Περίληψη των γεγονότων (479-431)
ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΙΔΡΥΣΑΝ μια ναυτική αυτοκρατορία το 478, αντικαθιστώντας έτσι τους Σπαρτιάτες ως επικεφαλής των Ελλήνων. Η δύναμή τους μεγάλωσε τις δεκαετίες του 470 και του 460, όταν πέρασαν στην αντεπίθεση εναντίον των Περσών που πρόσφατα είχαν αποχωρήσει από την Ελλάδα. Το ύψιστο σημείο αυτής της αντεπίθεσης ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 460, όταν ο Αθηναίος ναύαρχος Κίμων νίκησε στη ναυμαχία του Ευρυμέδοντα ποταμού, στις ακτές της Παμφυλίας της νότιας Μικράς Ασίας. Η καταστολή μιας εξέγερσης κατά των Αθηνών στο βορειο-αιγαιοπελαγίτικο νησί της Θάσου στα μέσα του 460, ήταν άλλος ένας σταθμός: οδήγησε στην επιδείνωση των σχέσεων με τη Σπάρτη και την Πελοποννησιακή συμμαχία. Έτσι από το 460 περίπου έως το 446 έχουμε πόλεμο μεταξύ Αθηνών και Πελοποννησιακής συμμαχίας, γνωστό πλέον ως Πρώτο Πελοποννησιακό πόλεμο. Στις πρώτες φάσεις του πολέμου, μολονότι οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Αττική τον τελευταίο του χρόνο, η Κόρινθος και όχι η Σπάρτη ήταν πιο φανερά στο μέτωπο των συγκρούσεων. Η ασυνήθιστη έχθρα της Κορίνθου προς την Αθήνα ήταν το αποτέλεσμα της προσάρτησης των Μεγάρων, της μικρής πόλης που τη χώριζε γεωγραφικά από την Κόρινθο, από την Αθήνα, αλλά που το μίσος γι’ αυτά ένωνε ώς τότε πολιτικά την Αθήνα και την Κόρινθο. Στη δεκαετία του 450 η Αθήνα, παρά τον πόλεμο που διεξήγε στην Ελλάδα, πολέμησε στο πλευρό των επαναστατών της Αιγύπτου εναντίον των Περσών (μια εξέγερση που απέτυχε ολοσχερώς και στοίχισε πολλές αθηναϊκές ζωές) και ανέπτυξε τις διπλωματικές της σχέσεις με τις κοινότητες της Σικελίας. Επισήμως, οι εχθροπραξίες με την Περσία έληξαν το 449 με την ειρήνη του Καλλίου. Η συνθήκη ειρήνης του Πρώτου Πελοποννησιακού πολέμου το 446 αναγνώρισε την αθηναϊκή ναυτική ηγεμονία, αποτελώντας έτσι νίκη για την Αθήνα, μολονότι αυτή έπρεπε να εγκαταλείψει τις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας που είχε αποκτήσει πολεμώντας, με πρώτη τη Βοιωτία. Η Αθήνα ήταν πλέον ελεύθερη να επεκταθεί προς βορράν, όπου το 437 πραγματοποίησε ένα παλαιό όνειρο ιδρύοντας μια αποικία στην πλούσια σε ξυλεία περιοχή της Αμφίπολης, προς ανατολάς, όπου επέβαλε σταθερότερα την επικυριαρχία της επί της Σάμου (η οποία είχε εξεγερθεί ανεπιτυχώς το 440/39), και προς δυσμάς, όπου συνήψε σειρά συμμαχιών, αποβλέποντας ίσως σε διαρκή προμήθεια ξυλείας που χρειαζόταν για το στόλο της. Αυτή η δυτική και βόρεια εξάπλωση, σε συνδυασμό με την ανανεωμένη επιθετικότητα εναντίον των Μεγάρων, αναζωπύρωσε τις υποψίες της Κορίνθου στη δεκαετία του 430, γιατί η Κόρινθος είχε παραδοσιακούς δεσμούς με τις αποικίες της στη βόρεια Ελλάδα και τη Σικελία. Αποτέλεσμα ήταν ο Δεύτερος ή Μέγας Πελοποννησιακός πόλεμος του 431-404 τον οποίο έχασε η Αθήνα.
Ο ιστορικός αυτού του πολέμου, ο Θουκυδίδης ο Αθηναίος, βάζει τον μεγάλο πολιτικό Περικλή να λέει ότι θα θυμούνται την Αθήνα ως την πόλη που κυβέρνησε περισσότερους Έλληνες από οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη [Ἑλλήνων τε ὅτι Ἕλληνες πλείστων δη ἤρξαμεν, Β 64.3].1 Ο Θουκυδίδης (ή ο Περικλής) έσφαλε: μόνον οι ειδικοί που ασχολούνται με την αρχαία ιστορία γνωρίζουν τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, αλλά όλοι έχουν α- κούσει για τον Παρθενώνα και για την αρχαία ελληνική τραγωδία. Θα ’πρεπε μάλλον να μιλάμε για αθηναϊκή τραγωδία, αφού ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης ήταν όλοι Αθηναίοι. Πιο συγκεκριμένα, η χρησιμοποίηση μύθων των τραγικών ποιητών συνεχίζει να αποτελεί άμεση πηγή έμπνευσης για σύγχρονους διανοητές (όπως ο Freud), δραματουργούς (Brecht, Anouilh) και πεζογράφους (ο Θάνατος στη Βενετία του Thomas Mann αποτελεί παραλλαγή των Βακχών του Ευριπίδη). Αυτά είναι τα επιτεύγματα που δικαιολογούν την ενδελεχή σπουδή στην οποία έχει υποβληθεί ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, και ιδιαίτερα η λογοτεχνία του, από την Αναγέννηση και εξής. Αλλά δεν πρόκειται για προκατάληψη μόνο του Θουκυδίδη: ο Αισχύλος έγραψε ο ίδιος το επιτύμβιο του καυχώμενος για τις στρατιωτικές του υπηρεσίες στους Μηδικούς πολέμους, και παραλείποντας την αναφορά στην ποιητική του δημιουργία.2 Ο Σωκράτης, ο μεγάλος δάσκαλος και φιλόσοφος, παρουσιάζεται στα ιστορικά έργα της εποχής μόνο για τη στάση του σε ένα θέμα καθαρά πολιτικής αδικίας. Είναι δε πιθανόν ότι ο Οιδίποδας, ο μυθικός βασιλιάς των Θηβών, αποτελεί στα χέρια του Σοφοκλή εικόνα της αθηναϊκής αυτοκρατορίας: έξυπνος, πολυπράγμων και καταδικασμένος εξαιτίας αυτών ακριβώς των στοιχείων της μεγαλοσύνης του. Τολμηρός αναχρονισμός.
Αλλά δεν πρέπει να ρίξουμε το βάρος από την άλλη μεριά, και να παραβλέψουμε τη σημασία των στρατιωτικών και πολιτικών επιτυχιών που εξασφάλισαν τον πολιτισμό του πέμπτου αιώνα. Πρώτον, ήταν οι Μηδικοί πόλεμοι που χειροτερεύοντας την πολιτική ατμόσφαιρα της Ιωνίας, γέμισαν την Αθήνα με μια πλειάδα ανδρών όπως ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος, που ξανασχεδίασε το λιμάνι του Πειραιά, και ο Αναξαγόρας, ο φιλόσοφος που ήταν φίλος του Περικλή. Αλλά πάνω απ ’ όλα, αριστοκράτες όπως ο Κίμων και ο Περικλής, με την πολιτική και στρατιωτική τους ηγεσία, εξασφάλισαν το δημόσιο χρήμα που επιχορήγησε τα κτίσματα και τα γλυπτά του Φειδία, του Ικτίνου και του Μνησικλή στην Ακρόπολη. Και διαθέτοντας τον προσωπικό τους πλούτο για δημόσιους σκοπούς, επιχορήγησαν τις γιορτές και τις δραματικές παραστάσεις που κάνουν την κλασική Αθήνα τόσο ελκυστική. (Αυτό ήταν το σύστημα των λειτουργιών, φόρος των π/ που τους έδινε κύρος όταν υπερέβαινε το υποχρεωτικό όριο.) Η γνωστή ενέργεια του Περικλή ήταν η χορηγία της μεγάλης ιστορικής τραγωδίας του Αισχύλου, των Περσών. Μας το πληροφορεί όχι ο Θουκυδίδης που εξιδανικεύει τον Περικλή, αλλά και ένας κατάλογος χαραγμένος σε πέτρα. Τέτοιοι κατάλογοι είναι το αρχικό υλικό του παρόντος κε< που είναι πολιτικό και στρατιωτικό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μαρτυρίες μπορούν να βοηθήσουν και το μελετητή της λογοτεχνίας.
Ηγεμονία: η Αθήνα, και οι άλλοι
«… τό ¨Ελληνικόν, ἐόν ὅμαιμόν τε καί ὁμόγλωσσον, καί θεῶν ἱδρύματά τε κοινά καί θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα…» Αυτά είναι, κατά τον Ηρόδοτο Θ 144.2], τα στοιχεία της ελληνικότητας. Αυτός ο ορισμός της εθνικότητας που δεν θα υστερούσε σε τίποτε από τον ορισμό ενός σύγχρονου ανθρωπολόγου, αποδεικνύει ότι στο μέσον του πέμπτου αιώνα μερικοί Έλληνες αναγνώριζαν τα όσα είχαν κοινά. Αυτό το κοινό αίσθημα είχε ενισχυθεί από την απειλή του κοινού εχθρού, της Περσίας, στους πολέμους του 499-479. Ωστόσο, οι Έλληνες της Κλασικής περιόδου ποτέ δεν κατάφεραν να μετασχηματίσουν αυτή τη συνειδητοποίηση της ενότητάς τους (τό Ἑλληνικόν) σε πολιτική ενότητα. Η ιστορία των κλασικών ελληνικών πόλεων-κρατών είναι η ιστορία της αποτυχίας τους να αποκτήσουν ενότητα: η μεν Σπάρτη δεν θα την επέβαλε, η δε Αθήνα δεν ήταν σε θέση να την επιβάλει, επ’ αόριστον με τη βία, όπως θα έκαναν αργότερα οι βασιλείς της Μακεδονίας και οι αυτοκράτορες της Ρώμης. Υπάρχει τρόπος να αποκτηθεί η ενότητα χωρίς βία, δηλαδή με τη μορφή συμμαχιών, και αυτή η μέθοδος δοκιμάστηκε τον τέταρτο αιώνα από την τρίτη μεγάλη ελληνική δύναμη, τη Θήβα, που την εποχή του Επαμεινώνδα (βλ. σσ. 211 κ.ε.) προέκτεινε τη συμμαχική πολιτική της πέρα από τα σύνορα της Βοιωτίας (αλλά όχι χωρίς καταναγκασμό που στάθηκε μοιραίος για το καλό όνομα της Θήβας). Οι κλασικές ελληνικές πόλεις έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στις ξεχωριστές παραδόσεις τους για να είναι έτοιμες να υπαχθούν σε ένα σύστημα στο οποίο η ψήφος τους θα ήταν μία μεταξύ πολλών. (Και οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες έβρισκαν τρόπους να ελέγχουν τη λήψη αποφάσεων μέσα στις συμμαχίες τους τόσο αποτελεσματικά που θα ήταν καλύτερα να μην ονομάζονται καν συμμαχίες.) Αυτή τη στάση την ονομάζουμε σήμερα «απόδοση ιδιαίτερης αξίας στην ανεξαρτησία». Η έκφραση που θα προτιμούσε ο ειλικρινής Έλληνας θα ήταν το ἔχθος ή ακόμη και το μίσος. Διότι το ἔχθος της Σπάρτης για την Αθήνα είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει πάνω απ ’ όλα την πορεία της ιστορίας του πέμπτου αιώνα. Απρόθυμη, για λόγους που θα δούμε σε λίγο, να ηγηθεί η ίδια του ελληνικού κόσμου, η Σπάρτη δεν άντεχε (ή μάλλον ορισμένοι Σπαρτιάτες ορισμένες στιγμές δεν άντεχαν) να βλέπουν την Αθήνα να κάνει αυτή τη δουλειά στη θέση της: ἡ ἐν τῇ φάτνῃ κύων3 είναι ελληνικής καταγωγής, ένας από τους μύθους του Αισώπου. Όπως τους παρουσιάζει να λένε ο Αδριανός στην αρχή της βασιλείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η παράδοση της Σπάρτης δεν είναι να οδηγείται αλλά να οδηγεί [ Ἀλεξάνδρου ἀναβάσεως A 1.2],4
Η Ελλάδα και ιδιαίτερα τα ανατολικά νησιά της που απειλούνταν ακόμη από τους Πέρσες, χρειαζόταν το 478 έναν αρχηγό. Δεν υπήρχαν πολλοί υποψήφιοι. Η Σπάρτη ήταν ο κυριότερος, γιατί στην πρόσφατη σύγκρουση είχε οδηγήσει την ελληνική συμμαχία εναντίον των Περσών, συνασπισμό προσωρινό αλλά διαφορετικό από κάθε προηγούμενο. Η Σπάρτη ήταν οπωσδήποτε απρόθυμη να επιτρέψει στην Αθήνα να ηγηθεί: η επανοικοδόμηση των αθηναϊκών τειχών – απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε ενεργό εξωτερική πολιτική – προκάλεσε τη διαμαρτυρία της Σπάρτης με τη μορφή πρεσβείας που απέτυχε αποκλειστικά χάρη στην εξυπνάδα του Θεμιστοκλή. Εν πάση περιπτώσει, η Σπάρτη σαφώς αποκαλύπτεται να έχει επεκτατικούς στόχους την περίοδο μετά το 479, αλλά στην ηπειρωτική (κεντρική) Ελλάδα, και όχι στη θάλασσα, όπου είχε ελάχιστη εμπειρία. Έτσι ο βασιλιάς της Λεωτυχίδας επενέβη στη Θεσσαλία, επαναλαμβάνοντας μια πολιτική που είχε ίσως αρχίσει από την εποχή του Κλεομένη A΄ τον ύστερο έκτο αιώνα. Αυτό το ενδιαφέρον για τη Θεσσαλία εκ μέρους της Σπάρτης και των ανταγωνιστών της, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η Θήβα του τέταρτου αιώνα και η Μακεδονία, χαρακτηρίζει ολόκληρη αυτή την περίοδο, και αξίζει να σημειώσουμε τι είχε να προσφέρει η Θεσσαλία. Η Θεσσαλία ήταν εύφορη κι έτσι μπορούσε να εκτρέφει άλογα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ ’ ό,τι οι περισσότερες ελληνικές πόλεις. Έτσι λοιπόν το ιππικό ήταν το πρώτο από τα πλεονεκτήματα της Θεσσαλίας. Το δεύτερο ήταν το πλεονέκτημα της θέσης της: καταμεσής της χερσαίας διαδρομής προς τη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές όπου οι Έλληνες αναζητούσαν σιτηρά και ναυπηγήσιμη ξυλεία. Ο έλεγχος της ανατολικής Θράκης και της περιοχής του Ελλησπόντου ασκούσε περαιτέρω οικονομική έλξη: έλεγχος του Ελλησπόντου σήμαινε έλεγχο των φορτίων του σταριού από μια άλλη κύρια πηγή, δηλαδή από τη νότια Ρωσία (μέσω της Μαύρης θάλασσας). Ήταν ζωτικό για την Αθήνα να κρατήσει ανοιχτή αυτή τη γραμμή ανεφοδιασμού και άλλο τόσο για τους εχθρούς της να την κλείσουν. Το τρίτο πλεονέκτημα της Θεσσαλίας ήταν το εξαίρετο λιμάνι των Παγασών (του σημερινού Βόλου), το καλύτερο στην κεντρική Ελλάδα. Τέλος, η Θεσσαλία ήλεγχε την πλειοψηφία της αμφικτυονίας των Δελφών, του διεθνούς σώματος που ρύθμιζε τις υποθέσεις του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, της έδρας του πιο διάσημου μαντείου στον αρχαίο κόσμο, και παραδοσιακά αναδείκνυε τον πρόεδρό της. Η αμφικτυονία των Δελφών κήρυσσε τους «Ιερούς Πολέμους» που σε ολόκληρη την ελληνική ιστορία – τουλάχιστον τέσσερις φορές ανάμεσα στο 600 και το 336 – ήταν μια τεχνική για να κινητοποιείται η ελληνική κοινή γνώμη και ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις εναντίον κάποιου πραγματικού ή φανταστικού ενόχου. Ο έλεγχος της αμφικτυονίας είχε λοιπόν τεράστια πολιτική σημασία. Το σπαρτιατικό ενδιαφέρον για την αμφικτυονία αποδεικνύεται συγκεκριμένα για τη δεκαετία του 470, όταν η Σπάρτη προσπάθησε να εκδιώξει από το σώμα αυτό τους μηδίσαντας κι έτσι να ενισχύσει τη δική της θέση. Όπως και με την απόπειρα της να εμποδίσει την ανοικοδόμηση των αθηναϊκών τειχών, απέτυχε εξαιτίας του Θεμιστοκλή.
Παρ’ όλα αυτά η Σπάρτη παραχώρησε την ηγεμονία μετά το 478 και για τα επόμενα πενήντα χρόνια περίπου (τη λεγάμενη πεντηκονταετία, 479-431) αρκέστηκε ή υποχρεώθηκε να αφήσει την αθηναϊκή δύναμη να αυξάνεται. Μόνο σε τρεις περιστάσεις κινήθηκε η Σπάρτη εναντίον της Αθήνας. Το 465 απείλησε αλλά τελικά απέτυχε να εισβάλει στην Αττική για να αντισταθμίσει την πίεση που ασκούσε η Αθήνα στο πλούσιο νησί της Θάσου. Το 446, κοντά στο τέλος του Πρώτου Πελοποννησιακού πολέμου, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Πλειστοάναξ εισέβαλε τελικά στην Αττική, αλλά μετά αποσύρθηκε. Και το 440 η Σπάρτη ψήφισε πόλεμο με την Αθήνα, η οποία είχε τιμωρήσει έναν άλλο δυνατό σύμμαχό της, τη Σάμο. Αλλά κι αυτή τη φορά δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα επειδή η Σπάρτη έδωσε τη δυνατότητα στους συμμάχους της να την καταψηφίσουν σε μια δεύτερη συνάντηση ολόκληρης της συμμαχίας. Αυτές οι τρεις περιπτώσεις έχουν ένα κοινό στοιχείο: η Σπάρτη τελικά υποχωρεί, έτσι όπως είχε υποχωρήσει μετά το 478. Αν η Σπάρτη ήταν ιμπεριαλιστική δύναμη ήταν κατά τρόπο μοναδικό διστακτική.
Οι λόγοι γι’ αυτή τη διστακτικότητα βρίσκονται στις εσωτερικές της δυσκολίες. Όπως όλες οι ελληνικές πόλεις, η Σπάρτη είχε δούλους, αλλά το δουλοκτητικό της πρόβλημα ήταν μοναδικό και εξαιτίας των μεγάλων αριθμών τους και επειδή οι περισσότεροι από αυτούς, οι είλωτες, που έμοιαζαν περισσότερο με μεσαιωνικούς δουλοπαροίκους παρά με τους οἰκέτας των άλλων ελληνικών πόλεων, είχαν μία και μόνη εθνικότητα, ήταν Μεσσήνιοι. Επειδή αυτοί οι Μεσσήνιοι είλωτες μιλούσαν όλοι ελληνικά (αντίθετα, για παράδειγμα, με τους δούλους της Αθήνας που αποτελούσαν ευρύ φυλετικό μίγμα και δεν είχαν κοινή γλώσσα στην οποία να διατυπώνουν τη δυσαρέσκειά τους) και είχαν και εθνική συνείδηση, δημιουργούσαν ειδικά προβλήματα ασφαλείας για τους Σπαρτιάτες κυρίους τους, των οποίων ο αριθμός μειωνόταν συνεχώς. Εκτός από τους είλωτες, η Σπάρτη αντιμετώπισε μια δεύτερη ομάδα εσωτερικών δυσκολιών μετά το 478, οι οποίες αφορούσαν την Πελοποννησιακή συμμαχία. Υπάρχουν ενδείξεις σοβαρής αναταραχής σε μια συγκεκριμένη περιοχή, στη διάρκεια των δεκαετιών του 470 και του 460, δηλαδή στην Αρκαδία, στα βόρεια σύνορα της Σπάρτης. Οι λόγοι ήταν αρκετοί. Πρώτον, η Πελοποννησιακή συμμαχία είχε δημιουργηθεί κατ ’ αρχάς εξαιτίας του φόβου για το Άργος, αλλά το Άργος ήταν τώρα πια σε παρακμή, λόγω της ήττας του από το βασιλιά Κλεομένη το 494. Οι Αρκάδες μπορεί λοιπόν να ένιωθαν ότι η συμμαχία ήταν πια χωρίς λόγο. Δεύτερον, ο παραγκωνισμός του ίδιου του Κλεομένη από τις σπαρτιατικές αρχές μπορεί να δημιούργησε δυσαρέσκεια μεταξύ των Αρκάδων τους οποίους φαίνεται ότι είχε προσεταιρισθεί με υποσχέσεις που ίσως αφορούσαν ηπιότερο έλεγχο. Τρίτον, υπάρχει η ανησυχητική επίδραση της αθηναϊκής δημοκρατίας που στα χρόνια μετά την εγκαθίδρυσή της από τον Κλεισθένη το 507 έδειξε ότι ήταν στρατιωτικά ικανή και πολιτικά ελκυστική: δεν ήταν πια απαραίτητο για τις ελληνικές πόλεις δεύτερης κατηγορίας να διαλέγουν ανάμεσα στην τυραννίδα από τη μια και την ολιγαρχία που υποστήριζε η Σπάρτη από την άλλη. Υπήρχε τώρα πια μια τρίτη δυνατότητα, δηλαδή η απομίμηση της δημοκρατικής Αθήνας ή συμμαχία μαζί της. Είναι πιθανόν ότι αυτή η δυνατότητα ενισχύεται από την παρουσία του Θεμιστοκλή στην Πελοπόννησο στα τέλη της δεκαετίας του 470 και τις αρχές της δεκαετίας του 460. Αν και είχε χάσει την επιρροή του στην Αθήνα, συνέχισε να αντικρούει τα συμφέροντα της Σπάρτης στο ίδιο το κατώφλι της, ξεσηκώνοντας τους δημοκρατικούς στην Αρκαδία και το Άργος.
Αυτά για τη Σπάρτη και τους εσωτερικούς λόγους που την απέκλεισαν από μόνιμη αρχηγό. Μια πρόσθετη ανησυχία που μπορεί να ένιωσε, ή να την ένιωσαν οι υποψήφιοι υποστηρικτές της, ήταν ίσως η σκέψη ότι η Σπάρτη είχε ελάχιστη εμπειρία ναυτικού πολέμου ή θαλάσσιας ηγεμονίας.
Σε αυτό το τελευταίο δεν έμοιαζε με την Κόρινθο. Η Κόρινθος διέθετε σοβαρή ναυτική παράδοση και εμπειρία διοίκησης μακρινών αποικιακών κτήσεων, περιοχών όπως οι αποικίες της στη βορειοδυτική Ελλάδα (για παράδειγμα, η Αμβρακία) ή στο βόρειο Αιγαίο. Αλλά η Κόρινθος ήταν πολύ κοντά στη Σπάρτη για πολύ καιρό ώστε να μπορεί να σκεφθεί να την αψηφήσει ή να την ξεπεράσει. Και στα μάτια των άλλων ελληνικών πόλεων στερούνταν του ιδεολογικού μαγνητισμού που ασκούσαν η Αθήνα και η Σπάρτη, της οποίας η αγωγή (η στρατιωτική εκπαίδευση και η πειθαρχία) δεν ήταν απλώς ένας αποτελεσματικός καταπιεστικός μηχανισμός αλλά θεωρούνταν από πολλούς άξια κατά κάποιον τρόπο θαυμασμού και μάλιστα με την καλή έννοια του όρου.
Απέμενε μόνον η Αθήνα, γιατί οι άλλες κύριες κλασικές ελληνικές πόλεις, η Θήβα και το Άργος, είχαν αυτοαποκλεισθεί προς το παρόν, όπως και η Θεσσαλία, παίρνοντας το μέρος των Περσών στους Μηδικούς πολέμους. Το Άργος ήταν έτσι κι αλλιώς, όπως είδαμε, σε άσχημη κατάσταση τον πρώιμο πέμπτο αιώνα. Επρόκειτο να δοκιμάσει τις δυνάμεις του κατά τη διάρκεια μιας ανάπαυλας του Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου (κατά τη λεγάμενη Νικίειο ειρήνη του 421), όταν προσπάθησε να αναβιώσει το παλαιό αργείο μεγαλείο της Ηρωικής εποχής: τέτοιες νοσταλγικές αλλά και εντελώς ειλικρινείς προσπάθειες να επωφεληθούν από παραδοσιακές ή μυθικές περιόδους κυριαρχίας, είναι χαρακτηριστικές της ελληνικής πολιτικής και ποίησης. Όσο για τη Θήβα, η κίνησή της για την ηγεμονία επρόκειτο να αναβληθεί για αργότερα, ως τη δεκαετία του 360. Ακόμη και η Θεσσαλία, που ήταν τόσο συχνά το αντικείμενο της πλεονεξίας άλλων δυνάμεων, είχε μια σύντομη προσπάθεια στο ενεργητικό της τη δεκαετία του 370, με τον Ιάσονα των Φερρών που, όπως οι Αργείοι μετά το 421, προώθησε τους σκοπούς του με πολύ παραδοσιακό τρόπο, επιβάλλοντας το «φόρο υποτελείας των Σκοπάδων» και παίρνοντας για οργανωτικό πρότυπο το στρατό του Αλευάδος του Ερυθρού. Οι Σκοπάδες και οι Αλευάδες ήταν μορφές του αμυδρού παρελθόντος της Θεσσαλίας.
Το 478 η Αθήνα είχε όλα τα πλεονεκτήματα και κανένα από τα μειονεκτήματα των άλλων υποψηφίων που έχουμε αναφέρει. Δεν είχε ούτε είλωτες ούτε δυσαρεστημένους Αρκάδες να τη χτυπούν πισώπλατα. Είχε (σε αντίθεση με την Κόρινθο) θελκτικά κίνητρα να προσφέρει, τη δημοκρατία και την παιδείαν της, τον όλο πολιτισμό της: χάρη στην προστασία των τεχνών και της λογοτεχνίας στην εποχή των Πεισιστρατιδών τον έκτο αιώνα, ήταν ήδη ένας ισχυρός πολιτιστικός μαγνήτης, στον οποίο συνέρρευσαν πολλοί απόλιδες Ίωνες στοχαστές μετά το 480. Όσο για τις διεκδικήσεις της ιστορίας, της μνήμης και του μύθου, το Άργος μπορεί να είχε τους αρχαίους βασιλιάδες του και η Θεσσαλία τους Αλευάδες και τους Σκοπάδες της, αλλά η Αθήνα έβγαλε μερικούς από τους ικανότερους απολογητές οποιασδήποτε ηγεμονίας. Ο Κίμων επρόκειτο να δικαιολογήσει την προσάρτηση της νήσου Σκύρου τις πρώτες μέρες της αθηναϊκής ηγεμονίας, ανακαλύπτοντας εκεί τα οστά του Θησέα, του μυθικού βασιλιά της Αθήνας. Η εικόνα της Αθήνας ως ευεργέτη όλης της ανθρωπότητας (και ως εκ τούτου ηθικά δικαιωμένης στην άσκηση επικυριαρχίας) αναπαραγόταν με το μύθο της Δήμητρας και το δώρο του σίτου στους ανθρώπους. Η λατρεία της είχε κέντρο την Ελευσίνα, μια μεγάλη θρησκευτική εστία – αλλά και χωριό των εκλογικών περιφερειών της Αττικής και άρα μέρος της ίδιας της Αθήνας. Ο μεγάλος Αθηναίος ηγέτης, ο Περικλής, και οι διάδοχοί του μιμήθηκαν τον Πεισίστρατο δίνοντας αυτή την έμφαση στην Ελευσίνα. Μια ακόμη σαφέστερη ανάμνηση των Πεισιστρατιδών αποτελεί ο καθαρμός του ιερού του Απόλλωνα της Δήλου που έγινε το 426. Το νησί της Δήλου ήταν το πνευματικό κέντρο της αθηναϊκής ηγεμονίας (και συμπτωματικά λειτουργούσε ως θησαυροφυλάκιο της συμμαχίας, αφού εκεί φυλάσσονταν οι συμμαχικοί φόροι ώς το 454). Αυτή η συμμαχία ήταν από φυλετική άποψη κατά βάση «ιωνική», και αποτελούσε άλλη μια έξυπνη κίνηση για την προβολή της αθηναϊκής ιδεολογίας του πέμπτου αιώνα προς μεγιστοποίηση και εκμετάλλευση, για τους σκοπούς της ηγεμονίας, ενός αναμφισβήτητου ιστορικού γεγονότος: του ρόλου που έπαιξε η Αθήνα στον αποικισμό της Ιωνίας κατά τους Σκοτεινούς χρόνους. Εμφανιζόμενη ως μητρόπολις όλων των συμμάχων της, ανεξάρτητα από τη συχνά νεφελώδη πραγματικότητα των εκάστοτε περιστάσεων, η Αθήνα μπορούσε να απαιτήσει τη θρησκευτική υποταγή που, σύμφωνα με τις ελληνικές αντιλήψεις, η θυγατρική πόλη όφειλε στην ιδρυτική περιοχή. Τέλος, οι Αθηναίοι – αντίθετα με τους μηδίσαντας Αργείους, Θηβαίους και Θεσσαλούς – είχαν προσφέρει υψηλές υπηρεσίες στην Ελλάδα στο άμεσο ιστορικό παρελθόν, θυσιάζοντας την ίδια τους την πόλη στον Ξέρξη. Οι Αθηναίοι ρήτορες θύμιζαν ο ένας στον άλλον αυτό το γεγονός ακόμη και μετά τις αρχές του τέταρτου αιώνα. Και το θέμα αυτό τονίσθηκε στην αρχιτεκτονική του πέμπτου αιώνα: η παρέλαση των εκατόν ενενήντα δύο μορφών στη ζωοφόρο του Παρθενώνα έχει προσφυώς ερμηνευθεί ως απόπειρα αναπαράστασης των νεκρών ηρώων του Μαραθώνα.5 Η νίκη του Μαραθώνα ήταν οπωσδήποτε στο μυαλό του αρχιτέκτονα του ναού της Νεμέσεως (λ.χ. της θείας τιμωρίας των Περσών) στον Ραμνούντα του Μαραθώνα στα μέσα του πέμπτου αιώνα. Για να είμαστε δίκαιοι, όλη αυτή η θρησκευτική εξύμνηση της Αθήνας δεν ήταν μόνο δικό της έργο: το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς, το οποίο επρόκειτο να συνταχθεί με τη Σπάρτη στον Μεγάλο Πελοποννησιακό πόλεμο, αποκαλούσε παρ ’ όλα αυτά την Αθήνα του πέμπτου αιώνα ἕναν ἀετόν ἐν νεφέλαις [Αἰλίου Ἀριστείδου, Παναθηναϊκός 399 136.15-16 Lenz]6.
Πάνω απ ’ όλα η Αθήνα είχε, όπως και η Κόρινθος, έναν παντοδύναμο στόλο (βλ. σ. 59). Και η Αθήνα, όπως και η Κόρινθος, είχε ήδη θέσει τις βάσεις μιας υπερπόντιας ηγεμονίας στην ύστερη Αρχαϊκή περίοδο. Εκτός από τους συναισθηματικούς και θρησκευτικούς δεσμούς της με την Ιωνία, είχε τις εγκαταστάσεις της στο Σίγειον (κοντά στην Τροία) στην είσοδο του Ελλησπόντου, στη Χερσώνα και (πλησιέστερά της) στα νησιά της Σαλαμίνας και της Εύβοιας. Κύριος λόγος γι’ αυτή την πρώιμη υπερπόντια δραστηριότητα είναι η τροφή: η Αθήνα της αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου χρειαζόταν τα σιτηρά της νότιας Ρωσίας που, όπως είδαμε, περνούσαν από τον Ελλήσποντο. Έτσι. προέκυψε ιδιαίτερο κίνητρο ώστε να ανταποκριθεί η Αθήνα στην προσέγγιση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στην αρχή της δεκαετίας του 470: δική της οικονομική ανάγκη. Είναι σωστή επομένως η διατύπωση ενός σύγχρονου μαρξιστή, του de Ste Croix, ότι η Αθήνα του πέμπτου αιώνα «ακολουθούσε μεν πολιτική ναυτικού ιμπεριαλισμού, υπήρχαν όμως ειδικοί λόγοι», δηλαδή οικονομικοί λόγοι, αλλά δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε μαζί του όταν στη συνέχεια ελαχιστοποιεί το στοιχείο που ο ίδιος αποκαλεί «στυγνή επιθετικότητα και απληστία». Θα δούμε ότι οι Αθηναίοι ως άτομα, και όχι απλώς οι πεινασμένοι των φτωχότερων τάξεων, αντλούσαν οικονομικά οφέλη από την ηγεμονία που επ ’ ουδενί περιορίζονταν στο να γεμίσουν απλώς το στομάχι τους. Όσο για την επιθετικότητα, πολλές αθηναϊκές εκδηλώσεις της πόρρω απέχουν απ ’ οποιοδήποτε άμεσο άγχος για τον επιούσιο. Θα πρέπει τουλάχιστον να διευρύνουμε το οικονομικό επιχείρημα έτσι ώστε να συμπεριλάβουμε την επιθυμία για πολύτιμα μέταλλα για τη νομισματοκοπία (συμπλήρωμα της παραγωγής του Λαυρίου), η οποία εξηγεί την επίθεση εναντίον της Θάσου το 465, και την επιθυμία για ναυπηγήσιμη ξυλεία που αφορά την επίθεση στην Αμφίπολη το 437 και ίσως και την ίδρυση της αποικίας στους Θουρίους το 443. Οι Θούριοι βρίσκονται κοντά στο δάσος της Σίλας στο Βρούτ- τιον της νότιας Ιταλίας και η ξυλεία τους καταγράφεται σε αττικούς λογαριασμούς του 407.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έχει συμβεί ακόμη το 478. Ακόμη και η επιθυμία των σιτηρών από τη Μαύρη θάλασσα δεν αναφέρεται ως κίνητρο από τον Θουκυδίδη όταν περιγράφει την ανάληψη της ηγεμονίας από την Αθήνα, ο οποίος κάνει μάλλον λόγο για εκδίκηση και λάφυρα από την Περσία, αν και στις δημηγορίες του εμφανίζονται και περισσότερο υψηλόφρονα κίνητρα απελευθέρωσης των Ιώνων. Η «εκδίκηση» πάντως εμφανίζεται ως «πρόφαση» (και όχι ως πλήρης εκδοχή) και οι ερευνητές έχουν δικαίως απορήσει για το ποια είναι τελικά η ολοκληρωμένη εξήγηση κατά Θουκυδίδη. Ίσως θεωρούσε ότι η συνεχιζόμενη κινητοποίηση εναντίον της Περσίας αποτελούσε ένα εχθρικό μέτωπο εναντίον της Σπάρτης, ή ακόμη πιθανότερα ότι οι δραστηριότητες του τεράστιου αυτού κράτους κατευθύνονταν εναντίον του ελληνικού κόσμου στο σύνολό του.
Το ότι τον πέμπτο αιώνα η αθηναϊκή ηγεμονία (παρά την προστασία που προσέφερε στους λιγότερο ευνοημένους από θέση Έλληνες εναντίον της Περσίας αλλά, θα πρέπει να προσθέσουμε, και των πειρατών) ήταν ή έγινε εργαλείο καταπίεσης, δεν πρέπει να αμφισβητείται. Το ισχυρότερο επιχείρημα εναντίον της αγωνιώδους προσπάθειας να τη δούμε ως καλοπροαίρετο και γενικά δημοφιλή θεσμό, βρίσκεται σε μια σημαντική επιγραφή του έτους 377, που εκθέτει τους όρους και τους στόχους μιας δεύτερης αθηναϊκής ναυτικής συμμαχίας και αποκηρύσσει ανοιχτά για το μέλλον μια σειρά από πρακτικές του πέμπτου αιώνα – συμμαχικούς φόρους, συνοριακές καταπατήσεις, εγκαταστάσεις φρουρών, στρατιωτικούς τοποτηρητές κ.λπ. – που προφανώς τις αισθάνονταν, ατενίζοντας το παρελθόν, ως καταχρήσεις εξουσίας. Η μόνη σοβαρή αντιδικία αφορά όχι το επίθετο «καταπιεστικός», αλλά το κατάλληλο ρήμα, «ήταν» ή «έγινε». Δηλαδή ήταν η ηγεμονία (πάντοτε) καταπιεστική ή έγινε καταπιεστική (βαθμιαία); Τα οποιαδήποτε λεπτομερή στοιχεία για την αθηναϊκή ηγεμονία προ του 450 περίπου είναι ελάχιστα, έτσι ώστε η τοποθέτηση της ποιοτικής αλλαγής μετά από αυτή τη χρονική στιγμή μπορεί να είναι απατηλή. Εν πάση περιπτώσει, οι σωζόμενες διατυπώσεις γίνονται όλο και περισσότερο ιμπεριαλιστικές, ακόμη και στην περίοδο από την οποία έχουμε άφθονες επιγραφές, από τους καταλόγους δε των φόρων αναδύεται μια περίοδος κρίσης μετά την ειρήνη του Καλλίου το 449 κατά την οποία η καθυστερημένη καταβολή και η μη καταβολή φόρου υποδηλώνουν τη δυσαρέσκεια που πηγάζει από το αίσθημα ότι η αρχικά αντιπερσική οργάνωση είχε χάσει το λόγο ύπαρξής της. Όπου όμως και να τοποθετήσουμε το σημείο της αλλαγής, η ύπαρξή του είναι αναμφισβήτητη: η παρατήρηση σε μια από τις δημηγορίες του Θουκυδίδη των ημερών του 411 ότι αυτό που στ’ αλήθεια ήθελαν οι «σύμμαχοι» ήταν η ελευθερία και από τους ολιγαρχικούς που υποστήριζε η Σπάρτη και από τους δημοκρατικούς που ενίσχυε η Αθήνα, δεν θα μπορούσε να έχει γίνει στην ατμόσφαιρα ευφορίας του 478.
Ποιες μορφές πήραν λοιπόν η επέμβαση και ο έλεγχος της Αθήνας ή (πιο έντονα) η καταπίεση που ασκούσε; Πρώτον, οικονομική μορφή: εξαιτίας των οικονομικών πιέσεων που προαναφέραμε, η Αθήνα χρησιμοποίησε ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα θεσμούς προκειμένου να διασφαλίσει την προμήθεια των σιτηρών της. Έχουμε πληροφορίες για τους ἑλλησποντοφύλακας, οι οποίοι καθόριζαν τα σιτηρά που θα διετίθεντο σε μη Αθηναίους καταναλωτές, για την δεκάτην που επιβαλλόταν στα σιταγωγά πλοία (τα προοριζόμενα για την Αθήνα σιτηρά είχαν προφανώς φορολογική ατέλεια). Και ούτως ή άλλως τον τέταρτο αιώνα ακούμε για νόμους που περιορίζουν τις εμπορικές συναλλαγές που αφορούν σιτηρά με τόπο προορισμού διαφορετικό από την Αθήνα. Γενικότερα, έχουμε ήδη σημειώσει ότι η επιθυμία για πολύτιμα μέταλλα και ναυπηγήσιμη ξυλεία εξηγεί εν μέρει την επιθετικότητα εναντίον περιοχών όπως η Θάσος, οι Θούριοι και η Αμφίπολη και τον αποικισμό τους. Πάνω απ’ όλα ήταν ο συμμαχικός φόρος σε πλοία ή σε χρήματα (και τα δεύτερα τα προτιμούσαν όλο και περισσότερο όλοι οι ενδιαφερόμενοι).
Δεύτερον, στρατιωτική μορφή. Η παρουσία διοικητικών και στρατιωτικών φρουρών και των διοικητών τους (επίσκοποι) είναι καλά τεκμηριωμένη: δεν μπορεί πάντοτε να ερμηνευθεί ως ανταπόκριση σε πρόσκληση, όπως με τα σοβιετικά άρματα που σπεύδουν στην «αδελφή» Πράγα ή την Καμπούλ. Και το μεγαλύτερο όπλο απ’ όλα ήταν φυσικά ο στόλος.
Τρίτον, δικονομική μορφή. Οι επιγραφές δείχνουν ότι οι σοβαρές δίκες διεξάγονται στην Αθήνα, οι δε λογοτεχνικές πηγές υπονοούν, οπωσδήποτε με ειλικρίνεια, ότι τα λαϊκά δικαστήρια (βλ. σ. 194) χρησιμοποιούνταν για την καταδίωξη των αντιαθηναϊκών στοιχείων, που συμπεριλαμβάνουν τους ολιγαρχικούς αλλά δεν ταυτίζονται απαραίτητα μαζί τους. Μια τελευταία δικονομική αδυναμία: το αθηναϊκό δίκαιο δεν ανέπτυξε, όπως το ρωμαϊκό, μια χωριστή κατηγορία εγκλημάτων «οικονομικού εκβιασμού», ειδικά σχεδιασμένων για να προστατεύσουν τους καταπιεζόμενους κατοίκους των επαρχιών από την αρπακτική διάθεση των διοικητών.
Τέταρτον, θρησκευτική μορφή. Η δογματική επιβολή θρησκευτικών απόψεων είναι εν γένει ξένη προς την ελληνική και τη ρωμαϊκή σκέψη, αλλά έχουμε ήδη παρατηρήσει τον τρόπο με τον οποίο η Αθήνα, η αυτοανακηρυχθείσα μητρόπολη των Ιώνων, χρησιμοποίησε τη διάδοση των θρησκευτικών της πεποιθήσεων ως μέσο επιβολής της εξουσίας της στους συμμάχους της. Μια πιο συγκεκριμένη κατάχρηση εξουσίας θρησκευτικού χαρακτήρα ήταν η βίαιη καταπάτηση συμμαχικών εδαφών από την ίδια τη ((θεά Αθηνά», όρια «ιδιοκτησιών» της οποίας σώζονται και σήμερα. Εφόσον αυτά τα εδάφη μπορούσαν να εκχωρούνται σε Αθηναίους κληρούχους, είναι και αυτή στην πραγματικότητα μια υποπερίπτωση της επόμενης κατηγορίας επεμβάσεων.
Πέμπτον, εδαφική μορφή. Η εγκατάσταση σε συμμαχικά ή σε κατακτημένα εδάφη παρείχε προφανή και άμεσα οφέλη στις κατώτερες τάξεις. Αλλά οι πρόσφατες έρευνες έχουν, δικαίως άλλωστε, επιμείνει ότι υπήρχαν ορισμένα κέρδη και για τις ανώτερες τάξεις, και μάλιστα μεγάλα. Τα κύρια αποδεικτικά στοιχεία παρέχουν οι επιγραφικοί κατάλογοι των περιουσιακών στοιχείων ορισμένων Αθηναίων αριστοκρατών τα οποία δημεύθηκαν και δημοπρατήθηκαν λόγω εσωτερικών σκανδάλων, στα μέσα του Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου. Όπως φαίνεται από αυτούς τους καταλόγους, οι Αθηναίοι είχαν στην ιδιοκτησία τους περιοχές σε συμμαχικά εδάφη, μερικές φορές τεράστιες σε έκταση και αξία, περιφρονώντας τους εκάστοτε τοπικούς νόμους περί ιδιοκτησίας ή χρήσης της γης (που στις περισσότερες ελληνικές πόλεις έδιναν δικαιώματα μόνο στους πολίτες τους). Τέτοιες υφαρπαγές, που διευκολύνουν την εξήγηση του γιατί ακούγονται τόσο λίγες διαμαρτυρίες εναντίον αυτής της ιμπεριαλιστικής νοοτροπίας από τους εκπροσώπους των διαφόρων κοινωνικών τάξεων της Αθήνας, αποτελούσαν το σημαντικότερο κέρδος των πλουσίων από την ηγεμονία. Το άλλο σημαντικό κέρδος τους ήταν έμμεσο: χωρίς τους συμμαχικούς φόρους, οι πλούσιοι θα έπρεπε να χρηματοδοτούν οι ίδιοι το στόλο, όπως υποχρεώθηκαν να κάνουν τον τέταρτο αιώνα – οπότε και εμφανίσθηκαν ταξικές τριβές άγνωστες κατά τον πέμπτο αιώνα.
Έκτον, κοινωνική μορφή. Ένας νόμος του 451 περιόριζε τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα και άρα τα απορρέοντα οφέλη – που, όπως φάνηκε από τη συζήτηση, άξιζαν όλο και περισσότερο κατά τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα – μόνο στα άτομα των οποίων και οι δύο γονείς είχαν αντίστοιχα πολιτικά δικαιώματα (ἐξ ἀμφοῖν ἀστοῖν). Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι ο νόμος συμπίπτει με την εγκατάσταση των πρώτων κληρουχιών του πέμπτου αιώνα σε συμμαχικό έδαφος. Η αθηναϊκή (και σπαρτιατική) τσιγκουνιά στην παροχή πολιτικών δικαιωμάτων έγινε στόχος των πανηγυρικών λόγων της Ρωμαϊκής εποχής: παρουσιάσθηκε ως η κύρια αιτία για τη βραχύτητα της ηγεμονίας τους. Η παραχώρηση προνομίων σε απομακρυσμένες κοινότητες (όπως στις Πλαταιές, στην Εύβοια, στη Σάμο το 404) ήταν τόσο καθυστερημένη και φειδωλή που ήταν αδύνατο να γεφυρώσει το ψυχολογικό χάσμα μεταξύ άρχοντος και αρχομένων.
Έβδομον και τελευταίο, πολιτική επέμβαση. Τελικά η αλήθεια ότι η Αθήνα υποστήριζε μεν εν γένει τους δημοκρατικούς εις βάρος των ολιγαρχικών θεωρούνταν αυτονόητη στην αρχαιότητα, αλλά και η υποστήριξή της σε ολιγαρχικούς δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστη. Δεν υποστήριζε δογματικά τις δημοκρατικές φατρίες, αρκεί να έρεε το χρήμα. Ακόμη και για το στρατηγικής και πολιτικής σημασίας νησί της Σάμου, οι δύο κύριες γραπτές πηγές μας διαφωνούν κατά πόσον η πολιτική κατάσταση που επιβλήθηκε μετά την εξέγερση του 440/39 πήρε ολιγαρχική ή δημοκρατική μορφή, και το κείμενο μιας σχετικής επιγραφής μπορεί να αποκατασταθεί έτσι ώστε το νόημά του να συμφωνεί είτε με τη μια είτε με την άλλη άποψη.
Όταν η Σπάρτη το 431 ανταποκρινόμενη στην πίεση της Κορίνθου συμφώνησε να απελευθερώσει την Ελλάδα, μαθαίνουμε ότι η φιλική διάθεση του ελληνικού κόσμου έκλινε προς τη σπαρτιατική πλευρά. Οι αυστηρές μέθοδοι ελέγχου που απαριθμήθηκαν προηγουμένως δείχνουν ότι πραγματικά υπήρχαν αίτια βαθιάς δυσαρέσκειας με τη δύναμη της Αθήνας.
Η δημοκρατία
Η σύνδεση ηγεμονίας και δημοκρατίας ήταν άμεση, γιατί η Αθήνα συνήθως υποστήριζε τα δημοκρατικά καθεστώτα των άλλων πόλεων. Έχουμε και άλλη σύνδεση, αυτή τη φορά εσωτερική, ανάμεσα στη δημοκρατία και την ηγεμονία. Οι συμμαχικές πρόσοδοι που αυξήθηκαν πάρα πολύ λόγω των ενεργειών του Κίμωνα στις αρχές της δεκαετίας του 460, κατέστησαν δυνατές τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στην Αθήνα του 462 οι οποίες συνδέονται με τα ονόματα του Εφιάλτη και του Περικλή. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις αύξησαν τη δύναμη της εκκλησίας του δήμου. Αρχικά ο Σόλων και μετά ο Κλεισθένης στο τέλος του έκτου αιώνα είχαν αφήσει την Αθήνα πόλη αριστοκρατική ακόμη από πολλές απόψεις. Και συγκεκριμένα η εισαγωγή της «προσφυγής στο λαό» [ἡ εἰς τό δικαστήριον ἔφεσις], που ο Αριστοτέλης θεωρούσε ως ένα από τα δημοτικώτατα μέτρα του Σόλωνα,7 παρέμενε μόνο δυνάμει δημοκρατικό μέχρι που η εισαγωγή της πληρωμής των ενόρκων στη δεκαετία του 460 σήμανε ότι τα μεγάλα λαϊκά δικαστήρια (με εκατοντάδες ή ακόμη και χιλιάδες δικαστές) μπορούσαν να συνέρχονται τακτικά χωρίς εισοδηματικές απώλειες για τα μέλη τους. Άλλα είδη κρατικής αποζημίωσης (δίαιτα) – για τη συμμετοχή στη βουλή των πεντακοσίων, που προετοίμαζε τις εργασίες της εκκλησίας του δήμου, και στις κρατικές γιορτές (θεωρικά) – θεσπίσθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, και είναι αναμφισβήτητο ότι ως ένα βαθμό την αθηναϊκή δημοκρατία τη χρηματοδοτούσαν πόροι συμμαχικοί. Έχουν γίνει προσπάθειες να αντι- κρουσθεί αυτό με το επιχείρημα ότι μετά την ήττα της Αθήνας το 404 και το τέλος της ηγεμονίας της, η Αθήνα του τέταρτου αιώνα συνέχιζε να καταβάλλει τις αποζημιώσεις αυτές (και μάλιστα θέσπισε μια νέα μεγάλη κατηγορία αποζημιώσεων μετά το 404, για τη συμμετοχή στην εκκλησία του δήμου). Έτσι λοιπόν, λέγεται ότι δεν υπάρχει αναγκαία σχέση μεταξύ δημοκρατικής διαίτης και ηγεμονίας. Το επιχείρημα είναι πολιτικά αφελές: από τη στιγμή που θεσπίζεται ένα ψηφοθηρικό μέτρο – όπως μια νέα αργία σήμερα – , χρειάζεται κάποιος θαρραλέος πολιτικός να σηκωθεί και να προτείνει την κατάργησή του, τουλάχιστον στο είδος του δημοκρατικού πολιτεύματος που κρατά για τον εαυτό του το δικαίωμα να παύει αυτόματα τους αρχηγούς του (η Αθήνα δεν είχε τίποτε που να μοιάζει με τη σύγχρονη βρετανική αντίληψη περί πενταετούς κυβερνητικής θητείας).
Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν και περισσότερο και λιγότερο δημοκρατική απ ’ ό,τι η σημερινή βρετανική ή αμερικανική δημοκρατία. Περισσότερο δημοκρατική, για το λόγο που μόλις ανέφερα: η εκκλησία του δήμου είχε μεγαλύτερη άμεση δύναμη από ένα σημερινό εκλογικό σώμα, εν μέρει επειδή ο αριθμός των ψηφοφόρων ήταν πολύ μικρότερος στην αρχαία Αθήνα. Και λιγότερο δημοκρατική, για ένα λόγο που έχει κι αυτός να κάνει με τον αριθμό των ψηφοφόρων: ολόκληρες ομάδες – δούλοι, γυναίκες, σύμμαχοι, που τη ζωή τους επηρέαζαν πολλές από τις αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου – στερούνταν δικαιώματος ψήφου – δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Τελικά μπορούσαν να ψηφίζουν κάπου 40.000 ενήλικοι άνδρες. Από αυτούς μέχρι 6.000 (η μέγιστη σχεδόν χωρητικότητα της Πνύκας, όπου συνερχόταν η εκκλησία του δήμου, και η αναγκαία απαρτία για ορισμένες αποφάσεις) μπορούσαν να πάρουν μέρος στις σημαντικές συζητήσεις.
Θεωρητικά η εκκλησία του δήμου ήταν ο κυρίαρχος της αθηναϊκής πολιτικής ζωής, αν και είναι δύσκολο να βρούμε κάπου μια σαφή δήλωση αυτού του αξιώματος: η κραυγή ότι «εἶναι ἀνήκουστο να μήν ἀφήνουν τό λαό νά κάνη ὅ, τι θέλει» [Ξενοφώντος, ‘Ελληνικών A 7.12] υψώνεται κάποια στιγμή – αλλά για να δικαιολογήσει μια περίπτωση απροκάλυπτης παρανομίας. Ο Αριστοτέλης το θέτει άψογα όταν λέει για το λαό ότι θα ήθελε να είναι κυρίαρχος [καί γάρ ό δῆμος εἶναι βούλεται μόναρχος, Πολιτικών Ε 11.1313\ σ. 38-9]. Την πραγματική έκταση της λαϊκής κυριαρχίας αποδίδει καλύτερα η δύναμη που διατήρησε ο δήμος – και την οποία και χρησιμοποίησε – να καθαιρεί και να τιμωρεί τους αξιωματούχους του και μάλιστα τους δέκα στρατηγούς: το σημαντικότερο αιρετό αξίωμα στην κλασική Αθήνα.
Αλλά υπήρχαν διάφοροι τρόποι με τους οποίους η κυριαρχία και η σημασία της εκκλησίας του δήμου διαβρωνόταν στο επίπεδο της καθημερινής πολιτικής πρακτικής. Τον πρώτο περιορισμό της σημασίας της τον έθετε η ταραγμένη ζωή των δήμων. Οι δήμοι (και ήταν 140) ήταν οι εκλογικές περιφέρειες της Αττικής. Κάθε δήμος έστελνε ένα συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών στη βουλή, και οι αριθμοί διέφεραν ανάλογα με τον πληθυσμό του καθενός. Αλλά αυτό φυσικά δεν ήταν το μόνο πράγμα που έκαναν οι δήμον, όπως και ο εκδημοκρατισμός της Αττικής, ο συγκεντρωτισμός της Αττικής του έκτου αιώνα δεν ήταν ιδιαίτερα ολοκληρωμένος, επειδή η πόλη των Αθηνών ποτέ δεν απορροφούσε όλη την πολιτική ενέργεια των πολιτών της. Αντί γι ’ αυτό, η Αττική ήταν ένα είδος ομόσπονδου κράτους στο οποίο η τοπική και η εθνική νομιμοφροσύνη συνυπήρχαν. Τα ψηφίσματα των δήμων που σώζονται σε επιγραφές, είναι η καλύτερη απόδειξη: αρχίζουν με διατυπώσεις που θυμίζουν έντονα τη γλώσσα των «εθνικών» διαταγμάτων (ἔδοξε τῷ δήμῳ…, που αντιστοιχεί στο ἔδοξε τῇ βουλῇ καί τῷ δήμῳ...) και καλύπτουν θέματα όπως ο δανεισμός του δημοτικού χρήματος, η ενοικίαση ενός δημοτικού θεάτρου, η κατασκευή μιας αγοράς και η απόδοση τιμών σε μέλη άλλων δήμων ή ακόμη και σε ξένους. Η μνεία των θεάτρων και της αγοράς (των οποίων την ύπαρξη έχει κατά καιρούς επιβεβαιώσει η αρχαιολογική σκαπάνη) είναι από μόνη της εύγλωττη: αυτά τα κτίσματα ήταν χαρακτηριστικά μιας αναπτυγμένης πόλεως και οι δήμοι της Αττικής έχουν χαρακτηρισθεί «πόλεις-κράτη σε μικρογραφία». Άλλο ένα αποδεικτικό στοιχείο είναι η έντονη θρησκευτική ζωή σε δημοτικό επίπεδο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από επιγραφές, συμπεριλαμβανομένων εκτενών και πολύπλοκων λατρευτικών ημερολογίων (μια επιγραφή δείχνει ακόμη κι ένα κατά γενική παραδοχή μεγάλο δήμον με σπουδαίο κύρος να συμβουλεύεται το μαντείο των Δελφών με δική του πρωτοβουλία). Η θρησκεία βρισκόταν στο επίκεντρο της ζωής της πόλεως αλλά και του δήμου. Φυσικά υπήρχαν περιορισμοί στην αυτονομία των δήμων: δεν είχαν «εξωτερική πολιτική», εκτός από το δικαίωμα απονομής τιμών σε ξένους, και ως ένα βαθμό τα οικονομικά τους υπάγονταν στα οικονομικά της Αθήνας. Για παράδειγμα, η οχύρωση των ευπαθών από στρατιωτικής απόψεως δήμων ήταν αρμοδιότητα της πόλεως, αλλά η απουσία δημοτικών επιγραφών μετά το 300 π.Χ. περίπου απεικονίζει δυστυχώς την παρακμή μιας πολύ χαρακτηριστικής πλευράς της ζωής της πόλης στην κλασική Αθήνα, μολονότι, αιώνες μετά το 300 οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να αναγνωρίζονται με το παλαιό διπλό σύστημα πατρωνύμου και δήμου.
Ο δεύτερος περιορισμός στην κυριαρχία της εκκλησίας του δήμου ήταν η Βουλή των Πεντακοσίων, κύρια απασχόληση της οποίας ήταν να προετοιμάζει όλα τα προς συζήτηση θέματα. Όπως και οι αττικοί δήμοι, η βουλή έχει περιγράφει – αυτή τη φορά από έναν αρχαίο συγγραφέα – ως μικρόκοσμος {μικρά πόλις) των Αθηνών, και η παραδοσιακή άποψη ότι η βουλή ήταν απλώς εντολοδόχος και όργανο της ἐκκλησίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υπόθεση ότι η βουλή ήταν κοινωνικά αντιπροσωπευτική και ότι αποτελούσε μια «τομή» της κοινωνίας. Η υπόθεση αυτή δεν είναι καλά τεκμηριωμένη. Η βουλή ήταν αιρετή και δεν πληρωνόταν όταν την ίδρυσε ο Κλεισθένης το 507, και οι πρώτες μαρτυρίες για την ανάδειξη βουλευτών διά κλήρου μεταξύ των κατοίκων των δήμων είναι του 450, και για τη χρηματική αποζημίωση όχι νωρίτερα από το 411. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές είναι οι ημερομηνίες κατά τις οποίες εισήχθησαν αυτοί οι θεσμοί (μπαίνει κανείς στον πειρασμό να τις συνδέσει και τις δύο με τον Εφιάλτη και τις μεταρρυθμίσεις του 462), αλλά είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι το πέρασμα από την αριστοκρατική στη δημοκρατική βουλή ήταν σταδιακό. Χειροπιαστές αποδείξεις ότι η βουλή δεν ήταν κοινωνικά αντιπροσωπευτική, επειδή υπερίσχυαν οι πλούσιοι και ισχυροί πολίτες, είναι πιο δύσκολο να αξιολογηθούν. Δεν υπάρχει στην πράξη καμία μαρτυρία, αλλά εξετάζοντας τους σωζόμενους καταλόγους των βουλευτών, που αρχίζουν τον πέμπτο αιώνα, και αντιπαραβάλλοντάς τους με ανεξάρτητα στοιχεία για τον πλούτο τους, μπορούμε να δούμε ότι η συμμετοχή στη βουλή συνδεόταν με ανώτερη κοινωνική θέση περισσότερο απ’ ό, τι θα περιμέναμε αν το σύστημα ήταν όντως σύστημα κληρωτής επιλογής. Υπάρχουν επίσης ισχυρισμοί, στα κείμενα των Αθηναίων ρητόρων8, ότι ο τάδε βρήκε τον τρόπο να μπει στη βουλή μια ορισμένη χρονιά, και υπάρχουν μερικές χτυπητές συμπτώσεις – περιπτώσεις πατέρα και γιου ή αδελφών που κάνουν μαζί τη βουλευτική τους θητεία ή διάσημων πολιτικών που βρίσκονται στη βουλή σε χρόνια ιδιαίτερα έντονα από πλευράς εξωτερικής πολιτικής – οι οποίες δείχνουν ότι ήταν δυνατόν να καταστρατηγηθεί ο κλήρος (που υποτίθεται ότι διασφάλιζε την τυχαία επιλογή βουλευτών από τους δήμους). Η πιο φανερή μέθοδος παράκαμψης ήταν η απλή προθυμία να θυσιάσει κανείς χρόνο, άρα και χρήμα, την ίδια στιγμή που οι υπόλοιποι συνδημότες του ήταν απρόθυμοι, αλλά οι ισχυρισμοί περί «μαγειρέματος» δηλώνουν ίσως ότι οι ισχυρότερες πιέσεις ασκούνταν από τους πιο φιλόδοξους που μπορούσαν, για παράδειγμα, να έχουν δωροδοκήσει τους συνδημότες τους ώστε να μη βάλουν κι αυτοί το όνομά τους στη δημοτική κληρωτίδα. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η βουλή ως σώμα ημιεπαγγελματιών με επιρροή και αυτοπεποίθηση, αναμενόταν ίσως να καθοδηγεί την ἐκκλησία., όχι απλώς να την υπηρετεί, και πραγματικά βλέπουμε τη βουλή να ασχολείται με διπλωματικά ζητήματα τα οποία (κρίνοντας από τις διατυπώσεις των σχετικών επιγραφών) ποτέ δεν επικυρώνονταν από την εκκλησία.. Εκτός αυτού, υπάρχουν αναντίρρητα στοιχεία για άσκηση σε ορισμένες περιπτώσεις εξωτερικής πολιτικής κρυφά από την εκκλησία.. Υπήρχαν βέβαια όρια στην εξουσία της βουλῆς, για παράδειγμα η θητεία της ήταν ετήσια, και κανείς δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε αυτή περισσότερο από δύο φορές, προβλέψεις που εμπόδιζαν τη βουλή να αποκτήσει το κύρος των κληρονομικών συμβουλίων μερικών αρχαϊκών πόλεων- κρατών. Αλλά ακόμη κι αυτό δεν πρέπει να υπερτιμάται: μια ορισμένη πολιτική ομάδα θα προέβαινε σε ενέργειες που θα της εξασφάλιζαν πάντοτε βουλευτική εκπροσώπηση, με την άτυπη σημασία του όρου. Η αναφορά των επίσημων κανόνων για τη θητεία των βουλευτών θέτει ένα θεμελιώδες ερώτημα: η κατώτερη σε ιδιοκτησία ομάδα, οι θήτες, μπορούσαν να γίνουν μέλη της; Αν όχι, αυτό θα είχε άμεση σχέση με ό, τι ελέχθη προηγουμένως για τον «ελιτίστικο» χαρακτήρα της βουλής. Αλλά τα στοιχεία είναι ασαφή και το θέμα παραμένει ανοιχτό.
Τρίτον, οι στρατηγοί. Είδαμε ότι οι στρατηγοί μπορούσαν να καθαιρούνται, όπως έγινε ακόμη και με τον Περικλή, λίγο πριν από το θάνατό του το 429. Αλλά η κοινή λογική δείχνει ότι συνήθως, και ιδιαίτερα εν καιρώ πολέμου, οι στρατηγοί θα πρέπει να είχαν ιδιαίτερα ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία: για παράδειγμα, λόγοι ασφαλείας, αν και ως γνωστόν δεν αποτέλεσαν ποτέ το δυνατό σημείο των Ελλήνων, θα πρέπει να έκαναν ανεπιθύμητη τη λεπτομερή συζήτηση της στρατηγικής ενώπιον όλης της εκκλησίας του δήμου. Και επειδή ήταν αξίωμα αιρετό, και χωρίς όριο επανεκλογής, το αξίωμα του στρατηγού απολάμβανε το σεβασμό όλων.
Τέταρτον, οι δημαγωγοί, οι λαϊκοί ηγέτες όπως ο Κλέων στη δεκαετία του 420 και μετά από αυτόν ο Υπέρβολος, που χωρίς να έχουν απαραίτητα κάποιο συγκεκριμένο αξίωμα ασκούσαν εντούτοις μεγάλη επίδραση με τις ρητορικές τους ικανότητες. Κακολογημένοι από τις πηγές μας, άνθρωποι όπως ο Κλέων μπορούν εν μέρει να αποκατασταθούν με τη βοήθεια των επιγραφών που έδειξαν ότι όχι μόνον η κοινωνική τους καταγωγή δεν ήταν και τόσο ασήμαντη όσο την παρουσιάζουν κωμωδιογράφοι σαν τον Αριστοφάνη, αλλά και ότι κάποιος σαν τον Υπέρβολο μπορούσε να σκέφτεται και να επεξεργάζεται πολύπλοκους και ισορροπημένους νόμους. Στην πραγματικότητα, οι δημαγωγοί (και ο ίδιος ο Περικλής ήταν απλώς ένας μεγαλοπρεπής δημαγωγός) όφειλαν τη δύναμη επιρροής τους σε ένα δομικό κενό της δημοκρατίας. Η διαχείριση της ηγεμονίας σήμαινε έναν ολοένα αυξανόμενο όγκο εργασίας, και οι Αθηναίοι που δεν διέθεταν δημόσια διοίκηση σημερινού τύπου, άφηναν αυτό το έργο στους πολιτικούς που έκαναν δουλειά τους τη λεπτομερή γνώση: η γνώση ήταν δύναμη. Η τιμωρία του κάθε Υπέρβολου ήταν ο εξοστρακισμός, δεκαετής εξορία κατόπιν σχετικού δημοψηφίσματος (η λέξη προέρχεται από τα όστρακα που χρησιμοποιούνταν κατά τη διαδικασία της κάλπης). Τον τέταρτο αιώνα συνέβη μια πιο σκοτεινή εξέλιξη: εξειδικευμένοι πολιτικοί άδραξαν για τα καλά την εξουσία εκλεγόμενοι, παραδείγματος χάρη, για να επιβλέπουν τα κρατικά ταμεία, δουλειά από την οποία ήταν όλο και δυσκολότερο να τους απομακρύνουν.
Πέμπτον και τελευταίο, ορισμένα στοιχεία των διαδικασιών και της ψυχολογίας της εκκλησίας μείωναν τη δημοκρατική της αποτελεσματικότητα και ανεξαρτησία. Συνεδρίαζε πολύ αραιότερα από τη βουλή, και οι αραιές συναντήσεις δεν εγγυώνται την ενημερωμένη ανταλλαγή απόψεων. Δεν γινόταν καταμέτρηση των ψήφων: η γνώμη εκφραζόταν δι’ ανατάσεως της χειρός και η καταγραφή της ήταν φυσικά θέμα εντυπώσεων, προσεγγιστική δηλαδή, όπως σε μια σημερινή μαζική συγκέντρωση ενός βρετανικού εργατικού συνδικάτου. Και ακόμη και στα τέλη του πέμπτου αιώνα, την εποχή των δημαγωγών, υπάρχουν στοιχεία ότι ο δημοκρατικός Αθηναίος ψηφοφόρος «ήθελε αφέντη»; ακόμη και το 415 ο νεαρός αριστοκράτης Αλκιβιάδης μπορούσε να απαιτεί υψηλό κρατικό αξίωμα επειδή τα άλογά του είχαν κερδίσει στους πρόσφατους Ολυμπιακούς αγώνες. Τέτοιοι ισχυρισμοί δείχνουν την αντοχή της ισχύος του πλούτου, ιδιαίτερα του κληρονομικού, που αναπόφευκτα έχουν δυσμενείς για τη δημοκρατία επιπτώσεις. Παρ ’ όλα αυτά όμως τα ελαττώματα και τα μειονεκτήματά της, η μεγάλη αγκαλιά της αθηναϊκής δημοκρατίας λειτούργησε προστατευτικά για τις ασθενέστερες τάξεις απέναντι στην αυθαίρετη δεσποτική μεταχείριση των ολιγαρχικών στον κόσμο του Αιγαίου σε όλη τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, και από την οπτική γωνία αυτών των τάξεων ήταν πραγματική τραγωδία το ότι αυτός ο κόσμος σταδιακά έχασε την εμπιστοσύνη στον προστάτη του.
Ο πόλεμος
Τη δημοκρατία που μόλις περιγράψαμε ο Αλκιβιάδης την αποκαλούσε ὁμολογουμένην ἄνοιαν [Ζ 89.6], Αλλά είδαμε ότι ο Αλκιβιάδης και η τάξη του βγήκαν κερδισμένοι από το συνδυασμό της δημοκρατίας και της ηγεμονίας: τους δόθηκαν δικαστικές και στρατιωτικές εξουσίες με τη διαμεσολάβηση των πολιτικών «κομματαρχών» τους στην εκκλησία του δήμου, και η ηγεμονία τους χάρισε εδαφικές και άλλες υλικές απολαβές. Ήταν λοιπόν έτοιμοι να πολεμήσουν για τη διατήρηση της «ὁμολογούμενης ἀνοίας» όταν ξέσπασε το 431 ο Μεγάλος Πελοποννησιακός πόλεμος. Όμως αυτός ο πόλεμος επρόκειτο να σαρώσει τη δύναμη και την επιρροή της τάξης του Αλκιβιάδη. Σχεδόν κανένας Αθηναίος δεν πήρε μέρος στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας επί τρεις γενιές μετά το 400 (σε αντίθεση με τις δώδεκα συμμετοχές σε μία μόνο γενιά του 433-400), και όταν χάθηκε η ίδια η ηγεμονία το 404, χάθηκε και το κίνητρο για τη συνεργασία των ανώτερων τάξεων με αυτό που ονομάζεται στο επιτύμβιο ενός ολιγαρχικού με αφοπλιστική ειλικρίνεια, «ο καταραμένος λαός». Έτσι οι πλούσιοι δεν σκόρπιζαν πια τα χρήματά τους σε δημόσιες δαπάνες με τον αέρα του παρελθόντος. Η μεγαλύτερη αλλαγή που επέφερε ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν η εν γένει αύξηση του επαγγελματισμού, και φυσικά αυτό έγινε πιο φανερό στον στρατιωτικό τομέα. Στην Αθήνα ο πολιτικός και ο στρατηγός δεν έχουν πια το ίδιο επάγγελμα, εξέλιξη που προδιέγραφε η ίδια η σταδιοδρομία του Περικλή, του οποίου οι πρώτες γνωστές ενέργειες (στη δεκαετία του 460) είναι καθαρά πολιτικές: τα υψηλά στρατιωτικά καθήκοντα ήρθαν αργότερα. Αυτός ο επαγγελματισμός σήμαινε ότι τα άλογα του Αλκιβιάδη, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ο καταραμένος 8ημος τον είχε αφήσει να τα κρατήσει στην ακόμη πιο εκδικητική ατμόσφαιρα του τέταρτου αιώνα, δεν θα αρκούσαν για να του διασφαλίσουν την όποια πολιτική ή στρατιωτική επιτυχία. Αυτός ο επαγγελματισμός δεν επηρέασε μόνο την τάξη των αξιωματούχων. Ο τέταρτος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως ο αιώνας των μισθοφόρων, αλλά η αλλαγή αρχίζει στις τελευταίες δεκαετίες του πέμπτου αιώνα: όταν το 400 ο Αθηναίος στρατηγός Ξενοφών οδήγησε ανατολικά τους μυρίους για να ενισχύσουν το διεκδικητή του περσικού θρόνου, τον Κύρο, οι οικονομικοί όροι της μισθοφορικής στρατιωτικής υπηρεσίας έχουν ήδη καθορισθεί και θεωρούνται δεδομένοι. Οι Πέρσες σατράπες (επαρχιακοί διοικητές), και ακόμη και οι ίδιοι οι Αθηναίοι, χρησιμοποιούσαν μισθοφόρους δυο-τρεις δεκαετίες πριν από το 400.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος άλλαξε και τον τρόπο της μάχης. Η παραδοσιακή τεχνική του πεζικού των Ελλήνων ήταν η μάχη μεταξύ οπλιτών, που απαιτούσε βαρύ και σχετικά ακριβό οπλισμό, αλλά κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου βλέπουμε για πρώτη φορά πειραματισμούς με ελαφρότερα οπλισμένες μονάδες (τους πελταστές, που ονομάσθηκαν έτσι από την ασπίδα τους), οι οποίες κέρδιζαν έδαφος εν μέρει εξαιτίας της μεγαλύτερης ευελιξίας τους και εν μέρει επειδή η εξάρτυση ενός πελταστή κόστιζε λιγότερο. Μολονότι ο πελταστής ποτέ δεν έφθασε να αντικαταστήσει τον οπλίτη στην ελληνική πολεμική τακτική της Κλασικής περιόδου (οι περισσότερες από τις μεγάλες μάχες εκ παρατάξεως του τέταρτου αιώνα ήταν θέμα οπλιτών), ο συνδυασμός βαρέων και ελαφρά οπλισμένων τμημάτων ήταν κυριολεκτικά τρομερός. Οι κοινωνικές επιπτώσεις της φθίνουσας εξάρτησης από τους οπλίτες, που ήταν συνήθως πολίτες των πόλεων-κρατών χάρη των οποίων αγωνίζονταν, και της αύξουσας χρήσης πελταστών και μισθοφόρων, επρόκειτο να αποδυναμώσουν το σύνδεσμο μεταξύ της πόλεως και των ανθρώπων που μάχονταν για να την υπερασπίσουν. Οι αριθμοί και η αποτελεσματικότητα των ξεριζωμένων «απόλιδων» μπορεί να διογκώνονται υπερβολικά τον τέταρτο αιώνα από τον Ισοκράτη, ο οποίος εκπροσωπεί τις προνομιούχες τάξεις. Αλλά το πρόβλημα χειροτέρεψε με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, γιατί μετά το 404 δεν υπήρχε μία και μόνη ηγετική δύναμη να επιβάλει τη δική της πολιτική τάξη πραγμάτων, όπως είχαν κάνει η Σπάρτη και η Αθήνα σε άλλες εποχές. Αυτό οδήγησε σε γενικότερη αύξηση της πολιτικής αστάθειας και της βίας, εξ ου και οι εξόριστοι για τους οποίους παραπονιέται ο Ισοκράτης.
Οι τρόποι ναυμαχίας και πολιορκίας αναπτύχθηκαν κι αυτοί ταχύτερα μετά το 431. Αντίθετα με τις περιγραφές της αθηναϊκής τακτικής στα δύο πρώτα βιβλία του Θουκυδίδη, βλέπουμε ότι σε ένα χρόνο περίπου οι Αθηναίοι υπό τον Φορμίωνα είχαν το θάρρος και την ικανότητα να κάνουν ελιγμούς στην ανοιχτή θάλασσα. Στις πολιορκίες, ο παράγοντας αλλαγής τον ύστερο πέμπτο αιώνα δεν ήταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος αλλά οι παράλληλες πολεμικές επιχειρήσεις στη Σικελία εναντίον των Καρχηδονίων: αυτές οδήγησαν στην εφεύρεση των καταπελτών γύρω στο 400 π.Χ. (που εξελίχθηκαν αργότερα στους παλιντόνους9 καταπέλτες, οι οποίοι τελειοποιήθηκαν – απ’ ό, τι φαίνεται στη Θεσσαλία – περί το 350). Μολονότι οι υπερασπιστές των πόλεων προσαρμόσθηκαν γρήγορα με νέου τύπου κυκλικά τείχη και ανθεκτικότερα οχυρωματικά έργα, ήταν πλέον δυνατόν να καταληφθεί μια οχυρωμένη πόλη εξ εφόδου. Στη δεκαετία του 330 ο Μέγας Αλέξανδρος πέτυχε στη Δυτική Ασία εκεί όπου ο Αγησίλαος της Σπάρτης είχε αποτύχει στη δεκαετία του 390, κυρίως επειδή ο μακεδονικός στρατός διέθετε Θεσσαλούς μηχανικούς τους οποίους είχε στρατολογήσει ο πατέρας του ο Φίλιππος.
Η στρατηγική ήταν το μέρος της ελληνικής πολεμικής τακτικής της Κλασικής περιόδου που άργησε περισσότερο να αλλάξει, ακόμη και με την πίεση του Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου. Σε θέματα τακτικής, οι στρατηγοί των περισσότερων ελληνικών πόλεων συνέχισαν να λειτουργούν ως όργανα των πολιτικών συνελεύσεων που δίσταζαν να τους παραχωρήσουν κάτι περισσότερο από τις ελάχιστες τυπικές εξουσίες. Αλλά και εδώ έχουμε αλλαγές: στη μάχη του Δηλίου το 424 γίνεται για πρώτη φορά λόγος για μεγαλύτερο βάθος της παράταξης των Θηβαίων: αυτές οι πρόσθετες δυνάμεις αποτελούν ένα είδος εφεδρείας, κάτι που αργότερα τελειοποίησε ο Επαμεινώνδας τον τέταρτο αιώνα. Από εκεί και πέρα, μετρούσαν όλο και περισσότερο η κρίση και η κατάλληλη χρονική στιγμή: ο στρατηγός έπρεπε να αποφασίσει πού και πότε ακριβώς θα χρησιμοποιούσε αυτή την εφεδρεία. Εγχειρίδια και προφορικά μαθήματα τακτικής (και για τα δύο μαθαίνουμε πρώτη φορά τον ύστερο πέμπτο αιώνα) υπογραμμίζουν την αλλαγή των καιρών: αν ο πόλεμος πρόκειται να γίνει επιστήμη, τότε μπορεί να διδαχθεί όπως κάθε άλλη επιστήμη.
Αλλά η υψηλή στρατηγική, με την έννοια της επίτευξης πολιτικών κερδών με τα καλύτερα στρατιωτικά μέσα, ήταν αρκετά διατακτική στις πρώτες φάσεις του Πελοποννησιακού πολέμου. Το καλύτερο που μπορούσαν να σκεφθούν οι Σπαρτιάτες ήταν να εισβάλλουν κάθε χρόνο στην Αττική με την ελπίδα να κάνουν τους Αθηναίους να υποκύψουν. Αυτό ήταν φυσικό να αποτύχει, επειδή η στρατηγική του Περικλή ήταν να εγκαταλειφθεί η Αττική και να συγκεντρωθεί ο πληθυσμός μέσα στα τείχη της πόλης και του Πειραιά ο οποίος απέχει εννέα χιλιόμετρα (την Αθήνα ένωνε με τον Πειραιά μια σειρά παράλληλων τειχών, τα λεγόμενα Μακρά Τείχη, έτσι ώστε οι δύο περιοχές να συναποτελούν ενιαίο αμυντικό χώρο). Πρόσβαση στον Πειραιά σήμαινε πρόσβαση στα τρόφιμα και τα υπόλοιπα αγαθά που προσέφεραν οι κτήσεις της αθηναϊκής ηγεμονίας. Το μόνο που χρειαζόταν η Αθήνα για να κερδίσει τον πόλεμο ήταν να αντέξει: ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί την ίδια λέξη για το «αντέχω» και το «νικώ».10 Η Αθήνα διέθετε τις προσόδους της ηγεμονίας της, κεφάλαιο συσσωρευμένο επί πολλά χρόνια, για να μπορεί να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απαραίτητη επιβολή πειθαρχίας στους συμμάχους ώστε να εξασφαλισθεί η συνεχής ροή βασικών αγαθών.
Η θέση της Σπάρτης ήταν δυσκολότερη: δεν διέθετε ούτε αποθέματα ούτε συμμαχικές εισφορές κι έτσι έπρεπε να ικανοποιεί τις στρατιωτικές και πολιτικές επιθυμίες των συμμάχων της, από το ανθρώπινο δυναμικό των οποίων εξαρτιόταν η στρατολογία της. Αλλά οι επιθυμίες αυτές περιλάμβαναν πάνω απ’ όλα την «απελευθέρωση» που είδαμε ότι περίμενε από αυτή το 431 ο ελληνικός κόσμος, και αυτό σήμαινε να αναλάβει η Σπάρτη την πρωτοβουλία και να προβεί σε αποτελεσματικές ενέργειες για να εξαρθρώσει την αθηναϊκή συμμαχία. Αλλά η Σπάρτη χρειαζόταν γι’ αυτόν το σκοπό περισσότερο έμψυχο υλικό, που το κοινωνικό της σύστημα δεν μπορούσε να προσφέρει, γιατί δεν ήταν κατάλληλα σχεδιασμένο, και πάνω απ ’ όλα τα χρήματα για να οργανωθούν πιο τολμηρές εκστρατείες, πιθανόν και στη θάλασσα (το οποίο θα σήμαινε τη ναυπήγηση στόλου, δαπανηρή επιχείρηση). Υπήρχε μόνο μία διέξοδος: να απευθυνθούν στην πλουσιότερη μη ελληνική δύναμη της περιοχής, δηλαδή στην Περσία. Αλλά εδώ το σπαρτιατικό δίλημμα έγινε οξύτερο γιατί η «απελευθέρωση» της Ελλάδας από την Αθήνα, την οποία ζητούσαν από τη Σπάρτη οι σύμμαχοί της, οδηγούσε λογικά στο επόμενο βήμα της απελευθέρωσης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από την Περσία — σημείο που ο Αλκιβιάδης επισημαίνει σε έναν Πέρση σατράπη στην τελική φάση του πολέμου.11 Πριν ενισχύσει τη σπαρτιατική πολεμική προσπάθεια, η Περσία θα ζητούσε εγγυήσεις για τις σπαρτιατικές προθέσεις στο ανατολικό Αιγαίο, εγγυήσεις που οι υποχρεώσεις της Σπάρτης έναντι των συμμάχων της καθιστούσαν αδύνατη την παροχή τους. Ούτε και είχε άλλωστε η Περσία κάποιο ιδιαίτερο κίνητρο για να χαλάσει την ικανοποιητική της σχέση με την Αθήνα που είχε προκύψει με την ειρήνη του Καλλίου.
Έτσι η Σπάρτη έπρεπε να βρει έναν τρόπο να χτυπήσει γερά την Αθήνα και την ηγεμονία της. Και αυτό το χτύπημα έπρεπε να δοθεί χωρίς βοήθεια από την Περσία, δηλαδή χωρίς στόλο. Η απάντηση που έδωσε το 426 ήταν στο σύνολό της η αναζωπύρωση των παλιών φιλοδοξιών της για την κεντρική Ελλάδα. Πολλές από τις αφηγήσεις του Θουκυδίδη για τα ενδιάμεσα χρόνια του λεγόμενου Αρχιδάμειου πολέμου (431-421) αφορούν τη δραστηριότητα του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα στο βορρά. Αλλά είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι το πρώτο βήμα, η ίδρυση μιας μεγάλης στρατιωτικής αποικίας στην Ηράκλεια της Τραχίνιας στο νότιο μέρος της Θεσσαλίας, έγινε το 426, πριν ο Βρασίδας κινηθεί βορειότερα με το στρατό του. Έτσι οι Σπαρτιάτες, που καθόλου δεν έμοιαζαν με τον ακούραστο Βρασίδα, υποχρεώθηκαν να ασχοληθούν με την υψηλή στρατηγική. Με τις επιτυχημένες πάντως επιχειρήσεις του Βρασίδα εναντίον των θρακικών και βόρειων αποικιών των Αθηναίων (συμπεριλαμβανομένης της Αμφίπολης που την κατέλαβε το 424), οι Αθηναίοι μετά χαράς δέχθηκαν να συνάψουν ειρηνευτική συνθήκη στο τέλος της δεκαετίας του 420. Η Σπάρτη ήταν εξίσου έτοιμη να σταματήσει τις εχθροπραξίες επειδή ο Κλέων, είτε κατά τύχη είτε χάρη σε ικανότητα που δεν του την αναγνωρίζει ο Θουκυδίδης, είχε αιχμαλωτίσει 120 Σπαρτιάτες όμοιους στην Πύλο. Τέτοιος αριθμός Σπαρτιατών πολιτών ήταν αδύνατον να θυσιασθεί. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι επιτυχίες του Βρασίδα εξουδετερώθηκαν πολιτικά από τις επιτυχίες του Κλέωνα και έτσι συνήφθη η Νικίειος ειρήνη (421-415). Η Αθήνα διατηρούσε τη συμμαχία της και είχε κερδίσει τον Αρχιδάμειο πόλεμο.
Ο Θουκυδίδης αποκαλεί αυτή την ειρήνη «κακοφορμισμένη»12, και είναι γεγονός ότι αν και τυπικά δεν υπήρξαν εχθροπραξίες, η Αθήνα, παρακινημένη από τον Αλκιβιάδη και ίσως και από τον Υπέρβολο, επιδίωξε το ξεσήκωμα των αντισπαρτιατικών στοιχείων στην Πελοπόννησο. Αυτό έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, αφού το 418 η Σπάρτη νίκησε το συνασπισμό των εχθρών της στη Μαντίνεια. Αλλά ακόμη πιο σημαντική εξέλιξη από αυτή την ατελέσφορη διπλωματία αποτέλεσε το καταστροφικό λάθος των Αθηνών στα χρόνια της ειρήνης: υποστήριξε δύο Πέρσες επαναστάτες στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, τον Πισσούθνη και αργότερα το γιο του τον Αμόργη που είχαν εξεγερθεί εναντίον του Μεγάλου Βασιλέως. Το γεγονός αυτό έδωσε στον τελευταίο το κίνητρο που του έλειπε κατά τον Αρχιδάμειο πόλεμο για να βοηθήσει τη Σπάρτη εναντίον της Αθήνας. Έτσι λοιπόν, όταν η Αθήνα έστειλε στόλο εναντίον της Σικελίας το 415, και αυτός καταστράφηκε στις Συρακούσες (413) με αποτέλεσμα να χαθεί η εμπιστοσύνη στην Αθήνα μέσα στους κόλπους της συμμαχίας, η Περσία επιτέλους ήταν σε θέση να κερδίσει τον πόλεμο για λογαριασμό της Σπάρτης.
Αλλά, παρά τη σικελική καταστροφή και τη σύντομη ολιγαρχική επανάσταση του 411 που ήταν αποτέλεσμά της, η Αθήνα συνέχισε να πολεμά για άλλα εννέα χρόνια. Πραγματικά ήδη από το 410 είχε στο ενεργητικό της μια μεγάλη ναυτική επιτυχία, τη ναυμαχία της Κυζίκου που όντως ανάγκασε τους Σπαρτιάτες να ζητήσουν ειρήνη. Μόνο όταν πια άρχισε να ρέει αφειδώς το περσικό χρήμα, μετά το 407, μέσω του Κύρου του γιου του Μεγάλου Βασιλέως, μπόρεσε και η Σπάρτη υπό την ηγεσία του Λυσάνδρου να αναγκάσει την Αθήνα να υποταγεί, μετά τη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς (405) – αλλά ακόμη και τότε δεν ήταν η ίδια η ναυμαχία που έδωσε το τελικό χτύπημα αλλά ο επακολουθήσας αποκλεισμός του Ελλησπόντου. Ο πόλεμος χάθηκε, η ηγεμονία διαλύθηκε, ο αητός έπεσε στη γη.
Ηγεμονία: οι αγώνες του τέταρτου αιώνα
«Ἐλευθερία, ἤ ἄλλων ἀρχή» [Βιβλίο Γ 45. 6] είναι μια φράση που ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα ενός από τους ομιλητές του. Η εξίσωση είναι ενδεικτική των ελληνικών αντιλήψεων: η ελευθερία να ασκεί κανείς καταπίεση άξιζε όσο και η απελευθέρωση από την καταπίεση. Μετά την «απελευθέρωση» της Ελλάδας από την αθηναϊκή ηγεμονία, η Σπάρτη με τη συμπεριφορά της έδειξε τη σκοτεινή πλευρά της απελευθέρωσης. Λίγα χρόνια μετά το 404 η Σπάρτη ενεπλάκη στον Κορινθιακό πόλεμο (395-386) εναντίον ενός συνασπισμού ελληνικών πόλεων, της Κορίνθου, του Άργους, των πόλεων της Βοιωτίας, και, αξίζει να σημειωθεί εδώ, της Αθήνας η οποία είχε ανασυνταχθεί μετά την εκδίωξη της ολιγαρχικής τυραννίας που είχε εγκαθιδρύσει η Σπάρτη μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Την ίδια περίοδο (400-390) η Σπάρτη πολεμούσε στην Ασία εναντίον της Περσίας. Ο Αλκιβιάδης είχε δίκιο: η απελευθέρωση της ηπειρωτικής Ελλάδας οδήγησε τη Σπάρτη και στην απόπειρα απελευθέρωσης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Πώς έγινε αυτός ο πόλεμος; Η απάντηση βρίσκεται στο χαρακτήρα του σπαρτιατικού επεκτατισμού αυτής της περιόδου, ενός γενικού επεκτατισμού προς όλες τις κατευθύνσεις, ο οποίος πρέπει να συνδεθεί με την προσωπικότητα του Λυσάνδρου. Αλλά κατά κάποιον τρόπο ο Λύσανδρος εξέφραζε απλώς πιο μονοκόμματα την παραδοσιακή κατά διαστήματα πολιτική της Σπάρτης, όπως και οι Σπαρτιάτες που σχεδίασαν την Ηράκλεια του 426 εξέφραζαν την πολιτική του Λεωτυχίδα και του Κλεομένη A’ στην κεντρική Ελλάδα.
Μπορούμε να αρχίσουμε με την Ηράκλεια και την κεντρική Ελλάδα, γιατί η αναθέρμανση του σπαρτιατικού ενδιαφέροντος δημιούργησε εκεί ισχυρές απειλές για τη Βοιωτία και την Κόρινθο – τον κίνδυνο του αποκλεισμού. Λίγο μετά το τέλος του πολέμου η Σπάρτη επαναβεβαίωσε την εξουσία της στην Ηράκλεια, που στα χρόνια μετά την ίδρυσή της αμφιταλαντευόταν μεταξύ σπαρτιατικής και βοιωτικής επικυριαρχίας. Επιπλέον προκύπτει και από μια ενδιαφέρουσα ομιλία ενός Θεσσαλού πολιτικού το 404 ότι η Σπάρτη είχε αναμιχθεί στα πολιτικά πράγματα της ίδιας της Θεσσαλίας και ότι οπωσδήποτε εγκατέστησε φρουρά στην πόλη των Φαρσάλων. Από αυτή την επέμβαση κινδύνεψε να έλθει σε σύγκρουση με τον δυναμικό βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο (413-399) που είχε και αυτός βλέψεις στη Θεσσαλία. Η παρουσία του Λυσάνδρου στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα τις κατάλληλες στιγμές είναι καλά διαπιστωμένη ώστε να μπορούμε να τον συσχετίσουμε με αυτή την πολιτική.
Αυτά για το βορρά. Μετά έχουμε τη δύση: στις Συρακούσες της Σικελίας την εποχή περίπου που ο Πελοποννησιακός πόλεμος τελείωνε στην Ελλάδα, ο τύραννος Διονύσιος A’ ανέβηκε στην εξουσία – με τη βοήθεια της Σπάρτης. Μπορούμε γι ’ άλλη μια φορά να υποψιασθούμε την ανάμιξη του Λυσάνδρου, που σύμφωνα με το δεύτερο κεφάλαιο του βίου του στον Πλούταρχο επισκέφθηκε τον Διονύσιο ως πρεσβευτής. Εκεί βρίσκονταν τα αίτια ανησυχίας της μητρόπολης των Συρακουσών, της Κορίνθου, ιδίως επειδή στη βοήθεια που έδωσε η Σπάρτη στον τύραννο συμπεριλαμβανόταν και η δολοφονία ενός Κορίνθιου που κατά μυστηριώδη τρόπο περιγράφεται ως «αρχηγός» των Συρακοσίων.
Μετά έχουμε το νότο. Μια από τις τεκμηριωμένες επισκέψεις του Λυσάνδρου έγινε στο αιγυπτιακό μαντείο του Άμμωνος στη Σίβα [Πλούτ. Βίος Λυσάνδρου 20]. Και μια και ο αδελφός του Λυσάνδρου ονομαζόταν Λίβυς («Λίβυος») αυτό μπορεί να δείχνει συγγενικούς δεσμούς. Τότε ακριβώς η Αίγυπτος, από το 404 και μετά, είχε αποσκιρτήσει από την Περσία υπό την ηγεσία ενός τοπικού επαναστάτη «φαραώ», και είναι πιθανόν ότι ο Λύσανδρος έπαιζε το ίδιο παιχνίδι στην Αίγυπτο όπως και στις Συρακούσες – υποστηρίζοντας και έτσι υποχρεώνοντας μια νέα ανερχόμενη δύναμη. Οπωσδήποτε και ο Διονύσιος και ο καινούριος Φαραώ ξεπλήρωσαν την υποχρέωση με συγκεκριμένη ναυτική βοήθεια προς τη Σπάρτη κατά τον Κορινθιακό πόλεμο.
Τελευταίο και σπουδαιότερο – καθώς αφορούσε άμεσα την Περσία – η ανατολή. Η σπαρτιατική ανάμιξη στη Μικρά Ασία μετά το 404 αρχίζει συγκεκαλυμμένα με την ενίσχυση του Κύρου (που τότε είχε εξεγερθεί εναντίον του αδελφού του ο οποίος μόλις είχε ανέβει στο θρόνο), με το μισθοφορικό σώμα των μυρίων του Ξενοφώντα (βλ. σ. 201): αυτή η δύναμη είχε την επίσημη υποστήριξη του σπαρτιατικού κράτους, αλλά αυτή την πτυχή ο φιλοσπαρτιάτης Ξενοφών αγωνίζεται να την αποκρύψει κατά την περιγραφή της εκστρατείας στην Κύρου ἀνάβασιν. Η Σπάρτη έδρασε πιο ανοιχτά εναντίον της Περσίας στην Ασία όταν της το ζήτησαν ευθέως ορισμένες ιωνικές πόλεις: μια σειρά εκστρατειών αναλήφθηκαν μεταξύ 400 και 396, η τελευταία μάλιστα υπό την αρχηγία ενός Σπαρτιάτη βασιλιά που μόλις είχε ανέβει στο θρόνο, του Αγησίλαου, ο οποίος πέρασε στη Μικρά Ασία και διεξήγαγε επιχειρήσεις εναντίον των Περσών μέχρι που ανακλήθηκε με το ξέσπασμα του Κορινθιακού πολέμου (395). Αλλά ακόμη και η ήττα στη ναυμαχία της Κνίδου (394) από έναν περσικό στόλο με διοικητή τον Αθηναίο ναύαρχο Κόνωνα δεν έφθασε για να κάνει τη Σπάρτη να εγκαταλείψει τις ασιατικές βλέψεις της. Αυτό συνέβη μόλις (το 392) λεηλατήθηκαν τα παράλια της Λακωνίας από τον Κόνωνα και έναν Πέρση σατράπη, γιατί έφερε στο προσκήνιο τον παλαιό φόβο της εξέγερσης των ειλώτων που θα έπαιρναν θάρρος βλέποντας τους εχθρούς της Σπάρτης τόσο κοντά. Το αποτέλεσμα, μετά από λίγα ακόμη χρόνια άκαρπων συγκρούσεων, ήταν η Ανταλκίδειος ειρήνη (387/6), που τελικά όρισε ότι η Μικρά Ασία θα ήταν περσική και οι Έλληνες «αυτόνομοι».13 Η καθυστέρηση μεταξύ 392 και 387/6 οφειλόταν εν μέρει μεν στην ανάγκη να εκβιάσουν την Αθήνα να υποχωρήσει μέσω του λιμού, αλλά κυρίως στην εχθρότητα του Πέρση βασιλιά έναντι της Σπάρτης εξαιτίας της βοήθειάς της προς τον Κύρο το 400.
Η «αυτονομία» που προέβλεπε η Ανταλκίδειος ειρήνη ευνοούσε κατά πολύ τη Σπάρτη, γιατί μπορούσε να τη χρησιμοποιεί ως δικαιολογία για να αποδιοργανώνει εκείνους από τους εχθρούς της που η οργάνωσή τους μπορούσε να θεωρηθεί παραβίαση εσωτερικής «αυτονομίας»: έτσι η Μαντίνεια της Αρκαδίας, ενιαία και δημοκρατική πόλις από την εποχή του Θεμιστοκλή, διαλύθηκε στα χωριά που την αποτελούσαν. Είναι αμφίβολο, πάντως, κατά πόσον η Σπάρτη στηριζόταν σε νομοτεχνικά στοιχεία περί αυτονομίας για να επέμβει στη Μαντίνεια. Γεγονός ήταν πως το κύρος της μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη, με την οποία ορίσθηκε από την Περσία ως εγγυητής κατά κάποιον τρόπο, της έδινε τη δυνατότητα να κάνει ό, τι ήθελε. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα αφού δύο από τους κύριους εχθρούς της, η Θήβα και η Αθήνα, πιάστηκαν να παραβιάζουν τα συμφωνηθέντα περί «αυτονομίας»: η Θήβα έπρεπε να αποκηρύξει την επικυριαρχία της στη Βοιωτία και η Αθήνα να εγκαταλείψει για την ώρα τις προσδοκίες της για αναβίωση της παλιάς της ηγεμονίας. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι τέτοιες ελπίδες είχαν ξαναζωντανέψει σχεδόν αμέσως μετά το 404: το 392 ένας Αθηναίος ρήτορας αναφέρεται στην επιθυμία ανάκτησης των υπερπόντιων κτήσεων που έχασε η Αθήνα στον πόλεμο, και, στην περίοδο μετά τη ναυμαχία της Κνίδου η Αθήνα επαναφέρει τον παλαιό φόρο της δεκάτης στον Ελλήσποντο. Αυτή η αναζήτηση της ηγεμονίας του πέμπτου αιώνα, και ιδιαίτερα η επιθυμία να αποκτήσει και πάλι μια αποικία στο βορρά, την Αμφίπολη, καθόρισε την πορεία της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής μέχρι την εποχή του Φιλίππου.
Η Ανταλκίδειος ειρήνη επέτρεψε στη Σπάρτη όχι μόνο να καταπιέσει κοντινούς γείτονες όπως οι Μαντινείς, αλλά και να στραφεί πάλι προς βορρά: το 383 επιτέθηκε στην Όλυνθο της Χαλκιδικής. Αλλά καθ’ οδόν προς βορράν ο Σπαρτιάτης στρατηγός Φοιβίδας προσκλήθηκε στη Βοιωτία από μια φιλοσπαρτιατική φατρία και κατέλαβε την Καδμεία, την ακρόπολη των Θηβών. Αυτή η ωμή επέμβαση θεωρήθηκε από τον ευσεβή Ξενοφώντα, παρά τη συμπάθειά του για τους Σπαρτιάτες, ως μορφή μανίας, και οπωσδήποτε δημιούργησε στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου έντονη αντιπάθεια για τους Σπαρτιάτες, κι έτσι όταν μερικοί Θηβαίοι εξόριστοι το 379 απελευθέρωσαν την πόλη τους, μπόρεσαν να λάβουν βοήθεια από την Αθήνα. Στηριζόμενοι στο αντισπαρτιατικό αίσθημα που κυριαρχούσε, και ίσως φοβούμενοι σπαρτιατικά αντίποινα για το ρόλο τους στα τελευταία γεγονότα των Θηβών, οι Αθηναίοι έκαναν τότε συμμαχία (378), τη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία, με κυριότερο σύμμαχο τη Θήβα. Όπως ήδη αναφέραμε, η νέα συμμαχία ήταν προσεκτική και απέφευγε τις πιο μισητές τακτικές της ηγεμονίας του πέμπτου αιώνα (φόρους, φρουρές, κληρουχίες). Επιπλέον, δεν υπήρχε ιδιαίτερη πίεση να γίνει κανείς μέλος. Μόνο όταν η νέα συμμαχία έδειξε την αποτελεσματικότητά της στην πράξη με μια νίκη σε ναυμαχία εναντίον της Σπάρτης στα ανοιχτά της Νάξου (376) άρχισαν να συρρέουν νέα μέλη. Η καινούρια θέση της Αθήνας αναγνωρίσθηκε στην ανανέωση της Ανταλκιδείου ειρήνης το 375. Ο αθηναϊκός αητός πετούσε και πάλι ψηλά, αν και δεν προκαλούσε πια το δέος του πέμπτου αιώνα. Παρά την υπόσχεση του 377 (βλ. σ. 189), η έντονη ναυτική δραστηριότητα της δεκαετίας είχε το κόστος της και το 373 ακούμε πρώτη φορά να γίνεται λόγος για οικονομικές «εισφορές» – η παλιά φορολογία του πέμπτου αιώνα με άλλο όνομα. Και την ίδια χρονιά υπάρχουν στοιχεία για την πρώτη αθηναϊκή φρουρά, στο νησί της Κεφαλονιάς.
Και δεν άρχισε μόνον η Αθήνα να παραβιάζει από νωρίς τις υποσχέσεις της: πιο σημαντική ήταν η αμφισβήτηση της ιδεολογικής δικαίωσης της νέας συμμαχίας – η οποία ήταν αρχικά ένας δημοκρατικός αγώνας για ελευθερία εναντίον της Σπάρτης, με την Αθήνα και τη Θήβα να πρωτοστατούν – από τη συμπεριφορά της ίδιας της Θήβας στη δεκαετία του 370. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Καδμείας η Θήβα ανέκτησε τη θέση της στη Βοιωτία, ανασυγκροτώντας τη βοιωτική συμμαχία υπό την ηγεσία της. Οι αντιρρησίες μεταξύ των μικρότερων βοιωτικών πόλεων καταπιέσθηκαν και σε μερικές περιπτώσεις καταστράφηκαν. Στη γειτονική Αθήνα όλα αυτά τα παρακολουθούσαν με ανησυχία. Όταν το 371 οι Θηβαίοι αντιμετώπισαν τη Σπάρτη στη μάχη των Λεύκτρων και – προς γενική κατάπληξη των Ελλήνων που επί γενιές ολόκληρες ήταν εθισμένοι στην ιδέα της αήττητης Σπάρτης – τη νίκησαν, η Αθήνα δέχθηκε τον αγγελιαφόρο που ανακοίνωσε τη θηβαϊκή νίκη με παγερή ψυχρότητα, και από τότε πλησίασε διπλωματικά περισσότερο τη Σπάρτη, μια αλλαγή που δυσαρέστησε τους άλλους συμμάχους της Αθήνας. Η δεκαετία της θηβαϊκής ηγεμονίας είχε αρχίσει.
Τα Λεύκτρα αποτελούσαν ήττα για τη Σπάρτη, αλλά ακόμη χειρότερη συνέπεια ήταν η επανίδρυση της Μεσσήνης από τους Θηβαίους ως ανεξάρτητης πόλεως μετά από πολλούς αιώνες δουλείας (369). Η Σπάρτη τώρα, στερημένη από τα οικονομικά μέσα για να συνεχίσει την παλιά ἀγωγή στην οποία στηριζόταν η δύναμή της, και η οποία χρειαζόταν την άνεση που μόνο το μαζικό εξαρτημένο εργατικό δυναμικό μπορούσε να προσφέρει, ξέπεσε σε θέση δεύτερης κατηγορίας μεταξύ των ελληνικών δυνάμεων.
Το γεγονός αυτό επέτρεψε στη Θήβα και στην Αθήνα να συνεχίσουν τον ανταγωνισμό τους στο κενό που δημιουργήθηκε με την εξαφάνιση της Σπάρτης. Στη Θεσσαλία, την τρίτη δύναμη που ήδη αναφέραμε, ο Ιάσων των Φερρών κατέστρεψε το τείχος της Ηράκλειας για να εμποδίσει κάθε πιθανό εχθρό να πάει προς τα εκεί. Αυτό σήμανε το τέλος των φιλοδοξιών της Σπάρτης στην κεντρική Ελλάδα. Αλλά ο Ιάσων δολοφονήθηκε και η Θεσσαλία έγινε γι’ άλλη μια φορά, στην αρχή της δεκαετίας του 360, παθητικό αντικείμενο ξένων επιθυμιών. Η Θεσσαλία και η Μακεδονία, η οποία αυτή την περίοδο κατατρύχεται από δυναστικές έριδες, αποτελούν το πρώτο θέατρο των θηβαϊκών επιχειρήσεων στη δεκαετία του 360: ο Θηβαίος Πελοπίδας κατηύθυνε αυτή τη διπλωματική και στρατιωτική διείσδυση στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Εκεί τα θηβαϊκά συμφέροντα συγκρούσθηκαν με τα αθηναϊκά, γιατί ένα από τα αποτελέσματα της μάχης των Λεύκτρων ήταν να αναζωπυρωθούν έντονα οι αθηναϊκές ελπίδες για την ανάκτηση της Αμφίπολης και της Χερσώνας. Όμως το μόνο που κατάφεραν οι δύο πλευρές να πετύχουν στο βορρά ήταν να εμποδίσουν η μια την άλλη να επιτύχει πλήρως το σκοπό της, διευκολύνοντας έτσι τις μετέπειτα επιδιώξεις του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας. Η Θήβα κέρδισε πάντως ένα σημαντικό πλεονέκτημα: τον έλεγχο μιας ισχυρής πλειοψηφίας στη δελφική αμφικτυονία μέσω των θεσσαλικών ψήφων.
Η δεύτερη σημαντική περιοχή της θηβαϊκής δραστηριότητας ήταν η Πελοπόννησος, όπου ο Επαμεινώνδας, ο νικητής των Λεύκτρων, συνόδευσε την επανασύσταση της Μεσσήνης με τη δημιουργία μιας νέας ομοσπονδίας των Αρκάδων με πρωτεύουσα τη Μεγαλόπολη. Τέτοιοι θεσμοί, καθώς επίσης και η δημιουργία ομοσπονδίας και στην Αιτωλία, και η σύσταση μιας νέας βοιωτικής ομοσπονδίας (διαφορετικής από τη βοιωτική συμμαχία – που συνέχιζε να υπάρχει – και με πρότυπο τη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία), αντιπροσωπεύουν την κύρια κληρονομιά των Θηβαίων στην ελληνιστική Ελλάδα.
Η τρίτη και τελευταία περιοχή της θηβαϊκής επέκτασης ήταν το Αιγαίο. Εδώ και πάλι ο αντίπαλος ήταν η Αθήνα, η οποία στα μάτια των συμμάχων της το 365 είχε ξεπεράσει τα όρια εγκαθιστώντας μια κληρουχία στη Σάμο, και αθετώντας έτσι άλλη μια συμμαχική της υπόσχεση. Η αθέτηση ήταν περισσότερο ηθική παρά τυπική αφού, πρώτον, η Σάμος δεν ήταν μέλος της συμμαχίας, και δεύτερον, η αθηναϊκή ενέργεια προκλήθηκε από μια περσική φρουρά η αποστολή της οποίας παραβίασε την Ανταλκίδειο ειρήνη, που παραχωρούσε μεν την Ασία αλλά όχι και τα κοντινά σε αυτή νησιά, όπως η Σάμος, στην Περσία. Η παραβίαση ήταν κατάφωρη και η Αθήνα είχε το δικαίωμα, λόγω της στρατηγικής σημασίας της Σάμου, να αντιδράσει όπως αντέδρασε. Αλλά η ενέργειά της, η αποστολή της κληρουχίας έγινε (όπως δείχνουν φιλοσαμιακές επιγραφές) δεκτή με βαριά και γενική δυσαρέσκεια. Αυτή η δυσαρέσκεια επέτρεψε στη Θήβα να πείσει μερικούς από τους σημαντικότερους συμμάχους των Αθηνών να εγκαταλείψουν τη συμμαχία, και συγκεκριμένα το Βυζάντιο (στη διαδρομή των σιτηρών του Ελλησπόντου), και προσωρινά τη Ρόδο. Ο Επαμεινώνδας είναι από αυτή την άποψη πρόδρομος του Μαυσώλου, του Πέρση σατράπη που εκμεταλλεύθηκε τα συμμαχικά παράπονα εναντίον των Αθηνών στη δεκαετία του 350, αποσπώντας τελικά τη Ρόδο και άλλες πόλεις από το αθηναϊκό στρατόπεδο με τον Συμμαχικό πόλεμο. Αυτή η ολιγαρχικού χαρακτήρα διείσδυσή του στα ελληνικά νησιά αρχίζει ήδη από τη δεκαετία του 360 σε μερικές περιοχές (παράδειγμα η Κως). Έκρινε σε μεγάλο βαθμό την «ταξική πάλη» στο Αιγαίο μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών, ανατρέποντας την ισορροπία εις βάρος των δημοκρατικών. Αλλά πρέπει να μην παραβλέπουμε ότι η ίδια η αθηναϊκή φιλαυτία – η επιδίωξη ιδιαίτερων στόχων όπως η Αμφίπολη – έσπρωξε δημοκρατικούς όπως οι Ρόδιοι να προτιμήσουν ακόμη και τον Μαύσωλο από τους ομοϊδεάτες τους δημοκράτες της Αθήνας.
Στο τέλος της δεκαετίας του 360, τα εχθρικά αισθήματα προς την Αθήνα είχαν ενισχυθεί μέσα στην ίδια τη συμμαχία της, η Θήβα ήταν εν γένει αντιπαθής και η Σπάρτη διαλυμένη. Έτσι όταν ο Φίλιππος Β΄, τον οποίο ένας σύγχρονος ιστορικός δικαίως αποκαλεί «τον μεγαλύτερο άνδρα που είχε δει ως τότε η Ευρώπη», ανέβηκε στον αποδυναμωμένο μακεδονικό θρόνο το 359, ήταν πάνω απ ’ όλα τυχερός εξαιτίας της αδυναμίας εκείνων των πόλεων που κυρίως θα έπρεπε να ασχολούνται με το πώς θα τον αντιμετωπίσουν. Διαφορετικά, το προσωπικό του μεγαλείο θα παρέμενε απλή δυνατότητα. Μπορούμε να προσθέσουμε ότι η τυραννίδα των Συρακουσών είχε ανατραπεί μετά τη δεύτερη γενιά, πιστή στο σημείο αυτό, όπως και σε άλλα, στο σχήμα των παλιών αρχαϊκών τυραννικών καθεστώτων της ηπειρωτικής Ελλάδας, και ότι η Σικελία των μέσων του τέταρτου αιώνα, αναρχούμενη και οικονομικά εξασθενημένη, δεν ήταν σε θέση να επέμβει εναντίον του νέου βασιλιά της Μακεδονίας. Ένας Κορίνθιος ονόματι Τιμολέων επρόκειτο να συνεφέρει και να ξαναζωντανέψει τη Σικελία στη δεκαετία του 340, αλλά μόνο στην Ελληνιστική εποχή μπόρεσε Σικελός ηγεμόνας να ξαναπαίξει ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή. Τα προβλήματα των Αθηνών, της Σπάρτης και των Θηβών επιδεινώθηκαν κατά τη δεκαετία του 350: η αθηναϊκή συμμαχία, όπως είδαμε, διαλύθηκε με τον Συμμαχικό πόλεμο του 357-355. Οι προσπάθειες της Σπάρτης να ανακτήσει τη Μεσσηνία ήταν μάταιες, αλλά απορρόφησαν όλη την ενέργειά της. Η Θήβα ξεκίνησε μια διαμάχη με τη γειτονική Φωκίδα στις αρχές της δεκαετίας του 350 και έπεισε τους εγκαθέτους της στη δελφική αμφικτυονία να κηρύξουν Ιερό πόλεμο εναντίον της Φωκίδας. Αλλά οι Φωκείς άρπαξαν τους θησαυρούς του μαντείου των Δελφών, προσέλαβαν μισθοφόρους και τα πήγαν τόσο καλά εναντίον των Θηβών ώστε ο πόλεμος τελείωσε μόλις το 346, με την επέμβαση του Φιλίππου. Η σημασία του Ιερού πολέμου που έφερε τον Φίλιππο στην καρδιά της Ελλάδας, είναι ανυπολόγιστη. Αλλά για να επιστρέφουμε στη δεκαετία του 350, ο Φίλιππος είχε αρχίσει να επωφελείται από τη διχόνοια και τα τοπικά συμφέροντα των ελληνικών πόλεων ώστε να καταλάβει στρατηγικά σημεία στο βορρά, μεταξύ αυτών και την Αμφίπολη, και να αποκτήσει τον έλεγχο της Θεσσαλίας με όλα τα πλεονεκτήματά της. Η Όλυνθος παραδόθηκε το 348, αβοήθητη από την Αθήνα παρά τις πύρινες πατριωτικές ομιλίες του Δημοσθένη, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του 350 δεν είχε αντιληφθεί πλήρως ότι ο Φίλιππος ήταν ο κύριος αντίπαλος της Αθήνας (περισσότερο απ’ ό, τι η Περσία ή η Σπάρτη), αλλά δεν έκανε το ίδιο λάθος μετά το 349. Το 346 η στρατιωτική σύγκρουση με τον Φίλιππο είχε τόσο λίγα αποτελέσματα να επιδείξει, ώστε παραχώρησε τη θέση της στην υψηλή διπλωματία, τη λεγάμενη ειρήνη του Φιλοκράτη, το σπουδαιότερο σημείο της οποίας από αθηναϊκής πλευράς ήταν η αποδοχή της απώλειας της Αμφίπολης. Από την πλευρά του Φιλίππου ίσως μετρούσε περισσότερο το γεγονός ότι δεν συνήψε μόνον ειρήνη αλλά και συμμαχία με την Αθήνα, μια και υπάρχει σοβαρός λόγος να πιστεύουμε ότι σχεδίαζε ήδη την εκστρατεία εναντίον της Περσίας που πραγματοποίησε τελικά ο γιος του ο Αλέξανδρος ο Μέγας: κάτι για το οποίο θα του χρειαζόταν το ναυτικό των Αθηναίων ή τουλάχιστον η ουδετερότητά τους. Η ειρήνη του 346 όμως ήταν ασταθής, και είναι αμφίβολο αν αυτός που ήθελε περισσότερο την ανατροπή της ήταν τελικά ο αδιάκοπα προκλητικός Δημοσθένης ή ο ίδιος ο Φίλιππος. Ο Φίλιππος αξιοποίησε το τέλος της δεκαετίας του 340 για να εδραιώσει την κυριαρχία του στη Θεσσαλία και τη Θράκη, και για να φέρει στην εξουσία (ή ίσως μόνο να ενισχύσει) τους οπαδούς του και σε άλλα μέρη, για παράδειγμα στην Εύβοια. Εν τω μεταξύ ο Δημοσθένης αναλώθηκε στο να στρέψει την ελληνική κοινή γνώμη εναντίον του «βαρβάρου» — όπως άδικα και άστοχα αποκάλεσε το Μακεδόνα βασιλιά που την έκταση της ελληνικότητας του πολιτισμού του μας αποκαλύπτουν τώρα ακόμη καθαρότερα αρχαιολογικά ευρήματα όπως οι τοιχογραφίες που ανακαλύφθηκαν στη Βεργίνα το 1977.14 Το ότι οι πατριωτικές και πολιτικές προσπάθειες του Δημοσθένη άγγιξαν την επιτυχία, φαίνεται από το ότι η τελική νίκη του Φιλίππου στην πεδιάδα της Χαιρωνείας (338) ήταν οριακή. Η Χαιρώνεια είχε ως αποτέλεσμα μια διπλωματία νέου τύπου: μια διευθέτηση (την «Κορινθιακή συμμαχία», που είχε ελάχιστη σχέση με το κλασικό ιδεώδες της συμμαχίας), με βασιλιά στο επίκεντρο, και η οποία στηριζόταν στις προνομιούχες τάξεις των οποίων εδραίωσε την εξουσία. Δεν επρόκειτο ποτέ να χάσουν αυτή τη θέση ισχύος, ούτε επί Μακεδόνων ούτε επί Ρωμαίων. Ο ταξικός αγώνας της Κλασικής εποχής είχε κριθεί: η δημοκρατία και η Αθήνα είχαν χάσει, αποτέλεσμα της τρέλας της ίδιας της Αθήνας. Ο ιμπεριαλισμός αποδείχθηκε τελικά ασύμβατος με τη δημοκρατία.
--------------
Σημειώσεις
Το κείμενο όμως καταλήγει: πόλιν τε τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτην καί μεγίστην ὠκήσαμεν – λόγια που παρ’ όλον ότι τα συμφραζόμενα περιορίζουν το νόημά τους στο καθαρά υλικό επίπεδο («ὑπήρξαμεν πολῖται πόλεως μεγίστης καί διαθετούσης ἀφθονίαν πόρων παντός εἴδους»), ανακαλούν αβίαστα την υψηλή ευγλωττία του Επιταφίου.
Το επίγραμμα αυτό έχει ως εξής:
Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει
Μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι
καί βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.
***
[Τον Αθηναίο Αισχύλο του Ευφορίωνα
που πέθανε στη Γέλα την πολύκαρπη,
σκεπάζει αυτός ο τάφος·
για την παλικαριά του έχει να λέει
του Μαραθώνα το άλσος, μα κι ο Μήδος
ο μακρυμάλλης που καλά τη γνώρισε.]
Αισχύλου βίος, σ. 332
Λουκιανού, Τίμων 14. Φράση και της αγγλικής (a dog in the manger) για τον στριμμένο άνθρωπο που, μολονότι δεν του χρειάζεται διόλου κάτι που ένας άλλος έχει ανάγκη, δεν τον αφήνει ούτε εκείνον να το χρησιμοποιήσει, όπως το σκυλί του γνωστού μύθου: έπιανε θέση στο παχνί και δεν άφηνε το άλογο ούτε να πλησιάσει το σανό.
Λακεδαιμονίους δε ἀποκρίνασθαι μή εἶναι σφίσι πάτριον ἀκολουθεῖν ἄλλοις, ἀλλ ’ αὐτούς ἄλλων ἀξηγεῖσθαι.
Από τον John Boardman στο Frank Brommer Festschrift (Mainz/Rhein 1977), σσ. 39 κ.ε.
ἀετόν ἐν νεφέλαις [Αιλίου Αριστείδου, Παναθηναϊκός 399 136.15-16 Lenz]. Ο χρησμός έχει ως εξής:
Εὔδαιμον πτολίεθρον Ἀθηναίης ἀγελείης
πολλά ἰδόν καί πολλά παθόν καί πολλά μογῆσαν
ἀετός ἐμ νεφέλησι πετήσεται ἤματα πάντα.
Τ. Kock, Ausgewahlte Komodien des Aristophanes (Weidmann, Λειψία 1852) I. 145-46, όπου και το σχόλιο
οἷον βασιλεύς μέγας ύπερέζεις ἁπάντων ὥσπερ ἀετός ταῶν ὄρνεων
Πρβλ. και το σχετικό λήμμα της Σούδας:
Ἀετός ἐν νεφέλαις: ἐπί ταῶν δυσαλώτων· παρόσον ἀετός ἐν νεφέλαις ὧν οὐχ ἁλίσκεται (I 59.18-19 Adler).
Διότι, κύριος γάρ ὤν ὁ δῆμος τῆς ψήφου κύριος γίγνεται ταῆς πολιτείας (Ἀθηναίων πολιτεία 9.1).
Δες χαρακτηριστικά τα όσα υπαινίσσεται σαφώς ο Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος 63.
J.G. Landels, Engineering in the Ancient World (Chatto & Windus, Λονδίνο 1978).
Πρόκειται για τα ρήματα περίειμι και περιγίγνομαι.
«… δέν εἶναι πιθανόν, ὅτι ἐνῶ ἐλευθερώνουν σήμερον τούς Ἕλληνας ἀπό τήν κυριαρχίαν τῶν Ἀθηναίων, δέν θα ἐλευθερώσουν αὐτούς καί ἀπό τήν κυριαρχίαν ταῶν Περσῶν» (Θ 46.3· „Ρ|». 1 θ 52).
τῇ μετ’ αὐτόν (sc. τῷ πρώτῳ πολέμῳ) ύπόπτῳ ἀνακωχῇ (Ε 26.3)
καί ἐπί ἕξ ἔτη μέν καί δέκα μήνας ἀπέσχοντο
μή ἐπί τήν ἑκατέρων γῆν στρατεῦσαι, ἔξωθεν δέ
μετ’ ἀνακωχῆς οὐ βεβαίου ἔβλαπτον ἀλλήλους τά μάλιστα (Ε 25.3).
Αυτή την ατιμωτική ἥν βασιλεύς εἰρήνην καταπέμποι παραδίδει ο Ξενοφών:
«Ὁ Βασιλεύς Ἀρταξέρξης κρίνει δίκαιο νά τοῦ ανήκουν οἱ πόλεις τῆς Ἀσίας κι ἀπό τά νησιά οἱ Κλαζομενές καί ἡ Κύπρος. Οἱ ἄλλες ἑλληνικές πόλεις, μεγάλες καί μικρές, ν’ ἀφεθοῦν ἀνεξάρτητες έκτός ἀπό τή Λῆμνο, τήν Ἴμβρο καί τή Σκῦρο, πού ὅπως καί παλιά θ ’ ἀνήκουν στούς Ἀθηναίους. Ὅσους δέν δεχτοῦν τούτη τήν εἰρήνη, θά τούς πολεμήσω μαζί μ’ ἐκείνους πού τή θέλουν, καί στή στεριά καί στη θάλασσα, μέ πλοῖα καί μέ χρήματα» (Ξενοφ. Έλλην. Ε 1.31).
----------------
Βιβλιογραφία
Τις αρχαίες πηγές της περιόδου από τους Περσικούς μέχρι τους Πελοποννησιακούς πολέμους συνέλεξε ο G.F. Hill, Sources for Greek History 478-431 B.C. (αναθεωρημένη έκδ., υπό R. Meiggs και A. Andrewes, Οξφόρδη 1951). Τα ευρετήρια των ονομάτων είναι εξαιρετικά χρήσιμα διότι παρουσιάζουν τις αρχαίες αναφορές γεωγραφικά και χρονολογικά ταξινομημένες. Το μέρος της συλλογής του Fornara (βλ. σ. 45) που αφορά τον πέμπτο αιώνα περιλαμβάνει μεταφράσεις πολλών από αυτά τα λογοτεχνικά και επιγραφικά στοιχεία. Την υπόλοιπη Κλασική περίοδο καλύπτει η αντίστοιχη συλλογή του P. Harding, From the end of the Peloponnesian War to the battle of Ipsus (Καίημπριτζ 1985). Υπάρχουν καλές αναθεωρημένες μεταφράσεις του Θουκυδίδη (αναθεωρημένη από τον Μ.Ι. Finley) και του Ξενοφώντος (ααναθεωρημένη από τον G.L. Cawkwell), με τους τίτλους The Persian Expedition και A History of My Times στη σειρά Penguin.
Έχουμε δύο πρόσφατες ιστορίες της κλασικής Ελλάδας. Μία από τον J.K. Davies, Democracy and Classical Greece (Λονδίνο 1978), με θέμα ευρύτερο απ’ ό, τι δείχνει ο τίτλος της: πρόκειται για ζωηρή γενική εξιστόρηση της περιόδου. Και μία από τον S. Hornblower, The Greek World, 479-323B.C. (Λονδίνο 1983), όπου παρέχεται πληρέστερη βιβλιογραφική κατατόπιση απ’ ό,τι είναι εφικτό στην παρούσα εργασία.
Για την αθηναϊκή ηγεμονία, οι κύριες νεότερες εργασίες είναι των Β. Meritt, Η.Τ. Wade- Gery και M.F. McGregor, The Athenian Tribute Lists III (Harvard 1950) και του R. Meiggs, The Athenian Empire (Οξφόρδη 1972, χαρτόδετο 1979). (To Trees and Timber in the Ancient Mediterranean World του ιδίου (Οξφόρδη 1982) παρουσιάζει τη σημασία των πηγών παροχής ξυλείας για την αθηναϊκή ηγεμονία.) Θαυμάσια σύντομη επισκόπηση παρέχει ο P.J. Rhodes, The Athenian Empire (Greece & Rome New Surveys in the Classics xvii, 1985). Oi σχετικές πηγές μεταφράζονται και σχολιάζονται από τους Μ. Greenstock και S. Hornblower, The Athenian Empire (LACTOR 1, 1983).
Για την αθηναϊκή δημοκρατία έχουν γίνει πολλές σοβαρές μελέτες και αναθεωρήσεις μετά τη συντηρητική και σκεπτικιστική History of the Athenian Constitution του C. Hignett (Οξφόρδη 1952) και την ακόμη και σήμερα υπερπολύτιμη Athenian Democracy του Α.Η.Μ. Jones (Οξφόρδη 1957). Τα σπουδαιότερα βιβλία (αν και πολλές νέες σημαίνουσες απόψεις έχουν υποστηριχθεί σε άρθρα) είναι των W.R. Connor, The New Politicians of Fifth-Century Athens (Πρίνσετον 1971), P.J. Rhodes, The Athenian Boule (Οξφόρδη 1972) και το υπέροχο Commentary on the Aristotelian Athenaion Politeia (Οξφόρδη 1981), M.H. Hansen, The Athenian Ecclesia: a collection of articles, 1976-1983 (Κοπεγχάγη 1983) και The Athenian Assembly (Οξφόρδη 1987), M.I. Finley, Politics in the Ancient World (Καίημπριτζ 1983), και J.K. Davies, Wealth and the Power of Wealth in Classical Athens (Νέα Υόρκη 1981: συμπλήρωμα στο Athenian Propertied Families, Οξφόρδη 1971, του ιδίου). Γ ια τους δήμους δες το εξαίρετο βιβλίο του D. Whitehead, The Demes of Attica (Πρίνσετον 1986).
Για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, θεμελιώδες είναι το υπόμνημα του A.W. Gomme, A Historical Commentary on Thucydides που ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του από τους Α. Andrewes και K.J. Dover (Οξφόρδη, 5 τόμοι 1945-80). Το σύγγραμμα του G.E.M. de Ste Croix, The Origins of the Peloponnesian War (Λονδίνο 1972, χαρτόδετο, 1982) βρίθει αναλύσεων που υπερβαίνουν την εμβέλεια του τίτλου. Ο de Ste Croix επανέρχεται σε ορισμένα θέματα της ιστορίας της Κλασικής περιόδου στο κεφ. 5 του The Class Struggle in the Ancient Greek World (Λονδίνο 1981, χαρτόδετο 1982). Γ ια την τελική φάση του πολέμου, τα κεφ. 4 και 5 του βιβλίου του D.M. Lewis, Sparta and Persia (1977) είναι απαραίτητα.
Μέχρι πρόσφατα, ο τέταρτος αιώνας είχε μελετηθεί περισσότερο σε άρθρα παρά σε βιβλία, το έργο όμως του T.T.B. Ryder, Koine Eirene (Οξφόρδη 1965) είναι χρήσιμο για την περίπλοκη διπλωματική ιστορία της περιόδου (και ιδιαίτερα για τις σχέσεις με την Περσία). Τη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία επανεξετάζει, με αρκετή ίσως εύνοια, ο J. Cargill, The Second Athenian League, Empire or Free Alliance (Καλιφόρνια 1981). 0 J. Buckler, The Theban
Hegemony 371-362 B.C. (Harvard 1980) δίνει πολλές χρονολογικές και πολιτικές πληροφορίες. Παραμένει όμως απαραίτητη η προσφυγή σε εργασίες όπως του J.A.O. Larsen, Greek Federal States (Οξφόρδη 1968) για τη σημασία των συμμαχικών εξελίξεων κατά τη δεκαετία του 360. Για τη Θεσσαλία, το ωραίο βιβλίο του H.D. Westlake, Thessaly in the Fourth Century B.C. (Λονδίνο 1935) δεν έχει ακόμη ξεπερασθεί. Ο S. Hornblower συζητά στο κεφ. 7 του Mausolus (Οξφόρδη 1982) την αθηναϊκή και την περσική πλευρά κατά τις δεκαετίες του 370 και του 360 και αναλύει λεπτομερώς τον Συμμαχικό πόλεμο και (στο κεφ. 6) την Επανάσταση των Σατραπών.
Για τον Φίλιππο Β’ έχουμε τώρα εξαιρετικές μονογραφίες, με καλύτερη ίσως αυτή του G.L. Cawkwell, Philip of Macedon (Faber 1978). Για λεπτομερέστερη συζήτηση των νεότερων απόψεων δες τη συμβολή του G.T. Griffith στο N.G.L. Hammond και G.T. Griffith, History of Macedonia ii (Οξφόρδη 1979).
Τέλος, ένα βιβλίο που περιέχει σημαίνουσες συνεισφορές σε αρκετά από τα θέματα που θίγει αυτό το κεφάλαιο: P. Garnsey και C. Whittaker (επιμ.), Imperialism in the Ancient World (Καίημπριτζ 1978). Δες ιδιαίτερα τα όσα έχουν να πουν ο Andrewes για τη Σπάρτη, ο Finley για την αθηναϊκή ηγεμονία του πέμπτου αιώνα (ανατυπωμένο και στη συλλογή των δοκιμίων του Economy and Society in Ancient Greece: Λονδίνο, 1981, εκδ. Pelican, 1983) και o Griffith για τη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία.
ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΙΔΡΥΣΑΝ μια ναυτική αυτοκρατορία το 478, αντικαθιστώντας έτσι τους Σπαρτιάτες ως επικεφαλής των Ελλήνων. Η δύναμή τους μεγάλωσε τις δεκαετίες του 470 και του 460, όταν πέρασαν στην αντεπίθεση εναντίον των Περσών που πρόσφατα είχαν αποχωρήσει από την Ελλάδα. Το ύψιστο σημείο αυτής της αντεπίθεσης ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 460, όταν ο Αθηναίος ναύαρχος Κίμων νίκησε στη ναυμαχία του Ευρυμέδοντα ποταμού, στις ακτές της Παμφυλίας της νότιας Μικράς Ασίας. Η καταστολή μιας εξέγερσης κατά των Αθηνών στο βορειο-αιγαιοπελαγίτικο νησί της Θάσου στα μέσα του 460, ήταν άλλος ένας σταθμός: οδήγησε στην επιδείνωση των σχέσεων με τη Σπάρτη και την Πελοποννησιακή συμμαχία. Έτσι από το 460 περίπου έως το 446 έχουμε πόλεμο μεταξύ Αθηνών και Πελοποννησιακής συμμαχίας, γνωστό πλέον ως Πρώτο Πελοποννησιακό πόλεμο. Στις πρώτες φάσεις του πολέμου, μολονότι οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Αττική τον τελευταίο του χρόνο, η Κόρινθος και όχι η Σπάρτη ήταν πιο φανερά στο μέτωπο των συγκρούσεων. Η ασυνήθιστη έχθρα της Κορίνθου προς την Αθήνα ήταν το αποτέλεσμα της προσάρτησης των Μεγάρων, της μικρής πόλης που τη χώριζε γεωγραφικά από την Κόρινθο, από την Αθήνα, αλλά που το μίσος γι’ αυτά ένωνε ώς τότε πολιτικά την Αθήνα και την Κόρινθο. Στη δεκαετία του 450 η Αθήνα, παρά τον πόλεμο που διεξήγε στην Ελλάδα, πολέμησε στο πλευρό των επαναστατών της Αιγύπτου εναντίον των Περσών (μια εξέγερση που απέτυχε ολοσχερώς και στοίχισε πολλές αθηναϊκές ζωές) και ανέπτυξε τις διπλωματικές της σχέσεις με τις κοινότητες της Σικελίας. Επισήμως, οι εχθροπραξίες με την Περσία έληξαν το 449 με την ειρήνη του Καλλίου. Η συνθήκη ειρήνης του Πρώτου Πελοποννησιακού πολέμου το 446 αναγνώρισε την αθηναϊκή ναυτική ηγεμονία, αποτελώντας έτσι νίκη για την Αθήνα, μολονότι αυτή έπρεπε να εγκαταλείψει τις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας που είχε αποκτήσει πολεμώντας, με πρώτη τη Βοιωτία. Η Αθήνα ήταν πλέον ελεύθερη να επεκταθεί προς βορράν, όπου το 437 πραγματοποίησε ένα παλαιό όνειρο ιδρύοντας μια αποικία στην πλούσια σε ξυλεία περιοχή της Αμφίπολης, προς ανατολάς, όπου επέβαλε σταθερότερα την επικυριαρχία της επί της Σάμου (η οποία είχε εξεγερθεί ανεπιτυχώς το 440/39), και προς δυσμάς, όπου συνήψε σειρά συμμαχιών, αποβλέποντας ίσως σε διαρκή προμήθεια ξυλείας που χρειαζόταν για το στόλο της. Αυτή η δυτική και βόρεια εξάπλωση, σε συνδυασμό με την ανανεωμένη επιθετικότητα εναντίον των Μεγάρων, αναζωπύρωσε τις υποψίες της Κορίνθου στη δεκαετία του 430, γιατί η Κόρινθος είχε παραδοσιακούς δεσμούς με τις αποικίες της στη βόρεια Ελλάδα και τη Σικελία. Αποτέλεσμα ήταν ο Δεύτερος ή Μέγας Πελοποννησιακός πόλεμος του 431-404 τον οποίο έχασε η Αθήνα.
Ο ιστορικός αυτού του πολέμου, ο Θουκυδίδης ο Αθηναίος, βάζει τον μεγάλο πολιτικό Περικλή να λέει ότι θα θυμούνται την Αθήνα ως την πόλη που κυβέρνησε περισσότερους Έλληνες από οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη [Ἑλλήνων τε ὅτι Ἕλληνες πλείστων δη ἤρξαμεν, Β 64.3].1 Ο Θουκυδίδης (ή ο Περικλής) έσφαλε: μόνον οι ειδικοί που ασχολούνται με την αρχαία ιστορία γνωρίζουν τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, αλλά όλοι έχουν α- κούσει για τον Παρθενώνα και για την αρχαία ελληνική τραγωδία. Θα ’πρεπε μάλλον να μιλάμε για αθηναϊκή τραγωδία, αφού ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης ήταν όλοι Αθηναίοι. Πιο συγκεκριμένα, η χρησιμοποίηση μύθων των τραγικών ποιητών συνεχίζει να αποτελεί άμεση πηγή έμπνευσης για σύγχρονους διανοητές (όπως ο Freud), δραματουργούς (Brecht, Anouilh) και πεζογράφους (ο Θάνατος στη Βενετία του Thomas Mann αποτελεί παραλλαγή των Βακχών του Ευριπίδη). Αυτά είναι τα επιτεύγματα που δικαιολογούν την ενδελεχή σπουδή στην οποία έχει υποβληθεί ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, και ιδιαίτερα η λογοτεχνία του, από την Αναγέννηση και εξής. Αλλά δεν πρόκειται για προκατάληψη μόνο του Θουκυδίδη: ο Αισχύλος έγραψε ο ίδιος το επιτύμβιο του καυχώμενος για τις στρατιωτικές του υπηρεσίες στους Μηδικούς πολέμους, και παραλείποντας την αναφορά στην ποιητική του δημιουργία.2 Ο Σωκράτης, ο μεγάλος δάσκαλος και φιλόσοφος, παρουσιάζεται στα ιστορικά έργα της εποχής μόνο για τη στάση του σε ένα θέμα καθαρά πολιτικής αδικίας. Είναι δε πιθανόν ότι ο Οιδίποδας, ο μυθικός βασιλιάς των Θηβών, αποτελεί στα χέρια του Σοφοκλή εικόνα της αθηναϊκής αυτοκρατορίας: έξυπνος, πολυπράγμων και καταδικασμένος εξαιτίας αυτών ακριβώς των στοιχείων της μεγαλοσύνης του. Τολμηρός αναχρονισμός.
Αλλά δεν πρέπει να ρίξουμε το βάρος από την άλλη μεριά, και να παραβλέψουμε τη σημασία των στρατιωτικών και πολιτικών επιτυχιών που εξασφάλισαν τον πολιτισμό του πέμπτου αιώνα. Πρώτον, ήταν οι Μηδικοί πόλεμοι που χειροτερεύοντας την πολιτική ατμόσφαιρα της Ιωνίας, γέμισαν την Αθήνα με μια πλειάδα ανδρών όπως ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος, που ξανασχεδίασε το λιμάνι του Πειραιά, και ο Αναξαγόρας, ο φιλόσοφος που ήταν φίλος του Περικλή. Αλλά πάνω απ ’ όλα, αριστοκράτες όπως ο Κίμων και ο Περικλής, με την πολιτική και στρατιωτική τους ηγεσία, εξασφάλισαν το δημόσιο χρήμα που επιχορήγησε τα κτίσματα και τα γλυπτά του Φειδία, του Ικτίνου και του Μνησικλή στην Ακρόπολη. Και διαθέτοντας τον προσωπικό τους πλούτο για δημόσιους σκοπούς, επιχορήγησαν τις γιορτές και τις δραματικές παραστάσεις που κάνουν την κλασική Αθήνα τόσο ελκυστική. (Αυτό ήταν το σύστημα των λειτουργιών, φόρος των π/ που τους έδινε κύρος όταν υπερέβαινε το υποχρεωτικό όριο.) Η γνωστή ενέργεια του Περικλή ήταν η χορηγία της μεγάλης ιστορικής τραγωδίας του Αισχύλου, των Περσών. Μας το πληροφορεί όχι ο Θουκυδίδης που εξιδανικεύει τον Περικλή, αλλά και ένας κατάλογος χαραγμένος σε πέτρα. Τέτοιοι κατάλογοι είναι το αρχικό υλικό του παρόντος κε< που είναι πολιτικό και στρατιωτικό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μαρτυρίες μπορούν να βοηθήσουν και το μελετητή της λογοτεχνίας.
Ηγεμονία: η Αθήνα, και οι άλλοι
«… τό ¨Ελληνικόν, ἐόν ὅμαιμόν τε καί ὁμόγλωσσον, καί θεῶν ἱδρύματά τε κοινά καί θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα…» Αυτά είναι, κατά τον Ηρόδοτο Θ 144.2], τα στοιχεία της ελληνικότητας. Αυτός ο ορισμός της εθνικότητας που δεν θα υστερούσε σε τίποτε από τον ορισμό ενός σύγχρονου ανθρωπολόγου, αποδεικνύει ότι στο μέσον του πέμπτου αιώνα μερικοί Έλληνες αναγνώριζαν τα όσα είχαν κοινά. Αυτό το κοινό αίσθημα είχε ενισχυθεί από την απειλή του κοινού εχθρού, της Περσίας, στους πολέμους του 499-479. Ωστόσο, οι Έλληνες της Κλασικής περιόδου ποτέ δεν κατάφεραν να μετασχηματίσουν αυτή τη συνειδητοποίηση της ενότητάς τους (τό Ἑλληνικόν) σε πολιτική ενότητα. Η ιστορία των κλασικών ελληνικών πόλεων-κρατών είναι η ιστορία της αποτυχίας τους να αποκτήσουν ενότητα: η μεν Σπάρτη δεν θα την επέβαλε, η δε Αθήνα δεν ήταν σε θέση να την επιβάλει, επ’ αόριστον με τη βία, όπως θα έκαναν αργότερα οι βασιλείς της Μακεδονίας και οι αυτοκράτορες της Ρώμης. Υπάρχει τρόπος να αποκτηθεί η ενότητα χωρίς βία, δηλαδή με τη μορφή συμμαχιών, και αυτή η μέθοδος δοκιμάστηκε τον τέταρτο αιώνα από την τρίτη μεγάλη ελληνική δύναμη, τη Θήβα, που την εποχή του Επαμεινώνδα (βλ. σσ. 211 κ.ε.) προέκτεινε τη συμμαχική πολιτική της πέρα από τα σύνορα της Βοιωτίας (αλλά όχι χωρίς καταναγκασμό που στάθηκε μοιραίος για το καλό όνομα της Θήβας). Οι κλασικές ελληνικές πόλεις έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στις ξεχωριστές παραδόσεις τους για να είναι έτοιμες να υπαχθούν σε ένα σύστημα στο οποίο η ψήφος τους θα ήταν μία μεταξύ πολλών. (Και οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες έβρισκαν τρόπους να ελέγχουν τη λήψη αποφάσεων μέσα στις συμμαχίες τους τόσο αποτελεσματικά που θα ήταν καλύτερα να μην ονομάζονται καν συμμαχίες.) Αυτή τη στάση την ονομάζουμε σήμερα «απόδοση ιδιαίτερης αξίας στην ανεξαρτησία». Η έκφραση που θα προτιμούσε ο ειλικρινής Έλληνας θα ήταν το ἔχθος ή ακόμη και το μίσος. Διότι το ἔχθος της Σπάρτης για την Αθήνα είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει πάνω απ ’ όλα την πορεία της ιστορίας του πέμπτου αιώνα. Απρόθυμη, για λόγους που θα δούμε σε λίγο, να ηγηθεί η ίδια του ελληνικού κόσμου, η Σπάρτη δεν άντεχε (ή μάλλον ορισμένοι Σπαρτιάτες ορισμένες στιγμές δεν άντεχαν) να βλέπουν την Αθήνα να κάνει αυτή τη δουλειά στη θέση της: ἡ ἐν τῇ φάτνῃ κύων3 είναι ελληνικής καταγωγής, ένας από τους μύθους του Αισώπου. Όπως τους παρουσιάζει να λένε ο Αδριανός στην αρχή της βασιλείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η παράδοση της Σπάρτης δεν είναι να οδηγείται αλλά να οδηγεί [ Ἀλεξάνδρου ἀναβάσεως A 1.2],4
Η Ελλάδα και ιδιαίτερα τα ανατολικά νησιά της που απειλούνταν ακόμη από τους Πέρσες, χρειαζόταν το 478 έναν αρχηγό. Δεν υπήρχαν πολλοί υποψήφιοι. Η Σπάρτη ήταν ο κυριότερος, γιατί στην πρόσφατη σύγκρουση είχε οδηγήσει την ελληνική συμμαχία εναντίον των Περσών, συνασπισμό προσωρινό αλλά διαφορετικό από κάθε προηγούμενο. Η Σπάρτη ήταν οπωσδήποτε απρόθυμη να επιτρέψει στην Αθήνα να ηγηθεί: η επανοικοδόμηση των αθηναϊκών τειχών – απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε ενεργό εξωτερική πολιτική – προκάλεσε τη διαμαρτυρία της Σπάρτης με τη μορφή πρεσβείας που απέτυχε αποκλειστικά χάρη στην εξυπνάδα του Θεμιστοκλή. Εν πάση περιπτώσει, η Σπάρτη σαφώς αποκαλύπτεται να έχει επεκτατικούς στόχους την περίοδο μετά το 479, αλλά στην ηπειρωτική (κεντρική) Ελλάδα, και όχι στη θάλασσα, όπου είχε ελάχιστη εμπειρία. Έτσι ο βασιλιάς της Λεωτυχίδας επενέβη στη Θεσσαλία, επαναλαμβάνοντας μια πολιτική που είχε ίσως αρχίσει από την εποχή του Κλεομένη A΄ τον ύστερο έκτο αιώνα. Αυτό το ενδιαφέρον για τη Θεσσαλία εκ μέρους της Σπάρτης και των ανταγωνιστών της, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η Θήβα του τέταρτου αιώνα και η Μακεδονία, χαρακτηρίζει ολόκληρη αυτή την περίοδο, και αξίζει να σημειώσουμε τι είχε να προσφέρει η Θεσσαλία. Η Θεσσαλία ήταν εύφορη κι έτσι μπορούσε να εκτρέφει άλογα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ ’ ό,τι οι περισσότερες ελληνικές πόλεις. Έτσι λοιπόν το ιππικό ήταν το πρώτο από τα πλεονεκτήματα της Θεσσαλίας. Το δεύτερο ήταν το πλεονέκτημα της θέσης της: καταμεσής της χερσαίας διαδρομής προς τη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές όπου οι Έλληνες αναζητούσαν σιτηρά και ναυπηγήσιμη ξυλεία. Ο έλεγχος της ανατολικής Θράκης και της περιοχής του Ελλησπόντου ασκούσε περαιτέρω οικονομική έλξη: έλεγχος του Ελλησπόντου σήμαινε έλεγχο των φορτίων του σταριού από μια άλλη κύρια πηγή, δηλαδή από τη νότια Ρωσία (μέσω της Μαύρης θάλασσας). Ήταν ζωτικό για την Αθήνα να κρατήσει ανοιχτή αυτή τη γραμμή ανεφοδιασμού και άλλο τόσο για τους εχθρούς της να την κλείσουν. Το τρίτο πλεονέκτημα της Θεσσαλίας ήταν το εξαίρετο λιμάνι των Παγασών (του σημερινού Βόλου), το καλύτερο στην κεντρική Ελλάδα. Τέλος, η Θεσσαλία ήλεγχε την πλειοψηφία της αμφικτυονίας των Δελφών, του διεθνούς σώματος που ρύθμιζε τις υποθέσεις του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, της έδρας του πιο διάσημου μαντείου στον αρχαίο κόσμο, και παραδοσιακά αναδείκνυε τον πρόεδρό της. Η αμφικτυονία των Δελφών κήρυσσε τους «Ιερούς Πολέμους» που σε ολόκληρη την ελληνική ιστορία – τουλάχιστον τέσσερις φορές ανάμεσα στο 600 και το 336 – ήταν μια τεχνική για να κινητοποιείται η ελληνική κοινή γνώμη και ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις εναντίον κάποιου πραγματικού ή φανταστικού ενόχου. Ο έλεγχος της αμφικτυονίας είχε λοιπόν τεράστια πολιτική σημασία. Το σπαρτιατικό ενδιαφέρον για την αμφικτυονία αποδεικνύεται συγκεκριμένα για τη δεκαετία του 470, όταν η Σπάρτη προσπάθησε να εκδιώξει από το σώμα αυτό τους μηδίσαντας κι έτσι να ενισχύσει τη δική της θέση. Όπως και με την απόπειρα της να εμποδίσει την ανοικοδόμηση των αθηναϊκών τειχών, απέτυχε εξαιτίας του Θεμιστοκλή.
Παρ’ όλα αυτά η Σπάρτη παραχώρησε την ηγεμονία μετά το 478 και για τα επόμενα πενήντα χρόνια περίπου (τη λεγάμενη πεντηκονταετία, 479-431) αρκέστηκε ή υποχρεώθηκε να αφήσει την αθηναϊκή δύναμη να αυξάνεται. Μόνο σε τρεις περιστάσεις κινήθηκε η Σπάρτη εναντίον της Αθήνας. Το 465 απείλησε αλλά τελικά απέτυχε να εισβάλει στην Αττική για να αντισταθμίσει την πίεση που ασκούσε η Αθήνα στο πλούσιο νησί της Θάσου. Το 446, κοντά στο τέλος του Πρώτου Πελοποννησιακού πολέμου, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Πλειστοάναξ εισέβαλε τελικά στην Αττική, αλλά μετά αποσύρθηκε. Και το 440 η Σπάρτη ψήφισε πόλεμο με την Αθήνα, η οποία είχε τιμωρήσει έναν άλλο δυνατό σύμμαχό της, τη Σάμο. Αλλά κι αυτή τη φορά δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα επειδή η Σπάρτη έδωσε τη δυνατότητα στους συμμάχους της να την καταψηφίσουν σε μια δεύτερη συνάντηση ολόκληρης της συμμαχίας. Αυτές οι τρεις περιπτώσεις έχουν ένα κοινό στοιχείο: η Σπάρτη τελικά υποχωρεί, έτσι όπως είχε υποχωρήσει μετά το 478. Αν η Σπάρτη ήταν ιμπεριαλιστική δύναμη ήταν κατά τρόπο μοναδικό διστακτική.
Οι λόγοι γι’ αυτή τη διστακτικότητα βρίσκονται στις εσωτερικές της δυσκολίες. Όπως όλες οι ελληνικές πόλεις, η Σπάρτη είχε δούλους, αλλά το δουλοκτητικό της πρόβλημα ήταν μοναδικό και εξαιτίας των μεγάλων αριθμών τους και επειδή οι περισσότεροι από αυτούς, οι είλωτες, που έμοιαζαν περισσότερο με μεσαιωνικούς δουλοπαροίκους παρά με τους οἰκέτας των άλλων ελληνικών πόλεων, είχαν μία και μόνη εθνικότητα, ήταν Μεσσήνιοι. Επειδή αυτοί οι Μεσσήνιοι είλωτες μιλούσαν όλοι ελληνικά (αντίθετα, για παράδειγμα, με τους δούλους της Αθήνας που αποτελούσαν ευρύ φυλετικό μίγμα και δεν είχαν κοινή γλώσσα στην οποία να διατυπώνουν τη δυσαρέσκειά τους) και είχαν και εθνική συνείδηση, δημιουργούσαν ειδικά προβλήματα ασφαλείας για τους Σπαρτιάτες κυρίους τους, των οποίων ο αριθμός μειωνόταν συνεχώς. Εκτός από τους είλωτες, η Σπάρτη αντιμετώπισε μια δεύτερη ομάδα εσωτερικών δυσκολιών μετά το 478, οι οποίες αφορούσαν την Πελοποννησιακή συμμαχία. Υπάρχουν ενδείξεις σοβαρής αναταραχής σε μια συγκεκριμένη περιοχή, στη διάρκεια των δεκαετιών του 470 και του 460, δηλαδή στην Αρκαδία, στα βόρεια σύνορα της Σπάρτης. Οι λόγοι ήταν αρκετοί. Πρώτον, η Πελοποννησιακή συμμαχία είχε δημιουργηθεί κατ ’ αρχάς εξαιτίας του φόβου για το Άργος, αλλά το Άργος ήταν τώρα πια σε παρακμή, λόγω της ήττας του από το βασιλιά Κλεομένη το 494. Οι Αρκάδες μπορεί λοιπόν να ένιωθαν ότι η συμμαχία ήταν πια χωρίς λόγο. Δεύτερον, ο παραγκωνισμός του ίδιου του Κλεομένη από τις σπαρτιατικές αρχές μπορεί να δημιούργησε δυσαρέσκεια μεταξύ των Αρκάδων τους οποίους φαίνεται ότι είχε προσεταιρισθεί με υποσχέσεις που ίσως αφορούσαν ηπιότερο έλεγχο. Τρίτον, υπάρχει η ανησυχητική επίδραση της αθηναϊκής δημοκρατίας που στα χρόνια μετά την εγκαθίδρυσή της από τον Κλεισθένη το 507 έδειξε ότι ήταν στρατιωτικά ικανή και πολιτικά ελκυστική: δεν ήταν πια απαραίτητο για τις ελληνικές πόλεις δεύτερης κατηγορίας να διαλέγουν ανάμεσα στην τυραννίδα από τη μια και την ολιγαρχία που υποστήριζε η Σπάρτη από την άλλη. Υπήρχε τώρα πια μια τρίτη δυνατότητα, δηλαδή η απομίμηση της δημοκρατικής Αθήνας ή συμμαχία μαζί της. Είναι πιθανόν ότι αυτή η δυνατότητα ενισχύεται από την παρουσία του Θεμιστοκλή στην Πελοπόννησο στα τέλη της δεκαετίας του 470 και τις αρχές της δεκαετίας του 460. Αν και είχε χάσει την επιρροή του στην Αθήνα, συνέχισε να αντικρούει τα συμφέροντα της Σπάρτης στο ίδιο το κατώφλι της, ξεσηκώνοντας τους δημοκρατικούς στην Αρκαδία και το Άργος.
Αυτά για τη Σπάρτη και τους εσωτερικούς λόγους που την απέκλεισαν από μόνιμη αρχηγό. Μια πρόσθετη ανησυχία που μπορεί να ένιωσε, ή να την ένιωσαν οι υποψήφιοι υποστηρικτές της, ήταν ίσως η σκέψη ότι η Σπάρτη είχε ελάχιστη εμπειρία ναυτικού πολέμου ή θαλάσσιας ηγεμονίας.
Σε αυτό το τελευταίο δεν έμοιαζε με την Κόρινθο. Η Κόρινθος διέθετε σοβαρή ναυτική παράδοση και εμπειρία διοίκησης μακρινών αποικιακών κτήσεων, περιοχών όπως οι αποικίες της στη βορειοδυτική Ελλάδα (για παράδειγμα, η Αμβρακία) ή στο βόρειο Αιγαίο. Αλλά η Κόρινθος ήταν πολύ κοντά στη Σπάρτη για πολύ καιρό ώστε να μπορεί να σκεφθεί να την αψηφήσει ή να την ξεπεράσει. Και στα μάτια των άλλων ελληνικών πόλεων στερούνταν του ιδεολογικού μαγνητισμού που ασκούσαν η Αθήνα και η Σπάρτη, της οποίας η αγωγή (η στρατιωτική εκπαίδευση και η πειθαρχία) δεν ήταν απλώς ένας αποτελεσματικός καταπιεστικός μηχανισμός αλλά θεωρούνταν από πολλούς άξια κατά κάποιον τρόπο θαυμασμού και μάλιστα με την καλή έννοια του όρου.
Απέμενε μόνον η Αθήνα, γιατί οι άλλες κύριες κλασικές ελληνικές πόλεις, η Θήβα και το Άργος, είχαν αυτοαποκλεισθεί προς το παρόν, όπως και η Θεσσαλία, παίρνοντας το μέρος των Περσών στους Μηδικούς πολέμους. Το Άργος ήταν έτσι κι αλλιώς, όπως είδαμε, σε άσχημη κατάσταση τον πρώιμο πέμπτο αιώνα. Επρόκειτο να δοκιμάσει τις δυνάμεις του κατά τη διάρκεια μιας ανάπαυλας του Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου (κατά τη λεγάμενη Νικίειο ειρήνη του 421), όταν προσπάθησε να αναβιώσει το παλαιό αργείο μεγαλείο της Ηρωικής εποχής: τέτοιες νοσταλγικές αλλά και εντελώς ειλικρινείς προσπάθειες να επωφεληθούν από παραδοσιακές ή μυθικές περιόδους κυριαρχίας, είναι χαρακτηριστικές της ελληνικής πολιτικής και ποίησης. Όσο για τη Θήβα, η κίνησή της για την ηγεμονία επρόκειτο να αναβληθεί για αργότερα, ως τη δεκαετία του 360. Ακόμη και η Θεσσαλία, που ήταν τόσο συχνά το αντικείμενο της πλεονεξίας άλλων δυνάμεων, είχε μια σύντομη προσπάθεια στο ενεργητικό της τη δεκαετία του 370, με τον Ιάσονα των Φερρών που, όπως οι Αργείοι μετά το 421, προώθησε τους σκοπούς του με πολύ παραδοσιακό τρόπο, επιβάλλοντας το «φόρο υποτελείας των Σκοπάδων» και παίρνοντας για οργανωτικό πρότυπο το στρατό του Αλευάδος του Ερυθρού. Οι Σκοπάδες και οι Αλευάδες ήταν μορφές του αμυδρού παρελθόντος της Θεσσαλίας.
Το 478 η Αθήνα είχε όλα τα πλεονεκτήματα και κανένα από τα μειονεκτήματα των άλλων υποψηφίων που έχουμε αναφέρει. Δεν είχε ούτε είλωτες ούτε δυσαρεστημένους Αρκάδες να τη χτυπούν πισώπλατα. Είχε (σε αντίθεση με την Κόρινθο) θελκτικά κίνητρα να προσφέρει, τη δημοκρατία και την παιδείαν της, τον όλο πολιτισμό της: χάρη στην προστασία των τεχνών και της λογοτεχνίας στην εποχή των Πεισιστρατιδών τον έκτο αιώνα, ήταν ήδη ένας ισχυρός πολιτιστικός μαγνήτης, στον οποίο συνέρρευσαν πολλοί απόλιδες Ίωνες στοχαστές μετά το 480. Όσο για τις διεκδικήσεις της ιστορίας, της μνήμης και του μύθου, το Άργος μπορεί να είχε τους αρχαίους βασιλιάδες του και η Θεσσαλία τους Αλευάδες και τους Σκοπάδες της, αλλά η Αθήνα έβγαλε μερικούς από τους ικανότερους απολογητές οποιασδήποτε ηγεμονίας. Ο Κίμων επρόκειτο να δικαιολογήσει την προσάρτηση της νήσου Σκύρου τις πρώτες μέρες της αθηναϊκής ηγεμονίας, ανακαλύπτοντας εκεί τα οστά του Θησέα, του μυθικού βασιλιά της Αθήνας. Η εικόνα της Αθήνας ως ευεργέτη όλης της ανθρωπότητας (και ως εκ τούτου ηθικά δικαιωμένης στην άσκηση επικυριαρχίας) αναπαραγόταν με το μύθο της Δήμητρας και το δώρο του σίτου στους ανθρώπους. Η λατρεία της είχε κέντρο την Ελευσίνα, μια μεγάλη θρησκευτική εστία – αλλά και χωριό των εκλογικών περιφερειών της Αττικής και άρα μέρος της ίδιας της Αθήνας. Ο μεγάλος Αθηναίος ηγέτης, ο Περικλής, και οι διάδοχοί του μιμήθηκαν τον Πεισίστρατο δίνοντας αυτή την έμφαση στην Ελευσίνα. Μια ακόμη σαφέστερη ανάμνηση των Πεισιστρατιδών αποτελεί ο καθαρμός του ιερού του Απόλλωνα της Δήλου που έγινε το 426. Το νησί της Δήλου ήταν το πνευματικό κέντρο της αθηναϊκής ηγεμονίας (και συμπτωματικά λειτουργούσε ως θησαυροφυλάκιο της συμμαχίας, αφού εκεί φυλάσσονταν οι συμμαχικοί φόροι ώς το 454). Αυτή η συμμαχία ήταν από φυλετική άποψη κατά βάση «ιωνική», και αποτελούσε άλλη μια έξυπνη κίνηση για την προβολή της αθηναϊκής ιδεολογίας του πέμπτου αιώνα προς μεγιστοποίηση και εκμετάλλευση, για τους σκοπούς της ηγεμονίας, ενός αναμφισβήτητου ιστορικού γεγονότος: του ρόλου που έπαιξε η Αθήνα στον αποικισμό της Ιωνίας κατά τους Σκοτεινούς χρόνους. Εμφανιζόμενη ως μητρόπολις όλων των συμμάχων της, ανεξάρτητα από τη συχνά νεφελώδη πραγματικότητα των εκάστοτε περιστάσεων, η Αθήνα μπορούσε να απαιτήσει τη θρησκευτική υποταγή που, σύμφωνα με τις ελληνικές αντιλήψεις, η θυγατρική πόλη όφειλε στην ιδρυτική περιοχή. Τέλος, οι Αθηναίοι – αντίθετα με τους μηδίσαντας Αργείους, Θηβαίους και Θεσσαλούς – είχαν προσφέρει υψηλές υπηρεσίες στην Ελλάδα στο άμεσο ιστορικό παρελθόν, θυσιάζοντας την ίδια τους την πόλη στον Ξέρξη. Οι Αθηναίοι ρήτορες θύμιζαν ο ένας στον άλλον αυτό το γεγονός ακόμη και μετά τις αρχές του τέταρτου αιώνα. Και το θέμα αυτό τονίσθηκε στην αρχιτεκτονική του πέμπτου αιώνα: η παρέλαση των εκατόν ενενήντα δύο μορφών στη ζωοφόρο του Παρθενώνα έχει προσφυώς ερμηνευθεί ως απόπειρα αναπαράστασης των νεκρών ηρώων του Μαραθώνα.5 Η νίκη του Μαραθώνα ήταν οπωσδήποτε στο μυαλό του αρχιτέκτονα του ναού της Νεμέσεως (λ.χ. της θείας τιμωρίας των Περσών) στον Ραμνούντα του Μαραθώνα στα μέσα του πέμπτου αιώνα. Για να είμαστε δίκαιοι, όλη αυτή η θρησκευτική εξύμνηση της Αθήνας δεν ήταν μόνο δικό της έργο: το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς, το οποίο επρόκειτο να συνταχθεί με τη Σπάρτη στον Μεγάλο Πελοποννησιακό πόλεμο, αποκαλούσε παρ ’ όλα αυτά την Αθήνα του πέμπτου αιώνα ἕναν ἀετόν ἐν νεφέλαις [Αἰλίου Ἀριστείδου, Παναθηναϊκός 399 136.15-16 Lenz]6.
Πάνω απ ’ όλα η Αθήνα είχε, όπως και η Κόρινθος, έναν παντοδύναμο στόλο (βλ. σ. 59). Και η Αθήνα, όπως και η Κόρινθος, είχε ήδη θέσει τις βάσεις μιας υπερπόντιας ηγεμονίας στην ύστερη Αρχαϊκή περίοδο. Εκτός από τους συναισθηματικούς και θρησκευτικούς δεσμούς της με την Ιωνία, είχε τις εγκαταστάσεις της στο Σίγειον (κοντά στην Τροία) στην είσοδο του Ελλησπόντου, στη Χερσώνα και (πλησιέστερά της) στα νησιά της Σαλαμίνας και της Εύβοιας. Κύριος λόγος γι’ αυτή την πρώιμη υπερπόντια δραστηριότητα είναι η τροφή: η Αθήνα της αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου χρειαζόταν τα σιτηρά της νότιας Ρωσίας που, όπως είδαμε, περνούσαν από τον Ελλήσποντο. Έτσι. προέκυψε ιδιαίτερο κίνητρο ώστε να ανταποκριθεί η Αθήνα στην προσέγγιση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στην αρχή της δεκαετίας του 470: δική της οικονομική ανάγκη. Είναι σωστή επομένως η διατύπωση ενός σύγχρονου μαρξιστή, του de Ste Croix, ότι η Αθήνα του πέμπτου αιώνα «ακολουθούσε μεν πολιτική ναυτικού ιμπεριαλισμού, υπήρχαν όμως ειδικοί λόγοι», δηλαδή οικονομικοί λόγοι, αλλά δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε μαζί του όταν στη συνέχεια ελαχιστοποιεί το στοιχείο που ο ίδιος αποκαλεί «στυγνή επιθετικότητα και απληστία». Θα δούμε ότι οι Αθηναίοι ως άτομα, και όχι απλώς οι πεινασμένοι των φτωχότερων τάξεων, αντλούσαν οικονομικά οφέλη από την ηγεμονία που επ ’ ουδενί περιορίζονταν στο να γεμίσουν απλώς το στομάχι τους. Όσο για την επιθετικότητα, πολλές αθηναϊκές εκδηλώσεις της πόρρω απέχουν απ ’ οποιοδήποτε άμεσο άγχος για τον επιούσιο. Θα πρέπει τουλάχιστον να διευρύνουμε το οικονομικό επιχείρημα έτσι ώστε να συμπεριλάβουμε την επιθυμία για πολύτιμα μέταλλα για τη νομισματοκοπία (συμπλήρωμα της παραγωγής του Λαυρίου), η οποία εξηγεί την επίθεση εναντίον της Θάσου το 465, και την επιθυμία για ναυπηγήσιμη ξυλεία που αφορά την επίθεση στην Αμφίπολη το 437 και ίσως και την ίδρυση της αποικίας στους Θουρίους το 443. Οι Θούριοι βρίσκονται κοντά στο δάσος της Σίλας στο Βρούτ- τιον της νότιας Ιταλίας και η ξυλεία τους καταγράφεται σε αττικούς λογαριασμούς του 407.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έχει συμβεί ακόμη το 478. Ακόμη και η επιθυμία των σιτηρών από τη Μαύρη θάλασσα δεν αναφέρεται ως κίνητρο από τον Θουκυδίδη όταν περιγράφει την ανάληψη της ηγεμονίας από την Αθήνα, ο οποίος κάνει μάλλον λόγο για εκδίκηση και λάφυρα από την Περσία, αν και στις δημηγορίες του εμφανίζονται και περισσότερο υψηλόφρονα κίνητρα απελευθέρωσης των Ιώνων. Η «εκδίκηση» πάντως εμφανίζεται ως «πρόφαση» (και όχι ως πλήρης εκδοχή) και οι ερευνητές έχουν δικαίως απορήσει για το ποια είναι τελικά η ολοκληρωμένη εξήγηση κατά Θουκυδίδη. Ίσως θεωρούσε ότι η συνεχιζόμενη κινητοποίηση εναντίον της Περσίας αποτελούσε ένα εχθρικό μέτωπο εναντίον της Σπάρτης, ή ακόμη πιθανότερα ότι οι δραστηριότητες του τεράστιου αυτού κράτους κατευθύνονταν εναντίον του ελληνικού κόσμου στο σύνολό του.
Το ότι τον πέμπτο αιώνα η αθηναϊκή ηγεμονία (παρά την προστασία που προσέφερε στους λιγότερο ευνοημένους από θέση Έλληνες εναντίον της Περσίας αλλά, θα πρέπει να προσθέσουμε, και των πειρατών) ήταν ή έγινε εργαλείο καταπίεσης, δεν πρέπει να αμφισβητείται. Το ισχυρότερο επιχείρημα εναντίον της αγωνιώδους προσπάθειας να τη δούμε ως καλοπροαίρετο και γενικά δημοφιλή θεσμό, βρίσκεται σε μια σημαντική επιγραφή του έτους 377, που εκθέτει τους όρους και τους στόχους μιας δεύτερης αθηναϊκής ναυτικής συμμαχίας και αποκηρύσσει ανοιχτά για το μέλλον μια σειρά από πρακτικές του πέμπτου αιώνα – συμμαχικούς φόρους, συνοριακές καταπατήσεις, εγκαταστάσεις φρουρών, στρατιωτικούς τοποτηρητές κ.λπ. – που προφανώς τις αισθάνονταν, ατενίζοντας το παρελθόν, ως καταχρήσεις εξουσίας. Η μόνη σοβαρή αντιδικία αφορά όχι το επίθετο «καταπιεστικός», αλλά το κατάλληλο ρήμα, «ήταν» ή «έγινε». Δηλαδή ήταν η ηγεμονία (πάντοτε) καταπιεστική ή έγινε καταπιεστική (βαθμιαία); Τα οποιαδήποτε λεπτομερή στοιχεία για την αθηναϊκή ηγεμονία προ του 450 περίπου είναι ελάχιστα, έτσι ώστε η τοποθέτηση της ποιοτικής αλλαγής μετά από αυτή τη χρονική στιγμή μπορεί να είναι απατηλή. Εν πάση περιπτώσει, οι σωζόμενες διατυπώσεις γίνονται όλο και περισσότερο ιμπεριαλιστικές, ακόμη και στην περίοδο από την οποία έχουμε άφθονες επιγραφές, από τους καταλόγους δε των φόρων αναδύεται μια περίοδος κρίσης μετά την ειρήνη του Καλλίου το 449 κατά την οποία η καθυστερημένη καταβολή και η μη καταβολή φόρου υποδηλώνουν τη δυσαρέσκεια που πηγάζει από το αίσθημα ότι η αρχικά αντιπερσική οργάνωση είχε χάσει το λόγο ύπαρξής της. Όπου όμως και να τοποθετήσουμε το σημείο της αλλαγής, η ύπαρξή του είναι αναμφισβήτητη: η παρατήρηση σε μια από τις δημηγορίες του Θουκυδίδη των ημερών του 411 ότι αυτό που στ’ αλήθεια ήθελαν οι «σύμμαχοι» ήταν η ελευθερία και από τους ολιγαρχικούς που υποστήριζε η Σπάρτη και από τους δημοκρατικούς που ενίσχυε η Αθήνα, δεν θα μπορούσε να έχει γίνει στην ατμόσφαιρα ευφορίας του 478.
Ποιες μορφές πήραν λοιπόν η επέμβαση και ο έλεγχος της Αθήνας ή (πιο έντονα) η καταπίεση που ασκούσε; Πρώτον, οικονομική μορφή: εξαιτίας των οικονομικών πιέσεων που προαναφέραμε, η Αθήνα χρησιμοποίησε ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα θεσμούς προκειμένου να διασφαλίσει την προμήθεια των σιτηρών της. Έχουμε πληροφορίες για τους ἑλλησποντοφύλακας, οι οποίοι καθόριζαν τα σιτηρά που θα διετίθεντο σε μη Αθηναίους καταναλωτές, για την δεκάτην που επιβαλλόταν στα σιταγωγά πλοία (τα προοριζόμενα για την Αθήνα σιτηρά είχαν προφανώς φορολογική ατέλεια). Και ούτως ή άλλως τον τέταρτο αιώνα ακούμε για νόμους που περιορίζουν τις εμπορικές συναλλαγές που αφορούν σιτηρά με τόπο προορισμού διαφορετικό από την Αθήνα. Γενικότερα, έχουμε ήδη σημειώσει ότι η επιθυμία για πολύτιμα μέταλλα και ναυπηγήσιμη ξυλεία εξηγεί εν μέρει την επιθετικότητα εναντίον περιοχών όπως η Θάσος, οι Θούριοι και η Αμφίπολη και τον αποικισμό τους. Πάνω απ’ όλα ήταν ο συμμαχικός φόρος σε πλοία ή σε χρήματα (και τα δεύτερα τα προτιμούσαν όλο και περισσότερο όλοι οι ενδιαφερόμενοι).
Δεύτερον, στρατιωτική μορφή. Η παρουσία διοικητικών και στρατιωτικών φρουρών και των διοικητών τους (επίσκοποι) είναι καλά τεκμηριωμένη: δεν μπορεί πάντοτε να ερμηνευθεί ως ανταπόκριση σε πρόσκληση, όπως με τα σοβιετικά άρματα που σπεύδουν στην «αδελφή» Πράγα ή την Καμπούλ. Και το μεγαλύτερο όπλο απ’ όλα ήταν φυσικά ο στόλος.
Τρίτον, δικονομική μορφή. Οι επιγραφές δείχνουν ότι οι σοβαρές δίκες διεξάγονται στην Αθήνα, οι δε λογοτεχνικές πηγές υπονοούν, οπωσδήποτε με ειλικρίνεια, ότι τα λαϊκά δικαστήρια (βλ. σ. 194) χρησιμοποιούνταν για την καταδίωξη των αντιαθηναϊκών στοιχείων, που συμπεριλαμβάνουν τους ολιγαρχικούς αλλά δεν ταυτίζονται απαραίτητα μαζί τους. Μια τελευταία δικονομική αδυναμία: το αθηναϊκό δίκαιο δεν ανέπτυξε, όπως το ρωμαϊκό, μια χωριστή κατηγορία εγκλημάτων «οικονομικού εκβιασμού», ειδικά σχεδιασμένων για να προστατεύσουν τους καταπιεζόμενους κατοίκους των επαρχιών από την αρπακτική διάθεση των διοικητών.
Τέταρτον, θρησκευτική μορφή. Η δογματική επιβολή θρησκευτικών απόψεων είναι εν γένει ξένη προς την ελληνική και τη ρωμαϊκή σκέψη, αλλά έχουμε ήδη παρατηρήσει τον τρόπο με τον οποίο η Αθήνα, η αυτοανακηρυχθείσα μητρόπολη των Ιώνων, χρησιμοποίησε τη διάδοση των θρησκευτικών της πεποιθήσεων ως μέσο επιβολής της εξουσίας της στους συμμάχους της. Μια πιο συγκεκριμένη κατάχρηση εξουσίας θρησκευτικού χαρακτήρα ήταν η βίαιη καταπάτηση συμμαχικών εδαφών από την ίδια τη ((θεά Αθηνά», όρια «ιδιοκτησιών» της οποίας σώζονται και σήμερα. Εφόσον αυτά τα εδάφη μπορούσαν να εκχωρούνται σε Αθηναίους κληρούχους, είναι και αυτή στην πραγματικότητα μια υποπερίπτωση της επόμενης κατηγορίας επεμβάσεων.
Πέμπτον, εδαφική μορφή. Η εγκατάσταση σε συμμαχικά ή σε κατακτημένα εδάφη παρείχε προφανή και άμεσα οφέλη στις κατώτερες τάξεις. Αλλά οι πρόσφατες έρευνες έχουν, δικαίως άλλωστε, επιμείνει ότι υπήρχαν ορισμένα κέρδη και για τις ανώτερες τάξεις, και μάλιστα μεγάλα. Τα κύρια αποδεικτικά στοιχεία παρέχουν οι επιγραφικοί κατάλογοι των περιουσιακών στοιχείων ορισμένων Αθηναίων αριστοκρατών τα οποία δημεύθηκαν και δημοπρατήθηκαν λόγω εσωτερικών σκανδάλων, στα μέσα του Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου. Όπως φαίνεται από αυτούς τους καταλόγους, οι Αθηναίοι είχαν στην ιδιοκτησία τους περιοχές σε συμμαχικά εδάφη, μερικές φορές τεράστιες σε έκταση και αξία, περιφρονώντας τους εκάστοτε τοπικούς νόμους περί ιδιοκτησίας ή χρήσης της γης (που στις περισσότερες ελληνικές πόλεις έδιναν δικαιώματα μόνο στους πολίτες τους). Τέτοιες υφαρπαγές, που διευκολύνουν την εξήγηση του γιατί ακούγονται τόσο λίγες διαμαρτυρίες εναντίον αυτής της ιμπεριαλιστικής νοοτροπίας από τους εκπροσώπους των διαφόρων κοινωνικών τάξεων της Αθήνας, αποτελούσαν το σημαντικότερο κέρδος των πλουσίων από την ηγεμονία. Το άλλο σημαντικό κέρδος τους ήταν έμμεσο: χωρίς τους συμμαχικούς φόρους, οι πλούσιοι θα έπρεπε να χρηματοδοτούν οι ίδιοι το στόλο, όπως υποχρεώθηκαν να κάνουν τον τέταρτο αιώνα – οπότε και εμφανίσθηκαν ταξικές τριβές άγνωστες κατά τον πέμπτο αιώνα.
Έκτον, κοινωνική μορφή. Ένας νόμος του 451 περιόριζε τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα και άρα τα απορρέοντα οφέλη – που, όπως φάνηκε από τη συζήτηση, άξιζαν όλο και περισσότερο κατά τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα – μόνο στα άτομα των οποίων και οι δύο γονείς είχαν αντίστοιχα πολιτικά δικαιώματα (ἐξ ἀμφοῖν ἀστοῖν). Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι ο νόμος συμπίπτει με την εγκατάσταση των πρώτων κληρουχιών του πέμπτου αιώνα σε συμμαχικό έδαφος. Η αθηναϊκή (και σπαρτιατική) τσιγκουνιά στην παροχή πολιτικών δικαιωμάτων έγινε στόχος των πανηγυρικών λόγων της Ρωμαϊκής εποχής: παρουσιάσθηκε ως η κύρια αιτία για τη βραχύτητα της ηγεμονίας τους. Η παραχώρηση προνομίων σε απομακρυσμένες κοινότητες (όπως στις Πλαταιές, στην Εύβοια, στη Σάμο το 404) ήταν τόσο καθυστερημένη και φειδωλή που ήταν αδύνατο να γεφυρώσει το ψυχολογικό χάσμα μεταξύ άρχοντος και αρχομένων.
Έβδομον και τελευταίο, πολιτική επέμβαση. Τελικά η αλήθεια ότι η Αθήνα υποστήριζε μεν εν γένει τους δημοκρατικούς εις βάρος των ολιγαρχικών θεωρούνταν αυτονόητη στην αρχαιότητα, αλλά και η υποστήριξή της σε ολιγαρχικούς δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστη. Δεν υποστήριζε δογματικά τις δημοκρατικές φατρίες, αρκεί να έρεε το χρήμα. Ακόμη και για το στρατηγικής και πολιτικής σημασίας νησί της Σάμου, οι δύο κύριες γραπτές πηγές μας διαφωνούν κατά πόσον η πολιτική κατάσταση που επιβλήθηκε μετά την εξέγερση του 440/39 πήρε ολιγαρχική ή δημοκρατική μορφή, και το κείμενο μιας σχετικής επιγραφής μπορεί να αποκατασταθεί έτσι ώστε το νόημά του να συμφωνεί είτε με τη μια είτε με την άλλη άποψη.
Όταν η Σπάρτη το 431 ανταποκρινόμενη στην πίεση της Κορίνθου συμφώνησε να απελευθερώσει την Ελλάδα, μαθαίνουμε ότι η φιλική διάθεση του ελληνικού κόσμου έκλινε προς τη σπαρτιατική πλευρά. Οι αυστηρές μέθοδοι ελέγχου που απαριθμήθηκαν προηγουμένως δείχνουν ότι πραγματικά υπήρχαν αίτια βαθιάς δυσαρέσκειας με τη δύναμη της Αθήνας.
Η δημοκρατία
Η σύνδεση ηγεμονίας και δημοκρατίας ήταν άμεση, γιατί η Αθήνα συνήθως υποστήριζε τα δημοκρατικά καθεστώτα των άλλων πόλεων. Έχουμε και άλλη σύνδεση, αυτή τη φορά εσωτερική, ανάμεσα στη δημοκρατία και την ηγεμονία. Οι συμμαχικές πρόσοδοι που αυξήθηκαν πάρα πολύ λόγω των ενεργειών του Κίμωνα στις αρχές της δεκαετίας του 460, κατέστησαν δυνατές τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στην Αθήνα του 462 οι οποίες συνδέονται με τα ονόματα του Εφιάλτη και του Περικλή. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις αύξησαν τη δύναμη της εκκλησίας του δήμου. Αρχικά ο Σόλων και μετά ο Κλεισθένης στο τέλος του έκτου αιώνα είχαν αφήσει την Αθήνα πόλη αριστοκρατική ακόμη από πολλές απόψεις. Και συγκεκριμένα η εισαγωγή της «προσφυγής στο λαό» [ἡ εἰς τό δικαστήριον ἔφεσις], που ο Αριστοτέλης θεωρούσε ως ένα από τα δημοτικώτατα μέτρα του Σόλωνα,7 παρέμενε μόνο δυνάμει δημοκρατικό μέχρι που η εισαγωγή της πληρωμής των ενόρκων στη δεκαετία του 460 σήμανε ότι τα μεγάλα λαϊκά δικαστήρια (με εκατοντάδες ή ακόμη και χιλιάδες δικαστές) μπορούσαν να συνέρχονται τακτικά χωρίς εισοδηματικές απώλειες για τα μέλη τους. Άλλα είδη κρατικής αποζημίωσης (δίαιτα) – για τη συμμετοχή στη βουλή των πεντακοσίων, που προετοίμαζε τις εργασίες της εκκλησίας του δήμου, και στις κρατικές γιορτές (θεωρικά) – θεσπίσθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, και είναι αναμφισβήτητο ότι ως ένα βαθμό την αθηναϊκή δημοκρατία τη χρηματοδοτούσαν πόροι συμμαχικοί. Έχουν γίνει προσπάθειες να αντι- κρουσθεί αυτό με το επιχείρημα ότι μετά την ήττα της Αθήνας το 404 και το τέλος της ηγεμονίας της, η Αθήνα του τέταρτου αιώνα συνέχιζε να καταβάλλει τις αποζημιώσεις αυτές (και μάλιστα θέσπισε μια νέα μεγάλη κατηγορία αποζημιώσεων μετά το 404, για τη συμμετοχή στην εκκλησία του δήμου). Έτσι λοιπόν, λέγεται ότι δεν υπάρχει αναγκαία σχέση μεταξύ δημοκρατικής διαίτης και ηγεμονίας. Το επιχείρημα είναι πολιτικά αφελές: από τη στιγμή που θεσπίζεται ένα ψηφοθηρικό μέτρο – όπως μια νέα αργία σήμερα – , χρειάζεται κάποιος θαρραλέος πολιτικός να σηκωθεί και να προτείνει την κατάργησή του, τουλάχιστον στο είδος του δημοκρατικού πολιτεύματος που κρατά για τον εαυτό του το δικαίωμα να παύει αυτόματα τους αρχηγούς του (η Αθήνα δεν είχε τίποτε που να μοιάζει με τη σύγχρονη βρετανική αντίληψη περί πενταετούς κυβερνητικής θητείας).
Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν και περισσότερο και λιγότερο δημοκρατική απ ’ ό,τι η σημερινή βρετανική ή αμερικανική δημοκρατία. Περισσότερο δημοκρατική, για το λόγο που μόλις ανέφερα: η εκκλησία του δήμου είχε μεγαλύτερη άμεση δύναμη από ένα σημερινό εκλογικό σώμα, εν μέρει επειδή ο αριθμός των ψηφοφόρων ήταν πολύ μικρότερος στην αρχαία Αθήνα. Και λιγότερο δημοκρατική, για ένα λόγο που έχει κι αυτός να κάνει με τον αριθμό των ψηφοφόρων: ολόκληρες ομάδες – δούλοι, γυναίκες, σύμμαχοι, που τη ζωή τους επηρέαζαν πολλές από τις αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου – στερούνταν δικαιώματος ψήφου – δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Τελικά μπορούσαν να ψηφίζουν κάπου 40.000 ενήλικοι άνδρες. Από αυτούς μέχρι 6.000 (η μέγιστη σχεδόν χωρητικότητα της Πνύκας, όπου συνερχόταν η εκκλησία του δήμου, και η αναγκαία απαρτία για ορισμένες αποφάσεις) μπορούσαν να πάρουν μέρος στις σημαντικές συζητήσεις.
Θεωρητικά η εκκλησία του δήμου ήταν ο κυρίαρχος της αθηναϊκής πολιτικής ζωής, αν και είναι δύσκολο να βρούμε κάπου μια σαφή δήλωση αυτού του αξιώματος: η κραυγή ότι «εἶναι ἀνήκουστο να μήν ἀφήνουν τό λαό νά κάνη ὅ, τι θέλει» [Ξενοφώντος, ‘Ελληνικών A 7.12] υψώνεται κάποια στιγμή – αλλά για να δικαιολογήσει μια περίπτωση απροκάλυπτης παρανομίας. Ο Αριστοτέλης το θέτει άψογα όταν λέει για το λαό ότι θα ήθελε να είναι κυρίαρχος [καί γάρ ό δῆμος εἶναι βούλεται μόναρχος, Πολιτικών Ε 11.1313\ σ. 38-9]. Την πραγματική έκταση της λαϊκής κυριαρχίας αποδίδει καλύτερα η δύναμη που διατήρησε ο δήμος – και την οποία και χρησιμοποίησε – να καθαιρεί και να τιμωρεί τους αξιωματούχους του και μάλιστα τους δέκα στρατηγούς: το σημαντικότερο αιρετό αξίωμα στην κλασική Αθήνα.
Αλλά υπήρχαν διάφοροι τρόποι με τους οποίους η κυριαρχία και η σημασία της εκκλησίας του δήμου διαβρωνόταν στο επίπεδο της καθημερινής πολιτικής πρακτικής. Τον πρώτο περιορισμό της σημασίας της τον έθετε η ταραγμένη ζωή των δήμων. Οι δήμοι (και ήταν 140) ήταν οι εκλογικές περιφέρειες της Αττικής. Κάθε δήμος έστελνε ένα συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών στη βουλή, και οι αριθμοί διέφεραν ανάλογα με τον πληθυσμό του καθενός. Αλλά αυτό φυσικά δεν ήταν το μόνο πράγμα που έκαναν οι δήμον, όπως και ο εκδημοκρατισμός της Αττικής, ο συγκεντρωτισμός της Αττικής του έκτου αιώνα δεν ήταν ιδιαίτερα ολοκληρωμένος, επειδή η πόλη των Αθηνών ποτέ δεν απορροφούσε όλη την πολιτική ενέργεια των πολιτών της. Αντί γι ’ αυτό, η Αττική ήταν ένα είδος ομόσπονδου κράτους στο οποίο η τοπική και η εθνική νομιμοφροσύνη συνυπήρχαν. Τα ψηφίσματα των δήμων που σώζονται σε επιγραφές, είναι η καλύτερη απόδειξη: αρχίζουν με διατυπώσεις που θυμίζουν έντονα τη γλώσσα των «εθνικών» διαταγμάτων (ἔδοξε τῷ δήμῳ…, που αντιστοιχεί στο ἔδοξε τῇ βουλῇ καί τῷ δήμῳ...) και καλύπτουν θέματα όπως ο δανεισμός του δημοτικού χρήματος, η ενοικίαση ενός δημοτικού θεάτρου, η κατασκευή μιας αγοράς και η απόδοση τιμών σε μέλη άλλων δήμων ή ακόμη και σε ξένους. Η μνεία των θεάτρων και της αγοράς (των οποίων την ύπαρξη έχει κατά καιρούς επιβεβαιώσει η αρχαιολογική σκαπάνη) είναι από μόνη της εύγλωττη: αυτά τα κτίσματα ήταν χαρακτηριστικά μιας αναπτυγμένης πόλεως και οι δήμοι της Αττικής έχουν χαρακτηρισθεί «πόλεις-κράτη σε μικρογραφία». Άλλο ένα αποδεικτικό στοιχείο είναι η έντονη θρησκευτική ζωή σε δημοτικό επίπεδο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από επιγραφές, συμπεριλαμβανομένων εκτενών και πολύπλοκων λατρευτικών ημερολογίων (μια επιγραφή δείχνει ακόμη κι ένα κατά γενική παραδοχή μεγάλο δήμον με σπουδαίο κύρος να συμβουλεύεται το μαντείο των Δελφών με δική του πρωτοβουλία). Η θρησκεία βρισκόταν στο επίκεντρο της ζωής της πόλεως αλλά και του δήμου. Φυσικά υπήρχαν περιορισμοί στην αυτονομία των δήμων: δεν είχαν «εξωτερική πολιτική», εκτός από το δικαίωμα απονομής τιμών σε ξένους, και ως ένα βαθμό τα οικονομικά τους υπάγονταν στα οικονομικά της Αθήνας. Για παράδειγμα, η οχύρωση των ευπαθών από στρατιωτικής απόψεως δήμων ήταν αρμοδιότητα της πόλεως, αλλά η απουσία δημοτικών επιγραφών μετά το 300 π.Χ. περίπου απεικονίζει δυστυχώς την παρακμή μιας πολύ χαρακτηριστικής πλευράς της ζωής της πόλης στην κλασική Αθήνα, μολονότι, αιώνες μετά το 300 οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να αναγνωρίζονται με το παλαιό διπλό σύστημα πατρωνύμου και δήμου.
Ο δεύτερος περιορισμός στην κυριαρχία της εκκλησίας του δήμου ήταν η Βουλή των Πεντακοσίων, κύρια απασχόληση της οποίας ήταν να προετοιμάζει όλα τα προς συζήτηση θέματα. Όπως και οι αττικοί δήμοι, η βουλή έχει περιγράφει – αυτή τη φορά από έναν αρχαίο συγγραφέα – ως μικρόκοσμος {μικρά πόλις) των Αθηνών, και η παραδοσιακή άποψη ότι η βουλή ήταν απλώς εντολοδόχος και όργανο της ἐκκλησίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υπόθεση ότι η βουλή ήταν κοινωνικά αντιπροσωπευτική και ότι αποτελούσε μια «τομή» της κοινωνίας. Η υπόθεση αυτή δεν είναι καλά τεκμηριωμένη. Η βουλή ήταν αιρετή και δεν πληρωνόταν όταν την ίδρυσε ο Κλεισθένης το 507, και οι πρώτες μαρτυρίες για την ανάδειξη βουλευτών διά κλήρου μεταξύ των κατοίκων των δήμων είναι του 450, και για τη χρηματική αποζημίωση όχι νωρίτερα από το 411. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές είναι οι ημερομηνίες κατά τις οποίες εισήχθησαν αυτοί οι θεσμοί (μπαίνει κανείς στον πειρασμό να τις συνδέσει και τις δύο με τον Εφιάλτη και τις μεταρρυθμίσεις του 462), αλλά είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι το πέρασμα από την αριστοκρατική στη δημοκρατική βουλή ήταν σταδιακό. Χειροπιαστές αποδείξεις ότι η βουλή δεν ήταν κοινωνικά αντιπροσωπευτική, επειδή υπερίσχυαν οι πλούσιοι και ισχυροί πολίτες, είναι πιο δύσκολο να αξιολογηθούν. Δεν υπάρχει στην πράξη καμία μαρτυρία, αλλά εξετάζοντας τους σωζόμενους καταλόγους των βουλευτών, που αρχίζουν τον πέμπτο αιώνα, και αντιπαραβάλλοντάς τους με ανεξάρτητα στοιχεία για τον πλούτο τους, μπορούμε να δούμε ότι η συμμετοχή στη βουλή συνδεόταν με ανώτερη κοινωνική θέση περισσότερο απ’ ό, τι θα περιμέναμε αν το σύστημα ήταν όντως σύστημα κληρωτής επιλογής. Υπάρχουν επίσης ισχυρισμοί, στα κείμενα των Αθηναίων ρητόρων8, ότι ο τάδε βρήκε τον τρόπο να μπει στη βουλή μια ορισμένη χρονιά, και υπάρχουν μερικές χτυπητές συμπτώσεις – περιπτώσεις πατέρα και γιου ή αδελφών που κάνουν μαζί τη βουλευτική τους θητεία ή διάσημων πολιτικών που βρίσκονται στη βουλή σε χρόνια ιδιαίτερα έντονα από πλευράς εξωτερικής πολιτικής – οι οποίες δείχνουν ότι ήταν δυνατόν να καταστρατηγηθεί ο κλήρος (που υποτίθεται ότι διασφάλιζε την τυχαία επιλογή βουλευτών από τους δήμους). Η πιο φανερή μέθοδος παράκαμψης ήταν η απλή προθυμία να θυσιάσει κανείς χρόνο, άρα και χρήμα, την ίδια στιγμή που οι υπόλοιποι συνδημότες του ήταν απρόθυμοι, αλλά οι ισχυρισμοί περί «μαγειρέματος» δηλώνουν ίσως ότι οι ισχυρότερες πιέσεις ασκούνταν από τους πιο φιλόδοξους που μπορούσαν, για παράδειγμα, να έχουν δωροδοκήσει τους συνδημότες τους ώστε να μη βάλουν κι αυτοί το όνομά τους στη δημοτική κληρωτίδα. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η βουλή ως σώμα ημιεπαγγελματιών με επιρροή και αυτοπεποίθηση, αναμενόταν ίσως να καθοδηγεί την ἐκκλησία., όχι απλώς να την υπηρετεί, και πραγματικά βλέπουμε τη βουλή να ασχολείται με διπλωματικά ζητήματα τα οποία (κρίνοντας από τις διατυπώσεις των σχετικών επιγραφών) ποτέ δεν επικυρώνονταν από την εκκλησία.. Εκτός αυτού, υπάρχουν αναντίρρητα στοιχεία για άσκηση σε ορισμένες περιπτώσεις εξωτερικής πολιτικής κρυφά από την εκκλησία.. Υπήρχαν βέβαια όρια στην εξουσία της βουλῆς, για παράδειγμα η θητεία της ήταν ετήσια, και κανείς δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε αυτή περισσότερο από δύο φορές, προβλέψεις που εμπόδιζαν τη βουλή να αποκτήσει το κύρος των κληρονομικών συμβουλίων μερικών αρχαϊκών πόλεων- κρατών. Αλλά ακόμη κι αυτό δεν πρέπει να υπερτιμάται: μια ορισμένη πολιτική ομάδα θα προέβαινε σε ενέργειες που θα της εξασφάλιζαν πάντοτε βουλευτική εκπροσώπηση, με την άτυπη σημασία του όρου. Η αναφορά των επίσημων κανόνων για τη θητεία των βουλευτών θέτει ένα θεμελιώδες ερώτημα: η κατώτερη σε ιδιοκτησία ομάδα, οι θήτες, μπορούσαν να γίνουν μέλη της; Αν όχι, αυτό θα είχε άμεση σχέση με ό, τι ελέχθη προηγουμένως για τον «ελιτίστικο» χαρακτήρα της βουλής. Αλλά τα στοιχεία είναι ασαφή και το θέμα παραμένει ανοιχτό.
Τρίτον, οι στρατηγοί. Είδαμε ότι οι στρατηγοί μπορούσαν να καθαιρούνται, όπως έγινε ακόμη και με τον Περικλή, λίγο πριν από το θάνατό του το 429. Αλλά η κοινή λογική δείχνει ότι συνήθως, και ιδιαίτερα εν καιρώ πολέμου, οι στρατηγοί θα πρέπει να είχαν ιδιαίτερα ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία: για παράδειγμα, λόγοι ασφαλείας, αν και ως γνωστόν δεν αποτέλεσαν ποτέ το δυνατό σημείο των Ελλήνων, θα πρέπει να έκαναν ανεπιθύμητη τη λεπτομερή συζήτηση της στρατηγικής ενώπιον όλης της εκκλησίας του δήμου. Και επειδή ήταν αξίωμα αιρετό, και χωρίς όριο επανεκλογής, το αξίωμα του στρατηγού απολάμβανε το σεβασμό όλων.
Τέταρτον, οι δημαγωγοί, οι λαϊκοί ηγέτες όπως ο Κλέων στη δεκαετία του 420 και μετά από αυτόν ο Υπέρβολος, που χωρίς να έχουν απαραίτητα κάποιο συγκεκριμένο αξίωμα ασκούσαν εντούτοις μεγάλη επίδραση με τις ρητορικές τους ικανότητες. Κακολογημένοι από τις πηγές μας, άνθρωποι όπως ο Κλέων μπορούν εν μέρει να αποκατασταθούν με τη βοήθεια των επιγραφών που έδειξαν ότι όχι μόνον η κοινωνική τους καταγωγή δεν ήταν και τόσο ασήμαντη όσο την παρουσιάζουν κωμωδιογράφοι σαν τον Αριστοφάνη, αλλά και ότι κάποιος σαν τον Υπέρβολο μπορούσε να σκέφτεται και να επεξεργάζεται πολύπλοκους και ισορροπημένους νόμους. Στην πραγματικότητα, οι δημαγωγοί (και ο ίδιος ο Περικλής ήταν απλώς ένας μεγαλοπρεπής δημαγωγός) όφειλαν τη δύναμη επιρροής τους σε ένα δομικό κενό της δημοκρατίας. Η διαχείριση της ηγεμονίας σήμαινε έναν ολοένα αυξανόμενο όγκο εργασίας, και οι Αθηναίοι που δεν διέθεταν δημόσια διοίκηση σημερινού τύπου, άφηναν αυτό το έργο στους πολιτικούς που έκαναν δουλειά τους τη λεπτομερή γνώση: η γνώση ήταν δύναμη. Η τιμωρία του κάθε Υπέρβολου ήταν ο εξοστρακισμός, δεκαετής εξορία κατόπιν σχετικού δημοψηφίσματος (η λέξη προέρχεται από τα όστρακα που χρησιμοποιούνταν κατά τη διαδικασία της κάλπης). Τον τέταρτο αιώνα συνέβη μια πιο σκοτεινή εξέλιξη: εξειδικευμένοι πολιτικοί άδραξαν για τα καλά την εξουσία εκλεγόμενοι, παραδείγματος χάρη, για να επιβλέπουν τα κρατικά ταμεία, δουλειά από την οποία ήταν όλο και δυσκολότερο να τους απομακρύνουν.
Πέμπτον και τελευταίο, ορισμένα στοιχεία των διαδικασιών και της ψυχολογίας της εκκλησίας μείωναν τη δημοκρατική της αποτελεσματικότητα και ανεξαρτησία. Συνεδρίαζε πολύ αραιότερα από τη βουλή, και οι αραιές συναντήσεις δεν εγγυώνται την ενημερωμένη ανταλλαγή απόψεων. Δεν γινόταν καταμέτρηση των ψήφων: η γνώμη εκφραζόταν δι’ ανατάσεως της χειρός και η καταγραφή της ήταν φυσικά θέμα εντυπώσεων, προσεγγιστική δηλαδή, όπως σε μια σημερινή μαζική συγκέντρωση ενός βρετανικού εργατικού συνδικάτου. Και ακόμη και στα τέλη του πέμπτου αιώνα, την εποχή των δημαγωγών, υπάρχουν στοιχεία ότι ο δημοκρατικός Αθηναίος ψηφοφόρος «ήθελε αφέντη»; ακόμη και το 415 ο νεαρός αριστοκράτης Αλκιβιάδης μπορούσε να απαιτεί υψηλό κρατικό αξίωμα επειδή τα άλογά του είχαν κερδίσει στους πρόσφατους Ολυμπιακούς αγώνες. Τέτοιοι ισχυρισμοί δείχνουν την αντοχή της ισχύος του πλούτου, ιδιαίτερα του κληρονομικού, που αναπόφευκτα έχουν δυσμενείς για τη δημοκρατία επιπτώσεις. Παρ ’ όλα αυτά όμως τα ελαττώματα και τα μειονεκτήματά της, η μεγάλη αγκαλιά της αθηναϊκής δημοκρατίας λειτούργησε προστατευτικά για τις ασθενέστερες τάξεις απέναντι στην αυθαίρετη δεσποτική μεταχείριση των ολιγαρχικών στον κόσμο του Αιγαίου σε όλη τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, και από την οπτική γωνία αυτών των τάξεων ήταν πραγματική τραγωδία το ότι αυτός ο κόσμος σταδιακά έχασε την εμπιστοσύνη στον προστάτη του.
Ο πόλεμος
Τη δημοκρατία που μόλις περιγράψαμε ο Αλκιβιάδης την αποκαλούσε ὁμολογουμένην ἄνοιαν [Ζ 89.6], Αλλά είδαμε ότι ο Αλκιβιάδης και η τάξη του βγήκαν κερδισμένοι από το συνδυασμό της δημοκρατίας και της ηγεμονίας: τους δόθηκαν δικαστικές και στρατιωτικές εξουσίες με τη διαμεσολάβηση των πολιτικών «κομματαρχών» τους στην εκκλησία του δήμου, και η ηγεμονία τους χάρισε εδαφικές και άλλες υλικές απολαβές. Ήταν λοιπόν έτοιμοι να πολεμήσουν για τη διατήρηση της «ὁμολογούμενης ἀνοίας» όταν ξέσπασε το 431 ο Μεγάλος Πελοποννησιακός πόλεμος. Όμως αυτός ο πόλεμος επρόκειτο να σαρώσει τη δύναμη και την επιρροή της τάξης του Αλκιβιάδη. Σχεδόν κανένας Αθηναίος δεν πήρε μέρος στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας επί τρεις γενιές μετά το 400 (σε αντίθεση με τις δώδεκα συμμετοχές σε μία μόνο γενιά του 433-400), και όταν χάθηκε η ίδια η ηγεμονία το 404, χάθηκε και το κίνητρο για τη συνεργασία των ανώτερων τάξεων με αυτό που ονομάζεται στο επιτύμβιο ενός ολιγαρχικού με αφοπλιστική ειλικρίνεια, «ο καταραμένος λαός». Έτσι οι πλούσιοι δεν σκόρπιζαν πια τα χρήματά τους σε δημόσιες δαπάνες με τον αέρα του παρελθόντος. Η μεγαλύτερη αλλαγή που επέφερε ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν η εν γένει αύξηση του επαγγελματισμού, και φυσικά αυτό έγινε πιο φανερό στον στρατιωτικό τομέα. Στην Αθήνα ο πολιτικός και ο στρατηγός δεν έχουν πια το ίδιο επάγγελμα, εξέλιξη που προδιέγραφε η ίδια η σταδιοδρομία του Περικλή, του οποίου οι πρώτες γνωστές ενέργειες (στη δεκαετία του 460) είναι καθαρά πολιτικές: τα υψηλά στρατιωτικά καθήκοντα ήρθαν αργότερα. Αυτός ο επαγγελματισμός σήμαινε ότι τα άλογα του Αλκιβιάδη, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ο καταραμένος 8ημος τον είχε αφήσει να τα κρατήσει στην ακόμη πιο εκδικητική ατμόσφαιρα του τέταρτου αιώνα, δεν θα αρκούσαν για να του διασφαλίσουν την όποια πολιτική ή στρατιωτική επιτυχία. Αυτός ο επαγγελματισμός δεν επηρέασε μόνο την τάξη των αξιωματούχων. Ο τέταρτος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως ο αιώνας των μισθοφόρων, αλλά η αλλαγή αρχίζει στις τελευταίες δεκαετίες του πέμπτου αιώνα: όταν το 400 ο Αθηναίος στρατηγός Ξενοφών οδήγησε ανατολικά τους μυρίους για να ενισχύσουν το διεκδικητή του περσικού θρόνου, τον Κύρο, οι οικονομικοί όροι της μισθοφορικής στρατιωτικής υπηρεσίας έχουν ήδη καθορισθεί και θεωρούνται δεδομένοι. Οι Πέρσες σατράπες (επαρχιακοί διοικητές), και ακόμη και οι ίδιοι οι Αθηναίοι, χρησιμοποιούσαν μισθοφόρους δυο-τρεις δεκαετίες πριν από το 400.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος άλλαξε και τον τρόπο της μάχης. Η παραδοσιακή τεχνική του πεζικού των Ελλήνων ήταν η μάχη μεταξύ οπλιτών, που απαιτούσε βαρύ και σχετικά ακριβό οπλισμό, αλλά κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου βλέπουμε για πρώτη φορά πειραματισμούς με ελαφρότερα οπλισμένες μονάδες (τους πελταστές, που ονομάσθηκαν έτσι από την ασπίδα τους), οι οποίες κέρδιζαν έδαφος εν μέρει εξαιτίας της μεγαλύτερης ευελιξίας τους και εν μέρει επειδή η εξάρτυση ενός πελταστή κόστιζε λιγότερο. Μολονότι ο πελταστής ποτέ δεν έφθασε να αντικαταστήσει τον οπλίτη στην ελληνική πολεμική τακτική της Κλασικής περιόδου (οι περισσότερες από τις μεγάλες μάχες εκ παρατάξεως του τέταρτου αιώνα ήταν θέμα οπλιτών), ο συνδυασμός βαρέων και ελαφρά οπλισμένων τμημάτων ήταν κυριολεκτικά τρομερός. Οι κοινωνικές επιπτώσεις της φθίνουσας εξάρτησης από τους οπλίτες, που ήταν συνήθως πολίτες των πόλεων-κρατών χάρη των οποίων αγωνίζονταν, και της αύξουσας χρήσης πελταστών και μισθοφόρων, επρόκειτο να αποδυναμώσουν το σύνδεσμο μεταξύ της πόλεως και των ανθρώπων που μάχονταν για να την υπερασπίσουν. Οι αριθμοί και η αποτελεσματικότητα των ξεριζωμένων «απόλιδων» μπορεί να διογκώνονται υπερβολικά τον τέταρτο αιώνα από τον Ισοκράτη, ο οποίος εκπροσωπεί τις προνομιούχες τάξεις. Αλλά το πρόβλημα χειροτέρεψε με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, γιατί μετά το 404 δεν υπήρχε μία και μόνη ηγετική δύναμη να επιβάλει τη δική της πολιτική τάξη πραγμάτων, όπως είχαν κάνει η Σπάρτη και η Αθήνα σε άλλες εποχές. Αυτό οδήγησε σε γενικότερη αύξηση της πολιτικής αστάθειας και της βίας, εξ ου και οι εξόριστοι για τους οποίους παραπονιέται ο Ισοκράτης.
Οι τρόποι ναυμαχίας και πολιορκίας αναπτύχθηκαν κι αυτοί ταχύτερα μετά το 431. Αντίθετα με τις περιγραφές της αθηναϊκής τακτικής στα δύο πρώτα βιβλία του Θουκυδίδη, βλέπουμε ότι σε ένα χρόνο περίπου οι Αθηναίοι υπό τον Φορμίωνα είχαν το θάρρος και την ικανότητα να κάνουν ελιγμούς στην ανοιχτή θάλασσα. Στις πολιορκίες, ο παράγοντας αλλαγής τον ύστερο πέμπτο αιώνα δεν ήταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος αλλά οι παράλληλες πολεμικές επιχειρήσεις στη Σικελία εναντίον των Καρχηδονίων: αυτές οδήγησαν στην εφεύρεση των καταπελτών γύρω στο 400 π.Χ. (που εξελίχθηκαν αργότερα στους παλιντόνους9 καταπέλτες, οι οποίοι τελειοποιήθηκαν – απ’ ό, τι φαίνεται στη Θεσσαλία – περί το 350). Μολονότι οι υπερασπιστές των πόλεων προσαρμόσθηκαν γρήγορα με νέου τύπου κυκλικά τείχη και ανθεκτικότερα οχυρωματικά έργα, ήταν πλέον δυνατόν να καταληφθεί μια οχυρωμένη πόλη εξ εφόδου. Στη δεκαετία του 330 ο Μέγας Αλέξανδρος πέτυχε στη Δυτική Ασία εκεί όπου ο Αγησίλαος της Σπάρτης είχε αποτύχει στη δεκαετία του 390, κυρίως επειδή ο μακεδονικός στρατός διέθετε Θεσσαλούς μηχανικούς τους οποίους είχε στρατολογήσει ο πατέρας του ο Φίλιππος.
Η στρατηγική ήταν το μέρος της ελληνικής πολεμικής τακτικής της Κλασικής περιόδου που άργησε περισσότερο να αλλάξει, ακόμη και με την πίεση του Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου. Σε θέματα τακτικής, οι στρατηγοί των περισσότερων ελληνικών πόλεων συνέχισαν να λειτουργούν ως όργανα των πολιτικών συνελεύσεων που δίσταζαν να τους παραχωρήσουν κάτι περισσότερο από τις ελάχιστες τυπικές εξουσίες. Αλλά και εδώ έχουμε αλλαγές: στη μάχη του Δηλίου το 424 γίνεται για πρώτη φορά λόγος για μεγαλύτερο βάθος της παράταξης των Θηβαίων: αυτές οι πρόσθετες δυνάμεις αποτελούν ένα είδος εφεδρείας, κάτι που αργότερα τελειοποίησε ο Επαμεινώνδας τον τέταρτο αιώνα. Από εκεί και πέρα, μετρούσαν όλο και περισσότερο η κρίση και η κατάλληλη χρονική στιγμή: ο στρατηγός έπρεπε να αποφασίσει πού και πότε ακριβώς θα χρησιμοποιούσε αυτή την εφεδρεία. Εγχειρίδια και προφορικά μαθήματα τακτικής (και για τα δύο μαθαίνουμε πρώτη φορά τον ύστερο πέμπτο αιώνα) υπογραμμίζουν την αλλαγή των καιρών: αν ο πόλεμος πρόκειται να γίνει επιστήμη, τότε μπορεί να διδαχθεί όπως κάθε άλλη επιστήμη.
Αλλά η υψηλή στρατηγική, με την έννοια της επίτευξης πολιτικών κερδών με τα καλύτερα στρατιωτικά μέσα, ήταν αρκετά διατακτική στις πρώτες φάσεις του Πελοποννησιακού πολέμου. Το καλύτερο που μπορούσαν να σκεφθούν οι Σπαρτιάτες ήταν να εισβάλλουν κάθε χρόνο στην Αττική με την ελπίδα να κάνουν τους Αθηναίους να υποκύψουν. Αυτό ήταν φυσικό να αποτύχει, επειδή η στρατηγική του Περικλή ήταν να εγκαταλειφθεί η Αττική και να συγκεντρωθεί ο πληθυσμός μέσα στα τείχη της πόλης και του Πειραιά ο οποίος απέχει εννέα χιλιόμετρα (την Αθήνα ένωνε με τον Πειραιά μια σειρά παράλληλων τειχών, τα λεγόμενα Μακρά Τείχη, έτσι ώστε οι δύο περιοχές να συναποτελούν ενιαίο αμυντικό χώρο). Πρόσβαση στον Πειραιά σήμαινε πρόσβαση στα τρόφιμα και τα υπόλοιπα αγαθά που προσέφεραν οι κτήσεις της αθηναϊκής ηγεμονίας. Το μόνο που χρειαζόταν η Αθήνα για να κερδίσει τον πόλεμο ήταν να αντέξει: ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί την ίδια λέξη για το «αντέχω» και το «νικώ».10 Η Αθήνα διέθετε τις προσόδους της ηγεμονίας της, κεφάλαιο συσσωρευμένο επί πολλά χρόνια, για να μπορεί να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απαραίτητη επιβολή πειθαρχίας στους συμμάχους ώστε να εξασφαλισθεί η συνεχής ροή βασικών αγαθών.
Η θέση της Σπάρτης ήταν δυσκολότερη: δεν διέθετε ούτε αποθέματα ούτε συμμαχικές εισφορές κι έτσι έπρεπε να ικανοποιεί τις στρατιωτικές και πολιτικές επιθυμίες των συμμάχων της, από το ανθρώπινο δυναμικό των οποίων εξαρτιόταν η στρατολογία της. Αλλά οι επιθυμίες αυτές περιλάμβαναν πάνω απ’ όλα την «απελευθέρωση» που είδαμε ότι περίμενε από αυτή το 431 ο ελληνικός κόσμος, και αυτό σήμαινε να αναλάβει η Σπάρτη την πρωτοβουλία και να προβεί σε αποτελεσματικές ενέργειες για να εξαρθρώσει την αθηναϊκή συμμαχία. Αλλά η Σπάρτη χρειαζόταν γι’ αυτόν το σκοπό περισσότερο έμψυχο υλικό, που το κοινωνικό της σύστημα δεν μπορούσε να προσφέρει, γιατί δεν ήταν κατάλληλα σχεδιασμένο, και πάνω απ ’ όλα τα χρήματα για να οργανωθούν πιο τολμηρές εκστρατείες, πιθανόν και στη θάλασσα (το οποίο θα σήμαινε τη ναυπήγηση στόλου, δαπανηρή επιχείρηση). Υπήρχε μόνο μία διέξοδος: να απευθυνθούν στην πλουσιότερη μη ελληνική δύναμη της περιοχής, δηλαδή στην Περσία. Αλλά εδώ το σπαρτιατικό δίλημμα έγινε οξύτερο γιατί η «απελευθέρωση» της Ελλάδας από την Αθήνα, την οποία ζητούσαν από τη Σπάρτη οι σύμμαχοί της, οδηγούσε λογικά στο επόμενο βήμα της απελευθέρωσης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από την Περσία — σημείο που ο Αλκιβιάδης επισημαίνει σε έναν Πέρση σατράπη στην τελική φάση του πολέμου.11 Πριν ενισχύσει τη σπαρτιατική πολεμική προσπάθεια, η Περσία θα ζητούσε εγγυήσεις για τις σπαρτιατικές προθέσεις στο ανατολικό Αιγαίο, εγγυήσεις που οι υποχρεώσεις της Σπάρτης έναντι των συμμάχων της καθιστούσαν αδύνατη την παροχή τους. Ούτε και είχε άλλωστε η Περσία κάποιο ιδιαίτερο κίνητρο για να χαλάσει την ικανοποιητική της σχέση με την Αθήνα που είχε προκύψει με την ειρήνη του Καλλίου.
Έτσι η Σπάρτη έπρεπε να βρει έναν τρόπο να χτυπήσει γερά την Αθήνα και την ηγεμονία της. Και αυτό το χτύπημα έπρεπε να δοθεί χωρίς βοήθεια από την Περσία, δηλαδή χωρίς στόλο. Η απάντηση που έδωσε το 426 ήταν στο σύνολό της η αναζωπύρωση των παλιών φιλοδοξιών της για την κεντρική Ελλάδα. Πολλές από τις αφηγήσεις του Θουκυδίδη για τα ενδιάμεσα χρόνια του λεγόμενου Αρχιδάμειου πολέμου (431-421) αφορούν τη δραστηριότητα του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα στο βορρά. Αλλά είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι το πρώτο βήμα, η ίδρυση μιας μεγάλης στρατιωτικής αποικίας στην Ηράκλεια της Τραχίνιας στο νότιο μέρος της Θεσσαλίας, έγινε το 426, πριν ο Βρασίδας κινηθεί βορειότερα με το στρατό του. Έτσι οι Σπαρτιάτες, που καθόλου δεν έμοιαζαν με τον ακούραστο Βρασίδα, υποχρεώθηκαν να ασχοληθούν με την υψηλή στρατηγική. Με τις επιτυχημένες πάντως επιχειρήσεις του Βρασίδα εναντίον των θρακικών και βόρειων αποικιών των Αθηναίων (συμπεριλαμβανομένης της Αμφίπολης που την κατέλαβε το 424), οι Αθηναίοι μετά χαράς δέχθηκαν να συνάψουν ειρηνευτική συνθήκη στο τέλος της δεκαετίας του 420. Η Σπάρτη ήταν εξίσου έτοιμη να σταματήσει τις εχθροπραξίες επειδή ο Κλέων, είτε κατά τύχη είτε χάρη σε ικανότητα που δεν του την αναγνωρίζει ο Θουκυδίδης, είχε αιχμαλωτίσει 120 Σπαρτιάτες όμοιους στην Πύλο. Τέτοιος αριθμός Σπαρτιατών πολιτών ήταν αδύνατον να θυσιασθεί. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι επιτυχίες του Βρασίδα εξουδετερώθηκαν πολιτικά από τις επιτυχίες του Κλέωνα και έτσι συνήφθη η Νικίειος ειρήνη (421-415). Η Αθήνα διατηρούσε τη συμμαχία της και είχε κερδίσει τον Αρχιδάμειο πόλεμο.
Ο Θουκυδίδης αποκαλεί αυτή την ειρήνη «κακοφορμισμένη»12, και είναι γεγονός ότι αν και τυπικά δεν υπήρξαν εχθροπραξίες, η Αθήνα, παρακινημένη από τον Αλκιβιάδη και ίσως και από τον Υπέρβολο, επιδίωξε το ξεσήκωμα των αντισπαρτιατικών στοιχείων στην Πελοπόννησο. Αυτό έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, αφού το 418 η Σπάρτη νίκησε το συνασπισμό των εχθρών της στη Μαντίνεια. Αλλά ακόμη πιο σημαντική εξέλιξη από αυτή την ατελέσφορη διπλωματία αποτέλεσε το καταστροφικό λάθος των Αθηνών στα χρόνια της ειρήνης: υποστήριξε δύο Πέρσες επαναστάτες στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, τον Πισσούθνη και αργότερα το γιο του τον Αμόργη που είχαν εξεγερθεί εναντίον του Μεγάλου Βασιλέως. Το γεγονός αυτό έδωσε στον τελευταίο το κίνητρο που του έλειπε κατά τον Αρχιδάμειο πόλεμο για να βοηθήσει τη Σπάρτη εναντίον της Αθήνας. Έτσι λοιπόν, όταν η Αθήνα έστειλε στόλο εναντίον της Σικελίας το 415, και αυτός καταστράφηκε στις Συρακούσες (413) με αποτέλεσμα να χαθεί η εμπιστοσύνη στην Αθήνα μέσα στους κόλπους της συμμαχίας, η Περσία επιτέλους ήταν σε θέση να κερδίσει τον πόλεμο για λογαριασμό της Σπάρτης.
Αλλά, παρά τη σικελική καταστροφή και τη σύντομη ολιγαρχική επανάσταση του 411 που ήταν αποτέλεσμά της, η Αθήνα συνέχισε να πολεμά για άλλα εννέα χρόνια. Πραγματικά ήδη από το 410 είχε στο ενεργητικό της μια μεγάλη ναυτική επιτυχία, τη ναυμαχία της Κυζίκου που όντως ανάγκασε τους Σπαρτιάτες να ζητήσουν ειρήνη. Μόνο όταν πια άρχισε να ρέει αφειδώς το περσικό χρήμα, μετά το 407, μέσω του Κύρου του γιου του Μεγάλου Βασιλέως, μπόρεσε και η Σπάρτη υπό την ηγεσία του Λυσάνδρου να αναγκάσει την Αθήνα να υποταγεί, μετά τη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς (405) – αλλά ακόμη και τότε δεν ήταν η ίδια η ναυμαχία που έδωσε το τελικό χτύπημα αλλά ο επακολουθήσας αποκλεισμός του Ελλησπόντου. Ο πόλεμος χάθηκε, η ηγεμονία διαλύθηκε, ο αητός έπεσε στη γη.
Ηγεμονία: οι αγώνες του τέταρτου αιώνα
«Ἐλευθερία, ἤ ἄλλων ἀρχή» [Βιβλίο Γ 45. 6] είναι μια φράση που ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα ενός από τους ομιλητές του. Η εξίσωση είναι ενδεικτική των ελληνικών αντιλήψεων: η ελευθερία να ασκεί κανείς καταπίεση άξιζε όσο και η απελευθέρωση από την καταπίεση. Μετά την «απελευθέρωση» της Ελλάδας από την αθηναϊκή ηγεμονία, η Σπάρτη με τη συμπεριφορά της έδειξε τη σκοτεινή πλευρά της απελευθέρωσης. Λίγα χρόνια μετά το 404 η Σπάρτη ενεπλάκη στον Κορινθιακό πόλεμο (395-386) εναντίον ενός συνασπισμού ελληνικών πόλεων, της Κορίνθου, του Άργους, των πόλεων της Βοιωτίας, και, αξίζει να σημειωθεί εδώ, της Αθήνας η οποία είχε ανασυνταχθεί μετά την εκδίωξη της ολιγαρχικής τυραννίας που είχε εγκαθιδρύσει η Σπάρτη μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Την ίδια περίοδο (400-390) η Σπάρτη πολεμούσε στην Ασία εναντίον της Περσίας. Ο Αλκιβιάδης είχε δίκιο: η απελευθέρωση της ηπειρωτικής Ελλάδας οδήγησε τη Σπάρτη και στην απόπειρα απελευθέρωσης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Πώς έγινε αυτός ο πόλεμος; Η απάντηση βρίσκεται στο χαρακτήρα του σπαρτιατικού επεκτατισμού αυτής της περιόδου, ενός γενικού επεκτατισμού προς όλες τις κατευθύνσεις, ο οποίος πρέπει να συνδεθεί με την προσωπικότητα του Λυσάνδρου. Αλλά κατά κάποιον τρόπο ο Λύσανδρος εξέφραζε απλώς πιο μονοκόμματα την παραδοσιακή κατά διαστήματα πολιτική της Σπάρτης, όπως και οι Σπαρτιάτες που σχεδίασαν την Ηράκλεια του 426 εξέφραζαν την πολιτική του Λεωτυχίδα και του Κλεομένη A’ στην κεντρική Ελλάδα.
Μπορούμε να αρχίσουμε με την Ηράκλεια και την κεντρική Ελλάδα, γιατί η αναθέρμανση του σπαρτιατικού ενδιαφέροντος δημιούργησε εκεί ισχυρές απειλές για τη Βοιωτία και την Κόρινθο – τον κίνδυνο του αποκλεισμού. Λίγο μετά το τέλος του πολέμου η Σπάρτη επαναβεβαίωσε την εξουσία της στην Ηράκλεια, που στα χρόνια μετά την ίδρυσή της αμφιταλαντευόταν μεταξύ σπαρτιατικής και βοιωτικής επικυριαρχίας. Επιπλέον προκύπτει και από μια ενδιαφέρουσα ομιλία ενός Θεσσαλού πολιτικού το 404 ότι η Σπάρτη είχε αναμιχθεί στα πολιτικά πράγματα της ίδιας της Θεσσαλίας και ότι οπωσδήποτε εγκατέστησε φρουρά στην πόλη των Φαρσάλων. Από αυτή την επέμβαση κινδύνεψε να έλθει σε σύγκρουση με τον δυναμικό βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο (413-399) που είχε και αυτός βλέψεις στη Θεσσαλία. Η παρουσία του Λυσάνδρου στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα τις κατάλληλες στιγμές είναι καλά διαπιστωμένη ώστε να μπορούμε να τον συσχετίσουμε με αυτή την πολιτική.
Αυτά για το βορρά. Μετά έχουμε τη δύση: στις Συρακούσες της Σικελίας την εποχή περίπου που ο Πελοποννησιακός πόλεμος τελείωνε στην Ελλάδα, ο τύραννος Διονύσιος A’ ανέβηκε στην εξουσία – με τη βοήθεια της Σπάρτης. Μπορούμε γι ’ άλλη μια φορά να υποψιασθούμε την ανάμιξη του Λυσάνδρου, που σύμφωνα με το δεύτερο κεφάλαιο του βίου του στον Πλούταρχο επισκέφθηκε τον Διονύσιο ως πρεσβευτής. Εκεί βρίσκονταν τα αίτια ανησυχίας της μητρόπολης των Συρακουσών, της Κορίνθου, ιδίως επειδή στη βοήθεια που έδωσε η Σπάρτη στον τύραννο συμπεριλαμβανόταν και η δολοφονία ενός Κορίνθιου που κατά μυστηριώδη τρόπο περιγράφεται ως «αρχηγός» των Συρακοσίων.
Μετά έχουμε το νότο. Μια από τις τεκμηριωμένες επισκέψεις του Λυσάνδρου έγινε στο αιγυπτιακό μαντείο του Άμμωνος στη Σίβα [Πλούτ. Βίος Λυσάνδρου 20]. Και μια και ο αδελφός του Λυσάνδρου ονομαζόταν Λίβυς («Λίβυος») αυτό μπορεί να δείχνει συγγενικούς δεσμούς. Τότε ακριβώς η Αίγυπτος, από το 404 και μετά, είχε αποσκιρτήσει από την Περσία υπό την ηγεσία ενός τοπικού επαναστάτη «φαραώ», και είναι πιθανόν ότι ο Λύσανδρος έπαιζε το ίδιο παιχνίδι στην Αίγυπτο όπως και στις Συρακούσες – υποστηρίζοντας και έτσι υποχρεώνοντας μια νέα ανερχόμενη δύναμη. Οπωσδήποτε και ο Διονύσιος και ο καινούριος Φαραώ ξεπλήρωσαν την υποχρέωση με συγκεκριμένη ναυτική βοήθεια προς τη Σπάρτη κατά τον Κορινθιακό πόλεμο.
Τελευταίο και σπουδαιότερο – καθώς αφορούσε άμεσα την Περσία – η ανατολή. Η σπαρτιατική ανάμιξη στη Μικρά Ασία μετά το 404 αρχίζει συγκεκαλυμμένα με την ενίσχυση του Κύρου (που τότε είχε εξεγερθεί εναντίον του αδελφού του ο οποίος μόλις είχε ανέβει στο θρόνο), με το μισθοφορικό σώμα των μυρίων του Ξενοφώντα (βλ. σ. 201): αυτή η δύναμη είχε την επίσημη υποστήριξη του σπαρτιατικού κράτους, αλλά αυτή την πτυχή ο φιλοσπαρτιάτης Ξενοφών αγωνίζεται να την αποκρύψει κατά την περιγραφή της εκστρατείας στην Κύρου ἀνάβασιν. Η Σπάρτη έδρασε πιο ανοιχτά εναντίον της Περσίας στην Ασία όταν της το ζήτησαν ευθέως ορισμένες ιωνικές πόλεις: μια σειρά εκστρατειών αναλήφθηκαν μεταξύ 400 και 396, η τελευταία μάλιστα υπό την αρχηγία ενός Σπαρτιάτη βασιλιά που μόλις είχε ανέβει στο θρόνο, του Αγησίλαου, ο οποίος πέρασε στη Μικρά Ασία και διεξήγαγε επιχειρήσεις εναντίον των Περσών μέχρι που ανακλήθηκε με το ξέσπασμα του Κορινθιακού πολέμου (395). Αλλά ακόμη και η ήττα στη ναυμαχία της Κνίδου (394) από έναν περσικό στόλο με διοικητή τον Αθηναίο ναύαρχο Κόνωνα δεν έφθασε για να κάνει τη Σπάρτη να εγκαταλείψει τις ασιατικές βλέψεις της. Αυτό συνέβη μόλις (το 392) λεηλατήθηκαν τα παράλια της Λακωνίας από τον Κόνωνα και έναν Πέρση σατράπη, γιατί έφερε στο προσκήνιο τον παλαιό φόβο της εξέγερσης των ειλώτων που θα έπαιρναν θάρρος βλέποντας τους εχθρούς της Σπάρτης τόσο κοντά. Το αποτέλεσμα, μετά από λίγα ακόμη χρόνια άκαρπων συγκρούσεων, ήταν η Ανταλκίδειος ειρήνη (387/6), που τελικά όρισε ότι η Μικρά Ασία θα ήταν περσική και οι Έλληνες «αυτόνομοι».13 Η καθυστέρηση μεταξύ 392 και 387/6 οφειλόταν εν μέρει μεν στην ανάγκη να εκβιάσουν την Αθήνα να υποχωρήσει μέσω του λιμού, αλλά κυρίως στην εχθρότητα του Πέρση βασιλιά έναντι της Σπάρτης εξαιτίας της βοήθειάς της προς τον Κύρο το 400.
Η «αυτονομία» που προέβλεπε η Ανταλκίδειος ειρήνη ευνοούσε κατά πολύ τη Σπάρτη, γιατί μπορούσε να τη χρησιμοποιεί ως δικαιολογία για να αποδιοργανώνει εκείνους από τους εχθρούς της που η οργάνωσή τους μπορούσε να θεωρηθεί παραβίαση εσωτερικής «αυτονομίας»: έτσι η Μαντίνεια της Αρκαδίας, ενιαία και δημοκρατική πόλις από την εποχή του Θεμιστοκλή, διαλύθηκε στα χωριά που την αποτελούσαν. Είναι αμφίβολο, πάντως, κατά πόσον η Σπάρτη στηριζόταν σε νομοτεχνικά στοιχεία περί αυτονομίας για να επέμβει στη Μαντίνεια. Γεγονός ήταν πως το κύρος της μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη, με την οποία ορίσθηκε από την Περσία ως εγγυητής κατά κάποιον τρόπο, της έδινε τη δυνατότητα να κάνει ό, τι ήθελε. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα αφού δύο από τους κύριους εχθρούς της, η Θήβα και η Αθήνα, πιάστηκαν να παραβιάζουν τα συμφωνηθέντα περί «αυτονομίας»: η Θήβα έπρεπε να αποκηρύξει την επικυριαρχία της στη Βοιωτία και η Αθήνα να εγκαταλείψει για την ώρα τις προσδοκίες της για αναβίωση της παλιάς της ηγεμονίας. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι τέτοιες ελπίδες είχαν ξαναζωντανέψει σχεδόν αμέσως μετά το 404: το 392 ένας Αθηναίος ρήτορας αναφέρεται στην επιθυμία ανάκτησης των υπερπόντιων κτήσεων που έχασε η Αθήνα στον πόλεμο, και, στην περίοδο μετά τη ναυμαχία της Κνίδου η Αθήνα επαναφέρει τον παλαιό φόρο της δεκάτης στον Ελλήσποντο. Αυτή η αναζήτηση της ηγεμονίας του πέμπτου αιώνα, και ιδιαίτερα η επιθυμία να αποκτήσει και πάλι μια αποικία στο βορρά, την Αμφίπολη, καθόρισε την πορεία της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής μέχρι την εποχή του Φιλίππου.
Η Ανταλκίδειος ειρήνη επέτρεψε στη Σπάρτη όχι μόνο να καταπιέσει κοντινούς γείτονες όπως οι Μαντινείς, αλλά και να στραφεί πάλι προς βορρά: το 383 επιτέθηκε στην Όλυνθο της Χαλκιδικής. Αλλά καθ’ οδόν προς βορράν ο Σπαρτιάτης στρατηγός Φοιβίδας προσκλήθηκε στη Βοιωτία από μια φιλοσπαρτιατική φατρία και κατέλαβε την Καδμεία, την ακρόπολη των Θηβών. Αυτή η ωμή επέμβαση θεωρήθηκε από τον ευσεβή Ξενοφώντα, παρά τη συμπάθειά του για τους Σπαρτιάτες, ως μορφή μανίας, και οπωσδήποτε δημιούργησε στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου έντονη αντιπάθεια για τους Σπαρτιάτες, κι έτσι όταν μερικοί Θηβαίοι εξόριστοι το 379 απελευθέρωσαν την πόλη τους, μπόρεσαν να λάβουν βοήθεια από την Αθήνα. Στηριζόμενοι στο αντισπαρτιατικό αίσθημα που κυριαρχούσε, και ίσως φοβούμενοι σπαρτιατικά αντίποινα για το ρόλο τους στα τελευταία γεγονότα των Θηβών, οι Αθηναίοι έκαναν τότε συμμαχία (378), τη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία, με κυριότερο σύμμαχο τη Θήβα. Όπως ήδη αναφέραμε, η νέα συμμαχία ήταν προσεκτική και απέφευγε τις πιο μισητές τακτικές της ηγεμονίας του πέμπτου αιώνα (φόρους, φρουρές, κληρουχίες). Επιπλέον, δεν υπήρχε ιδιαίτερη πίεση να γίνει κανείς μέλος. Μόνο όταν η νέα συμμαχία έδειξε την αποτελεσματικότητά της στην πράξη με μια νίκη σε ναυμαχία εναντίον της Σπάρτης στα ανοιχτά της Νάξου (376) άρχισαν να συρρέουν νέα μέλη. Η καινούρια θέση της Αθήνας αναγνωρίσθηκε στην ανανέωση της Ανταλκιδείου ειρήνης το 375. Ο αθηναϊκός αητός πετούσε και πάλι ψηλά, αν και δεν προκαλούσε πια το δέος του πέμπτου αιώνα. Παρά την υπόσχεση του 377 (βλ. σ. 189), η έντονη ναυτική δραστηριότητα της δεκαετίας είχε το κόστος της και το 373 ακούμε πρώτη φορά να γίνεται λόγος για οικονομικές «εισφορές» – η παλιά φορολογία του πέμπτου αιώνα με άλλο όνομα. Και την ίδια χρονιά υπάρχουν στοιχεία για την πρώτη αθηναϊκή φρουρά, στο νησί της Κεφαλονιάς.
Και δεν άρχισε μόνον η Αθήνα να παραβιάζει από νωρίς τις υποσχέσεις της: πιο σημαντική ήταν η αμφισβήτηση της ιδεολογικής δικαίωσης της νέας συμμαχίας – η οποία ήταν αρχικά ένας δημοκρατικός αγώνας για ελευθερία εναντίον της Σπάρτης, με την Αθήνα και τη Θήβα να πρωτοστατούν – από τη συμπεριφορά της ίδιας της Θήβας στη δεκαετία του 370. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Καδμείας η Θήβα ανέκτησε τη θέση της στη Βοιωτία, ανασυγκροτώντας τη βοιωτική συμμαχία υπό την ηγεσία της. Οι αντιρρησίες μεταξύ των μικρότερων βοιωτικών πόλεων καταπιέσθηκαν και σε μερικές περιπτώσεις καταστράφηκαν. Στη γειτονική Αθήνα όλα αυτά τα παρακολουθούσαν με ανησυχία. Όταν το 371 οι Θηβαίοι αντιμετώπισαν τη Σπάρτη στη μάχη των Λεύκτρων και – προς γενική κατάπληξη των Ελλήνων που επί γενιές ολόκληρες ήταν εθισμένοι στην ιδέα της αήττητης Σπάρτης – τη νίκησαν, η Αθήνα δέχθηκε τον αγγελιαφόρο που ανακοίνωσε τη θηβαϊκή νίκη με παγερή ψυχρότητα, και από τότε πλησίασε διπλωματικά περισσότερο τη Σπάρτη, μια αλλαγή που δυσαρέστησε τους άλλους συμμάχους της Αθήνας. Η δεκαετία της θηβαϊκής ηγεμονίας είχε αρχίσει.
Τα Λεύκτρα αποτελούσαν ήττα για τη Σπάρτη, αλλά ακόμη χειρότερη συνέπεια ήταν η επανίδρυση της Μεσσήνης από τους Θηβαίους ως ανεξάρτητης πόλεως μετά από πολλούς αιώνες δουλείας (369). Η Σπάρτη τώρα, στερημένη από τα οικονομικά μέσα για να συνεχίσει την παλιά ἀγωγή στην οποία στηριζόταν η δύναμή της, και η οποία χρειαζόταν την άνεση που μόνο το μαζικό εξαρτημένο εργατικό δυναμικό μπορούσε να προσφέρει, ξέπεσε σε θέση δεύτερης κατηγορίας μεταξύ των ελληνικών δυνάμεων.
Το γεγονός αυτό επέτρεψε στη Θήβα και στην Αθήνα να συνεχίσουν τον ανταγωνισμό τους στο κενό που δημιουργήθηκε με την εξαφάνιση της Σπάρτης. Στη Θεσσαλία, την τρίτη δύναμη που ήδη αναφέραμε, ο Ιάσων των Φερρών κατέστρεψε το τείχος της Ηράκλειας για να εμποδίσει κάθε πιθανό εχθρό να πάει προς τα εκεί. Αυτό σήμανε το τέλος των φιλοδοξιών της Σπάρτης στην κεντρική Ελλάδα. Αλλά ο Ιάσων δολοφονήθηκε και η Θεσσαλία έγινε γι’ άλλη μια φορά, στην αρχή της δεκαετίας του 360, παθητικό αντικείμενο ξένων επιθυμιών. Η Θεσσαλία και η Μακεδονία, η οποία αυτή την περίοδο κατατρύχεται από δυναστικές έριδες, αποτελούν το πρώτο θέατρο των θηβαϊκών επιχειρήσεων στη δεκαετία του 360: ο Θηβαίος Πελοπίδας κατηύθυνε αυτή τη διπλωματική και στρατιωτική διείσδυση στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Εκεί τα θηβαϊκά συμφέροντα συγκρούσθηκαν με τα αθηναϊκά, γιατί ένα από τα αποτελέσματα της μάχης των Λεύκτρων ήταν να αναζωπυρωθούν έντονα οι αθηναϊκές ελπίδες για την ανάκτηση της Αμφίπολης και της Χερσώνας. Όμως το μόνο που κατάφεραν οι δύο πλευρές να πετύχουν στο βορρά ήταν να εμποδίσουν η μια την άλλη να επιτύχει πλήρως το σκοπό της, διευκολύνοντας έτσι τις μετέπειτα επιδιώξεις του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας. Η Θήβα κέρδισε πάντως ένα σημαντικό πλεονέκτημα: τον έλεγχο μιας ισχυρής πλειοψηφίας στη δελφική αμφικτυονία μέσω των θεσσαλικών ψήφων.
Η δεύτερη σημαντική περιοχή της θηβαϊκής δραστηριότητας ήταν η Πελοπόννησος, όπου ο Επαμεινώνδας, ο νικητής των Λεύκτρων, συνόδευσε την επανασύσταση της Μεσσήνης με τη δημιουργία μιας νέας ομοσπονδίας των Αρκάδων με πρωτεύουσα τη Μεγαλόπολη. Τέτοιοι θεσμοί, καθώς επίσης και η δημιουργία ομοσπονδίας και στην Αιτωλία, και η σύσταση μιας νέας βοιωτικής ομοσπονδίας (διαφορετικής από τη βοιωτική συμμαχία – που συνέχιζε να υπάρχει – και με πρότυπο τη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία), αντιπροσωπεύουν την κύρια κληρονομιά των Θηβαίων στην ελληνιστική Ελλάδα.
Η τρίτη και τελευταία περιοχή της θηβαϊκής επέκτασης ήταν το Αιγαίο. Εδώ και πάλι ο αντίπαλος ήταν η Αθήνα, η οποία στα μάτια των συμμάχων της το 365 είχε ξεπεράσει τα όρια εγκαθιστώντας μια κληρουχία στη Σάμο, και αθετώντας έτσι άλλη μια συμμαχική της υπόσχεση. Η αθέτηση ήταν περισσότερο ηθική παρά τυπική αφού, πρώτον, η Σάμος δεν ήταν μέλος της συμμαχίας, και δεύτερον, η αθηναϊκή ενέργεια προκλήθηκε από μια περσική φρουρά η αποστολή της οποίας παραβίασε την Ανταλκίδειο ειρήνη, που παραχωρούσε μεν την Ασία αλλά όχι και τα κοντινά σε αυτή νησιά, όπως η Σάμος, στην Περσία. Η παραβίαση ήταν κατάφωρη και η Αθήνα είχε το δικαίωμα, λόγω της στρατηγικής σημασίας της Σάμου, να αντιδράσει όπως αντέδρασε. Αλλά η ενέργειά της, η αποστολή της κληρουχίας έγινε (όπως δείχνουν φιλοσαμιακές επιγραφές) δεκτή με βαριά και γενική δυσαρέσκεια. Αυτή η δυσαρέσκεια επέτρεψε στη Θήβα να πείσει μερικούς από τους σημαντικότερους συμμάχους των Αθηνών να εγκαταλείψουν τη συμμαχία, και συγκεκριμένα το Βυζάντιο (στη διαδρομή των σιτηρών του Ελλησπόντου), και προσωρινά τη Ρόδο. Ο Επαμεινώνδας είναι από αυτή την άποψη πρόδρομος του Μαυσώλου, του Πέρση σατράπη που εκμεταλλεύθηκε τα συμμαχικά παράπονα εναντίον των Αθηνών στη δεκαετία του 350, αποσπώντας τελικά τη Ρόδο και άλλες πόλεις από το αθηναϊκό στρατόπεδο με τον Συμμαχικό πόλεμο. Αυτή η ολιγαρχικού χαρακτήρα διείσδυσή του στα ελληνικά νησιά αρχίζει ήδη από τη δεκαετία του 360 σε μερικές περιοχές (παράδειγμα η Κως). Έκρινε σε μεγάλο βαθμό την «ταξική πάλη» στο Αιγαίο μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών, ανατρέποντας την ισορροπία εις βάρος των δημοκρατικών. Αλλά πρέπει να μην παραβλέπουμε ότι η ίδια η αθηναϊκή φιλαυτία – η επιδίωξη ιδιαίτερων στόχων όπως η Αμφίπολη – έσπρωξε δημοκρατικούς όπως οι Ρόδιοι να προτιμήσουν ακόμη και τον Μαύσωλο από τους ομοϊδεάτες τους δημοκράτες της Αθήνας.
Στο τέλος της δεκαετίας του 360, τα εχθρικά αισθήματα προς την Αθήνα είχαν ενισχυθεί μέσα στην ίδια τη συμμαχία της, η Θήβα ήταν εν γένει αντιπαθής και η Σπάρτη διαλυμένη. Έτσι όταν ο Φίλιππος Β΄, τον οποίο ένας σύγχρονος ιστορικός δικαίως αποκαλεί «τον μεγαλύτερο άνδρα που είχε δει ως τότε η Ευρώπη», ανέβηκε στον αποδυναμωμένο μακεδονικό θρόνο το 359, ήταν πάνω απ ’ όλα τυχερός εξαιτίας της αδυναμίας εκείνων των πόλεων που κυρίως θα έπρεπε να ασχολούνται με το πώς θα τον αντιμετωπίσουν. Διαφορετικά, το προσωπικό του μεγαλείο θα παρέμενε απλή δυνατότητα. Μπορούμε να προσθέσουμε ότι η τυραννίδα των Συρακουσών είχε ανατραπεί μετά τη δεύτερη γενιά, πιστή στο σημείο αυτό, όπως και σε άλλα, στο σχήμα των παλιών αρχαϊκών τυραννικών καθεστώτων της ηπειρωτικής Ελλάδας, και ότι η Σικελία των μέσων του τέταρτου αιώνα, αναρχούμενη και οικονομικά εξασθενημένη, δεν ήταν σε θέση να επέμβει εναντίον του νέου βασιλιά της Μακεδονίας. Ένας Κορίνθιος ονόματι Τιμολέων επρόκειτο να συνεφέρει και να ξαναζωντανέψει τη Σικελία στη δεκαετία του 340, αλλά μόνο στην Ελληνιστική εποχή μπόρεσε Σικελός ηγεμόνας να ξαναπαίξει ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή. Τα προβλήματα των Αθηνών, της Σπάρτης και των Θηβών επιδεινώθηκαν κατά τη δεκαετία του 350: η αθηναϊκή συμμαχία, όπως είδαμε, διαλύθηκε με τον Συμμαχικό πόλεμο του 357-355. Οι προσπάθειες της Σπάρτης να ανακτήσει τη Μεσσηνία ήταν μάταιες, αλλά απορρόφησαν όλη την ενέργειά της. Η Θήβα ξεκίνησε μια διαμάχη με τη γειτονική Φωκίδα στις αρχές της δεκαετίας του 350 και έπεισε τους εγκαθέτους της στη δελφική αμφικτυονία να κηρύξουν Ιερό πόλεμο εναντίον της Φωκίδας. Αλλά οι Φωκείς άρπαξαν τους θησαυρούς του μαντείου των Δελφών, προσέλαβαν μισθοφόρους και τα πήγαν τόσο καλά εναντίον των Θηβών ώστε ο πόλεμος τελείωσε μόλις το 346, με την επέμβαση του Φιλίππου. Η σημασία του Ιερού πολέμου που έφερε τον Φίλιππο στην καρδιά της Ελλάδας, είναι ανυπολόγιστη. Αλλά για να επιστρέφουμε στη δεκαετία του 350, ο Φίλιππος είχε αρχίσει να επωφελείται από τη διχόνοια και τα τοπικά συμφέροντα των ελληνικών πόλεων ώστε να καταλάβει στρατηγικά σημεία στο βορρά, μεταξύ αυτών και την Αμφίπολη, και να αποκτήσει τον έλεγχο της Θεσσαλίας με όλα τα πλεονεκτήματά της. Η Όλυνθος παραδόθηκε το 348, αβοήθητη από την Αθήνα παρά τις πύρινες πατριωτικές ομιλίες του Δημοσθένη, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του 350 δεν είχε αντιληφθεί πλήρως ότι ο Φίλιππος ήταν ο κύριος αντίπαλος της Αθήνας (περισσότερο απ’ ό, τι η Περσία ή η Σπάρτη), αλλά δεν έκανε το ίδιο λάθος μετά το 349. Το 346 η στρατιωτική σύγκρουση με τον Φίλιππο είχε τόσο λίγα αποτελέσματα να επιδείξει, ώστε παραχώρησε τη θέση της στην υψηλή διπλωματία, τη λεγάμενη ειρήνη του Φιλοκράτη, το σπουδαιότερο σημείο της οποίας από αθηναϊκής πλευράς ήταν η αποδοχή της απώλειας της Αμφίπολης. Από την πλευρά του Φιλίππου ίσως μετρούσε περισσότερο το γεγονός ότι δεν συνήψε μόνον ειρήνη αλλά και συμμαχία με την Αθήνα, μια και υπάρχει σοβαρός λόγος να πιστεύουμε ότι σχεδίαζε ήδη την εκστρατεία εναντίον της Περσίας που πραγματοποίησε τελικά ο γιος του ο Αλέξανδρος ο Μέγας: κάτι για το οποίο θα του χρειαζόταν το ναυτικό των Αθηναίων ή τουλάχιστον η ουδετερότητά τους. Η ειρήνη του 346 όμως ήταν ασταθής, και είναι αμφίβολο αν αυτός που ήθελε περισσότερο την ανατροπή της ήταν τελικά ο αδιάκοπα προκλητικός Δημοσθένης ή ο ίδιος ο Φίλιππος. Ο Φίλιππος αξιοποίησε το τέλος της δεκαετίας του 340 για να εδραιώσει την κυριαρχία του στη Θεσσαλία και τη Θράκη, και για να φέρει στην εξουσία (ή ίσως μόνο να ενισχύσει) τους οπαδούς του και σε άλλα μέρη, για παράδειγμα στην Εύβοια. Εν τω μεταξύ ο Δημοσθένης αναλώθηκε στο να στρέψει την ελληνική κοινή γνώμη εναντίον του «βαρβάρου» — όπως άδικα και άστοχα αποκάλεσε το Μακεδόνα βασιλιά που την έκταση της ελληνικότητας του πολιτισμού του μας αποκαλύπτουν τώρα ακόμη καθαρότερα αρχαιολογικά ευρήματα όπως οι τοιχογραφίες που ανακαλύφθηκαν στη Βεργίνα το 1977.14 Το ότι οι πατριωτικές και πολιτικές προσπάθειες του Δημοσθένη άγγιξαν την επιτυχία, φαίνεται από το ότι η τελική νίκη του Φιλίππου στην πεδιάδα της Χαιρωνείας (338) ήταν οριακή. Η Χαιρώνεια είχε ως αποτέλεσμα μια διπλωματία νέου τύπου: μια διευθέτηση (την «Κορινθιακή συμμαχία», που είχε ελάχιστη σχέση με το κλασικό ιδεώδες της συμμαχίας), με βασιλιά στο επίκεντρο, και η οποία στηριζόταν στις προνομιούχες τάξεις των οποίων εδραίωσε την εξουσία. Δεν επρόκειτο ποτέ να χάσουν αυτή τη θέση ισχύος, ούτε επί Μακεδόνων ούτε επί Ρωμαίων. Ο ταξικός αγώνας της Κλασικής εποχής είχε κριθεί: η δημοκρατία και η Αθήνα είχαν χάσει, αποτέλεσμα της τρέλας της ίδιας της Αθήνας. Ο ιμπεριαλισμός αποδείχθηκε τελικά ασύμβατος με τη δημοκρατία.
--------------
Σημειώσεις
Το κείμενο όμως καταλήγει: πόλιν τε τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτην καί μεγίστην ὠκήσαμεν – λόγια που παρ’ όλον ότι τα συμφραζόμενα περιορίζουν το νόημά τους στο καθαρά υλικό επίπεδο («ὑπήρξαμεν πολῖται πόλεως μεγίστης καί διαθετούσης ἀφθονίαν πόρων παντός εἴδους»), ανακαλούν αβίαστα την υψηλή ευγλωττία του Επιταφίου.
Το επίγραμμα αυτό έχει ως εξής:
Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει
Μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι
καί βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.
***
[Τον Αθηναίο Αισχύλο του Ευφορίωνα
που πέθανε στη Γέλα την πολύκαρπη,
σκεπάζει αυτός ο τάφος·
για την παλικαριά του έχει να λέει
του Μαραθώνα το άλσος, μα κι ο Μήδος
ο μακρυμάλλης που καλά τη γνώρισε.]
Αισχύλου βίος, σ. 332
Λουκιανού, Τίμων 14. Φράση και της αγγλικής (a dog in the manger) για τον στριμμένο άνθρωπο που, μολονότι δεν του χρειάζεται διόλου κάτι που ένας άλλος έχει ανάγκη, δεν τον αφήνει ούτε εκείνον να το χρησιμοποιήσει, όπως το σκυλί του γνωστού μύθου: έπιανε θέση στο παχνί και δεν άφηνε το άλογο ούτε να πλησιάσει το σανό.
Λακεδαιμονίους δε ἀποκρίνασθαι μή εἶναι σφίσι πάτριον ἀκολουθεῖν ἄλλοις, ἀλλ ’ αὐτούς ἄλλων ἀξηγεῖσθαι.
Από τον John Boardman στο Frank Brommer Festschrift (Mainz/Rhein 1977), σσ. 39 κ.ε.
ἀετόν ἐν νεφέλαις [Αιλίου Αριστείδου, Παναθηναϊκός 399 136.15-16 Lenz]. Ο χρησμός έχει ως εξής:
Εὔδαιμον πτολίεθρον Ἀθηναίης ἀγελείης
πολλά ἰδόν καί πολλά παθόν καί πολλά μογῆσαν
ἀετός ἐμ νεφέλησι πετήσεται ἤματα πάντα.
Τ. Kock, Ausgewahlte Komodien des Aristophanes (Weidmann, Λειψία 1852) I. 145-46, όπου και το σχόλιο
οἷον βασιλεύς μέγας ύπερέζεις ἁπάντων ὥσπερ ἀετός ταῶν ὄρνεων
Πρβλ. και το σχετικό λήμμα της Σούδας:
Ἀετός ἐν νεφέλαις: ἐπί ταῶν δυσαλώτων· παρόσον ἀετός ἐν νεφέλαις ὧν οὐχ ἁλίσκεται (I 59.18-19 Adler).
Διότι, κύριος γάρ ὤν ὁ δῆμος τῆς ψήφου κύριος γίγνεται ταῆς πολιτείας (Ἀθηναίων πολιτεία 9.1).
Δες χαρακτηριστικά τα όσα υπαινίσσεται σαφώς ο Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος 63.
J.G. Landels, Engineering in the Ancient World (Chatto & Windus, Λονδίνο 1978).
Πρόκειται για τα ρήματα περίειμι και περιγίγνομαι.
«… δέν εἶναι πιθανόν, ὅτι ἐνῶ ἐλευθερώνουν σήμερον τούς Ἕλληνας ἀπό τήν κυριαρχίαν τῶν Ἀθηναίων, δέν θα ἐλευθερώσουν αὐτούς καί ἀπό τήν κυριαρχίαν ταῶν Περσῶν» (Θ 46.3· „Ρ|». 1 θ 52).
τῇ μετ’ αὐτόν (sc. τῷ πρώτῳ πολέμῳ) ύπόπτῳ ἀνακωχῇ (Ε 26.3)
καί ἐπί ἕξ ἔτη μέν καί δέκα μήνας ἀπέσχοντο
μή ἐπί τήν ἑκατέρων γῆν στρατεῦσαι, ἔξωθεν δέ
μετ’ ἀνακωχῆς οὐ βεβαίου ἔβλαπτον ἀλλήλους τά μάλιστα (Ε 25.3).
Αυτή την ατιμωτική ἥν βασιλεύς εἰρήνην καταπέμποι παραδίδει ο Ξενοφών:
«Ὁ Βασιλεύς Ἀρταξέρξης κρίνει δίκαιο νά τοῦ ανήκουν οἱ πόλεις τῆς Ἀσίας κι ἀπό τά νησιά οἱ Κλαζομενές καί ἡ Κύπρος. Οἱ ἄλλες ἑλληνικές πόλεις, μεγάλες καί μικρές, ν’ ἀφεθοῦν ἀνεξάρτητες έκτός ἀπό τή Λῆμνο, τήν Ἴμβρο καί τή Σκῦρο, πού ὅπως καί παλιά θ ’ ἀνήκουν στούς Ἀθηναίους. Ὅσους δέν δεχτοῦν τούτη τήν εἰρήνη, θά τούς πολεμήσω μαζί μ’ ἐκείνους πού τή θέλουν, καί στή στεριά καί στη θάλασσα, μέ πλοῖα καί μέ χρήματα» (Ξενοφ. Έλλην. Ε 1.31).
----------------
Βιβλιογραφία
Τις αρχαίες πηγές της περιόδου από τους Περσικούς μέχρι τους Πελοποννησιακούς πολέμους συνέλεξε ο G.F. Hill, Sources for Greek History 478-431 B.C. (αναθεωρημένη έκδ., υπό R. Meiggs και A. Andrewes, Οξφόρδη 1951). Τα ευρετήρια των ονομάτων είναι εξαιρετικά χρήσιμα διότι παρουσιάζουν τις αρχαίες αναφορές γεωγραφικά και χρονολογικά ταξινομημένες. Το μέρος της συλλογής του Fornara (βλ. σ. 45) που αφορά τον πέμπτο αιώνα περιλαμβάνει μεταφράσεις πολλών από αυτά τα λογοτεχνικά και επιγραφικά στοιχεία. Την υπόλοιπη Κλασική περίοδο καλύπτει η αντίστοιχη συλλογή του P. Harding, From the end of the Peloponnesian War to the battle of Ipsus (Καίημπριτζ 1985). Υπάρχουν καλές αναθεωρημένες μεταφράσεις του Θουκυδίδη (αναθεωρημένη από τον Μ.Ι. Finley) και του Ξενοφώντος (ααναθεωρημένη από τον G.L. Cawkwell), με τους τίτλους The Persian Expedition και A History of My Times στη σειρά Penguin.
Έχουμε δύο πρόσφατες ιστορίες της κλασικής Ελλάδας. Μία από τον J.K. Davies, Democracy and Classical Greece (Λονδίνο 1978), με θέμα ευρύτερο απ’ ό, τι δείχνει ο τίτλος της: πρόκειται για ζωηρή γενική εξιστόρηση της περιόδου. Και μία από τον S. Hornblower, The Greek World, 479-323B.C. (Λονδίνο 1983), όπου παρέχεται πληρέστερη βιβλιογραφική κατατόπιση απ’ ό,τι είναι εφικτό στην παρούσα εργασία.
Για την αθηναϊκή ηγεμονία, οι κύριες νεότερες εργασίες είναι των Β. Meritt, Η.Τ. Wade- Gery και M.F. McGregor, The Athenian Tribute Lists III (Harvard 1950) και του R. Meiggs, The Athenian Empire (Οξφόρδη 1972, χαρτόδετο 1979). (To Trees and Timber in the Ancient Mediterranean World του ιδίου (Οξφόρδη 1982) παρουσιάζει τη σημασία των πηγών παροχής ξυλείας για την αθηναϊκή ηγεμονία.) Θαυμάσια σύντομη επισκόπηση παρέχει ο P.J. Rhodes, The Athenian Empire (Greece & Rome New Surveys in the Classics xvii, 1985). Oi σχετικές πηγές μεταφράζονται και σχολιάζονται από τους Μ. Greenstock και S. Hornblower, The Athenian Empire (LACTOR 1, 1983).
Για την αθηναϊκή δημοκρατία έχουν γίνει πολλές σοβαρές μελέτες και αναθεωρήσεις μετά τη συντηρητική και σκεπτικιστική History of the Athenian Constitution του C. Hignett (Οξφόρδη 1952) και την ακόμη και σήμερα υπερπολύτιμη Athenian Democracy του Α.Η.Μ. Jones (Οξφόρδη 1957). Τα σπουδαιότερα βιβλία (αν και πολλές νέες σημαίνουσες απόψεις έχουν υποστηριχθεί σε άρθρα) είναι των W.R. Connor, The New Politicians of Fifth-Century Athens (Πρίνσετον 1971), P.J. Rhodes, The Athenian Boule (Οξφόρδη 1972) και το υπέροχο Commentary on the Aristotelian Athenaion Politeia (Οξφόρδη 1981), M.H. Hansen, The Athenian Ecclesia: a collection of articles, 1976-1983 (Κοπεγχάγη 1983) και The Athenian Assembly (Οξφόρδη 1987), M.I. Finley, Politics in the Ancient World (Καίημπριτζ 1983), και J.K. Davies, Wealth and the Power of Wealth in Classical Athens (Νέα Υόρκη 1981: συμπλήρωμα στο Athenian Propertied Families, Οξφόρδη 1971, του ιδίου). Γ ια τους δήμους δες το εξαίρετο βιβλίο του D. Whitehead, The Demes of Attica (Πρίνσετον 1986).
Για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, θεμελιώδες είναι το υπόμνημα του A.W. Gomme, A Historical Commentary on Thucydides που ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του από τους Α. Andrewes και K.J. Dover (Οξφόρδη, 5 τόμοι 1945-80). Το σύγγραμμα του G.E.M. de Ste Croix, The Origins of the Peloponnesian War (Λονδίνο 1972, χαρτόδετο, 1982) βρίθει αναλύσεων που υπερβαίνουν την εμβέλεια του τίτλου. Ο de Ste Croix επανέρχεται σε ορισμένα θέματα της ιστορίας της Κλασικής περιόδου στο κεφ. 5 του The Class Struggle in the Ancient Greek World (Λονδίνο 1981, χαρτόδετο 1982). Γ ια την τελική φάση του πολέμου, τα κεφ. 4 και 5 του βιβλίου του D.M. Lewis, Sparta and Persia (1977) είναι απαραίτητα.
Μέχρι πρόσφατα, ο τέταρτος αιώνας είχε μελετηθεί περισσότερο σε άρθρα παρά σε βιβλία, το έργο όμως του T.T.B. Ryder, Koine Eirene (Οξφόρδη 1965) είναι χρήσιμο για την περίπλοκη διπλωματική ιστορία της περιόδου (και ιδιαίτερα για τις σχέσεις με την Περσία). Τη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία επανεξετάζει, με αρκετή ίσως εύνοια, ο J. Cargill, The Second Athenian League, Empire or Free Alliance (Καλιφόρνια 1981). 0 J. Buckler, The Theban
Hegemony 371-362 B.C. (Harvard 1980) δίνει πολλές χρονολογικές και πολιτικές πληροφορίες. Παραμένει όμως απαραίτητη η προσφυγή σε εργασίες όπως του J.A.O. Larsen, Greek Federal States (Οξφόρδη 1968) για τη σημασία των συμμαχικών εξελίξεων κατά τη δεκαετία του 360. Για τη Θεσσαλία, το ωραίο βιβλίο του H.D. Westlake, Thessaly in the Fourth Century B.C. (Λονδίνο 1935) δεν έχει ακόμη ξεπερασθεί. Ο S. Hornblower συζητά στο κεφ. 7 του Mausolus (Οξφόρδη 1982) την αθηναϊκή και την περσική πλευρά κατά τις δεκαετίες του 370 και του 360 και αναλύει λεπτομερώς τον Συμμαχικό πόλεμο και (στο κεφ. 6) την Επανάσταση των Σατραπών.
Για τον Φίλιππο Β’ έχουμε τώρα εξαιρετικές μονογραφίες, με καλύτερη ίσως αυτή του G.L. Cawkwell, Philip of Macedon (Faber 1978). Για λεπτομερέστερη συζήτηση των νεότερων απόψεων δες τη συμβολή του G.T. Griffith στο N.G.L. Hammond και G.T. Griffith, History of Macedonia ii (Οξφόρδη 1979).
Τέλος, ένα βιβλίο που περιέχει σημαίνουσες συνεισφορές σε αρκετά από τα θέματα που θίγει αυτό το κεφάλαιο: P. Garnsey και C. Whittaker (επιμ.), Imperialism in the Ancient World (Καίημπριτζ 1978). Δες ιδιαίτερα τα όσα έχουν να πουν ο Andrewes για τη Σπάρτη, ο Finley για την αθηναϊκή ηγεμονία του πέμπτου αιώνα (ανατυπωμένο και στη συλλογή των δοκιμίων του Economy and Society in Ancient Greece: Λονδίνο, 1981, εκδ. Pelican, 1983) και o Griffith για τη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου