Κατά τα πρώτα δύο τρίτα του 20ού αιώνα δεν υπήρχε λόγος να διατυπωθεί η υπόθεση ότι η ζωή ενδεχομένως να ήλθε από αλλού, και σύμπασα η επιστημονική κοινότητα πίστευε ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν εξ ολοκλήρου στη Γη. Δύο επιφανείς βιοχημικοί, ο Ρώσος A. Oparin (1894-1980) και ο Βρετανός I.B.S. Haldane (1892-1964) είχαν ήδη από τη δεκαετία του 1920 διατυπώσει και επεξεργαστεί θεωρητικά την υπόθεση της αυτόχθονης προέλευσης της ζωής μέσα από τη χημική εξέλιξη που μετέτρεψε τον πρωτόγονο ωκεανό σε οργανική «σούπα».
Οι προβλέψεις τους φάνηκε να επιβεβαιώνονται πανηγυρικά στις αρχές του 1950, όταν οι Αμερικανοί χημικό. Harold Urey και Stanley Miller κατάφεραν να συνθέσουν οργανικά μονομερή, μεταξύ αυτών και αμινοξέα, σε ένα τεχνητό περιβάλλον που προσομοίαζε με αυτό της πρωτόγονης Γης: αρκετό υδρογόνο, αμμωνία, υδρατμοί και διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ηλεκτρικές εκκενώσεις για παροχή ενέργειας και υγρό νερό στον πάτο της συσκευής. Ωστόσο, αυτό ήταν μόνο το πρώτο στάδιο, και λίγοι τότε, μέσα τον ενθουσιασμό της στιγμής, συνειδητοποιούσαν τη δυσκολία της πειραματικής επιβεβαίωσης των υπόλοιπων σταδίων, από την οργανική σούπα στο πρώτο κύτταρο. Στάδια που ακόμη περιμένουν την ουσιαστική τους επικύρωση. Επιπλέον, την εποχή εκείνη, η ηλικία της Γης δεν ήταν γνωστή, οι τεχνικές χρονολόγησης των πετρωμάτων με ικανοποιητική ακρίβεια ήταν ακόμη στα σπάργανα και οι τεχνικές της έμμεσης ανίχνευσης της ύπαρξης ζωής στο απώτατο παρελθόν διά μέσου της ισοτοπικής υπογραφής του άνθρακα βρισκόταν σε εμβρυϊκό στάδιο. Από εκεί και πέρα όμως τα γεγονότα εξελίχθηκαν καταιγιστικά.
Η αναβίωση της υπόθεσης της πανσπερμίας ήλθε από έγκυρα χείλη. Το 1966, ο Βρετανός βιοφυσικός F. Crick (1916-2004), πρωτεργάτης της ανακάλυψης της δομής του DNA, προφανώς εντυπωσιασμένος από την πολυπλοκότητα της εσωτερικής οργάνωσης των κυττάρων -ιδιαίτερα από τον μηχανισμό μεταγραφής και μετάφρασης των οδηγιών του DNA για τη σύνθεση πρωτεϊνών-ισχυρίστηκε ότι είναι εντελώς απίθανο ο μηχανισμός αυτός να συναρμολογήθηκε χάρη σε τυχαία γεγονότα, μέσα στα δεδομένα χρονικά περιθώρια. Και να φανταστεί κανείς ότι τα περιθώρια, την εποχή εκείνη, δεν ήταν τόσο ασφυκτικά περιορισμένα, όσο έγιναν αργότερα, μετά τις ανακαλύψεις στα πετρώματα της Γροιλανδίας. Υπέθεσε λοιπόν ότι ίσως η ζωή να ήλθε από το διάστημά.
Στην ουσία ο Crick επανέφερε στο επιστημονικό προσκήνιο μια αρχαία φιλοσοφική υπόθεση. Ήταν ο Αναξαγόρας από την Ιωνία, οποίος τον 5ο αιώνα π.Χ. έδωσε το όνομα «πανσπερμία» στη διαδικασία με την οποία τα σπέρματα, δηλαδή τα αθροίσματα των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τα έμβια όντα, κυκλοφορούν στον αιθέρα, δηλαδή στον διαστρικό χώρο, και γονιμοποιούν τα ουράνια σώματα, δημιουργώντας ζωή. Μια σύλληψη καθαρά φιλοσοφική, που επανήλθε τον 19ο αιώνα, όταν ο Σουηδός χημικός J.J. Berzelius (1779-1848) ανακάλυψε ότι οι μετεωρίτες περιείχαν οργανικά μόρια, δηλαδή ουσίες που, κατά τις απόψεις εκείνης της εποχής, μόνο οι ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να συνθέσουν. Στη συνέχεια, η υπόθεση της πανσπερμίας ξεχάστηκε και πάλι, για να επανέλθει αναβαθμισμένη από την ανάγκη, στο τέλος του 20ού αιώνα.
Ο F. Crick ήταν, εκτός από καλός επιστήμονας, και εκκεντρικός χαρακτήρας. Του άρεσε να διατυπώνει προκλητικές και ρηξικέλευθες απόψεις, έξω από τα πλαίσια της τρέχουσας δυνατότητας για επιστημονική επαλήθευση. Κάπως έτσι αντιμετωπίστηκε αρχικά και η ιδέα του για την πανσπερμία. Ενδιαφέρουσα, αλλά μη επαληθεύσιμη. Κατά πολλούς, έως και γραφική. Πώς είναι δυνατόν, παραδείγματος χάριν, η ζωή να αντέξει το ταξίδι, να επιβιώσει του σχεδόν απόλυτου κενού, της κοσμικής ακτινοβολίας, της αφυδάτωσης, των απαγορευτικά χαμηλών θερμοκρασιών του διαστήματος και των απαγορευτικά υψηλών θερμοκρασιών της πρόσκρουσης; Η απάντηση του Crick ήταν ότι η ζωή έφτασε ως εδώ πακεταρισμένη και καλά προφυλαγμένη, από νοήμονα όντα. Οι περισσότεροι θεώρησαν ότι μάλλον αστειευόταν.
Τα ακραιόφιλα βακτήρια ως ιδανικοί αστροναύτες.
Μερικά χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκαν τα ακραιόφιλα βακτήρια. Οργανισμοί που αντέχουν στη θερμοκρασία του υγρού αζώτου (196 βαθμούς κάτω από το μηδέν), που είναι δραστήριοι σε θερμοκρασίες ακόμη και μεγαλύτερες των 100 βαθμών πάνω από το μηδέν, που ανέχονται τη σχεδόν πλήρη αφυδάτωση, που παραμένουν ζωντανοί μετά από έκθεση σε ραδιενέργεια χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από αυτή που θα έκαιγε ακαριαία έναν άνθρωπο. Πολλά από τα βακτήρια αυτά συνδυάζουν την αντοχή σε περισσότερους από έναν καταπονητικούς παράγοντες, κάποια σε όλους. Οι καταλληλότεροι αστροναύτες!
Είναι άραγε δυνατόν να συντελεστεί η χημική εξέλιξη από την ανόργανη ύλη στο πρώτο κύτταρο σε μόλις 200 εκατομμύρια χρόνια;
Στη συνέχεια, το 1996, προσδιορίστηκε η ισοτοπική υπογραφή του άνθρακα στα πετρώματα της Γροιλανδίας, που περιόρισε τα ήδη στενά περιθώρια για τη συμπλήρωση της χημικής εξέλιξη.; στα μόλις 200 εκατομμύρια χρόνια. Χρόνια ταραγμένα, με συχνές και καταστροφικές επισκέψεις αστεροειδών και κομητών. Με τα νέα στοιχεία, η υπόθεση της πανσπερμίας δεν μπορούσε να παραμένει κρυμμένη κάτω από το χαλί.
Ωστόσο, το κυριότερο επιχείρημα για να την πάρουν κάποιοι στα σοβαρά, ήταν πλέον η δυνατότητα του πειραματικού ελέγχου της, έστω και μερικού. Το 1969 ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι. και από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 εγκατέστησε σε τροχιά διάφορα εργαστήρια και σταθμούς. Κάποια από τα πειράματα που εκτελέστηκαν εκεί πάνω αφορούσαν την αντοχή μικροοργανισμών σε πραγματικές συνθήκες διαστήματος. Η υπόθεση είχε τώρα αναβαθμιστεί από το επίπεδο της επιστημονικής φαντασίας σε αυτό της επιστημονικής διερεύνησης. Τα πειράματα επαλήθευσαν αυτό που ήδη υποπτευόμασταν από εργαστηριακούς ελέγχους. Τα ακραιόφιλα βακτήρια και δύο κατηγορίες πολυκύτταρων οργανισμών, οι λειχήνες και τα βραδύπορα (ομάδα μικροσκοπικών οργανισμών συγγενών προς τα αρθρόποδα) επέστρεφαν σε μεγάλο βαθμό αλώβητα από την καταπονητική έκθεση στο ανοιχτό διάστημα. Το ίδιο και τα σπέρματα (σπόροι) μερικών φυτών.
Αναγκαστικά, τα πειράματα αυτά είχαν μικρή διάρκεια. Τα διαστημικά όμως ταξίδια, ακόμη και ανάμεσα σε πολύ κοντινούς πλανήτες του ίδιου ηλιακού συστήματος, διαρκούν χρόνια. Και κανείς δεν πιστεύει ότι κάποιοι οργανισμοί, όσο εντυπωσιακές κι αν είναι οι αντοχές τους, μπορούν να επιβιώσουν στο διάστημα για τόσο χρόνο. Εκτός αν είναι, με κάποιο τρόπο, προφυλαγμένοι.
Το πιο εύκολο βέβαια σενάριο είναι της πανσπερμίας. Ένα δοχείο με μικροοργανισμούς που υποτίθεται ότι στάλθηκε σκόπιμα στη νεαρή και ταραγμένη Γη από νοήμονα όντα. Η συνέχεια μοιάζει με ένα εξελικτικό πείραμα πλανητικών διαστάσεων, που συνεχίζεται εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια. Είναι δυνατόν να έχει όντως συμβεί αυτό; Ναι, αν σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος έχει ήδη επιτυχώς προσεδαφίσει στον Άρη ρομποτικές αποστολές που, κατά πάσα βεβαιότητα, βρίθουν μικροβίων, παρ’όλες τις προσπάθειες αποστείρωσης των συσκευών. Μια ακούσια μεταφορά ζωής που. αν εγκαθιδρυθεί, διαθέτει εγγενώς την ικανότητα της αλλαγής, δηλαδή της εξέλιξης, ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες. Θα μπορούσε αυτό να συμβεί πράγματι στον Άρη ή σε κάποιον άλλο πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος; Αυτό θα το συζητήσουμε στην ενότητα «Η ζωή αλλού».
Ποια θα μπορούσε να είναι η τύχη της αποστολής ενός πακέτου γήινων βακτηρίων σε κάποιον άλλο κατοικήσιμο πλανήτη;
Οι συνθήκες στους άλλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ενώ δεν αποκλείουν εκ των προτέρων την εγκατάσταση κάποιας μικροβιακής μορφής ζωής σταλμένης από τον άνθρωπο, συγχρόνως μας υποδεικνύουν ότι η ζωή αυτή θα υπόκειται σε τέτοιους φυσικοχημικούς και βιολογικούς περιορισμούς, ώστε να παραμείνει πρωτόγονη, μικροσκοπική και, ενδεχομένως, σε μακρό λήθαργο και αδράνεια. Αν όμως υποθέσουμε ότι τα νοήμονα όντα που ονομάζονται άνθρωποι καταφέρουν κάποτε να στοχεύσουν με επιτυχία έναν κατοικήσιμο πλανήτη ενός άλλου άστρου και, υπερνικώντας τις ιλιγγιώδεις διαστρικές αποστάσεις, κατορθώσουν να προσεδαφίσουν σε αυτόν ένα προστατευμένο πακέτο μικροβίων, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Αν ο πλανήτης διαθέτει ήδη ζωή, τα γήινα μικρόβια μάλλον δεν θα μπορέσουν να ανταγωνιστούν με επιτυχία τους ιθαγενείς οργανισμούς, θα αποσυντεθούν και θα εξαφανιστούν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Αν ο πλανήτης διαθέτει ήδη νοήμονα ζωή, αυτή θα συνειδητοποιήσει ο τι δεν είναι μόνη στον κόσμο, και ίσως καταπιαστεί με την κατανόηση της δομής και λειτουργίας αυτών των διαστημικών επισκεπτών. Αν ο πλανήτης κατά τη στιγμή της προσεδάφισης είναι νεαρός και διανύει την προβιοτική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Γη κατά τα πρώτα 500 εκατομμύρια χρόνια της ύπαρξής της, τότε ίσως ξεκινήσει ένα εξελικτικό βιολογικό πείραμα. Αν όλα πάμε καλά, ίσως εμφανιστεί νοήμων ζωή μετά από 4 δισεκατομμύρια χρόνια.
Πολλά τα υποθετικά «αν» στην προηγούμενη παράγραφο. Προσθέτοντας και τη διάσταση του χρόνου γίνονται περισσότερα. To Voyager 1 εκτοξεύτηκε το 1977 με σκοπό την εξερεύνηση των π-.o μακρινών περιοχών του ηλιακού μας συστήματος. Περνώντας κοντά από τον Δία και τον Κρόνο μας έδωσε συναρπαστικές φωτογραφίες των πλανητών αυτών και των δορυφόρων τους. Στις αρχές του 2013, έχοντας ολοκληρώσει από καιρό τον αρχικό του σκοπό, διέσχισε τα απώτατα όρια του ηλιακού μας συστήματος και συνεχίζει το ταξίδι του προς το διάστημα με ταχύτητα 62.000 χιλιομέτρων την ώρα. Προς άγνωστη κατεύθυνση. Η επικοινωνία μαζί του θα χαθεί μέσα στα επόμενα χρόνια. Αν κατευθυνόταν προς τον κοντινότερο αστέρα (τον Άλφα του Κενταύρου), θα έφτανε μετά από 75.000 χρόνια. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν υπάρχουν εκεί κατοικήσιμοι πλανήτες. Ο πλησιέστερος προς τη Γη κατοικήσιμος πλανήτης (απ’ ό,τι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα) έχει εντοπιστεί στον αστερισμό του Σκορπιού, απέχει 23,6 άφωτος και το ταξίδι προς αυτόν, με την ταχύτητα του Voyager 1. θα διαρκούσε 410.000 χρόνια. Σχεδόν 16.000 ανθρώπινες γενεές Το πλησιέστερο αστέρι εν τω γεννάσθαι, εκεί όπου υπάρχει ενδεχομένως μια μικρή πιθανότητα να σχηματίζονται νεαροί και παρθένοι από ζωή πλανήτες, απέχει 27 έτη φωτός και απαιτεί ένα ταξίδι 470.000 ετών. Ο Homo sapiens εμφανίστηκε στη Γη πριν από 160.000-200.000 περίπου χρόνια. Ουδείς εγγυάται ότι θα εξακολουθεί να υπάρχει όταν (και αν) το Voyager 1 φτάσει τόσο μακριά.
Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι η υπόθεση της κατευθυνόμενης πανσπερμίας προϋποθέτει έναν αποστολέα με εξαιρετικά προηγμένο τεχνολογικό πολιτισμό. Αυτός θα πρέπει να μπορεί να εντοπίζει τους πλανήτες-στόχους με ακρίβεια και να έχει λύσει-επιτυχέστερα από εμάς, προβλήματα όπως οι ιλιγγιώδεις αποστάσεις, η ενεργειακή τροφοδότηση του ταξιδιού, και πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένου του κόστους. Κρίνοντας από το δικό μας παράδειγμα, ο πολιτισμός αυτός θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα τουλάχιστον 4 δισεκατομμυρίων ετών απρόσκοπτης βιολογικής εξέλιξης. Και τα όντα που κατέχουν την απίστευτη αυτή τεχνολογία να είναι αρκετά νοήμονα, ώστε να προχωρήσουν στην εκτέλεση του πειράματος προτού αυτοκαταστραφούν.
Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχουν στο σύμπαν τόσο τεχνολογικά προηγμένοι πολιτισμοί. Δεν γνωρίζουμε καν αν υπάρχουν άλλα νοήμονα όντα. Ακόμα και αν υπάρχουν, δεν είναι απαραίτητο τα πειράματά τους να στέφτηκαν με επιτυχία. Οι αποστάσεις στο διάστημα είναι τόσο μεγάλες, ώστε μια απειροελάχιστη παρέκκλιση στην πορεία, ένα αμελητέο σφάλμα στον σχεδίασμά, μπορεί να οδηγήσει το πείραμα, κυριολεκτικά στο κενό. Και τέτοια πειράματα δύσκολα επαναλαμβάνονται.
Ελάχιστοι σήμερα συζητούν σοβαρά την υπόθεση της κατευθυνόμενης πανσπερμίας μεταξύ απομακρυσμένων ηλιακών συστημάτων. Μήπως όμως η ζωή στη νεαρή Γη στάλθηκε σκόπιμα από κάποια νοήμονα όντα που τότε ευημερούσαν σε κάποιον άλλο πλανήτη του δικού μας Ήλιου; Ας πούμε στον Άρη; Κατηγορηματικά όχι. Όλοι οι πλανήτες του δικού μας άστρου έχουν την ίδια ηλικία με τη Γη και ήταν εξίσου νεαροί και ταραγμένοι όταν η πρώτη ζωή εμφανίστηκε εδώ. Γνωρίζουμε επίσης, από το γήινο παράδειγμα, ότι από τη δειλή εμφάνιση του πρώτου βακτηριακού κυττάρου μέχρι την έξοδο στη σκηνή ενός νοήμονος είδους με ικανότητα ανάπτυξης προηγμένης τεχνολογίας, μεσολαβούν κατ’ ανάγκην μερικά δισεκατομμύρια χρόνια. Κατευθυνόμενη πανσπερμία από νοήμονα όντα εντός του ηλιακού μας συστήματος που να ερμηνεύει την προέλευση της ζωής στη Γη είναι αδύνατη.
Μήπως όμως μια συμπτωματική πανσπερμία, που διεκπεραιώνεται με τυχαίες επαφές μεταξύ ουράνιων σωμάτων και στην οποία δεν μεσολαβούν νοήμονα όντα, αλλά μόνον φυσικές διεργασίες, είναι περισσότερο ρεαλιστική; Το ερώτημα έχει προσεγγιστεί τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, όπου αυτό κατέστη δυνατόν. Θα εξηγήσουμε αμέσως τι εννοούμε, παραθέτοντας τα σχετικά ερωτήματα και τις πιθανές απαντήσεις.
- Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει ανταλλαγή ύλης μεταξύ των πλανητών; Η κατάστικτη από κρατήρες επιφάνεια της Σελήνης, ενός ουράνιου σώματος που δεν έχει ηφαιστειακή δραστηριότητα, υποδεικνύει ότι οι κρατήρες αυτοί οφείλονται σε συγκρούσεις με ογκώδη μετέωρα όπως οι αστεροειδείς. Και η ίδια η Γη θα είχε το ίδιο ανάγλυφο, αν η διάβρωση δεν έσβηνε τα ίχνη των βίαιων επισκέψεων γιγάντιων αστεροειδών. Φαινόμενα εξαιρετικά σπάνια, αλλά υπαρκτά, φέρνουν σε επαφή μακρινούς κόσμους με τρόπο τυχαίο και συμπτωματικό.
- Είναι δυνατόν αυτοί οι περιπλανώμενοι βράχοι να έχουν αποσπαστεί από πλανήτες που φιλοξενούν ζωή (ή που φιλοξενούσαν ζωή κατά τη στιγμή της απόσπασης); Βεβαίως. Η ενέργεια που εκλύεται από τη σύγκρουση δύο πλανητών ή ενός πλανήτη με έναν τεράστιο αστεροειδή είναι τέτοια, που μπορεί να εκτοξεύσει βραχώδη θραύσματα σε τόση απόσταση από τον μητρικό πλανήτη, ώστε να απελευθερωθούν από τη δύναμη της βαρύτητας και να αρχίσουν το δικό τους διαστημικό ταξίδι. Αν η νέα τους τροχιά συμπέσει κάποτε με αυτήν ενός τρίτου πλανήτη, η μεταφορά της ύλης έχει συντελεστεί.
- Είναι δυνατόν ο αποσπασθείς βράχος να περιέχει ζωντανούς οργανισμούς που επέζησαν της βίαιης πρόσκρουσης; Αν το ερώτημα είχε τεθεί πριν από μερικές δεκαετίες η απάντηση θα ήταν κατηγορηματικά ((όχι!» Τώρα, όμως, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν βακτήρια που, όπως αναφέραμε, επιβιώνουν της έκθεσης σε θερμοκρασίες αρκετά πάνω από τους 100°C. Ναι μεν στα επιφανειακά σημεία της πρόσκρουσης οι θερμοκρασίες μπορεί να φτάσουν σε εκατοντάδες ή χιλιάδες βαθμούς, ωστόσο στο εσωτερικό του βράχου είναι πολύ χαμηλότερες. Ας αναφέρουμε ως παράδειγμα ότι, σε μια πυρκαγιά, ένα πεύκο που καίγεται μπορεί να έχει θερμοκρασία 500°C και η επιφάνεια του εδάφους 300°C, ωστόσο μερικά εκατοστά πιο βαθιά, η θερμοκρασία δεν ξεπερνά τους 80°C.
- Υπάρχουν άραγε βακτήρια στο εσωτερικό των βράχων, που θα μπορούσαν έτσι να επιβιώσουν της πρόσκρουσης και της εκτόξευσης; Και πάλι, αν μας ρωτούσαν πριν από μερικές δεκαετίες θα απαντούσαμε ότι δεν γνωρίζουμε. Στο μεσοδιάστημα αποκαλύφθηκε ότι ένας μεταβολικά αργός, με μικρή ταχύτητα ανάπτυξης βακτηριακός κόσμος υπάρχει βαθιά, έως και τρία τέσσερα χιλιόμετρα κάτω από τη γήινη επιφάνεια, ακόμη και μέσα σε γρανιτικούς βράχους. Οι βράχοι αυτοί θάφτηκαν πριν από εκατοντάδες εκατομμύρια, ίσως και δισεκατομμύρια, χρονιά, και έκτοτε δεν ήλθαν σε επαφή με την επιφάνεια. Είναι εύλογο, και συνάμα γοητευτικά προκλητικό, να υποθέσουμε ότι το βακτηριακό αυτό οικοσύστημα εξελίχθηκε εκεί, απομονωμένο από τα επιφανειακά βιολογικά τεκταινόμενα, χωρίς φως και οξυγόνο, σε υψηλές θερμοκρασίες και τερατώδεις πιέσεις. Ένας υπόγειος παράλληλος κόσμος του σκότους, στον Άδη και στο έρεβος. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο βακτήριο που ανακαλύφθηκε εκεί κάτω ονομάστηκε Bacillus infernus. Αναερόβια. στηριζόμενα ενεργειακά στο υδρογόνο και το διοξείδιο του άνθρακα, τα βακτήρια αυτά ζουν με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Σπεύδουν βραδέως με μία κυτταρική διαίρεση κάθε 1.000 περίπου χρόνια, ενώ μερικοί επίγειοι (αλλά πολύ μακρινοί) παθογόνοι συγγενείς τους μας ταλαιπωρούν διπλασιάζοντας τα κύτταρά τους κάθε είκοσι λεπτά.
- Μπορεί αυτού του είδους η ζωή να επιβιώσει σε ένα μακρύ ταξίδι στο διάστημα, να αντέξει την κοσμική ακτινοβολία, το απόλυτο κενό και τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες; Πιθανόν, αν είναι καλά προφυλαγμένη στο εσωτερικό του βράχου.
- Ποια η πιθανότητα ο βράχος αυτός να συγκρουστεί με έναν νέο πλανήτη; Απείρως μικρή, αλλά υπαρκτή. Ο χρόνος αυτής της συνάντησης μετρά πλέον διαστημικά, σε εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια χρόνια. Ίσως και να μην έρθει ποτέ αυτή η ώρα. Ο παγιδευμένος όμως βακτηριακός πληθυσμός έχει ήδη δώσει εξετάσεις στο μάθημα της υπομονής. Όπως είπαμε, οι αντίστοιχοι γήινοι υπόγειοι πληθυσμοί παραμένουν εκεί κάτω ενδεχομένως από την αυγή της ιστορίας του πλανήτη.
- Δεν θα αναφλεγεί και καεί ολοσχερώς ο βράχος μας κατά την είσοδό του στην ατμόσφαιρα του νέου πλανήτη; Όχι απαραίτητα, αν η είσοδος γίνει υπό την κατάλληλη γωνία, όπως συμβαίνει και με τα διαστημόπλοια. Μικρή η πιθανότητα αυτό να γίνει εκ τύχης, αν όμως συμβεί, τότε ο βράχος εισέρχεται αλώβητος.
- Δεν θα εξαερωθεί ο βράχος κατά την πρόσκρουση στην επιφάνεια; Ολοκληρωτικά, αν είναι μικρός, οπότε όλη η περιεχόμενη ζωή θα καταστραφεί. Αν έχει διαστάσεις ενός μεγάλου βουνού, όλο και κάτι θα διασωθεί. Αν ο πλανήτης υποδοχής διαθέτει ήδη ζωή, αυτή, ως καλώς προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες, θα απορροφήσει και θα εξαφανίσει τον εισβολέα. Το πολύ-πολύ να δανειστεί κάποιες από τις ιδιότητές του με την αφομοίωση μέρους των πληροφοριακών βιομορίων του, με τη διαδικασία της οριζόντιας μεταβίβασης γονιδίων, που περιγράψαμε στο κεφάλαιο «Τι είναι, γιατί είναι απαραίτητη, και πώς εξασφαλίζεται η δαρβινική εξέλιξη: Μια εξαιρετικά σύντομη εισαγωγή». Αν, όμως, ο πλανήτης υποδοχής είναι βιολογικά παρθένος, ένα νέο εξελικτικό πείραμα ίσως αρχίσει.
Η συμπτωματική πανσπερμία, αν υπάρχει, έχει μερικούς ακόμη περιορισμούς. Οι συγκρούσεις μεταξύ ουράνιων σωμάτων έχουν μια κάποια συχνότητα κατά τα πρώτα και ιδιαίτερα ταραγμένα στάδια της γένεσης των ηλιακών συστημάτων. Τότε, αν σε κάποιον από τους διαμορφούμενους πλανήτες εμφανιστεί ζωής, μπορεί ενδεχομένως να διασπαρεί σύμφωνα με το προηγούμενο σενάριο. Η μετέπειτα εξέλιξη είναι θέμα τοπικό και μπορεί ακολουθήσει διαφορετική πορεία σε κάθε πλανήτη, να ευδοκιμήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ή να καταστραφεί. Μετά την εγκαθίδρυση της ζωής, ενδεχόμενα επεισόδια βίαιων συγκρούσεων ουράνια σώματα, όπως αναφέραμε προηγουμένως, δεν μπορούν να εγκαταστήσουν νέα ζωή. Η πανσπερμία, αν λειτουργεί, λειτουργεί μόνον άπαξ. Αντίθετα, οι όψιμες συγκρούσεις, εκεί όπου η ζωή έχει ήδη εγκαθιδρυθεί με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, οδηγούν σε μαζικές εξαφανίσεις ειδών, αλλά και στη δυνατότητα κυριαρχίας άλλων. Όπως συνέβη, πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια, με τα αστεροειδή που προκάλεσε την εξαφάνιση των δεινοσαύρων και την ανάδυση των θηλαστικών από την αφάνεια στην ηγεμονία.
Η ζωή στη Γη μπορεί και να ήλθε από τον Άρη, αν είχε προλάβει να εμφανιστεί πρώτα εκεί. Ή, μπορεί να ακολούθησε την αντίθετη πορεία, αν η Γη ήταν το λίκνο της ζωής. Αναμφίβολα, εξελίχθηκε διαφορετικά στους δύο πλανήτες. Αν υπάρχει σήμερα ζωή στον Άρη, είναι κρυμμένη βαθιά κάτω από το έδαφος ή κάτω από τους πάγους που ενδεχομένως υπάρχουν στους πόλους του . Εκεί παραμένει αφανής και ίσως μικροσκοπική. Ο Άρης έχασε την ατμόσφαιρά του και μαζί τη δυνατότητα να αναπτύξει κάτι ανάλογο με το θαύμα της Γης.
Αν και η υπόθεση της πανσπερμίας ξεπήδησε από την ανάγκη να βρεθεί διέξοδος στο πρόβλημα της ταχύτατης εμφάνισης της ζωής στη Γη, στην ουσία μετέθεσε το πρόβλημα χωρίς να το λύσει. Όπου κι αν έκανε την πρώτη της εμφάνιση η ζωή, τα αρχικά στάδια από τη δημιουργία της αρχέγονης οργανικής σούπας μέχρι την εμφάνιση των πρώτων κυττάρων ενδεχομένως να προχώρησαν με απίστευτα μεγάλη ταχύτητα. Το πρόβλημα της προέλευσης της ζωής εξακολουθεί να παραμένει άλυτο και, παρόλες τις ευφυείς υποθέσεις, κάτι πολύ σημαντικό φαίνεται πως μας διαφεύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου