Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΤΕΛΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΛΕΠΤΙΝΗΝ

ΔΗΜ 20.105–111

Γιατί δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι καμία από τις δύο άλλες μεγάλες Ελληνικές πόλεις δεν ανταμείβει τους ευεργέτες της με ατέλεια

Ολοκληρώνοντας τον κατάλογο των ευεργετών της πόλης που θίγονταν από την πρόταση του Λεπτίνη για κατάργηση της ἀτελείας, (βλ. σχετικά ΔΗΜ 20.11–17 και ΔΗΜ 20.67–74) ο Δημοσθένης εγκωμίασε τον Χαβρία, πατέρα του εντολέα του. Συνεχίζοντας, ο ρήτορας υπέβαλε τις προτάσεις του για τη διατήρηση και βελτίωση του μέτρου, ενώ θυμήθηκε και την προσπάθεια του Σόλωνα για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών νόμων, τονίζοντας πως ο Λεπτίνης δεν συμμορφώθηκε με τις επιταγές του σοφού νομοθέτη.

[105] Πάνυ τοίνυν σπουδῇ τις ἀπήγγελλέ μοι περὶ τοῦ μηδενὶ
δεῖν μηδὲν διδόναι, μηδ’ ἂν ὁτιοῦν πράξῃ, τοιοῦτόν τι λέγειν
αὐτοὺς παρεσκευάσθαι, ὡς ἄρ’ οἱ Λακεδαιμόνιοι καλῶς πολι-
τευόμενοι καὶ Θηβαῖοι οὐδενὶ τῶν παρ’ ἑαυτοῖς διδόασι
τοιαύτην οὐδεμίαν τιμήν· καίτοι καὶ παρ’ ἐκείνοις τινές εἰσιν
ἴσως ἀγαθοί. ἐμοὶ δὲ δοκοῦσιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πάντες
οἱ τοιοῦτοι λόγοι παροξυντικοὶ μὲν εἶναι πρὸς τὸ τὰς ἀτελείας
ὑμᾶς ἀφελέσθαι πεῖσαι, οὐ μέντοι δίκαιοί γ’ οὐδαμῇ. οὐ
γὰρ ἀγνοῶ τοῦθ’ ὅτι Θηβαῖοι καὶ Λακεδαιμόνιοι καὶ ἡμεῖς
οὔτε νόμοις οὔτ’ ἔθεσιν χρώμεθα τοῖς αὐτοῖς οὔτε πολιτείᾳ.
[106] αὐτὸ γὰρ τοῦτο πρῶτον, ὃ νῦν οὗτοι ποιήσουσιν, ἐὰν ταῦτα
λέγωσιν, οὐκ ἔξεστι ποιεῖν παρὰ τοῖς Λακεδαιμονίοις, τὰ
τῶν Ἀθηναίων ἐπαινεῖν νόμιμα οὐδὲ τὰ τῶν δείνων, πολλοῦ
γε καὶ δεῖ, ἀλλ’ ἃ τῇ παρ’ ἐκείνοις πολιτείᾳ συμφέρει, ταῦτ’
ἐπαινεῖν ἀνάγκη [καὶ ποιεῖν]. εἶτα καὶ Λακεδαιμόνιοι τῶν
μὲν τοιούτων ἀφεστᾶσιν, ἄλλαι δέ τινες παρ’ ἐκείνοις εἰσὶ
τιμαί, ἃς ἀπεύξαιτ’ ἂν ἅπας ὁ δῆμος ἐνταυθοῖ γενέσθαι.
[107] τίνες οὖν εἰσιν αὗται; τὰς μὲν καθ’ ἕκαστον ἐάσω, μίαν δ’
ἣ συλλαβοῦσα τὰς ἄλλας ἔχει, δίειμι. ἐπειδάν τις εἰς τὴν
καλουμένην γερουσίαν ἐγκριθῇ παρασχὼν αὑτὸν οἷον χρή,
δεσπότης ἐστὶ τῶν πολλῶν. ἐκεῖ μὲν γάρ ἐστι τῆς ἀρετῆς
ἆθλον τῆς πολιτείας κυρίῳ γενέσθαι μετὰ τῶν ὁμοίων, παρὰ
δ’ ἡμῖν ταύτης μὲν ὁ δῆμος κύριος, καὶ ἀραὶ καὶ νόμοι καὶ
φυλακαὶ ὅπως μηδεὶς ἄλλος κύριος γενήσεται, στέφανοι δὲ
καὶ ἀτέλειαι καὶ σιτήσεις καὶ τοιαῦτ’ ἐστίν, ὧν ἄν τις ἀνὴρ
ἀγαθὸς ὢν τύχοι. [108] καὶ ταῦτ’ ἀμφότερ’ ὀρθῶς ἔχει, καὶ τἀκεῖ
καὶ τὰ παρ’ ἡμῖν. διὰ τί; ὅτι τὰς μὲν διὰ τῶν ὀλίγων
πολιτείας τὸ πάντας ἔχειν ἴσον ἀλλήλοις τοὺς τῶν κοινῶν
κυρίους ὁμονοεῖν ποιεῖ, τὴν δὲ τῶν δήμων ἐλευθερίαν ἡ τῶν
ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἅμιλλα, ἣν ἐπὶ ταῖς παρὰ τοῦ δήμου δωρειαῖς
πρὸς αὑτοὺς ποιοῦνται, φυλάττει. [109] καὶ μὴν περὶ τοῦ γε μηδὲ
Θηβαίους μηδένα τιμᾶν, ἐκεῖν’ ἂν ἔχειν εἰπεῖν ἀληθὲς οἴομαι.
μεῖζον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, Θηβαῖοι φρονοῦσιν ἐπ’ ὠμότητι
καὶ πονηρίᾳ ἢ ὑμεῖς ἐπὶ φιλανθρωπίᾳ καὶ τῷ τὰ δίκαια βού-
λεσθαι. μήτ’ οὖν ἐκεῖνοί ποτε παύσαιντο, εἰ ἄρ’ εὔξασθαι
δεῖ, τοὺς μὲν ἑαυτοὺς ἀγαθόν τι ποιοῦντας μήτε τιμῶντες
μήτε θαυμάζοντες, τοὺς δὲ συγγενεῖς (ἴστε γὰρ ὃν τρόπον
Ὀρχομενὸν διέθηκαν) οὕτω μεταχειριζόμενοι, μήθ’ ὑμεῖς
τἀναντία τούτοις τοὺς μὲν εὐεργέτας τιμῶντες, παρὰ δὲ
τῶν πολιτῶν λόγῳ μετὰ τῶν νόμων τὰ δίκαια λαμβάνοντες.
[110] ὅλως δ’ οἶμαι τότε δεῖν τοὺς ἑτέρων ἐπαινεῖν τρόπους καὶ
ἔθη τοῖς ὑμετέροις ἐπιτιμῶντας, ὅταν ᾖ δεῖξαι βέλτιον
ἐκείνους πράττοντας ὑμῶν. ὅτε δ’ ὑμεῖς, καλῶς ποιοῦντες,
καὶ κατὰ τὰς κοινὰς πράξεις καὶ κατὰ τὴν ὁμόνοιαν καὶ κατὰ
τἆλλα πάντ’ ἄμεινον ἐκείνων πράττετε, τοῦ χάριν ἂν τῶν
ὑμετέρων αὐτῶν ἐθῶν ὀλιγωροῦντες ἐκεῖνα διώκοιτε; εἰ γὰρ
καὶ κατὰ τὸν λογισμὸν ἐκεῖνα φανείη βελτίω, τῆς γε τύχης
ἕνεχ’ ᾗ παρὰ ταῦτ’ ἀγαθῇ κέχρησθε, ἐπὶ τούτων ἄξιον
μεῖναι. [111] εἰ δὲ δεῖ παρὰ πάντα ταῦτ’ εἰπεῖν ὃ δίκαιον ἡγοῦ-
μαι, ἐκεῖν’ ἂν ἔγωγ’ εἴποιμι. οὐκ ἔστι δίκαιον, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, τοὺς Λακεδαιμονίων νόμους οὐδὲ τοὺς Θηβαίων
λέγειν ἐπὶ τῷ τοὺς ἐνθάδε λυμαίνεσθαι, οὐδὲ δι’ ὧν μὲν
ἐκεῖνοι μεγάλοι [τῆς ὀλιγαρχίας καὶ δεσποτείας εἰσί], κἂν
ἀποκτεῖναι βούλεσθαι τὸν παρ’ ἡμῖν τούτων τι κατασκευά-
σαντα, διὰ δ’ ὧν ὁ παρ’ ἡμῖν δῆμος εὐδαίμων, ταῦθ’ ὡς
ἀνελεῖν δεῖ λεγόντων τινῶν ἐθέλειν ἀκούειν.

***
[105] Μετά μεγάλης δε σπουδής μού ανήγγειλε κάποιος ότι, ως προς το ότι δεν πρέπει να δώσετε εις κανένα τίποτε, ο,τιδήποτε και αν πράξη, αυτοί (οι συνήγοροι του νόμου του Λεπτίνου) έχουν προετοιμασθή να είπουν κάτι τοιούτον, ότι δηλαδή οι Λακεδαιμόνιοι, κυβερνώμενοι καλώς, και οι Θηβαίοι, εις κανένα εκ των συμπολιτών των δεν δίδουν καμμίαν τοιαύτην τιμήν, μολονότι και παρ' εκείνοις υπάρχουν ίσως μερικοί χρηστοί. Εγώ δε νομίζω ότι πάντες οι τοιούτοι λόγοι είναι μεν παροξυντικοί εις το να σας πείσουν να αφαιρέσετε την ατέλειαν, δεν είναι όμως δίκαιοι κατ' ουδένα τρόπον. Διότι δεν αγνοώ τούτο, ότι δηλ. οι Θηβαίοι και οι Λακεδαιμόνιοι και ημείς δεν έχομεν ούτε τους αυτούς νόμους, ούτε τα ήθη ούτε το αυτό πολίτευμα. [106] Διότι κατά πρώτον, αυτό τούτο, το οποίον ούτοι θα πράξουν, εάν θα τα είπουν αυτά, δεν είναι επιτετραμμένον να πράξη τις παρά τοις Λακεδαιμονίοις, δηλαδή να επαινή τους νόμους των Αθηναίων ούτε τους νόμους των δείνων, (κάθε άλλο) αλλ' όσα συμφέρουν εις το πολίτευμά των, ταύτα είναι ανάγκη να επαινή και να πράττη. Έπειτα οι Λακεδαιμόνιοι απέχουν μεν των τοιούτων τιμών, έχουν όμως άλλας τιμάς, τας οποίας όλος ο λαός θα απηύχετο να υπάρχουν εδώ. [107] Ποίαι είναι αύται λοιπόν; Τας μεν μερικωτέρας θα παραλείψω, θα σας αναφέρω δε μίαν η οποία ισοδυναμεί προς όλας τας άλλας. Όταν κανείς γίνη δεκτός εις την γερουσίαν καλουμένην παρασχών εαυτόν εις την πολιτείαν οποίον πρέπει, είναι απόλυτος κύριος του λαού. Διότι εκεί μεν, βραβείον της αρετής είναι το να γίνη κανείς κύριος της πολιτείας μετά των ομοίων του, εις ημάς δε ο λαός είναι κύριος αυτής, και υπάρχουν αραί και νόμοι και προφυλάξεις διά να μη είναι κανείς άλλος κύριος· υπάρχουν όμως στέφανοι και ατέλειαι και σιτίσεις εν τω πρυτανείω και άλλα τοιαύτα των οποίων δύναται κανείς να απολαύση εάν είναι χρηστός ανήρ. [108] Και ταύτα αμφότερα είναι καλά, και όσα δίδονται εκεί, και όσα δίδονται εδώ· διατί; Διότι τας μεν ολιγαρχικώς κυβερνωμένας πολιτείας κάμνει να ομονοούν το να είναι ίσοι προς αλλήλους πάντες οι κύριοι των κοινών, την δε ελευθερίαν των δημοκρατικών πολιτευμάτων διαφυλάττει η άμιλλα των αγαθών ανδρών την οποίαν αναπτύσσουν προς αλλήλους, όπως λάβουν τας παρά του λαού δωρεάς. [109] Έπειτα, ως προς το ότι και οι Θηβαίοι δεν τιμούν κανένα, το εξής νομίζω, δύναμαι να είπω ως αληθές. Περισσότερον, ω άνδρες Αθηναίοι, καυχώνται οι Θηβαίοι διά σκληρότητα και πονηρίαν παρά σεις διά φιλανθρωπίαν και δικαιοσύνην. Είθε λοιπόν, μήτε εκείνοι να παύσουν, αν τω όντι πρέπη να ευχηθή κανείς, ποτέ, να μη τιμούν εκείνους που τους έχουν κάμει κάποιο καλόν, ούτε να θαυμάζουν, τους δε συγγενείς των (διότι γνωρίζετε κατά ποίον τρόπον μετεχειρίσθησαν τον Ορχομενόν) να μη παύσουν να μεταχειρίζωνται τοιουτοτρόπως, μήτε σεις να παύσετε να πράττετε τα εναντία εις αυτά, να τιμάτε δηλαδή τους ευεργέτας σας, να λαμβάνετε δε ό,τι απαιτεί το δίκαιον παρά των συμπολιτών διά λόγου σύμφωνα με τους νόμους. [110] Εν γένει δε νομίζω, ότι τότε πρέπει να επαινούν μερικοί τους τρόπους και τα ήθη των άλλων και να κατηγορούν τα ιδικά μας όταν είναι δυνατόν να αποδείξουν ότι εκείνοι (οι άλλοι λαοί) είναι ευτυχέστεροι από σας. Αφού όμως σεις, δόξα τω θεώ, και ως προς τας δημοσίας πράξεις και ως προς την ομόνοιαν και ως προς όλα τα άλλα είσθε εις καλυτέραν θέσιν από εκείνους, διατί, καταφρονούντες τα ιδικά σας ήθη θα επεδιώκατε εκείνων τα ήθη; Διότι και εάν εκείνα, κατά τον συλλογισμόν (την θεωρίαν) θα σας φανούν καλύτερα, τουλάχιστον ένεκα της τύχης, η οποία σας είναι ευνοϊκή κατά ταύτα, πρέπει να μείνετε εις αυτά (τα ιδικά σας ήθη). [111] Εάν δε παρά πάντα ταύτα είναι ανάγκη να είπω εκείνο το οποίον θεωρώ δίκαιον, εγώ τουλάχιστον θα είπω το εξής: δεν είναι δίκαιον, ω άνδρες Αθηναίοι, να αναφέρετε τους νόμους των Λακεδαιμονίων ούτε των Θηβαίων διά να καταστρέψετε τους εδώ νόμους, ούτε να θέλετε αφ' ενός μεν να φονεύσετε εκείνον όστις ήθελεν εισαγάγει παρ' ημίν κάτι εκ τούτων, δυνάμει των οποίων εκείνοι είναι μεγάλοι, να θέλετε αφ' ετέρου να ακούετε μερικούς λέγοντας, ότι πρέπει ν' αφαιρέσετε ταύτα, δυνάμει των οποίων ο λαός μας ευδαιμονεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου