ΛΥΣ 19.1–6
Προοίμιον: επιζητώντας την εύνοια των δικαστών
Ο Αριστοφάνης έπεισε τους Αθηναίους να εκστρατεύσουν προς βοήθεια του βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα, που πολεμούσε εναντίον των Περσών (390 π.Χ.). Ύστερα από την αποτυχία του εγχειρήματος, θανατώθηκε χωρίς δίκη και προτάθηκε η δήμευση της περιουσίας του. Ωστόσο, μετά την απογραφή της, κάποιοι τη θεώρησαν μικρή, κατηγορώντας τους συγγενείς του και κυρίως αυτόν που είχε πλέον την ευθύνη για τη διαχείρισή της, τον πατέρα του ομιλητή και πεθερό του Αριστοφάνη, για υπεξαίρεση μέρους της. Ο ομιλητής θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί την τιμή της οικογένειας και κυρίως να τιμήσει τη μνήμη του πατέρα του, που είχε στο μεταξύ πεθάνει, και να αποδείξει ότι, όταν πέθανε ο Αριστοφάνης, η περιουσία του δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα τάλαντα.
[1] Πολλήν μοι ἀπορίαν παρέχει ὁ ἀγὼν οὑτοσί, ὦ ἄν-
δρες δικασταί, ὅταν ἐνθυμηθῶ ὅτι, ἐὰν ἐγὼ μὲν μὴ νῦν
εὖ εἴπω, οὐ μόνον ἐγὼ ἀλλὰ καὶ ὁ πατὴρ δόξει ἄδικος
εἶναι καὶ τῶν ὄντων ἁπάντων στερήσομαι. ἀνάγκη οὖν,
εἰ καὶ μὴ δεινὸς πρὸς ταῦτα πέφυκα, βοηθεῖν τῷ πατρὶ
καὶ ἐμαυτῷ οὕτως ὅπως ἂν δύνωμαι. [2] τὴν μὲν οὖν παρα-
σκευὴν καὶ <τὴν> προθυμίαν τῶν ἐχθρῶν ὁρᾶτε, καὶ οὐ-
δὲν δεῖ περὶ τούτων λέγειν· τὴν δ’ ἐμὴν ἀπειρίαν πάντες
ἴσασιν, ὅσοι ἐμὲ γιγνώσκουσιν. αἰτήσομαι οὖν ὑμᾶς δί-
καια καὶ ῥᾴδια χαρίσασθαι, ἄνευ ὀργῆς καὶ ἡμῶν ἀκοῦ-
σαι, ὥσπερ <καὶ> τῶν κατηγόρων. [3] ἀνάγκη γὰρ τὸν ἀπο-
λογούμενον, κἂν ἐξ ἴσου ἀκροᾶσθε, ἔλαττον ἔχειν. οἱ μὲν
γὰρ ἐκ πολλοῦ χρόνου ἐπιβουλεύοντες, αὐτοὶ ἄνευ κινδύ-
νων ὄντες, τὴν κατηγορίαν ἐποιήσαντο, ἡμεῖς δὲ ἀγωνιζό-
μεθα μετὰ δέους καὶ διαβολῆς καὶ κινδύνου <τοῦ> μεγί-
στου. εἰκὸς οὖν ὑμᾶς εὔνοιαν πλείω ἔχειν τοῖς ἀπολογου-
μένοις. [4] οἶμαι γὰρ πάντας ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι πολλοὶ ἤδη
πολλὰ καὶ δεινὰ κατηγορήσαντες παραχρῆμα ἐξηλέγχθη-
σαν ψευδόμενοι οὕτω φανερῶς, ὥστε ὑπὸ πάντων τῶν
παραγενομένων μισηθέντες ἀπελθεῖν· οἱ δ’ αὖ μαρτυρή-
σαντες τὰ ψευδῆ καὶ ἀδίκως ἀπολέσαντες ἀνθρώπους ἑάλω-
σαν, ἡνίκα οὐδὲν ἦν ἔτι πλέον τοῖς πεπονθόσιν. [5] ὅτ’ οὖν
τοιαῦτα πολλὰ γεγένηται, ὡς ἐγὼ ἀκούω, εἰκὸς ὑμᾶς, ὦ
ἄνδρες δικασταί, μήπω τοὺς τῶν κατηγόρων λόγους ἡγεῖ-
σθαι πιστούς, πρὶν ἂν καὶ ἡμεῖς εἴπωμεν. ἀκούω γὰρ ἔγω-
γε, καὶ ὑμῶν δὲ τοὺς πολλοὺς οἶμαι εἰδέναι, ὅτι πάντων
δεινότατόν ἐστι διαβολή. [6] μάλιστα δὲ τοῦτο ἔχοι ἄν τις
ἰδεῖν, ὅταν πολλοὶ ἐπὶ τῇ αὐτῇ αἰτίᾳ εἰς ἀγῶνα καταστῶ-
σιν. ὡς γὰρ ἐπὶ τὸ πολὺ οἱ τελευταῖοι κρινόμενοι σῴζον-
ται· πεπαυμένοι γὰρ τῆς ὀργῆς αὐτῶν ἀκροᾶσθε, καὶ τοὺς
ἐλέγχους ἤδη ἐθέλοντες ἀποδέχεσθε.
Ο Αριστοφάνης έπεισε τους Αθηναίους να εκστρατεύσουν προς βοήθεια του βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα, που πολεμούσε εναντίον των Περσών (390 π.Χ.). Ύστερα από την αποτυχία του εγχειρήματος, θανατώθηκε χωρίς δίκη και προτάθηκε η δήμευση της περιουσίας του. Ωστόσο, μετά την απογραφή της, κάποιοι τη θεώρησαν μικρή, κατηγορώντας τους συγγενείς του και κυρίως αυτόν που είχε πλέον την ευθύνη για τη διαχείρισή της, τον πατέρα του ομιλητή και πεθερό του Αριστοφάνη, για υπεξαίρεση μέρους της. Ο ομιλητής θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί την τιμή της οικογένειας και κυρίως να τιμήσει τη μνήμη του πατέρα του, που είχε στο μεταξύ πεθάνει, και να αποδείξει ότι, όταν πέθανε ο Αριστοφάνης, η περιουσία του δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα τάλαντα.
[1] Πολλήν μοι ἀπορίαν παρέχει ὁ ἀγὼν οὑτοσί, ὦ ἄν-
δρες δικασταί, ὅταν ἐνθυμηθῶ ὅτι, ἐὰν ἐγὼ μὲν μὴ νῦν
εὖ εἴπω, οὐ μόνον ἐγὼ ἀλλὰ καὶ ὁ πατὴρ δόξει ἄδικος
εἶναι καὶ τῶν ὄντων ἁπάντων στερήσομαι. ἀνάγκη οὖν,
εἰ καὶ μὴ δεινὸς πρὸς ταῦτα πέφυκα, βοηθεῖν τῷ πατρὶ
καὶ ἐμαυτῷ οὕτως ὅπως ἂν δύνωμαι. [2] τὴν μὲν οὖν παρα-
σκευὴν καὶ <τὴν> προθυμίαν τῶν ἐχθρῶν ὁρᾶτε, καὶ οὐ-
δὲν δεῖ περὶ τούτων λέγειν· τὴν δ’ ἐμὴν ἀπειρίαν πάντες
ἴσασιν, ὅσοι ἐμὲ γιγνώσκουσιν. αἰτήσομαι οὖν ὑμᾶς δί-
καια καὶ ῥᾴδια χαρίσασθαι, ἄνευ ὀργῆς καὶ ἡμῶν ἀκοῦ-
σαι, ὥσπερ <καὶ> τῶν κατηγόρων. [3] ἀνάγκη γὰρ τὸν ἀπο-
λογούμενον, κἂν ἐξ ἴσου ἀκροᾶσθε, ἔλαττον ἔχειν. οἱ μὲν
γὰρ ἐκ πολλοῦ χρόνου ἐπιβουλεύοντες, αὐτοὶ ἄνευ κινδύ-
νων ὄντες, τὴν κατηγορίαν ἐποιήσαντο, ἡμεῖς δὲ ἀγωνιζό-
μεθα μετὰ δέους καὶ διαβολῆς καὶ κινδύνου <τοῦ> μεγί-
στου. εἰκὸς οὖν ὑμᾶς εὔνοιαν πλείω ἔχειν τοῖς ἀπολογου-
μένοις. [4] οἶμαι γὰρ πάντας ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι πολλοὶ ἤδη
πολλὰ καὶ δεινὰ κατηγορήσαντες παραχρῆμα ἐξηλέγχθη-
σαν ψευδόμενοι οὕτω φανερῶς, ὥστε ὑπὸ πάντων τῶν
παραγενομένων μισηθέντες ἀπελθεῖν· οἱ δ’ αὖ μαρτυρή-
σαντες τὰ ψευδῆ καὶ ἀδίκως ἀπολέσαντες ἀνθρώπους ἑάλω-
σαν, ἡνίκα οὐδὲν ἦν ἔτι πλέον τοῖς πεπονθόσιν. [5] ὅτ’ οὖν
τοιαῦτα πολλὰ γεγένηται, ὡς ἐγὼ ἀκούω, εἰκὸς ὑμᾶς, ὦ
ἄνδρες δικασταί, μήπω τοὺς τῶν κατηγόρων λόγους ἡγεῖ-
σθαι πιστούς, πρὶν ἂν καὶ ἡμεῖς εἴπωμεν. ἀκούω γὰρ ἔγω-
γε, καὶ ὑμῶν δὲ τοὺς πολλοὺς οἶμαι εἰδέναι, ὅτι πάντων
δεινότατόν ἐστι διαβολή. [6] μάλιστα δὲ τοῦτο ἔχοι ἄν τις
ἰδεῖν, ὅταν πολλοὶ ἐπὶ τῇ αὐτῇ αἰτίᾳ εἰς ἀγῶνα καταστῶ-
σιν. ὡς γὰρ ἐπὶ τὸ πολὺ οἱ τελευταῖοι κρινόμενοι σῴζον-
ται· πεπαυμένοι γὰρ τῆς ὀργῆς αὐτῶν ἀκροᾶσθε, καὶ τοὺς
ἐλέγχους ἤδη ἐθέλοντες ἀποδέχεσθε.
***
Η θέσις μου κύριοι δικασταί, εις τον δικαστικόν τούτον αγώνα είναι λίαν δυσχερής, όταν λάβω υπ' όψιν μου ότι, εάν τώρα δεν ομιλήσω καλώς, όχι μόνον εγώ, αλλά και ο πατήρ μου θα φανή άδικος, και θα στερηθώ της περιουσίας μου. Είναι ανάγκη λοιπόν, αν και δεν έχω ικανότητα διά την διεξαγωγήν τοιούτων δικαστικών αγώνων, να βοηθώ τον πατέρα μου και τον εαυτόν μου, όπως δυνηθώ. Την μεν προπαρασκευήν λοιπόν και την προθυμίαν των εχθρών μου όλοι τας βλέπετε και δεν υπάρχει ανάγκη να είπω τίποτε περί τούτων· την δε απειρίαν μου ουδείς αγνοεί, από όσους με γνωρίζουν. Θα ζητήσω λοιπόν από σας χάριν δικαίαν και εύκολον, να ακούσετε δηλαδή και ημάς ευμενώς, όπως ηκούσατε και τους κατηγόρους μας. Διότι κατ' ανάγκην μειονεκτεί ο απολογούμενος, και αν εξ ίσου ευμενώς με τον κατήγορον ακούετε αυτόν. Διότι οι κατήγοροι μεν προ πολλού επιβουλεύοντες ημάς, χωρίς αυτοί να κινδυνεύουν εξύφαναν την εναντίον μας κατηγορίαν, ημείς δε διεξάγομεν τον αγώνα τούτον καταφοβισμένοι, κατασυκοφαντημένοι και διατρέχοντες τον έσχατον κίνδυνον. Πρέπει λοιπόν σεις να ευνοήτε περισσότερον τους απολογουμένους από τους κατηγόρους. Διότι νομίζω ότι όλοι σεις γνωρίζετε ότι πολλοί έως τώρα πολλάς και φοβεράς κατηγορίας ποιήσαντες τόσον φανερά απεδείχθησαν ότι εψεύδοντο, ώστε επήλθον του δικαστηρίου μισηθέντες υπό πάντων διά τα ψεύδη των· άλλοι δε καταστρέψαντες ανθρώπους με τας ψευδομαρτυρίας των κατεδικάσθησαν δι' αυτάς, όταν πλέον ουδεμία ωφέλεια ήτο διά τους παθόντας. Αφού λοιπόν πολλά τοιαύτα έχουν γίνει, καθώς εγώ πληροφορούμαι, πρέπει και σεις κύριοι δικασταί, να μη θεωρήτε τους λόγους των κατηγόρων αληθείς, προτού να ομιλήσωμεν και ημείς. Διότι εγώ τουλάχιστον πληροφορούμαι, νομίζω δε ότι και πολλοί από σας γνωρίζουν, ότι η διαβολή είναι το φοβερώτερον εξ όλων. Τούτο προ πάντων δύναται τις να το παρατηρήση, όταν πολλοί δικάζωνται διά την ίδιαν αιτίαν. Διότι ως επί το πλείστον οι δικαζόμενοι τελευταίοι σώζονται, επειδή ακούετε την απολογίαν των άνευ οργής και προθύμως δέχεσθε πλέον τα υπό των κατηγορουμένων προβαλλόμενα μέσα προς απόδειξιν της αληθείας.
Η θέσις μου κύριοι δικασταί, εις τον δικαστικόν τούτον αγώνα είναι λίαν δυσχερής, όταν λάβω υπ' όψιν μου ότι, εάν τώρα δεν ομιλήσω καλώς, όχι μόνον εγώ, αλλά και ο πατήρ μου θα φανή άδικος, και θα στερηθώ της περιουσίας μου. Είναι ανάγκη λοιπόν, αν και δεν έχω ικανότητα διά την διεξαγωγήν τοιούτων δικαστικών αγώνων, να βοηθώ τον πατέρα μου και τον εαυτόν μου, όπως δυνηθώ. Την μεν προπαρασκευήν λοιπόν και την προθυμίαν των εχθρών μου όλοι τας βλέπετε και δεν υπάρχει ανάγκη να είπω τίποτε περί τούτων· την δε απειρίαν μου ουδείς αγνοεί, από όσους με γνωρίζουν. Θα ζητήσω λοιπόν από σας χάριν δικαίαν και εύκολον, να ακούσετε δηλαδή και ημάς ευμενώς, όπως ηκούσατε και τους κατηγόρους μας. Διότι κατ' ανάγκην μειονεκτεί ο απολογούμενος, και αν εξ ίσου ευμενώς με τον κατήγορον ακούετε αυτόν. Διότι οι κατήγοροι μεν προ πολλού επιβουλεύοντες ημάς, χωρίς αυτοί να κινδυνεύουν εξύφαναν την εναντίον μας κατηγορίαν, ημείς δε διεξάγομεν τον αγώνα τούτον καταφοβισμένοι, κατασυκοφαντημένοι και διατρέχοντες τον έσχατον κίνδυνον. Πρέπει λοιπόν σεις να ευνοήτε περισσότερον τους απολογουμένους από τους κατηγόρους. Διότι νομίζω ότι όλοι σεις γνωρίζετε ότι πολλοί έως τώρα πολλάς και φοβεράς κατηγορίας ποιήσαντες τόσον φανερά απεδείχθησαν ότι εψεύδοντο, ώστε επήλθον του δικαστηρίου μισηθέντες υπό πάντων διά τα ψεύδη των· άλλοι δε καταστρέψαντες ανθρώπους με τας ψευδομαρτυρίας των κατεδικάσθησαν δι' αυτάς, όταν πλέον ουδεμία ωφέλεια ήτο διά τους παθόντας. Αφού λοιπόν πολλά τοιαύτα έχουν γίνει, καθώς εγώ πληροφορούμαι, πρέπει και σεις κύριοι δικασταί, να μη θεωρήτε τους λόγους των κατηγόρων αληθείς, προτού να ομιλήσωμεν και ημείς. Διότι εγώ τουλάχιστον πληροφορούμαι, νομίζω δε ότι και πολλοί από σας γνωρίζουν, ότι η διαβολή είναι το φοβερώτερον εξ όλων. Τούτο προ πάντων δύναται τις να το παρατηρήση, όταν πολλοί δικάζωνται διά την ίδιαν αιτίαν. Διότι ως επί το πλείστον οι δικαζόμενοι τελευταίοι σώζονται, επειδή ακούετε την απολογίαν των άνευ οργής και προθύμως δέχεσθε πλέον τα υπό των κατηγορουμένων προβαλλόμενα μέσα προς απόδειξιν της αληθείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου