Το ζήτημα της πραγμάτωσης του δικαίου νοηματοδοτείται μονάχα στο πλαίσιο του συνειδητού, ως πράξη που λαμβάνει χώρα αποκλειστικά κατόπιν επιλογής και προτίμησης. Με άλλα λόγια, το δίκαιο και το άδικο δε σχετίζονται με το τυχαίο, αλλά έχουν να κάνουν με το εκούσιο, δηλαδή την ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου, που δεν αισθάνεται κανενός είδους επιβολή: «Σε γενικές γραμμές, όταν ενεργεί κανείς με συνειδητή επιλογή (προαίρεσις) και εκουσίως, και επιπλέον, όταν έχει συνείδηση και για το πρόσωπο στο οποίο αφορούν οι πράξεις του, και για τον τρόπο και για το σκοπό των ενεργειών του, τότε μπορούμε να πούμε ότι ενεργεί δίκαια» (1195a 33.23).
Όσο για το τι σημαίνει εκούσια πράξη, ο Αριστοτέλης έχει ήδη ξεκαθαρίσει: «Για να το πούμε απλά, εκούσιον είναι οτιδήποτε πράττουμε χωρίς να είμαστε εξαναγκασμένοι» (1188b 12.1). Κατόπιν αυτών, είναι απολύτως προφανής και ο τρόπος που θα οριστεί η άδικη πράξη: «Ομοίως, κατά τον ίδιο τρόπο άδικος είναι αυτός που έχει συνείδηση και για το πρόσωπο στο οποίο αφορούν οι πράξεις του, και για τον τρόπο και για το σκοπό των ενεργειών του» (1195a 33.23).
Μια πράξη που δεν εκπληρώνει αυτές τις προϋποθέσεις δεν μπορεί να χαρακτηριστεί άδικη – και κατ’ επέκταση ούτε δίκαιη: «Σε περίπτωση που διαπράξει (κάποιος) κάτι το άδικο χωρίς να έχει συνείδηση τούτων των παραγόντων, δεν πρόκειται για έναν άδικο αλλά για έναν άτυχο άνθρωπο» (1195a 33.23).
Για να γίνει σαφέστερος ο Αριστοτέλης θα φέρει και παράδειγμα: «Έστω ότι κάποιος σκότωσε τον πατέρα του ενώ νόμιζε ότι σκοτώνει έναν εχθρό· οπωσδήποτε διέπραξε κάτι το άδικο, αλλά όμως δεν διαπράττει κανένα αδίκημα εναντίον κάποιου, πλην ατυχεί ο ίδιος» (1195a 33.23).
Η έμμεση αναφορά στην ατυχία του Οιδίποδα είναι σαφής. Σκοπός εδώ δεν είναι η αναζήτηση του δικαίου σε σχέση με την πράξη που περιγράφεται αλλά με το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται. Ο Αριστοτέλης δε θέλει να υποστηρίξει ότι είναι δίκαιο να σκοτώνει κανείς τους εχθρούς του. Αυτό που τονίζεται είναι το ηθικό βάρος που πέφτει πάνω στο δράστη, το οποίο θα τον συντρίψει και για το οποίο δεν ευθύνεται. Σε τελική ανάλυση ένας τέτοιος δράστης είναι άτυχος, είναι δηλαδή θύμα της μοίρας, αφού ενήργησε εν αγνοία διαπράττοντας κάτι που εν γνώσει δε θα έκανε ποτέ.
Σε τελική ανάλυση, η καθαυτό άδικη πράξη είναι δευτερευούσης σημασίας μπροστά στο ζήτημα της συνείδησης: «Η περίπτωση του να μην διαπράττει κανείς αδίκημα, μολονότι πράττει κάτι το άδικο, ανάγεται στο ότι ο δράστης έχει άγνοια της πράξεώς του, όπως προ ολίγου είπαμε, όταν δηλαδή δεν έχει συνείδηση ούτε ποιον βλάπτει ούτε με ποιον τρόπο τον βλάπτει ούτε που αποβαίνουν οι πράξεις του» (1195a 33.24).
Ένα μωρό δεν έχει ευθύνη οτιδήποτε κι αν πράξει, αφού αδυνατεί να έχει συνείδηση. Αυτός είναι και ο λόγος που την ευθύνη για ό,τι κάνει την έχει ο γονιός του. Με τον ίδιο τρόπο αθωώνονται από τις ευθύνες τους άνθρωποι με σοβαρά νοητικά ή ψυχολογικά προβλήματα, που καθιστούν τις πράξεις τους ασυνείδητες, δηλαδή ακούσιες. Η άγνοια της πράξης ακυρώνει κάθε έννοια προαίρεσης μετατρέποντας το αδίκημα σε ατύχημα: «Όταν η άγνοια είναι η αιτία μιας πράξης, τότε η πράξη αυτή δεν είναι εκούσια, και δεν υπάρχει αδίκημα» (1195a 33.25).
Αρκεί βέβαια, να μην έχει ο αγνοών την ευθύνη για την άγνοιά του: «Όταν, όμως, ο άνθρωπος είναι υπαίτιος της άγνοιάς του και πράττει κάτι το άδικο μέσα στην άγνοιά του (για την οποία είναι ο ίδιος υπεύθυνος), αυτός ήδη διαπράττει αδίκημα, και σωστά ένας άνθρωπος σαν και τούτον θα αποκληθεί άδικος» (1195a 33.25).
Ο Αριστοτέλης θα φέρει ως παράδειγμα τους μεθυσμένους: «Όταν αυτοί πράττουν κάτι κακό, διαπράττουν οπωσδήποτε αδίκημα, διότι είναι οι ίδιοι υπαίτιοι της άγνοιάς τους· ήταν στο χέρι τους να μην πιούν τόσο που να μην έχουν συνείδηση ότι χτυπούν τον πατέρα τους. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες περιπτώσεις άγνοιας η οποία οφείλεται στους ίδιους τους δράστες: όσοι αδικούν λόγω αυτής της άγνοιας, διαπράττουν αδίκημα» (1195a 33.25-26).
Ο άνθρωπος, ως κοινωνός της πόλης οφείλει να γνωρίζει τόσο τα όρια της επιτρεπτής συμπεριφοράς, όσο και το πλαίσιο της νομοθεσίας, ώστε να έχει την πρέπουσα συμπεριφορά. Αν αποφασίσει να ασχοληθεί με ζητήματα που η νομοθεσία εξειδικεύεται και απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις, οφείλει να απευθυνθεί σε ειδικούς και να τους συμβουλευτεί, ώστε να ενεργήσει με το σωστό τρόπο. Η επίκληση της άγνοιας σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αδύνατο να τον αθωώσει, καθώς η ευθύνη βαραίνει τον ίδιο που δεν ενδιαφέρθηκε όσο έπρεπε.
Η προαίρεση του πολίτη πρέπει να ωθεί τις ενέργειές του προς την κατεύθυνση του νόμου και της αρμονικότητας στη συνύπαρξη. Όταν αυτό γίνει συνείδηση, τότε και η συμπεριφορά προσαρμόζεται αναλόγως. Ο πολίτης που ενεργεί χωρίς πρώτα να ενημερωθεί για το νομικό πλαίσιο των ενεργειών του στην ουσία είναι αδιάφορος προς αυτό. Ασφαλώς η ευθύνη είναι δική του.
Η πολιτική αρετή εκδηλώνεται πριν από όλα ως ενδιαφέρον προς τους κανόνες της συνύπαρξης. Γι’ αυτό αποτελεί πολιτική πράξη. Γιατί είναι ζήτημα πράξης κι όχι θεωρίας η στάση του πολίτη μέσα στην πόλη. Κι αυτό που ονομάζεται στάση του πολίτη δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνολική του παρουσία, δηλαδή το σύνολο των ενεργειών του που άλλοτε μπορεί να ευνοούν και άλλοτε να υπονομεύουν τη συνύπαρξη.
Ο αδιάφορος στην ουσία είναι εγωιστής, αφού ο εαυτός του τίθεται υπεράνω κανόνων. Σημασία δεν έχει τι ορίζει η πόλη ως σωστό αλλά τι επιθυμεί εκείνος. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να πραγματώσει την πολιτική αρετή, καθώς δεν αισθάνεται ότι εντάσσεται στην πόλη. Γι’ αυτό και δε νιώθει την ανάγκη να μάθει τους κανόνες της. Προφανώς η πόλη πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτόν. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις δεν υπάρχει άγνοια. Υπάρχει προαίρεση. Είναι η προαίρεση του ανθρώπου που αισθάνεται ότι είναι το κέντρο του κόσμου.
Από την άλλη, και η πόλη οφείλει να είναι σαφής και υποστηρικτική στις προσπάθειες των πολιτών. Η πόλη που στέκεται εμπόδιο στις ανθρώπινες δραστηριότητες προτάσσοντας νόμους αντιφατικούς και επώδυνα χρονοβόρες διαδικασίες ή εξωφρενικές-απαγορευτικές απαιτήσεις για απλά θέματα στην ουσία δεν προασπίζει την τάξη και την ευνομία αλλά την καταπίεση. Οι πολίτες δεν την αισθάνονται ως σύμμαχο, αλλά ως εμπόδιο στον τρόπο που θέλουν να εξελιχθούν.
Σε αυτές τις περιπτώσεις ο νομοθέτης έχει πλήρως αποτύχει, καθώς η πολιτική συνείδηση (προαίρεση) που διαμορφώνεται στρέφεται εχθρικά προς την πόλη. Αυτομάτως, το ζήτημα δεν είναι η γνώση και η εφαρμογή του νόμου, αλλά ο τρόπος αποφυγής του. Μια τέτοια πόλη δεν μπορεί να είναι λειτουργική. Ούτε μπορεί να ισχυριστεί ότι προασπίζει τη συνύπαρξη. Η ευημερία της θα αφορά τους λίγους. Εκείνους που ξέρουν τα κατατόπια.
Σε ένα τέτοιο νομικό-πολιτειακό πλαίσιο ο νομοταγής μετατρέπεται σε θύμα, αφού αυτού του είδους οι νομοθεσίες δεν προασπίζουν το δίκιο αλλά το άδικο. Ο πολίτης που θέλει να μείνει πιστός σε μια τέτοια νομοθετική εκδοχή είτε δεν έχει επίγνωση της αδικίας που υποθάλπεται είτε είναι πρόθυμος να αδικεί τον εαυτό του. Ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Άραγε αδικείται (κανείς) με τη θέλησή του; Ή μήπως όχι;» (1195b 33.27).
Την απάντηση θα τη δώσει αμέσως: «Το δίκαιο και το άδικο τα πράττουμε ασφαλώς με τη θέλησή μας, αλλά το να αδικηθούμε δεν το υφιστάμεθα με τη θέλησή μας· την τιμωρία την αποφεύγουμε, άρα είναι φανερό ότι το να αδικηθούμε δεν μπορούμε να το υποστούμε με τη θέλησή μας. Διότι κανείς δεν κάθεται με τη θέλησή του να υποστεί κάτι το βλαβερό, και το να υποστούμε αδικία είναι μια μορφή βλάβης» (1195b 33.27).
Η διαπίστωση ότι κανείς δε θα δεχτεί με τη θέλησή του να υποστεί αδικία είναι η συνείδηση ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο υπονομευτικό για τη συνοχή της πόλης από τον άδικο νόμο. Από κει και πέρα, κάτω από ειδικές περιστάσεις και σε σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα είναι δυνατό να δεχτεί κάποιος να αδικήσει τον εαυτό του, για να ενισχύσει ανθρώπους που αγαπά ή για να νιώσει το συναίσθημα της μεγαλοψυχίας ως τόνωση του εαυτού: «υπάρχουν κάποιοι που, ενώ πρέπει να έχουν τα ίσα, παραχωρούν ένα μέρος σε κάποιους τρίτους· αν το να έχουν τα ίσα ήταν το δίκαιο, τότε το να έχουν λιγότερα σημαίνει ότι υφίστανται αδικία· και επειδή με τη θέλησή τους έχουν λιγότερα, άρα λέει αυτό το επιχείρημα – υφίστανται την αδικία με τη θέλησή τους» (1195b 33.28).
Ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει: «και σε τούτη την περίπτωση είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για κάτι το εκούσιο. Όλοι όσοι παίρνουν λιγότερα, δέχονται για τούτα ως αντάλλαγμα είτε τιμές είτε έπαινο είτε δόξα είτε φιλία είτε κάτι άλλο παρόμοιο. Αλλά αυτός που δίνει κάτι παίρνοντας ως αντάλλαγμα κάτι άλλο το οποίο επιθυμεί, αυτός δεν υφίσταται πλέον αδικία· κι αν δεν υφίσταται αδικία, τότε δεν υφίσταται ούτε εκούσια αδικία» (1195b 33.28).
Κι όχι μόνο αυτό: «Ύστερα, πάλι, όσοι παίρνουν λιγότερα υφιστάμενοι αδικία που δεν παίρνουν τα ίσα, αυτοί το παίζουν ωραίοι και περηφανεύονται γι’ αυτό και λένε: “ενώ μπορούσα να πάρω τα ίσα, δεν τα πήρα, αλλά τα άφησα σε έναν μεγαλύτερό μου ή έναν φίλο μου”. Αλλά βέβαια δεν υπάρχει άνθρωπος που να υφίσταται αδικία και να περηφανεύεται γι’ αυτό. Και αν οι άνθρωποι δεν περηφανεύονται για τα αδικήματα που υφίστανται ενώ στην προκειμένη περίπτωση περηφανεύονται, βγαίνει το συμπέρασμα ότι καθόλου δεν αδικούνται εκείνοι που παίρνουν τα λιγότερα. Κι αν δεν αδικούνται, τότε ούτε εκουσίως αδικούνται» (1195b 33.29).
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο ακρατής που αδυνατεί να χαλιναγωγήσει τα πάθη του: «Για όλα αυτά, και για παρόμοιους λόγους, υπάρχει μια ένσταση: όσα λέγονται σχετικά με τον ακρατή· διότι ο ακρατής, ενεργώντας άσχημα, βλάπτει τον εαυτό του – ενεργεί βέβαια με τη θέλησή του· άρα, ο ακρατής βλάπτει τον εαυτό του ενσυνειδήτως, και κατά προέκταση υφίσταται με τη θέλησή του αδικία, ως δράστης ο ίδιος και θύμα» (1195b 33.30).
Ο ακρατής, ως δέσμιος των παθών του, υποκύπτει σε αυτά παραβιάζοντας κάθε έννοια μέτρου και λογικής. Η αδυναμία διατήρησης της ισορροπίας μετατρέπει την υπερβολή σε συνθήκη ζωής οδηγώντας τη συμπεριφορά στο ανεξέλεγκτο. Γι’ αυτό και ο ακρατής δεν είναι περήφανος για τα πάθη του. Γιατί ξέρει ότι τον βλάπτουν, ότι δηλαδή τον αδικούν. Το δεδομένο ότι κανείς δε θέλει να αδικείται (και κατά συνέπεια κανείς δεν περηφανεύεται όταν πέφτει θύμα αδικίας) καθιστά τον ακρατή ανίσχυρο να προστατευτεί από τον ίδιο του τον εαυτό.
Κανείς βουλιμικός δεν καυχιέται για τη βουλιμία του. Στην ουσία πρόκειται για παθολογία που εξουσιάζει τη συμπεριφορά. Από αυτή την άποψη ούτε ο ακρατής ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που βλάπτουν εκούσια τον εαυτό τους, αφού το πάθος του ξεπερνά τη θέλησή του. Σε τελική ανάλυση, ο δέσμιος των παθών δεν έχει βούληση. Αν είχε, δε θα ήταν δέσμιος. Οι άνθρωποι αυτοί πρωτίστως χρειάζονται βοήθεια. Ο ακρατής που τελικά συμβιβάζεται και αφήνεται πλήρως στο πάθος του ουσιαστικά έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του.
Ο Αριστοτέλης στο έβδομο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» σχετικά με τους ακρατείς που έχουν τη γνώση ότι οι πράξεις τους βλάπτουν τον εαυτό τους, αλλά εξακολουθούν να τις κάνουν αναφέρει: «Υπάρχει, επίσης, στους ανθρώπους άλλος ένας τρόπος να έχουν γνώση· γιατί στην περίπτωση που κάποιος έχει γνώση χωρίς να τη χρησιμοποιεί βλέπουμε ότι αυτό το “έχω” έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα: να έχει, κατά κάποιον τρόπο και συγχρόνως να μην έχει γνώση· τέτοια είναι, επιπαραδείγματι, η περίπτωση του ανθρώπου που κοιμάται, ή η περίπτωση του τρελού ανθρώπου, ή η περίπτωση του μεθυσμένου ανθρώπου. Ακριβώς όμως σε μια τέτοια κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από την επήρεια των παθών: είναι ολοφάνερο ότι οι θυμοί, οι γενετήσιες επιθυμίες και κάποια άλλα τέτοια πάθη επιφέρουν αλλαγές και στη σωματική μας κατάσταση – σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλούν ακόμη και κρίσεις τρέλας. Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να πούμε ότι οι ακρατείς άνθρωποι βρίσκονται σε μια παρόμοια κατάσταση» (1147a 11-20).
Αποδεχόμενοι ότι η ακράτεια αποτελεί μορφή τρέλας που ακυρώνει τη γνώση υπονομεύοντας τον εαυτό, είναι φανερό ότι η αυτοκτονία, ως ύψιστη μορφή αυτοεγκατάλειψης, σηματοδοτεί την πιο ακραία ανισορροπία της ψυχής που αδυνατεί να βρει ευχαρίστηση σε οτιδήποτε. Κι εδώ δεν αναφέρεται η αυτοκτονία για να ταυτιστεί με την ακράτεια (σαν να επρόκειτο κάθε ακρατής να αυτοκτονήσει), αλλά για να καταστεί σαφές ότι κάθε μορφή εγκατάλειψης του εαυτού υποκρύπτει την παθολογία είτε σε μικρό είτε σε μεγάλο βαθμό, ανάλογα με το πάθος που την υποκινεί και τα αποτελέσματα που θα επέλθουν.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να γίνει λόγος για βούληση, δηλαδή για το εκούσιο της πράξης με την πλήρη έννοιά του. Το εκούσιο, με την έννοια της προαίρεσης, δηλαδή της συνειδητής συμπεριφοράς ταυτίζεται με τη γνώση και η κατάσταση της γνώσης που (όπως περιγράφει ο Αριστοτέλης) κάποιος έχει και δεν έχει τη στιγμή του πάθους είναι πιο κοντά στην τρέλα παρά στη λογική.
Η αριστοτελική αρετή έχει ακριβώς το νόημα της αγάπης του εαυτού και της επιδίωξης του αρίστου για την κατάκτηση της ευτυχίας προβάλλοντας τη μεσότητα και τον ορθό λόγο. Ο άνθρωπος που απομακρύνεται από αυτά υπονομεύει την ευτυχία του. Κι όσο πιο πολύ απομακρύνεται, τόσο περισσότερο νιώθει δυστυχής. Οι ακραίες περιπτώσεις της εγκατάλειψης του εαυτού υποδηλώνουν την παθολογία που λειτουργεί υπονομευτικά.
Επί της ουσίας, οι άνθρωποι αυτοί δεν αγαπούν τον εαυτό τους. Όλες οι υπερβολές κρύβουν κάτι το παθολογικό μέσα τους. Η υπερβολή στο ποτό, το φαγητό, τις ερωτικές απολαύσεις κρύβουν το κενό της ύπαρξης που πρέπει με κάποιο τρόπο να διοχετευτεί. Κι όσο πιο ακραίες είναι, τόσο πιο μεγάλο κενό προσπαθούν να συγκαλύψουν.
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα - Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου