Υπάρχει ένας μάλλον αρχετυπικός νόμος στην ανθρώπινη φύση που διακηρύσσει ότι, τα τρία πράγματα που ποθούμε πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο, η Ευτυχία, η Ελευθερία και η Εσωτερική Γαλήνη, επιτυγχάνονται, μόνο αν και στο μέτρο που, κατορθώνουμε να τα χαρίσουμε στον απέναντι Άλλο. Ή, με άλλα λόγια, όλοι χρειαζόμαστε έναν Έρωτα να μας αδειάσει τόσο, που να μη βρίσκουν ψαχνό οι κακίες.
Μιλώ για τη συναισθηματική γενναιοδωρία και όπως το ορίζει ο ποιητής, μιλώ για εκείνους που «γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι».
Είναι αυτή η συναισθηματική γενναιότητα που αντέχει να επαινεί συχνά τους Άλλους. Που μπορεί να τους επαινεί γενικώς. Που κατορθώνει να δει στους Άλλους τα θετικά τους χαρακτηριστικά, δίχως να «μικραίνει», εντοπίζοντας διαρκώς τις αδυναμίες τους.
Πρόκειται για τη συναισθηματική γενναιότητα που καθώς προσφέρει αφειδώλευτα στους Άλλους, δίχως να τη «στήνει» για ανταλλάγματα, ορίζεται ως γενναιοδωρία. Είναι ένα κατόρθωμα, ένα «άθλημα» για γενναίους αθλητές αυτή η ιστορία: το να αγαπάς επαινώντας, επιβραβεύοντας, αναγνωρίζοντας, εκτιμώντας. Το να αγαπάς α-προϋπόθετα. Να αγκαλιάζεις άνευ όρων. Ζόρικα πράγματα δηλαδή, για μεγάλα και γενναία παιδιά.
Στον αντίποδα αυτού του ιδιότυπου πρωταθλητισμού, κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος του καιρού μας, ο Σκρούτζ των συναισθημάτων. Ο Σκρούτζ του Έρωτα. Δεν έχει να μοιραστεί τίποτα περισσότερο, παρά μια ισχνή και μίζερη νοοτροπία. Απρόθυμος να επαινέσει, «ζυγιάζει» τους Άλλους στη μεζούρα των προσδοκιών του πριν εκφράσει, και αν, την έγκριση του. Ένας εισαγγελέας-παπαγάλος κατοικεί κάπου στον ώμο του και τον συμβουλεύει να κρίνει, να δικάζει και να καταδικάζει τι λένε, τι σκέφτονται, τι αισθάνονται και τι πράττουν οι Άλλοι. Εγωκεντρικός στις «μοιρασιές» του, μετρά και ξαναμετρά το «Έχει» του, ώσπου του γίνεται «Είναι».
Ο Σκρούτζ του Έρωτα, υποκινείται από ένα αόρατο ραντάρ, εφοδιασμένο με μια ζυγαριά ακριβείας, εγκατεστημένα στο επίκεντρο του ψυχισμού του. Να λοιπόν, ένα βασικό «λεξικό» λειτουργίας τους.
Η Αποφυγή . Όταν το ραντάρ του εντοπίσει ευτυχισμένους ανθρώπους, η ζυγαριά του πιστοποιεί τη βαθιά εσωτερική του ανασφάλεια και υπενθυμίζει το πόσο είναι ο ίδιος δυστυχισμένος. Δεν έχει, λοιπόν, παρά να αποφύγει, να απομακρυνθεί από την κατάσταση αυτή.
Η Μιζέρια. Ο εσωτερικός κόσμος του μοιάζει με ένα άθλιο κακοφτιαγμένο σκηνικό και επειδή η δυστυχία γουστάρει, αιώνες τώρα, τη συντροφιά, οι Άλλοι οφείλουν να είναι σαν κι’ αυτόν.
Η Αυτοτιμωρία. « Ένοχος για κάποια αιτία που δεν την έμαθε ποτέ», αισθάνεται πως δεν αξίζει να εισπράξει ούτε ίχνος καλοσύνης, μέχρι ο Άλλος να κατορθώσει να του αποδείξει πραγματικά ότι είναι άξιος να κερδίσει ένα ψήγμα αγάπης και ενδιαφέροντος.
Η Ιδιοτέλεια. Καθώς ζητάει να είναι το νούμερο «ένα», είναι φανερό ότι δεν περισσεύουν και πολλά για το νούμερο «δυο» ή το «τρία». Δεν θέλει να βιώσουν και οι Άλλοι ό,τι εκείνος έχει κερδίσει για τον εαυτό του.
Εγώ. Επαινώντας κάποιον θεωρεί ότι τον αναγνωρίζει ως ανώτερο και άρα, ο εαυτός του είναι χειρότερος του Άλλου.
Ανταγωνισμός. Οι Άλλοι είναι απλά «ανταγωνιστές» σε ένα εξοντωτικό παιχνίδι, κι εκείνος δεν έχει κανένα λόγο να μοιράζεται αυτά που έχει με τους «ανταγωνιστές» του.
Φόβος. Η προσφορά στον Άλλο είναι πάντα μια ριψοκίνδυνη ιστορία. Είναι ένα άνοιγμα που τον κάνει ευάλωτο. Κυρίως , γιατί κάπου στο βάθος καραδοκεί η κρυφή σκέψη της ζυγαριάς και η αγωνία, μην τυχόν, η προσφορά δεν επιστραφεί τουλάχιστον στο ίσο, κι εκείνος νιώσει ριγμένος και ταπεινωμένος.
Η αλήθεια είναι πως ο Σκρούτζ του Έρωτα γεννιέται, εκπαιδεύεται, μεγαλώνει και πεθαίνει ανέραστος κάπου πολύ δίπλα μας. Ίσως και μέσα σε όλους μας. Ένα ολόκληρο Σύστημα με τα οικογενειακά του στερεότυπα, τα σχολειά του, τα πανεπιστήμια, τις παρέες, τις Πολιτικές και τα μοντέλα της Εργασίας, μας εκπαιδεύει στην αυτόματη υιοθέτηση αυτής της Ρανταρο-ζυγαριάς. Η κυρίαρχη νοοτροπία του Μηδενικού Αθροίσματος ενσωματώνεται στον ανθρώπινο ψυχισμό με ανεπίγνωστο τρόπο. Σε κάθε κατάσταση, σε κάθε «παιχνίδι», τα κέρδη πρέπει να είναι ίσα με τις ζημιές. Όταν κάποιος κερδίζει, κάποιος άλλος χάνει, και μάλιστα ακριβώς αυτό που κερδίζει ο Άλλος. Κι έτσι, αν μοιράζομαι αυτά που έχω με τους άλλους, αυτό απλά σημαίνει πως θα μείνουν λιγότερα για τον εαυτό μου.
Αρκεί να κοιτάξει κανείς γύρω του για να πιστοποιήσει εμπειρικά, βεβαιωμένο με τις αποδείξεις της καρδιάς του, καμιά φορά, την κοινότατη διάδοση και την απεριόριστη ισχύ του φαινομένου. Η οικογένεια, οι φίλοι, οι συμμαθητές, οι συνάδελφοι, οι γνωστοί μας «παράγουν», μας «συσκευάζουν» και μας «διανέμουν» στην αγορά με τρόπο ώστε να μοιραζόμαστε «δίκαια», όχι μόνο τα «φράγκα» και την υλική χυδαιότητα, αλλά και τον πλούτο των συναισθημάτων. Και όπως λέει ένα όμορφο σύνθημα γραμμένο σε κάποιο τοίχο, «εντάξει, τα λεφτά το καταλαβαίνω. Την αγάπη, όμως, πώς την πήραν;»
Εντούτοις, όσο κι αν μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται, πλέον, για ένα κοινωνικό φαινόμενο με διαστάσεις, σχεδόν, επιδημίας, η συναισθηματική τσιγκουνιά βρίσκει συχνά πυκνά τους κατ’ εξοχήν εκπροσώπους της. Λες και, μ’ έναν τρόπο, το κοινωνικό πρόβλημα συμπυκνώνεται στον ψυχισμό κάποιων ανθρώπων. Μια έκδηλη νευρικότητα στη συναισθηματική ανταλλαγή, μια «καρμιριά» στις φιλοφρονήσεις, ένα «σφιχτό χέρι» στην προσφορά της ενθάρρυνσης, είναι από τα πρώτα δείγματα. Μια συναισθηματική δίνη που απορροφά όλη την ενέργεια των Άλλων όσων είναι κοντά τους, ένα στέγνωμα του Είναι, μια κυριολεκτική αποστράγγιση του Άλλου, είναι η κορύφωση της ελλειμματικής λειτουργίας τους.
Το τραγικό είναι, πως όσο και αν αποστραγγίξουν τον Άλλο, δεν θα ξεδιψάσουν ποτέ. Παγιδευμένοι σε μια αίσθηση ευαλωτότητας, «ζουν» διαρκώς με το Φόβο μας μεγάλης καταστροφής που θα τους πλήξει αργά ή γρήγορα. Γύρω τους, ήδη από την πολύ πρώιμη παιδική τους ηλικία, αναδύεται ένας κόσμος ανασφαλής και επικίνδυνος. Και παρ’ όλο που οι φόβοι τους αυτοί είναι υπερβολικοί και εξωπραγματικοί, εκείνοι υποχωρούν και τους αφήνουν να ελέγχουν τη ζωή τους. Ολόκληρο το Είναι τους, καθορίζεται από μια αδήριτη ανάγκη ασφάλειας και ελέγχου, έτσι που οι αγαπημένες τους λέξεις καταντούν να είναι οι λέξεις «Και Αν…».
Στο σχετικό διήγημα του Κάρολου Ντίκενς, A Christmas Carol, ο ήρωας Εμπενίζερ Σκρουτζ, δέχεται την παραμονή κάποιων Χριστουγέννων, έναν απρόσκλητο επισκέπτη. Το φάντασμα του νεκρού συνεργάτη του, Τζέϊκομπ Μάρλεϊ, επίσης τσιγκούνη και μίζερου, όπως ο Σκρουτζ, που τον προειδοποιεί για τις οδυνηρές συνέπειες της παγίδευσης του. Στην πραγματική ζωή, αυτό είναι κάπως τρελό να το περιμένει κανείς. Κανένα φάντασμα, κανένα πνεύμα των Χριστουγέννων, δεν θα εμφανιστεί και…μεταξύ μας, ακόμη και η ύπαρξη του Αι Βασίλη, μάλλον, αμφισβητείται.
Μόνη ελπίδα, η βαθιά συνειδητοποίηση, η επώδυνη επίγνωση, έστω μιας στιγμής, πως μ’ όλα τα στραγγίσματα των Άλλων, το δικό μου Είναι ακόμη διψά. Κι όσο και αν ακούγεται κάπως παράδοξο, για να ξεδιψάσω, δεν είμαι εγώ που πρέπει να πιώ νερό, αλλά ο Άλλος. Να πιει νερό απ’ τα δικά μου χέρια κι ας πάει και το μισό χαμένο μέσα απ’ τα δάχτυλα μου. Σ’ αυτό το χάσιμο, είναι που βγαίνουν όλοι κερδισμένοι και…ώριμοι ενήλικες…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου