ΙΙ. Το α΄ συνθετικό είναι ονοματική πτώση
1. Το σύνολο αποτελεί συνένωση ανεξάρτητων τμημάτων.
§ 66. α) Το α΄ συνθετικό είναι ονομαστική: Νεάπολις (με γεν. Νεαπόλεως). Αριθμητικά: δ(υ)ώ-δεκα, ιων. και ελληνιστ. τεσσερεσ (τεσσαρεσ) -καί-δεκα, χωρίς να κλίνεται το α΄ μέλος· πρβ. λατ. du ō- decim 'δώδεκα', tr ē- decim 'δεκατρία' κτλ. Σε παράγωγα: το ἑκτή-μορος (Αριστοτ.) και ἑκτη-μόριος (ελληνιστ.) 'που παίρνει ως αμοιβή εργασίας το ένα έκτο της παραγωγής' ανάγεται στο ἕκτη μόρα, όπως τα τρεισκαιδέκατος, τεσσαρεσκαιδέκατος, πεντεκαιδέκατος κτλ. στο τρεῖς κτλ. καὶ δέκα. Τα χρῆν χρῇ χρῆναι από το χρὴ 'ανάγκη' + ἦν, ᾖ, εἶναι (ἐχρῆν δες § 40).
§ 67. β) Το α΄ συνθετικό είναι γενική: Διόσ-κουροι 'γιοι του Δία' (§ 41), διόσ-δοτος 'δωρισμένος απ' το Δία' (§ 31), κυνόσ-ουρα 'ουρά σκύλου, Μικρή Άρκτος' (και ονομασία ακρωτηρίου· πρβ. § 31), νεώσ-οικοι 'νεώρια' (κλασ.), Πελοπόννησος από το Πέλοπος νῆσος, ἁλοσ-άχνη 'αφρός της θάλασσας' (στον Αριστοτέλη ως ονομασία ζωόφυτου, αλλά εἴλυτο 'τύλιξε' δὲ πάντ' ἁλὸς ἄχνῃ ε 403).
§ 68. γ) Το α΄ συνθετικό είναι δοτική: ἀρηΐφιλος 'αγαπητός στον Άρη'(Όμ.), πασι-μέλουσα 'σημαντική για όλους' (προσωνυμία του πλοίου Αργώ στον Όμηρο)· με σημασία τοπικής: ἐαρί-δρεπτος 'που συλλέγεται την άνοιξη' (Πίνδ.), οργανικής: κηρεσσι-φόρητος 'που μεταφέρεται από τα πνεύματα του θανάτου' (Όμ.), δουρι-κλειτός και -κλυτος 'περίφημος για το δόρυ του' (Όμ.).
§ 69. δ) Το α΄ συνθετικό είναι αιτιατική: πᾰν-ῆμαρ 'που διαρκεί όλη τη μέρα' (Όμ.) (το παν- ως κατηγορηματικός προσδιορισμός), καρηκομόωντες και βαρυστενάχων δες § 34 . Κλιτά ρηματικά σύνθετα με αντικείμενο σε αιτιατική στο αρχικό μέλος, όπως το λατ. anim ( um )- advertere 'επικεντρώνω την προσοχή μου σε κάτι', δεν υπάρχουν στα ελληνικά· το δακρυ-χέων δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σύνθετο (§ 34) και απαντά μόνο ως μετοχή· νουνεχόντως δες § 72.
§ 70. ε) Το α΄ συνθετικό είναι παλιά τοπική, μια πτώση σε -φι ή εμπρόθετη έκφραση: μεσαι-πόλιος 'στο μέσο (παλιά τοπική) γκρίζος, μισόγκριζος' (Όμ.). Το ομηρικό ἶ-φι 'με τη βία' διατηρείται στο ἰφι-γένητος 'δημιουργημένος από δύναμη' (Ευσέβιος από έναν αρχαίο ποιητή) και σε μερικά ονόματα με το Ἰφι- (Ἰφι-μέδουσα με παρόμοιο τρόπο και το Ἰφι-άνασσα). Εμπρόθετη έκφραση: ἐγ-χειρί-θετος 'βαλμένος στο χέρι' (Ηρόδοτος).
§ 71. 2. Το β΄ συνθετικό είναι λέξη που με αυτή τη μορφή δεν απαντά ως ανεξάρτητη. Τέτοια καταληκτικά μέλη ήταν αρχικά κατάλληλα για θεματικά σύνθετα και από εκεί μεταφέρθηκαν και σε πτωτικά σύνθετα.
Μεγενική: οὐδενόσ-ωρος 'που δεν σέβεται (ὤρα) κανέναν ή τίποτα (οὐδενός)· αναιδής· αδιάφορος' [1] (Ιλ. Θ 178).
Με δοτική: τειχεσι-πλήτης 'που πλησιάζει τα τείχη, καστροπολεμίτης' (Όμ.)· ως τοπική: θερει-γενής 'που φυτρώνει το καλοκαίρι' (Νίκανδρος), ὀρεσί-τροφος 'που τρέφεται στα βουνά' (Όμ.)· ως οργανική: δουρί-μαχος 'που μάχεται με το δόρυ' (χρησμός σε σχόλιο της Ιλιάδας).
§ 72. Με αιτιατική [2]: δικασ-πόλος 'δικαστής' (Όμ.)· ἀταλά-φρων 'που σκέφτεται όπως τα παιδιά, τρυφερός' (Όμ.) είναι συμφυρμός του ἀταλὰ φρονέων (Όμ.) και του *ἀταλό-φρων (πρβ. εὔ-φρων κτλ.)· νουν-εχής 'συνετός' (ελληνιστ.· το νουν-εχόντως στον Ισοκράτη ίσως δεν είναι ακόμη σύνθετο, πρβ. ἐχόντως νοῦν στον Πλάτωνα), ἀκαλα-ρρείτης 'που ρέει απαλά' (Όμ.) με επιρρηματική αιτιατική [3], πλεον-έκτης 'κερδοσκόπος' (κλασ.) από το πλέον ἔχειν 'πλεονεκτώ'.
§ 73. Με μορφή τοπικής: ὁδοι-πόρος (§ 28), Πυλοι-γενής 'γεννημένος στην Πύλο' (Όμ.).
Με πτώση σε -φι: Ἰφι-κράτης, Ἰφι-γένεια κτλ.
Με εμπρόθετο: ἐμ-πυρι-βήτης (τρίπους) 'που βρίσκεται πάνω στη φωτιά' (Όμ.).
---------------------------
[1] Η συνήθης ερμηνεία 'ανάξιος σεβασμού' προϋποθέτει το οὐδεμία ὤρα.
[2] Τα καρᾱ-τόμος 'που καρατομεί', καρ ά̄ -τομος 'καρατομημένος' (και τα δύο κλασ.), καρᾱ-δοκεῖν 'προσέχω' (κλασ.· από ένα αμάρτυρο καρᾱ-δόκος 'που τεντώνει το κεφάλι για να παρατηρήσει', δες § 38) φαίνεται να διατηρούν την αιτιατική κάρᾱ (ομηρ. κάρη)· το καρη-βαρής, -βαρεῖν 'με βαρύ κεφάλι' (ελληνιστ.), αντίθετα, είναι μάλλον θεματικό σύνθετο.
[3] Πρβ. ἀκαλά προρέων Ησίοδος (;) απόσπ. 242 (218) Rzach.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου