Ο Άντλερ υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος έχει ένα αίσθημα κατωτερότητας, το οποίο σε ορισμένους λειτουργεί ως κίνητρο για την πραγματοποίηση θετικών αλλαγών στη ζωή τους, ενώ σε άλλους, το στοιχείο που τους τοποθετεί σε μειονεκτικότερη θέση συγκριτικά με τον κόσμο γύρω τους, μπορεί να μετατραπεί σε διαβρωτικό παράγοντα και να εμποδίσει την οποιαδήποτε εξελικτική τους πορεία. Όταν το άτομο προσπαθεί να μεταβάλλει τα ελαττωματικά χαρακτηριστικά του και επιδιώκει την υπεροχή σε ένα θετικό πλαίσιο αυτοβελτίωσης και εξέλιξης, δείχνοντας παράλληλα ότι διαθέτει κοινωνικό συναίσθημα – ενδιαφέρεται δηλαδή να κάνει καλό στους συμπολίτες του και στην κοινωνία – το στοιχείο αυτό ακριβώς είναι που μετριάζει την επιδίωξη της υπεροχής του και τον τοποθετεί στη χρήσιμη πλευρά της ζωής.
Όταν, όμως, το άτομο θεωρεί ότι πρέπει να διαχειριστεί μία πιο δύσκολη κατάσταση από ότι οι άλλοι γύρω του και αρχίζει να επικεντρώνει την προσοχή του πιο πολύ στον εαυτό του, χάνει το ενδιαφέρον για τις κοινωνικές επαφές και καταστάσεις και υιοθετεί μία εσφαλμένη συμπεριφορά για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η οποία δεν διευκολύνει με κανέναν τρόπο την επίλυσή του. Η αιτία της συμπεριφοράς αυτής μπορεί να εντοπιστεί στην αδυναμία του ατόμου να αντιληφθεί τη συνάρτηση της ζωής στο σύνολό της.
Όταν το άτομο σκέφτεται συνεχώς τα αρνητικά στοιχεία που θεωρεί ότι τον καθιστούν κατώτερο σε σχέση με τους διπλανούς του και ασχολείται ακατάπαυστα με το πώς θα ξεπεράσει τους άλλους, στρέφεται στην άχρηστη πλευρά της ζωής. Στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι όταν γίνεται λόγος για την άχρηστη πλευρά της ζωής στην ατομική ψυχολογία, υποδηλώνεται ότι το άτομο στερείται κοινωνικού συναισθήματος, ότι είναι δηλαδή κοινωνικά απροσάρμοστος και δεν ενδιαφέρεται να λειτουργεί προσωπικά ως ωφέλιμο μέλος της κοινωνίας. Τη στιγμή, λοιπόν, που κατακλύζεται από σκέψεις που αφορούν τα μειονεκτικά χαρακτηριστικά του, είναι δυνατόν να δημιουργηθούν εντυπώσεις για την κατοχή εξαιρετικών ιδιοτήτων που, χωρίς κόπο και πραγματικό αγώνα, οδηγούν το άτομο να τοποθετήσει τον εαυτό του σε μια ανώτερη θέση συγκριτικά με τους άλλους γύρω του.
Μέσα από το σύμπλεγμα κατωτερότητας, δηλαδή, είναι δυνατόν να φύεται ένα σύμπλεγμα υπεροχής, το οποίο λειτουργεί σαν ένας τρόπος διαφυγής από το σύμπλεγμα κατωτερότητας, καθώς το άτομο φαντάζεται ότι υπερέχει, κάτι όμως που δεν αληθεύει. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στους μεγαλομανείς, στους ανθρώπους δηλαδή που θεωρούν ότι είναι κάποια θεϊκή οντότητα η μία αυτοκρατορική προσωπικότητα. Οι άνθρωποι αυτοί περνούν τον καιρό τους εγκλωβισμένοι στην άχρηστη πλευρά της ζωής, σε έναν πλασματικό κόσμο που τον αντιλαμβάνονται ως αληθινό και που τους οδηγεί στην απομόνωση.
Ορισμένοι άνθρωποι ζουν με ευχαρίστηση στο φανταστικό τους κόσμο και αυτό συμβαίνει κυρίως όταν στερούνται το θάρρος. Καθώς δεν αισθάνονται ιδιαίτερα δυνατοί να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στο δρόμο τους, γίνονται φυγόπονοι, νομίζοντας πως με αυτή τη συνεχόμενη αποφυγή να εμπλακούν σε οποιαδήποτε μορφή αγώνα γίνονται πιο δυνατοί και πιο έξυπνοι από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.
Ο Άντλερ θεωρούσε ότι η εγκληματικότητα δεν είναι η έκφραση κάποιας θεμελιακής διαφθοράς αλλά η εκδήλωση ενός συμπλέγματος υπεροχής. Σύμφωνα με την άποψη του, ένα παιδί που κλέβει μπορεί να έχει οδηγηθεί σε αυτή την πρακτική επειδή θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους υπόλοιπους, πιστεύει δηλαδή ότι μπορεί να εξαπατά τους άλλους χωρίς εκείνοι να αντιλαμβάνονται ότι τους κλέβει. Όταν ένας άνθρωπος είναι υπερόπτης και καυχάται υπερβολικά για τον εαυτό του, η συμπεριφορά του αυτή μπορεί να υποδηλώνει ότι αισθάνεται μειονεκτικά σε σχέση με τους υπόλοιπους και ότι θεωρεί πως δεν μπορεί να τους ανταγωνιστεί. Προκύπτει έτσι ένα κοινό στοιχείο που διαθέτουν τα συμπλέγματα κατωτερότητας και υπεροχής: και οι δύο αυτές συναισθηματικές τάσεις κατευθύνουν το άτομο προς την άχρηστη πλευρά της ζωής.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου