Το γνωσιολογικό και μεθοδολογικό πλαίσιο ενός διαλόγου με το έργο του Θουκυδίδη
Στο παρόν άρθρο προτιθέμεθα να διεξαγάγουμε έναν απευθείας διάλογο με τον Θουκυδίδη και να διεξέλθουμε ορισμένες καίριες πτυχές του έργου του ώστε, υπό το πρίσμα αυτό, να υποβάλουμε την προβληματική του στη δοκιμασία της ανθρωποκεντρικής κοσμοϊστορίας εστιάζοντας ειδικότερα στη συγκριτική αναλογία της εποχής του με ομόλογα φαινόμενα της εποχής μας.
Οι σύγχρονοι στοχαστές αναγνωρίζουν στον Θουκυδίδη την ιδιότητα του κορυφαίου αναλυτή της διεθνούς πολιτικής, δηλαδή των διακρατικών σχέσεων. Μάλιστα, αξιολογούν το έργο του ως άριστο αναλυτικό παράδειγμα ερμηνείας των φαινομένων που διέρχονται ενώπιον μας σήμερα.
Διαπιστώνουμε, πράγματι, την ύπαρξη πολλών σταθερών που συνθέτουν το πλαίσιο της διακρατικής πολιτικής σχέσης, τις οποίες οι νεότεροι διακρίνουν κατά τρόπο υποδειγματικό στον Θουκυδίδη. Ο Τσόρτσιλ (αναφέρουμε τον συγκεκριμένο πολιτικό επειδή ο ίδιος τόνιζε συχνά ότι ο Θουκυδίδης αποτέλεσε οδηγό του), ο Ελευθέριος Βενιζέλος (ο οποίος μετέφρασε τον Ιστορικό) καθώς και οποιοσδήποτε άλλος σοβαρός πολιτικός της πράξης θα έλεγε ότι ο Θουκυδίδης μπορεί να αποτελέσει ένα θεμελιώδες παράδειγμα που, παρά την απόσταση του χρόνου εισφέρει έναν ακριβή γνωσιολογικό οδηγό προκειμένου να προσεγγίσουμε επίκαιρα σύγχρονα ζητήματα για την κατανοητή των οποίων δεν διαθέτουμε τα αναγκαία γνωστικά εργαλεία.
Πράγματι, οι σταθερές που διακρίνουν το έργο του Θουκυδίδη είναι η επιστημονική αυστηρότητα, η αναλυτική και η ερμηνευτική πειθαρχία, η διεξοδική προσέγγιση και, κυρίως, η προσήλωση στην ακρίβεια των γεγονότων. Όπως υπογραμμίζει ο Θουκυδίδης, πηγές για την Ιστορία του είναι οι πραγματικότητες του καθημέραν βίου στο εσωτερικό των πόλεων και στις διακρατικές τους σχέσεις. Αυτό σημαίνει ότι συνδέει κατά τρόπο άρρηκτο την εσωτερική πολιτική ζωή με τις εξωτερικές πολιτικές σχέσεις προκειμένου να αιτιολογήσει το διακύβευμα του πολέμου και της ειρήνης και να διαλευκάνει σημαίνουσες πτυχές του. Κατά τούτο, δεν περιορίζεται στην καταγραφή των γεγονότων, αλλά διεισδύει βαθιά στην ερμηνεία τους και καταγίνεται με το κινούν αίτιο των ανθρώπινων πράξεων. Συνάγεται, επομένως, ότι ο Θουκυδίδης διαθέτει μέθοδο αλλά και γνωστικό επιχείρημα στην προσέγγιση των γεγονότων αναγνωρίσιμα διά γυμνού οφθαλμού ακόμα και στον μη εξοικειωμένο αναγνώστη.
Ωστόσο, εδώ εντοπίζεται ένα κεφαλαιώδες πρόβλημα το οποίο σχετίζεται με τις χρήσεις ή τις μεθερμηνείες των πορισμάτων και των αναλυτικών εργαλείων του Θουκυδίδη από τους νεότερους προκειμένου να εξηγήσουν ή και να νομιμοποιήσουν πολιτικές, σκοπιμότητες ή πρακτικές που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του δικού τους συμφέροντος. Εν προκειμένω το έργο του Θουκυδίδη δεν είναι το μόνο. Η αυτή τύχη επιφυλάσσεται και στο έργο άλλων στοχαστών, όπως του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη κ.λπ.
Εντούτοις, όπως θα διαπιστώσουμε, το μείζον πρόβλημα που ορθώνεται ως ανυπέρβλητο τείχος για την κατανόηση του έργου του Αλιμούσιου Ιστορικού εκπορεύεται από το γνωσιολογικό αβαθές της νεοτερικής «επιστήμης», το οποίο δεν της επιτρέπει να διακρίνει τη διαφορά φύσεως ή μάλλον φάσης που αντιθέτει την κλασική εποχή της πόλης με την αντίστοιχη των ημερών μας.
Παράλληλα, παραμένει γεγονός ότι ο Θουκυδίδης δεν ηδύνατο να προβλέψει τις εξελίξεις, ιδίως την είσοδο του κοινωνικού ανθρώπου στη λεγόμενη «νεοτερικότητα», δηλαδή στη φάση της μεγάλης κλίμακας μέσω του δυτικού δρόμου, ώστε να του προσφέρει την κατάλληλη μέθοδο που θα επέτρεπε στον μεταχρονολογημένο αναγνώστη του έργου να θέσει σε συγκριτική δοκιμασία τις υποθέσεις του, να συνεκτιμήσει, επομένως, τις θεμέλιες διαφορές μεταξύ της ολοκληρωμένης κρατοκεντρικής φάσης από την οποία διήρχετο η κλασική εποχή των πόλεων και της ομόλογης πρώιμης φάσης που διάγει η σύγχρονη περίοδος των εθνικών κρατών.
Εντούτοις, η πραγματεία του για την εσωτερική εξέλιξη του κόσμου των πόλεων και των διαπολεοτικών πραγμάτων από τις απαρχές των ελληνικών χρόνων έως τη στιγμή που ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος καθώς και οι αναζητήσεις του ως προς τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σε αυτόν προσφέρουν εξαιρετικά εργαλεία, ικανά να δικαιολογήσουν τη διαχρονική επικαιρότητα του Αλιμούσιου Ιστορικού. Η επισήμανσή του ότι η ανατροπή των συσχετισμών ισχύος στο διακρατικό πεδίο αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο του πολέμου εμπεριέχει το σπέρμα μιας διαχρονικής αξίας: «Η αληθεστάτη, πραγματικώς, αλλ’ ανομολόγητος αιτία [του Πελοποννησιακού Πολέμου] υπήρξε, νομίζω η αυξανόμενη δύναμις των Αθηνών, η οποία επτόησε τους Λακεδαιμονίους και τους εξώθησεν εις πόλεμον».
Η διαπιστωμένη ανατροπή των συσχετισμών ανάμεσα στη Μάρτη και στην Αθήνα συνδυάζεται με την επίκληση του (πολεοτικού, πολιτειακού, κοινωνικού) συμφέροντος ως κινούντος αιτίου που καθοδηγεί τις αποφάσεις των ανθρώπων και των κρατών. Αποτελεί δε μια ικανή βάση που δύναται να ερμηνεύσει τη διχαστική αντιπαράθεση στον νεότερο κόσμο, όπως εκείνη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία απέληξε στην κατάρρευση της πρώτης και στην κατάληψη του ζωτικού χώρου της ρωσικής ομοσπονδίας στην ανατολική Ευρώπη από τη Δύση ουσιαστικά χωρίς μάχη.
Όμως από μόνη της η εν λόγω παράμετρος δεν εξηγεί τη σταθερά του κρατοκεντρισμού, δεν αιτιολογεί γιατί ανάμεσα στα κράτη διαμορφώνονται εξ αντικειμένου σχέσεις ηγεμονίας ή συμμαχίας και από την άλλη υποταγής οι οποίες συστοιχίζονται με την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν απαντά στο ερώτημα εάν υπάρχει η δυνατότητα να υπερβεί ο κοινωνικός άνθρωπος τον κρατοκεντρισμό. Δεν εγείρει καν το ερώτημα αυτό. Εντούτοις, είναι κρίσιμο να διευκρινισθεί ποια φάση αντιπροσωπεύει η θουκυδίδεια περίοδος του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας με την οποία διαλέγεται προκειμένου να κατανοηθεί η έννοια της ανατροπής των συσχετισμών και το διακύβευμα του συμφέροντος.
Ο Θουκυδίδης δεν παραλείπει να επισημάνει ότι η ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών δεν κινείται με γνώμονα το τυχαίο, επομένως υφίστανται συγκεκριμένοι παράγοντες που κινούν την εξέλιξη και είναι εντέλει υπεύθυνοι για τα γεγονότα που διαμορφώνουν την Ιστορία. Η διαβεβαίωση αυτή του Αλιμούσιου Ιστορικού δένει αρμονικά με τη μεθοδολογική υπόθεση της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας ότι οι κοινωνίες συγκροτούν έναν βιολογικό οργανισμό και εξελίσσονται με γνώμονα τη δυναμική των παραμέτρων τους, δηλαδή σε ένα περιβάλλον όπου εγγράφεται η λειτουργία της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο Θουκυδίδης δεν υπεισέρχεται στην αποτίμηση του Πελοποννησιακού Πολέμου με μέτρο τη θέση του στην κοσμοϊστορία - άλλωστε δεν μπορούσε να υπεισέλθει στο ζήτημα αυτό αφού δεν διέθετε τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις από άλλα ιστορικά παραδείγματα. Τούτο συνάγεται από τις αναλύσεις του, δηλαδή από το ίδιο το σκεπτικό της στρατηγικής που εκδιπλώνουν οι πρωταγωνιστές του στις δημηγορίες.
Πράγματι, τα αίτια και το διακύβευμα εντέλει αυτού του καθολικού για τον κοσμοσυστημικό ελληνισμό πολέμου αναδεικνύονται μέσα από τον λόγο των πρωταγωνιστών του, ο οποίος, σε τελική ανάλυση, υποστασιοποιεί τη δυναμική της υπέρβασης του κρατοκεντρισμού και της μετάβασης σε μια μοναδική φάση, εκείνη της οικουμένης. Όπως θα διαπιστώσουμε, το αποτέλεσμα του συγκεκριμένου διακυβεύματος που θα επιχειρήσει να πραγματοποιήσει η Αθήνα θα το καρπωθεί μια άλλη δύναμη, πέραν των πρωταγωνιστών του μεγάλου πολέμου, και ιδίως πέραν των Αθηνών, η Μακεδονία, η οποία θα οδηγήσει εντέλει τις εξελίξεις προς το μέλλον. Ο Αλκιβιάδης, μεταξύ των άλλων, καθώς αναλύει ενώπιον των Σπαρτιατών τον σκοπό της εκστρατείας στη Σικελία, ξεδιπλώνει χωρίς περιστροφές το στρατηγικό σχέδιο των Αθηναίων να οδηγήσουν το ελληνικό/ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα από τον κρατοκεντρισμό στην οικουμένη. Το γεγονός ότι η δυναμική της μετάβασης αυτής δεν αποτελεί συνειδητή παράμετρο της σκέψης του κόσμου της εποχής, αλλά συμπλέκεται με τη σκοπούμενη ηγεμονία των Αθηναίων είναι άνευ σημασίας και, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί τη μια γνώριμη σταθερά της εξέλιξης.
Όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, οι ηγέτες (οι δυνάμεις, οι χώρες) που οδηγούν τις εξελίξεις, ιδίως στις μείζονες στιγμές της Ιστορίας, συνήθως δεν έχουν σαφή συνείδηση του διακυβεύματος, οσφραίνονται όμως την κατεύθυνσή της και κινούν τα νήματά τους. Σε αυτήν την κατηγορία εγγράφεται η ηγεμονική φιλοδοξία της αθηναϊκής δημοκρατίας της κλασικής εποχής, τη λογική της οποίας αποδίδει με παραδειγματικό τρόπο ο Θουκυδίδης ως Ιστορικός. Ωστόσο, δεν ηδύνατο να τη συλλάβει υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής φάσης την οποία σηματοδοτούσε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, όπως άλλωστε δεν τη συνέλαβε ούτε ο Αριστοτέλης, μολονότι υπήρξε ο δάσκαλος του ηγέτη που ανέλαβε και την έφερε σε πέρας, του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Κατά τούτο, μοιάζει φυσικό η νεοτερικότητα, βεβαρημένη με πλείστες όσες ιδεολογικές προσημειώσεις και με το γνωσιολογικό της έλλειμμα, να αδυνατεί να συλλάβει τη φύση της διαφοράς μεταξύ της ολοκληρωμένης κρατοκεντρικής φάσης που διήνυε ο κόσμος των πόλεων της κλασικής εποχής και της πρώιμης ανθρωποκεντρικής φάσης από την οποία διέρχεται η εποχή μας προκειμένου να τοποθετήσει στον αντίστοιχο τόπο και χρόνο την ερμηνευτική της για το έργο του Θουκυδίδη.
Οι νεοτερικές παλινωδίες στην προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου και η αδυναμία κατανόησης θεμελιωδών παραμέτρων του αναδεικνύεται εν προκειμένω σε μείζον διακύβευμα. Όπως έχουμε διαπιστώσει αλλού, απουσιάζει ένα σύστημα γνώσης που να επιτρέπει να γίνουν αντιληπτά τα κοινωνικά φαινόμενα υπό το πρίσμα της βιολογίας τους, δηλαδή της εξελικτικής λογικής που οδηγεί στην εκδίπλωσή τους στον ιστορικό χρόνο. Αντί αυτής επιχειρείται μία καθολικού χαρακτήρα ιδεολογική μεθάρμοση των κοινωνικών φαινομένων, που μάλιστα ενδύεται τον λόγο της επιστήμης. Το εγχείρημα υποστήριξε μια θεαματική αποκένωση των εννοιών από το περιεχόμενο που τους απέδωσε ο οικείος κοσμοσυστημικός χρόνος προκειμένου να ορίσει φαινόμενα που απλώς βιώνει η εποχή μας, πλην όμως ανήκουν σε άλλη φάση της ανθρώπινης κατάστασης. Έτσι, η νεοτερικότητα κατόρθωσε να εγκιβωτίσει τον κοινωνικό άνθρωπο στο δόγμα μιας ενιαίας σκέψης που αποβλέπει στη νομιμοποίηση του παρόντος, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να παρακολουθήσει το διατακτικό της εξελικτικής του βιολογίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου