Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΣΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΟΥΣ

ΛΥΣ 12.62–78

Είναι ανάγκη να αξιολογηθούν εκ νέου η προσωπικότητα και οι πράξεις του Θηραμένη

Το δεύτερο μέρος του λόγου (12.41–100) αποτελεί έναν πολιτικό λίβελο. Στόχος αρχικά ο κατηγορούμενος, για τον οποίον ο Λυσίας απέδειξε ότι εργαζόταν ανέκαθεν για την επίτευξη των επίβουλων σχεδίων των ολιγαρχικών και συμμετείχε σε όλες τις αυθαιρεσίες τους τόσο κατά την περίοδο της δημοκρατίας όσο και μετά την κατάλυσή της. Στη συνέχεια, και συγκεκριμένα στις παραγράφους που ακολουθούν, το ενδιαφέρον του ρήτορα εστιάζεται στις σχέσεις του κατηγορουμένου με τον μετριοπαθή ολιγαρχικό Θηραμένη
.

[62] Φέρε δὴ καὶ περὶ Θηραμένους ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βρα-
χυτάτων διδάξω. δέομαι δ’ ὑμῶν ἀκοῦσαι ὑπέρ τ’ ἐμαυτοῦ
καὶ τῆς πόλεως, καὶ μηδενὶ τοῦτο παραστῇ, ὡς Ἐρατο-
σθένους κινδυνεύοντος Θηραμένους κατηγορῶ. πυνθάνομαι
γὰρ ταῦτα ἀπολογήσεσθαι αὐτόν, ὅτι ἐκείνῳ φίλος ἦν καὶ
τῶν αὐτῶν ἔργων μετεῖχε. [63] καίτοι σφόδρ’ ἂν αὐτὸν οἶμαι
μετὰ Θεμιστοκλέους πολιτευόμενον προσποιεῖσθαι πράτ-
τειν ὅπως οἰκοδομηθήσεται τὰ τείχη, ὁπότε καὶ μετὰ
Θηραμένους ὅπως καθαιρεθήσεται. οὐ γάρ μοι δοκοῦσιν
ἴσου ἄξιοι γεγενῆσθαι· ὁ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων ἀκόντων
ᾠκοδόμησεν αὐτά, οὗτος δὲ τοὺς πολίτας ἐξαπατήσας
καθεῖλε. [64] περιέστηκεν οὖν τῇ πόλει τοὐναντίον ἢ ὡς εἰκὸς
ἦν. ἄξιον μὲν γὰρ <ἦν> καὶ τοὺς φίλους τοὺς Θηραμένους
προσαπολωλέναι, πλὴν εἴ τις ἐτύγχανεν ἐκείνῳ τἀναντία
πράττων· νῦν δὲ ὁρῶ τάς τε ἀπολογίας εἰς ἐκεῖνον ἀνα-
φερομένας, τούς τ’ ἐκείνῳ συνόντας τιμᾶσθαι πειρωμένους,
ὥσπερ πολλῶν ἀγαθῶν αἰτίου ἀλλ’ οὐ μεγάλων κακῶν
γεγενημένου. [65] ὃς πρῶτον μὲν τῆς προτέρας ὀλιγαρχίας
αἰτιώτατος ἐγένετο, πείσας ὑμᾶς τὴν ἐπὶ τῶν τετρακοσίων
πολιτείαν ἑλέσθαι. καὶ ὁ μὲν πατὴρ αὐτοῦ τῶν προβούλων
ὢν ταὔτ’ ἔπραττεν, αὐτὸς δὲ δοκῶν εὐνούστατος εἶναι τοῖς
πράγμασι στρατηγὸς ὑπ’ αὐτῶν ᾑρέθη. [66] καὶ ἕως μὲν ἐτι-
μᾶτο, πιστὸν ἑαυτὸν [τῇ πόλει] παρεῖχεν· ἐπειδὴ δὲ Πεί-
σανδρον μὲν καὶ Κάλλαισχρον καὶ ἑτέρους ἑώρα προτέρους
αὑτοῦ γιγνομένους, τὸ δὲ ὑμέτερον πλῆθος οὐκέτι βουλό-
μενον τούτων ἀκροᾶσθαι, τότ’ ἤδη διά τε τὸν πρὸς ἐκεί-
νους φθόνον καὶ τὸ παρ’ ὑμῶν δέος μετέσχε τῶν Ἀριστο-
κράτους ἔργων. [67] βουλόμενος δὲ τῷ ὑμετέρῳ πλήθει δοκεῖν
πιστὸς εἶναι Ἀντιφῶντα καὶ Ἀρχεπτόλεμον φιλτάτους
ὄντας αὑτῷ κατηγορῶν ἀπέκτεινεν, εἰς τοσοῦτον δὲ κα-
κίας ἦλθεν, ὥστε ἅμα μὲν διὰ τὴν πρὸς ἐκείνους πίστιν
ὑμᾶς κατεδουλώσατο, διὰ δὲ τὴν πρὸς ὑμᾶς τοὺς φίλους
ἀπώλεσε. [68] τιμώμενος δὲ καὶ τῶν μεγίστων ἀξιούμενος,
αὐτὸς ἐπαγγειλάμενος σώσειν τὴν πόλιν αὐτὸς ἀπώλεσε,
φάσκων πρᾶγμα ηὑρηκέναι μέγα καὶ πολλοῦ ἄξιον. ὑπέ-
σχετο δὲ εἰρήνην ποιήσειν μήτε ὅμηρα δοὺς μήτε τὰ τείχη
καθελὼν μήτε τὰς ναῦς παραδούς· ταῦτα δὲ εἰπεῖν μὲν
οὐδενὶ ἠθέλησεν, ἐκέλευσε δὲ αὑτῷ πιστεύειν. [69] ὑμεῖς δέ,
ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πραττούσης μὲν τῆς ἐν Ἀρείῳ πάγῳ
βουλῆς σωτήρια, ἀντιλεγόντων δὲ πολλῶν Θηραμένει,
εἰδότες δὲ ὅτι οἱ μὲν ἄλλοι ἄνθρωποι τῶν πολεμίων ἕνεκα
τἀπόρρητα ποιοῦνται, ἐκεῖνος δ’ ἐν τοῖς αὑτοῦ πολίταις οὐκ
ἠθέλησεν εἰπεῖν ταῦθ’ ἃ πρὸς τοὺς πολεμίους ἔμελλεν ἐρεῖν,
ὅμως ἐπετρέψατε αὐτῷ πατρίδα καὶ παῖδας καὶ γυναῖ-
κας καὶ ὑμᾶς αὐτούς. [70] ὁ δὲ ὧν μὲν ὑπέσχετο οὐδὲν ἔπραξεν,
οὕτως δὲ ἐνετεθύμητο ὡς χρὴ μικρὰν καὶ ἀσθενῆ γενέ-
σθαι τὴν πόλιν, ὥστε περὶ ὧν οὐδεὶς πώποτε οὔτε τῶν πο-
λεμίων ἐμνήσθη οὔτε τῶν πολιτῶν ἤλπισε, ταῦθ’ ὑμᾶς
ἔπεισε πρᾶξαι, οὐχ ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἀναγκαζόμενος,
ἀλλ’ αὐτὸς ἐκείνοις ἐπαγγελλόμενος, τοῦ τε Πειραιῶς τὰ
τείχη περιελεῖν καὶ τὴν ὑπάρχουσαν πολιτείαν καταλῦσαι,
εὖ εἰδὼς ὅτι, εἰ μὴ πασῶν τῶν ἐλπίδων ἀποστερηθήσεσθε,
ταχεῖαν παρ’ αὐτοῦ τὴν τιμωρίαν κομιεῖσθε. [71] καὶ τὸ τε-
λευταῖον, ὦ ἄνδρες δικασταί, οὐ πρότερον εἴασε τὴν ἐκκλη-
σίαν γενέσθαι, ἕως ὁ λεγόμενος ὑπ’ ἐκείνων καιρὸς ἐπι-
μελῶς ὑπ’ αὐτοῦ ἐτηρήθη, καὶ μετεπέμψατο μὲν τὰς μετὰ
Λυσάνδρου ναῦς ἐκ Σάμου, ἐπεδήμησε δὲ τὸ τῶν πολεμίων
στρατόπεδον. [72] τότε δὲ τούτων ὑπαρχόντων, καὶ παρόντος
Λυσάνδρου καὶ Φιλοχάρους καὶ Μιλτιάδου, περὶ τῆς πο-
λιτείας τὴν ἐκκλησίαν ἐποίουν, ἵνα μήτε ῥήτωρ αὐτοῖς
μηδεὶς ἐναντιοῖτο μηδὲ διαπειλοῖτο ὑμεῖς τε μὴ τὰ τῇ πόλει
συμφέροντα ἕλοισθε, ἀλλὰ τἀκείνοις δοκοῦντα ψηφίσαισθε.
[73] ἀναστὰς δὲ Θηραμένης ἐκέλευσεν ὑμᾶς τριάκοντα ἀνδρά-
σιν ἐπιτρέψαι τὴν πόλιν καὶ τῇ πολιτείᾳ χρῆσθαι ἣν Δρα-
κοντίδης ἀπέφαινεν. ὑμεῖς δ’ ὅμως καὶ οὕτω διακείμενοι
ἐθορυβεῖτε ὡς οὐ ποιήσοντες ταῦτα· ἐγιγνώσκετε γὰρ ὅτι
περὶ δουλείας καὶ ἐλευθερίας ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἠκκλη-
σιάζετε. [74] Θηραμένης δέ, ὦ ἄνδρες δικασταί, (καὶ τούτων
ὑμᾶς αὐτοὺς μάρτυρας παρέξομαι) εἶπεν ὅτι οὐδὲν αὐτῷ
μέλοι τοῦ ὑμετέρου θορύβου, ἐπειδὴ πολλοὺς μὲν Ἀθηναίων
εἰδείη τοὺς τὰ ὅμοια πράττοντας αὑτῷ, δοκοῦντα δὲ Λυσάν-
δρῳ καὶ Λακεδαιμονίοις λέγοι. μετ’ ἐκεῖνον δὲ Λύσανδρος
ἀναστὰς ἄλλα τε πολλὰ εἶπε καὶ ὅτι παρασπόνδους ὑμᾶς
ἔχοι, καὶ ὅτι οὐ περὶ πολιτείας ὑμῖν ἔσται ἀλλὰ περὶ σω-
τηρίας, εἰ μὴ ποιήσεθ’ ἃ Θηραμένης κελεύει. [75] τῶν δ’ ἐν
τῇ ἐκκλησίᾳ ὅσοι ἄνδρες ἀγαθοὶ ἦσαν, γνόντες τὴν παρα-
σκευὴν καὶ τὴν ἀνάγκην, οἱ μὲν αὐτοῦ μένοντες ἡσυχίαν
ἦγον, οἱ δὲ ᾤχοντο ἀπιόντες, τοῦτο γοῦν σφίσιν αὐτοῖς
συνειδότες, ὅτι οὐδὲν κακὸν τῇ πόλει ἐψηφίσαντο· ὀλίγοι
δέ τινες καὶ πονηροὶ καὶ κακῶς βουλευόμενοι τὰ προσταχ-
θέντα ἐχειροτόνησαν. [76] παρήγγελτο γὰρ αὐτοῖς δέκα μὲν
οὓς Θηραμένης ἀπέδειξε χειροτονῆσαι, δέκα δὲ οὓς οἱ
καθεστηκότες ἔφοροι κελεύοιεν, δέκα δ’ ἐκ τῶν παρόντων·
οὕτω γὰρ τὴν ὑμετέραν ἀσθένειαν ἑώρων καὶ τὴν αὑτῶν
δύναμιν ἠπίσταντο, ὥστε πρότερον ᾔδεσαν τὰ μέλλοντα
ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πραχθήσεσθαι. [77] ταῦτα δὲ οὐκ ἐμοὶ δεῖ πι-
στεῦσαι, ἀλλὰ ἐκείνῳ· πάντα γὰρ τὰ ὑπ’ ἐμοῦ εἰρημένα ἐν
τῇ βουλῇ ἀπολογούμενος ἔλεγεν, ὀνειδίζων μὲν τοῖς φεύ-
γουσιν, ὅτι δι’ αὑτὸν κατέλθοιεν, οὐδὲν φροντιζόντων
Λακεδαιμονίων, ὀνειδίζων δὲ τοῖς τῆς πολιτείας μετέχου-
σιν, ὅτι πάντων τῶν πεπραγμένων τοῖς εἰρημένοις τρόποις
ὑπ’ ἐμοῦ αὐτὸς αἴτιος γεγενημένος τοιούτων τυγχάνοι,
πολλὰς πίστεις αὐτοῖς ἔργῳ δεδωκὼς καὶ παρ’ ἐκείνων
ὅρκους εἰληφώς. [78] καὶ τοσούτων καὶ ἑτέρων κακῶν καὶ αἰσ-
χρῶν καὶ πάλαι καὶ νεωστὶ καὶ μικρῶν καὶ μεγάλων αἰτίου
γεγενημένου τολμήσουσιν αὑτοὺς φίλους ὄντας ἀποφαίνειν,
οὐχ ὑπὲρ ὑμῶν ἀποθανόντος Θηραμένους ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς
αὑτοῦ πονηρίας, καὶ δικαίως μὲν ἐν ὀλιγαρχίᾳ δίκην δόντος
(ἤδη γὰρ αὐτὴν κατέλυσε), δικαίως δ’ ἂν ἐν δημοκρατίᾳ· δὶς
γὰρ ὑμᾶς κατεδουλώσατο, τῶν μὲν παρόντων καταφρονῶν,
τῶν δὲ ἀπόντων ἐπιθυμῶν, καὶ τῷ καλλίστῳ ὀνόματι χρώ-
μενος δεινοτάτων ἔργων διδάσκαλος καταστάς.

***
Ας ομιλήσω τώρα δι' ολίγων και περί του Θηραμένους. Σας παρακαλώ δε να με ακούσετε μετά προσοχής και χάριν εμού και χάριν της πόλεως. Και ουδείς ας μη φαντασθή τούτο, δηλαδή ότι κατηγορώ τον Θηραμένη ενώ δικάζεται ο Ερατοσθένης. Το κάμνω αυτό, διότι πληροφορούμαι ότι ο κατηγορούμενος εις την απολογίαν του αυτό θα ισχυρισθή, δηλαδή ότι ήτο φίλος του Θηραμένους, και μετείχε των πράξεων αυτού. Έχω την γνώμην ότι, αν έζη επί της εποχής του Θεμιστοκλέους ουδόλως θα διισχυρίζετο ότι συνετέλεσεν εις την ανοικοδόμησιν των τειχών, αφού συνέπραττε μετά του Θηραμένους διά να καταστραφούν. Διότι μου φαίνεται ότι οι δύο αυτοί άνδρες δεν εγένοντο άξιοι της ιδίας τιμής. Διότι ο μεν Θεμιστοκλής ωκοδόμησεν αυτά παρά την θέλησιν των Λακεδαιμονίων, ο δε Θηραμένης εξαπατήσας τους συμπολίτας του κατέστρεψε ταύτα. Κατήντησε λοιπόν να συμβή εις την πόλιν το εναντίον από εκείνο το οποίο ήτο φυσικόν να συμβή. Διότι δίκαιον μεν ήτο και ο Θηραμένης και οι φίλοι του να τιμωρηθούν διά της μεγαλυτέρας τιμωρίας, εκτός εάν τις ήτο μεν προσωπικός του φίλος, αλλά διεφώνει προς τα πολιτικά φρονήματα και τας πράξεις αυτού. Τώρα όμως βλέπω ότι οι δικαζόμενοι εις τας απολογίας των επικαλούνται την φιλίαν εκείνων, και ότι οι φίλοι του κρίνονται άξιοι τιμών, ωσάν να ήτο αίτιος μεγάλων αγαθών, και να μη εγένετο αίτιος μεγάλων συμφορών. Διότι ούτος πρώτον μεν εγένετο ο κυριώτερος αίτιος της προτέρας ολιγαρχίας πείσας σας να προτιμήσετε το πολίτευμα των τετρακοσίων. Και ο μεν πατήρ αυτού γενόμενος είς εκ των δέκα Προβούλων έπραττε τα ίδια, ο Θηραμένης δε θεωρούμενος ότι διέκειτο ευνοϊκώς προς την εγκαθιδρυθείσαν ολιγαρχίαν εξελέγη υπό των Τετρακοσίων στρατηγός. Και ως ότου μεν ετιμάτο, ήτο πιστός εις τους ολιγαρχικούς. Όταν όμως έβλεπεν ότι ο Πείσανδρος και ο Κάλλαισχρος και άλλοι προετιμώντο περισσότερον αυτού υπό των Τετρακοσίων, και ότι ο λαός δεν ήθελε πλέον να υπακούη εις αυτούς, τότε πλέον φθονών εκείνους και φοβούμενος σας, μετέσχε των έργων του Αριστοκράτους. Θέλων δε να φαίνεται ότι είναι πιστός εις την δημοκρατίαν, κατηγορών εγένετο αίτιος του φόνου των φιλτάτων Αντιφώντος και Αρχεπτολέμου, εις τόσην δε μοχθηρίαν έφθασεν, ώστε θεωρούμενος πιστός εις εκείνους κατέστρεψε σας, πιστευόμενος δε υφ' υμών κατέστρεψε τους φίλους. Ενώ δε ετιμάτο, και κατελάμβανε τα μεγαλύτερα αξιώματα, αν και αυτοπροαιρέτως υπεσχέθη ότι θα σώση την πόλιν, ο ίδιος την κατέστρεψε με το να διαβεβαιοί ότι έχει εξεύρει κάτι μέγα και αξιόλογον. Υπέσχετο δε ότι θα κάμη ειρήνην με τους Σπαρτιάτας χωρίς να δώση ομήρους, χωρίς να καταστρέψη τα τείχη, και χωρίς να παραδώση τον στόλον· δεν ηθέλησε δε εις ουδένα να ανακοινώση το μυστικόν, πώς θα κατώρθωνε ταύτα, και μας συνεβούλευσε να έχωμεν πεποίθησιν εις αυτόν. Σεις δε, συμπολίται, ενώ η βουλή του Αρείου Πάγου εφρόντιζε διά την σωτηρίαν της πόλεως, και διεφώνουν πολλοί προς τον Θηραμένη, αν και εγνωρίζατε ότι οι άνθρωποι φυλάττουν μυστικά μόνον από τους εχθρούς, εκείνος δε δεν ηθέλησε να ανακοινώση εις τους συμπολίτας του, όσα έμελλε να είπη εις τους εχθρούς, όμως παρεδώσατε εις αυτόν την πατρίδα σας, και τους παίδας σας, και τας γυναίκας σας, και τον εαυτόν σας. Εκείνος δε, από όσα μεν υπέσχετο ουδέν έπραξεν, εσκέφθη όμως ότι πρέπει να κάμη τόσον μικράν και ασθενή την πόλιν, ώστε, όσα ούτε οι εχθροί ποτέ ανέφερον, ούτε οι πολίται εφαντάσθησαν, σας εξηνάγκασε να πράξετε χωρίς να αναγκάζεται υπό των Λακεδαιμονίων, αλλ' εξ ιδίας προαιρέσεως υποσχεθείς εις αυτούς ταύτα, δηλαδή την καταστροφήν των οχυρώσεων του Πειραιώς, και την κατάργησιν του πολιτεύματος, διότι καλώς εγνώριζεν ότι, εάν δεν χάσετε κάθε ελπίδα, ταχέως θα τον τιμωρήσετε.

Και τελευταίον, κύριοι δικασταί, δεν επέτρεψε να συνέλθη πρότερον η συνέλευσις του λαού αλλά παρεφύλαξε επιμελώς την περίστασιν, και προσεκάλεσε μεν από την Σάμον τον στόλον του Λυσάνδρου, εισήγαγε δε εις την πόλιν το πεζικόν στράτευμα των Λακεδαιμονίων. Τότε δε, ότε τοιαύτη είχε δημιουργηθή κατάστασις, και ευρίσκοντο εν Αθήναις ο Λύσανδρος, ο Φιλοχάρης, και ο Μιλτιάδης, συνεκάλεσαν τον λαόν να αποφασίση την μεταβολήν του πολιτεύματος, ίνα μη κανείς ρήτωρ εναντιωθή εις αυτούς, και τους απειλήση, και ίνα μη αποφασίσετε σεις τα συμφέροντα εις την πόλιν, αλλ' ίνα ψηφίσετε, όσα εις εκείνους αρέσουν. Αφού ανήλθεν εις το βήμα ο Θηραμένης σας διέταξε να παραδώσετε την πόλιν εις τριάκοντα άνδρας, και να έχετε το πολίτευμα του οποίου εισήγησιν ενώπιόν σας έκαμεν ο Δρακοντίδης. Σεις όμως, αν και ευρίσκεσθε εις τοιαύτην οικτράν κατάστασιν διά θορύβου απεδοκιμάζετε αυτόν δηλούντες ότι δεν θα πράξετε τα υπ' αυτού προτεινόμενα. Διότι εγνωρίζατε ότι κατ' εκείνην την ημέραν συνήλθετε να αποφασίσετε αν θέλετε να είσθε δούλοι ή ελεύθεροι. Ο Θηραμένης όμως, κύριοι δικασταί, (και σας τους ιδίους επικαλούμαι μάρτυρας των λεγομένων μου) είπεν ότι δεν τον ενδιαφέρει ο θόρυβος, επειδή γνωρίζει ότι οι συμφωνούντες με αυτόν Αθηναίοι είναι πολλοί, και επειδή εις όσα λέγει συμφωνούν ο Λύσανδρος και οι Λακεδαιμόνιοι· ύστερον από εκείνον ανελθών εις το βήμα ο Λύσανδρος είπε και άλλα πολλά και ότι μας θεωρεί παραβάτας των συμφωνηθέντων, και ότι δεν πρόκειται δι' ημάς περί πολιτεύματος, αλλά περί σωτηρίας, εάν δεν εκτελέσωμεν, όσα ο Θηραμένης προέτεινεν. Όσοι από τους ευρισκομένους εις την συνέλευσιν ήσαν άνδρες αγαθοί εννοήσαντες τας ραδιουργίας και συνεννοήσεις των ολιγαρχικών, και την επιτακτικήν ανάγκην (να ψηφισθούν τα προτεινόμενα υπό του Θηραμένους) εσιώπων, μερικοί δε ανεχώρησαν έχοντες τουλάχιστον αναπεπαυμένην την συνείδησίν των ότι ουδέν κακόν διά την πόλιν εψήφισαν· ολίγοι δε τινές μοχθηροί και κακόβουλοι εψήφισαν τα διαταχθέντα. Διότι είχε παραγγελθή εις αυτούς να ψηφίσουν δέκα, τους οποίους προέτεινεν ο Θηραμένης, δέκα, τους οποίους υπεδείκνυον οι διορισθέντες έφοροι, και δέκα από τους παρόντας· τόσον και την αδυναμίαν μας έβλεπον, και την δύναμίν των εγνώριζον, ώστε εκ των προτέρων εγνώριζον όσα θα συμβούν εις την συνέλευσιν. Ταύτα δε δεν πρέπει να τα πιστεύση κανείς διότι τα λέγω εγώ, αλλά να τα πιστεύση διότι τα είπε εκείνος, διότι πάντα όσα έχουσι ειπωθή υπ' εμού, τα έλεγεν εκείνος απολογούμενος εν τη Βουλή (των Τριάκοντα) μεμφόμενος μεν τους εξορίστους (ολιγαρχικούς) διότι εξ αιτίας του επανήλθον (εις την πατρίδα) ενώ ουδόλως οι Λακεδαιμόνιοι εφρόντιζον (δι' αυτούς), μεμφόμενος δε και τους μετέχοντας εις την κυβέρνησιν (των Τριάκοντα) διότι ενώ αυτός είχε γίνει, διά των μέσων που είχε εκθέσει, ο αίτιος όλων των συμβάντων, τοιαύτας αμοιβάς απολαμβάνει αν και έχει δώσει εμπράκτως εις αυτούς πολλάς αποδείξεις πίστεως και έχει συνορκισθή μετ' εκείνων. Κι επειδή έχει γίνη αίτιος τοσούτων και άλλων κακών και αισχρών πράξεων και εις το παρελθόν και προ μικρού, και μικρών και μεγάλων (κακών), θα έχωσι την τόλμην αυτοί καίτοι ήσαν φίλοι του να αποφανθώσιν ότι δεν απέθανεν ο Θηραμένης (αγωνιζόμενος δι' υμάς) αλλά ένεκα της φαυλότητός του και ότι δικαίως υπέστη μεν την ποινήν εις τον καιρόν της ολιγαρχίας (διότι πρότερον κατέλυσεν αυτήν), δικαίως δε ήθελε τιμωρηθή εν καιρώ δημοκρατίας διότι δύο φοράς σας κατέστησε δούλους, επειδή, τα μεν παρόντα κατεφρόνει τα δε απόντα επεθύμει και διότι μεταχειριζόμενος το κάλλιστον όνομα (της ελευθερίας) κατέστη διδάσκαλος φοβερωτάτων έργων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου