Η πρεμιέρα του Μάριου
4 Σεπτεμβρίου του 5 π.Χ., Ρώμη. Ο Μάριος είναι γιος εύπορου συγκλητικού, συμπλήρωσε μόλις τα δεκαπέντε χρόνια του και πηγαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο συνοδευόμενος από τον έλληνα παιδαγωγό του, τον Νικήρατο. Κατηφορίζουν οι δυο τους από τον λόφο Αβεντίνο, όπου μένει η οικογένεια του Μάριου, και κατευθύνονται προς το θέατρο του Πομπηίου. Η μέρα είναι πολύ ζεστή, και όταν φτάνουν στην όχθη του Τίβερη περπατούν κάτω από τη σκιά των δέντρων. Είναι η πρώτη μέρα των «Ρωμαϊκών Εορτών», της μεγαλύτερης από τις ρωμαϊκές αργίες που διαρκεί δεκαέξι ολόκληρες μέρες. Ο Μάριος είναι χαρούμενος, όχι μόνο γιατί για τις επόμενες δεκαπέντε μέρες δεν θα χρειαστεί να ξυπνήσει από τα χαράματα για το σχολείο αλλά και επειδή περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία την πρώτη επίσημη έξοδό του.
Όσο πλησιάζουν στο θέατρο ο κόσμος στον δρόμο πυκνώνει - και όταν φτάνουν αντιμετωπίζουν μεγάλη κοσμοσυρροή. Ένα πολύβουο και πολύχρωμο πλήθος συνωστίζεται στις εισόδους, διάφοροι μικροπωλητές που έχουν στήσει τους πάγκους τους στην περιοχή γύρω από το θέατρο διαλαλούν στη διαπασών τα εμπορεύματά τους και οι ιππήλατες άμαξες που κινούνται στους γύρω δρόμους προσθέτουν άφθονη σκόνη στον θόρυβο του πλήθους.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Μάριε, θυμάσαι τι είπε ο πατέρας σου… Θα μπούμε από τη νότια είσοδο και θα κάτσουμε στο πρώτο διάζωμα. Κοίτα να μην απομακρυνθείς από κοντά μου.
ΜΑΡΙΟΣ: Δεν είχα φανταστεί ότι θα έχει τόσο κόσμο. Πόσους θεατές-
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Έλα πιο κοντά γιατί φτάσαμε στην είσοδο· μπες μπροστά μου και συνέχισε να προχωράς… έτσι μπράβο… ευθεία και μετά δεξιά από εκείνα τα σκαλοπάτια. Νομίζω ότι εδώ είμαστε καλά.
ΜΑΡΙΟΣ: Πω, πω κόσμος! Πόσους θεατές χωράει το θέατρο, Νικήρατε;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Είκοσι χιλιάδες περίπου. Πότε είπαμε ότι χτίστηκε αυτό το θέατρο, θυμάσαι;
ΜΑΡΙΟΣ: Πριν από πενήντα χρόνια, νομίζω…
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Ακριβώς! Και ήταν το πρώτο μαρμάρινο θέατρο της Ρώμης. Στα παλιότερα χρόνια οι παραστάσεις δίνονταν σε θέατρα που ήταν κατασκευασμένα πρόχειρα. Υπήρχε μονάχα μια ξύλινη σκηνή για τους ηθοποιούς· οι θεατές βολεύονταν όπως όπως. Θα θυμάσαι, υποθέτω, ότι οι Έλληνες έχουν θέατρα σαν κι αυτό, εδώ και πεντακόσια σχεδόν χρόνια.
ΜΑΡΙΟΣ: Το θυμάμαι· μου είπες όμως ότι οι Έλληνες δεν είχαν σκεφτεί να τοποθετήσουν αυτό το μεγάλο σκέπαστρο από ύφασμα που κάνει σκιά για τον κόσμο.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Αυτό είναι αλήθεια. Το σκέπαστρο που λες -πρόσεξε!- στηρίζεται σε πασσάλους και το ύφασμα από το οποίο είναι φτιαγμένο είναι πολύχρωμο. Βλέπεις πώς τα χρώματά του βάφουν σε διάφορες αποχρώσεις οτιδήποτε βρίσκεται από κάτω;
ΜΑΡΙΟΣ: Ναι, και σε πληροφορώ ότι εσύ αυτή τη στιγμή είσαι βαμμένος κίτρινος και μπλε.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Λοιπόν, η κατασκευή που θα δεις όταν αρχίσει η παράσταση δείχνει μια πρόσοψη σπιτιού με πόρτες και ένα δρόμο. Αυτή είναι η λεγόμενη σκηνή· και μπροστά στη σκηνή ο κυκλικός χώρος-
ΜΑΡΙΟΣ: Είναι η ορχήστρα.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Συγχαρητήρια νεαρέ· είσαι καθ᾽ όλα έτοιμος για την πρώτη σου θεατρική εμπειρία.
ΜΑΡΙΟΣ: Και φυσικά, στα καθίσματα που βρίσκονται στον χώρο της ορχήστρας κάθονται οι επίσημοι, έτσι δεν είναι;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Μάλιστα, οι επίσημοι… Πρέσβεις και συγκλητικοί, σαν τον πατέρα σου καλή ώρα.
ΜΑΡΙΟΣ: Μόνο που ο πατέρας μου ασχολείται βασικά με τη Σύγκλητο και τις τραπεζικές του υποθέσεις και δεν έχει, λέει, και πολύ χρόνο για τέτοια πράγματα. Λέει ότι έχει σχεδόν τρία χρόνια να πατήσει το πόδι του σε παράσταση.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Και λίγα λέει… Ας ανακεφαλαιώσουμε όσα είπαμε για το έργο που θα δούμε σε λίγο.
ΜΑΡΙΟΣ: Πες μου κάτι πρώτα, Νικήρατε. Σε ποιον κάνουν νοήματα εκείνοι οι κύριοι αριστερά μας; Κοιτάζουν συνέχεια προς τα πάνω και-
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Όπως βλέπεις, τα πάνω διαζώματα του θεάτρου είναι αποκλειστικά για τις γυναίκες· οι κύριοι αυτοί προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή των κοριτσιών. Προφανώς δεν ήρθαν στο θέατρο για τους λόγους που ήρθαμε εμείς. Άφησε όμως τους κυρίους και λέγε!
ΜΑΡΙΟΣ: Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Το έργο που θα δούμε είναι μια κωμωδία που την έγραψε πριν από δυο σχεδόν αιώνες ο Πλαύτος· ο τίτλος της είναι Η χύτρα με τον κρυμμένο θησαυρό και παριστάνει έναν φοβερό γερο-τσιγκούνη. Αυτά!
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Έχουμε πει (και από ό,τι μου λες σας το έχει πει και ο γραμματικός σας στο σχολείο) ότι ο Πλαύτος μιμήθηκε ένα είδος ελληνικής κωμωδίας…
ΜΑΡΙΟΣ: Τον Αριστοφάνη.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Φοβάμαι ότι τα έχεις λίγο μπερδεμένα, Μάριε. Όχι, ο Πλαύτος προτίμησε να μιμηθεί ένα είδος κωμωδίας που γράφτηκε στα χρόνια μετά τον Αριστοφάνη…
ΜΑΡΙΟΣ: Α, ναι, τώρα θυμήθηκα! Είναι η Νέα Κωμωδία, που έχει όλο κάτι δούλους που ξεγελούν τα αφεντικά τους και στο τέλος είναι ένα ζευγάρι που παντρεύεται-
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Πράγματι, οι υποθέσεις των έργων της Νέας Κωμωδίας είναι παρμένες από την καθημερινή ζωή: δυο νέοι που αγαπιούνται αλλά συναντούν εμπόδια στην αγάπη τους· ύστερα έρχεται, ας πούμε, ένας παμπόνηρος δούλος που με τα κόλπα του εξαπατά κάποιον πλούσιο γέρο που θέλει να παντρευτεί την κοπέλα, και έτσι στο τέλος ο δούλος βοηθάει τον νεαρό να αποκτήσει την καλή του. Σε άλλες πάλι κωμωδίες έχουμε διάφορα μπερδέματα με δίδυμα αδέρφια, καυχησιάρηδες στρατιώτες που γίνονται γελοίοι με τα καμώματά τους κλπ. Όλα αυτά τα βρίσκουμε και στις λατινικές κωμωδίες - και όλα αυτά τα έχουμε πει και υποτίθεται ότι τα ξέρεις, αλλά εσύ μάλλον αλλού έχεις το μυαλό σου, θα ήθελα να ξέρω πού…
ΜΑΡΙΟΣ: Κάτι μυρίζει ωραία… και… και μου φαίνεται ότι κάτι με έβρεξε…
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Αχά, κάτι μυρίζει ωραία και κάτι σε έβρεξε… Ρίξε μια ματιά σ᾽ εκείνους τους δούλους… εκεί ψηλά στα πάνω διαζώματα. Τους βλέπεις; Μας ραντίζουν με νερό και άρωμα για να δροσιστούμε. Κατάλαβες τώρα;
ΜΑΡΙΟΣ: Ουάου! Καταπληκτικό! Νομίζω ότι τελικά μου αρέσει πολύ εδώ μέσα.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Ελπίζω να βρεις το ίδιο ενδιαφέρουσα και την παράσταση… που θα πρέπει να αρχίσει όπου να ᾽ναι.
ΜΑΡΙΟΣ: Πάντως, ο γραμματικός μας ο Στάτιος μας είπε ότι οι δυο μεγαλύτεροι Λατίνοι που έγραψαν κωμωδίες, ο Πλαύτος και ο…
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Ο Τερέντιος.
ΜΑΡΙΟΣ: Ναι, αυτός. Μας είπε ότι μιμήθηκαν και παλιότερα λατινικά θεατρικά έργα, όχι μόνο ελληνικά.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Ναι, ας πούμε… πήραν κάποια στοιχεία. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι κωμωδίες αυτές δεν θα είχαν γραφτεί αν δεν υπήρχαν τα ελληνικά έργα. Βεβαίως υπάρχουν και διαφορές. Για παράδειγμα, στις λατινικές κωμωδίες υπάρχουν, όπως θα δεις, περισσότερα κομμάτια όπου ο ηθοποιός αντί να μιλάει τραγουδάει με τη συνοδεία μουσικής. Ο κόσμος τρελαίνεται γι᾽ αυτά τα κομμάτια, τα προτιμάει από τους διάλογους - θα το δεις και μόνος σου. Κατά τα άλλα, όμως, οι υποθέσεις των έργων, οι μάσκες και τα κοστούμια των ηθοποιών, γενικά η παράσταση, ακολουθούν τα ελληνικά πρότυπα. Υποθέτω ότι αυτά σας τα εξήγησε ο Στάτιος.
ΜΑΡΙΟΣ: Ναι… μάλλον. Οπ! ποιος είναι αυτός που φωνάζει εκεί πέρα;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Α, αυτός είναι ο «μάνατζερ» και ιδιοκτήτης του θιάσου, της θεατρικής κομπανίας δηλαδή που ανεβάζει το έργο. Προσπαθεί ο καημένος να ακουστεί μέσα στη φασαρία και παρακαλεί το κοινό να κάνει ησυχία για να αρχίσει η παράσταση.
ΜΑΡΙΟΣ: Αλλά αυτοί τίποτε! Άκου τι γίνεται, Νικήρατε!
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Μμμμ… Ξέχασα να σου πω ότι η συγκεκριμένη κομπανία διαγωνίζεται με άλλες παρόμοιες για τα βραβεία που θα δοθούν στο τέλος των γιορτών. Φυσικά αποτελείται μόνο από άνδρες· και τους γυναικείους ρόλους πάλι άνδρες τους παίζουν. Εκτός από τους ηθοποιούς, ο θίασος έχει και τους μουσικούς του… Αλλά, να, τώρα αποκαλύπτεται η σκηνή… Πρόσεξε: παριστάνει δυο σπίτια και ανάμεσά τους ένα στενό δρομάκι…
ΜΑΡΙΟΣ: Και αυτός που βγαίνει τώρα στη σκηνή από το σπίτι ποιος είναι;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Είναι μια θεότητα που κατοικεί στο ένα από τα σπίτια και το προστατεύει. Κάνει νόημα στους θεατές να σωπάσουν… Θα μας εξηγήσει με δυο λόγια την υπόθεση του έργου.
Η ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ: Για να μην αναρωτιέστε ποιος είμαι, κυρίες και κύριοι, θα σας εξηγήσω εν συντομία. Είμαι η οικογενειακή θεότητα του σπιτιού από όπου με είδατε να βγαίνω. Είναι πολλά χρόνια τώρα που κατοικώ στο σπίτι και το προστατεύω για χάρη του παππού και του πατέρα αυτουνού που το κατοικεί σήμερα. Λοιπόν, ο παππούς του τωρινού κατόχου παλιά με παρακάλεσε και μου εμπιστεύθηκε έναν θησαυρό από χρυσάφι κρυφά από τους πάντες· έθαψε τον θησαυρό σε κεντρικό σημείο του σπιτιού, στην εστία, και με ικέτευσε να του τον φυλάω. Ο άνθρωπος αυτός πέθανε χωρίς να θελήσει ποτέ να πει κάτι στον γιο του (τόσο φιλάργυρος ήταν!) και έτσι προτίμησε να τον αφήσει άφραγκο παρά να φανερώσει τον θησαυρό στο παιδί του. Του άφησε βέβαια ένα ψωροχωράφι, που εκείνος το καλλιεργούσε με πολύ κόπο και έτσι ψευτοζούσε. Αφού πέθανε αυτός που μου εμπιστεύθηκε το χρυσάφι, άρχισα να παρατηρώ αν ο γιος του θα με σεβόταν περισσότερο από όσο με είχε σεβαστεί ο πατέρας. Δυστυχώς εκείνος νοιαζόταν όλο και λιγότερο για μένα και με τιμούσε ακόμη λιγότερο. Κι εγώ του φέρθηκα αναλόγως. Κάποτε πεθαίνει κι αυτός κι αφήνει έναν γιο, τον σημερινό ιδιοκτήτη, που είναι όμοιος και απαράλλαχτος στον χαρακτήρα με τον πατέρα του και τον παππού του. Αυτός έχει μια θυγατέρα. Η κοπέλα αυτή προσεύχεται και με παρακαλάει κάθε μέρα και μου προσφέρει άλλοτε λιβάνι άλλοτε κρασί κι άλλοτε στεφάνια από λουλούδια - πάντα, τελοσπάντων, κάτι μου δίνει. Για χάρη της άφησα τον πατέρα της, τον Ευκλείωνα, να ανακαλύψει τον θησαυρό, για να μπορέσει να την παντρέψει πιο εύκολα σε περίπτωση που θα ήθελε κάτι τέτοιο. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσω ότι την κοπέλα την αποπλάνησε ένας νεαρός από πολύ καλή οικογένεια. Αυτός ξέρει ποια είναι η κοπέλα, η κοπέλα αντιθέτως δεν ξέρει ποιος είναι ο νεαρός, και ο πατέρας της δεν έχει ιδέα για το τι έχει συμβεί. Λοιπόν σήμερα εγώ θα κανονίσω να ζητήσει το χέρι της κοπέλας ο ηλικιωμένος κύριος που μένει στο γειτονικό σπίτι. Γιατί το κάνω αυτό; Για να την παντρευτεί ευκολότερα ο νέος που την αποπλάνησε. Υπόψιν ότι ο γέρος που θα ζητήσει το χέρι της είναι θείος του νεαρού που την αποπλάνησε εκείνη τη νύχτα, στο πανηγύρι της Δήμητρας. [Φασαρία μέσα στο σπίτι του Ευκλείωνα.] Αλλά να ο γέρος μέσα έβαλε πάλι τις φωνές, ως συνήθως. Πετάει έξω απ᾽ το σπίτι τη γριά υπηρέτρια, τάχα για να μη μάθει το μυστικό, αλλά στην πραγματικότητα νομίζω ότι θέλει να κάνει έναν μικρό έλεγχο για να βεβαιωθεί ότι δεν του άρπαξαν τον θησαυρό του.
Το θέατρο και το τσίρκο
Ο ρωμαίος δάσκαλος του Μάριου, ο Στάτιος, είχε δίκιο: οι ρωμαίοι κωμικοί ποιητές σαν τον Πλαύτο είχαν υπόψη τους κάποιες πρόχειρες κωμικές παραστάσεις με καθαρά ιταλικό χαρακτήρα· είναι όμως πιθανό ότι, σαν Ρωμαίος που ήταν, στα μαθήματά του τόνιζε κάπως περισσότερο από όσο έπρεπε την επίδραση τέτοιων παραστάσεων σε λατινικές κωμωδίες σαν κι αυτή που παρακολούθησαν ο Μάριος και ο Νικήρατος. Ο τελευταίος ήξερε καλά τι έλεγε: πράγματι, ένα θεατρικό έργο σαν τη Χύτρα με τον κρυμμένο θησαυρό χρωστούσε πολύ περισσότερα σ᾽ αυτό που ονομάσαμε ελληνική Νέα Κωμωδία παρά στις παλιότερες ιταλικές κωμικές παραστάσεις.
Άλλωστε η επίσημη έναρξη της θεατρικής δραστηριότητας στη Ρώμη έγινε το 240 π.Χ., όταν οι αρχές της πόλης ανέθεσαν σε έναν ελληνικής καταγωγής λόγιο από τον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας, τον Λίβιο Ανδρόνικο, να ανεβάσει ελληνικές τραγωδίες - φυσικά σε λατινική μετάφραση. Στα επόμενα εκατό περίπου χρόνια πολλοί και σημαντικοί ρωμαίοι ποιητές καταπιάστηκαν με τη συγγραφή τραγωδιών και κωμωδιών, έχοντας τα μάτια τους σταθερά στραμμένα στο ελληνικό θέατρο. Σε πολλά από αυτά τα λατινικά θεατρικά δημιουργήματα η υπόθεση, οι χαρακτήρες και γενικότερα η σκηνοθεσία παραμένουν ελληνικά ή ελληνικού τύπου. Παρ᾽ όλα αυτά, από την αρχή κιόλας το ρωμαϊκό θεατρικό κοινό έδειξε να έχει μια αρκετά διαφορετική αντίληψη για το σκηνικό θέαμα. Ο Νικήρατος το είπε ξεκάθαρα: οι ρωμαίοι θεατές γοητεύονταν πολύ περισσότερο από τα κομμάτια του έργου (μπορούμε να τα ονομάσουμε «λυρικά») που οι ηθοποιοί τα χόρευαν και τα τραγουδούσαν με τη συνοδεία μουσικής. Προφανώς τα διαλογικά μέρη, όπου τα πρόσωπα του δράματος συνομιλούν, προβληματίζονται ή και έρχονται σε αντιπαράθεση, είναι πολύ σημαντικότερα για την κατανόηση της πλοκής του έργου και είναι κυρίως αυτά που φωτίζουν τη σκέψη και την ψυχολογία των χαρακτήρων· απαιτούν όμως μεγαλύτερη συγκέντρωση προσοχής από τη μεριά του θεατή. Ο Στάτιος, ο ρωμαίος δάσκαλος του Μάριου, μπορεί να μας έλεγε ότι το ρωμαϊκό κοινό είχε γενικά την προσοχή του συγκεντρωμένη· ο Νικήρατος, από την άλλη μεριά, ήξερε (κι ας μην το είπε στον Μάριο) ότι με το πέρασμα του χρόνου οι περισσότεροι από τους ρωμαίους θεατές απλώς έκαναν υπομονή περιμένοντας το επόμενο μουσικό κομμάτι· και μάλιστα ορισμένοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δείξουν ότι δεν διέθεταν ούτε την απαιτούμενη συγκέντρωση ούτε την ελάχιστη υπομονή, και έτσι αντί να παρακολουθούν βαρετούς διάλογους πάνω στη σκηνή άρχιζαν διάλογο ανάμεσά τους.
Άλλωστε υπήρχε και το σχετικό ανέκδοτο - που σίγουρα θα το ήξερε και ο Στάτιος. Παλιά, λέει, όταν πρωτοπαρουσιάστηκαν θεατρικά έργα στη Ρώμη, πολύς κόσμος είχε μαζευτεί σε ένα από εκείνα τα πρόχειρα κατασκευασμένα θέατρα για να δει ένα ελληνικό δράμα· και ενώ η παράσταση είχε αρχίσει, κάποιος φώναξε ότι έξω από το θέατρο είχαν αρχίσει να δίνουν τη δική τους παράσταση κάτι σαλτιμπάγκοι και ακροβάτες, οπότε όλοι όρμησαν προς την έξοδο του θεάτρου - εκτός, ίσως, από καμιά δεκαριά «κουλτουριάρηδες» που θα είχαν όλη την προσοχή τους συγκεντρωμένη στα (μεταφρασμένα) λόγια του Σοφοκλή ή του Ευριπίδη.
Οι Ρωμαίοι είχαν μουσικό αφτί
Πολύ δύσκολα θα συνέβαινε κάτι τέτοιο στην κλασική Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., όπου οι θεατρικές παραστάσεις ήταν μέρος θρησκευτικών εορτών και όπου το κοινό ήταν λίγο πολύ ασκημένο να παρακολουθεί την πλοκή και να εκτιμά την ψυχολογία των χαρακτήρων αλλά και τη θέση που έπαιρνε το έργο πάνω σε διάφορα πολιτικά, κοινωνικά ή ηθικά ζητήματα. Σημαίνει αυτό τελικά ότι οι Αθηναίοι είχαν τη «θεατρική παιδεία» που έλειπε από τους Ρωμαίους;
Η απάντηση πρέπει ίσως να αναζητηθεί στο γεγονός ότι από την αρχή το θέατρο είχε διαφορετικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή της Ρώμης. Οι παραστάσεις μπορεί βέβαια να αποτελούσαν και εδώ μέρος των θρησκευτικών εορτών, δεν ήταν όμως τόσο στενά δεμένες με την πνευματική ζωή της πόλης και τα έργα δεν αντανακλούσαν με άμεσο τρόπο τις πολιτισμικές ζυμώσεις στο εσωτερικό της. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι οι θεατρικές παραστάσεις στη Ρώμη ήταν απλώς ένα από τα διάφορα θεάματα που πρόσφεραν οι πολιτικές αρχές στους κατοίκους της μητρόπολης μαζί με τις ιπποδρομίες, τις μονομαχίες και διάφορα άλλα «χάπενιγκ» - οι παραστάσεις, με άλλα λόγια, ήταν ένα από τα αξιοθέατα ενός τεράστιου, γιορταστικού «λούνα παρκ», όπου οι αυστηροί, κοινωνικά πειθαρχημένοι και προσηλωμένοι στην ιδέα της εργασίας Ρωμαίοι έβρισκαν την ευκαιρία να ξεσκάσουν και να το ρίξουν για λίγο έξω. Να δοκιμάσουμε να το πούμε και με έναν άλλο τρόπο: στη Ρώμη το ανέβασμα των θεατρικών παραστάσεων γινόταν μέσα σε ένα κλίμα περισσότερο «καρναβαλικό» και λιγότερο «θρησκευτικό-λατρευτικό».
Ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας διαφοράς από την ελληνική θεατρική πραγματικότητα ήταν η έμφυτη και πλατιά διαδεδομένη αγάπη των Ρωμαίων για τη μουσική και τον ρυθμό. Έχουμε αρκετές μαρτυρίες από ρωμαίους συγγραφείς που μας βεβαιώνουν ότι η μουσική ήταν πανταχού παρούσα όχι μόνο στην ιδιωτική αλλά και στη δημόσια ζωή της Ρώμης. Οι ιερείς, για παράδειγμα, δεν θυσίαζαν ποτέ χωρίς μουσική συνοδεία· αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι ότι συχνά και οι δικαστές δίκαζαν μετά μουσικής. Έτσι ήταν εντελώς φυσιολογικό να παραλύει η ζωή της πόλης όταν κατέβαιναν σε απεργία οι επαγγελματίες μουσικοί, όπως μας πληροφορεί ένας από τους μεγαλύτερους ρωμαίους ιστορικούς, ο Τίτος Λίβιος. Ο Κικέρων πάλι, που, ως γνωστόν, δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να παινέψει το σπίτι του, έδειχνε θαυμασμό και απορία που ακόμα και δούλοι, άνθρωποι χωρίς μόρφωση και γυναίκες αμφίβολης ηθικής διέθεταν τόσο καλό «μουσικό αφτί».
Τελικά, ο Χονδρός και ο Λιγνός ήταν Ρωμαίοι;
Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τη συμπεριφορά και τις προτιμήσεις του θεατρικού κοινού στη Ρώμη. Ο μέσος θεατής αγαπούσε τα λυρικά μέρη του έργου και περίμενε από τους ηθοποιούς καλές επιδόσεις όχι τόσο στην υποκριτική τέχνη όσο στο τραγούδι και τον χορό. Οι θεατρικές μελωδίες που άρεζαν γίνονταν γρήγορα «σουξέ» που ακούγονταν παντού: στους δρόμους, στις πλατείες, στα πάρτι. Όσες ιστορίες από την ελληνική μυθολογία απαντούσαν στα θεατρικά κείμενα μελοποιούνταν και γνώριζαν ανάλογη επιτυχία· τα παιδιά μπορεί να μην ήξεραν ακριβώς το περιεχόμενο ενός μύθου, μπορούσαν όμως εύκολα να αναγνωρίσουν το μουσικό θέμα που είχε επενδύσει τον μύθο σε μια πρόσφατη θεατρική επιτυχία. Οι συμμαθητές του Μάριου δεν ήξεραν τι ακριβώς ήταν η Αριάδνη, αλλά με τις πρώτες νότες μπορούσαν να πουν «αυτό το κομμάτι είναι από την Αριάδνη». Ο Στάτιος μπορεί να είχε τις αντιρρήσεις του γι᾽ αυτό τον τρόπο εκμάθησης των αρχαίων μύθων, αλλά υπάρχει αμφιβολία ότι η μελοποιημένη μυθολογία είναι πιο ευχάριστη από τις σχολαστικές παραδόσεις (και τις σχετικές ασκήσεις) ενός αυστηρού γυμνασιάρχη;
Έτσι, η αγάπη του ρωμαϊκού κοινού για το θέαμα και τη μουσική έφερε αλλαγές που διαφοροποίησαν τα ρωμαϊκά θεατρικά έργα και τη σκηνική τους παράσταση από τα ελληνικά τους πρότυπα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές οι αλλαγές, που οφείλονταν στην κυρίαρχη παρουσία του μουσικού στοιχείου, έκαναν ορισμένες ρωμαϊκές θεατρικές παραστάσεις να μοιάζουν με «μιούζικαλ» - ή, ίσως, με όπερες που είχαν άλλοτε κωμικό και άλλοτε τραγικό χαρακτήρα. Οι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούσαν έπρεπε να έχουν τις φωνητικές ικανότητες ενός τενόρου, ενός βαρύτονου ή ακόμη και μιας σοπράνο - πράγμα δύσκολο αν σκεφτούμε ότι δεν υπήρχαν γυναίκες ηθοποιοί και ότι είναι μάλλον δύσκολο για έναν άντρα να παριστάνει τη Μαρία Κάλλας. Σίγουρα, πάντως, έκαναν ό,τι μπορούσαν.
Θα ήταν, λοιπόν, παρακινδυνευμένο (για να επιστρέψουμε στο ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω) να πούμε ότι το ρωμαϊκό κοινό δεν διέθετε θεατρική παιδεία· και θα ήταν ίσως πιο σωστό να αναγνωρίσουμε ότι, για όλους εκείνους τους λόγους που εκθέσαμε, διαμόρφωσε ένα διαφορετικό είδος θεατρικής συμπεριφοράς και παιδείας, με άλλες εμφάσεις και άλλες προσδοκίες που τελικά δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για ένα πιο μουσικό, πιο λυρικό θέατρο - για την όπερα.
Αυτή η καινούργια παράδοση λυρικού θεάτρου που δημιουργήθηκε από το μεγάλο, λαϊκό, θεατρικό κοινό της Ρώμης δεν αποτελεί απλώς ιστορία· είναι και σύγχρονη πραγματικότητα. Και σήμερα ακόμη, στην Ιταλία, τη Νότια Γαλλία και την Ισπανία, δηλαδή σε μεσογειακές περιοχές με έντονη λατινική παράδοση, το πλατύ κοινό συρρέει στις παραστάσεις της όπερας, έχει ασκημένο μουσικό αφτί και δεν συγχωρεί εύκολα λάθη στους τενόρους και τις σοπράνο - αφήνοντας τις παραστάσεις που στηρίζονται κυρίως στο θεατρικό κείμενο για τις πιο μορφωμένες «ελίτ».
Από τα δύο θεατρικά είδη, τη ρωμαϊκή τραγωδία και την κωμωδία, ήταν η δεύτερη που άσκησε μεγαλύτερη επίδραση στα μεταγενέστερα χρόνια - ίσως επειδή ενσωμάτωνε τα πιο αυθεντικά και πηγαία στοιχεία του ρωμαϊκού χαρακτήρα και έτσι διέθετε μεγαλύτερη πρωτοτυπία. Πολλοί από τους θεατρικούς συγγραφείς της Αναγέννησης, όπως ο Σαίξπηρ και ο Μολιέρος, μελέτησαν τα έργα του Πλαύτου και του Τερέντιου και έγραψαν κομμάτια που δείχνουν την άμεση επίδραση της λατινικής κωμωδίας ως προς τους χαρακτήρες και την πλοκή. Αλλά δεν είναι μόνο η επίσημη λογοτεχνία που οφείλει πολλά στους ρωμαίους θεατρικούς συγγραφείς· η προφορική λαϊκή παράδοση κράτησε κι αυτή ζωντανή την παρουσία ορισμένων κωμικών τύπων και χαρακτήρων της λατινικής κωμωδίας, μερικοί από τους οποίους μεταπήδησαν αργότερα από το σανίδι στην κινηματογραφική οθόνη. Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί, για παράδειγμα, ότι σε ορισμένους ρόλους του ο Τσάρλι Τσάπλιν κάνει ό,τι ακριβώς θα έκανε ένας δούλος σε μια κωμωδία του Πλαύτου; Και ποιος ξέρει ότι οι διάσημοι κύριοι Χονδρός και Λιγνός διασκέδασαν γενιές θεατών με τα ίδια κόλπα και την ίδια τεχνική που είχε χρησιμοποιήσει και ο Πλαύτος για να σκορπίσει γέλιο στην παράσταση εκείνη του Σεπτέμβρη του 5 π.Χ., όπου ο Μάριος έκανε την πρώτη επίσημη επίσκεψη του σε θέατρο;
Η ιστορία ενός «σταρ»
Ο Μάριος είναι ενθουσιασμένος με την πρώτη του θεατρική εμπειρία και στον δρόμο για το σπίτι βομβαρδίζει με ερωτήσεις και παρατηρήσεις τον Νικήρατο, ο οποίος με αλλεπάλληλα «σσστ!» του είχε απαγορεύσει να μιλάει στη διάρκεια της παράστασης.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Λοιπόν, Μάριε, τώρα μπορείς να μου πεις τι ήταν εκείνο που σου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση.
ΜΑΡΙΟΣ: Τι μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση… [διστάζοντας για λίγο] Νομίζω, εκείνος ο δούλος, ο Στρόβιλος… φοβερός τύπος, έτρεχε πάνω κάτω όλη την ώρα και δούλευε τους πάντες. Και στο τέλος είδες πώς τον χειροκροτούσαν, Νικήρατε;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Ο «φοβερός τύπος» ονομάζεται Ύλας και είναι από τους πιο γνωστούς κωμικούς της Ρώμης - για μην πω ο πιο γνωστός. Ξέρεις τι θα πει «στρόβιλος» στα ελληνικά;
ΜΑΡΙΟΣ: Τι θα πει;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Είναι αυτός που στριφογυρνάει σα σβούρα. Θα πρόσεξες, όμως, ότι οι κινήσεις του είναι μελετημένες και υπολογισμένες, σα να χορεύει. Φυσικά για όλα αυτά χρειάζεται μεγάλη εξάσκηση. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έχουν σπουδάσει την τέχνη τους σε ειδικές σχολές.
ΜΑΡΙΟΣ: Τότε, Νικήρατε, αναρωτιέμαι γιατί ο πατέρας μου λέει ότι οι ηθοποιοί είναι άνθρωποι του σκοινιού και του παλουκιού… Αλήθεια, έτσι λέει.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Για να το λέει κάτι ξέρει. Γενικά ο κόσμος πιστεύει ότι οι άνθρωποι του θεάματος δεν είναι και πολύ «εντάξει» στην ιδιωτική τους ζωή.
ΜΑΡΙΟΣ: Δηλαδή, τι κάνουν;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Για να καταλάβεις… οι Ρωμαίοι θεωρούν ότι όποιος ανεβαίνει πάνω στο σανίδι του θεάτρου και εκθέτει τον εαυτό του για να διασκεδάσει τους άλλους είναι… πώς να το πούμε… δεν είναι τέλος πάντων αυτό που λέμε «αξιοπρεπής πολίτης». Παρ᾽ όλα αυτά-
ΜΑΡΙΟΣ: [διακόπτοντας]: Ναι, αλλά-
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: [διακόπτοντας και αυτός]: Παρ᾽ όλα αυτά, όπως είδες και μόνος σου, ο κόσμος τους λατρεύει και ασχολείται πολύ περισσότερο μαζί τους από ό,τι ασχολείται με τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς.
ΜΑΡΙΟΣ: Το ξέρει αυτό ο πατέρας μου;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Το ξέρει και το παραξέρει. Άλλωστε, αν τον ρωτήσεις, θα σου πει ότι πολλοί από τους πιο γνωστούς και δημοφιλείς ηθοποιούς της Ρώμης, και τώρα και παλιότερα, διατηρούσαν πολύ στενές σχέσεις με τους ανθρώπους της πολιτικής.
ΜΑΡΙΟΣ: Και ο πατέρας μου;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Ο πατέρας σου δεν νομίζω, αλλά ο θείος σου, που ενδιαφέρεται περισσότερο για τα πολιτιστικά, γνώριζε παλιότερα αρκετό κόσμο από το θέατρο-
ΜΑΡΙΟΣ [πάλι διακόπτοντας]: Γνωρίζει και τον Ύλα;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Θα πρέπει να ρωτήσεις τον ίδιο.
ΜΑΡΙΟΣ: Πάντως τώρα έχω μπερδευτεί λιγάκι.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Και έχεις δίκιο. Πρόκειται γι᾽ αυτό που λέμε «αντίφαση». Από τη μια μεριά θεωρούμε τους καλλιτέχνες «ύποπτους» κι από την άλλη τους καλούμε σε τραπέζι. Λοιπόν, το πράγμα έχει μεγάλη ιστορία. Έχεις ποτέ ακούσει για έναν ηθοποιό που έζησε σχετικά πρόσφατα και που λεγόταν Ρόσκιος;
ΜΑΡΙΟΣ [με έναν μορφασμό απορίας]: Ρόσκιος;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Ρόσκιος με τ᾽ όνομα. Θες να σου πω μια μικρή ιστορία… παρόλο που μ᾽ αυτή την ανηφοριά άρχισα κιόλας να λαχανιάζω. Λοιπόν, ο Ρόσκιος αυτός γεννήθηκε πριν από εκατό περίπου χρόνια από γονείς που ήταν δούλοι. Όταν ήταν ακόμη πολύ νεαρός, ήρθε στη Ρώμη και κατά κάποιο τρόπο υιοθετήθηκε από έναν σπουδαίο Ρωμαίο της εποχής που λεγόταν Λουτάτιος Κάτουλος.
ΜΑΡΙΟΣ: Α, ξέρω, αυτόν που ήταν και ποιητής.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Πρόσεξε, εσύ μιλάς για τον Κάτουλλο με δύο λάμδα, που θεωρείται πράγματι ένας από τους σημαντικότερους ρωμαίους ποιητές. Εγώ μιλάω για τον Κάτουλο με ένα λάμδα, που ήταν και αυτός ποιητής βέβαια, αλλά όχι τόσο σημαντικός και τόσο γνωστός. Εν πάση περιπτώσει, επιστρέφω στον Κάτουλο που υιοθέτησε τον Ρόσκιο. Ο νεαρός ήταν πολύ όμορφος· κυρίως, όμως, είχε εξαιρετική χάρη στις χειρονομίες και γενικά στην κίνηση του κορμιού του· είχε μακριά μαλλιά και… έναν ελαφρό στραβισμό…
ΜΑΡΙΟΣ [με ενδιαφέρον και απορία]: Έναν τι;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Στραβισμό· δηλαδή ήταν λίγο αλλήθωρος.
ΜΑΡΙΟΣ: Α, κατάλαβα.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Ναι, αλλά αυτός ο στραβισμός, λένε, τον έκανε ακόμη πιο ελκυστικό. Ο Κάτουλος, λοιπόν, κατάλαβε ότι ο νεαρός Ρόσκιος είχε λαμπρό μέλλον στο θέατρο, κυρίως στο κωμικό θέατρο που απαιτεί και ταλέντο χορευτικό. Έτσι, τον έστειλε σε μια ειδική σχολή όπου ο Ρόσκιος τελειοποίησε τα ταλέντα του. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Ρόσκιος έγινε ο πιο περιζήτητος και δημοφιλής ηθοποιός της Ρώμης. Οι παραστάσεις στις οποίες πρωταγωνιστούσε είχαν πάντα επιτυχία, τα θέατρα ήταν γεμάτα, και για να βρεις θέση έπρεπε να πας ώρες πριν αρχίσει η παράσταση. Όταν έβγαινε στη σκηνή και άρχιζε να χορεύει και να τραγουδάει τους ρόλους του, ο κόσμος από κάτω παραληρούσε. Απέκτησε τεράστια περιουσία - πολύ μεγαλύτερη από την περιουσία ορισμένων συγκλητικών. Στον δρόμο ο κόσμος τον αναγνώριζε αμέσως και προσπαθούσε να τον πλησιάσει. Φυσικά κυκλοφορούσε με ένα φορείο πολυτελείας που το μετέφεραν οι βαστάζοι του, ενώ είχε και φρουρά ασφαλείας (σωματοφύλακες, δηλαδή) που δεν επέτρεπαν στους θαυμαστές του να τον πλησιάσουν πολύ. Όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, ο Ρόσκιος ήταν εκλεκτός καλεσμένος των ανθρώπων της εξουσίας και αποτελούσε το κέντρο της προσοχής στα διάφορα συμπόσια και τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που διοργάνωναν πλούσιοι Ρωμαίοι στα σπίτια τους. Να σκεφτείς, Μάριε, ότι θαυμαστής του ήταν ακόμα και ο μέγας και τρανός Κικέρων.
ΜΑΡΙΟΣ [ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια και το στόμα]: Ο Κικέρων! Ουάου!
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Και μάλιστα, όταν κάποτε ο Ρόσκιος ήταν κατηγορούμενος σε μια περίφημη δίκη, συνήγορος υπεράσπισης, δηλαδή δικηγόρος του, ήταν ο ίδιος ο Κικέρων. Με τον καιρό ο Ρόσκιος έγινε η μεγαλύτερη καλλιτεχνική διασημότητα της Ιταλίας. Αλλά, όπως θα έχεις ακούσει φαντάζομαι, η μεγάλη φήμη έχει και την αρνητική πλευρά της. Ο Ρόσκιος έγινε αυτό που λέμε «ντίβα» και «βεντέτα», και άρχισε να δείχνει τις ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του. Υπάρχουν διάφορες ιστορίες… Ας πούμε, μια μέρα είχε φάει και είχε πιει τόσο πολύ πριν από την παράσταση που δεν μπορούσε να βγει στη σκηνή, ενώ ο κόσμος τον περίμενε για ώρες. Μιαν άλλη φορά, εξαιτίας μιας διαφωνίας με τον μάνατζερ της παράστασης, αρνιόταν να παίξει. Φυσικά, οι θαυμαστές του του συγχωρούσαν τα πάντα και τα έβαζαν με όλους τους άλλους εκτός απ᾽ αυτόν - αρκεί να έπαιζε τελικά ο Ρόσκιος. «Θα παίξει ή δε θα παίξει ο Ρόσκιος; », «Θα μας καταδεχτεί σήμερα ή όχι ο Ρόσκιος;» και πάει λέγοντας.
ΜΑΡΙΟΣ: Τελικά, όμως, τους έκανε το χατίρι, έτσι;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Ναι, εκτός από τις περιπτώσεις που δεν τους το έκανε. Αλλά -μην το ξεχνάμε αυτό- τα χρόνια πέρασαν και ο Ρόσκιος δεν μπορούσε πια να βγάλει τις παραστάσεις με την ίδια χάρη που είχε όταν ήταν πιο νέος. Δεν το έβαλε κάτω εύκολα· οι διάσημοι καλλιτέχνες σπανίως αποφασίζουν ότι ο χρόνος έχει τελικά το πάνω χέρι. Ο Ρόσκιος έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά δεν ήταν πλέον αυτός που ξεσήκωνε κάποτε τα ρωμαϊκά πλήθη στα θέατρα. Πάντως, έγινε δάσκαλος της θεατρικής τέχνης και είχε δικιά του σχολή θεάτρου, αλλά ποτέ δεν παραδέχτηκε τους νέους ηθοποιούς. Οι νέοι ηθοποιοί, έλεγε, ακόμη και αυτοί που είναι καλοί, έχουν όλοι τους αυτό ή εκείνο το μειονέκτημα.
ΜΑΡΙΟΣ: Σαν τον πατέρα μου, δηλαδή, που λέει όλη την ώρα ότι οι καινούργιοι συγκλητικοί δεν ξέρουν τι τους γίνεται.
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Θα θυμάσαι, βέβαια, από την ιστορία τον δικτάτορα Σύλλα…
ΜΑΡΙΟΣ: Τον Σύλλα, ναι…
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Ε, ο Σύλλας τίμησε επίσημα με την ανώτατη διάκριση τον Ρόσκιο για την προσφορά του στο θέατρο. Αν λάβεις υπόψη σου ότι ο Ρόσκιος γεννήθηκε δούλος, καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό… Για να επιστρέψω στην ιστορία μας, ο Ρόσκιος πέθανε μεγάλος, σε ηλικία 75 ετών· και παρόλο που είχε για αρκετά χρόνια αποσυρθεί πια από τη σκηνή, ο κόσμος δεν είχε ξεχάσει ποτέ τον λατρεμένο του ηθοποιό, τον είχε κάνει μύθο. Όλη η Ρώμη, λένε, τον έκλαψε, και στην κηδεία του ξεχύθηκαν όλοι στους δρόμους, σαν να ήταν εθνικός ήρωας.
ΜΑΡΙΟΣ: Στην Ελλάδα δεν έχετε τόσο μεγάλους ηθοποιούς, Νικήρατε;
ΝΙΚΗΡΑΤΟΣ: Καλή ερώτηση… Δεν ξέρω, αλλά στην Ελλάδα, όσο θυμάμαι, ο κόσμος θυμάται περισσότερο τους συγγραφείς των έργων παρά τους ηθοποιούς. Τουλάχιστον αυτό ισχύει σήμερα, δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον… Αλλά, νεαρέ μου, η σημερινή σου έξοδος έφτασε στο τέλος της και εμείς φτάσαμε στο σπίτι. Βλέπω τη μητέρα σου να μας περιμένει. Ελπίζω να της πεις ότι πέρασες καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου