Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΞΕΝ Ελλ 5.2.25–5.2.31

Πραξικοπηματική κατάληψη της Καδμείας από τους Σπαρτιάτες

Η Ανταλκίδειος ειρήνη (βλ. και ΞΕΝ Ελλ 5.1.30–5.1.36) ενίσχυσε τη θέση της Σπάρτης. Άρχισε, έτσι, μια περίοδος παρεμβάσεών της στα εσωτερικά ζητήματα των ελληνικών πόλεων, με παράλληλη προσπάθειά της για τη συστηματική εξασθένιση των αντίπαλων δυνάμεων. Στα πλαίσια αυτά, στάλθηκε στη Χαλκιδική σπαρτιατικό εκστρατευτικό σώμα υπό την ηγεσία του Ευδαμίδα, ενώ ο αδελφός του, ο Φοιβίδας, αναχώρησε για τον ίδιο προορισμό αργότερα, έχοντας υπό τις διαταγές του τους άνδρες που ανήκαν στο σώμα του πρώτου, αλλά είχαν καθυστερήσει να συγκεντρωθούν.


[5.2.25] Ὁ δὲ Φοιβίδας, ἐπεὶ ἡθροίσθησαν αὐτῷ οἱ ὑπολειφθέντες
τοῦ Εὐδαμίδου, λαβὼν αὐτοὺς ἐπορεύετο. ὡς δ’ ἐγένοντο
ἐν Θήβαις, ἐστρατοπεδεύσαντο μὲν ἔξω τῆς πόλεως περὶ τὸ
γυμνάσιον· στασιαζόντων δὲ τῶν Θηβαίων, πολεμαρχοῦντες
μὲν ἐτύγχανον Ἰσμηνίας τε καὶ Λεοντιάδης, διάφοροι δὲ
ὄντες ἀλλήλοις καὶ ἀρχηγὸς ἑκάτερος τῶν ἑταιριῶν. ὁ μὲν
οὖν Ἰσμηνίας διὰ τὸ μῖσος τῶν Λακεδαιμονίων οὐδὲ ἐπλη-
σίαζε τῷ Φοιβίδᾳ. ὁ μέντοι Λεοντιάδης ἄλλως τε ἐθερά-
πευεν αὐτόν, καὶ ἐπεὶ εἰσῳκειώθη, ἔλεγε τάδε· [5.2.26] Ἔξεστί σοι,
ὦ Φοιβίδα, τῇδε τῇ ἡμέρᾳ μέγιστα ἀγαθὰ τῇ σεαυτοῦ πατρίδι
ὑπουργῆσαι· ἐὰν γὰρ ἀκολουθήσῃς ἐμοὶ σὺν τοῖς ὁπλίταις,
εἰσάξω σε ἐγὼ εἰς τὴν ἀκρόπολιν. τούτου δὲ γενομένου
νόμιζε τὰς Θήβας παντάπασιν ὑπὸ Λακεδαιμονίοις καὶ ἡμῖν
τοῖς ὑμετέροις φίλοις ἔσεσθαι. [5.2.27] καίτοι νῦν μέν, ὡς ὁρᾷς,
ἀποκεκήρυκται μηδένα μετὰ σοῦ στρατεύειν Θηβαίων ἐπ’
Ὀλυνθίους· ἐὰν δέ γε σὺ ταῦτα μεθ’ ἡμῶν πράξῃς, εὐθύς
σοι ἡμεῖς πολλοὺς μὲν ὁπλίτας, πολλοὺς δὲ ἱππέας συμπέμ-
ψομεν· ὥστε πολλῇ δυνάμει βοηθήσεις τῷ ἀδελφῷ, καὶ ἐν
ᾧ μέλλει ἐκεῖνος Ὄλυνθον καταστρέφεσθαι, σὺ κατεστραμ-
μένος ἔσει Θήβας, πολὺ μείζω πόλιν Ὀλύνθου. [5.2.28] ἀκούσας
δὲ ταῦτα ὁ Φοιβίδας ἀνεκουφίσθη· καὶ γὰρ ἦν τοῦ λαμπρόν
τι ποιῆσαι πολὺ μᾶλλον ἢ τοῦ ζῆν ἐραστής, οὐ μέντοι λογι-
στικός γε οὐδὲ πάνυ φρόνιμος ἐδόκει εἶναι. ἐπεὶ δὲ ὡμο-
λόγησε ταῦτα, προορμῆσαι μὲν αὐτὸν ἐκέλευσεν, ὥσπερ
συνεσκευασμένος ἦν εἰς τὸ ἀπιέναι· ἡνίκα δ’ ἂν ᾖ καιρός,
πρὸς σὲ ἥξω ἐγώ, ἔφη ὁ Λεοντιάδης, καὶ αὐτός σοι ἡγήσομαι.
[5.2.29] ἐν ᾧ δὲ ἡ μὲν βουλὴ ἐκάθητο ἐν τῇ ἐν ἀγορᾷ στοᾷ διὰ τὸ
τὰς γυναῖκας ἐν τῇ Καδμείᾳ θεσμοφοριάζειν, θέρους δὲ
ὄντος καὶ μεσημβρίας πλείστη ἦν ἐρημία ἐν ταῖς ὁδοῖς,
ἐν τούτῳ προσελάσας ἐφ’ ἵππου ὁ Λεοντιάδης ἀποστρέφει
τε τὸν Φοιβίδαν καὶ ἡγεῖται εὐθὺς εἰς τὴν ἀκρόπολιν.
καταστήσας δ’ ἐκεῖ τὸν Φοιβίδαν καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ καὶ
παραδοὺς τὴν βαλανάγραν αὐτῷ τῶν πυλῶν, καὶ εἰπὼν μη-
δένα παριέναι εἰς τὴν ἀκρόπολιν ὅντινα μὴ αὐτὸς κελεύοι,
εὐθὺς ἐπορεύετο πρὸς τὴν βουλήν. [5.2.30] ἐλθὼν δὲ εἶπε τάδε·
Ὅτι μέν, ὦ ἄνδρες, Λακεδαιμόνιοι κατέχουσι τὴν ἀκρό-
πολιν, μηδὲν ἀθυμεῖτε· οὐδενὶ γάρ φασι πολέμιοι ἥκειν,
ὅστις μὴ πολέμου ἐρᾷ· ἐγὼ δὲ τοῦ νόμου κελεύοντος ἐξ-
εῖναι πολεμάρχῳ λαβεῖν, εἴ τις δοκεῖ ἄξια θανάτου ποιεῖν,
λαμβάνω τουτονὶ Ἰσμηνίαν, ὡς πολεμοποιοῦντα. καὶ ὑμεῖς
δὲ οἱ λοχαγοί τε καὶ οἱ μετὰ τούτων τεταγμένοι, ἀνί-
στασθε, καὶ λαβόντες ἀπαγάγετε τοῦτον ἔνθα εἴρηται. [5.2.31] οἱ
μὲν δὴ εἰδότες τὸ πρᾶγμα παρῆσάν τε καὶ ἐπείθοντο καὶ
συνελάμβανον· τῶν δὲ μὴ εἰδότων, ἐναντίων δὲ ὄντων τοῖς
περὶ Λεοντιάδην, οἱ μὲν ἔφευγον εὐθὺς ἔξω τῆς πόλεως,
δείσαντες μὴ ἀποθάνοιεν· οἱ δὲ καὶ οἴκαδε πρῶτον ἀπε-
χώρησαν· ἐπεὶ δὲ εἰργμένον τὸν Ἰσμηνίαν ᾔσθοντο [οἱ]
ἐν τῇ Καδμείᾳ, τότε δὴ ἀπεχώρησαν εἰς τὰς Ἀθήνας
οἱ ταὐτὰ γιγνώσκοντες Ἀνδροκλείδᾳ τε καὶ Ἰσμηνίᾳ μά-
λιστα τριακόσιοι.

***
Στο μεταξύ συγκεντρώθηκε ο υπόλοιπος στρατός του Ευδαμίδα κι ο Φοιβίδας τον παρέλαβε και ξεκίνησε. Φτάνοντας στη Θήβα στρατοπέδευσε έξω από την πόλη, κοντά στο γυμνάσιο. Εκείνο τον καιρό οι Θηβαίοι είχαν εμφύλια διαμάχη· ο Ισμηνίας κι ο Λεοντιάδης, που εχθρεύονταν ο ένας τον άλλον κι ήταν οι αρχηγοί των δύο μερίδων, τύχαινε να 'ναι πολέμαρχοι. Ο Ισμηνίας, που μισούσε τους Λακεδαιμονίους, δεν θέλησε ούτε να συναντήσει τον Φοιβίδα. Ο Λεοντιάδης, αντίθετα, τον καλόπιανε με κάθε τρόπο κι όταν απέκτησε οικειότητα του είπε: «Στο χέρι σου είναι, Φοιβίδα, να προσφέρεις σήμερα μια πολύ μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα σου. Αν με ακολουθήσεις με τους οπλίτες σου θα σε βάλω μέσα στην ακρόπολη, κι άμα γίνει αυτό να 'σαι βέβαιος ότι η Θήβα θα 'ναι ολότελα υπάκουη σε σας και σ' εμάς που είμαστε φίλοι σας. Γιατί τώρα, όπως βλέπεις, έχει απαγορευτεί με προκήρυξη να πάρει μέρος Θηβαίος στην εκστρατεία σας κατά των Ολυνθίων αν όμως συνεργαστείς μαζί μας όπως σου είπα, εμείς θα σου δώσουμε αμέσως πολλούς οπλίτες και πολύ ιππικό. Έτσι θα ενισχύσεις τον αδελφό σου με μεγάλη δύναμη, κι ενώ αυτός ετοιμάζεται να υποτάξει την Όλυνθο, εσύ θα 'χεις υποτάξει τη Θήβα που είναι πολύ μεγαλύτερη πόλη από κείνη».

Ακούγοντας αυτά ο Φοιβίδας ενθουσιάστηκε· είν' αλήθεια ότι αγαπούσε τα λαμπρά κατορθώματα πιο πολύ κι από την ίδια τη ζωή, δεν είχε όμως τη φήμη ανθρώπου λογικού μήτε πολύ φρόνιμου. Όταν συμφώνησε, ο άλλος του είπε να ξεκινήσει, μια κι είχε κιόλας ετοιμαστεί γι' αναχώρηση. «Κι όταν έρθει η στιγμή», είπε ο Λεοντιάδης, «θα 'ρθω να σε βρω και θα σε οδηγήσω ο ίδιος».

Η Βουλή συνεδρίαζε στη στοά της Αγοράς ―επειδή οι γυναίκες γιόρταζαν τα Θεσμοφόρια στην Καδμεία― και καθώς ήταν καλοκαίρι και μεσημέρι, οι δρόμοι ήταν παντέρημοι· εκείνη την ώρα ο Λεοντιάδης τρέχει καβάλα στον Φοιβίδα, τον βάζει να κάνει μεταβολή και τον οδηγεί κατευθείαν στην ακρόπολη. Εκεί τον εγκατέστησε μαζί με τον στρατό του, του παρέδωσε το κλειδί και του παρήγγειλε να μην αφήσει κανέναν να μπει στην ακρόπολη δίχως δική του εντολή. Κατόπιν πήγε αμέσως στη Βουλή και φτάνοντας είπε τούτα: «Μη στενοχωριέστε, βουλευτές, που οι Λακεδαιμόνιοι κατέχουν την ακρόπολη. Δηλώνουν πως δεν ήρθαν σαν εχθροί, εξόν αν κανένας μας θέλει πόλεμο. Τώρα, ο νόμος ορίζει ότι ο πολέμαρχος έχει δικαίωμα να συλλαμβάνει όποιον κρίνει ότι αξίζει τον θάνατο για τις πράξεις του· σύμφωνα λοιπόν μ' αυτόν, εγώ συλλαμβάνω τούτον δω τον Ισμηνία, σαν υποκινητή πολέμου. Εσείς οι λοχαγοί κι οι βοηθοί τους σηκωθείτε, πιάστε τον κι οδηγήστε τον εκεί που είπαμε».

Όσοι ήταν ειδοποιημένοι για την υπόθεση βρίσκονταν εκεί, κι εκτελώντας τη διαταγή τον συνέλαβαν από τους υπόλοιπους που δεν ήξεραν, και που ήταν αντίπαλοι της μερίδας του Λεοντιάδη, μερικοί έφυγαν αμέσως από την πόλη από φόβο μην τους σκοτώσουν, ενώ άλλοι γύρισαν πρώτα στα σπίτια τους. Όταν όμως έμαθαν ότι ο Ισμηνίας είχε φυλακιστεί στην Καδμεία, τότε οι ομοϊδεάτες του Ανδροκλείδα και του Ισμηνία ―κάπου τριακόσιοι― έφυγαν για την Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου