτου επίγονου των Πτολεμαίων, που διακονεύει λίγα βασιλικά ψίχαλα στη σύγκλητο της Ρώμης.
Με τον Παπαδιαμάντη μάλιστα η προσέγγιση του ποιητή και του ποιήματος φτάνει στην ταύτιση. Τα μεθυσμένα βήματα που σβήνουν στο παγωμένο χιόνι μαζί με τη λαύρα του μπαρμ(π)α-Γιαννιού του Έρωντα είναι τα αλήτικα βήματα του ίδιου του κυρ – Αλέξανδρου!
Σε όλα τα παραδείγματα αυτά την κατάρα του πλάνητα, που τραβάει πάνω από τις εκρηκτικές παγίδες της μοίρας του και χάνεται μέσα στα ρήγματα της υπαρκτικής του προκατασκευής, την περιγράφει ο αλήτης του Εμπεδοκλή.
Μόνο που δεν πρέπει, για να καταλάβουμε σωστά το τίμιο νόημα αυτού του μάταιου δρόμου που περιμένει κάθε άνθρωπο, αν του μέλλεται στο τέλος να γίνει άνθρωπος, να μας διαφύγει εκείνο το θεόθεν. Η λέξη αυτή είναι η κλείδα που αποκρυπτογραφεί τον πίνακα του αλήτη.
Μέσα στην ανίσκια και αποψιλωμένη πεδιάδα που περπατάει ο άνθρωπος, από την κορφή του ουρανού κατεβαίνουν ως τα χώματα τα πλοκάμια ενός γιγάντιου λευκοκίτρινου χταποδιού και σφυρίζουνε γύρω του, χτυπώντας και δέρνοντας όπως οι ρίζες της αστραπής.
Έλεος, σε τούτο το μαστίγωμα της τυφλής οργής και της αναίτιας βούλησης, είναι η συναίσθηση του οδοιπόρου πως σε κάθε βήμα που έκαμε κατάφερε πάλι να ξεφύγει τη μάστιγα της πλήξης.
Πλάστηκα, μας λέει στον ίδιο στίχο ο Εμπεδοκλής, για να ακολουθώ τη μανιακή κατάπληξη αυτής της θείας καταιγίδας.
Και εκείνος που μου την πέμπει, θα μας πει σ’ ένα άλλο απόσπασμα, δεν το κάνει για να με τιμωρήσει από μοχθηρία και κάκητα. Αλλά μου στέλνει τα απόνερα και την άχνα της ίδιας τρικυμίας, που με τάξη και δίχως ανάπαυλα απειλεί να συντρίψει τα δικά του μέλη, και να τον καταλύσει. Και του θεού τα κόκκαλα τσακίζονται και τρίζουν:
Πάντα γαρ εξείης πελεμίζετο γυία θεοίο.
Κάπως έτσι είδε ο Εμπεδοκλής τη σύμπληξη του μηδενός και του είναι.
Να ξεκινά από τον αφαλό του σύμπαντος, να συλλαβαίνει γενετήσια και να κυοφορεί το μυστήριο του λόγου της μέσα στη ραχοκοκαλιά του ίδιου του όντος, και να αφήνεται από κει να ξεχυθεί στα άπειρα των κοσμικών εκτάσεων, εμπλέκοντας και τον ίδιο τον άνθρωπο στην τυφωνική διαδικασία.
Είναι φανερό ότι το άγαλμα του θεήλατου αλήτη, έτσι όπως το λάξεψε, δεν θα το ‘χε ποτέ κατορθώσει ο Εμπεδοκλής, αν του ‘λειπε η στόχαση και η θεωρητική σκευή του μεγάλου πλάστη.»
Λιαντίνης, Homo Educandus
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου