Τη γυναικεία γοητεία η κλασική περίοδος της ακμής την απαγόρευσε ρητά. Το θέατρο την έσπρωξε στο περιθώριο. Συχνά πυκνά αναφερότανε σ” αυτήν. Πάντοτε όμως για να εκφράσει μια αγωνία, τον τρόμο μάλλον της οικο-νομίας προς τις αρχέγονες δυνάμεις της γυναίκας. Τώρα, ο άντρας πολίτης ένεμε, τακτοποιούσε, νομοθετούσε περιφρουρώντας τα χωράφια του.
Όμοια και το δράμα το αθηναϊκό. Όριζε τις περιοχές του ασφαλούς ελέγχου, τις ζώνες της επίβλεψης. Κι έσπρωχνε προς περίγυρο δυσάνεκτα θολό, σε περιφέρεια ταραγμένα ομιχλώδη, ό,τι περίσσευε απ” τις μοιρασιές του. Ζήτημα χώρου ήτανε σε πόλιν ηγεμονική, σε πόλιν που δεν συν-χωρούσε. Το θέατρο έστηνε την τοπογραφία του επινοώντας τον εξωτισμό, το Άλλο της απόστασης. Το ιδεολόγημα για τη νομιμότητα της άμυνας απέναντι στους Μήδους βόλευε σ” αυτό. Το θέατρο χάλκευε σιγά σιγά τη “βάρβαρη”.
Μια αρχή είχε γίνει με τον γυναικείο Χορό των Χοηφόρων του Αισχύλου. Εκείνων που ο Αγαμέμνονας είχε σύρει σκλάβες απ” την Τροία και που τελέσανε γύρω απ” τον τάφο του τον απαγορευμένο γόον. Τα χρόνια που έρχονταν θα πρόσθεταν στο κάδρο κι άλλες πινελιές. Τους άγριους τόνους της γυναικείας φαρμακείας.
Στις Τραχίνιες του Σοφοκλή κεντρικό πρόσωπο είναι η Δηιάνειρα, κόρη του Οινέα της Αιτωλικής Πλευρώνας, από μια δυτική γωνιά του κόσμου του ελληνικού. Τις γητειές της μάνας της Αλθαίας, στη σχέση τους με το Κυνήγι του Καλυδώνειου Κάπρου, φαίνεται πως τις είχαν τόσο τραγουδήσει τα έπη τα προομηρικά, ώστε η Ιλιάδα (Ι 566-72) εγκιβώτισε, χωρίς ίχνος απαξίωσης, τις κατάρες της προς τον ήρωα Μελέαγρο –τη στιγμή που η Αλθαία γονατιστή, επικαλούμενη γοερά τη γη, με τις παλάμες της να την χτυπούν, πόλλ᾽ ἀχέουσ᾽ ἠρᾶτο για να χαθεί ο γιος που της είχε σκοτώσει τον αδελφό. Στο έπος, η μαγεία της Αλθαίας ήταν του αίματος του μητρογραμμικού, μαγεία ενεργητική, μαγεία της Ερινύος. Ο Σοφοκλής δεν επιφύλαξε στην κόρη της όμοιες συνθήκες.
Η Δηιάνειρα, με τον πόθο των αντρικών ανταγωνισμών μπλεγμένο στο όνομά της, σκιαγραφήθηκε στοιχείο παθητικό. Τι κι αν είχαν άλλοτε παλέψει για τα κάλλη της πλάσματα μυθικά! Ο Αχελώος, θεός ποταμίσιος φοβερός, ταύρου απείκασμα ή δράκοντα ακόμη! Ή ο Νέσσος, ο ακόλαστος κι αχόρταγος αρχαίος Κένταυρος! Η Δηιάνειρα τώρα είναι γυναίκα του Ηρακλή, που όλους τους νίκησε για να την πάρει και να την μεταφέρει στην Τραχίνα, τόπο απομονωμένο και οριακό, μυχό της χώρας της θεσσαλικής, στις βόρειες εσχατιές του πολιτισμού. Εκεί την άφησε να περιμένει όσον καιρό θα διαρκούσαν οι εκστρατείες του. Από αυτές, τώρα, επέστρεφε θριαμβευτής, φέρνοντας όμως μαζί του γυναίκα άλλη. Η Δηιάνειρα έγινε η απατημένη σύζυγος. Και στη θεατρική της αναπαράσταση η Τραχίνα πρόσφερε το κατάλληλα ιδεολογικοποιημένο σκηνικό, για να στηθεί μαγεία τερατώδης κι απεχθής, του τύπου “των βαρβάρων”. Γιατί η Θεσσαλία, στιγματισμένη στη συνείδηση την αθηναϊκή με την κατηγορία του μηδισμού, είχε ήδη κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα λειτουργήσει στο φαντασιακό της πόλεως ως η κατεξοχήν γη της φαρμακείας. “Γυναίκα φαρμακίδα Θεσσαλή, αν πλήρωνα, – έλεγαν οι Αριστοφανικές Νεφέλες (749-52)– θα μου κατέβαζε τη νύχτα το φεγγάρι και, παραχώνοντάς το σε αγγείο στρογγυλό, σαν σε καθρέφτη, θα μ” άφηνε εκεί να το κοιτάζω.”
Με τέτοιες ικανότητες ανήκουστες θα φάνταζε στα μάτια του αθηναϊκού κοινού ο γυναικείος Χορός των Τραχινιών που συγκατανεύει στης Δηιάνειρας την ερωτική μαγεία. Κι έτσι η απατημένη σύζυγος, αμφιταλαντευόμενη αρχικά, πλημμυρισμένη μ” ενοχές που θα εφαρμόσει τέχνας κακάς, τέχνες που ούτε που τις ξέρει κι ούτε και θα “θελε να τις γνωρίζει μιας κι απεχθάνεται όσες γυναίκες τις τολμούνε (582-83), αναζητάει σε αφροδισιακά (φίλτροις, θέλκτροισιν) μια μηχανή για να νικήσει την αντίζηλο. Θυμάται ότι καιρό, μέσα σε χάλκινο δοχείο, φυλάει κρυφά ουσία που μεταστρέφει τη διάθεση (κηλητήριον φρενός, 575), το αίμα του Κενταύρου όπως το’χε μαζέψει απ” την πληγή του, όταν εκείνος έπεφτε απ” τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή. “Ίσως σου χρησιμεύσει ώστε ποτέ του να μην στέρξει άλλην” –την είχε συμβουλεύσει ο Νέσσος πριν πεθάνει. Στέλνει, λοιπόν, η Δηιάνειρα, με κήρυκα, στον Ηρακλή που πλησιάζει πέπλο κλεισμένο σε σεντούκι. Τον έχει αλείψει με το φάρμακον, προσβλέποντας να “ρθει σ” αυτήν ο σύζυγος πανίμερος (659), με πόθο να τον καίει. Ο Χορός των Τραχινιών την συμβουλεύει να δοκιμάσει έμπρακτα τα αποτελέσματα του φίλτρου. “Πρέπει να μάθεις τι θα φέρει η πράξη. Και δεν θα ξέρεις, κι αν ακόμη το πιστεύεις σίγουρα, άμα δεν δοκιμάσεις” (593-94).
Θα δοκιμάσει η Δηιάνειρα. Μόνο που θα “ναι τραγικά αργά, όταν ο κήρυκας θα έχει πια φύγει για τον Ηρακλή, παίρνοντας μαζί του το δώρο. Τότε θα ανακαλύψει η Δηιάνειρα, πειραματιζόμενη στην αυλή της με μια τούφα μαλλί από πρόβατο, ότι το φάρμακον λιώνει ό,τι αγγίζει όταν βρεθεί κάτω απ” τον ήλιο. Και θα “ναι τραγικά αργά, όταν ο Ηρακλής θα έχει πια φορέσει το καινούργιο του το δώρο, όταν η Δηιάνειρα θα ανακαλέσει με ακρίβεια στη μνήμη της τα τελευταία λόγια του Κενταύρου:
“τούτο το φάρμακο πάντα μακρυά απ” τις φλόγες, απ” τις ακτίνες
τις ζεστές πάντα άθικτο στα βάθη του σπιτιού να το φυλάω,
μέχρι μ” αυτό νωπό να βάψω κάτι.” (680-88)
Ο Ηρακλής πεθαίνει μέσα σε πόνους φοβερούς που λιώνουνε τις σάρκες του.
Η Δηιάνειρα αυτοκτονεί.
Ο Σοφοκλής τής καταλόγισε ατζαμοσύνη στο σχήμα το πρωθύστερον.
Το αθηναϊκό κοινό τής καταλόγισε την επικίνδυνη ζηλοτυπία της συζύγου, τον αποτρόπαιο έρωτα των μαύρων θεσσαλικών φεγγαριών, φθόνο της φαρμακείας που δεν έχει μέτρο.
Τι θα της καταλόγιζε μια Θεσσαλή γυναίκα, μια φαρμακίς των Τραχινιών, αν αφηνόταν να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη της;
Ότι, απ” τη θέση της συζύγου, που το θέατρο επινόησε γι” αυτήν, η Δηιάνειρα έπαιξε σκηνοθετημένα, ότι ποτέ της δεν εννόησε τη μαγεία που άσκησε, τον έρωτα δοκιμασμένης γνώσης που ξέρει τι κάνει, γι” αυτό δεν ξέρει από ενοχή.
Όμοια και το δράμα το αθηναϊκό. Όριζε τις περιοχές του ασφαλούς ελέγχου, τις ζώνες της επίβλεψης. Κι έσπρωχνε προς περίγυρο δυσάνεκτα θολό, σε περιφέρεια ταραγμένα ομιχλώδη, ό,τι περίσσευε απ” τις μοιρασιές του. Ζήτημα χώρου ήτανε σε πόλιν ηγεμονική, σε πόλιν που δεν συν-χωρούσε. Το θέατρο έστηνε την τοπογραφία του επινοώντας τον εξωτισμό, το Άλλο της απόστασης. Το ιδεολόγημα για τη νομιμότητα της άμυνας απέναντι στους Μήδους βόλευε σ” αυτό. Το θέατρο χάλκευε σιγά σιγά τη “βάρβαρη”.
Μια αρχή είχε γίνει με τον γυναικείο Χορό των Χοηφόρων του Αισχύλου. Εκείνων που ο Αγαμέμνονας είχε σύρει σκλάβες απ” την Τροία και που τελέσανε γύρω απ” τον τάφο του τον απαγορευμένο γόον. Τα χρόνια που έρχονταν θα πρόσθεταν στο κάδρο κι άλλες πινελιές. Τους άγριους τόνους της γυναικείας φαρμακείας.
Στις Τραχίνιες του Σοφοκλή κεντρικό πρόσωπο είναι η Δηιάνειρα, κόρη του Οινέα της Αιτωλικής Πλευρώνας, από μια δυτική γωνιά του κόσμου του ελληνικού. Τις γητειές της μάνας της Αλθαίας, στη σχέση τους με το Κυνήγι του Καλυδώνειου Κάπρου, φαίνεται πως τις είχαν τόσο τραγουδήσει τα έπη τα προομηρικά, ώστε η Ιλιάδα (Ι 566-72) εγκιβώτισε, χωρίς ίχνος απαξίωσης, τις κατάρες της προς τον ήρωα Μελέαγρο –τη στιγμή που η Αλθαία γονατιστή, επικαλούμενη γοερά τη γη, με τις παλάμες της να την χτυπούν, πόλλ᾽ ἀχέουσ᾽ ἠρᾶτο για να χαθεί ο γιος που της είχε σκοτώσει τον αδελφό. Στο έπος, η μαγεία της Αλθαίας ήταν του αίματος του μητρογραμμικού, μαγεία ενεργητική, μαγεία της Ερινύος. Ο Σοφοκλής δεν επιφύλαξε στην κόρη της όμοιες συνθήκες.
Η Δηιάνειρα, με τον πόθο των αντρικών ανταγωνισμών μπλεγμένο στο όνομά της, σκιαγραφήθηκε στοιχείο παθητικό. Τι κι αν είχαν άλλοτε παλέψει για τα κάλλη της πλάσματα μυθικά! Ο Αχελώος, θεός ποταμίσιος φοβερός, ταύρου απείκασμα ή δράκοντα ακόμη! Ή ο Νέσσος, ο ακόλαστος κι αχόρταγος αρχαίος Κένταυρος! Η Δηιάνειρα τώρα είναι γυναίκα του Ηρακλή, που όλους τους νίκησε για να την πάρει και να την μεταφέρει στην Τραχίνα, τόπο απομονωμένο και οριακό, μυχό της χώρας της θεσσαλικής, στις βόρειες εσχατιές του πολιτισμού. Εκεί την άφησε να περιμένει όσον καιρό θα διαρκούσαν οι εκστρατείες του. Από αυτές, τώρα, επέστρεφε θριαμβευτής, φέρνοντας όμως μαζί του γυναίκα άλλη. Η Δηιάνειρα έγινε η απατημένη σύζυγος. Και στη θεατρική της αναπαράσταση η Τραχίνα πρόσφερε το κατάλληλα ιδεολογικοποιημένο σκηνικό, για να στηθεί μαγεία τερατώδης κι απεχθής, του τύπου “των βαρβάρων”. Γιατί η Θεσσαλία, στιγματισμένη στη συνείδηση την αθηναϊκή με την κατηγορία του μηδισμού, είχε ήδη κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα λειτουργήσει στο φαντασιακό της πόλεως ως η κατεξοχήν γη της φαρμακείας. “Γυναίκα φαρμακίδα Θεσσαλή, αν πλήρωνα, – έλεγαν οι Αριστοφανικές Νεφέλες (749-52)– θα μου κατέβαζε τη νύχτα το φεγγάρι και, παραχώνοντάς το σε αγγείο στρογγυλό, σαν σε καθρέφτη, θα μ” άφηνε εκεί να το κοιτάζω.”
Με τέτοιες ικανότητες ανήκουστες θα φάνταζε στα μάτια του αθηναϊκού κοινού ο γυναικείος Χορός των Τραχινιών που συγκατανεύει στης Δηιάνειρας την ερωτική μαγεία. Κι έτσι η απατημένη σύζυγος, αμφιταλαντευόμενη αρχικά, πλημμυρισμένη μ” ενοχές που θα εφαρμόσει τέχνας κακάς, τέχνες που ούτε που τις ξέρει κι ούτε και θα “θελε να τις γνωρίζει μιας κι απεχθάνεται όσες γυναίκες τις τολμούνε (582-83), αναζητάει σε αφροδισιακά (φίλτροις, θέλκτροισιν) μια μηχανή για να νικήσει την αντίζηλο. Θυμάται ότι καιρό, μέσα σε χάλκινο δοχείο, φυλάει κρυφά ουσία που μεταστρέφει τη διάθεση (κηλητήριον φρενός, 575), το αίμα του Κενταύρου όπως το’χε μαζέψει απ” την πληγή του, όταν εκείνος έπεφτε απ” τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή. “Ίσως σου χρησιμεύσει ώστε ποτέ του να μην στέρξει άλλην” –την είχε συμβουλεύσει ο Νέσσος πριν πεθάνει. Στέλνει, λοιπόν, η Δηιάνειρα, με κήρυκα, στον Ηρακλή που πλησιάζει πέπλο κλεισμένο σε σεντούκι. Τον έχει αλείψει με το φάρμακον, προσβλέποντας να “ρθει σ” αυτήν ο σύζυγος πανίμερος (659), με πόθο να τον καίει. Ο Χορός των Τραχινιών την συμβουλεύει να δοκιμάσει έμπρακτα τα αποτελέσματα του φίλτρου. “Πρέπει να μάθεις τι θα φέρει η πράξη. Και δεν θα ξέρεις, κι αν ακόμη το πιστεύεις σίγουρα, άμα δεν δοκιμάσεις” (593-94).
Θα δοκιμάσει η Δηιάνειρα. Μόνο που θα “ναι τραγικά αργά, όταν ο κήρυκας θα έχει πια φύγει για τον Ηρακλή, παίρνοντας μαζί του το δώρο. Τότε θα ανακαλύψει η Δηιάνειρα, πειραματιζόμενη στην αυλή της με μια τούφα μαλλί από πρόβατο, ότι το φάρμακον λιώνει ό,τι αγγίζει όταν βρεθεί κάτω απ” τον ήλιο. Και θα “ναι τραγικά αργά, όταν ο Ηρακλής θα έχει πια φορέσει το καινούργιο του το δώρο, όταν η Δηιάνειρα θα ανακαλέσει με ακρίβεια στη μνήμη της τα τελευταία λόγια του Κενταύρου:
“τούτο το φάρμακο πάντα μακρυά απ” τις φλόγες, απ” τις ακτίνες
τις ζεστές πάντα άθικτο στα βάθη του σπιτιού να το φυλάω,
μέχρι μ” αυτό νωπό να βάψω κάτι.” (680-88)
Ο Ηρακλής πεθαίνει μέσα σε πόνους φοβερούς που λιώνουνε τις σάρκες του.
Η Δηιάνειρα αυτοκτονεί.
Ο Σοφοκλής τής καταλόγισε ατζαμοσύνη στο σχήμα το πρωθύστερον.
Το αθηναϊκό κοινό τής καταλόγισε την επικίνδυνη ζηλοτυπία της συζύγου, τον αποτρόπαιο έρωτα των μαύρων θεσσαλικών φεγγαριών, φθόνο της φαρμακείας που δεν έχει μέτρο.
Τι θα της καταλόγιζε μια Θεσσαλή γυναίκα, μια φαρμακίς των Τραχινιών, αν αφηνόταν να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη της;
Ότι, απ” τη θέση της συζύγου, που το θέατρο επινόησε γι” αυτήν, η Δηιάνειρα έπαιξε σκηνοθετημένα, ότι ποτέ της δεν εννόησε τη μαγεία που άσκησε, τον έρωτα δοκιμασμένης γνώσης που ξέρει τι κάνει, γι” αυτό δεν ξέρει από ενοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου