Δεν ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί, αλλά ο Σαβοναρόλα έχει έρθει και πάλι στη
μόδα. Η εκκλησία μπερδεύεται με το κράτος, η πίστη με την πολιτική και τα παιδιά
με το προπατορικό αμάρτημα. Και το χειρότερο, έχουμε δει και σημάδια. Οπως
εκείνη την 1η Νοεμβρίου του 1494, όταν ένα τεράστιο γεράκι πέταξε πάνω από την
Πιάτσα Σινιορία στη Φλωρεντία. Χτύπησε μ’ ορμή πάνω στην πόρτα του Παλάτσο Βέκιο
και έπεσε νεκρό.
Ο μοναχός Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα αμέσως προφήτευσε συμφορές. Παρ’ όλο που οι πολίτες έτρεξαν να υπερασπιστούν τα τείχη της πόλης, ξέσπασε επιδημία πανώλους και η Φλωρεντία καταλήφθηκε από τον βασιλιά Κάρολο της Γαλλίας. Ο Σαβοναρόλα εξαπέλυε κεραυνούς από τον άμβωνα, κραυγάζοντας ότι την πόλη καταστρέφουν οι πολεμοκάπηλοι, οι σοδομιστές και οι τραπεζίτες, οδηγώντας την στην κόλαση.
Γιατί το νεκρό γεράκι είναι σαν τον νεκρό κύκνο. Κι εμείς ακούμε για θανάσιμες επιδημίες και δυνητικούς εχθρούς. Οι τρομοκράτες μάς απειλούν από παντού. Οι αστυνομικοί σαρώνουν τους δρόμους συλλαμβάνοντας Αραβες και νεαρούς ταραξίες. Ο πρωθυπουργός μας κρύβεται από τους δολοφόνους πίσω από τους όλο και ψηλότερους τοίχους της Ντάουνινγκ Στριτ, όπου, όπως λένε, δέχεται τις συμβουλές ενός Φραγκισκανού μοναχού. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που η είδηση για έναν νεκρό κύκνο προκάλεσε υστερία στο υπουργικό συμβούλιο και στο ΒΒC.
«Μάστιγα και φωτιά»
Πιστεύω ότι ένας ιστορικός αξίζει όσο δέκα φιλόσοφοι. Από τα τέσσερα καινούργια βιβλία που βγήκαν με θέμα τον Σαβοναρόλα, το Scourge and Fire, του Λάουρο Μαρτίνες, είναι το καλύτερο, καθώς τον προσγειώνει σταθερά στη Φλωρεντία του 15ου αιώνα και έπειτα τον απογειώνει για να τον φέρει μπροστά στα μάτια μας. Ο «μικρός αδελφός» έφτασε εκεί από τη Φεράρα το 1490. Βρέθηκε σε μια πλούσια πόλη που ασφυκτιούσε από την αλαζονεία των Μεδίκων, τη διαφθορά της εκκλησίας και τις πολεμικές συγκρούσεις με την Πίζα, αλλά είχε να καυχηθεί για τον Μιχαήλ Αγγελο, τον Φιλίππο Λίπι και τον Μποτιτσέλι. Η μεσαιωνική δεισιδαιμονία ερχόταν σε σύγκρουση με τη λάμψη της Αναγέννησης. Η ευσέβεια και η ελευθεριότητα ήταν σε συνεχή ανταγωνισμό.
Ο Σαβοναρόλα, ένας ασκητής με ταλέντο στο κήρυγμα, πρόσφερε μια διέξοδο. Ο Θεός τον είχε διαβεβαιώσει ότι η κερδοσκοπία, η πολυτέλεια και η τυραννία μόλυναν το ανθρώπινο γένος. Οταν ο Κάρολος μπήκε τελικά στην πόλη, ο Σαβοναρόλα ισχυρίστηκε ότι ήταν η «μάστιγα του Θεού». Εστειλε 4.000 εφήβους, «μικρούς αγγέλους» ντυμένους στα λευκά, να τριγυρίζουν στην πόλη και να δέρνουν πόρνες, ακάλυπτες γυναίκες και οποιονδήποτε ήταν ντυμένος πολυτελώς.
Οι φλωρεντινοί, παρακινούμενοι απ΄αυτόν, το 1497, μάζεψαν σε μια πυραμίδα αντικείμενα και έργα τέχνης-που ο Σαβοναρόλα τα ονόμαζε «ματαιότητες»- και τα έκαψαν σε δημόσιο χώρο έτσι αριστουργήματα ζωγραφικής και γλυπτικής, καθώς και περούκες, ψιμύθια, καθρέφτες, κοσμήματα, έπιπλα και κεντήματα. Όπως λέει η El. Munro: «Βαθύτερη πρόθεση ήταν ο εξοβελισμός της νέας αντιλήψεως για τον άνθρωπο σα γνώμονα και επίκεντρο του κόσμου»(σ.138). Μερικούς μήνες αργότερα, ο Σαβοναρόλα κάηκε ο ίδιος στην πυρά. Όμως ο φοβερός απόηχος της φωνής του συνέχισε για χρόνια να αντιλαλεί μεσ΄τις ψυχές των ανθρώπων.
Επί οκτώ χρόνια ο Σαβοναρόλα κυριάρχησε στη Φλωρεντία. Καθώς ο Λαυρέντιος των Μεδίκων είχε πεθάνει και η οικογένειά του είχε εξοριστεί, ο μοναχός βοήθησε στην ανασυγκρότηση της πόλης. Είπε στους πολίτες να εκλέξουν χρηστούς άνδρες στο Ανώτερο Συμβούλιο, που ήταν η ενσάρκωση της δικαιοσύνης και της τάξης, «σταλμένο από τη Θεία Πρόνοια». Η Φλωρεντία έπρεπε να βιώσει την «πυρά της ματαιοδοξίας» αλλά και να γίνει ένα υπόδειγμα χριστιανικής πολιτείας.
Στόχος της πιο άγριας κριτικής του ήταν η Ρώμη και οι διεφθαρμένοι πάπες και καρδινάλιοί της. Ο Αλέξανδρος ο 6ος ήταν άξιος περιφρόνησης. Η Ρώμη ήταν η «πόλη των 10.000 πορνών», όπου οι πλούσιοι έπιναν το αίμα των φτωχών. Δεν δέχτηκε το καπέλο του καρδιναλίου, χαρακτηρίζοντάς το «κόκκινο καπέλο του αίματος». Του άρεσαν οι καλές ατάκες, αλλά αυτό δεν ήταν διπλωματική γλώσσα. Η Ρώμη δεν άργησε να συμμαχήσει με δυσαρεστημένους Φλωρεντινούς και να χαρακτηρίσει τον Σαβοναρόλα αιρετικό. Φημολογήθηκε μάλιστα ότι ήταν ερμαφρόδιτος. Το 1498 τον συνέλαβαν, τον απαγχόνισαν και τον έκαψαν στην κεντρική πλατεία. Ο Μποτιτσέλι, φλογερός οπαδός του, ζωγράφιζε τότε τη «Μυστική Γέννηση».
Ο Λάουρο Μαρτίνες μας προειδοποιεί να μην παίρνουμε τα φαντάσματα της ιστορίας και να τα μετατρέπουμε σε τέρατα. Ωστόσο και ο ίδιος αντλεί μερικά διδάγματα. Ο Σαβοναρόλα είχε πολύ δίκιο και πολύ άδικο. Αποτυγχάνοντας στην προσπάθεια να αλλάξει την καθολική εκκλησία, επιτάχυνε τη μεταρρύθμιση του Λούθηρου. Επαιξε στην πολιτική σκηνή της Φλωρεντίας με επιδεξιότητα και κέρδισε την υποστήριξη επιφανών πολιτών, καλλιτεχνών και συγγραφέων. Ομως ως ρήτορας και λιβελογράφος τράβηξε υπερβολικά το σκοινί (σήμερα θα ήταν ο καλύτερος επιφυλλιδογράφος).
Η ματιά του Μακιαβέλι: Ενώ ο Σαβοναρόλα παραληρούσε στη Φλωρεντία, ένας νεαρός άνδρας καθόταν στη σκιά και κρατούσε σημειώσεις. Ηταν ο Νικολό Μακιαβέλι, ο μεγαλύτερος δάσκαλος της πολιτικής σκέψης μετά τον Αριστοτέλη. Δεν τον ενδιέφερε ένας καλόγερος που ισχυριζόταν ότι συζητάει με τον Θεό, αλλά τον εντυπωσίαζε η ικανότητα του Σαβοναρόλα να σαγηνεύει τα πλήθη, «γιατί η ζωή του, οι θεωρίες του και τα θέματα που έθιγε αρκούσαν για να κερδίσουν την πίστη του κόσμου», πίστη ακόμα και στις ζοφερές προφητείες του. Ποιος ηγεμόνας έχει ανάγκη να τον αγαπούν όταν τον φοβούνται τόσο;
Για τον Μακιαβέλι, το λάθος του Σαβοναρόλα ήταν ότι ο φόβος που ενέπνεε αφορούσε το επέκεινα. Ηθελε να μετατρέψει μια πόλη-κράτος σε βασίλειο του Θεού, αλλά δεν είχε τίποτα πιο δυνατό για να το κυβερνήσει από τη ρητορική. Οταν η πόλη αντιμετώπισε τον πόλεμο, τη χρεοκοπία, την πανούκλα, δεν ωφελούσε να ζητάει την κατάργηση της δαντέλας, του βελούδου και της σοδομίας. Ο Σαβοναρόλα μπέρδευε την πολιτική με τη θρησκεία και την εσφαλμένη κρίση με την αμαρτία.
Το να χάνει κανείς το κεφάλι του κατά την επιδίωξη ενός πολιτικού στόχου δεν είναι, για τον Μακιαβέλι, ηρωισμός αλλά απροσεξία. Καθώς έβλεπε τον Σαβοναρόλα να κρέμεται από την αγχόνη, πρέπει να κούνησε το κεφάλι του απελπισμένος γιατί ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος παραπλανήθηκε τόσο ώστε να νομίζει ότι θα νικήσει τη δύναμη με την ευλάβεια. Ο Μακιαβέλι (eik. 9) παραμένει το μεγαλύτερο δώρο του Σαβοναρόλα στον πολιτισμό.
Η εκτέλεση του Σαβοναρόλα και προπάντων οι καταγγελίες του ενάντια στο θρησκευτικό και πολιτικό κατεστημένο, δηλαδή του πάπα με το περιβάλλον του και της αυλής των Μεδίκων, άφησε μια σκιά βεβαιότητας για την παρακμή του πρώτου και τον εκφυλισμό της δεύτερης από το γνήσιο πνεύμα της χριστιανικής παράδοσης. Σύμφωνα με τον Giorgio Vasari, η «αδιαντροπιά» και η «κακοδιοίκηση» του Πέτρου των Μεδίκων ήταν τόσο μεγάλη, που ο Μιχαήλ Άγγελος αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από την πόλη και τους Μεδίκους, από φόβο να μη συνδεθεί το όνομά του με αυτούς, όταν οι φήμες της επικείμενης πτώσης τους άρχισαν να απλώνονται.
Η αντίδραση, λοιπόν, του πύρινου μοναχού ήταν συνειδητά θρησκευτική και πολιτική. Ήταν μια επανάσταση που σκοπό είχε την θρησκευτική αναμόρφωση και την πολιτική εξυγίανση. Γι΄αυτό και εγκατέστησε μικτή πολιτική διακυβέρνηση. Η τέχνη που βρέθηκε ανάμεσα στις δύο εξουσίες είχε γίνει πλέον, όπως πίστευαν ο Σαβοναρόλα και οι οπαδοί του, μια επίσημη τέχνη που υπηρετούσε την φιλαρέσκεια των ανώτερων κληρικών, την φιληδονία των πλούσιων ηγεμόνων και αστών εμπόρων, τέλος τη ματαιοδοξία και των δύο.
Για αυτό και βρέθηκαν στο στόχαστρο τα «ματαιόδοξα» έργα τέχνης και όχι η τέχνη η ίδια, αν κι αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πράξη. Είναι όμως μια ομολογία ότι αναγνωρίζει στην τέχνη έναν εν δυνάμει ιδεολογικό αντίπαλο και τη δύναμη της να επιδρά στη ψυχή του ανθρώπου. Μοιάζει με τη νύχτα του 1938 στο Μόναχο, όταν οι ναζί έκαψαν ένα σωρό την «εκφυλισμένη τέχνη», μια πράξη με πολιτικό κριτήριο, η άλλη όψη του νομίσματος. Ο Σαβοναρόλα ήταν ένας νοσταλγός της αυστηρής μεσαιωνικής θρησκευτικότητας, ενός θεοκεντρικού κόσμου. Προσπάθησε να επαναφέρει την παραπαίουσα πίστη στην παλαιά της τάξη, στο επίκεντρο της ζωής, όπως ακριβώς και ο Ιουλιανός είχε αγωνιστεί τον 4ο αι., ανέλπιδα, για την επανόρθωση της παλαιάς του θρησκείας. Όμως, ο άνεμος της ιστορικής εξέλιξης παρέσυρε μέσ΄την ορμή του και τους δύο σαν φύλλα.
«Ο Σαβοναρόλα, σύμφωνα με μαρτυρίες συγχρόνων του υπήρξε μια πολύ δυναμική προσωπικότητα, που για οκτώ χρόνια, κατάφερε με τον πύρινο και ρητορικό του λόγο να ασκήσει μεγάλη επιρροή, όχι μόνο στα πλήθη, αλλά και σε λογίους, πολιτικούς και καλλιτέχνες. Λέγεται ότι είχε το προφητικό χάρισμα και μάλιστα, όταν τρεις από τις προρρήσεις που εξάγγειλε από τον άμβωνα επαληθεύτηκαν, δηλαδή τον προσεχή θάνατο του Λορέντζου των Μεδίκων και του πάπα Ιννοκεντίου Η΄, όπως και την εισβολή των Γάλλων στην Ιταλία, κατέστη όχι μόνο πνευματικός δικτάτορας αλλά και πολιτικός.
Όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Η΄ έφτασε προ των τειχών της πόλης, οι κάτοικοι έδιωξαν τον Πέτρο των Μεδίκων και εξέλεξαν αρχηγό τους τον Σαβοναρόλα, ο οποίος αφού διαπραγματεύθηκε με τον Γάλλο Βασιλιά κατόρθωσε να πετύχει μια έντιμη ειρήνη. Επωφελούμενος από την παντοδυναμία του εγκατέστησε στη συνέχεια ένα παράξενο πολίτευμα, κατά το ήμισυ δημοκρατικό και κατά το άλλο ήμισυ θεοκρατικό. Με διατάγματα επέβαλε ασκητική ζωή, επιτιθέμενος προς την αγάπη των φλωρεντινών προς την ωραιότητα και προς τα έργα τέχνης. Έτσι, σύντομα η πόλη χωρίστηκε σε δύο κόμματα: στους «Ολοφυρόμενους» (Piagnoni) τους οπαδούς του, και στους «Λυσσώδεις» (Arrabiati) τους αντιπάλους του.
Ο Σαβοναρόλα συνέχισε τον αγώνα του εναντίον της διαφθοράς με μεγάλη δριμύτητα, καταγγέλoντας ιδιαίτερα τα όργια της παπικής αυλής και πολεμώντας την παντοδυναμία του πάπα. Ο πάπας τον αναθεμάτισε και οι εχθροί του, ο Οίκος των Μεδίκων και οι Φραγκισκανοί μοναχοί, συνωμότησαν εναντίον του με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε θάνατο. Στις 23 Μαΐου 1498, ο Σαβοναρόλα απαγχονίστηκε και ρίχτηκε στην πυρά στην κεντρική πλατεία της Φλωρεντίας, στην Piazza della Signoria».
Την επίδραση του Σαβοναρόλα στους σύγχρονους του φλωρεντινούς, περιγράφει ο Maurice Antonie βασισμένος σε μαρτυρίες του Βασάρι, στο βιβλίο του «Οι Μεγάλοι καλλιτέχνες».
«Το 1490 άρχισαν οι προφητείες του μοναχού Σαβοναρόλα, φλογισμένες από την αποκάλυψη. Ήταν 37 ετών. Ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν τότε 15. Είδε το μικρόσωμο και αδύνατο προφήτη, που φλογιζόταν από το θείο Πνεύμα. Πάγωσε με την τρομερή φωνή του, που από τον άμβωνα της εκκλησίας, εκσφενδόνιζε τους κεραυνούς του κατά του Πάπα και προμηνούσε την εκδίκηση του Θεού πάνω σ΄ολόκληρη την Ιταλία. Η Φλωρεντία έτρεμε. Οι άνθρωποι έτρεχαν στους δρόμους κλαίγοντας και φωνάζοντας σαν τους τρελούς. Πολλοί από τους σοφούς, τους πολιτικούς και τους ισχυρούς προσχώρησαν στη διδασκαλία του και ο ίδιος ο Μιχαήλ Άγγελος δεν ξέφυγε από τη μεταδοτική αυτή τρέλα. Τρόμος τον κατέλαβε. Αυτές οι προαισθήσεις συχνά θα τον καταδιώκουν στη ζωή του» (σ.64). Η φλωρεντινή Αναγέννηση είχε τελειώσει. Από τον 16ο αι., άρχιζε για την τέχνη και τη σκέψη νέα εποχή.
Η φωνή του Σαβοναρόλα, αν και δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα, αφού για αρκετές δεκαετίες ακόμη συνέχισαν να ανεβαίνουν στον παπικό θρόνο φιλόδοξοι και αμφιβόλου ηθικού φρονήματος άνθρωποι, προανείγγειλε το δρόμο προς τη Μεταρρύθμιση. Νέο θρησκευτικό κέντρο δημιουργήθηκε από το Λούθηρο, που έπειτα από 19 χρόνια, αμφισβήτησε, με επιτυχία εκείνος, την παντοδυναμία του παπικού δόγματος και του «ειδωλολατρικού» χριστιανισμού, όπως θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο.
Η εκδίκηση της πολιτικής: Ο Σαβοναρόλα έζησε σε μια εποχή όπου ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός διαπότιζε κάθε γωνιά της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Η μεσαιωνική πίστη στα θαύματα και τη μαγεία ήταν ακόμα ζωντανή. Αν κάποιος τα μετατρέψει αυτά σε όπλα εναντίον της πολιτικής, όπως ο Σαβοναρόλα, η πολιτική θα πάρει την εκδίκησή της. Δεν ήταν οι άσωτοι και οι πόρνες που τον οδήγησαν στον όλεθρο, αλλά οι αγχόνες και η πυρά της Μητέρας Εκκλησίας.
Ο Σαβοναρόλα κατηγορήθηκε ότι «τρομοκράτησε» τη Φλωρεντία και προκάλεσε έτσι μια εξίσου τυραννική αντίδραση. Αλλά το ίδιο παιχνίδι φονταμενταλισμών παίζεται και σήμερα, δηλητηριάζοντας το πιο εκλεπτυσμένο πολιτικό καθεστώς στην ιστορία, τη δυτική δημοκρατία. Η βρετανική κυβέρνηση εκστρατεύει στο εξωτερικό για να πολεμήσει «αλλότριες αξίες» στο όνομα του Θεού. Το κράτος τυλίγεται μέσα στον μυστικισμό. Αφήνουμε πειθήνεια υπουργούς να μας διαβεβαιώνουν ότι αυτοί μόνο ξέρουν, σαν να έχουν δεχτεί επιφοίτηση, τι πρέπει να γίνει για το καλό μας και την ασφάλειά μας.Θα έπρεπε να τους ρίχνουμε κομμάτια τσιμέντο στο κεφάλι.
Γι’ αυτό μου προκαλεί ανατριχίλα η ορολογία της νέας πολιτικής. Απορρίπτει κάθε ουσιαστική πολιτική συζήτηση για χάρη απροσδιόριστων αξιών και υπερβατικών πεποιθήσεων. Κενών λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν στο διάβα της ιστορίας σαν σηματοδότες του δρόμου προς τη μισαλλοδοξία και τον εξτρεμισμό. Οφείλουμε να τις καταπολεμήσουμε, όχι με υπουργικά διατάγματα, αλλά με τη δύναμη των επιχειρημάτων.
Ο μοναχός Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα αμέσως προφήτευσε συμφορές. Παρ’ όλο που οι πολίτες έτρεξαν να υπερασπιστούν τα τείχη της πόλης, ξέσπασε επιδημία πανώλους και η Φλωρεντία καταλήφθηκε από τον βασιλιά Κάρολο της Γαλλίας. Ο Σαβοναρόλα εξαπέλυε κεραυνούς από τον άμβωνα, κραυγάζοντας ότι την πόλη καταστρέφουν οι πολεμοκάπηλοι, οι σοδομιστές και οι τραπεζίτες, οδηγώντας την στην κόλαση.
Γιατί το νεκρό γεράκι είναι σαν τον νεκρό κύκνο. Κι εμείς ακούμε για θανάσιμες επιδημίες και δυνητικούς εχθρούς. Οι τρομοκράτες μάς απειλούν από παντού. Οι αστυνομικοί σαρώνουν τους δρόμους συλλαμβάνοντας Αραβες και νεαρούς ταραξίες. Ο πρωθυπουργός μας κρύβεται από τους δολοφόνους πίσω από τους όλο και ψηλότερους τοίχους της Ντάουνινγκ Στριτ, όπου, όπως λένε, δέχεται τις συμβουλές ενός Φραγκισκανού μοναχού. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που η είδηση για έναν νεκρό κύκνο προκάλεσε υστερία στο υπουργικό συμβούλιο και στο ΒΒC.
Πιστεύω ότι ένας ιστορικός αξίζει όσο δέκα φιλόσοφοι. Από τα τέσσερα καινούργια βιβλία που βγήκαν με θέμα τον Σαβοναρόλα, το Scourge and Fire, του Λάουρο Μαρτίνες, είναι το καλύτερο, καθώς τον προσγειώνει σταθερά στη Φλωρεντία του 15ου αιώνα και έπειτα τον απογειώνει για να τον φέρει μπροστά στα μάτια μας. Ο «μικρός αδελφός» έφτασε εκεί από τη Φεράρα το 1490. Βρέθηκε σε μια πλούσια πόλη που ασφυκτιούσε από την αλαζονεία των Μεδίκων, τη διαφθορά της εκκλησίας και τις πολεμικές συγκρούσεις με την Πίζα, αλλά είχε να καυχηθεί για τον Μιχαήλ Αγγελο, τον Φιλίππο Λίπι και τον Μποτιτσέλι. Η μεσαιωνική δεισιδαιμονία ερχόταν σε σύγκρουση με τη λάμψη της Αναγέννησης. Η ευσέβεια και η ελευθεριότητα ήταν σε συνεχή ανταγωνισμό.
Ο Σαβοναρόλα, ένας ασκητής με ταλέντο στο κήρυγμα, πρόσφερε μια διέξοδο. Ο Θεός τον είχε διαβεβαιώσει ότι η κερδοσκοπία, η πολυτέλεια και η τυραννία μόλυναν το ανθρώπινο γένος. Οταν ο Κάρολος μπήκε τελικά στην πόλη, ο Σαβοναρόλα ισχυρίστηκε ότι ήταν η «μάστιγα του Θεού». Εστειλε 4.000 εφήβους, «μικρούς αγγέλους» ντυμένους στα λευκά, να τριγυρίζουν στην πόλη και να δέρνουν πόρνες, ακάλυπτες γυναίκες και οποιονδήποτε ήταν ντυμένος πολυτελώς.
Οι φλωρεντινοί, παρακινούμενοι απ΄αυτόν, το 1497, μάζεψαν σε μια πυραμίδα αντικείμενα και έργα τέχνης-που ο Σαβοναρόλα τα ονόμαζε «ματαιότητες»- και τα έκαψαν σε δημόσιο χώρο έτσι αριστουργήματα ζωγραφικής και γλυπτικής, καθώς και περούκες, ψιμύθια, καθρέφτες, κοσμήματα, έπιπλα και κεντήματα. Όπως λέει η El. Munro: «Βαθύτερη πρόθεση ήταν ο εξοβελισμός της νέας αντιλήψεως για τον άνθρωπο σα γνώμονα και επίκεντρο του κόσμου»(σ.138). Μερικούς μήνες αργότερα, ο Σαβοναρόλα κάηκε ο ίδιος στην πυρά. Όμως ο φοβερός απόηχος της φωνής του συνέχισε για χρόνια να αντιλαλεί μεσ΄τις ψυχές των ανθρώπων.
Επί οκτώ χρόνια ο Σαβοναρόλα κυριάρχησε στη Φλωρεντία. Καθώς ο Λαυρέντιος των Μεδίκων είχε πεθάνει και η οικογένειά του είχε εξοριστεί, ο μοναχός βοήθησε στην ανασυγκρότηση της πόλης. Είπε στους πολίτες να εκλέξουν χρηστούς άνδρες στο Ανώτερο Συμβούλιο, που ήταν η ενσάρκωση της δικαιοσύνης και της τάξης, «σταλμένο από τη Θεία Πρόνοια». Η Φλωρεντία έπρεπε να βιώσει την «πυρά της ματαιοδοξίας» αλλά και να γίνει ένα υπόδειγμα χριστιανικής πολιτείας.
Στόχος της πιο άγριας κριτικής του ήταν η Ρώμη και οι διεφθαρμένοι πάπες και καρδινάλιοί της. Ο Αλέξανδρος ο 6ος ήταν άξιος περιφρόνησης. Η Ρώμη ήταν η «πόλη των 10.000 πορνών», όπου οι πλούσιοι έπιναν το αίμα των φτωχών. Δεν δέχτηκε το καπέλο του καρδιναλίου, χαρακτηρίζοντάς το «κόκκινο καπέλο του αίματος». Του άρεσαν οι καλές ατάκες, αλλά αυτό δεν ήταν διπλωματική γλώσσα. Η Ρώμη δεν άργησε να συμμαχήσει με δυσαρεστημένους Φλωρεντινούς και να χαρακτηρίσει τον Σαβοναρόλα αιρετικό. Φημολογήθηκε μάλιστα ότι ήταν ερμαφρόδιτος. Το 1498 τον συνέλαβαν, τον απαγχόνισαν και τον έκαψαν στην κεντρική πλατεία. Ο Μποτιτσέλι, φλογερός οπαδός του, ζωγράφιζε τότε τη «Μυστική Γέννηση».
Ο Λάουρο Μαρτίνες μας προειδοποιεί να μην παίρνουμε τα φαντάσματα της ιστορίας και να τα μετατρέπουμε σε τέρατα. Ωστόσο και ο ίδιος αντλεί μερικά διδάγματα. Ο Σαβοναρόλα είχε πολύ δίκιο και πολύ άδικο. Αποτυγχάνοντας στην προσπάθεια να αλλάξει την καθολική εκκλησία, επιτάχυνε τη μεταρρύθμιση του Λούθηρου. Επαιξε στην πολιτική σκηνή της Φλωρεντίας με επιδεξιότητα και κέρδισε την υποστήριξη επιφανών πολιτών, καλλιτεχνών και συγγραφέων. Ομως ως ρήτορας και λιβελογράφος τράβηξε υπερβολικά το σκοινί (σήμερα θα ήταν ο καλύτερος επιφυλλιδογράφος).
Η ματιά του Μακιαβέλι: Ενώ ο Σαβοναρόλα παραληρούσε στη Φλωρεντία, ένας νεαρός άνδρας καθόταν στη σκιά και κρατούσε σημειώσεις. Ηταν ο Νικολό Μακιαβέλι, ο μεγαλύτερος δάσκαλος της πολιτικής σκέψης μετά τον Αριστοτέλη. Δεν τον ενδιέφερε ένας καλόγερος που ισχυριζόταν ότι συζητάει με τον Θεό, αλλά τον εντυπωσίαζε η ικανότητα του Σαβοναρόλα να σαγηνεύει τα πλήθη, «γιατί η ζωή του, οι θεωρίες του και τα θέματα που έθιγε αρκούσαν για να κερδίσουν την πίστη του κόσμου», πίστη ακόμα και στις ζοφερές προφητείες του. Ποιος ηγεμόνας έχει ανάγκη να τον αγαπούν όταν τον φοβούνται τόσο;
Για τον Μακιαβέλι, το λάθος του Σαβοναρόλα ήταν ότι ο φόβος που ενέπνεε αφορούσε το επέκεινα. Ηθελε να μετατρέψει μια πόλη-κράτος σε βασίλειο του Θεού, αλλά δεν είχε τίποτα πιο δυνατό για να το κυβερνήσει από τη ρητορική. Οταν η πόλη αντιμετώπισε τον πόλεμο, τη χρεοκοπία, την πανούκλα, δεν ωφελούσε να ζητάει την κατάργηση της δαντέλας, του βελούδου και της σοδομίας. Ο Σαβοναρόλα μπέρδευε την πολιτική με τη θρησκεία και την εσφαλμένη κρίση με την αμαρτία.
Το να χάνει κανείς το κεφάλι του κατά την επιδίωξη ενός πολιτικού στόχου δεν είναι, για τον Μακιαβέλι, ηρωισμός αλλά απροσεξία. Καθώς έβλεπε τον Σαβοναρόλα να κρέμεται από την αγχόνη, πρέπει να κούνησε το κεφάλι του απελπισμένος γιατί ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος παραπλανήθηκε τόσο ώστε να νομίζει ότι θα νικήσει τη δύναμη με την ευλάβεια. Ο Μακιαβέλι (eik. 9) παραμένει το μεγαλύτερο δώρο του Σαβοναρόλα στον πολιτισμό.
Η εκτέλεση του Σαβοναρόλα και προπάντων οι καταγγελίες του ενάντια στο θρησκευτικό και πολιτικό κατεστημένο, δηλαδή του πάπα με το περιβάλλον του και της αυλής των Μεδίκων, άφησε μια σκιά βεβαιότητας για την παρακμή του πρώτου και τον εκφυλισμό της δεύτερης από το γνήσιο πνεύμα της χριστιανικής παράδοσης. Σύμφωνα με τον Giorgio Vasari, η «αδιαντροπιά» και η «κακοδιοίκηση» του Πέτρου των Μεδίκων ήταν τόσο μεγάλη, που ο Μιχαήλ Άγγελος αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από την πόλη και τους Μεδίκους, από φόβο να μη συνδεθεί το όνομά του με αυτούς, όταν οι φήμες της επικείμενης πτώσης τους άρχισαν να απλώνονται.
Η αντίδραση, λοιπόν, του πύρινου μοναχού ήταν συνειδητά θρησκευτική και πολιτική. Ήταν μια επανάσταση που σκοπό είχε την θρησκευτική αναμόρφωση και την πολιτική εξυγίανση. Γι΄αυτό και εγκατέστησε μικτή πολιτική διακυβέρνηση. Η τέχνη που βρέθηκε ανάμεσα στις δύο εξουσίες είχε γίνει πλέον, όπως πίστευαν ο Σαβοναρόλα και οι οπαδοί του, μια επίσημη τέχνη που υπηρετούσε την φιλαρέσκεια των ανώτερων κληρικών, την φιληδονία των πλούσιων ηγεμόνων και αστών εμπόρων, τέλος τη ματαιοδοξία και των δύο.
Για αυτό και βρέθηκαν στο στόχαστρο τα «ματαιόδοξα» έργα τέχνης και όχι η τέχνη η ίδια, αν κι αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πράξη. Είναι όμως μια ομολογία ότι αναγνωρίζει στην τέχνη έναν εν δυνάμει ιδεολογικό αντίπαλο και τη δύναμη της να επιδρά στη ψυχή του ανθρώπου. Μοιάζει με τη νύχτα του 1938 στο Μόναχο, όταν οι ναζί έκαψαν ένα σωρό την «εκφυλισμένη τέχνη», μια πράξη με πολιτικό κριτήριο, η άλλη όψη του νομίσματος. Ο Σαβοναρόλα ήταν ένας νοσταλγός της αυστηρής μεσαιωνικής θρησκευτικότητας, ενός θεοκεντρικού κόσμου. Προσπάθησε να επαναφέρει την παραπαίουσα πίστη στην παλαιά της τάξη, στο επίκεντρο της ζωής, όπως ακριβώς και ο Ιουλιανός είχε αγωνιστεί τον 4ο αι., ανέλπιδα, για την επανόρθωση της παλαιάς του θρησκείας. Όμως, ο άνεμος της ιστορικής εξέλιξης παρέσυρε μέσ΄την ορμή του και τους δύο σαν φύλλα.
«Ο Σαβοναρόλα, σύμφωνα με μαρτυρίες συγχρόνων του υπήρξε μια πολύ δυναμική προσωπικότητα, που για οκτώ χρόνια, κατάφερε με τον πύρινο και ρητορικό του λόγο να ασκήσει μεγάλη επιρροή, όχι μόνο στα πλήθη, αλλά και σε λογίους, πολιτικούς και καλλιτέχνες. Λέγεται ότι είχε το προφητικό χάρισμα και μάλιστα, όταν τρεις από τις προρρήσεις που εξάγγειλε από τον άμβωνα επαληθεύτηκαν, δηλαδή τον προσεχή θάνατο του Λορέντζου των Μεδίκων και του πάπα Ιννοκεντίου Η΄, όπως και την εισβολή των Γάλλων στην Ιταλία, κατέστη όχι μόνο πνευματικός δικτάτορας αλλά και πολιτικός.
Όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Η΄ έφτασε προ των τειχών της πόλης, οι κάτοικοι έδιωξαν τον Πέτρο των Μεδίκων και εξέλεξαν αρχηγό τους τον Σαβοναρόλα, ο οποίος αφού διαπραγματεύθηκε με τον Γάλλο Βασιλιά κατόρθωσε να πετύχει μια έντιμη ειρήνη. Επωφελούμενος από την παντοδυναμία του εγκατέστησε στη συνέχεια ένα παράξενο πολίτευμα, κατά το ήμισυ δημοκρατικό και κατά το άλλο ήμισυ θεοκρατικό. Με διατάγματα επέβαλε ασκητική ζωή, επιτιθέμενος προς την αγάπη των φλωρεντινών προς την ωραιότητα και προς τα έργα τέχνης. Έτσι, σύντομα η πόλη χωρίστηκε σε δύο κόμματα: στους «Ολοφυρόμενους» (Piagnoni) τους οπαδούς του, και στους «Λυσσώδεις» (Arrabiati) τους αντιπάλους του.
Ο Σαβοναρόλα συνέχισε τον αγώνα του εναντίον της διαφθοράς με μεγάλη δριμύτητα, καταγγέλoντας ιδιαίτερα τα όργια της παπικής αυλής και πολεμώντας την παντοδυναμία του πάπα. Ο πάπας τον αναθεμάτισε και οι εχθροί του, ο Οίκος των Μεδίκων και οι Φραγκισκανοί μοναχοί, συνωμότησαν εναντίον του με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε θάνατο. Στις 23 Μαΐου 1498, ο Σαβοναρόλα απαγχονίστηκε και ρίχτηκε στην πυρά στην κεντρική πλατεία της Φλωρεντίας, στην Piazza della Signoria».
Την επίδραση του Σαβοναρόλα στους σύγχρονους του φλωρεντινούς, περιγράφει ο Maurice Antonie βασισμένος σε μαρτυρίες του Βασάρι, στο βιβλίο του «Οι Μεγάλοι καλλιτέχνες».
«Το 1490 άρχισαν οι προφητείες του μοναχού Σαβοναρόλα, φλογισμένες από την αποκάλυψη. Ήταν 37 ετών. Ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν τότε 15. Είδε το μικρόσωμο και αδύνατο προφήτη, που φλογιζόταν από το θείο Πνεύμα. Πάγωσε με την τρομερή φωνή του, που από τον άμβωνα της εκκλησίας, εκσφενδόνιζε τους κεραυνούς του κατά του Πάπα και προμηνούσε την εκδίκηση του Θεού πάνω σ΄ολόκληρη την Ιταλία. Η Φλωρεντία έτρεμε. Οι άνθρωποι έτρεχαν στους δρόμους κλαίγοντας και φωνάζοντας σαν τους τρελούς. Πολλοί από τους σοφούς, τους πολιτικούς και τους ισχυρούς προσχώρησαν στη διδασκαλία του και ο ίδιος ο Μιχαήλ Άγγελος δεν ξέφυγε από τη μεταδοτική αυτή τρέλα. Τρόμος τον κατέλαβε. Αυτές οι προαισθήσεις συχνά θα τον καταδιώκουν στη ζωή του» (σ.64). Η φλωρεντινή Αναγέννηση είχε τελειώσει. Από τον 16ο αι., άρχιζε για την τέχνη και τη σκέψη νέα εποχή.
Η φωνή του Σαβοναρόλα, αν και δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα, αφού για αρκετές δεκαετίες ακόμη συνέχισαν να ανεβαίνουν στον παπικό θρόνο φιλόδοξοι και αμφιβόλου ηθικού φρονήματος άνθρωποι, προανείγγειλε το δρόμο προς τη Μεταρρύθμιση. Νέο θρησκευτικό κέντρο δημιουργήθηκε από το Λούθηρο, που έπειτα από 19 χρόνια, αμφισβήτησε, με επιτυχία εκείνος, την παντοδυναμία του παπικού δόγματος και του «ειδωλολατρικού» χριστιανισμού, όπως θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο.
Η εκδίκηση της πολιτικής: Ο Σαβοναρόλα έζησε σε μια εποχή όπου ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός διαπότιζε κάθε γωνιά της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Η μεσαιωνική πίστη στα θαύματα και τη μαγεία ήταν ακόμα ζωντανή. Αν κάποιος τα μετατρέψει αυτά σε όπλα εναντίον της πολιτικής, όπως ο Σαβοναρόλα, η πολιτική θα πάρει την εκδίκησή της. Δεν ήταν οι άσωτοι και οι πόρνες που τον οδήγησαν στον όλεθρο, αλλά οι αγχόνες και η πυρά της Μητέρας Εκκλησίας.
Ο Σαβοναρόλα κατηγορήθηκε ότι «τρομοκράτησε» τη Φλωρεντία και προκάλεσε έτσι μια εξίσου τυραννική αντίδραση. Αλλά το ίδιο παιχνίδι φονταμενταλισμών παίζεται και σήμερα, δηλητηριάζοντας το πιο εκλεπτυσμένο πολιτικό καθεστώς στην ιστορία, τη δυτική δημοκρατία. Η βρετανική κυβέρνηση εκστρατεύει στο εξωτερικό για να πολεμήσει «αλλότριες αξίες» στο όνομα του Θεού. Το κράτος τυλίγεται μέσα στον μυστικισμό. Αφήνουμε πειθήνεια υπουργούς να μας διαβεβαιώνουν ότι αυτοί μόνο ξέρουν, σαν να έχουν δεχτεί επιφοίτηση, τι πρέπει να γίνει για το καλό μας και την ασφάλειά μας.Θα έπρεπε να τους ρίχνουμε κομμάτια τσιμέντο στο κεφάλι.
Γι’ αυτό μου προκαλεί ανατριχίλα η ορολογία της νέας πολιτικής. Απορρίπτει κάθε ουσιαστική πολιτική συζήτηση για χάρη απροσδιόριστων αξιών και υπερβατικών πεποιθήσεων. Κενών λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν στο διάβα της ιστορίας σαν σηματοδότες του δρόμου προς τη μισαλλοδοξία και τον εξτρεμισμό. Οφείλουμε να τις καταπολεμήσουμε, όχι με υπουργικά διατάγματα, αλλά με τη δύναμη των επιχειρημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου