Το «Δίλημμα του Φυλακισμένου»
Συνεργατικότητα ή Εγωισμός;
Πόσες φορές δεν αναρωτηθήκαμε για τη φύση του ανθρώπου; Πόσες και πόσες θεωρίες δεν διατυπώθηκαν στην πορεία των χρόνων, πόσα πυρά δεν διασταυρώθηκαν από τους φιλοσόφους και τους κάθε λογής λογίους; Είναι ο ευγενής άγριος του Ρουσσώ, με τα αγαθά κατά βάθος αισθήματα; Είναι ο μοχθηρός άγριος του Hobbs με τον πόλεμο που έχει κηρύξει στους ομοίους του; Είναι το ιδιοτελές εγωιστικό ανθρωπάριο, ή ο φιλεύσπλαχνος και μειλίχιος υιός του θεού, έτοιμος να συντρέξει, να συμπονέσει, να βοηθήσει;
Η αγωνία να βρεθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν προερχόταν μόνο από αγνό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, αλλά από την ανάγκη κυρίως, να θεμελιωθούν σε στερεή και αδιαμφισβήτητη βάση διάφορες αποφάσεις και πολιτικές διακυβέρνησης. Αν, για παράδειγμα, ήταν όντως κακός από τη φύση του, δεν θα τού έπρεπε παρά μια σκληρή και απολυταρχική εξουσία να του κρατάει σφιχτά τα λουριά και να τον πειθαρχεί. Και δυστυχώς οι περισσότερες θεωρίες έκλειναν προς την κακή, παρά προς την καλή μεριά.
Η σύγχρονη οικονομική θεωρία, από την εποχή του Adam Smith και μετά στηρίχτηκε εν πολλοίς στον άνθρωπο εγωιστή, ο οποίος μπορεί να πράττει με μόνο οδηγό το δικό του προσωπικό συμφέρον, αλλά στο τέλος το άθροισμα των εγωιστικών και ιδιοτελών αυτών πράξεων επιστρέφει στην κοινωνία σαν καθαρό όφελος. Από την άλλη μεριά και η θεωρία της εξέλιξης για να δουλέψει σωστά απαιτεί κι αυτή εγωιστικά υποκείμενα, τα οποία παραμένοντας υγιή και ελκυστικά θα μπορούν να μακροημερεύουν και να αφήνουν πίσω τους πολλούς και γερούς απογόνους.
Κι όμως πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσουμε επιτέλους να παρατηρήσουμε ότι τα έμβια όντα δεν δρουν πάντα με γνώμονα το στενό τους συμφέρον και ότι δεν βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό και πόλεμο με τους ομοίους τους, αλλά ότι πολλές από τις σχέσεις τους διέπονται από αισθήματα συνεργατικότητας. Θα αναφέρω προς το παρόν το παράδειγμα των μυρμηγκιών, αλλά και οι ανθρώπινες κοινωνίες, για να μην τις αδικούμε εντελώς, σε διάφορες περιπτώσεις έδειξαν σημάδια συνεργασίας σε εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο.
Το αρχικό ερώτημα, τού κατά πόσον δηλαδή η ανθρώπινη φύση μπορεί να έχει και καλές πλευρές, μετατέθηκε με τα χρόνια, στο κατά πόσον η συνεργατική συμπεριφορά, σε αντίθεση με την εγωιστική, μπορεί στο τέλος να παραγάγει συλλογικό όφελος.
Σε τέτοια θέματα οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να δώσουν αξιόπιστη απάντηση, διότι ξεκινούν με τη βεβαιότητα της εγωιστικής μονάδας χωρίς να μπαίνουν καν στον κόπο να εξετάσουν αντίθετα σενάρια. Μπορεί οι οικονομολόγοι να μην μπορούν, μπορούν όμως οι μαθηματικοί, στους οποίους τουλάχιστον δεν μπορούμε να προσάψουμε ιδεολογικές προκαταλήψεις.
Γύρω λοιπόν στο 1950, την εποχή που ο ψυχρός πόλεμος βρισκόταν στο φόρτε τους δυο μαθηματικοί, οι Merrill Flood και Melvin Drescher από έγνοια για την αποφυγή ενός ακόμα παγκόσμιου ολοκαυτώματος, εισήγαγαν το παίγνιο «Το δίλημμα του Φυλακισμένου» σαν εργαλείο διερεύνησης των αποτελεσμάτων μιας συνεργατικής σχέσης.
Στο παιχνίδι αυτό πρωταγωνιστές είναι δυο φυλακισμένοι, ο Α και ο Β κατηγορούμενοι για την ίδια εγκληματική πράξη, οι οποίοι κρατούνται σε ξεχωριστά κελιά χωρίς να έχουν δυνατότητα επικοινωνίας. Η συμφωνία που κάνουν οι αστυνομικοί με τον καθένα απ’ αυτούς ξεχωριστά έχει τα εξής σημεία. Αν ο Α καταθέσει εναντίον του Β, χωρίς όμως ο Β να καταθέσει εναντίον του Α, τότε ο Α θα αφεθεί ελεύθερος, ενώ ο Β θα μείνει στη φυλακή ισόβια. Το ίδιο θα συμβεί αν ο Α μπει στη θέση του Β και ο Β στου Α. Αν τώρα και οι δυο καταθέσουν εναντίον του άλλου, τότε θα πάνε και οι δυο φυλακή, αλλά με μειωμένη ποινή 10 χρόνων. Ενώ, αν κανένας από τους δυο δεν καταθέσει εναντίον του άλλου, τότε η ποινή μειώνεται σε 4 μόνο χρόνια για τον καθέναν.
Ποια απόφαση λοιπόν είναι η πλέον συμφέρουσα; Ας πάρουμε τον Α. Αν ο Β καταθέσει εναντίον του, τότε συμφέρει στον Α να καταθέσει κι αυτός εναντίον του Β για να πάρει 12 χρόνια φυλακή, σε σχέση με τα ισόβια, σε περίπτωση που κρατούσε το στόμα του κλειστό. Αν στην αντίθετη περίπτωση, ο Β δεν καταθέσει εναντίον του, πάλι συμφέρει στον Α να καταθέσει εναντίον του Β, διότι έτσι είτε αποκτά τελείως την ελευθερία του, είτε τρώει μόνο 4 χρόνια φυλακή.
Έτσι με βάση την παραπάνω ορθολογική ανάλυση βλέπουμε ότι αποφασίζουν να καταδώσουν ο ένας τον άλλον διακινδυνεύοντας μεγαλύτερες ποινές, ενώ αν αποφάσιζαν να συνεργαστούν και να μην μαρτυρήσουν, τότε θα προέκυπτε η μικρότερη και για τους δυο ποινή. Σύμφωνα λοιπόν με το συμπέρασμα του πολιτικού επιστήμονα Robert Axelrod, «το κυνήγι του στενού προσωπικού, εγωιστικού συμφέροντος φτάνει σε αποτελέσματα που είναι βλαπτικά και για τους δυο».
Πρέπει να πούμε ότι σε αυτό το παράδειγμα, όπως και σε κάθε κατάσταση (παίγνιο) της θεωρίας παιγνίων (Game Theory), υποθέτουμε ότι οι εμπλεκόμενοι (οι παίκτες) είναι απόλυτα λογικοί και έχουν ως αποκλειστικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους ή την ελαχιστοποίηση του κόστους (όπως σε αυτή την περίπτωση). Θα περίμενε ίσως κάποιος ότι δύο λογικοί άνθρωποι θα επέλεγαν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα που θα συνέφερε και τους δύο περισσότερο από αυτό που τελικά κατάφεραν, δηλαδή, να κρατήσουν και οι δύο τη σιωπή τους και να πάνε στη φυλακή με μια ποινή μόνο ενός έτους. Πώς κατέληξαν λοιπόν εδώ τα πράγματα; Η απάντηση βρίσκεται στην εμπιστοσύνη που δείχνει ο ένας στην απόφαση του άλλου. Με άλλα λόγια, με δεδομένη κάθε επιλογή του αντίπαλου παίκτη, το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού επικρατεί έναντι του αποτελέσματος της συνεργασίας.
Το «Δίλημμα του Φυλακισμένου» και οι διάφορες παραλλαγές του, που όλες τους ενσωματώνουν την ουσία της συνεργατικότητας χρησίμευσαν σαν πρότυπα τόσο στους ακαδημαϊκούς και κοινωνικούς επιστήμονες, όσο και στους επιχειρηματίες για χάραξη τακτικών και στις κυβερνήσεις για θέσπιση πολιτικών. Απασχόλησαν κυρίως προβλήματα για τον προσδιορισμό των συνθηκών κάτω από τις οποίες οι άνθρωποι από μόνοι τους ακολουθούν συνεργατικές συμπεριφορές, χωρίς την ύπαρξη μιας κεντρικής αρχής που θα επέβαλε κανόνες εκ των άνω. Με τέτοιου είδους προβλήματα και την εξέταση διαφόρων στρατηγικών ασχολήθηκε ιδιαιτέρως ο Axelrod, ήδη από το 1980.
Εχει πολύ ενδιαφέρον, στη δομή των προγραμμάτων και των κανόνων που υιοθετήθηκαν, που άλλωστε είναι πολλοί και διαφορετικοί, για να εξετάσουν πώς ένας αριθμός προσωπικοτήτων μπορεί να καταλήξει στο να συνεργαστεί ή να σφαχτεί. Η ουσία είναι ότι ενώ κάποια μοντέλα απέτυχαν τελείως, κάποια άλλα, με τις κατάλληλες στρατηγικές, τα κατάφεραν, σε αντίθεση με τη φιλοσοφία του Hobbs ο οποίος θεωρούσε ότι καμιά κοινωνία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς ισχυρή κεντρική εξουσία και σε αντίθεση με το credo των κλασικών οικονομολόγων ότι τα υποκείμενα δρουν αποκλειστικά και μόνον εγωιστικά.
Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο και περίπλοκα και εμπνευσμένα να είναι, δεν πρόκειται παρά για μοντέλα, για σχηματικές δηλαδή αναπαραστάσεις της περίπλοκης πραγματικότητας, οι οποίες όμως έχουν οδηγήσει σε νέους τρόπους σκέψεις και κατανόησης βασικών μηχανισμών της λειτουργίας της.
Το παραπάνω παράδειγμα καταδεικνύει ότι το «κοινό συμφέρον» δεν είναι πάντα η επιλογή απόλυτα λογικά σκεπτόμενων ατόμων και πολλές φορές απόλυτα λογικά επιλογές μπορούν να οδηγήσουν σε ζημία για όλους τους εμπλεκόμενους. Η κατάσταση αλλάζει αν το παιχνίδι επαναλαμβάνεται, οπότε κάθε παίκτης έχει τη δυνατότητα να «τιμωρήσει» μέσω της επιλογής του τον άλλο παίκτη για την προηγούμενη παρασπονδία του. Σε αυτή την περίπτωση, όταν οι επαναλήψεις του παιγνίου τείνουν στο άπειρο, η επιλογή της συνεργασίας (να κρατήσουν και οι δύο φυλακισμένοι τη σιωπή τους) τείνει στο να επικρατήσει.
Μεταφέροντας το παράδειγμα στην καθημερινή ζωή μπορούμε να βγάλουμε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για πράγματα που φαίνονται λογικό να γίνουν αλλά τελικά επιλέγεται κάτι διαφορετικό που οδηγεί σε χειρότερα αποτελέσματα.
Η Μαφία, τα Καρτέλ, οι Μυστικές Εταιρίες και οι λοιπές μυστικές και μυστικιστικές οργανώσεις, έχουν μια πολύ καλή λύση στο να επιβάλλουν τη συνεργασία μεταξύ των μελών – φυλακισμένων, το «Δίλημμα του Φυλακισμένου». Τον νόμο της σιωπής ή τον νόμο της Ομερτά. Όποιος μιλήσει συνήθως πεθαίνει ή στην καλύτερη περίπτωση, πέφτει σε δυσμένεια.
Οπότε το μέλος – ο φυλακισμένος, δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο από το να σιωπήσει, να συνεργαστεί και να «καταπιεί» τον εγωισμό. Το πρόβλημα λύνεται με την ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση του κόστους της προδοσίας. Η προδοσία κοστίζει τη ζωή του φυλακισμένου και η ζωή είναι ανεκτίμητη, αν και παράξενη πολλές φορές.
Όμως ο νόμος της σιωπής δεν είναι και η καλύτερη εναλλακτική λύση. Ίσως και εμείς οι άνθρωποι όπως και άλλοι ζωντανοί οργανισμοί να είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να συνεργαζόμαστε, πιθανόν με τη μορφή «Μια Σου και Μια Μου». Ο Αμερικανός Edward O. Wilson (1929), ο βιολόγος που το 1975 θεμελίωσε την Κοινωνιοβιολογία, υποστηρίζει πως όταν οι άνθρωποι συγκρότησαν κοινωνίες και δημιούργησαν πολιτισμό, η αλτρουιστική συμπεριφορά έγινε από ένστικτο κανόνας κοινωνικής συμπεριφοράς (social norm), μετά νομική επιταγή και τελικά ηθική αρχή.
Οι κανόνες σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς, επιβάλλουν τη συνεργασία.
Η Ανεξαρτησία όμως … όχι
Πόσες φορές δεν αναρωτηθήκαμε για τη φύση του ανθρώπου; Πόσες και πόσες θεωρίες δεν διατυπώθηκαν στην πορεία των χρόνων, πόσα πυρά δεν διασταυρώθηκαν από τους φιλοσόφους και τους κάθε λογής λογίους; Είναι ο ευγενής άγριος του Ρουσσώ, με τα αγαθά κατά βάθος αισθήματα; Είναι ο μοχθηρός άγριος του Hobbs με τον πόλεμο που έχει κηρύξει στους ομοίους του; Είναι το ιδιοτελές εγωιστικό ανθρωπάριο, ή ο φιλεύσπλαχνος και μειλίχιος υιός του θεού, έτοιμος να συντρέξει, να συμπονέσει, να βοηθήσει;
Η αγωνία να βρεθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν προερχόταν μόνο από αγνό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, αλλά από την ανάγκη κυρίως, να θεμελιωθούν σε στερεή και αδιαμφισβήτητη βάση διάφορες αποφάσεις και πολιτικές διακυβέρνησης. Αν, για παράδειγμα, ήταν όντως κακός από τη φύση του, δεν θα τού έπρεπε παρά μια σκληρή και απολυταρχική εξουσία να του κρατάει σφιχτά τα λουριά και να τον πειθαρχεί. Και δυστυχώς οι περισσότερες θεωρίες έκλειναν προς την κακή, παρά προς την καλή μεριά.
Η σύγχρονη οικονομική θεωρία, από την εποχή του Adam Smith και μετά στηρίχτηκε εν πολλοίς στον άνθρωπο εγωιστή, ο οποίος μπορεί να πράττει με μόνο οδηγό το δικό του προσωπικό συμφέρον, αλλά στο τέλος το άθροισμα των εγωιστικών και ιδιοτελών αυτών πράξεων επιστρέφει στην κοινωνία σαν καθαρό όφελος. Από την άλλη μεριά και η θεωρία της εξέλιξης για να δουλέψει σωστά απαιτεί κι αυτή εγωιστικά υποκείμενα, τα οποία παραμένοντας υγιή και ελκυστικά θα μπορούν να μακροημερεύουν και να αφήνουν πίσω τους πολλούς και γερούς απογόνους.
Κι όμως πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσουμε επιτέλους να παρατηρήσουμε ότι τα έμβια όντα δεν δρουν πάντα με γνώμονα το στενό τους συμφέρον και ότι δεν βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό και πόλεμο με τους ομοίους τους, αλλά ότι πολλές από τις σχέσεις τους διέπονται από αισθήματα συνεργατικότητας. Θα αναφέρω προς το παρόν το παράδειγμα των μυρμηγκιών, αλλά και οι ανθρώπινες κοινωνίες, για να μην τις αδικούμε εντελώς, σε διάφορες περιπτώσεις έδειξαν σημάδια συνεργασίας σε εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο.
Το αρχικό ερώτημα, τού κατά πόσον δηλαδή η ανθρώπινη φύση μπορεί να έχει και καλές πλευρές, μετατέθηκε με τα χρόνια, στο κατά πόσον η συνεργατική συμπεριφορά, σε αντίθεση με την εγωιστική, μπορεί στο τέλος να παραγάγει συλλογικό όφελος.
Σε τέτοια θέματα οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να δώσουν αξιόπιστη απάντηση, διότι ξεκινούν με τη βεβαιότητα της εγωιστικής μονάδας χωρίς να μπαίνουν καν στον κόπο να εξετάσουν αντίθετα σενάρια. Μπορεί οι οικονομολόγοι να μην μπορούν, μπορούν όμως οι μαθηματικοί, στους οποίους τουλάχιστον δεν μπορούμε να προσάψουμε ιδεολογικές προκαταλήψεις.
Γύρω λοιπόν στο 1950, την εποχή που ο ψυχρός πόλεμος βρισκόταν στο φόρτε τους δυο μαθηματικοί, οι Merrill Flood και Melvin Drescher από έγνοια για την αποφυγή ενός ακόμα παγκόσμιου ολοκαυτώματος, εισήγαγαν το παίγνιο «Το δίλημμα του Φυλακισμένου» σαν εργαλείο διερεύνησης των αποτελεσμάτων μιας συνεργατικής σχέσης.
Στο παιχνίδι αυτό πρωταγωνιστές είναι δυο φυλακισμένοι, ο Α και ο Β κατηγορούμενοι για την ίδια εγκληματική πράξη, οι οποίοι κρατούνται σε ξεχωριστά κελιά χωρίς να έχουν δυνατότητα επικοινωνίας. Η συμφωνία που κάνουν οι αστυνομικοί με τον καθένα απ’ αυτούς ξεχωριστά έχει τα εξής σημεία. Αν ο Α καταθέσει εναντίον του Β, χωρίς όμως ο Β να καταθέσει εναντίον του Α, τότε ο Α θα αφεθεί ελεύθερος, ενώ ο Β θα μείνει στη φυλακή ισόβια. Το ίδιο θα συμβεί αν ο Α μπει στη θέση του Β και ο Β στου Α. Αν τώρα και οι δυο καταθέσουν εναντίον του άλλου, τότε θα πάνε και οι δυο φυλακή, αλλά με μειωμένη ποινή 10 χρόνων. Ενώ, αν κανένας από τους δυο δεν καταθέσει εναντίον του άλλου, τότε η ποινή μειώνεται σε 4 μόνο χρόνια για τον καθέναν.
Ποια απόφαση λοιπόν είναι η πλέον συμφέρουσα; Ας πάρουμε τον Α. Αν ο Β καταθέσει εναντίον του, τότε συμφέρει στον Α να καταθέσει κι αυτός εναντίον του Β για να πάρει 12 χρόνια φυλακή, σε σχέση με τα ισόβια, σε περίπτωση που κρατούσε το στόμα του κλειστό. Αν στην αντίθετη περίπτωση, ο Β δεν καταθέσει εναντίον του, πάλι συμφέρει στον Α να καταθέσει εναντίον του Β, διότι έτσι είτε αποκτά τελείως την ελευθερία του, είτε τρώει μόνο 4 χρόνια φυλακή.
Έτσι με βάση την παραπάνω ορθολογική ανάλυση βλέπουμε ότι αποφασίζουν να καταδώσουν ο ένας τον άλλον διακινδυνεύοντας μεγαλύτερες ποινές, ενώ αν αποφάσιζαν να συνεργαστούν και να μην μαρτυρήσουν, τότε θα προέκυπτε η μικρότερη και για τους δυο ποινή. Σύμφωνα λοιπόν με το συμπέρασμα του πολιτικού επιστήμονα Robert Axelrod, «το κυνήγι του στενού προσωπικού, εγωιστικού συμφέροντος φτάνει σε αποτελέσματα που είναι βλαπτικά και για τους δυο».
Πρέπει να πούμε ότι σε αυτό το παράδειγμα, όπως και σε κάθε κατάσταση (παίγνιο) της θεωρίας παιγνίων (Game Theory), υποθέτουμε ότι οι εμπλεκόμενοι (οι παίκτες) είναι απόλυτα λογικοί και έχουν ως αποκλειστικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους ή την ελαχιστοποίηση του κόστους (όπως σε αυτή την περίπτωση). Θα περίμενε ίσως κάποιος ότι δύο λογικοί άνθρωποι θα επέλεγαν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα που θα συνέφερε και τους δύο περισσότερο από αυτό που τελικά κατάφεραν, δηλαδή, να κρατήσουν και οι δύο τη σιωπή τους και να πάνε στη φυλακή με μια ποινή μόνο ενός έτους. Πώς κατέληξαν λοιπόν εδώ τα πράγματα; Η απάντηση βρίσκεται στην εμπιστοσύνη που δείχνει ο ένας στην απόφαση του άλλου. Με άλλα λόγια, με δεδομένη κάθε επιλογή του αντίπαλου παίκτη, το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού επικρατεί έναντι του αποτελέσματος της συνεργασίας.
Το «Δίλημμα του Φυλακισμένου» και οι διάφορες παραλλαγές του, που όλες τους ενσωματώνουν την ουσία της συνεργατικότητας χρησίμευσαν σαν πρότυπα τόσο στους ακαδημαϊκούς και κοινωνικούς επιστήμονες, όσο και στους επιχειρηματίες για χάραξη τακτικών και στις κυβερνήσεις για θέσπιση πολιτικών. Απασχόλησαν κυρίως προβλήματα για τον προσδιορισμό των συνθηκών κάτω από τις οποίες οι άνθρωποι από μόνοι τους ακολουθούν συνεργατικές συμπεριφορές, χωρίς την ύπαρξη μιας κεντρικής αρχής που θα επέβαλε κανόνες εκ των άνω. Με τέτοιου είδους προβλήματα και την εξέταση διαφόρων στρατηγικών ασχολήθηκε ιδιαιτέρως ο Axelrod, ήδη από το 1980.
Εχει πολύ ενδιαφέρον, στη δομή των προγραμμάτων και των κανόνων που υιοθετήθηκαν, που άλλωστε είναι πολλοί και διαφορετικοί, για να εξετάσουν πώς ένας αριθμός προσωπικοτήτων μπορεί να καταλήξει στο να συνεργαστεί ή να σφαχτεί. Η ουσία είναι ότι ενώ κάποια μοντέλα απέτυχαν τελείως, κάποια άλλα, με τις κατάλληλες στρατηγικές, τα κατάφεραν, σε αντίθεση με τη φιλοσοφία του Hobbs ο οποίος θεωρούσε ότι καμιά κοινωνία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς ισχυρή κεντρική εξουσία και σε αντίθεση με το credo των κλασικών οικονομολόγων ότι τα υποκείμενα δρουν αποκλειστικά και μόνον εγωιστικά.
Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο και περίπλοκα και εμπνευσμένα να είναι, δεν πρόκειται παρά για μοντέλα, για σχηματικές δηλαδή αναπαραστάσεις της περίπλοκης πραγματικότητας, οι οποίες όμως έχουν οδηγήσει σε νέους τρόπους σκέψεις και κατανόησης βασικών μηχανισμών της λειτουργίας της.
Το παραπάνω παράδειγμα καταδεικνύει ότι το «κοινό συμφέρον» δεν είναι πάντα η επιλογή απόλυτα λογικά σκεπτόμενων ατόμων και πολλές φορές απόλυτα λογικά επιλογές μπορούν να οδηγήσουν σε ζημία για όλους τους εμπλεκόμενους. Η κατάσταση αλλάζει αν το παιχνίδι επαναλαμβάνεται, οπότε κάθε παίκτης έχει τη δυνατότητα να «τιμωρήσει» μέσω της επιλογής του τον άλλο παίκτη για την προηγούμενη παρασπονδία του. Σε αυτή την περίπτωση, όταν οι επαναλήψεις του παιγνίου τείνουν στο άπειρο, η επιλογή της συνεργασίας (να κρατήσουν και οι δύο φυλακισμένοι τη σιωπή τους) τείνει στο να επικρατήσει.
Μεταφέροντας το παράδειγμα στην καθημερινή ζωή μπορούμε να βγάλουμε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για πράγματα που φαίνονται λογικό να γίνουν αλλά τελικά επιλέγεται κάτι διαφορετικό που οδηγεί σε χειρότερα αποτελέσματα.
Η Μαφία, τα Καρτέλ, οι Μυστικές Εταιρίες και οι λοιπές μυστικές και μυστικιστικές οργανώσεις, έχουν μια πολύ καλή λύση στο να επιβάλλουν τη συνεργασία μεταξύ των μελών – φυλακισμένων, το «Δίλημμα του Φυλακισμένου». Τον νόμο της σιωπής ή τον νόμο της Ομερτά. Όποιος μιλήσει συνήθως πεθαίνει ή στην καλύτερη περίπτωση, πέφτει σε δυσμένεια.
Οπότε το μέλος – ο φυλακισμένος, δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο από το να σιωπήσει, να συνεργαστεί και να «καταπιεί» τον εγωισμό. Το πρόβλημα λύνεται με την ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση του κόστους της προδοσίας. Η προδοσία κοστίζει τη ζωή του φυλακισμένου και η ζωή είναι ανεκτίμητη, αν και παράξενη πολλές φορές.
Όμως ο νόμος της σιωπής δεν είναι και η καλύτερη εναλλακτική λύση. Ίσως και εμείς οι άνθρωποι όπως και άλλοι ζωντανοί οργανισμοί να είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να συνεργαζόμαστε, πιθανόν με τη μορφή «Μια Σου και Μια Μου». Ο Αμερικανός Edward O. Wilson (1929), ο βιολόγος που το 1975 θεμελίωσε την Κοινωνιοβιολογία, υποστηρίζει πως όταν οι άνθρωποι συγκρότησαν κοινωνίες και δημιούργησαν πολιτισμό, η αλτρουιστική συμπεριφορά έγινε από ένστικτο κανόνας κοινωνικής συμπεριφοράς (social norm), μετά νομική επιταγή και τελικά ηθική αρχή.
Οι κανόνες σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς, επιβάλλουν τη συνεργασία.
Η Ανεξαρτησία όμως … όχι
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου