Ολοκληρώνοντας το δεύτερο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει ότι ο τελικός σκοπός δεν αφορά την προαίρεση (έλλογη επιθυμία) του ανθρώπου. Κανείς δεν προαιρείται την ευτυχία του. Την επιθυμεί με τρόπο αυτονόητο και αγωνίζεται για να την έχει: «Για τον τελικό σκοπό κανείς δε σκέφτεται και αποφασίζει, αλλά ο τελικός σκοπός αποτελεί μια προϋποτιθέμενη αρχή, όπως ακριβώς στις θεωρητικές επιστήμες λειτουργούν οι υποθέσεις» (1227a 10-12).
Στο έργο του «Ηθικά Μεγάλα» είχε θέσει τον καθορισμό του τελικού στόχου στο πεδίο της βούλησης: «οι τελικοί σκοποί είναι ζήτημα βούλησης-θέλησης» (1189a 17.2).
Η προαίρεση έχει να κάνει με τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του τελικού στόχου, δηλαδή το πλαίσιο των αποφάσεων και των πράξεων που θα κληθούν να τον υλοποιήσουν: «Σκέψη και απόφαση, αντίθετα, συναντώνται στα μέσα που οδηγούν στον τελικό σκοπό, μέσα που άλλοτε είναι έντεχνα και άλλοτε άτεχνα, όπως όταν κάποιοι σκέφτονται και παίρνουν αποφάσεις για το αν θα πολεμήσουν ή δε θα πολεμήσουν. Και αυτό που προηγείται είναι μάλλον ο λόγος για τον οποίο γίνεται κάτι, ο τελικός σκοπός δηλαδή, π.χ. ο πλούτος ή η ηδονή ή οτιδήποτε άλλο παρόμοιο τίθεται ως τελικός σκοπός» (1227a 14-19).
Και βέβαια, ο τελικός σκοπός οφείλει να είναι σύμφωνος με τη φύση: «Κι αν ο τελικός σκοπός είναι σύμφωνος με τη φύση, αποτελεί πάντα κάτι αγαθό, οπότε η σκέψη αφορά τα μέσα που οδηγούν σε αυτόν· π.χ. ένας γιατρός θα σκεφτεί το αν θα δώσει φάρμακο, και ένας στρατηγός το πού θα στρατοπεδεύσει. Σε αυτές τις περιπτώσεις αγαθό αποτελεί ο τελικός σκοπός, που αυτός καθ’ εαυτόν είναι κάτι το άριστο» (1227a 24-28).
Όμως, ο Αριστοτέλης διαβλέπει ότι μπορεί να υπάρξει και τελικός σκοπός που είναι αντίθετος με τη φύση: «Αν, από την άλλη ο τελικός σκοπός έρχεται σε αντίθεση με τη φύση και την εκτρέπει, δεν αποτελεί πραγματικό αγαθό αλλά φαινομενικό. Η αιτία είναι ότι ορισμένα από τα όντα δε γίνεται να χρησιμεύσουν παρά μόνο γι’ αυτό που τα έφτιαξε η φύση. Π.χ., η όραση: δε γίνεται να δεις το αόρατο ούτε να ακούσεις το μη ακουστό» (1227a 29-33).
Αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι στο συγκεκριμένο σημείο ως τελικός σκοπός ορίζεται κάθε επιδίωξη του ανθρώπου που προϋποθέτει την εκπλήρωση άλλων επιμέρους στόχων για την πραγμάτωσή της. Η υγεία, ο πλούτος, η φήμη, η ασφάλεια κλπ. αποτελούν τέτοιου είδους στόχους, τους οποίους, ασφαλώς, ο άνθρωπος πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη. Όμως, οι στόχοι αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με την έννοια του τελικού τέλους (ολοκληρωτικού στόχου) που είναι η ευτυχία.
Το ότι η ανθρώπινη φύση έχει πεπερασμένες δυνατότητες κι είναι αδύνατο να ζητάει κανείς κάτι περισσότερο από αυτές κρίνεται δεδομένο. Όμως, ακόμη και αυτού του είδους οι φιλοδοξίες δεν μπορούν να τεθούν ως τελικός σκοπός με τον ίδιο τρόπο που τίθεται η ευτυχία. Μπορεί κανείς να θέλει να δει τα αόρατα, αλλά το θέλει γιατί πιστεύει ότι θα τον κάνει ευτυχισμένο. Η έννοια του τελικού σκοπού, ως τελικού τέλους, αφορά την κορυφή της αριστοτελικής τελεολογικής πυραμίδας, στην υπηρεσία της οποίας τίθενται όλα τα επιμέρους τέλη προκειμένου να εκπληρωθεί.
Το ίδιο καταδεικνύουν και τα παραδείγματα του πλούτου και της ηδονής που τίθενται ως τελικός σκοπός («π.χ. ο πλούτος ή η ηδονή ή οτιδήποτε άλλο παρόμοιο τίθεται ως τελικός σκοπός» 1227a 19), τα οποία όμως δεν νοούνται ως αυτοσκοπός, καθώς κανείς δε θέλει το χρήμα για το χρήμα. Το χρήμα είναι τελικός σκοπός, αλλά όχι τελικό τέλος, αφού επιζητείται για την εξασφάλιση της ευτυχίας (που ως τελικό τέλος αποτελεί αυτοσκοπό). Ακόμα και τα παραδείγματα του γιατρού που σκέφτεται το φάρμακο που πρέπει να δώσει (αν θα δώσει) και του στρατηγού που πρέπει να αποφασίσει το μέρος της στρατοπέδευσης έχουν το ίδιο περιεχόμενο, αφού ούτε το φάρμακο ούτε η στρατοπέδευση μπορούν να εκληφθούν ως αυτοσκοπός.
Η φράση «για τον τελικό σκοπό κανείς δε σκέφτεται και αποφασίζει» (1227a 10) δεν έρχεται σε αντίθεση με τα παραδείγματα του χρήματος και της ηδονής, αφού είναι παράλογο να αρνηθεί κανείς ολοκληρωτικά το χρήμα ή τις ηδονές. Αυτό, όμως, που πρέπει να αποφασιστεί είναι ο τρόπος της απόκτησής τους, η γενικότερη διαχείρισή τους, όπως και ο βαθμός της επιθυμίας τους. Όλα αυτά τίθενται με το γενικότερο όρο “μέσα” κι αφορούν την προαίρεση που θα θέσει τις ισορροπίες. Αυτός είναι και ο λόγος που στα συγκεκριμένα ζητήματα υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μέσο.
Πρέπει κανείς να έχει τα απαραίτητα χρήματα για μια άνετη ζωή, αλλά, αν τα κάνει τελικό σκοπό της ζωής του (τελικό τέλος), τότε πέφτει στην υπερβολή και υπάρχει φόβος να χάσει την ευτυχία (που είναι το αληθινό τελικό τέλος). Τα ίδια και με τις ηδονές. Αντίθετα, στην ευτυχία (που είναι το τελικό τέλος) δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Η υπερβολική ευτυχία δεν αποτελεί κίνδυνο. Είναι αυτό που επιδιώκεται. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να ακολουθεί το μέσο σε όλα: για να απολαύσει την υπερβολικότερη μορφή της ευτυχίας.
Από αυτή την άποψη ούτε η υγεία μπορεί να τεθεί ως τελικό τέλος (πολύ περισσότερο το χρήμα), αφού κι αυτή τίθεται στην υπηρεσία της ευτυχίας. Όλοι αυτοί οι στόχοι (υγεία, χρήμα, ηδονές κλπ.) αποτελούν επιμέρους στόχους (τελικοί σκοποί) που θα υπηρετήσουν τον τελικό στόχο (τελικό τέλος) και γι’ αυτό μπορούν να τεθούν αξιολογικά (αναμφισβήτητα η υγεία είναι πάνω από το χρήμα) σε αντίθεση με τον τελικό στόχο (ευτυχία-ευδαιμονία) που είναι ανώτερος από θέση αρχής, καθώς εμπεριέχει όλους τους άλλους. Κι αυτός είναι και ο λόγος που ο τελικός σκοπός (με την έννοια του τελικού τέλους) κρίνεται και υπεράνω προαίρεσης.
Σ’ αυτούς τους στόχους αναφέρεται εδώ ο Αριστοτέλης κι αυτός είναι και ο λόγος που ενδέχεται αυτού του είδους οι τελικοί σκοποί (αλλά όχι τελικό τέλος) να αντίκεινται στη φύση, αφού αν δεχτούμε ότι ο τελικός σκοπός (ως τελικό τέλος) του ανθρώπου αντίκειται στη φύση, θα είναι σαν να λέμε ότι ο άνθρωπος είναι αφύσικος: «από τη μία υπάρχει η επιστήμη που οδηγεί στην υγεία και από την άλλη η επιστήμη που οδηγεί στη νόσο: η μία είναι σύμφωνη με τη φύση, ενώ η άλλη έρχεται σε αντίθεση με αυτήν. Το ίδιο συμβαίνει και με τη θέληση: όταν είναι σύμφωνη με τη φύση, επιθυμεί το αγαθό, ενώ, όταν έρχεται σε αντίθεση με τη φύση, το κακό» (1227a 34-39).
Κι αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της προαίρεσης που με τη λογική θα καθοδηγήσει την επιθυμία. Οι επιθυμίες που αντίκεινται στη φύση ή που εκπροσωπούν τη στρέβλωση της υπερβολής κρίνονται ζημιογόνες, αφού κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στην κατάκτηση του τελικού σκοπού (ευτυχία).
Ο λόγος που υπάρχουν έχει να κάνει με την αντίληψη του ευχάριστου και του δυσάρεστου: «Αιτία του φαινομένου αποτελεί το ηδύ (ευχάριστο) και το λυπηρό (δυσάρεστο). Η ανθρώπινη φύση είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε στην ψυχή το ηδύ να φαίνεται αγαθό, και το πιο ηδύ ακόμα πιο αγαθό· και το λυπηρό να φαίνεται κακό, και το πιο λυπηρό ακόμα πιο κακό. Πρόκειται για κάτι που επίσης δείχνει ότι η αρετή και η κακία σχετίζονται με τις ηδονές και τις λύπες. Διότι αυτές συμβαίνει να συνδέονται με τα αντικείμενα της προαίρεσης, και η προαίρεση αφορά στο αγαθό και στο κακό και σε όσα φαίνονται αγαθά και κακά, όπως ακριβώς εκ φύσεως φαίνονται η ηδονή και η λύπη» (1227a 48-50 και 1227b 1-6).
Η προαίρεση, ως παρέμβαση της λογικής, θα ξεκαθαρίσει αυτά που πράγματι είναι ευχάριστα από αυτά που φαίνονται ευχάριστα και που εν τέλει δεν αξίζει να επιδιώκει κανείς. Με τον ίδιο τρόπο θα επαναπροσδιορίσει τα λυπηρά δίνοντας ποιότητα στις επιθυμίες.
Κι από εδώ ξεκινά η αρετή της εγκράτειας: «Με αυτά ξεκαθαρισμένα πια, ας δούμε αν είναι η αρετή που προστατεύει την προαίρεση (έλλογη προτίμηση) από το λάθος και βρίσκει τον ορθό τελικό σκοπό έτσι ώστε να προτιμά ο άνθρωπος αυτόν που πρέπει, ή μήπως είναι ο λόγος, όπως πιστεύουν πολλοί. Σ’ αυτήν την περίπτωση αναφερόμαστε στην εγκράτεια, διότι αυτή είναι που προστατεύει το λόγο» (1227b 15-20). Το ότι η παρανόηση στην έννοια του τελικού σκοπού συνεχίζεται δεν αλλάζει την ουσία του συλλογισμού, που θέτει την εγκράτεια ως ύστατη διασφάλιση της λογικής προς διαφύλαξη του μέτρου.
Από κει και πέρα ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Άραγε η αρετή θέτει το σκοπό ή τα μέσα;» (1227b 28-29). Για να απαντήσει αμέσως: «Το παίρνουμε, λοιπόν, ως δεδομένο, ότι θέτει το σκοπό, αφού για το σκοπό δεν απαιτείται ούτε συλλογισμός ούτε λόγος. Οπωσδήποτε αυτό ας τεθεί ως προϋποθετική αρχή. Διότι ούτε ο γιατρός ερευνά αν πρέπει ή δεν πρέπει να βρει την υγεία του ο ασθενής, αλλά αν πρέπει ή δεν πρέπει να περπατά. Ούτε ο γυμναστής αν πρέπει ή δεν πρέπει να υπάρχει σωματική ευεξία, αλλά αν κάνει καλό η πάλη ή δεν κάνει» (1227b 29-34).
Το ότι ο τελικός σκοπός του γιατρού είναι η υγεία (κι αντιστοίχως του γυμναστή η σωματική ευεξία) κρίνεται αναμφισβήτητο. Αυτός είναι και ο λόγος που ο τελικός σκοπός (εν προκειμένω η υγεία και η σωματική ευεξία) τίθεται από την αρετή, αφού η αρετή εξασφαλίζει την ποιότητά του. Αν ο τελικός σκοπός του γιατρού ή του γυμναστή ήταν κάτι κακό ή άχρηστο, τότε αντίστοιχες θα ήταν και οι συγκεκριμένες ειδικότητες ως σύνολο.
Το ότι και ο κλέφτης μπορεί να έχει έναν τελικό σκοπό δεν αλλάζει την ουσία του επιχειρήματος, αφού η ειδικότητα του κλέφτη θεωρείται κάτι κακό συνολικά. Και βέβαια, τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει ο κλέφτης για την επίτευξη της μη ενάρετης πράξης θα είναι επίσης κακά.
Με άλλα λόγια, η αρετή είναι που καθορίζει την ποιότητα του τελικού στόχου κι όχι τα μέσα, αφού ο μη ενάρετος στόχος (του κλέφτη) έχει αναγκαστικά και ανήθικα μέσα, ενώ στις πράξεις της αρετής αυτό δε συμβαίνει. Όμως, το ότι ο στόχος καθορίζεται από την αρετή δε σημαίνει ότι αναγκαστικά και τα μέσα που θα τον υπηρετήσουν θα είναι αντίστοιχης αξίας. Ο γονιός, όσο κι αν έχει καλές προθέσεις να γαλουχήσει σωστά το παιδί του, δεν είναι βέβαιο ότι οι παιδαγωγικές μέθοδοι που θα ακολουθήσει είναι οι ενδεδειγμένες.
Τα μέσα θα καθοριστούν από την προαίρεση, αφού μόνο η έλλογη επιθυμία είναι σε θέση να υποδείξει την αρετή: «Διότι κάθε προαίρεση είναι προτίμηση για κάτι συγκεκριμένο και χάριν συγκεκριμένου σκοπού. Αν το μέσο υπάρχει για κάποιο σκοπό, αιτία αυτού του σκοπού είναι η αρετή, που τον επέλεξε ως τελικό ζητούμενο. Και η προαίρεση δεν αφορά τον τελικό σκοπό αλλά τα μέσα που οδηγούν σε αυτόν» (1227b 47-50).
Η άποψη αυτή διατυπώνεται και στο έργο «Ηθικά Μεγάλα»: «… η προαίρεση δεν αναφέρεται στον τελικό σκοπό, αλλά μόνο στα μέσα που οδηγούν σε αυτόν. Παράδειγμα: η υγεία δεν είναι για κανέναν ζήτημα προαίρεσης· ζητήματα προαίρεσης είναι όσα οδηγούν στην υγεία, το περπάτημα π.χ. και το τρέξιμο» (1189a 17.2).
Όμως, εδώ χρειάζεται απαραιτήτως μια διευκρίνιση: «Για να τα πετύχει, βέβαια, κανείς αυτά» (τα μέσα εννοείται) «απαιτείται άλλη ικανότητα, ειδική για όσα πρέπει να πράττει κανείς χάριν του τελικού σκοπού» (1228a 1). Με άλλα λόγια, η προαίρεση θα καθορίσει τα μέσα που θα εκπληρώσουν την αρετή με την έννοια του ευρύτερου πλαισίου της ενάρετης πράξης, κι όχι με την έννοια της συγκεκριμένης συμπεριφοράς.
Από αυτή την άποψη, το παράδειγμα από τα «Ηθικά Μεγάλα» με το τρέξιμο και το περπάτημα πρέπει να εκληφθεί περισσότερο ως γενικότερο πλαίσιο υγιεινής ζωής (που μπορεί να εμπεριέχει και τη διατροφή ή την έλλειψη καταχρήσεων) κι όχι ως εξειδικευμένη υπόδειξη (συγκεκριμένο μέσο) για την επίτευξη του στόχου της υγείας. Η επιλογή των μέσων με την έννοια των καθορισμένων πράξεων που θα επιφέρουν τον τελικό στόχο που ορίζει η αρετή θα γίνει μέσω της φρόνησης.
«Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πόσο καθοριστικό ρόλο αναθέτει στην προαίρεσιν, τη συνειδητή επιλογή του ενός ή του άλλου τρόπου ζωής, επιλογή που οδηγεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις σε καθεμιά επιμέρους περίπτωση. Δίκαιος δεν είναι αυτός που τυχαίνει να κάνει κάποιες δίκαιες πράξεις, αλλά αυτός που συνειδητά επέλεξε τη δικαιοσύνη ως στάση ζωής και ακολουθεί στις επιμέρους επιλογές του την αντίστοιχη σταθερή πορεία».
Με άλλα λόγια, η προαίρεση έχει να κάνει με την απόφαση του τρόπου ζωής που θα ακολουθήσει κανείς, δηλαδή την τελική επιλογή της αρετής ή όχι. Ο δίκαιος έχει πάρει μια τελική απόφαση που αφορά την κατεύθυνση της ζωής του και την κατεύθυνση των συγκεκριμένων επιλογών που θα κάνει στο μέλλον. Το ίδιο και ο κλέφτης. Το κατά πόσο οι συγκεκριμένες αυτές επιλογές θα είναι εύστοχες ή όχι σε σχέση με την πραγμάτωση του σκοπού στον οποίο τίθενται είναι ζήτημα της φρόνησης: «Γι’ αυτό και από την προαίρεση του ανθρώπου κρίνουμε το ηθικό ποιόν του. Και αυτή αφορά το σκοπό για τον οποίο πράττει, και όχι το τι πράττει» (1228a 3-5).
Ομοίως και στην περίπτωση της κακίας: «Αντίστοιχα και η κακία διαμορφώνει την προαίρεση ώστε να στρέφεται στα αντίθετα. Εάν, δηλαδή, κανείς, ενώ είναι στο χέρι του να πράξει τα καλά και να αποφύγει τα κακά, κάνει το αντίθετο, είναι φανερό ότι αυτός δεν είναι ενάρετος» (1228a 5-9).
Υπό αυτή τη συνθήκη, είναι πιο δίκαιο να κριθεί κάποιος με γνώμονα την προαίρεση κι όχι τις πράξεις καθαυτές. Γιατί η προαίρεση καταδεικνύει την αληθινή ποιότητα του ανθρώπου που καθορίζεται από τους στόχους που έχει θέσει για τον εαυτό του, ενώ οι πράξεις έχουν να κάνουν πολλές φορές με ενέργειες που αφορούν το στιγμιαίο και που ενδέχεται να είναι εσφαλμένες. Η προαίρεση δεν εγγυάται το αλάνθαστο των επιλογών, εγγυάται όμως τις προθέσεις τους. Και η διερεύνηση αυτού είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για να αξιολογήσει κανείς τους ανθρώπους.
Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «για το λόγο ότι είναι δύσκολο να δει κανείς ποια είναι η προαίρεση, αναγκαζόμαστε να κρίνουμε το ποιόν κάποιου από τα έργα του. Και είναι μεν πιο πολύ αντικείμενο προτίμησης η ενεργητική εκδήλωση της αρετής, πιο επαινετή όμως είναι η προαίρεση» (19-22).
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου