Προσεγγίζοντας το ζήτημα της φιλίας στις αρχές του έβδομου βιβλίου από τα «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης αναφέρεται στις τρέχουσες (επί του θέματος) απόψεις της εποχής καταδεικνύοντας την ασυμφωνία των οπτικών και τους προβληματισμούς που γεννιούνται από όλες τις αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές: «Πολλά προβλήματα μας θέτει το περί φιλίας θέμα, και πρώτο-πρώτο το πώς την αντιλαμβάνονται οι μη φιλόσοφοι συγγραφείς και τι επισημαίνουν γι’ αυτήν» (1235a 6-8).
Η πρώτη εκδοχή που καταγράφεται θέλει τη φιλία να γεννιέται ανάμεσα σε όμοια πράγματα: «Κάποιοι θεωρούν ότι φιλία υπάρχει ανάμεσα στα όμοια. Οι φυσικοί φιλόσοφοι, μάλιστα, φτάνουν να θεμελιώνουν την κοσμική αρμονία στην αρχή ότι το όμοιο κινείται προς το όμοιο. Γι’ αυτό και ο Εμπεδοκλής είπε ότι το σκυλί πάει να πλαγιάσει πάνω σ’ ένα κεραμίδι, γιατί του έμοιαζε πολύ. Αυτοί, λοιπόν, έτσι βλέπουν τη φιλία» (1235a 8-19).
Σχετικά με το παράδειγμα του Εμπεδοκλή που θέλει το σκύλο να ξαπλώνει λόγω ομοιότητας στα κεραμίδια ο μεταφραστής Βασίλης Μπετσάκος παραθέτει στα σχόλια μια υπόθεση που κάνει ο Rackham: «Πιθανώς η ομοιότητα έγκειται όχι στο σχήμα αλλά στο χρώμα» (σελ. 538). Το κατά πόσο όλοι οι σκύλοι έχουν χρώμα κεραμιδί, ώστε λόγω ομοιότητας να διέπονται φιλικά προς τα κεραμίδια, ή κατά πόσο πράγματι προτιμούν να ξαπλώνουν στα κεραμίδια (πολλοί αρέσκονται να ξαπλώνουν στο χορτάρι) είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί.
Το προφανώς τραβηγμένο επιχείρημα του Εμπεδοκλή για τη φιλία των σκύλων με τα κεραμίδια δεν αναιρεί το λογικό υπόβαθρο της άποψης, αφού η συμφωνία των χαρακτήρων δεν μπορεί παρά να επιδρά ενωτικά. Τα κοινά ενδιαφέροντα, οι κοινές προτεραιότητες, οι κοινοί προβληματισμοί, οι κοινές αγωνίες, ελπίδες, χαρές, λύπες κλπ. αναντίρρητα φέρνουν κοντά τους ανθρώπους. Το σίγουρο είναι ότι δε φτάνουν μόνο αυτά για να θεωρηθούν δυο άνθρωποι φίλοι. Η φιλία ως υπέρτατη μορφή ανθρώπινης συναναστροφής προϋποθέτει κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό.
Οι ομοιότητες που προκύπτουν από την καθημερινή ζωή και την αντίληψη της πραγματικότητας (στο επίπεδο των πολιτικών, οικονομικών, εθνικών ή άλλων ευρύτερων ιδεολογικών πεποιθήσεων) μπορούν να λειτουργήσουν ως προϋπόθεση της φιλίας, αλλά όχι ως εξασφάλιση. Δεν είναι όλοι οι ομοϊδεάτες φίλοι ούτε όλοι όσοι έχουν κοινή καταγωγή ή θρήσκευμα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ομοιότητα ενισχύει τις σχέσεις των ανθρώπων θέτοντας συμβατά σημεία αναφοράς στην επικοινωνία.
Ωστόσο, υπάρχει και η αντίθετη άποψη: «Άλλοι ισχυρίζονται ότι φιλία υπάρχει ανάμεσα σε πράγματα αντίθετα. Λένε ότι για τα πάντα φιλικό είναι αυτό που αγαπούν και επιθυμούν, και ότι το ξηρό δεν επιθυμεί το ξηρό αλλά το υγρό» (1235a 19-23). Κι όχι μόνο αυτό: «Επίσης, λένε αυτοί, το όμοιο μισεί το όμοιο, και βέβαια: “ο κεραμοποιός απεχθάνεται τον κεραμοποιό”, και τα ζώα που διεκδικούν την ίδια τροφή αρπάζονται το ένα με το άλλο». (1235a 27-31).
Ο Αριστοτέλης θα παραθέσει και την άποψη του Ηράκλειτου: «ο Ηράκλειτος τα βάζει με τον ποιητή που είπε “μακάρι να έσβηνε των θεών η έριδα και των ανθρώπων”. Το σκεπτικό του είναι πως δεν υπάρχει αρμονία χωρίς νότες οξείες και βαριές ούτε και όντα ζωντανά χωρίς την αντίθεση αρσενικού και θηλυκού» (1235a 38-43).
Το δεδομένο ότι μέσα από τις αντιθέσεις προκύπτει η σύνθεση, δηλαδή η εξέλιξη (σύμφωνα με τους κανόνες της διαλεκτικής) καταδεικνύει την έλξη των αντιθέτων που χωρίς αυτά η ανθρωπότητα θα βάλτωνε στη στασιμότητα. Εξάλλου, μεταξύ ομοίων γεννιέται κι ο ανταγωνισμός. Η ομοιότητα της ίδιας τροφής στα ζώα είναι αδύνατο να τα κάνει φίλους με τον ίδιο τρόπο που «κεραμοποιός απεχθάνεται τον κεραμοποιό».
Όμως, ούτε κι αυτή η εκδοχή φαίνεται να προσεγγίζει ολοκληρωμένα τη φιλία. Ακόμη κι αν γίνει αποδεκτό ότι τα όμοια αδυνατούν να έχουν φιλικές σχέσεις (που ούτε αυτό τίθεται πειστικά) δεν τεκμηριώνεται η δυνατότητα για το αντίθετο. Αν το λιοντάρι δε γίνεται φίλος με τα λιοντάρια (λόγω ανταγωνιστικότητας στο κυνήγι της τροφής), δε σημαίνει ότι θα γίνει φίλος με τις γαζέλες (τις οποίες τρώει). Η ευεργετική αλληλοσυμπλήρωση της διαφορετικότητας δεν αποτελεί εχέγγυο φιλίας.
Ο Αριστοτέλης δε φαίνεται να πείθεται ούτε με τη μία ούτε με την άλλη εκδοχή: «Αυτές οι δύο είναι οι κυρίαρχες αντιλήψεις περί φιλίας, άκρως γενικόλογες και αφαιρετικές» (1235a 43-44).
Πέρα όμως από αυτές τις εκδοχές θα σημειωθούν κι άλλες: «Ορισμένοι θεωρούν ότι δε γίνεται οι άνθρωποι οι κακοί να είναι φίλοι, παρά μόνο οι αγαθοί. Άλλοι, πάλι, ότι δε στέκει να μην αγαπούν οι μητέρες τα παιδιά τους (το βλέπουμε ότι και στα ζώα υπάρχει μέσα τους αυτή η μορφή φιλίας, αφού για τα μικρά τους προτιμούν να πεθάνουν)» (1235a 44-50).
Και οι απόψεις συνεχίζονται: «Κάποιοι έχουν την άποψη ότι μόνο η χρησιμότητα προάγει τη φιλία, και φέρνουν την απόδειξη πως οι πάντες το χρήσιμο επιζητούν, ενώ το άχρηστο το απορρίπτουν οι ίδιοι» (1235 50-52).
Η οπτική της χρησιμότητας προσιδιάζει στη χρησιμοθηρική εκδοχή της φιλίας δίνοντας την οπτική του αναλώσιμου. Πράγματι, μεταξύ φίλων υπάρχει και η χρησιμότητα, όχι όμως με την έννοια της χρηστικής αξίας, σαν να πρόκειται για προϊόν, αλλά με την έννοια της ωφέλειας που είναι αδύνατο να μετρηθεί πρακτικά έχοντας αξία ανεκτίμητη.
Είναι ωφέλιμο να εισπράττει κανείς συναισθηματική ισορροπία, ασφάλεια, χαλάρωση, με δυο λόγια ολοκλήρωση, όταν συναναστρέφεται με φίλους. Η ωφέλεια, όμως, αυτή δεν μπορεί να τεθεί με τον ίδιο χρησιμοθηρικό τρόπο που προσφέρει ένα ζευγάρι παπούτσια.
Για τον Αριστοτέλη σε όλες αυτές τις εκδοχές ενυπάρχει ένα αντιθετικό ζεύγος που εν τέλει τις προσδιορίζει: «Σε όλες, λοιπόν, τις προηγούμενες περιπτώσεις θεωρείται ότι υπόκεινται αντιθετικά ζεύγη. Το όμοιο, δηλαδή, είναι άχρηστο για το όμοιο, και δεν υπάρχει πιο μεγάλη απόσταση από όσο η εναντιότητα απέχει από την ομοιότητα· και τίποτε πιο άχρηστο από το αντίθετο για το αντίθετό του, αφού το ένα φθείρει το άλλο» (1235b 4-8).
Υπάρχει, όμως, και μια ακόμη εκδοχή που ο Αριστοτέλης κρίνει σκόπιμο να την καταγράψει: «Άλλοι, πάλι, θεωρούν εύκολη την απόκτηση φίλων· κάποιοι λένε ότι είναι πολύ σπάνιο να μάθεις ποιος είναι φίλος, και ότι αυτό θα γίνει μόνο σε περίπτωση κάποιου δυστυχήματος (όλοι θέλουν να δείχνουν φίλοι σε ανθρώπους ευτυχείς). Ορισμένοι, μάλιστα, αποφεύγουν να εμπιστευτούν ως φίλους ακόμα και όσους μείνουν κοντά τους μετά το δυστύχημα· τους θεωρούν ψεύτες και υποκριτές, που θέτουν στόχο μέσα από τη συναναστροφή με τον δυστυχισμένο να ξανακερδίσουν τη φιλία του σαν έρθει πάλι η ευτυχία» (1235b 8-15).
Η απλοϊκή αντίληψη που θεωρεί ότι η φιλία είναι εύκολο πράγμα έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την απαισιόδοξη οπτική που θέλει τη φιλία να επιβεβαιώνεται μόνο στη δυστυχία (και πάλι όχι ανεπιφύλακτα, αφού οι υποκριτές μπορούν να παραστήσουν τους φίλους εκμαιεύοντας τη συμπάθεια μετά το πέρας της δυστυχίας). Και οι δύο απόψεις κρίνονται υπεραπλουστευτικές και ανακριβείς, η πρώτη από την πλευρά της υπέρ-αισιοδοξίας (δε συναντάς φίλους καθημερινά) και η δεύτερη από την πλευρά της καχυποψίας που φτάνει στο βαθμό της άρνησης.
Το βέβαιο είναι ότι οι φίλοι φαίνονται και στην ευτυχία (στην επιτυχία φαίνεται ο φθονερός που από ζήλια θα πει τον πικρό λόγο) και ότι δε χρειάζεται να είναι κανείς τόσο αποκαρδιωτικά δύσπιστος, ώστε να υποπτεύεται για υποκρισία ακόμη κι αυτούς που του συμπαραστέκονται στις λύπες. Μια τέτοια λογική αποκλείει τη φιλία από θέση αρχής, αφού προϋπόθεση για το πλησίασμα των ανθρώπων είναι η (τουλάχιστον) στοιχειώδης εμπιστοσύνη. Ο άνθρωπος που υποπτεύεται ακόμη και αυτούς που τον συλλυπούνται είναι δύσκολο να κάνει φίλους και τα αίτια αφορούν τον ίδιο.
Έχοντας υπόψη αυτά ο Αριστοτέλης θα ξεκινήσει τη δική του διερεύνηση: «Τώρα, συνεπώς, πρέπει να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο συγχρόνως και τα γενικώς αποδεκτά περί φιλίας θα καλυφθούν, και τα προβλήματα θα απαντηθούν, και οι αντιφάσεις θα αρθούν. Και αυτό θα προκύψει, μόνο εάν αποδειχθούν εύλογα αυτά που τώρα φαίνεται να αντιφάσκουν» (1235b 16-19).
Η αρχική αυτή τοποθέτηση καθιστά σαφές ότι όλες οι περί φιλίας απόψεις εμπεριέχουν ψήγματα αλήθειας εξετάζοντας όμως το ζήτημα από συγκεκριμένες περιοριστικές οπτικές. Αυτό που εκκρεμεί είναι η ολική διερεύνηση του θέματος που θα συνθέσει όλες τις εκδοχές διαχωρίζοντας αυτά που ισχύουν από τις στρεβλώσεις.
Ο Αριστοτέλης θα ξεκινήσει θέτοντας το ζήτημα της επιθυμίας: «Εάν, λοιπόν, δείχνουμε φιλία και αγάπη γι’ αυτό που έχουμε επιθυμία, πράγμα βέβαια που κατεξοχήν συμβαίνει στον έρωτα: διότι κανένας “δεν είναι εραστής χωρίς παντοτινή αγάπη”, και αν η επιθυμία στρέφεται πάντα στο ηδύ (ευχάριστο), τότε απ’ αυτή την άποψη αντικείμενο της φιλίας είναι το ηδύ. Από την άποψη όμως ότι επιθυμούμε κάτι, τότε αντικείμενό της είναι το αγαθό. Δεν ταυτίζονται όμως το ηδύ με το αγαθό» (1235b 25-31).
Το ότι η επιθυμία οδηγεί πάντα στο ευχάριστο κρίνεται δεδομένο (κανείς δεν επιθυμεί δυσάρεστα πράγματα για τον εαυτό του), όπως δεδομένο θεωρείται και ότι όλοι επιθυμούν το αγαθό, δηλαδή το καλύτερο για τους ίδιους. Η προβληματική έγκειται στο ότι το ευχάριστο πολλές φορές δεν ταυτίζεται με το αγαθό.
Είναι αγαθό να πετύχει κανείς τους όποιους στόχους θέτει, αλλά ο μόχθος που πρέπει να καταβληθεί για την επίτευξή τους δεν είναι πάντα ευχάριστος. Κι αντιστρόφως, είναι ευχάριστο να τεμπελιάζει κανείς όλη μέρα αλλά η ευχαρίστηση αυτή δε συνάδει με το αγαθό. (Φυσικά, δεν αναφερόμαστε σε περιπτώσεις γιορτών ή διακοπών που η ξεκούραση αυτού του είδους κρίνεται αναγκαία κι ως εκ τούτου ωφέλιμη).
Το βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από την επίτευξη των στόχων που απαιτούν μόχθο. Θα έλεγε κανείς ότι όσο περισσότερος μόχθος καταβάλλεται για την επίτευξη ενός στόχου, τόσο μεγαλύτερη και η ευχαρίστηση που εισπράττεται όταν αυτός πραγματωθεί.
Από αυτή την άποψη, το αγαθό (ως εκπλήρωση του ενάρετου στόχου) ταυτίζεται με την ευχαρίστηση, αφού τελικά θα την επιφέρει προσπερνώντας όλη τη δυσαρέσκεια του μόχθου που έχει προηγηθεί. Το ζήτημα έχει να κάνει με την όρεξη που θα υποδείξει το στόχο, και τη θέληση που θα κάνει ό,τι χρειαστεί για την υλοποίησή του.
Κατά τον Αριστοτέλη η σύγχυση ανάμεσα στο ευχάριστο και το αγαθό οφείλεται στο ότι αυτά τα δύο δεν πηγάζουν από το ίδιο μέρος της ψυχής: «Αντικείμενο της όρεξης και της θέλησης είναι είτε το αγαθό είτε το φαινόμενο αγαθό. Γι’ αυτό και το ηδύ γίνεται αντικείμενο της όρεξης: φαντάζει ως κάτι το αγαθό. Κάποιοι έχουν τη γνώμη ότι είναι αγαθό, ενώ κάποιοι άλλοι το φαντάζονται ως αγαθό, μολονότι δεν έχουν τη γνώμη πως είναι. Και αυτό, διότι δεν εντοπίζονται στο ίδιο μέρος της ψυχής η φαντασία και η γνώμη. Όπως και να έχει πάντως, προφανώς και αποτελούν αντικείμενα της φιλίας και τα δύο, και το αγαθό και το ηδύ» (1235b 33-39).
Όμως, πέρα από τη σύγχυση ανάμεσα στο αγαθό και το ευχάριστο υπάρχει και το ζήτημα της υποκειμενικότητας (που διαμορφώνεται από τις εκάστοτε εξατομικευμένες περιστάσεις) για το τι μπορεί να θεωρηθεί αγαθό: «Αφού ξεκαθαρίστηκε αυτό, ας δεχτούμε ακόμα μία προϋπόθεση. Άλλα αγαθά είναι για όλους αγαθά, άλλα όμως μόνο για συγκεκριμένους ανθρώπους και όχι γενικώς αγαθά. Επίσης, μπορεί τα ίδια πράγματα να είναι συγχρόνως και γενικώς αγαθά και γενικώς ηδέα. Παραδείγματα: λέμε πως ό,τι ωφελεί το υγιές σώμα είναι ένα γενικό αγαθό για το σώμα, αυτά όμως που είναι αγαθά για ένα άρρωστο σώμα, π.χ. τα φάρμακα και οι χειρουργικές τομές, δεν είναι γενικά αγαθά. Έτσι και τα γενικά ηδέα, είναι γενικώς ιδέα για ένα υγιές και ολοκληρωμένο σώμα, π.χ. το να βλέπεις μες το φως και όχι στα σκοτεινά· για έναν όμως που έχει πρόβλημα στα μάτια, ισχύει το αντίστροφο» (1235b 40-49).
Με άλλα λόγια, άλλο το αγαθό για ένα υγιές σώμα κι άλλο για εκείνο που πάσχει από κάποια αρρώστια, όπως άλλο το αγαθό ως προς τη φωτεινότητα του χώρου για ένα υγιές μάτι κι άλλο για ένα μάτι που αντιμετωπίζει παθήσεις: «Το ίδιο ισχύει και για την ψυχή: πιο γοητευτικά γι’ αυτήν δεν είναι όσα αρέσουν στα παιδιά ή στα ζώα, αλλά στους ενήλικες. Επιλέγουμε, λοιπόν, τα ηδέα και τα αγαθά λαμβάνοντας υπόψη ποια ακριβώς είναι τα γενικά και ποια ειδικά. Και τη σχέση που έχει το παιδί και το ζώο προς τον ενήλικο, την ίδια έχει και ο άφρων και κακός προς τον μυαλωμένο και καλό. Γι’ αυτόν ηδέα είναι όσα ταιριάζουν με τις αντίστοιχες έξεις του, δηλαδή τα αγαθά και τα καλά» (1236a 2-9).
Σε τελική ανάλυση, η υποκειμενικότητα σε σχέση με το τι θεωρεί κανείς αγαθό κι ευχάριστο έχει να κάνει με την ποιότητα των έξεων που έχει διαμορφώσει την ψυχή του. Αυτός που αντλεί ηδονή από ευτελή και ανάξια πράγματα έχει και την αντίστοιχη ψυχή, την οποία ο ίδιος διαμόρφωσε με τις πράξεις που συνήθισε να κάνει. Εκείνος, όμως, που ευχαριστιέται με πράξεις ποιότητας έχει καταφέρει να διαμορφώσει ορθά κριτήρια τόσο για την ευχαρίστηση όσο και για το αγαθό και κατά συνέπεια οι ποιοτικές του επιλογές θα σηματοδοτήσουν και την ποιότητα της ζωής του σε όλα τα επίπεδα, όπως και στην επιλογή φίλων.
Ο άφρων είναι αδύνατο να επιλέξει αξιόλογους φίλους (εξάλλου κανείς αξιόλογος δε θα τον ήθελε για φίλο του). Το ότι όλοι επιθυμούν τόσο το ευχάριστο όσο το αγαθό και το ωφέλιμο σε όλες τις ενέργειες της ζωής τους δεν εξαιρείται και από τα κριτήρια της επιλογής φίλων: «Τον ένα τον έχουμε φίλο επειδή είναι αυτός που είναι για την αρετή του, τον άλλο επειδή είναι ωφέλιμος και χρήσιμος, τον τρίτο επειδή είναι ευχάριστος και μας προξενεί ηδονή (ευχαρίστηση)» (1236a 16-18).
Τα κριτήρια που θα καθορίσουν την ποιότητα αυτών των προϋποθέσεων θα καθορίσουν και την ποιότητα των σχέσεων που θα διαμορφωθούν. Ο ενάρετος άνθρωπος είναι αδύνατο να νιώσει ικανοποίηση συναναστρεφόμενος με ευτελείς και η φρόνηση που διαθέτει τον καθιστά ικανό να κρίνει εύστοχα και δίκαια τους άλλους. Όμως, ακόμη κι αν περιστασιακά ξεγελαστεί από τις καταστάσεις και υπερεκτιμήσει κάποιους ανθρώπους, είναι ζήτημα χρόνου να καταλάβει την αληθινή τους ποιότητα και να τους απομακρύνει. Τελικά, φίλοι του θα γίνουν εκείνοι που θα εκπληρώνουν τα αντίστοιχα κριτήρια με τα δικά του. Και η ποιότητα των φίλων είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την ευτυχία.
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου