Παρακολουθώντας τη λειτουργία των πολιτευμάτων ο Αριστοτέλης αποφαίνεται ότι είναι αδύνατο να βρεθεί ένα αμιγές πρότυπο πολιτεύματος, που να μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει με τρόπο απόλυτο ολιγαρχία ή δημοκρατία. Η τελική αποτίμηση του εκάστοτε πολιτεύματος αφορά το γενικό πλαίσιο της λειτουργίας του, μέσα από το οποίο αναδεικνύονται οι ολιγαρχικές ή οι δημοκρατικές (ή όποιες άλλες) προτιμήσεις του.
Κι όταν λέμε γενικό πλαίσιο λειτουργίας για ένα πολίτευμα, εννοούμε την οργάνωση των θεσμών που καθορίζουν τις πολιτειακές λειτουργίες: «Αναφέρομαι βέβαια στους συνδυασμούς που οφείλουμε να διερευνούμε όπως αν το βουλευτικό σώμα και το σύστημα εκλογής των αρχόντων είναι οργανωμένα ολιγαρχικά, τα δικαστήρια όμως αριστοκρατικά ή αν τα δικαστήρια και το βουλευτικό σώμα είναι ολιγαρχικά οργανωμένα, αριστοκρατικά όμως οργανωμένο το σύστημα της εκλογής των αρχόντων ή αν με κάποιον άλλον τρόπο είναι αυτά συνδεδεμένα, όχι πάντα βέβαια με τρόπο που ταιριάζει στο πολίτευμα». (1317a 3 – 10). Παρακολουθώντας τη λειτουργία των πολιτευμάτων ο Αριστοτέλης αποφαίνεται ότι είναι αδύνατο να βρεθεί ένα αμιγές πρότυπο πολιτεύματος, που να μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει με τρόπο απόλυτο ολιγαρχία ή δημοκρατία. Η τελική αποτίμηση του εκάστοτε πολιτεύματος αφορά το γενικό πλαίσιο της λειτουργίας του, μέσα από το οποίο αναδεικνύονται οι ολιγαρχικές ή οι δημοκρατικές (ή όποιες άλλες) προτιμήσεις του.
Αυτός, βέβαια, είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι υπάρχουν πολλά είδη δημοκρατίας και ολιγαρχίας. Αναζητώντας τις δημοκρατικές διαφοροποιήσεις και τα αίτια που τις δημιουργούν παραπέμπει στην εξέταση του τρόπου λειτουργίας των θεσμών, αλλά και τη σύσταση του πληθυσμού της πόλης σε εργασιακό επίπεδο: «Γι’ αυτήν την έρευνα λοιπόν, πρέπει να λάβουμε υπόψη όλα τα γνωρίσματα που είναι δημοκρατικά αλλά και αυτά που θεωρούνται ότι συνοδεύουν τις δημοκρατίες, καθώς από τη σύνθεση αυτών συμβαίνει να γεννιούνται τα διάφορα είδη της δημοκρατίας και να υπάρχουν περισσότερες από μία και διαφορετικές δημοκρατίες. Στην πραγματικότητα δύο είναι οι αιτίες για τις οποίες υπάρχουν περισσότερα είδη δημοκρατίας: πρώτη είναι… ότι οι δήμοι είναι διαφορετικοί στη σύστασή τους (γιατί άλλο πλήθος ασχολείται με τη γεωργία, άλλο με χειρωνακτικές εργασίες και άλλο εργάζεται με ημερομίσθιο). Δεύτερη είναι η αιτία για την οποία τώρα μιλούσαμε. Γιατί οι θεσμοί που διέπουν τις δημοκρατίες και θεωρούνται κατάλληλοι γι’ αυτό το πολίτευμα, γεννούν με τους συνδυασμούς τους τα διάφορα είδη δημοκρατίας, καθώς στο ένα είδος θα συμβάλουν λιγότεροι, στο άλλο περισσότεροι και σε ένα άλλο όλοι». (1317a 18 – 26, 29 – 33).
Η προσπάθεια αποκωδικοποίησης όλων των πολιτειακών μορφών που προκύπτουν από τις διαφοροποιήσεις στη λειτουργία των θεσμικών οργάνων, αλλά και από τους συνδυασμούς των πολιτικών οπτικών που εφαρμόζονται από όργανο σε όργανο (βουλευτικό σώμα ολιγαρχικό με δικαστήρια αριστοκρατικά και το ανάποδο), είναι η τελική αποκρυστάλλωση των εννοιών, ως βαθύτατη πολιτειακή γνώση.
Ο κάτοχος των εννοιών είναι αυτός που μπορεί να αξιολογήσει και να κατατάξει σωστά ένα πολίτευμα, αποδίδοντας αυτά ακριβώς που του αναλογούν: «Και είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς τον καθένα απ’ αυτούς τους θεσμούς και για να συντάσσει όποιο είδος δημοκρατίας τυχαίνει να επιθυμεί και για να διορθώνει τα ήδη υπάρχοντα. Γιατί οι συνταγματολόγοι των πολιτευμάτων επιζητούν να συγκεντρώσουν όλα τα γνωρίσματα που συνάδουν με τις θεμελιώδεις αρχές των πολιτευμάτων». (1317a 33 – 37).
Η σύγχυση των εννοιών επιφέρει και πολιτειακή σύγχυση, αφού λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Όταν οι έννοιες χάνουν το νόημά τους, είναι εύκολο να υποστούν στρέβλωση. Το ταλέντο του δημαγωγού είναι η συνάρτηση του μεγέθους της αλλοίωσης με το βαθμό του απαρατήρητου. Ο τέλειος δημαγωγός είναι αυτός που κάνει το άσπρο μαύρο χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς.
Αναζητώντας, όμως, κανείς τους θεσμούς που θα αναδείκνυαν την ιδανική δημοκρατία αναγκαστικά πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του τις επιδιώξεις που πρέπει να υπηρετήσουν (οι θεσμοί αυτοί). Και βέβαια, βασικότερη επιδίωξη κάθε δημοκρατίας είναι η διασφάλιση της ελευθερίας όλων των πολιτών και σε ιδιωτικό και σε δημόσιο επίπεδο. Η ελευθερία στην ιδιωτική ζωή «είναι να ζει κανείς όπως θέλει. Γιατί διατυπώνεται η άποψη ότι αυτό είναι έργο της ελευθερίας, αφού γνώρισμα του δούλου είναι να μη ζει όπως θέλει». (1317b 11 – 13).
Η σύγχυση ξεκινά από τον ελλιπή καθορισμό της ελευθερίας στη δημόσια ζωή καθώς «αυτό κυρίως συνηθίζουν να λένε, με την ιδέα ότι σε αυτό μόνο το πολίτευμα συμμετέχουν ελεύθερα οι πολίτες, διότι κατά τη γνώμη τους σε τούτο αποβλέπει κάθε δημοκρατία». (1317a 41 – 1317b 2).
Η ελεύθερη συμμετοχή των πολιτών δεν αφορά μόνο την ελευθερία του λόγου ή την ελευθερία της υποψηφιότητας για τη διεκδίκηση ενός αξιώματος και την ελεύθερη ψήφο προς όποιο πρόσωπο ή ιδέα κρίνεται επωφελής. Η ελεύθερη συμμετοχή, μαζί με τα παραπάνω, εμπεριέχει και την ισότητα αναφορικά με το κύρος της κάθε επιλογής. Με άλλα λόγια, κάθε ψήφος οφείλει να μετράει το ίδιο χωρίς την ελάχιστη διάκριση: «Επειδή το δημοκρατικό δίκαιο εκφράζει την αριθμητική ισότητα κι όχι την αξιοκρατική / αναλογική, κι εφόσον αυτή είναι η αποδεκτή αρχή της δικαιοσύνης, αναγκαστικά προκύπτει να είναι το πλήθος η κυρίαρχη δύναμη του πολιτεύματος και οι αποφάσεις της πλειοψηφίας να είναι και ο σκοπός και το δίκαιο, γιατί κατά κοινή πεποίθηση όλοι οι πολίτες πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα». (1317b 3 – 7).
Η αναφορά της αξιοκρατικής / αναλογικής ισότητας είναι η επισήμανση της αριστοτελικής εκδοχής που δε θεωρεί τους πάντες ίσους, αλλά αναγνωρίζει την προτεραιότητα αυτών που κατέχουν καλύτερα το ζήτημα που τίθεται προς εξέταση. Για παράδειγμα, αν η συζήτηση αφορά τη γεωργική παραγωγή, για τον Αριστοτέλη, η άποψη ενός πετυχημένου γεωργού δεν είναι ίση με κάποιου άσχετου στα γεωργικά. Αντιστοίχως η άποψη του γεωργού δεν μπορεί να έχει την ίδια βαρύτητα με την άποψη του ναυπηγού, όταν το θέμα αφορά την κατασκευή των πλοίων.
Όμως, αυτό δεν πρέπει να παρασύρει σε αντιστοιχίες περί ειδικών και σχετικά με τις πολιτειακές επιλογές, γιατί ο Αριστοτέλης έχει καταδείξει από το τρίτο βιβλίο των «Πολιτικών» ότι το πλήθος ενωμένο είναι ανώτερο από κάθε άριστο: «τίποτε δεν εμποδίζει το πλήθος να είναι καλύτερο από τους λίγους και πιο πλούσιο, όχι ως άτομα αλλά ως σύνολο». (1283b 33 – 35).
Με δεδομένο ότι όλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση στο δημόσιο συμφέρον, τότε όλοι πρέπει να έχουν και άποψη γι’ αυτό: «Το σωστό όμως πρέπει να εκλαμβάνεται με την έννοια του ίσου. Το σωστό με την έννοια του ίσου αποβλέπει και στο συμφέρον όλης της πόλης και στο κοινό συμφέρον των πολιτών. Και πολίτης γενικά είναι όποιος δικαιούται να άρχει και να άρχεται τέλος στο άριστο πολίτευμα πολίτης είναι εκείνος που έχει τη δυνατότητα και ελεύθερα επιλέγει να άρχεται και να άρχει σύμφωνα με τις αρχές της ενάρετης ζωής». (1283b 40 – 1284a 3).
Από τη στιγμή που το «σωστό εκλαμβάνεται με την έννοια του ίσου» σ’ ένα πολίτευμα που «αποβλέπει στο συμφέρον όλης της πόλης» και που ο πολίτης «έχει τη δυνατότητα και ελεύθερα επιλέγει να άρχει και να άρχεται» γίνεται αντιληπτό ότι η ισότητα με την έννοια του «σωστού» σημαίνει ισότητα με απόλυτο κι όχι με αναλογικό περιεχόμενο. Με δυο λόγια, η ψήφος των πολιτών μετράει το ίδιο, αφού σ’ αυτή την περίπτωση είναι η δύναμη της πλειοψηφίας που έχει την ισχύ κι όχι οι γνώσεις του ειδικού που μπορεί να υπερέχει από τους άλλους.
Όμως, το θέμα πάει ακόμα πιο μακριά, αφού οι πολιτειακές ρυθμίσεις είναι αλληλένδετες με τις ταξικές διαφορές και τις αναγκαστικές συγκρούσεις που θα προκύψουν από τα αντιμαχόμενα συμφέροντα. Από τη στιγμή που η αρχή της πλειοψηφίας κατοχυρώνει την ισότητα της ψήφου, αυτοί που έχουν την αριθμητική υπεροχή, δηλαδή οι φτωχοί, δεν έχουν παρά να συνασπιστούν για να επιβάλουν τις επιδιώξεις τους: «Επομένως συμβαίνει στις δημοκρατίες οι φτωχοί να είναι ισχυρότεροι από τους πλουσίους, διότι είναι περισσότεροι στον αριθμό κι επιβάλλεται η απόφαση της πλειοψηφίας». (1317b 8 – 10).
Για τον Αριστοτέλη αυτού του είδους η ισότητα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ισοπέδωση κι ουσιαστικά αντίκειται στην έννοια της δικαιοσύνης, που οφείλει να αποδώσει τα αναμενόμενα σ’ αυτούς που αξίζουν. Η αξιοκρατία δέχεται πλήγμα, καθώς τις αποφάσεις τις καθορίζουν οι ενδεχόμενοι ταξικοί συνασπισμοί που θα κυριαρχήσουν. Από αυτή την άποψη, ο συνασπισμός των φτωχών μπορεί να μεταφραστεί σε περιθωριοποίηση των άξιων, φαινόμενο απολύτως στρεβλό και κοινωνικά ζημιογόνο.
Και βέβαια, όπως είναι άδικο να επιβάλλουν τις επιθυμίες τους οι φτωχοί σε βάρος των πλουσίων, εξίσου άδικο είναι και το αντίστροφο, αφού ούτε οι πλούσιοι έχουν το δικαίωμα να παραμερίζουν τους φτωχούς: «οι δημοκρατικοί υποστηρίζουν πως δίκαιο είναι ό,τι αποφασίζουν οι περισσότεροι, ενώ οι ολιγαρχικοί ό,τι αποφασίζουν οι πλουσιότεροι, αφού λένε ότι πρέπει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ψήφου ανάλογα με το ύψος της περιουσίας. Όμως και οι δύο θέσεις συνεπάγονται ανισότητα και αδικία. Γιατί, αν δίκαιο είναι ό,τι αποφασίζουν οι λίγοι, αυτό σημαίνει τυραννίδα (διότι, αν κάποιος πλούσιος έχει μεγαλύτερη περιουσία από τους άλλους, δικαιούται να είναι αυτός μόνο άρχοντας σύμφωνα με το ολιγαρχικό δίκαιο). Αν όμως δίκαιο είναι ό,τι αποφασίζουν οι περισσότεροι στον αριθμό, αυτοί θα διαπράξουν αδικίες δημεύοντας τις περιουσίες των πλουσίων και των λιγότερων σε αριθμό». (1318a 18 – 26).
Το ζήτημα της διαχείρισης της ισότητας γίνεται ακανθώδες λόγω του ταξικού διαχωρισμού. Θα έλεγε κανείς ότι, τελικά, η ισότητα υφίσταται περισσότερο ως μορφή διαιτησίας ανάμεσα στα αγεφύρωτα ταξικά συμφέροντα. Αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης τάσσεται υπέρ της ισχυρής μεσαίας τάξης. Γιατί το γεφύρωμα των ταξικών αποστάσεων δεν μπορεί παρά να είναι οικονομικό. Αν η αξιοκρατική διανομή του πλούτου απαιτεί την ύπαρξη πλουσίων και φτωχών, η κοινωνική συνοχή επιβάλλει την επικράτηση της μεσαίας τάξης ως συνδετικό κρίκο κι ενωτικό παράγοντα των δύο άκρων. Κι αυτό πρέπει να είναι το κύριο μέλημα του νόμου· η ενίσχυση της μεσαίας τάξης, που αναγκαστικά θα συνεισφέρει προς την κατεύθυνση της ισοκατανομής του πλούτου αποφεύγοντας όμως την ισοπέδωση.
Υπό αυτούς τους όρους, ο καλύτερος θα είναι και πλουσιότερος, αλλά μέχρι ενός ορίου. Ο άμετρος πλούτος για τον Αριστοτέλη δεν είναι μόνο η απαρχή της κοινωνικής διάλυσης, αφού θα επιφέρει αντίστοιχα και την άμετρη φτώχεια καθιστώντας το ταξικό χάσμα χαοτικό, αλλά και η πηγή της ανηθικότητας, καθώς μετατρέπει το χρήμα σε αυτοσκοπό και δημιουργεί την άμετρη δύναμη, που, εν τέλει, θα υπονομεύσει το νόμο.
Με άλλα λόγια, η εφαρμογή του νόμου, η επικράτηση του άξιου και τα λογικά επιβεβλημένα όρια στον πλούτο και τη φτώχεια σε συνδυασμό με την ενίσχυση της μεσαίας τάξης, είναι τα θεμελιώδη στοιχεία που θα καθορίσουν την ισότητα σε υγιείς κι όχι σε αθέμιτα ανταγωνιστικές βάσεις. Το αδιαφιλονίκητο κύρος της δικαιοσύνης, που δεν είναι δεδομένο αλλά κερδίζεται εμπράκτως καθημερινά, είναι η εγγύηση της συλλογικότητας, που θα αμβλύνει τις ταξικές διαμάχες.
Η ακύρωση της δικαιοσύνης, οι εκτός κάθε ορίου ταξικές ανισότητες, η διάλυση της μεσαίας τάξης και η ανάδειξη του αδίστακτου που παριστάνει τον άξιο, είναι η κατοχύρωση της βαρβαρότητας ως (δήθεν) κοινωνική οργάνωση και η άρνηση της συλλογικότητας.
Προκειμένου να συμβιβάσει τον περιουσιακό παράγοντα με την ισότητα ο Αριστοτέλης προτείνει: «αφού συμβαίνει να αποτελείται η πόλη από δύο μέρη, τους πλουσίους και τους φτωχούς, ας δεχτούμε πως οποιαδήποτε απόφαση αυτών ή της πλειοψηφίας τους είναι η μόνη έγκυρη. Αν όμως τα δύο μέρη έχουν αντίθετες αποφάσεις, οφείλουμε να δεχτούμε ό,τι αποφασίσει η πλειοψηφία που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα. Για παράδειγμα, αν οι πλούσιοι είναι δέκα και οι άποροι είκοσι και συμφωνούν με τη μία άποψη οι έξι από τους δέκα και με την αντίθετη οι δεκαπέντε από τους είκοσι φτωχότερους, τότε προστίθενται στη γνώμη των δεκαπέντε φτωχών οι τέσσερις πλούσιοι, ενώ στη γνώμη των έξι πλουσίων προστίθενται οι πέντε φτωχοί. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να είναι κυρίαρχη η γνώμη εκείνης της μεικτής ομάδας της οποίας το συνολικό εισόδημα είναι ανώτερο από εκείνο της άλλης». (1318a 30 – 40).
Για τον Αριστοτέλη ο καθορισμός της ισότητας σε σχέση με τη δικαιοσύνη δεν είναι εύκολη επιδίωξη. Και οι ισχυροί φαίνονται απρόθυμοι να στραφούν προς αυτή την κατεύθυνση: «Μολονότι είναι πολύ δύσκολη υπόθεση να βρει κάποιος την αλήθεια για την ισότητα και το δίκαιο, όμως είναι ευκολότερο να το πετύχει από το να πείσει να συμφωνήσουν με αυτήν εκείνοι που έχουν τη δύναμη να επιβάλουν τις απαιτήσεις τους, γιατί, ενώ πάντοτε οι ασθενέστεροι επιδιώκουν το δίκαιο και την ισότητα, οι ισχυροί αδιαφορούν εντελώς γι’ αυτά». (1318b 1 – 5).
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου