Για τον Αριστοτέλη αμέσως μετά την κατάδειξη των τριών μορφών φιλίας (του συμφέροντος, της ευχαρίστησης και της αρετής) το ερώτημα που πρέπει να διερευνηθεί είναι το κατά πόσο η φιλία μπορεί να υπάρξει μέσα σε σχέσεις ισότητας ή ανισότητας: «Αφού έγινε η διάκριση σε τρεις μορφές φιλίας, υπήρχε για την καθεμιά η απορία αν η φιλία αναπτύσσεται μέσα στην ισότητα ή στην ανισότητα» (1210a 11.28).
Η απάντηση δίνεται άμεσα: «Και στις δύο» (1210a 11.28). Για να δοθούν εξηγήσεις: «Στην ομοιότητα βασίζεται η φιλία των ενάρετων, μία φιλία ολοκληρωμένη· στην ανομοιότητα η φιλία η βασισμένη στο συμφέρον. Ο φτωχός γίνεται φίλος με τον πλούσιο, ακριβώς επειδή στερείται αυτά που ο πλούσιος έχει σε αφθονία» (1210a 11.28).
Το ότι το αντιθετικό ζεύγος ισότητα-ανισότητα αντικαθίσταται από το ζεύγος ομοιότητα-ανομοιότητα προφανώς έχει να κάνει με την αριστοτελικά εννοιολογική προσέγγιση των όρων, καθώς (υποθέτουμε) ότι μέσα σε αυτούς εμπεριέχεται και η έννοια της αξίας. Με δεδομένο ότι για τον Αριστοτέλη η ισότητα τίθεται πάντα με βάση την αξία (αλλιώς είναι ισοπέδωση) η ισότητα και η ανισότητα έχει να κάνει με την αξία των ανθρώπων που συναναστρέφονται, η οποία εν τέλει καθορίζει και την ομοιότητα ή ανομοιότητά τους.
Από αυτή την άποψη, και το ζεύγος ομοιότητα-ανομοιότητα τίθεται επίσης με γνώμονα την αξία και όχι άλλα χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα η εμφάνιση ή οι διατροφικές συνήθειες που κρίνονται ουδέτερα σε σχέση με την αξία του καθενός. Επί του θέματος: «Οι μελετητές θεωρούν τα δύο αντιθετικά ζεύγη νοηματικώς ισοδύναμα. Κυρίαρχες στη σκέψη του συγγραφέα παραμένουν η α΄ και β΄ απορία, σχετικά με το αν η φιλία ευδοκιμεί μεταξύ ομοίων ή ανόμοιων ανθρώπων».
Το ότι πίσω από τις έννοιες όμοιος και ανόμοιος κρύβεται η αξία των ανθρώπων που τους διαφοροποιεί φαίνεται καθαρά στο δεύτερο παράδειγμα του Αριστοτέλη που η ανομοιότητα έχει να κάνει με την αρετή: «Και ο κακός με τον ενάρετο» (εννοείται γίνεται φίλος) «ακριβώς για τον ίδιο λόγο· επειδή στερείται την αρετή, γίνεται φίλος με αυτόν από τον οποίο νομίζει ότι θα την αποκτήσει» (1210a 11.28).
Το κατά πόσο ο κακός επιδιώκει τη φιλία του ενάρετου γιατί θέλει να αποκτήσει την αρετή, με τον ίδιο τρόπο που ο φτωχός συναναστρέφεται τον πλούσιο προσδοκώντας οφέλη, είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Το βέβαιο είναι ότι αυτού του είδους οι φιλίες αφορούν καθαρά το είδος της συμφεροντολογικής οπτικής κι ως εκ τούτου κρίνονται κατώτερες: «Ανάμεσα στους ανόμοιους, λοιπόν, αναπτύσσεται η φιλία η βασισμένη στο συμφέρον» (1210a 11.29).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά το συμφέρον μπορεί να επιφέρει τη φιλία ανάμεσα και στα άκρως αντίθετα: «φιλία αναπτύσσεται και ανάμεσα στα πιο αντίθετα, η φιλία η βασισμένη στο συμφέρον» (1210a 11.30). Κατά συνέπεια, είναι σαφές ότι το ανώτερο είδος φιλίας, εκείνο της αρετής που εμπεριέχει και το συμφέρον και την ευχαρίστηση, αναπτύσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους ίσους, δηλαδή όμοιους ως προς την αξία.
Το ζήτημα των διενέξεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτή την παραδοχή: «Σε όλες τις φιλίες μπορεί να συναντώνται διενέξεις όσον αφορά τη σχέση του ενός φίλου με τον άλλο, όταν π.χ. δε δείχνουν μεταξύ τους την ίδια αγάπη ή δεν κάνουν το ίδιο καλό ο ένας στον άλλο ή δε βοηθούν το ίδιο ο ένας τον άλλο, ή οτιδήποτε από αυτά· όταν ο ένας φροντίζει για κάτι πολύ και ο άλλος λίγο, προκύπτουν από αυτό επικρίσεις και κατηγορίες» (1210a 11.31).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Οπωσδήποτε, στην περίπτωση μιας φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους που τη βασίζουν στον ίδιο σκοπό, π.χ. κάποιοι είναι φίλοι μεταξύ τους επειδή αποβλέπουν και οι δύο στο συμφέρον ή στην αρετή ή στην ευχαρίστηση, τότε η ανεπάρκεια του ενός είναι προφανής· εάν μου προσφέρεις περισσότερα από όσα εγώ, δεν αντιλέγω ότι εσύ πρέπει να παίρνεις από εμένα περισσότερη αγάπη από ό,τι εγώ» (1210a 11.32).
Αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να εκληφθεί σαν μια αντίληψη φιλίας που όλα μετριούνται στη ζυγαριά προκειμένου να έχουν ίσο βάρος. Μια τέτοια εκδοχή θα υποβίβαζε τη φιλία σε συναλλαγή. Αυτό που προάγεται είναι η επιθυμία των ανθρώπων να αισθάνονται ότι απολαμβάνουν ισοδύναμα με αυτά που προσφέρουν κι ότι, αν νιώθουν ότι προσφέρουν πολύ περισσότερα σε σχέση με αυτά που αποκομίζουν, δε νιώθουν ικανοποίηση. Εκείνος που τρέχει για να βοηθήσει ένα φίλο περιμένει ανταπόδοση, αν το φέρουν οι περιστάσεις. Σε περίπτωση που δεν τη λάβει νιώθει προδομένος. Συνήθως δε διατίθεται να συνεχίσει μια τέτοια φιλία.
Τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα, αν αποδειχθεί ότι δύο άνθρωποι είχαν φιλικές σχέσεις προσδοκώντας διαφορετικούς στόχους: «Στην περίπτωση, όμως, μιας φιλίας που οι φίλοι τη βασίζουν σε διαφορετικό ο καθένας σκοπό, οι διενέξεις είναι ακόμα μεγαλύτερες. Διότι η ανεπάρκεια του ενός δεν είναι τόσο προφανής στον άλλο· παράδειγμα: αν ο ένας είναι φίλος για την ευχαρίστηση και ο άλλος φίλος για το συμφέρον, τότε είναι που προκύπτει η αμφισβήτηση. Διότι αυτός που με κριτήριο το συμφέρον δίνει πιο πολλά, δε θεωρεί ότι η ευχαρίστηση είναι επαρκές αντάλλαγμα για το συμφέρον· ούτε αυτός που με κριτήριο την ευχαρίστηση δίνει πιο πολλά, θεωρεί ότι απολαμβάνει λόγω συμφέροντος ικανοποιητική ανταπόδοση. Αυτή είναι η αιτία που στις εν λόγω φιλίες προκύπτουν μεγαλύτερες διενέξεις» (1210a 11.33 και 1210b 11.33).
Σε τελική ανάλυση, όλες οι διενέξεις έχουν να κάνουν με εσφαλμένες εκτιμήσεις ανταπόδοσης. Όμως αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό της αρετής. Ο ενάρετος όχι μόνο είναι αδύνατο να συμπεριφερθεί με αχαριστία (αν το κάνει, δεν είναι ενάρετος), αλλά συνηθίζοντας να συμπεριφέρεται μεγαλόψυχα είναι σε θέση να συγχωρέσει κι αυτούς που δεν του ανταπόδωσαν καμία χάρη. Εξάλλου, ο κάτοχος της αρετής δεν κάνει το καλό για να του το ανταποδώσουν, αλλά γιατί έτσι έχει μάθει να αντλεί χαρά (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η αχαριστία των άλλων είναι κάτι ευχάριστο ή ότι δε θα αποτελέσει κριτήριο για την επανεκτίμηση κάποιων ανθρώπων).
Το δεδομένο ότι η αρετή αποτελεί εγγύηση και για την ανταπόδοση και για την προσφορά (ακόμη και χωρίς ανταπόδοση) και για τη μεγαλοψυχία και για τη δικαιοσύνη και για τη συγχώρεση (αν χρειαστεί) καθιστά σαφές ότι οι διενέξεις δε σχετίζονται τόσο πολύ με τις φιλίες της αρετής. Οι διενέξεις προκύπτουν κυρίως στα κατώτερα είδη φιλίας της ευχαρίστησης και του συμφέροντος. Εκεί είναι που η ανταποδοτικότητα παίζει καταλυτικό ρόλο στις σχέσεις και που γεννιούνται οι αφορμές για συγκρούσεις.
Υπάρχουν περιπτώσεις που πρώην φίλοι γίνονται θανάσιμοι εχθροί. Τα περιστατικά αυτού του είδους δεν έχουν καμία σχέση με την αρετή, και οι φιλίες που εξελίσσονται με αυτό τον τρόπο είναι αδύνατο να στηρίζονταν στην αρετή. Μόνο το πρόσκαιρο συμφέρον και η ευχαρίστηση μπορούν να έχουν τέτοια εξέλιξη.
Ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει ακόμη περισσότερο κάνοντας λόγο για άνισες φιλίες: «Στην περίπτωση, τώρα, μιας φιλίας άνισης, όσοι υπερέχουν στον πλούτο ή σε κάτι άλλο τέτοιο, δε θεωρούν ότι πρέπει και οι ίδιοι να αγαπούν τον άλλο, αλλά ότι αυτοί πρέπει να απολαμβάνουν την αγάπη του άλλου» (1210b 11.34). Παρακολουθούμε την ύψιστη στρέβλωση που μετατρέπει τις σχέσεις σε πεδίο εξουσίας. Ο πλούτος (ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να εκληφθεί ως σημείο υπεροχής) λειτουργεί εξαναγκαστικά, ώστε μόνο ο άλλος να δείχνει την αγάπη του, σαν κάτι που οφείλει, σαν αυτονόητη υποχρέωση απέναντι σε κάτι υψηλότερο.
Στην ουσία πρόκειται για την αντικατάσταση της φιλίας από την υποτέλεια. Η απομόνωση τίθεται ως μοναδικό αποτέλεσμα που μπορεί να περιμένει κανείς, αφού μόνο οι κόλακες και οι αχρείοι είναι πρόθυμοι να παίξουν αυτό το ρόλο. Κι όσο περισσότερο εντείνεται το πλέγμα της υποτέλειας τόσο πιο ασφυκτική γίνεται και η απομόνωση που θα προκύψει. Ο τύραννος είναι η πιο ακραία περίπτωση αυτής της λογικής. Μέχρι εκεί, βέβαια, υπάρχουν διαβαθμίσεις. Ο πλούσιος που απαιτεί να του κάνουν τεμενάδες, ακριβώς επειδή είναι πλούσιος, δεν είναι παρά ένας μικρός τυραννίσκος.
Φυσικά, όλα αυτά δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με την αρετή. Η αλαζονεία της υπεροχής που προβάλλεται ως συνθήκη των σχέσεων έχει να κάνει με χαμηλής ποιότητας ανθρώπους. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να αναζητηθεί η ευτυχία.
Εξάλλου, για τον Αριστοτέλη το να αγαπάει κανείς είναι μεγαλύτερη πηγή ευτυχίας από το να αγαπιέται: «το να αγαπάς είναι ανώτερο από το να αγαπιέσαι –η αιτία: το να αγαπάς είναι ένα είδος ενεργητικής πραγμάτωσης της ηδονής και ένα αγαθό, ενώ το να αγαπιέσαι δεν αποτελεί κανενός είδους ενέργεια αυτού που αγαπιέται» (1210b 11.35).
Και προσθέτει: «Εξάλλου, το να είσαι το υποκείμενο της γνώσης είναι ανώτερο από το να είσαι αντικείμενό της· διότι αντικείμενο της γνώσης και της αγάπης αποτελούν και τα άψυχα, αλλά υποκείμενο της γνώσης και της αγάπης είναι μόνο τα έμψυχα. Επίσης, το να ευεργετείς είναι ανώτερο από το να μην ευεργετείς· διότι αυτός που αγαπά είναι ακριβώς γι’ αυτό ευεργετικός για τον άλλο, ενώ αυτός που αγαπιέται δεν είναι εξ αυτού του λόγου ευεργετικός» (1210b 11.36-37).
Το ότι η αγάπη τίθεται κατ’ αναλογία με τη γνώση, όχι μόνο είναι εύστοχο, αλλά και εξόχως ενδεικτικό για τον αλληλέγγυο τρόπο που ο Αριστοτέλης αντιλαμβανόταν τις έννοιες της γνώσης και της αγάπης. Από κει και πέρα, η προτεραιότητα στην αγάπη εύλογα σηματοδοτεί και την προτεραιότητα στην ευεργεσία ως έμπρακτο καταστάλαγμά της.
Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει καταδεικνύοντας την προβληματική της ανθρώπινης συμπεριφοράς: «Οι άνθρωποι, όμως, επειδή λατρεύουν τις τιμές, θέλουν πιο πολύ να αγαπιούνται παρά να αγαπούν· το να αγαπιέσαι εμπεριέχει ένα είδος υπεροχής· διότι σε κάθε περίπτωση αυτός που αγαπιέται υπερέχει στην ευχαρίστηση ή στο κέρδος ή στην αρετή, και όποιος λατρεύει τις τιμές ορέγεται την υπεροχή. Και όσοι υπερέχουν δε θεωρούν ότι πρέπει και οι ίδιοι να αγαπούν· η υπεροχή τους, τάχα, είναι επαρκής ανταπόδοση σε όσους τους αγαπούν, και οι τελευταίοι είναι κατώτεροι. Αυτός είναι ο λόγος που δε θεωρούν ότι πρέπει να αγαπούν, αλλά μόνο να αγαπιούνται» (1210b 11.38-39).
Η στρέβλωση της υπεροχής ως διαμορφωτικού παράγοντα των σχέσεων καταδεικνύει την έσχατη κοινωνική ανταγωνιστικότητα, που είναι σε θέση να διαβρώσει θεσμούς και αξιώματα. Από τη στιγμή που οι τιμές δεν αφορούν την πραγμάτωση της αρετής αλλά τη ματαιοδοξία των ανθρώπων που θέλουν να νιώθουν υπεροχή, είναι φανερό ότι οι στρεβλώσεις θα πάρουν ξεκάθαρα κοινωνικές διαστάσεις. Ο τιμώμενος που συμπεριφέρεται αλαζονικά με πρόσχημα την υπεροχή της βράβευσής του παύει να αποτελεί πρότυπο.
Η επανάληψη αυτού του σκηνικού δε θα επιφέρει μονάχα την απομυθοποίηση των βραβευμένων σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και της ίδιας της έννοιας (και της διαδικασίας) της βράβευσης, αφού θα ταυτιστεί με την αλαζονεία και την αφροσύνη. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο πραγματικά σώφρων θα αποφύγει τις τιμές. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αξιώματα.
Κι αυτό ακριβώς είναι το πεδίο του ανάξιου. Οι ανίκανοι διψασμένοι για αναγνώριση θα καταλάβουν όλα τα πόστα ευτελίζοντάς τα. Οι θεσμοί, οι αρχές, οι αξίες της πόλης μετατρέπονται σε καρικατούρες. Ο άξιος δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποσυρθεί.
Για μια ακόμη φορά καταδεικνύεται η κοινωνική διάσταση της αρετής, αφού η πόλη που ευτελίζει όλα τα πρότυπα καλλιεργώντας την υπεροψία και την κακώς εννοούμενη υπεροχή δεν μπορεί παρά να αναθρέψει και ανάλογους πολίτες. Υπό αυτή την έννοια, η πραγμάτωση της αρετής αποτελεί πολιτική πράξη, ως απολύτως συνειδητή επιλογή προς τη σωστή κατεύθυνση σε επίπεδο συνόλου. Ο πολίτης που συμπεριφέρεται ενάρετα πράττει πριν από όλα προς όφελος της πόλης. Ενεργεί δηλαδή ως υπεύθυνο πολιτικό ον έχοντας επίγνωση του ρόλου που έχει μέσα στην κοινωνία.
Το ότι η αρετή πέρα από την κοινωνική προσφορά θα συνεισφέρει και στην επίτευξη της ατομικής ευτυχίας, όχι μόνο δε μειώνει την ευεργετική δράση εκείνου που την πραγματώνει, αλλά καταδεικνύει και τη σύμπλευση του ατομικού με το κοινωνικό συμφέρον. Η πόλη που δεν το αντιλαμβάνεται αυτό δεν μπορεί παρά να εκθρέψει συγκρούσεις.
Όταν το ατομικό συμφέρον επιτυγχάνεται σε βάρος του συλλογικού, ο καθένας θα προσπαθήσει να αρπάξει ό,τι μπορεί. Οι πολίτες που αρέσκονται από αυτή την κατάσταση είναι εκείνοι που ευελπιστούν (ή που ξέρουν) ότι θα βγουν κερδισμένοι.
Η εννοιολογική διαστρέβλωση του άξιου έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Άξιος είναι αυτός που θα πάρει τα περισσότερα. Ο θρασύς, ο αδίστακτος, ο άπληστος, ο κυνικός, ο απατεώνας, όλοι αυτοί που ξέρουν τα «κόλπα» υπερτερούν και σε χρήμα και σε τιμές και σε ευχαρίστηση: «Διότι αυτός που υστερεί σε χρήμα ή ευχαρίστηση ή αρετή θαυμάζει όποιον υπερτερεί σ’ αυτά και γίνεται φίλος του, επειδή έτσι τα πετυχαίνει αυτά ή φαντάζεται ότι τα πετυχαίνει» (1210b 11.39).
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου