ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΘΕΪΣΜΟΥ. Αντίδραση στο φονταμενταλισμό
Ο φονταμενταλισμός ως έννοια και ως κίνημα εμφανίστηκε στη διάρκεια του 1920 στις ΗΠΑ με κύριο χαρακτηριστικό την τυφλή υπακοή στις θρησκευτικές αρχές και παραδόσεις, στις αιώνιες αλήθειες που η θεία αποκάλυψη και τα ιερά κείμενα μας έχουν δώσει μια για πάντα, τις οποίες οι φονταμενταλιστές θέτουν υπεράνω των νόμων και των δικαιωμάτων των πολιτών. Τα «ιερά κείμενα» ερμηνεύονται στην κυριολεξία και όχι μεταφορικά, ενώ η επιβολή ενός «παραδοσιακού» τρόπου ζωής επιχειρείται να επιτευχθεί και με βίαια μέτρα.
Στην ακραία του μορφή, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός οδηγεί στο δρόμο του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και ξενοφοβίας. Πρόκειται για μια κατάσταση όπου διάφορες δημαγωγικά, λαϊκιστικά προσανατολισμένες ελίτ (θρησκευτικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές, επικοινωνιακές) κατορθώνουν να κινητοποιήσουν τα λαϊκά στρώματα και να δημιουργήσουν μια κατάσταση ομαδικής υστερίας: Κατάσταση μέσα στην οποία ο ορθός λόγος εξαφανίζεται.
«Ο θεός μου είπε να ηγηθώ του έθνους μου. Εκείνος μου είπε και να εισβάλλω στο Ιράκ», δήλωσε ο εκλεκτός της χριστιανικής ακροδεξιάς των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους. Η έλλειψη θρησκευτικής δέσμευσης επηρεάζει τη θνησιμότητα, ισχυρίζεται ο δόκτωρ Κένιγκ του πανεπιστημιακού κέντρου του Ντιουκ. Ο θεός… σώζει την Αμερική των αμερικανών χριστιανών.
Φιλελεύθεροι αναλυτές έφτασαν στο σημείο να προειδοποιούν τα προηγούμενα χρόνια ότι το αμερικανικό έθνος βρίσκεται στο χείλος της κατάληψης της εξουσίας από χριστιανούς φονταμενταλιστές! «Στις ΗΠΑ, οι συντηρητικοί θρησκευόμενοι ενισχύουν αυξανόμενα την εξουσία τους στην πολιτική, τα ΜΜΕ και τον πολιτισμό», έγραφαν οι Νιου Γιορκ Τάιμς με ιδιαίτερη επίδραση στο περιεχόμενο των διδασκόμενων μαθητών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Όμως η αστική τάξη είχε ανάγκη την επιστήμη με την οποία η θρησκεία έρχεται σε αντίθεση αφού η τελευταία θέτει όρια στη γνώση – τα οποία μάλιστα αλλάζουν ιστορικά ανάλογα με την πίεση και της ίδια ς της επιστήμης – πέρα από τα οποία υπάρχει «το ανέκφραστο», «το μη δυνάμενο να ερμηνευθεί». Η ενίσχυση επομένως του φονταμενταλισμού δεν μπορεί παρά να δημιουργεί αντίρροπη τάση.
Το θρησκευτικό φαινόμενο στην εξέλιξή του αποτελεί πάντοτε κίνδυνο για τις φιλελεύθερες αξίες στις οποίες θεμελιώνονται οι δυτικές κοινωνίες, σημειώνουν διάφοροι σχολιαστές επισημαίνοντας την «υπερβολική ανοχή στην επιθετική πολιτική θρησκευτικότητα, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τη χριστιανική Δεξιά στις ΗΠΑ, τον πολεμοχαρή πολιτικό ισλαμισμό στη Μέση Ανατολή ή τον φανατικό θρησκευτικό εθνικισμό των Ισραηλινών».
Στις ΗΠΑ και όχι μόνο, η αντίδραση εναντίον του θρησκευτικού φονταμενταλισμού εμφανίζεται μέσω ενός πολύμορφου «νέου κοινωνικού αθεϊσμού με μεταβαλλόμενα όρια».
Η Αριστερά και δη η αντικαπιταλιστική Αριστερά της κομμουνιστικής επανεκκίνησης, με το ρεύμα αυτό οφείλει να έρθει σε ουσιαστική επικοινωνία.
ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΘΕΪΣΜΟΥ
Σε μια φάση όπου ο πολιτικός ρόλος των θρησκειών και επομένως η σύμφυσή τους στο κράτος βρίσκεται σε κατακόρυφη άνοδο στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη, πέντε βιβλία, τα οποία συνιστούν έντονες κριτικές όχι μόνο του χριστιανισμού αλλά γενικότερα κάθε θρησκείας, εκδόθηκαν σε σχετικά μικρή χρονική απόσταση το ένα από το άλλο με εντυπωσιακή κυκλοφορία (και στην Ελλάδα). Κυκλοφορία που δείχνει την απήχηση αυτών των αντιλήψεων, δίνουν τον τόνο του νέου κοινωνικού ρεύματος των αποκαλούμενων Νέων Αθεϊστών. Πρόκειται για το Η περί θεού αυταπάτη του βιολόγου Ρίτσαρντ Ντόκινς, το Γράμμα σε ένα χριστιανικό έθνος και το τέλος της πίστης του Σαμ Χάρις, το Λύνοντας τα μάγια του φιλόσοφου Ντάνιελ Ντένετ και το Ο Κύριος δεν είναι μέγας του γνωστού δημοσιογράφου Κρίστοφερ Χίτσενς. Και κάπου εκεί, ο Γάλλος Ρεζί Ντεμπρέ με το Ο Θεός, μια ιστορική αναδρομή, κινείται ανάμεσα στην απόρριψη της χρήσης και όχι καθ’ αυτής της θρησκείας, ανάμεσα στην επαναθεμελίωση του βωμού στον αναγκαίο άγνωστο Θεό που τιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, στο «δεν πιστεύω στα φαντάσματα, όμως τα φοβάμαι» και στην ανάγκη ενός μύθου, του μεταμορφούμενου θεού που κάθε φορά ανακαλύπτουμε. Αυτού του απόντος που είναι ανάμεσά μας, χωρίς όμως ποτέ να μπορούμε να γλιτώνουμε από την τάση του ορθού λόγου, της αιτιατής διείσδυσης στα κοινωνικά και φυσικά φαινόμενα.
Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς (γενετιστής και συγγραφέας της βίβλου του γενετικού ντετερμινισμού, Εγωιστικό γονίδιο) ισχυρίζεται ότι ο θεός απλώς δεν υπάρχει. Ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης είναι ο εμπνευστής της λέξης «μιμίδιο» (από το ελληνικό «μιμούμαι», παραλλαγμένο ώστε να ταιριάζει ηχητικά με το γονίδιο). Ο όρος σημαίνει «μονάδα» πολιτισμικής πληροφορίας, η οποία μεταδίδεται με τη μίμηση από εγκέφαλο σε εγκέφαλο σαν ιός. Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς επιτίθεται ανοιχτά και κατά μέτωπο στο μιμίδιο που θεωρεί πιο επικίνδυνο από όλα, τον «ιό της θρησκείας» «Όπως οι ιοί των υπολογιστών, έτσι και οι επιτυχημένοι ιοί του μυαλού θα τείνουν στο να είναι δύσκολο να εντοπιστούν από τα θύματά τους. Αν είσαι θύμα ενός τέτοιου ιού, είναι πολύ πιθανόν να μην το γνωρίζεις ή ακόμη και να το αρνείσαι πεισματικά» σημειώνει, για να συμπεράνει πως ο κόσμος πρέπει να βγει από την «πλάνη του θεού», να πάψει να πιστεύει σε πράγματα που γράφτηκαν από ανθρώπους πριν από χιλιετίες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένους κοινωνικούς σκοπούς και να αντιμετωπίσει επιτέλους κατάματα την αλήθεια.
Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο όμως, ο Ρίτσαρντ Ντόκινς συμπληρώνει ότι οι αντιρρήσεις του δεν αφορούν την έννοια του Θεού, έτσι όπως την εννοούσε ο Αϊνστάιν – το δέος απέναντι στα μυστήρια του σύμπαντος και της φύσης – αλλά την ύπαρξη του Θεού, έτσι όπως την αντιλαμβάνονται οι περισσότερες θρησκείες και οι πιστοί τους, ως ενός προσώπου – δημιουργού, ο οποίος γνωρίζει την παραμικρή σκέψη και κίνησή μας και μπορεί να αναστήσει τους νεκρούς. «Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης» γράφει για παράδειγμα, αναφερόμενος στον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό, «μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ο πιο δυσάρεστος ήρωας σε ολόκληρη τη μυθιστοριογραφία. Ένας «στενόμυαλος, άδικος, μνησίκακος, συγκεντρωτικός χαρακτήρας. Ένας εκδικητικός, αιμοδιψής εθνοκαθαρτής, ένας μισογύνης, ομοφοβικός, ρατσιστής, βρεφοκτόνος, γενοκτόνος, τεκνοκτόνος, κακοήθης, μεγαλομανής, σαδομαζοχιστής, κατά το δοκούν μοχθηρός τραμπούκος». Συμπληρώνει δε ότι ο ισχυρισμός ότι υπάρχει μια υπεράνθρωπη, υπερφυσική νοημοσύνη η οποία εσκεμμένα σχεδίασε και δημιούργησε το σύμπαν «αποτελεί επιστημονική θεωρία, επομένως πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια».
Ανάλογο είναι το κεντρικό επιχείρημα του Σαμ Χάρις, συγγραφέα του βιβλίου Το τέλος της πίστης (το οποίο έχει βραβευθεί από την Παγκόσμια Ένωση Συγγραφέων) ο οποίος υποστηρίζει ότι αν δεν αρνηθούμε την πίστη, η θρησκευτική βία θα μας οδηγήσει σύντομα στο τέλος του πολιτισμού. Στο Γράμμα σε ένα χριστιανικό έθνος, γράφει στους χριστιανούς ομοεθνείς του: «Εμείς που δεν πιστεύουμε, στεκόμαστε δίπλα σας άφωνοι μπροστά στις μουσουλμανικές ορδές που ψάλλουν το θάνατο για ολόκληρα έθνη. Στεκόμαστε όμως άφωνοι και απέναντί σας, απέναντι στην άρνησή σας προς την απτή πραγματικότητα, απέναντι στην οδύνη που προκαλείτε για να υπηρετήσετε τους θρησκευτικούς μύθους σας και απέναντι στην προσκόλλησή σας σε έναν φανταστικό Θεό».
Ο Χίτσενς τονίζει πως η θρησκεία ανήκει στην παιδική ηλικία του ανθρώπινου είδους, όταν δε γνωρίζαμε τι προκαλεί τους σεισμούς και νομίζαμε πως οι αρρώστιες είναι κατάρες. Σημειώνει δε πως νιώθει προσβολή όταν διδάσκουν τα παιδιά τη θεοκρατική θεωρία του ευφυούς σχεδιασμού του σύμπαντος (σ. σ. όπως συμβαίνει σε σχολεία στις ΗΠΑ) μέσω της οποίας επιχειρείται η απαγόρευση και εξαφάνιση της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών από τη διδασκαλία και την επιστημονική έρευνα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ο αμερικανός φιλόσοφος, καθηγητής του πανεπιστημίου Ταφτς, Ντάνιελ Ντένετ, οι επικριτές του οποίου μιλούν για έναν αυτάρεσκο αγνωστικιστή, στο Λύνοντας τα μάγια, η θρησκεία ως φυσικό φαινόμενο, επιχειρεί να εξηγήσει επιστημονικά τους λόγους που μας οδήγησαν να κατασκευάσουμε τη θρησκεία. Ούτε κάποιο καγκουρό, ούτε κάποιος άνθρωπος, ούτε οτιδήποτε άλλο ήταν υπεύθυνο για τη δημιουργία του κόσμου, σημειώνει. Απλώς συνέβη. Εν αρχή ην η Μεγάλη Έκρηξη και μετά δημιουργήθηκαν οι γαλαξίες. Σε κάποιους πλανήτες, δεν ξέρουμε σε πόσους, αλλά μπορούμε να είμαστε βέβαιοι τουλάχιστον για έναν, δημιουργήθηκε η ζωή, σημειώνει.
Αλλά, συνεχίζει προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη γένεση της θρησκευτικής συνείδησης, ο άνθρωπος επειδή έχει ισχυρή φαντασία κατασκευάζει αόρατα αιτιατά, που είναι υπεύθυνα για οτιδήποτε ήταν αυτό που έθεσε σε λειτουργία τον εσωτερικό μας συναγερμό.
Κριτική στη θρησκεία και στην πολιτική
Η ΥΛΙΚΗ ΒΑΣΗ – ΤΑΞΙΚΑ ΑΙΤΙΑ
«Ο άνθρωπος δεν είναι μια αφηρημένη ουσία, κουρνιασμένη έξω από τον κόσμο», έγραφε ο Μαρξ. «Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το κράτος, η κοινωνία. Το κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή είναι που παράγουν τη θρησκεία, μια αντεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, γιατί αυτά τα ίδια είναι ένας κόσμος αντεστραμμένος. Η θρησκεία είναι η καθολική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του συνόψιση, η εκλαϊκευμένη λογική του, το πνευματικό του αποκορύφωμα, ο ενθουσιασμός του, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και της δικαίωσής του. Είναι η φαντασμαγορική πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, γιατί η ανθρώπινη ουσία δεν έχει πραγματωθεί αληθινά. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Πάλη ενάντια στη θρησκεία σημαίνει πάλη ενάντια στον κόσμο, που πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία».
Βάση της θρησκευτικής υπερβατικής αποξένωσης είναι η πραγματική αποξένωση του ανθρώπου μέσα στην ιστορικά διαμορφωμένη κοινωνική πραγματικότητα. Κοινωνική πραγματικότητα η οποία μάλιστα φαντάζει πως έτσι είναι και έτσι θα ‘ναι πάντα και στην οποία η ανθρώπινη ουσία ασφυκτιά, αδυνατώντας να την αλλάξει και γι’ αυτό σχηματίζει τη φανταστική πραγματικότητα του θείου στην οποία δραπετεύει, κουρνιάζει για να πραγματώσει κάποτε το ιδανικό της δικαίωσης, της τιμωρίας – κάθαρσης και της ικανοποίησης όλων των ανθρώπινων βαθύτερων αναγκών.
Έτσι όμως μεταφέρεται η πραγματοποίηση των ανθρώπινων ιδανικών έξω από τα όρια αυτού του κόσμου, ο οποίος κατ’ ανάγκη δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί σαν μεταβατικός, μάταιος, προθάλαμος για το μετά. Και ο άνθρωπος διπλασιάζεται, διχοτομείται. Από τη μια παραμένει στη γη και από την άλλη η ίδια η γήινη βάση του απομακρύνει τον εξιδανικευμένο εαυτό της και τον μεταφέρει στον επέκεινα κόσμο, όπου για μεγάλα τμήματα του λαού βρίσκεται τελικά η επιθυμητή και αναγκαία λύση των πραγματικών κοινωνικών αντιθέσεων.
Κριτική επομένως της θρησκείας και κριτική της εγκόσμιας βάσης της, είναι δύο διαδικασίες πο9υ συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. «Η κριτική της θρησκείας οδηγεί στη διαμάχη ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, δηλαδή στην κατηγορική επιταγή της ανατροπής όλων των σχέσεων που κάνουν τον άνθρωπο ένα ον ταπεινωμένο, υποδουλωμένο». Έτσι, «η κριτική του ουρανού μετατρέπεται σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του δικαίου, η κριτική της θρησκείας σε κριτική της πολιτικής». Γι’ αυτό το ξέσπασμα της θρησκείας, σαν απατηλής ευτυχίας του ανθρώπου σημαίνει την απαίτηση των κοινωνικών όρων που διευκολύνουν την ασυμπτωτική του πορεία προς την πραγματική ευτυχία.
Η θρησκεία, ούσα μορφή κοινωνικής συνείδησης, ενταγμένη στις κοινωνικές δομές, είναι ενταγμένη στη πάλη των τάξεων. Και ακριβώς αυτό ερμηνεύει το άνοιγμα της βεντάλιας σ’ ό,τι αφορά την κοινωνική συμπεριφορά των θρησκευόμενων και του κλήρου. Υπεραντιδραστική συμπεριφορά από τη μια, αλλά και με το όπλο στο χέρι στο πλευρό των επαναστατών στη Νικαράγουα, στην Αφρική, στο Μεξικό, δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη ο παπά – Ανυπόμονος, ορισμένοι επίσκοποι, παπάδες και λαός. Αυτό ακριβώς επαληθεύει στην πράξη την πολιτική θέση πως δεν είναι όρος ένταξης ή μη στο αριστερό κίνημα, οι αθεϊστικές ή όχι αντιλήψεις των αγωνιστών.
Ωστόσο, η ανάπτυξη της υλιστικής θεωρίας συνεπάγεται για την Αριστερά την ουσιαστική ενασχόληση με το θρησκευτικό ζήτημα. Πολύ περισσότερο που θρησκείες και εκκλησίες έπαιζαν και παίζουν εμφανή και ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ
Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ένας «στενόμυαλος, άδικος, μνησίκακος, συγκεντρωτικός χαρακτήρας. Ένας εκδικητικός, αιμοδιψής εθνοκαθαρτής, ένας μισογύνης, ομοφοβικός, ρατσιστής, βρεφοκτόνος, γενοκτόνος, τεκνοκτόνος, κακοήθης, μεγαλομανής, σαδομαζοχιστής, κατά το δοκούν μοχθηρός τραμπούκος». Τάδε έφη Ρίτσαρντ Ντόκινς, που επιτίθεται με πρωτοφανή σφοδρότητα στο Χριστιανισμό και γενικά στις Θρησκείες.Ο φονταμενταλισμός ως έννοια και ως κίνημα εμφανίστηκε στη διάρκεια του 1920 στις ΗΠΑ με κύριο χαρακτηριστικό την τυφλή υπακοή στις θρησκευτικές αρχές και παραδόσεις, στις αιώνιες αλήθειες που η θεία αποκάλυψη και τα ιερά κείμενα μας έχουν δώσει μια για πάντα, τις οποίες οι φονταμενταλιστές θέτουν υπεράνω των νόμων και των δικαιωμάτων των πολιτών. Τα «ιερά κείμενα» ερμηνεύονται στην κυριολεξία και όχι μεταφορικά, ενώ η επιβολή ενός «παραδοσιακού» τρόπου ζωής επιχειρείται να επιτευχθεί και με βίαια μέτρα.
Στην ακραία του μορφή, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός οδηγεί στο δρόμο του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και ξενοφοβίας. Πρόκειται για μια κατάσταση όπου διάφορες δημαγωγικά, λαϊκιστικά προσανατολισμένες ελίτ (θρησκευτικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές, επικοινωνιακές) κατορθώνουν να κινητοποιήσουν τα λαϊκά στρώματα και να δημιουργήσουν μια κατάσταση ομαδικής υστερίας: Κατάσταση μέσα στην οποία ο ορθός λόγος εξαφανίζεται.
«Ο θεός μου είπε να ηγηθώ του έθνους μου. Εκείνος μου είπε και να εισβάλλω στο Ιράκ», δήλωσε ο εκλεκτός της χριστιανικής ακροδεξιάς των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους. Η έλλειψη θρησκευτικής δέσμευσης επηρεάζει τη θνησιμότητα, ισχυρίζεται ο δόκτωρ Κένιγκ του πανεπιστημιακού κέντρου του Ντιουκ. Ο θεός… σώζει την Αμερική των αμερικανών χριστιανών.
Φιλελεύθεροι αναλυτές έφτασαν στο σημείο να προειδοποιούν τα προηγούμενα χρόνια ότι το αμερικανικό έθνος βρίσκεται στο χείλος της κατάληψης της εξουσίας από χριστιανούς φονταμενταλιστές! «Στις ΗΠΑ, οι συντηρητικοί θρησκευόμενοι ενισχύουν αυξανόμενα την εξουσία τους στην πολιτική, τα ΜΜΕ και τον πολιτισμό», έγραφαν οι Νιου Γιορκ Τάιμς με ιδιαίτερη επίδραση στο περιεχόμενο των διδασκόμενων μαθητών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Όμως η αστική τάξη είχε ανάγκη την επιστήμη με την οποία η θρησκεία έρχεται σε αντίθεση αφού η τελευταία θέτει όρια στη γνώση – τα οποία μάλιστα αλλάζουν ιστορικά ανάλογα με την πίεση και της ίδια ς της επιστήμης – πέρα από τα οποία υπάρχει «το ανέκφραστο», «το μη δυνάμενο να ερμηνευθεί». Η ενίσχυση επομένως του φονταμενταλισμού δεν μπορεί παρά να δημιουργεί αντίρροπη τάση.
Το θρησκευτικό φαινόμενο στην εξέλιξή του αποτελεί πάντοτε κίνδυνο για τις φιλελεύθερες αξίες στις οποίες θεμελιώνονται οι δυτικές κοινωνίες, σημειώνουν διάφοροι σχολιαστές επισημαίνοντας την «υπερβολική ανοχή στην επιθετική πολιτική θρησκευτικότητα, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τη χριστιανική Δεξιά στις ΗΠΑ, τον πολεμοχαρή πολιτικό ισλαμισμό στη Μέση Ανατολή ή τον φανατικό θρησκευτικό εθνικισμό των Ισραηλινών».
Στις ΗΠΑ και όχι μόνο, η αντίδραση εναντίον του θρησκευτικού φονταμενταλισμού εμφανίζεται μέσω ενός πολύμορφου «νέου κοινωνικού αθεϊσμού με μεταβαλλόμενα όρια».
Η Αριστερά και δη η αντικαπιταλιστική Αριστερά της κομμουνιστικής επανεκκίνησης, με το ρεύμα αυτό οφείλει να έρθει σε ουσιαστική επικοινωνία.
ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΘΕΪΣΜΟΥ
Σε μια φάση όπου ο πολιτικός ρόλος των θρησκειών και επομένως η σύμφυσή τους στο κράτος βρίσκεται σε κατακόρυφη άνοδο στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη, πέντε βιβλία, τα οποία συνιστούν έντονες κριτικές όχι μόνο του χριστιανισμού αλλά γενικότερα κάθε θρησκείας, εκδόθηκαν σε σχετικά μικρή χρονική απόσταση το ένα από το άλλο με εντυπωσιακή κυκλοφορία (και στην Ελλάδα). Κυκλοφορία που δείχνει την απήχηση αυτών των αντιλήψεων, δίνουν τον τόνο του νέου κοινωνικού ρεύματος των αποκαλούμενων Νέων Αθεϊστών. Πρόκειται για το Η περί θεού αυταπάτη του βιολόγου Ρίτσαρντ Ντόκινς, το Γράμμα σε ένα χριστιανικό έθνος και το τέλος της πίστης του Σαμ Χάρις, το Λύνοντας τα μάγια του φιλόσοφου Ντάνιελ Ντένετ και το Ο Κύριος δεν είναι μέγας του γνωστού δημοσιογράφου Κρίστοφερ Χίτσενς. Και κάπου εκεί, ο Γάλλος Ρεζί Ντεμπρέ με το Ο Θεός, μια ιστορική αναδρομή, κινείται ανάμεσα στην απόρριψη της χρήσης και όχι καθ’ αυτής της θρησκείας, ανάμεσα στην επαναθεμελίωση του βωμού στον αναγκαίο άγνωστο Θεό που τιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, στο «δεν πιστεύω στα φαντάσματα, όμως τα φοβάμαι» και στην ανάγκη ενός μύθου, του μεταμορφούμενου θεού που κάθε φορά ανακαλύπτουμε. Αυτού του απόντος που είναι ανάμεσά μας, χωρίς όμως ποτέ να μπορούμε να γλιτώνουμε από την τάση του ορθού λόγου, της αιτιατής διείσδυσης στα κοινωνικά και φυσικά φαινόμενα.
Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς (γενετιστής και συγγραφέας της βίβλου του γενετικού ντετερμινισμού, Εγωιστικό γονίδιο) ισχυρίζεται ότι ο θεός απλώς δεν υπάρχει. Ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης είναι ο εμπνευστής της λέξης «μιμίδιο» (από το ελληνικό «μιμούμαι», παραλλαγμένο ώστε να ταιριάζει ηχητικά με το γονίδιο). Ο όρος σημαίνει «μονάδα» πολιτισμικής πληροφορίας, η οποία μεταδίδεται με τη μίμηση από εγκέφαλο σε εγκέφαλο σαν ιός. Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς επιτίθεται ανοιχτά και κατά μέτωπο στο μιμίδιο που θεωρεί πιο επικίνδυνο από όλα, τον «ιό της θρησκείας» «Όπως οι ιοί των υπολογιστών, έτσι και οι επιτυχημένοι ιοί του μυαλού θα τείνουν στο να είναι δύσκολο να εντοπιστούν από τα θύματά τους. Αν είσαι θύμα ενός τέτοιου ιού, είναι πολύ πιθανόν να μην το γνωρίζεις ή ακόμη και να το αρνείσαι πεισματικά» σημειώνει, για να συμπεράνει πως ο κόσμος πρέπει να βγει από την «πλάνη του θεού», να πάψει να πιστεύει σε πράγματα που γράφτηκαν από ανθρώπους πριν από χιλιετίες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένους κοινωνικούς σκοπούς και να αντιμετωπίσει επιτέλους κατάματα την αλήθεια.
Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο όμως, ο Ρίτσαρντ Ντόκινς συμπληρώνει ότι οι αντιρρήσεις του δεν αφορούν την έννοια του Θεού, έτσι όπως την εννοούσε ο Αϊνστάιν – το δέος απέναντι στα μυστήρια του σύμπαντος και της φύσης – αλλά την ύπαρξη του Θεού, έτσι όπως την αντιλαμβάνονται οι περισσότερες θρησκείες και οι πιστοί τους, ως ενός προσώπου – δημιουργού, ο οποίος γνωρίζει την παραμικρή σκέψη και κίνησή μας και μπορεί να αναστήσει τους νεκρούς. «Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης» γράφει για παράδειγμα, αναφερόμενος στον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό, «μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ο πιο δυσάρεστος ήρωας σε ολόκληρη τη μυθιστοριογραφία. Ένας «στενόμυαλος, άδικος, μνησίκακος, συγκεντρωτικός χαρακτήρας. Ένας εκδικητικός, αιμοδιψής εθνοκαθαρτής, ένας μισογύνης, ομοφοβικός, ρατσιστής, βρεφοκτόνος, γενοκτόνος, τεκνοκτόνος, κακοήθης, μεγαλομανής, σαδομαζοχιστής, κατά το δοκούν μοχθηρός τραμπούκος». Συμπληρώνει δε ότι ο ισχυρισμός ότι υπάρχει μια υπεράνθρωπη, υπερφυσική νοημοσύνη η οποία εσκεμμένα σχεδίασε και δημιούργησε το σύμπαν «αποτελεί επιστημονική θεωρία, επομένως πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια».
Ανάλογο είναι το κεντρικό επιχείρημα του Σαμ Χάρις, συγγραφέα του βιβλίου Το τέλος της πίστης (το οποίο έχει βραβευθεί από την Παγκόσμια Ένωση Συγγραφέων) ο οποίος υποστηρίζει ότι αν δεν αρνηθούμε την πίστη, η θρησκευτική βία θα μας οδηγήσει σύντομα στο τέλος του πολιτισμού. Στο Γράμμα σε ένα χριστιανικό έθνος, γράφει στους χριστιανούς ομοεθνείς του: «Εμείς που δεν πιστεύουμε, στεκόμαστε δίπλα σας άφωνοι μπροστά στις μουσουλμανικές ορδές που ψάλλουν το θάνατο για ολόκληρα έθνη. Στεκόμαστε όμως άφωνοι και απέναντί σας, απέναντι στην άρνησή σας προς την απτή πραγματικότητα, απέναντι στην οδύνη που προκαλείτε για να υπηρετήσετε τους θρησκευτικούς μύθους σας και απέναντι στην προσκόλλησή σας σε έναν φανταστικό Θεό».
Ο Χίτσενς τονίζει πως η θρησκεία ανήκει στην παιδική ηλικία του ανθρώπινου είδους, όταν δε γνωρίζαμε τι προκαλεί τους σεισμούς και νομίζαμε πως οι αρρώστιες είναι κατάρες. Σημειώνει δε πως νιώθει προσβολή όταν διδάσκουν τα παιδιά τη θεοκρατική θεωρία του ευφυούς σχεδιασμού του σύμπαντος (σ. σ. όπως συμβαίνει σε σχολεία στις ΗΠΑ) μέσω της οποίας επιχειρείται η απαγόρευση και εξαφάνιση της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών από τη διδασκαλία και την επιστημονική έρευνα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ο αμερικανός φιλόσοφος, καθηγητής του πανεπιστημίου Ταφτς, Ντάνιελ Ντένετ, οι επικριτές του οποίου μιλούν για έναν αυτάρεσκο αγνωστικιστή, στο Λύνοντας τα μάγια, η θρησκεία ως φυσικό φαινόμενο, επιχειρεί να εξηγήσει επιστημονικά τους λόγους που μας οδήγησαν να κατασκευάσουμε τη θρησκεία. Ούτε κάποιο καγκουρό, ούτε κάποιος άνθρωπος, ούτε οτιδήποτε άλλο ήταν υπεύθυνο για τη δημιουργία του κόσμου, σημειώνει. Απλώς συνέβη. Εν αρχή ην η Μεγάλη Έκρηξη και μετά δημιουργήθηκαν οι γαλαξίες. Σε κάποιους πλανήτες, δεν ξέρουμε σε πόσους, αλλά μπορούμε να είμαστε βέβαιοι τουλάχιστον για έναν, δημιουργήθηκε η ζωή, σημειώνει.
Αλλά, συνεχίζει προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη γένεση της θρησκευτικής συνείδησης, ο άνθρωπος επειδή έχει ισχυρή φαντασία κατασκευάζει αόρατα αιτιατά, που είναι υπεύθυνα για οτιδήποτε ήταν αυτό που έθεσε σε λειτουργία τον εσωτερικό μας συναγερμό.
Κριτική στη θρησκεία και στην πολιτική
Η ΥΛΙΚΗ ΒΑΣΗ – ΤΑΞΙΚΑ ΑΙΤΙΑ
«Ο άνθρωπος δεν είναι μια αφηρημένη ουσία, κουρνιασμένη έξω από τον κόσμο», έγραφε ο Μαρξ. «Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το κράτος, η κοινωνία. Το κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή είναι που παράγουν τη θρησκεία, μια αντεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, γιατί αυτά τα ίδια είναι ένας κόσμος αντεστραμμένος. Η θρησκεία είναι η καθολική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του συνόψιση, η εκλαϊκευμένη λογική του, το πνευματικό του αποκορύφωμα, ο ενθουσιασμός του, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και της δικαίωσής του. Είναι η φαντασμαγορική πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, γιατί η ανθρώπινη ουσία δεν έχει πραγματωθεί αληθινά. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Πάλη ενάντια στη θρησκεία σημαίνει πάλη ενάντια στον κόσμο, που πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία».
Βάση της θρησκευτικής υπερβατικής αποξένωσης είναι η πραγματική αποξένωση του ανθρώπου μέσα στην ιστορικά διαμορφωμένη κοινωνική πραγματικότητα. Κοινωνική πραγματικότητα η οποία μάλιστα φαντάζει πως έτσι είναι και έτσι θα ‘ναι πάντα και στην οποία η ανθρώπινη ουσία ασφυκτιά, αδυνατώντας να την αλλάξει και γι’ αυτό σχηματίζει τη φανταστική πραγματικότητα του θείου στην οποία δραπετεύει, κουρνιάζει για να πραγματώσει κάποτε το ιδανικό της δικαίωσης, της τιμωρίας – κάθαρσης και της ικανοποίησης όλων των ανθρώπινων βαθύτερων αναγκών.
Έτσι όμως μεταφέρεται η πραγματοποίηση των ανθρώπινων ιδανικών έξω από τα όρια αυτού του κόσμου, ο οποίος κατ’ ανάγκη δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί σαν μεταβατικός, μάταιος, προθάλαμος για το μετά. Και ο άνθρωπος διπλασιάζεται, διχοτομείται. Από τη μια παραμένει στη γη και από την άλλη η ίδια η γήινη βάση του απομακρύνει τον εξιδανικευμένο εαυτό της και τον μεταφέρει στον επέκεινα κόσμο, όπου για μεγάλα τμήματα του λαού βρίσκεται τελικά η επιθυμητή και αναγκαία λύση των πραγματικών κοινωνικών αντιθέσεων.
Κριτική επομένως της θρησκείας και κριτική της εγκόσμιας βάσης της, είναι δύο διαδικασίες πο9υ συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. «Η κριτική της θρησκείας οδηγεί στη διαμάχη ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, δηλαδή στην κατηγορική επιταγή της ανατροπής όλων των σχέσεων που κάνουν τον άνθρωπο ένα ον ταπεινωμένο, υποδουλωμένο». Έτσι, «η κριτική του ουρανού μετατρέπεται σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του δικαίου, η κριτική της θρησκείας σε κριτική της πολιτικής». Γι’ αυτό το ξέσπασμα της θρησκείας, σαν απατηλής ευτυχίας του ανθρώπου σημαίνει την απαίτηση των κοινωνικών όρων που διευκολύνουν την ασυμπτωτική του πορεία προς την πραγματική ευτυχία.
Η θρησκεία, ούσα μορφή κοινωνικής συνείδησης, ενταγμένη στις κοινωνικές δομές, είναι ενταγμένη στη πάλη των τάξεων. Και ακριβώς αυτό ερμηνεύει το άνοιγμα της βεντάλιας σ’ ό,τι αφορά την κοινωνική συμπεριφορά των θρησκευόμενων και του κλήρου. Υπεραντιδραστική συμπεριφορά από τη μια, αλλά και με το όπλο στο χέρι στο πλευρό των επαναστατών στη Νικαράγουα, στην Αφρική, στο Μεξικό, δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη ο παπά – Ανυπόμονος, ορισμένοι επίσκοποι, παπάδες και λαός. Αυτό ακριβώς επαληθεύει στην πράξη την πολιτική θέση πως δεν είναι όρος ένταξης ή μη στο αριστερό κίνημα, οι αθεϊστικές ή όχι αντιλήψεις των αγωνιστών.
Ωστόσο, η ανάπτυξη της υλιστικής θεωρίας συνεπάγεται για την Αριστερά την ουσιαστική ενασχόληση με το θρησκευτικό ζήτημα. Πολύ περισσότερο που θρησκείες και εκκλησίες έπαιζαν και παίζουν εμφανή και ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου