Η πρώτη επέμβαση των Αθηναίων στο νησί έγινε την περίοδο 427-424. Οι παρατηρήσεις του Θουκυδίδη σχετικά με αυτή την πρώτη εκστρατεία αποδεικνύουν για ακόμα μια φορά το βάθος της σκέψης του: οι Αθηναίοι έστειλαν πλοία για να εμποδίσουν το σικελικό σιτάρι να φτάσει στην Πελοπόννησο και ταυτόχρονα για να κάνουν μια πρώτη δοκιμή, ένα τεστ (πρό πειρα) προκειμένου να δουν αν θα ήταν δυνατό να καταλάβουν τη Σικελία (Ιστορία, Γ΄, 86.4). Δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε εδώ το ότι ο Θουκυδίδης γνωρίζει καλά το στοιχείο που Freud θα το αποκαλέσει υπερκαθορισμό των ανθρώπινων πράξεων. Στη φυσική μια αιτία προκαλεί ένα αποτέλεσμα, και δεν χρειάζεται να ψάξουμε περισσότερο. Ο υπερκαθορισμός των ανθρώπινων πράξεων σημαίνει ότι κάποιο πράγμα συμβαίνει για περισσότερους από ένα λόγους, όχι αναγκαστικά ορθολογικούς, όπως στο όνειρο ένα στοιχείο αντιπροσωπεύει πολλά πράγματα ταυτοχρόνως. Η επιθυμία τους να εκστρατεύσουν στη Σικελία περιλαμβάνει εντελώς ορθολογικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να αναχθούν σε ζητήματα στρατηγικής και είναι δικαιολογημένα – πολεμάμε τους Σπαρτιάτες, πρέπει λοιπόν να τους εμποδίσουμε να τροφοδοτηθούν με σιτάρι από τη Σικελία· σκέφτονται όμως ότι ίσως θα μπορούσαν επίσης να κατακτήσουν το νησί. Και εδώ, μπορεί μεν να μην βυθίζονται στον άκρατο ανορθολογισμό, αλλά ενταφιάζουν εν πάση περιπτώσει τη στρατηγική του Περικλή, κατά τον οποίο οι Αθηναίοι δεν έπρεπε να προσπαθήσουν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη διάρκεια του πολέμου.
Αυτοί, εντούτοις αποφασίζουν το 416 να πραγματοποιήσουν την εκστρατεία, η οποία κατέληξε στη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή του στόλου και του στρατού τους. Μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι μόνο μια αλληλουχία απρόβλεπτων στοιχείων ανέτρεψε την όλη υπόθεση· μπορεί επίσης να σκεφτεί, όπως ο πολύ συνετός Νικίας, ότι η επιχείρηση ήταν πολύ παρακινδυνευμένη. Τα επιχειρήματά του δεν ήταν αβάσιμα: ακόμα και αν υποθέταμε ότι η εκστρατεία θα ήταν νικηφόρα, πως θα μπορούσαν να κρατηθούν σε ένα νησί τόσο εκτεταμένο και τόσο μακρινό, ποιο θα ήταν το προσδοκώμενο όφελος; (ΣΤ΄, 11.1) όμως δεν τον ακούν, και εκείνος δεν τολμά να αντικρούσει κατά μέτωπο τη γνώμη της πλειονότητας. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε σε μια καμπή. Κατά τον Finley, η αποτυχία της εκστρατείας δεν ήταν αναπόφευκτη. Πράγματι, υπεισέρχονται και εδώ τα τυχαία γεγονότα και το παρά λογον του πολέμου.
Όταν ο αθηναϊκός στόλος φτάνει στη Σικελία, βρίσκεται τουλάχιστον ένας στρατηγός, ο Λάμαχος, ο οποίος υποστηρίζει ότι πρέπει να εφορμήσουν εναντίον των Συρακουσών και να επωφεληθούν από τον αιφνιδιασμό· καθώς όμως είναι ο μόνος που έχει αυτή την άποψη (ΣΤ΄, 49), αυτή η στρατηγική, η οποία ήταν πιθανώς σωστή, δεν εφαρμόστηκε. Ας υποθέσουμε όμως ότι εφαρμόζονταν. Και μετά; Η κατάκτηση, κατά τη γνώμη μου, δεν είχε καθόλου προοπτική, και αυτό από καθαρά στρατηγική άποψη και ανεξάρτητα από κάθε άλλη πολιτική ή ηθική θεώρηση. Εδώ ακριβώς ψηλαφούμε το κύριο τραγικό στοιχείο της υπόθεσης, την ύβριν των Αθηναίων. Πέφτουν στην παγίδα αυτού που στο σημερινό αγγλοσαξονικό στρατιωτικό ιδίωμα αποκαλείται overextension. Υπάρχουν όρια, και στην υπόθεση της Σικελίας δεν χωρά αμφιβολία ότι ξεπεράστηκαν.
Ας επανέλθουμε στον πρώτο λόγο του Νικία στην αρχή του βιβλίου ΣΤ΄ (9-14). Η Εγέστα, μια σικελική πόλη, ζητά τη βοήθεια των Αθηναίων εναντίον του γειτονικού της Σελινούντα. Η υπόθεση προκαλεί παθιασμένο ενδιαφέρον στην Αθήνα, όπου βασιλεύει κλίμα ευφορίας. Ό,τι κάνουν στέφεται από επιτυχία· νίκησαν στον Δεκαετή πόλεμο, το πρώτο μέρος του πολέμου το οποίο λαμβάνει τέλος το 421· η πόλη ακμάζει και οι πολίτες πιστεύουν ότι τα πάντα είναι δυνατά. Η συνέλευση ψήφισε ήδη την αποστολή εξήντα πλοίων υπό την αρχηγία του Αλκιβιάδη, του Νικία και του Λαμάχου. Στη συνέχεια, θα γίνει δεύτερη συνάθροιση. Ο πρώτος λόγος του Νικία δεν είναι ασφαλώς ισάξιος του Επιτάφιου, αλλά είναι καλά δομημένος: πρόκειται για υπενθύμιση των θεμελιωδών στοιχείων της στρατηγικής του Περικλή. Αν αποτύχουμε ή συναντήσουμε δυσκολίες στη Σικελία, οι εχθροί μας θα ξαναρχίσουν τις εχθροπραξίες. Θα έπρεπε μάλλον να ασχοληθούμε με τους Χαλκιδείς ή άλλους οι οποίοι αποστάτησαν· μια νίκη μας δεν θα εξασφαλίσει την εξουσία μας σε μακρινούς και πολυπληθείς λαούς. Ακολουθεί μια παρατήρηση, όπου γίνεται λόγος για ψυχολογία: «Για εμάς, αντιθέτως, απέναντι στους εκεί Έλληνες, το καλύτερο για να τους εντυπωσιάσουμε θα ήταν να μην εμφανιστούμε επιτόπου ή, το πολύ, να επιδείξουμε τις δυνάμεις μας και να επιστρέψουμε αμέσως (κανένας δεν αγνοεί ότι τίποτε δεν εντυπωσιάζει τόσο όσο αυτό που είναι μακριά και του οποίου η φήμη δεν έχει δοκιμαστεί πολύ)· αν όμως μας συμβεί η παραμικρή αποτυχία, αμέσως θα μας αψηφήσουν και θα μας ορμήσουν μαζί με τους εδώ Έλληνες – αυτή ακριβώς είναι η δική σας περίπτωση σήμερα, Αθηναίοι, απέναντι στους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους: έχοντας υπερισχύσει πέραν πάσης προσδοκίας απέναντί τους και παρά τους αρχικούς σας φόβους, ιδού που φτάσατε να τους περιφρονείται, ώστε να στρέφετε τις βλέψεις σας στη Σικελία» (ΣΤ΄, 11.4-5).
Και μια ιδιαίτερα επίκαιρη άποψη: για τη φήμη σας, η απουσία είναι ότι καλύτερο· προσπαθήστε να μην εμφανιστείτε, να αποχωρήσετε κ.λπ., κυρίως δεν είναι αναγκαίο να κάνετε εντυπωσιακές πράξεις. Εντούτοις, υπερισχύει ο λόγος του Αλκιβιάδη. Εξάλλου, οι Αθηναίοι ήταν ήδη πεπεισμένοι· ο καθένας είχε τους λόγους του και όλοι ήταν εξίσου ενθουσιώδεις. Η ειρωνεία και αυτήν ακόμα την ιστορία, είναι ότι ο Νικίας προσπαθεί με τον δεύτερο λόγο να κάνει τους Αθηναίους να υποχωρήσουν, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι θα χρειαστούν ακόμα πιο σημαντικά μέσα για να επιτύχει αυτή η επιχείρηση. Οι Αθηναίοι τα παραχωρούν – και το τίμημα θα είναι βαρύτερο (ΣΤ΄, 16-26).
Αυτοί, εντούτοις αποφασίζουν το 416 να πραγματοποιήσουν την εκστρατεία, η οποία κατέληξε στη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή του στόλου και του στρατού τους. Μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι μόνο μια αλληλουχία απρόβλεπτων στοιχείων ανέτρεψε την όλη υπόθεση· μπορεί επίσης να σκεφτεί, όπως ο πολύ συνετός Νικίας, ότι η επιχείρηση ήταν πολύ παρακινδυνευμένη. Τα επιχειρήματά του δεν ήταν αβάσιμα: ακόμα και αν υποθέταμε ότι η εκστρατεία θα ήταν νικηφόρα, πως θα μπορούσαν να κρατηθούν σε ένα νησί τόσο εκτεταμένο και τόσο μακρινό, ποιο θα ήταν το προσδοκώμενο όφελος; (ΣΤ΄, 11.1) όμως δεν τον ακούν, και εκείνος δεν τολμά να αντικρούσει κατά μέτωπο τη γνώμη της πλειονότητας. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε σε μια καμπή. Κατά τον Finley, η αποτυχία της εκστρατείας δεν ήταν αναπόφευκτη. Πράγματι, υπεισέρχονται και εδώ τα τυχαία γεγονότα και το παρά λογον του πολέμου.
Όταν ο αθηναϊκός στόλος φτάνει στη Σικελία, βρίσκεται τουλάχιστον ένας στρατηγός, ο Λάμαχος, ο οποίος υποστηρίζει ότι πρέπει να εφορμήσουν εναντίον των Συρακουσών και να επωφεληθούν από τον αιφνιδιασμό· καθώς όμως είναι ο μόνος που έχει αυτή την άποψη (ΣΤ΄, 49), αυτή η στρατηγική, η οποία ήταν πιθανώς σωστή, δεν εφαρμόστηκε. Ας υποθέσουμε όμως ότι εφαρμόζονταν. Και μετά; Η κατάκτηση, κατά τη γνώμη μου, δεν είχε καθόλου προοπτική, και αυτό από καθαρά στρατηγική άποψη και ανεξάρτητα από κάθε άλλη πολιτική ή ηθική θεώρηση. Εδώ ακριβώς ψηλαφούμε το κύριο τραγικό στοιχείο της υπόθεσης, την ύβριν των Αθηναίων. Πέφτουν στην παγίδα αυτού που στο σημερινό αγγλοσαξονικό στρατιωτικό ιδίωμα αποκαλείται overextension. Υπάρχουν όρια, και στην υπόθεση της Σικελίας δεν χωρά αμφιβολία ότι ξεπεράστηκαν.
Ας επανέλθουμε στον πρώτο λόγο του Νικία στην αρχή του βιβλίου ΣΤ΄ (9-14). Η Εγέστα, μια σικελική πόλη, ζητά τη βοήθεια των Αθηναίων εναντίον του γειτονικού της Σελινούντα. Η υπόθεση προκαλεί παθιασμένο ενδιαφέρον στην Αθήνα, όπου βασιλεύει κλίμα ευφορίας. Ό,τι κάνουν στέφεται από επιτυχία· νίκησαν στον Δεκαετή πόλεμο, το πρώτο μέρος του πολέμου το οποίο λαμβάνει τέλος το 421· η πόλη ακμάζει και οι πολίτες πιστεύουν ότι τα πάντα είναι δυνατά. Η συνέλευση ψήφισε ήδη την αποστολή εξήντα πλοίων υπό την αρχηγία του Αλκιβιάδη, του Νικία και του Λαμάχου. Στη συνέχεια, θα γίνει δεύτερη συνάθροιση. Ο πρώτος λόγος του Νικία δεν είναι ασφαλώς ισάξιος του Επιτάφιου, αλλά είναι καλά δομημένος: πρόκειται για υπενθύμιση των θεμελιωδών στοιχείων της στρατηγικής του Περικλή. Αν αποτύχουμε ή συναντήσουμε δυσκολίες στη Σικελία, οι εχθροί μας θα ξαναρχίσουν τις εχθροπραξίες. Θα έπρεπε μάλλον να ασχοληθούμε με τους Χαλκιδείς ή άλλους οι οποίοι αποστάτησαν· μια νίκη μας δεν θα εξασφαλίσει την εξουσία μας σε μακρινούς και πολυπληθείς λαούς. Ακολουθεί μια παρατήρηση, όπου γίνεται λόγος για ψυχολογία: «Για εμάς, αντιθέτως, απέναντι στους εκεί Έλληνες, το καλύτερο για να τους εντυπωσιάσουμε θα ήταν να μην εμφανιστούμε επιτόπου ή, το πολύ, να επιδείξουμε τις δυνάμεις μας και να επιστρέψουμε αμέσως (κανένας δεν αγνοεί ότι τίποτε δεν εντυπωσιάζει τόσο όσο αυτό που είναι μακριά και του οποίου η φήμη δεν έχει δοκιμαστεί πολύ)· αν όμως μας συμβεί η παραμικρή αποτυχία, αμέσως θα μας αψηφήσουν και θα μας ορμήσουν μαζί με τους εδώ Έλληνες – αυτή ακριβώς είναι η δική σας περίπτωση σήμερα, Αθηναίοι, απέναντι στους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους: έχοντας υπερισχύσει πέραν πάσης προσδοκίας απέναντί τους και παρά τους αρχικούς σας φόβους, ιδού που φτάσατε να τους περιφρονείται, ώστε να στρέφετε τις βλέψεις σας στη Σικελία» (ΣΤ΄, 11.4-5).
Και μια ιδιαίτερα επίκαιρη άποψη: για τη φήμη σας, η απουσία είναι ότι καλύτερο· προσπαθήστε να μην εμφανιστείτε, να αποχωρήσετε κ.λπ., κυρίως δεν είναι αναγκαίο να κάνετε εντυπωσιακές πράξεις. Εντούτοις, υπερισχύει ο λόγος του Αλκιβιάδη. Εξάλλου, οι Αθηναίοι ήταν ήδη πεπεισμένοι· ο καθένας είχε τους λόγους του και όλοι ήταν εξίσου ενθουσιώδεις. Η ειρωνεία και αυτήν ακόμα την ιστορία, είναι ότι ο Νικίας προσπαθεί με τον δεύτερο λόγο να κάνει τους Αθηναίους να υποχωρήσουν, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι θα χρειαστούν ακόμα πιο σημαντικά μέσα για να επιτύχει αυτή η επιχείρηση. Οι Αθηναίοι τα παραχωρούν – και το τίμημα θα είναι βαρύτερο (ΣΤ΄, 16-26).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου