Για τον Αριστοτέλη η αναζήτηση της ιδανικής πολιτειακής εκδοχής δεν έγκειται τόσο στη δομή του πολιτεύματος, αν θα είναι δηλαδή δημοκρατική ή ολιγαρχική, όσο στις βάσεις που θα τεθούν για τη διατήρησή του στο χρόνο: «… δεν πρέπει να πρυτανεύει η άποψη ότι δημοκρατικοί ή ολιγαρχικοί θεσμοί είναι εκείνοι που θα καταστήσουν την πόλη δημοκρατική ή ολιγαρχική αλλά εκείνοι που θα διατηρήσουν το πολίτευμα αμετάβλητο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα». (1320a 2 – 4).
Με άλλα λόγια, αυτό που κυρίως ζητείται είναι η πολιτειακή σταθερότητα, η οποία, σε τελική ανάλυση, είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της συναίνεσης των πολιτών, τουλάχιστον της μεγαλύτερης μερίδας. Η εκδοχή της απροκάλυπτης καταπίεσης με τις μεθοδεύσεις της βίας και του εκφοβισμού είναι αδύνατο να εγγυηθούν πολιτική σταθερότητα, αφού ήδη έχει ξεκαθαριστεί ότι αυτού του είδους οι τυραννίες είναι οι πιο βραχύβιες πολιτειακές περιπτώσεις. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα πολιτεύματα πρέπει να λειτουργούν «αποφεύγοντας προσεκτικά τους φθοροποιούς παράγοντες αλλά και θεσπίζοντας τέτοιους νόμους, και άγραφους και γραπτούς, ώστε να περιλαμβάνουν κυρίως τα σωτήρια για τα πολιτεύματα στοιχεία». (1319b 39 – 1320a 2).
Με δεδομένο το ταξικό υπόβαθρο όλων των πολιτευμάτων, είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία, αν δεν υπάρχει μέριμνα για την ενίσχυση των φτωχών. Κι εδώ ξεκινούν τα προβλήματα για τον Αριστοτέλη: «Αλλά οι σημερινοί δημαγωγοί για να είναι αρεστοί στο λαό τους δημεύουν τις περιουσίες πολλών χρησιμοποιώντας τα δικαστήρια». (1320a 4 – 6).
Δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο για το δημαγωγό απ’ το να ανεβάσει τη δημοτικότητά του παρέχοντας χρήματα στους φτωχούς. Κι επειδή η ταξική πάλη γεννάει εχθρότητα, η δημοτικότητα γίνεται ακόμη πιο μεγάλη, αν η παροχή χρημάτων στους φτωχούς συνοδευτεί από αντίστοιχες δημεύσεις περιουσιών των πλουσίων: «Επειδή συνήθως σύρονται σε τέτοιες δίκες όχι άνθρωποι λαϊκών στρωμάτων αλλά ευγενείς, επιβάλλεται όλοι οι πολίτες να είναι πολύ θετικά διατεθειμένοι απέναντι στο πολίτευμα, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, τουλάχιστον να μην αντιμετωπίζουν τους φορείς εξουσίας ως εχθρούς». (1320a 13 – 17).
Και βέβαια, η παρότρυνση του Αριστοτέλη, ώστε να μην αντιμετωπίζονται οι φορείς εξουσίας ως εχθροί, δεν έχει καμία σχέση με τη δόλια προσπάθεια συγκάλυψης οποιωνδήποτε κυβερνητικών ατοπημάτων. Η δικαιοσύνη και η πολιτική εντιμότητα είναι η βάση της κοινωνικής συνοχής και τίθενται με τρόπο αδιαπραγμάτευτο. Αυτό που μένει είναι ο πολιτικός λαϊκισμός, που οδηγεί στην ανθρωποφαγία προς τέρψη του πλήθους και προς ανάδειξη του κάθε δημαγωγού.
Η σπίλωση και η εξόντωση των επιφανών για προφανή πολιτική κατανάλωση δεν είναι μόνο ισοπέδωση που διαλύει κάθε έννοια αξιοκρατίας, αλλά και ύψιστη πολιτική στρέβλωση που μετατρέπει την πολιτική σκηνή σε αρένα αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό στον αδίστακτο. Οι δημοκρατίες που οικοδομούνται σε τέτοιες βάσεις δεν μπορούν να έχουν μέλλον. Η δημαγωγία, η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, η πολιτική διαφθορά, η αναξιοκρατία και η λαϊκή αποδοχή όλων των στρεβλώσεων (επειδή θεωρούνται βολικές σε ατομικό επίπεδο) είναι νομοτελειακό να οδηγήσουν σε αδιέξοδο.
Φυσικά, πρέπει να διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρχει προσωπικό όφελος σε καταγγελίες και δίκες που αφορούν τις περιουσίες των επιφανών: «Έτσι όσοι φροντίζουν για το πολίτευμα οφείλουν να αντιστέκονται σε τέτοιες πρακτικές, νομοθετώντας να μην περιέρχεται στο δημόσιο και να μην προστίθεται στο δημόσιο ταμείο τίποτε από τις δημευμένες περιουσίες, αλλά να αφιερώνεται στα ιερά των θεών, γιατί έτσι όσοι αδικούν θα είναι προσεκτικότεροι (αφού θα αντιμετωπίζουν την απειλή ίδιας τιμωρίας) και ο όχλος θα περιορίσει την καταδικαστική ψήφο του σε βάρος αυτών που δικάζονται, εφόσον δεν πρόκειται να πάρει τίποτε από τις περιουσίες τους». (1320a 4 – 11).
Κι αν αυτό το μέτρο κρίνεται ανεπαρκές, ο Αριστοτέλης προτείνει συμπληρωματικά: «Επιπλέον οφείλουν να περιορίσουν σε ελάχιστες τις δίκες για το πολίτευμα, αποθαρρύνοντας με επιβολή υπέρογκων προστίμων όσους υποβάλλουν μηνύσεις χωρίς σοβαρό λόγο». (1320a 11 – 13).
Το κατά πόσο τα μέτρα αυτά μπορούμε να τα αποδεχτούμε ή όχι τίθεται στην κρίση του καθενός. Το βέβαιο είναι ότι η λογική που θέλει τα χρήματα τα οποία προέρχονται από τις δημεύσεις των περιουσιών (μετά από δικαστική απόφαση) να πηγαίνουν σε θρησκευτικούς φορείς προκειμένου να καταπολεμηθούν τα κίνητρα των αδηφάγων, ατέρμονων (και άδικων) καταγγελιών, είναι μάλλον ισοπεδωτική, αφού προτάσσεται η ευθύγραμμη αντιμετώπιση των περιπτώσεων κι όχι το ξεδιάλεγμα που επιβάλλει η μελέτη κάθε υπόθεσης. Σε τελική ανάλυση, οι περιουσίες που κρίνονται καταχρηστικές οφείλουν να επιστρέφουν στο δημόσιο ταμείο, αφού επί της ουσίας από εκεί αντλήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Όσο για το δεύτερο μέτρο που θέλει υψηλά πρόστιμα, ώστε να αποθαρρύνει τους φτωχούς από τις δικαστικές διεκδικήσεις, κρίνεται μάλλον ολιγαρχικό, αφού προτάσσει το χρήμα ως προτεραιότητα για τον αποκλεισμό κάποιων. Με δεδομένο ότι ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος για την τροπή που μπορεί να πάρει μια δικαστική υπόθεση είναι προφανές ότι ένα τέτοιο μέτρο σταδιακά θα στερούσε τους φτωχούς από την πρόσβαση στη δικαιοσύνη μετατρέποντάς την σε πεδίο διεκδικήσεων που αφορά μόνο τους οικονομικά ισχυρούς.
Ο ισχυρισμός ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται συλλήβδην στις δικαστικές υποθέσεις, αλλά μόνο στις περιπτώσεις που αφορούν καταγγελίες για δήμευση περιουσιών, δεν αλλάζει την κατάσταση, αφού, ακόμη κι έτσι να το δει κανείς, δεν μπορεί παρά να ανοίγει πεδίο δράσης για τους αδίστακτους, που θα λυμαίνονται το δημόσιο ταμείο (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) και θα τίθενται και υπεράνω δίκης, καθώς ο λαός θα έχει εξουδετερωθεί.
Η περίπτωση καταγγελίας από κάποιον άλλο πλούσιο είναι μάλλον επίφοβη, αφού αυτού του είδους τα μέτρα που αποκλείουν το λαό από βασικές πολιτειακές λειτουργίες περισσότερο συνασπίζουν τους ισχυρούς, ώστε να γίνουν ισχυρότεροι, παρά τους διαχωρίζουν. Εκτός αν μιλάμε για την κατάσταση της ακραίας ολιγαρχίας, όπου οι ισχυροί αντιμάχονται (σαν σε τελική αναμέτρηση) προκειμένου να γίνουν ακόμα πιο λίγοι οι διαχειριστές της εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση αυτά είναι φαινόμενα καθαρής ολιγαρχίας και τέτοιες προτάσεις δεν αρμόζουν, όταν αναφέρεται κανείς σε δημοκρατικούς θεσμούς.
Τελικά, αυτό που πρωτίστως διαφαίνεται από αυτές τις προτάσεις είναι (για μια ακόμη φορά) η αγανάκτηση του Αριστοτέλη προς την ποιότητα της δημοκρατίας που παρακολουθεί. Την κατατάσσει στο πέμπτο και χειρότερο είδος δημοκρατίας, επαναλαμβάνει διαρκώς τις στρεβλώσεις που επιφέρουν οι δημαγωγοί και αποκαλεί όχλο τον αθηναϊκό λαό που συχνάζει στην αγορά. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτού του είδους τη δημοκρατία την εκλαμβάνει ως τυραννία του όχλου.
Η οργή του Αριστοτέλη για την κατάσταση που επικρατεί στην Αθήνα είναι φανερή και στην τοποθέτησή του αναφορικά με το θέμα του μισθού που παρεχόταν στους φτωχούς για τη συμμετοχή τους στην εκκλησία του δήμου: «Επειδή τα τελευταία είδη δημοκρατίας εμφανίζονται σε πολυάνθρωπες πόλεις και είναι δύσκολο να προσέρχονται οι πολίτες στην εκκλησία του δήμου χωρίς μισθό, αυτή η κατάσταση στρέφεται εναντίον των επιφανών πολιτών στις πόλεις όπου τα δημόσια έσοδα δεν αρκούν (διότι είναι ανάγκη τότε να εξευρεθούν οι μισθοί από υποχρεωτικές εισφορές και δημεύσεις που αποφασίζουν διεφθαρμένα δικαστήρια από τα οποία έχουν ανατραπεί ήδη πολλές δημοκρατίες)». (1320a 17 – 22).
Η επισήμανση των διεφθαρμένων δικαστηρίων, που, εν τέλει, υπονομεύουν τη δημοκρατία, αφού θα την οδηγήσουν στην ανατροπή, είναι διαβεβαίωση ότι η δικαιοσύνη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας κι ότι η ματαίωσή της είναι η δρομολόγηση της εν γένει πολιτειακής ματαίωσης.
Και γι’ αυτό το λόγο προτείνει: «Όπου, λοιπόν, συμβαίνει να μην υπάρχουν επαρκή έσοδα για μισθούς, τότε η εκκλησία του δήμου πρέπει να συνεδριάζει σπάνια και τα δικαστήρια να αποτελούνται από πολλούς δικαστές, να έχουν όμως λίγες δικάσιμες μέρες (γιατί με τη ρύθμιση αυτή και οι πλούσιοι δε θα φοβούνται τις δαπάνες, αν οι εύποροι δεν παίρνουν δικαστικό μισθό αλλά μόνο οι άποροι, και οι υποθέσεις θα εκδικάζονται πολύ καλύτερα, αφού οι εύποροι δεν θέλουν να απομακρύνονται από τις ιδιωτικές τους ασχολίες για πολλές μέρες, για λίγο χρόνο όμως το δέχονται)». (1320a 22 – 29).
Για τον Αριστοτέλη η διασφάλιση της δικαιοσύνης αφορά την ισότιμη συμμετοχή και των πλουσίων και των φτωχών. Η συμμετοχή των φτωχών είναι διασφαλισμένη από την ύπαρξη του μισθού. Οι επιφανείς όμως (πλούσιοι), είναι προφανές ότι προτιμούν την αποχή, αφού οι χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες τους απομακρύνουν από τις ασχολίες τους. Γι’ αυτό έχει ήδη προτείνει, ότι αν η πολιτεία θέλει να εξασφαλίσει τη συμμετοχή όλων, δε φτάνει να προσφέρει μισθό στους φτωχούς που συμμετέχουν, αλλά να επιβάλει και πρόστιμο στους πλούσιους που απέχουν.
Τα πολιτεύματα που δίνουν μισθό στους φτωχούς, χωρίς όμως να προβλέπουν πρόστιμο στους πλούσιους (αν απέχουν), είναι αυτά που εμμέσως θέλουν να αποκλείσουν τους πλούσιους όπως κι εκείνα που προβλέπουν πρόστιμο στους πλούσιους (αν απέχουν), χωρίς όμως μισθό στους φτωχούς, (ώστε να συμμετέχουν) υπογείως αποκλείουν τους φτωχούς.
Η άποψη που θέλει την εκκλησία του δήμου να συνεδριάζει σπάνια, αν δεν επαρκούν τα έσοδα για να καλύψουν τη λειτουργία της, κρίνεται και πάλι ισοπεδωτική, αφού οι σπάνιες συνελεύσεις υπονομεύουν τη συμμετοχή. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να οδηγήσει στο συγκεντρωτισμό των αποφάσεων. Η τοποθέτηση αυτή κρύβει την απόλυτη απαξίωση του οργισμένου απέναντι σε όλους αυτούς που δήθεν κόπτονται για τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Όμως, η κατά μέτωπο επίθεση γίνεται αμέσως μετά: «Εκεί όμως όπου υπάρχουν έσοδα, δεν πρέπει να γίνεται αυτό που τώρα κάνουν οι δημαγωγοί (μοιράζουν δηλαδή στους απόρους ως μισθό τα πλεονάσματα, αυτοί τα εισπράττουν και χρειάζονται ευθύς αμέσως τα ίδια, γιατί μια τέτοια βοήθεια προς τους απόρους μοιάζει με το τρύπιο πιθάρι των Δαναΐδων)». (1320a 29 – 32).
Το νέο πλήγμα που επιφέρει ο Αριστοτέλης στους δημαγωγούς δεν αποτελεί απαξίωση της οικονομικής βοήθειας προς τους φτωχούς, αλλά επίκριση του λαϊκιστικού χειρισμού του θέματος, αφού αυτού του είδους οι βοήθειες περισσότερο δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης προς διαιώνιση του πολιτικού σκηνικού παρά προστατεύουν πραγματικά τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Η πρόσκαιρη ανακούφιση μιας τέτοιας βοήθειας όχι μόνο δεν επιλύει το θέμα, αλλά καταπραΰνει τη γενική δυσαρέσκεια, ώστε να προληφθούν ενδεχόμενες ακρότητες: «Αντίθετα προς αυτά ο αληθινός δημοκράτης οφείλει να επιδιώκει με ποιον τρόπο το πλήθος δεν θα είναι πάμφτωχο, διότι η μεγάλη φτώχεια του λαού τραυματίζει τη δημοκρατία. Πρέπει λοιπόν να επινοηθούν μέτρα που θα έκαναν την ευημερία διαρκή». (1320a 32 – 35).
Κι αυτή ακριβώς είναι η καρδιά της δημοκρατικής λογικής, η οποία ορίζει με τρόπο αδιαπραγμάτευτο τον τελικό στόχο που οφείλουν να υπηρετήσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Η φτωχοποίηση του κόσμου, ώστε να φυτοζωεί με επιδόματα κι έκτακτες βοήθειες, είναι το πεδίο των καιροσκόπων που μετατρέπουν τα αναφαίρετα δικαιώματα σε προσωπική τους πρωτοβουλία. Ο δημαγωγός δε θέλει τον κόσμο ισχυρό, γιατί ο ισχυρός είναι περήφανος, κι ως εκ τούτου ανεξάρτητος.
Η διαιώνιση της υποτέλειας είναι το κύριο μέλημα του δημαγωγού. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο δημαγωγός δε θέλει λύσεις. Θέλει συνέχεια ημίμετρα που θα επιφέρουν νέα αδιέξοδα, που (βέβαια) μόνο αυτός θα μπορέσει να επιλύσει: «… οι άρχοντες οφείλουν να συγκεντρώνουν όλα τα έσοδα και να τα μοιράζουν στους απόρους, μάλιστα σε όποιον μπορεί να συγκεντρώνει τόσο ποσό όσο χρειάζεται για την αγορά μικρού χωραφιού ή αν δεν είναι εφικτό αυτό, τόσο όσο μπορεί να χρησιμεύσει ως μικρό κεφάλαιο για εμπορική ή γεωργική επιχείρηση». (1320a 36 – 1320b 1).
Η δημοκρατική πόλη οφείλει να δίνει κίνητρα και να ενισχύει τις ατομικές εμπορικές ή γεωργικές επιχειρήσεις, αφού μόνο έτσι θα εξασφαλίσει τη διαιώνιση της ευημερίας. Η πόλη που αδιαφορεί για τη σύσταση των μικρών επιχειρήσεων επί της ουσίας αδιαφορεί για τη δημοκρατία. Γιατί η δημοκρατία είναι και οικονομικό μέγεθος. Δημοκρατία είναι η διαμοίραση της απασχόλησης, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς όλοι.
Φυσικά, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στα δεδομένα της εποχής του, όπου οι δυνατότητες της ανθρώπινης εργασίας ευνοούσαν τη μικρή ιδιοκτησία. Τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα που εφαρμόζονται στη γεωργία είναι προφανές ότι αφορούν μεγάλες εκτάσεις. (Η παραγωγική δύναμη μιας θεριστικής κομπίνας ματαιώνεται, αν μιλάμε για δύο – τρία στρέμματα). Κι αυτό ακριβώς είναι το δημοκρατικό στοίχημα της εποχής. Να αξιοποιήσει τα νέα μέσα, χωρίς όμως να προβεί σε συγκεντρωτισμό του πλούτου, παρέχοντας σε όλους θέσεις εργασίας.
Με άλλα λόγια, η δυναμική των πολιτευμάτων είναι αλληλένδετη με την εργασία ως θεμέλιο της οργάνωσης της παραγωγής. Η συλλογικότητα στην παραγωγή, που αναπόσπαστα προϋποθέτει και συλλογική ιδιοκτησιακή συνθήκη, είναι η πραγμάτωση της δημοκρατίας σε εργασιακό επίπεδο, αφού όλα ορίζονται μέσα από την οπτική της πλειοψηφίας. Αυτού του είδους οι παραγωγικές συνθήκες δεν μπορούν παρά να προσφέρουν σε όλους εργασία, δηλαδή αξιοπρεπή ζωή και ταυτόχρονα να μειώσουν το ωράριο της εργασίας αυξάνοντας τον ελεύθερο χρόνο, στοιχεία που αποτελούν τον κύριο στόχο κάθε δημοκρατίας.
Και μην προτρέξει κανείς να συμπεράνει το κομμουνιστικό μοντέλο. Ο Αριστοτέλης ήταν ξεκάθαρα υπέρ της ιδιοκτησίας. Αυτό που δικαιούμαστε να υποθέτουμε ως προέκταση της αριστοτελικής λογικής είναι η ένωση των επιμέρους ιδιοκτησιών, σαν συνεταιρισμός, όπου ο καθένας όποτε θέλει θα μπορεί να πάρει την ιδιοκτησία του και να τη διαθέσει όπως νομίζει. Με δυο λόγια, μιλάμε και πάλι για παραγωγή που βασίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, μόνο που θα υπάρχουν πολλοί ιδιώτες μαζί.
Από την άλλη, η ιδιοκτησία όλων των εκτάσεων από έναν μετατρέπει τους άλλους σε άνεργους, που πρέπει να προσληφθούν από αυτόν ή να καταφύγουν στα κρατικά βοηθήματα. Αυτό το μοντέλο παραγωγής οδηγεί στον πλουτισμό του ενός, αυξάνει το ωράριο εργασίας και μετατρέπει την εργασιακή συνθήκη σε υποτέλεια, αφού όλα επαφίενται στην κρίση του αφεντικού. Αν το πρώτο μοντέλο παραγωγής ταιριάζει στη δημοκρατία, είναι φανερό ότι το δεύτερο ταιριάζει στην ολιγαρχία. Η πόλη έχει τρόπους να ευνοήσει το ένα ή το άλλο μοντέλο. Η φορολογία είναι ένας από αυτούς.
Τελικά, το ζήτημα είναι καθαρά θέμα πολιτικής επιλογής που για τον Αριστοτέλη παίρνει και ξεκάθαρες ηθικές διαστάσεις: «Εξάλλου από λεπτότητα ήθους και σύνεση χαρακτηρίζονται οι επιφανείς πολίτες, εφόσον αντιλαμβάνονται την αξία και τις ανάγκες των απόρων και τους παρέχουν κίνητρα για να στραφούν σε κερδοφόρες εργασίες». (1320b 7 – 9).
Κατά συνέπεια, οι επιφανείς που αποτρέπουν τους φτωχούς από οποιαδήποτε κερδοφόρα δραστηριότητα με γραφειοκρατίες, φορολογίες, και πάσης φύσεως αποθαρρυντικές αντιξοότητες παίζοντας το παιχνίδι των παραγωγικά ισχυρών δεν έχουν ούτε λεπτότητα ήθους ούτε σύνεση. Κι αυτό είτε θεσμικά είτε ηθικά δεν αρμόζει στις δημοκρατίες.
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 3ος
Με άλλα λόγια, αυτό που κυρίως ζητείται είναι η πολιτειακή σταθερότητα, η οποία, σε τελική ανάλυση, είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της συναίνεσης των πολιτών, τουλάχιστον της μεγαλύτερης μερίδας. Η εκδοχή της απροκάλυπτης καταπίεσης με τις μεθοδεύσεις της βίας και του εκφοβισμού είναι αδύνατο να εγγυηθούν πολιτική σταθερότητα, αφού ήδη έχει ξεκαθαριστεί ότι αυτού του είδους οι τυραννίες είναι οι πιο βραχύβιες πολιτειακές περιπτώσεις. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα πολιτεύματα πρέπει να λειτουργούν «αποφεύγοντας προσεκτικά τους φθοροποιούς παράγοντες αλλά και θεσπίζοντας τέτοιους νόμους, και άγραφους και γραπτούς, ώστε να περιλαμβάνουν κυρίως τα σωτήρια για τα πολιτεύματα στοιχεία». (1319b 39 – 1320a 2).
Με δεδομένο το ταξικό υπόβαθρο όλων των πολιτευμάτων, είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία, αν δεν υπάρχει μέριμνα για την ενίσχυση των φτωχών. Κι εδώ ξεκινούν τα προβλήματα για τον Αριστοτέλη: «Αλλά οι σημερινοί δημαγωγοί για να είναι αρεστοί στο λαό τους δημεύουν τις περιουσίες πολλών χρησιμοποιώντας τα δικαστήρια». (1320a 4 – 6).
Δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο για το δημαγωγό απ’ το να ανεβάσει τη δημοτικότητά του παρέχοντας χρήματα στους φτωχούς. Κι επειδή η ταξική πάλη γεννάει εχθρότητα, η δημοτικότητα γίνεται ακόμη πιο μεγάλη, αν η παροχή χρημάτων στους φτωχούς συνοδευτεί από αντίστοιχες δημεύσεις περιουσιών των πλουσίων: «Επειδή συνήθως σύρονται σε τέτοιες δίκες όχι άνθρωποι λαϊκών στρωμάτων αλλά ευγενείς, επιβάλλεται όλοι οι πολίτες να είναι πολύ θετικά διατεθειμένοι απέναντι στο πολίτευμα, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, τουλάχιστον να μην αντιμετωπίζουν τους φορείς εξουσίας ως εχθρούς». (1320a 13 – 17).
Και βέβαια, η παρότρυνση του Αριστοτέλη, ώστε να μην αντιμετωπίζονται οι φορείς εξουσίας ως εχθροί, δεν έχει καμία σχέση με τη δόλια προσπάθεια συγκάλυψης οποιωνδήποτε κυβερνητικών ατοπημάτων. Η δικαιοσύνη και η πολιτική εντιμότητα είναι η βάση της κοινωνικής συνοχής και τίθενται με τρόπο αδιαπραγμάτευτο. Αυτό που μένει είναι ο πολιτικός λαϊκισμός, που οδηγεί στην ανθρωποφαγία προς τέρψη του πλήθους και προς ανάδειξη του κάθε δημαγωγού.
Η σπίλωση και η εξόντωση των επιφανών για προφανή πολιτική κατανάλωση δεν είναι μόνο ισοπέδωση που διαλύει κάθε έννοια αξιοκρατίας, αλλά και ύψιστη πολιτική στρέβλωση που μετατρέπει την πολιτική σκηνή σε αρένα αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό στον αδίστακτο. Οι δημοκρατίες που οικοδομούνται σε τέτοιες βάσεις δεν μπορούν να έχουν μέλλον. Η δημαγωγία, η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, η πολιτική διαφθορά, η αναξιοκρατία και η λαϊκή αποδοχή όλων των στρεβλώσεων (επειδή θεωρούνται βολικές σε ατομικό επίπεδο) είναι νομοτελειακό να οδηγήσουν σε αδιέξοδο.
Φυσικά, πρέπει να διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρχει προσωπικό όφελος σε καταγγελίες και δίκες που αφορούν τις περιουσίες των επιφανών: «Έτσι όσοι φροντίζουν για το πολίτευμα οφείλουν να αντιστέκονται σε τέτοιες πρακτικές, νομοθετώντας να μην περιέρχεται στο δημόσιο και να μην προστίθεται στο δημόσιο ταμείο τίποτε από τις δημευμένες περιουσίες, αλλά να αφιερώνεται στα ιερά των θεών, γιατί έτσι όσοι αδικούν θα είναι προσεκτικότεροι (αφού θα αντιμετωπίζουν την απειλή ίδιας τιμωρίας) και ο όχλος θα περιορίσει την καταδικαστική ψήφο του σε βάρος αυτών που δικάζονται, εφόσον δεν πρόκειται να πάρει τίποτε από τις περιουσίες τους». (1320a 4 – 11).
Κι αν αυτό το μέτρο κρίνεται ανεπαρκές, ο Αριστοτέλης προτείνει συμπληρωματικά: «Επιπλέον οφείλουν να περιορίσουν σε ελάχιστες τις δίκες για το πολίτευμα, αποθαρρύνοντας με επιβολή υπέρογκων προστίμων όσους υποβάλλουν μηνύσεις χωρίς σοβαρό λόγο». (1320a 11 – 13).
Το κατά πόσο τα μέτρα αυτά μπορούμε να τα αποδεχτούμε ή όχι τίθεται στην κρίση του καθενός. Το βέβαιο είναι ότι η λογική που θέλει τα χρήματα τα οποία προέρχονται από τις δημεύσεις των περιουσιών (μετά από δικαστική απόφαση) να πηγαίνουν σε θρησκευτικούς φορείς προκειμένου να καταπολεμηθούν τα κίνητρα των αδηφάγων, ατέρμονων (και άδικων) καταγγελιών, είναι μάλλον ισοπεδωτική, αφού προτάσσεται η ευθύγραμμη αντιμετώπιση των περιπτώσεων κι όχι το ξεδιάλεγμα που επιβάλλει η μελέτη κάθε υπόθεσης. Σε τελική ανάλυση, οι περιουσίες που κρίνονται καταχρηστικές οφείλουν να επιστρέφουν στο δημόσιο ταμείο, αφού επί της ουσίας από εκεί αντλήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Όσο για το δεύτερο μέτρο που θέλει υψηλά πρόστιμα, ώστε να αποθαρρύνει τους φτωχούς από τις δικαστικές διεκδικήσεις, κρίνεται μάλλον ολιγαρχικό, αφού προτάσσει το χρήμα ως προτεραιότητα για τον αποκλεισμό κάποιων. Με δεδομένο ότι ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος για την τροπή που μπορεί να πάρει μια δικαστική υπόθεση είναι προφανές ότι ένα τέτοιο μέτρο σταδιακά θα στερούσε τους φτωχούς από την πρόσβαση στη δικαιοσύνη μετατρέποντάς την σε πεδίο διεκδικήσεων που αφορά μόνο τους οικονομικά ισχυρούς.
Ο ισχυρισμός ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται συλλήβδην στις δικαστικές υποθέσεις, αλλά μόνο στις περιπτώσεις που αφορούν καταγγελίες για δήμευση περιουσιών, δεν αλλάζει την κατάσταση, αφού, ακόμη κι έτσι να το δει κανείς, δεν μπορεί παρά να ανοίγει πεδίο δράσης για τους αδίστακτους, που θα λυμαίνονται το δημόσιο ταμείο (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) και θα τίθενται και υπεράνω δίκης, καθώς ο λαός θα έχει εξουδετερωθεί.
Η περίπτωση καταγγελίας από κάποιον άλλο πλούσιο είναι μάλλον επίφοβη, αφού αυτού του είδους τα μέτρα που αποκλείουν το λαό από βασικές πολιτειακές λειτουργίες περισσότερο συνασπίζουν τους ισχυρούς, ώστε να γίνουν ισχυρότεροι, παρά τους διαχωρίζουν. Εκτός αν μιλάμε για την κατάσταση της ακραίας ολιγαρχίας, όπου οι ισχυροί αντιμάχονται (σαν σε τελική αναμέτρηση) προκειμένου να γίνουν ακόμα πιο λίγοι οι διαχειριστές της εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση αυτά είναι φαινόμενα καθαρής ολιγαρχίας και τέτοιες προτάσεις δεν αρμόζουν, όταν αναφέρεται κανείς σε δημοκρατικούς θεσμούς.
Τελικά, αυτό που πρωτίστως διαφαίνεται από αυτές τις προτάσεις είναι (για μια ακόμη φορά) η αγανάκτηση του Αριστοτέλη προς την ποιότητα της δημοκρατίας που παρακολουθεί. Την κατατάσσει στο πέμπτο και χειρότερο είδος δημοκρατίας, επαναλαμβάνει διαρκώς τις στρεβλώσεις που επιφέρουν οι δημαγωγοί και αποκαλεί όχλο τον αθηναϊκό λαό που συχνάζει στην αγορά. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτού του είδους τη δημοκρατία την εκλαμβάνει ως τυραννία του όχλου.
Η οργή του Αριστοτέλη για την κατάσταση που επικρατεί στην Αθήνα είναι φανερή και στην τοποθέτησή του αναφορικά με το θέμα του μισθού που παρεχόταν στους φτωχούς για τη συμμετοχή τους στην εκκλησία του δήμου: «Επειδή τα τελευταία είδη δημοκρατίας εμφανίζονται σε πολυάνθρωπες πόλεις και είναι δύσκολο να προσέρχονται οι πολίτες στην εκκλησία του δήμου χωρίς μισθό, αυτή η κατάσταση στρέφεται εναντίον των επιφανών πολιτών στις πόλεις όπου τα δημόσια έσοδα δεν αρκούν (διότι είναι ανάγκη τότε να εξευρεθούν οι μισθοί από υποχρεωτικές εισφορές και δημεύσεις που αποφασίζουν διεφθαρμένα δικαστήρια από τα οποία έχουν ανατραπεί ήδη πολλές δημοκρατίες)». (1320a 17 – 22).
Η επισήμανση των διεφθαρμένων δικαστηρίων, που, εν τέλει, υπονομεύουν τη δημοκρατία, αφού θα την οδηγήσουν στην ανατροπή, είναι διαβεβαίωση ότι η δικαιοσύνη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας κι ότι η ματαίωσή της είναι η δρομολόγηση της εν γένει πολιτειακής ματαίωσης.
Και γι’ αυτό το λόγο προτείνει: «Όπου, λοιπόν, συμβαίνει να μην υπάρχουν επαρκή έσοδα για μισθούς, τότε η εκκλησία του δήμου πρέπει να συνεδριάζει σπάνια και τα δικαστήρια να αποτελούνται από πολλούς δικαστές, να έχουν όμως λίγες δικάσιμες μέρες (γιατί με τη ρύθμιση αυτή και οι πλούσιοι δε θα φοβούνται τις δαπάνες, αν οι εύποροι δεν παίρνουν δικαστικό μισθό αλλά μόνο οι άποροι, και οι υποθέσεις θα εκδικάζονται πολύ καλύτερα, αφού οι εύποροι δεν θέλουν να απομακρύνονται από τις ιδιωτικές τους ασχολίες για πολλές μέρες, για λίγο χρόνο όμως το δέχονται)». (1320a 22 – 29).
Για τον Αριστοτέλη η διασφάλιση της δικαιοσύνης αφορά την ισότιμη συμμετοχή και των πλουσίων και των φτωχών. Η συμμετοχή των φτωχών είναι διασφαλισμένη από την ύπαρξη του μισθού. Οι επιφανείς όμως (πλούσιοι), είναι προφανές ότι προτιμούν την αποχή, αφού οι χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες τους απομακρύνουν από τις ασχολίες τους. Γι’ αυτό έχει ήδη προτείνει, ότι αν η πολιτεία θέλει να εξασφαλίσει τη συμμετοχή όλων, δε φτάνει να προσφέρει μισθό στους φτωχούς που συμμετέχουν, αλλά να επιβάλει και πρόστιμο στους πλούσιους που απέχουν.
Τα πολιτεύματα που δίνουν μισθό στους φτωχούς, χωρίς όμως να προβλέπουν πρόστιμο στους πλούσιους (αν απέχουν), είναι αυτά που εμμέσως θέλουν να αποκλείσουν τους πλούσιους όπως κι εκείνα που προβλέπουν πρόστιμο στους πλούσιους (αν απέχουν), χωρίς όμως μισθό στους φτωχούς, (ώστε να συμμετέχουν) υπογείως αποκλείουν τους φτωχούς.
Η άποψη που θέλει την εκκλησία του δήμου να συνεδριάζει σπάνια, αν δεν επαρκούν τα έσοδα για να καλύψουν τη λειτουργία της, κρίνεται και πάλι ισοπεδωτική, αφού οι σπάνιες συνελεύσεις υπονομεύουν τη συμμετοχή. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να οδηγήσει στο συγκεντρωτισμό των αποφάσεων. Η τοποθέτηση αυτή κρύβει την απόλυτη απαξίωση του οργισμένου απέναντι σε όλους αυτούς που δήθεν κόπτονται για τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Όμως, η κατά μέτωπο επίθεση γίνεται αμέσως μετά: «Εκεί όμως όπου υπάρχουν έσοδα, δεν πρέπει να γίνεται αυτό που τώρα κάνουν οι δημαγωγοί (μοιράζουν δηλαδή στους απόρους ως μισθό τα πλεονάσματα, αυτοί τα εισπράττουν και χρειάζονται ευθύς αμέσως τα ίδια, γιατί μια τέτοια βοήθεια προς τους απόρους μοιάζει με το τρύπιο πιθάρι των Δαναΐδων)». (1320a 29 – 32).
Το νέο πλήγμα που επιφέρει ο Αριστοτέλης στους δημαγωγούς δεν αποτελεί απαξίωση της οικονομικής βοήθειας προς τους φτωχούς, αλλά επίκριση του λαϊκιστικού χειρισμού του θέματος, αφού αυτού του είδους οι βοήθειες περισσότερο δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης προς διαιώνιση του πολιτικού σκηνικού παρά προστατεύουν πραγματικά τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Η πρόσκαιρη ανακούφιση μιας τέτοιας βοήθειας όχι μόνο δεν επιλύει το θέμα, αλλά καταπραΰνει τη γενική δυσαρέσκεια, ώστε να προληφθούν ενδεχόμενες ακρότητες: «Αντίθετα προς αυτά ο αληθινός δημοκράτης οφείλει να επιδιώκει με ποιον τρόπο το πλήθος δεν θα είναι πάμφτωχο, διότι η μεγάλη φτώχεια του λαού τραυματίζει τη δημοκρατία. Πρέπει λοιπόν να επινοηθούν μέτρα που θα έκαναν την ευημερία διαρκή». (1320a 32 – 35).
Κι αυτή ακριβώς είναι η καρδιά της δημοκρατικής λογικής, η οποία ορίζει με τρόπο αδιαπραγμάτευτο τον τελικό στόχο που οφείλουν να υπηρετήσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Η φτωχοποίηση του κόσμου, ώστε να φυτοζωεί με επιδόματα κι έκτακτες βοήθειες, είναι το πεδίο των καιροσκόπων που μετατρέπουν τα αναφαίρετα δικαιώματα σε προσωπική τους πρωτοβουλία. Ο δημαγωγός δε θέλει τον κόσμο ισχυρό, γιατί ο ισχυρός είναι περήφανος, κι ως εκ τούτου ανεξάρτητος.
Η διαιώνιση της υποτέλειας είναι το κύριο μέλημα του δημαγωγού. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο δημαγωγός δε θέλει λύσεις. Θέλει συνέχεια ημίμετρα που θα επιφέρουν νέα αδιέξοδα, που (βέβαια) μόνο αυτός θα μπορέσει να επιλύσει: «… οι άρχοντες οφείλουν να συγκεντρώνουν όλα τα έσοδα και να τα μοιράζουν στους απόρους, μάλιστα σε όποιον μπορεί να συγκεντρώνει τόσο ποσό όσο χρειάζεται για την αγορά μικρού χωραφιού ή αν δεν είναι εφικτό αυτό, τόσο όσο μπορεί να χρησιμεύσει ως μικρό κεφάλαιο για εμπορική ή γεωργική επιχείρηση». (1320a 36 – 1320b 1).
Η δημοκρατική πόλη οφείλει να δίνει κίνητρα και να ενισχύει τις ατομικές εμπορικές ή γεωργικές επιχειρήσεις, αφού μόνο έτσι θα εξασφαλίσει τη διαιώνιση της ευημερίας. Η πόλη που αδιαφορεί για τη σύσταση των μικρών επιχειρήσεων επί της ουσίας αδιαφορεί για τη δημοκρατία. Γιατί η δημοκρατία είναι και οικονομικό μέγεθος. Δημοκρατία είναι η διαμοίραση της απασχόλησης, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς όλοι.
Φυσικά, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στα δεδομένα της εποχής του, όπου οι δυνατότητες της ανθρώπινης εργασίας ευνοούσαν τη μικρή ιδιοκτησία. Τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα που εφαρμόζονται στη γεωργία είναι προφανές ότι αφορούν μεγάλες εκτάσεις. (Η παραγωγική δύναμη μιας θεριστικής κομπίνας ματαιώνεται, αν μιλάμε για δύο – τρία στρέμματα). Κι αυτό ακριβώς είναι το δημοκρατικό στοίχημα της εποχής. Να αξιοποιήσει τα νέα μέσα, χωρίς όμως να προβεί σε συγκεντρωτισμό του πλούτου, παρέχοντας σε όλους θέσεις εργασίας.
Με άλλα λόγια, η δυναμική των πολιτευμάτων είναι αλληλένδετη με την εργασία ως θεμέλιο της οργάνωσης της παραγωγής. Η συλλογικότητα στην παραγωγή, που αναπόσπαστα προϋποθέτει και συλλογική ιδιοκτησιακή συνθήκη, είναι η πραγμάτωση της δημοκρατίας σε εργασιακό επίπεδο, αφού όλα ορίζονται μέσα από την οπτική της πλειοψηφίας. Αυτού του είδους οι παραγωγικές συνθήκες δεν μπορούν παρά να προσφέρουν σε όλους εργασία, δηλαδή αξιοπρεπή ζωή και ταυτόχρονα να μειώσουν το ωράριο της εργασίας αυξάνοντας τον ελεύθερο χρόνο, στοιχεία που αποτελούν τον κύριο στόχο κάθε δημοκρατίας.
Και μην προτρέξει κανείς να συμπεράνει το κομμουνιστικό μοντέλο. Ο Αριστοτέλης ήταν ξεκάθαρα υπέρ της ιδιοκτησίας. Αυτό που δικαιούμαστε να υποθέτουμε ως προέκταση της αριστοτελικής λογικής είναι η ένωση των επιμέρους ιδιοκτησιών, σαν συνεταιρισμός, όπου ο καθένας όποτε θέλει θα μπορεί να πάρει την ιδιοκτησία του και να τη διαθέσει όπως νομίζει. Με δυο λόγια, μιλάμε και πάλι για παραγωγή που βασίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, μόνο που θα υπάρχουν πολλοί ιδιώτες μαζί.
Από την άλλη, η ιδιοκτησία όλων των εκτάσεων από έναν μετατρέπει τους άλλους σε άνεργους, που πρέπει να προσληφθούν από αυτόν ή να καταφύγουν στα κρατικά βοηθήματα. Αυτό το μοντέλο παραγωγής οδηγεί στον πλουτισμό του ενός, αυξάνει το ωράριο εργασίας και μετατρέπει την εργασιακή συνθήκη σε υποτέλεια, αφού όλα επαφίενται στην κρίση του αφεντικού. Αν το πρώτο μοντέλο παραγωγής ταιριάζει στη δημοκρατία, είναι φανερό ότι το δεύτερο ταιριάζει στην ολιγαρχία. Η πόλη έχει τρόπους να ευνοήσει το ένα ή το άλλο μοντέλο. Η φορολογία είναι ένας από αυτούς.
Τελικά, το ζήτημα είναι καθαρά θέμα πολιτικής επιλογής που για τον Αριστοτέλη παίρνει και ξεκάθαρες ηθικές διαστάσεις: «Εξάλλου από λεπτότητα ήθους και σύνεση χαρακτηρίζονται οι επιφανείς πολίτες, εφόσον αντιλαμβάνονται την αξία και τις ανάγκες των απόρων και τους παρέχουν κίνητρα για να στραφούν σε κερδοφόρες εργασίες». (1320b 7 – 9).
Κατά συνέπεια, οι επιφανείς που αποτρέπουν τους φτωχούς από οποιαδήποτε κερδοφόρα δραστηριότητα με γραφειοκρατίες, φορολογίες, και πάσης φύσεως αποθαρρυντικές αντιξοότητες παίζοντας το παιχνίδι των παραγωγικά ισχυρών δεν έχουν ούτε λεπτότητα ήθους ούτε σύνεση. Κι αυτό είτε θεσμικά είτε ηθικά δεν αρμόζει στις δημοκρατίες.
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 3ος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου