Όσοι είναι οι σπόροι ενός ροδιού τόσες και άλλες τόσες είναι οι ευχές μου για την καινούργια Χρονιά!
Σπάζοντας ένα ρόδι νοερά σε κάθε Ελληνικό σπίτι εύχομαι ο κρότος που θα ακουστεί να διώξει κάθε κακό και κάθε σπόρος να σκορπιστεί σε κάθε γωνιά σπέρνοντας αγάπη και τα νάματα του Ελληνισμού.
Κάθε σπόρος να φέρει στον καθένα ότι η ψυχή του βαθιά λαχταρά.
Χρόνια Πολλά Ελλάδα μου, Ευτυχισμένος ο καινούργιος Χρόνος!!!
Ας κυλίσει ευνοϊκά για όλη την ανθρωπότητα και ας φέρει υγεία, ευτυχία και πολλή δύναμη σε κάθε ψυχή!
Με πολλές ευχές,
ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟΣ
Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022
Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 4. Μορφή και ρόλος του αοιδού
4.4. Ο ποιητής και ο αοιδός
Οι φιλοξενούμενοι αοιδοί στο εσωτερικό των ομηρικών επών (ένας ή περισσότεροι, επώνυμοι ή ανώνυμοι) ανακαλούν ως έναν βαθμό τη μορφή του επικού ποιητή σε αρχαϊκότερη όμως και πιο παραδοσιακή εκδοχή. Τούτο συμβαίνει, εκτός των άλλων, και επειδή οι συμβάσεις της ομηρικής ποίησης δεν επιτρέπουν ακόμη την προσωπική και ονομαστική προβολή μέσα στο έπος του ποιητή που το συνέθεσε. Πρόκειται για τυπολογική απαγόρευση, η οποία αίρεται για πρώτη φορά στη Θεογονία του Ησιόδου, λίγα μόλις χρόνια μετά τη σύνθεση της Οδύσσειας. Στα μεταγενέστερα μάλιστα Έργα του Ησιόδου εμπλέκονται ακόμη και αυτοβιογραφικά στοιχεία του ποιητή, τα οποία αναφέρονται κυρίως στη δικαστική διαμάχη του με τον αδελφό του Πέρση.
Στα ομηρικά ωστόσο έπη το υποκείμενο του ποιητή παραμένει κατά κάποιον τρόπο στη σκιά. Όταν σπάνια υποβάλλεται, υποδηλώνεται με την προσωπική αντωνυμία: μοι, ἡμεῖς και ἐγώ στην Ιλιάδα· μοι και ἡμῖν στην Οδύσσεια. Και τούτο συμβαίνει όπου ο ποιητής εκ προοιμίου στρέφεται προς τη Μούσα, ζητώντας ή να του υπαγορεύσει εκείνη το ποίημά του (α 1) ή να τον στηρίξει μνημονικά, για να παραθέσει τον μακρύ κατάλογο πλοίων και αρχηγών των Δαναών που πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο (Β 484, 486, 488). Και στις δύο περιπτώσεις η συμπλήρωση του ενικού αριθμού της προσωπικής αντωνυμίας με πληθυντικό αριθμό προϋποθέτει ότι ο ποιητής αισθάνεται μέλος σε συλλογικό σινάφι ραψωδών, εξ ονόματος του οποίου και μιλά. Κι ακόμη πως συντάσσεται και αυτός στο σώμα των ακροατών, που θα ακούσουν το υπαγορευμένο από τη Μούσα ποίημα. Η υπόνοια εξάλλου του επικού ποιητή αναγνωρίζεται και στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις, όπου ο ίδιος προσφωνεί κάποιον ήρωα σε κλητική πτώση. Στη Ιλιάδα, λόγου χάριν, τούτο συμβαίνει με τον αγαπημένο εταίρο του Αχιλλέα, τον Πάτροκλο (ο ποιητής τον προσφωνεί κάποτε Πατρόκλεις)· στην Οδύσσεια με τον χοιροβοσκό Εύμαιο (ο ποιητής τρυφερά τον αποκαλεί και Εὔμαιε συβώτα).
Με τους όρους αυτούς, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο επικός ποιητής υποδύεται κατά κάποιον τρόπο τον παραδοσιακό αοιδό, ειδικότερα στα σημεία εκείνα που ομολογεί την εξάρτησή του από τη Μούσα ή τις Μούσες. Τούτο φαίνεται καθαρότερα στον πρώτο στίχο της Ιλιάδας, όπου η προσφώνηση του ποιητή πραγματοποιείται με το ρήμα ἄειδε, ενώ στην Οδύσσεια το παραδοσιακό αυτό ρήμα αντικαθίσταται με τη προστακτική του ρήματος ἐννέπω, ομόρριζου με τη λέξη ἔπος, που θα πει «λέγω», «ιστορώ», «διηγούμαι».
Πάντως, ούτε ο ποιητής της Ιλιάδας ούτε πολύ περισσότερο ο ποιητής της Οδύσσειας ταυτίζονται με τον παραδοσιακό αοιδό. Χρησιμοποιούν εντούτοις αυτό το προσωπείο, επειδή τους συνδέει με την προηγούμενη παράδοση και τους προσθέτει τελετουργικό κύρος. Η αίσθηση αυτή είναι εντονότερη στην Ιλιάδα, όπου λείπουν άλλοι επώνυμοι αοιδοί, με εξαίρεση το αντιπαράδειγμα του αοιδού Θάμυρη. Τη θέση του αοιδού φαίνεται να την καταλαμβάνει εδώ ο ίδιος ο ποιητής. Έτσι εξηγείται καλύτερα και η προγραμματική προβολή της παραδοσιακής σχέσης ποιητή και Μουσών στο προοίμιο του καταλόγου των πλοίων στη δεύτερη ιλιαδική ραψωδία (Β 484-493).
Ο ποιητής επικαλείται τις Μούσες, τις προσφωνεί ολυμπιάδες και θεές, και τους αναγνωρίζει παντογνωσία και πανταχού παρουσία. Σε αντίθεση προς τον ίδιο και τους ομοτέχνους του, για τους οποίους δηλώνει προσωπική άγνοια ως προς τα ένδοξα κατορθώματα των ηρώων - οι ποιητές μόνον ακουστά τα έχουν. Η μνημονική επομένως υποστήριξη των Μουσών είναι εντελώς απαραίτητη στον ποιητή της Ιλιάδας, προκειμένου να συντάξει επακριβώς τον κατάλογο πλοίων και αρχηγών των Δαναών, που πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο. Γιατί το πλήθος τους υπήρξε αναρίθμητο και τα ονόματά τους αδιάγνωστα. Μόνος του ο ποιητής δηλώνει ανίκανος να ανταποκριθεί στον ποιητικό αυτόν προορισμό. Ακόμη κι αν διέθετε, λέει, δέκα γλώσσες και άλλα τόσα στόματα, φωνή αράγιστη και ατσάλινη καρδιά, δεν θα μπορούσε να εκτελέσει ένα τέτοιο χρέος μόνος του.
Ασφαλώς εδώ περιγράφεται η πιο αρχαϊκή μορφή αοιδού, εξαρτημένου απόλυτα από τις Μούσες, ενώ συγχρόνως προκαταβάλλονται οι στοιχειώδεις και απαραίτητες ικανότητες ενός παραδοσιακού ραψωδού: απέραντη μνήμη, ακαταπόνητη ευγλωττία, ονοματολογική ακρίβεια, δυνατή φωνή, ακούραστο στήθος. Στην Οδύσσεια ωστόσο, η οποία διαθέτει, όπως είδαμε, δύο επώνυμους και δύο ανώνυμους αοιδούς, η σχέση αρχαϊκού αοιδού και επικού ποιητή, χωρίς να καταργείται, σαφώς τροποποιείται. Εδώ φαίνεται να χειρίζεται ο ποιητής τη μορφή του αοιδού ως άλλοθί του, για να επιτύχει το στήσιμο μιας κλίμακας με τρεις βαθμίδες: ο αοιδός αποτελεί τη βάση της κλίμακας· ακολουθεί ο εσωτερικός αφηγητής, και αδιόρατος στην κορυφή της σκάλας στέκεται ο ίδιος ο ποιητής. Στο θέμα αυτό όμως θα επανέλθουμε.
Στο μεταξύ καταγράφονται κάποιες ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την υπόθεσή μας ότι ο ποιητής της Οδύσσειας χειρίζεται με διαφορετικό τρόπο απ᾽ ό,τι ο ποιητής της Ιλιάδας τους δύο δικούς του επώνυμους αοιδούς. Γιατί δεν είναι τυχαίο ότι ο Φήμιος στην πρώτη ραψωδία τραγουδά τον πικρό νόστο των Αχαιών. Αυτό όμως είναι και το κεντρικό θέμα της Οδύσσειας, επικεντρωμένο ειδικότερα στη μορφή του Οδυσσέα. Τούτο σημαίνει ότι, σχεδόν ειρωνικά, ο ποιητής υποδηλώνει ότι ο αυτοδίδακτος Φήμιος, ως προς το σημείο αυτό, αποτελεί μικρογραφία του: συμπυκνώνει σ᾽ ένα τραγούδι του το θέμα που ο ποιητής απλώνει σ᾽ ένα ολόκληρο έπος.
Όσο για τον Δημόδοκο, είναι φανερό ότι ο ποιητής εκμεταλλεύεται τα δύο ακραία τραγούδια του ως γέφυρα προς τη μεριά του Οδυσσέα. Όχι μόνο γιατί τα δύο αυτά τραγούδια εξυμνούν, καθένα με τον τρόπο του, το κλέος του ήρωα και συντελούν στην αποκάλυψη της ταυτότητάς του μπροστά στους Φαίακες. Αλλά και επειδή, όπως θα δούμε, ο Οδυσσέας έμπρακτα διαδέχεται τον αοιδό Δημόδοκο και με τους «Μεγάλους Απολόγους» του αποδεικνύει πως μπορεί να τον συναγωνιστεί με τη δική του αφηγηματική τέχνη.
Τέλος, ο προσωπικός χειρισμός των δύο αοιδών από τον ποιητή της Οδύσσειας φαίνεται και από τον συντακτικό τρόπο με τον οποίο προβάλλονται τα τραγούδια τους μέσα στο έπος. Γιατί τόσο το ένα τραγούδι του Φήμιου όσο και τα τρία τραγούδια του Δημοδόκου δεν συντάσσονται σε ευθύ λόγο και ως εκ τούτου δεν μπαίνουν σε εισαγωγικά, όπως συμβαίνει, λόγου χάριν, όχι μόνο με τους «Απολόγους» του Οδυσσέα αλλά και με άλλες εσωτερικές αφηγήσεις της Οδύσσειας· του Νέστορα, του Μενελάου, του Εύμαιου. Αντ᾽ αυτού, τα τραγούδια και των δύο αοιδών, ασχέτως προς την έκτασή τους, συντάσσονται σε πλάγιο, όπως λέμε, λόγο· εξαρτώνται δηλαδή από το ρήμα ἄειδε, με το οποίο και εισάγονται. Αυτό σημαίνει ότι ελέγχονται από τον ποιητή· αυτός αποφασίζει το περιεχόμενό τους, την έκτασή τους, τη μορφή τους. Από την άποψη αυτή μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής της Οδύσσειας κρατάει στο χέρι του τους δύο αοιδούς και τους κινεί λίγο πολύ σαν μαριονέτες. Τακτική που δεν εμποδίζει ωστόσο να εκλαμβάνονται από τον ακροατή και τον αναγνώστη του έπους οι δύο αοιδοί, ο Φήμιος και ο Δημόδοκος, ως αντικατοπτρισμοί του ίδιου, ως είδωλά του.
Οι φιλοξενούμενοι αοιδοί στο εσωτερικό των ομηρικών επών (ένας ή περισσότεροι, επώνυμοι ή ανώνυμοι) ανακαλούν ως έναν βαθμό τη μορφή του επικού ποιητή σε αρχαϊκότερη όμως και πιο παραδοσιακή εκδοχή. Τούτο συμβαίνει, εκτός των άλλων, και επειδή οι συμβάσεις της ομηρικής ποίησης δεν επιτρέπουν ακόμη την προσωπική και ονομαστική προβολή μέσα στο έπος του ποιητή που το συνέθεσε. Πρόκειται για τυπολογική απαγόρευση, η οποία αίρεται για πρώτη φορά στη Θεογονία του Ησιόδου, λίγα μόλις χρόνια μετά τη σύνθεση της Οδύσσειας. Στα μεταγενέστερα μάλιστα Έργα του Ησιόδου εμπλέκονται ακόμη και αυτοβιογραφικά στοιχεία του ποιητή, τα οποία αναφέρονται κυρίως στη δικαστική διαμάχη του με τον αδελφό του Πέρση.
Στα ομηρικά ωστόσο έπη το υποκείμενο του ποιητή παραμένει κατά κάποιον τρόπο στη σκιά. Όταν σπάνια υποβάλλεται, υποδηλώνεται με την προσωπική αντωνυμία: μοι, ἡμεῖς και ἐγώ στην Ιλιάδα· μοι και ἡμῖν στην Οδύσσεια. Και τούτο συμβαίνει όπου ο ποιητής εκ προοιμίου στρέφεται προς τη Μούσα, ζητώντας ή να του υπαγορεύσει εκείνη το ποίημά του (α 1) ή να τον στηρίξει μνημονικά, για να παραθέσει τον μακρύ κατάλογο πλοίων και αρχηγών των Δαναών που πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο (Β 484, 486, 488). Και στις δύο περιπτώσεις η συμπλήρωση του ενικού αριθμού της προσωπικής αντωνυμίας με πληθυντικό αριθμό προϋποθέτει ότι ο ποιητής αισθάνεται μέλος σε συλλογικό σινάφι ραψωδών, εξ ονόματος του οποίου και μιλά. Κι ακόμη πως συντάσσεται και αυτός στο σώμα των ακροατών, που θα ακούσουν το υπαγορευμένο από τη Μούσα ποίημα. Η υπόνοια εξάλλου του επικού ποιητή αναγνωρίζεται και στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις, όπου ο ίδιος προσφωνεί κάποιον ήρωα σε κλητική πτώση. Στη Ιλιάδα, λόγου χάριν, τούτο συμβαίνει με τον αγαπημένο εταίρο του Αχιλλέα, τον Πάτροκλο (ο ποιητής τον προσφωνεί κάποτε Πατρόκλεις)· στην Οδύσσεια με τον χοιροβοσκό Εύμαιο (ο ποιητής τρυφερά τον αποκαλεί και Εὔμαιε συβώτα).
Με τους όρους αυτούς, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο επικός ποιητής υποδύεται κατά κάποιον τρόπο τον παραδοσιακό αοιδό, ειδικότερα στα σημεία εκείνα που ομολογεί την εξάρτησή του από τη Μούσα ή τις Μούσες. Τούτο φαίνεται καθαρότερα στον πρώτο στίχο της Ιλιάδας, όπου η προσφώνηση του ποιητή πραγματοποιείται με το ρήμα ἄειδε, ενώ στην Οδύσσεια το παραδοσιακό αυτό ρήμα αντικαθίσταται με τη προστακτική του ρήματος ἐννέπω, ομόρριζου με τη λέξη ἔπος, που θα πει «λέγω», «ιστορώ», «διηγούμαι».
Πάντως, ούτε ο ποιητής της Ιλιάδας ούτε πολύ περισσότερο ο ποιητής της Οδύσσειας ταυτίζονται με τον παραδοσιακό αοιδό. Χρησιμοποιούν εντούτοις αυτό το προσωπείο, επειδή τους συνδέει με την προηγούμενη παράδοση και τους προσθέτει τελετουργικό κύρος. Η αίσθηση αυτή είναι εντονότερη στην Ιλιάδα, όπου λείπουν άλλοι επώνυμοι αοιδοί, με εξαίρεση το αντιπαράδειγμα του αοιδού Θάμυρη. Τη θέση του αοιδού φαίνεται να την καταλαμβάνει εδώ ο ίδιος ο ποιητής. Έτσι εξηγείται καλύτερα και η προγραμματική προβολή της παραδοσιακής σχέσης ποιητή και Μουσών στο προοίμιο του καταλόγου των πλοίων στη δεύτερη ιλιαδική ραψωδία (Β 484-493).
Ο ποιητής επικαλείται τις Μούσες, τις προσφωνεί ολυμπιάδες και θεές, και τους αναγνωρίζει παντογνωσία και πανταχού παρουσία. Σε αντίθεση προς τον ίδιο και τους ομοτέχνους του, για τους οποίους δηλώνει προσωπική άγνοια ως προς τα ένδοξα κατορθώματα των ηρώων - οι ποιητές μόνον ακουστά τα έχουν. Η μνημονική επομένως υποστήριξη των Μουσών είναι εντελώς απαραίτητη στον ποιητή της Ιλιάδας, προκειμένου να συντάξει επακριβώς τον κατάλογο πλοίων και αρχηγών των Δαναών, που πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο. Γιατί το πλήθος τους υπήρξε αναρίθμητο και τα ονόματά τους αδιάγνωστα. Μόνος του ο ποιητής δηλώνει ανίκανος να ανταποκριθεί στον ποιητικό αυτόν προορισμό. Ακόμη κι αν διέθετε, λέει, δέκα γλώσσες και άλλα τόσα στόματα, φωνή αράγιστη και ατσάλινη καρδιά, δεν θα μπορούσε να εκτελέσει ένα τέτοιο χρέος μόνος του.
Ασφαλώς εδώ περιγράφεται η πιο αρχαϊκή μορφή αοιδού, εξαρτημένου απόλυτα από τις Μούσες, ενώ συγχρόνως προκαταβάλλονται οι στοιχειώδεις και απαραίτητες ικανότητες ενός παραδοσιακού ραψωδού: απέραντη μνήμη, ακαταπόνητη ευγλωττία, ονοματολογική ακρίβεια, δυνατή φωνή, ακούραστο στήθος. Στην Οδύσσεια ωστόσο, η οποία διαθέτει, όπως είδαμε, δύο επώνυμους και δύο ανώνυμους αοιδούς, η σχέση αρχαϊκού αοιδού και επικού ποιητή, χωρίς να καταργείται, σαφώς τροποποιείται. Εδώ φαίνεται να χειρίζεται ο ποιητής τη μορφή του αοιδού ως άλλοθί του, για να επιτύχει το στήσιμο μιας κλίμακας με τρεις βαθμίδες: ο αοιδός αποτελεί τη βάση της κλίμακας· ακολουθεί ο εσωτερικός αφηγητής, και αδιόρατος στην κορυφή της σκάλας στέκεται ο ίδιος ο ποιητής. Στο θέμα αυτό όμως θα επανέλθουμε.
Στο μεταξύ καταγράφονται κάποιες ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την υπόθεσή μας ότι ο ποιητής της Οδύσσειας χειρίζεται με διαφορετικό τρόπο απ᾽ ό,τι ο ποιητής της Ιλιάδας τους δύο δικούς του επώνυμους αοιδούς. Γιατί δεν είναι τυχαίο ότι ο Φήμιος στην πρώτη ραψωδία τραγουδά τον πικρό νόστο των Αχαιών. Αυτό όμως είναι και το κεντρικό θέμα της Οδύσσειας, επικεντρωμένο ειδικότερα στη μορφή του Οδυσσέα. Τούτο σημαίνει ότι, σχεδόν ειρωνικά, ο ποιητής υποδηλώνει ότι ο αυτοδίδακτος Φήμιος, ως προς το σημείο αυτό, αποτελεί μικρογραφία του: συμπυκνώνει σ᾽ ένα τραγούδι του το θέμα που ο ποιητής απλώνει σ᾽ ένα ολόκληρο έπος.
Όσο για τον Δημόδοκο, είναι φανερό ότι ο ποιητής εκμεταλλεύεται τα δύο ακραία τραγούδια του ως γέφυρα προς τη μεριά του Οδυσσέα. Όχι μόνο γιατί τα δύο αυτά τραγούδια εξυμνούν, καθένα με τον τρόπο του, το κλέος του ήρωα και συντελούν στην αποκάλυψη της ταυτότητάς του μπροστά στους Φαίακες. Αλλά και επειδή, όπως θα δούμε, ο Οδυσσέας έμπρακτα διαδέχεται τον αοιδό Δημόδοκο και με τους «Μεγάλους Απολόγους» του αποδεικνύει πως μπορεί να τον συναγωνιστεί με τη δική του αφηγηματική τέχνη.
Τέλος, ο προσωπικός χειρισμός των δύο αοιδών από τον ποιητή της Οδύσσειας φαίνεται και από τον συντακτικό τρόπο με τον οποίο προβάλλονται τα τραγούδια τους μέσα στο έπος. Γιατί τόσο το ένα τραγούδι του Φήμιου όσο και τα τρία τραγούδια του Δημοδόκου δεν συντάσσονται σε ευθύ λόγο και ως εκ τούτου δεν μπαίνουν σε εισαγωγικά, όπως συμβαίνει, λόγου χάριν, όχι μόνο με τους «Απολόγους» του Οδυσσέα αλλά και με άλλες εσωτερικές αφηγήσεις της Οδύσσειας· του Νέστορα, του Μενελάου, του Εύμαιου. Αντ᾽ αυτού, τα τραγούδια και των δύο αοιδών, ασχέτως προς την έκτασή τους, συντάσσονται σε πλάγιο, όπως λέμε, λόγο· εξαρτώνται δηλαδή από το ρήμα ἄειδε, με το οποίο και εισάγονται. Αυτό σημαίνει ότι ελέγχονται από τον ποιητή· αυτός αποφασίζει το περιεχόμενό τους, την έκτασή τους, τη μορφή τους. Από την άποψη αυτή μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής της Οδύσσειας κρατάει στο χέρι του τους δύο αοιδούς και τους κινεί λίγο πολύ σαν μαριονέτες. Τακτική που δεν εμποδίζει ωστόσο να εκλαμβάνονται από τον ακροατή και τον αναγνώστη του έπους οι δύο αοιδοί, ο Φήμιος και ο Δημόδοκος, ως αντικατοπτρισμοί του ίδιου, ως είδωλά του.
Πώς ξέρεις ότι βρήκες τον έρωτα;
Καθημερινά οι άνθρωποι ζητούν πολλά από τη ζωή τους∙ επιτυχίες στη δουλειά τους, καινούργια αντικείμενα, νέες εμπειρίες, πράγματα που τους αρέσουν, καταστάσεις που επιθυμούν αλλά κυρίως -κοινή επιθυμία πολλών- ζητούν έναν μεγάλο έρωτα. Ενδέχεται κάποιοι ν’ ανήκουν στους τυχερούς και να τον βρουν -και να τους βρει- σχετικά εύκολα, ενώ κάποιοι άλλοι να δυσκολευτούν. Είναι όμως κι εκείνοι που έχουν ανάγκη να τον δημιουργούν στις διάφορες συνθήκες της ζωής τους.
Να βρίσκεται, άραγε, κρυμμένος ο έρωτας σε κάνα κουτάκι καταχωνιασμένο πίσω από τη στοίβα με τα παλιά βιβλία για να τον βρει όποιος τον αναζητά ευκολότερα; Να είναι κάτι που μπορείς να το παραγγείλεις online και να σου παραδοθεί σε 1-3 εργάσιμες; Όχι! Δεν είναι κάτι απτό αλλά μπορείς να το νιώσεις από τα αγγίγματα, δεν είναι κάτι που ακούγεται αλλά μπορείς να τ’ ακούσεις στα λόγια του ερωτευμένου, δεν είναι κάτι που μπορείς να το δεις όπως π.χ. το κουτάκι που λέγαμε, αλλά όταν κοιτάς τα μάτια κάποιου που έχει ερωτευτεί, το αντιλαμβάνεσαι. Σαφέστατο; Φαινομενικά, μπορεί όχι, αλλά όποιοι το χουν νιώσει, κατάλαβαν.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, που θέλει να βρει τον έρωτα, τον βρίσκει παντού γύρω του για δύο λόγους: 1ον γιατί όσα μας κάνουν χαρούμενους έχουν δόση έρωτα μέσα τους ή 2ον γιατί όντας σε απόγνωση για να τον βρει, νομίζει ότι το κατάφερε πλάθοντας ψευδαισθήσεις. Πράγματι, μπορεί κάποιος να είναι ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή, με το επάγγελμά του, με τις σπουδές του, με το αμάξι του και με χίλια δυο άλλα που του χαρίζουν αυτό το σκίρτημα στην καρδιά και τον κάνουν να νιώσει ευτυχία. Η ζωή του περιέχει χαρά, ενθουσιασμό, την καλύτερη και πιο γλυκιά εκδοχή εαυτού, που σίγουρα μας χαρίζουν κι άλλες δραστηριότητες που επιλέγουμε στη ζωή μας, χωρίς βέβαια ν’ αντικαθιστούν τον έρωτα που μας κάνει να νιώθουμε ένας άλλος άνθρωπος.
Εδώ, όμως, υπάρχει κι η άλλη περίπτωση∙ αυτού που νομίζει ότι βρίσκει τον έρωτα παντού, από την ανάγκη του να τον νιώσει. Δεν είναι δα και τόσο παράλογο κάποιος να μπερδευτεί, όταν η καρδούλα του ζητά απελπισμένα να νιώσει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Η αυθυποβολή είναι τόσο έντονη που «παρεξηγεί» ακόμη και μια ευγενική κίνηση ως ένδειξη του άλλου ότι νιώθει κάτι γι’ αυτόν. Θέλει πολύ να βρει έναν άνθρωπο να τον ερωτευτεί, οπότε υποκρίνεται ότι τον βρήκε κι ας μην ισχύει. Θέλει γι’ αυτό και νομίζει ότι το βρίσκει σε οτιδήποτε κι οποιονδήποτε έρχεται στη ζωή του, δεν μπαίνει στη διαδικασία να ξεχωρίσει τους ανθρώπους που είναι περαστικοί ή αποφασισμένοι να μείνουν, δε βλέπει τα σημάδια και στο τέλος, συνήθως, καταλήγει ο ίδιος με σημάδια απογοήτευσης. Κι έτσι, όσο περισσότερο πείθεται και πείθει, πέφτει με τα μούτρα γιατί θέλει πολύ να το ζήσει. Αφηνόμενος σε συνθήκη μέθης θ’ αδιαφορήσει πλήρως για τις ενδείξεις ότι δεν είναι αυτό που νομίζει, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό.
Υπάρχει, πράγματι, παντού γύρω μας ο έρωτας και καθημερινά υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους κάποιος αξίζει να ερωτευτεί και να δώσει ευκαιρίες στους άλλους να τον ερωτευτούν κι αυτοί. Όμως καμιά φορά, είναι σημαντικό να αφήνεις τον χρόνο και τις συγκυρίες να σου δείξουν μόνα τους πού πάει η ιστορία, από το να βιάζεσαι να δεις κάτι που ίσως και να μην υπάρχει. Γιατί αν υπάρχει, στην τελική, θα γίνει κάποια στιγμή τόσο δυνατό που και να θες να το αγνοήσεις, δε θα μπορείς.
Να βρίσκεται, άραγε, κρυμμένος ο έρωτας σε κάνα κουτάκι καταχωνιασμένο πίσω από τη στοίβα με τα παλιά βιβλία για να τον βρει όποιος τον αναζητά ευκολότερα; Να είναι κάτι που μπορείς να το παραγγείλεις online και να σου παραδοθεί σε 1-3 εργάσιμες; Όχι! Δεν είναι κάτι απτό αλλά μπορείς να το νιώσεις από τα αγγίγματα, δεν είναι κάτι που ακούγεται αλλά μπορείς να τ’ ακούσεις στα λόγια του ερωτευμένου, δεν είναι κάτι που μπορείς να το δεις όπως π.χ. το κουτάκι που λέγαμε, αλλά όταν κοιτάς τα μάτια κάποιου που έχει ερωτευτεί, το αντιλαμβάνεσαι. Σαφέστατο; Φαινομενικά, μπορεί όχι, αλλά όποιοι το χουν νιώσει, κατάλαβαν.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, που θέλει να βρει τον έρωτα, τον βρίσκει παντού γύρω του για δύο λόγους: 1ον γιατί όσα μας κάνουν χαρούμενους έχουν δόση έρωτα μέσα τους ή 2ον γιατί όντας σε απόγνωση για να τον βρει, νομίζει ότι το κατάφερε πλάθοντας ψευδαισθήσεις. Πράγματι, μπορεί κάποιος να είναι ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή, με το επάγγελμά του, με τις σπουδές του, με το αμάξι του και με χίλια δυο άλλα που του χαρίζουν αυτό το σκίρτημα στην καρδιά και τον κάνουν να νιώσει ευτυχία. Η ζωή του περιέχει χαρά, ενθουσιασμό, την καλύτερη και πιο γλυκιά εκδοχή εαυτού, που σίγουρα μας χαρίζουν κι άλλες δραστηριότητες που επιλέγουμε στη ζωή μας, χωρίς βέβαια ν’ αντικαθιστούν τον έρωτα που μας κάνει να νιώθουμε ένας άλλος άνθρωπος.
Εδώ, όμως, υπάρχει κι η άλλη περίπτωση∙ αυτού που νομίζει ότι βρίσκει τον έρωτα παντού, από την ανάγκη του να τον νιώσει. Δεν είναι δα και τόσο παράλογο κάποιος να μπερδευτεί, όταν η καρδούλα του ζητά απελπισμένα να νιώσει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Η αυθυποβολή είναι τόσο έντονη που «παρεξηγεί» ακόμη και μια ευγενική κίνηση ως ένδειξη του άλλου ότι νιώθει κάτι γι’ αυτόν. Θέλει πολύ να βρει έναν άνθρωπο να τον ερωτευτεί, οπότε υποκρίνεται ότι τον βρήκε κι ας μην ισχύει. Θέλει γι’ αυτό και νομίζει ότι το βρίσκει σε οτιδήποτε κι οποιονδήποτε έρχεται στη ζωή του, δεν μπαίνει στη διαδικασία να ξεχωρίσει τους ανθρώπους που είναι περαστικοί ή αποφασισμένοι να μείνουν, δε βλέπει τα σημάδια και στο τέλος, συνήθως, καταλήγει ο ίδιος με σημάδια απογοήτευσης. Κι έτσι, όσο περισσότερο πείθεται και πείθει, πέφτει με τα μούτρα γιατί θέλει πολύ να το ζήσει. Αφηνόμενος σε συνθήκη μέθης θ’ αδιαφορήσει πλήρως για τις ενδείξεις ότι δεν είναι αυτό που νομίζει, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό.
Υπάρχει, πράγματι, παντού γύρω μας ο έρωτας και καθημερινά υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους κάποιος αξίζει να ερωτευτεί και να δώσει ευκαιρίες στους άλλους να τον ερωτευτούν κι αυτοί. Όμως καμιά φορά, είναι σημαντικό να αφήνεις τον χρόνο και τις συγκυρίες να σου δείξουν μόνα τους πού πάει η ιστορία, από το να βιάζεσαι να δεις κάτι που ίσως και να μην υπάρχει. Γιατί αν υπάρχει, στην τελική, θα γίνει κάποια στιγμή τόσο δυνατό που και να θες να το αγνοήσεις, δε θα μπορείς.
Έκχαρτ Τόλλε: Κάθε εθισμός αρχίζει με πόνο και τελειώνει με πόνο
Όταν ερωτεύεσαι κάποιον νιώθεις ότι η ύπαρξή σου έχει ξαφνικά αποκτήσει νόημα, επειδή κάποιος σε χρειάζεται και σε κάνει να νιώθεις ξεχωριστός.
Εθίζεσαι στον άλλον -κάτι σαν ναρκωτικό- και όταν ο άλλος είναι κοντά σου το ναρκωτικό είναι διαθέσιμο, άρα είσαι ανεβασμένος, αλλά όταν δεν είναι δίπλα σου τότε μπορεί να σε οδηγήσει σε ζήλια, κατηγορίες, κτητικότητα ή στο φόβο της απώλειας.
Αν σε παρατήσει μπορεί να σου προκαλέσει βαθιά εχθρότητα ή θλίψη και απελπισία. Στιγμιαία η δυνατή αγάπη μπορεί να μετατραπεί σε άγρια επίθεση ή πόνο.
Ήταν λοιπόν αγάπη ή μήπως ένα γάντζωμα και προσκόλληση που είναι αποτέλεσμα εθισμού; Και αυτό επειδή η σχέση φαίνεται να προσφέρει λύτρωση από μια κατάσταση φόβου, αίσθησης ανολοκλήρωτου και άλλα τέτοια αισθήματα που επικρατούν σε ασυνείδητες καταστάσεις.
Σωματικά δεν είσαι ποτέ ολόκληρος, είτε είσαι άνδρας είτε γυναίκα, είσαι μισό του όλου και λαχταράς για επιστροφή στην ενότητα. Αυτή η παρόρμηση είναι κατά βάθος πνευματική, ο πόθος για το τέλος του δυϊσμού, για την επιστροφή στην κατάσταση του όλου.
Η σωματική ένωση είναι η πιο κοντινή εμπειρία σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια φευγαλέα θέα της ολότητας, μια στιγμή υπέρτατης ευδαιμονίας. Όσο την επιδιώκεις ασυνείδητα σαν μέσο για τη λύτρωση, αναζητάς το τέλος του δυϊσμού στο επίπεδο της μορφής, όπου δεν μπορεί να βρεθεί.
Όταν είσαι ερωτευμένος νιώθεις ότι ο άλλος εξαλείφει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, του φόβου και του ανικανοποίητου εγώ σου. Και πάλι όμως είναι μια εικόνα έξω από εσένα.
Αυτό δεν σε ενοχλεί στην αρχή. Όταν όμως δεν ικανοποιεί τις ανάγκες σου, ή μάλλον τις ανάγκες του εγώ σου, όλα τα παραπάνω ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια. Το ναρκωτικό δεν λειτουργεί πια και αντιλαμβάνεσαι τον σύντροφό σου σαν αιτία των συναισθημάτων σου και τα εξωτερικεύεις πάνω του. Η επίθεση αυτή μπορεί να αφυπνίσει και τον πόνο του συντρόφου σου και να σου ανταποδώσει την επίθεση.
Κάθε εθισμός αρχίζει με πόνο και τελειώνει με πόνο. Όταν έχει περάσει η αρχική ευφορία της ερωτiκής σχέσης, τότε οι άνθρωποι βγάζουν έξω τον πόνο και τη δυστυχία που υπάρχει ήδη μέσα τους. Δεν είναι λύση βέβαια η αποφυγή των σχέσεων. Ο πόνος υπάρχει έτσι κι αλλιώς.
Αυτό που πρέπει αρχικά να κάνεις είναι να γνωρίσεις τον εαυτό σου ως Ύπαρξη πίσω από αυτόν που σκέφτεται, ως ησυχία κάτω από το νοητικό θόρυβο, ως αγάπη κάτω από τον πόνο. Δηλαδή να λυτρωθείς. Φέρε την Παρουσία στον πόνο σου για να τον μεταστοιχειώσεις, αποταυτίσου από τη σκέψη παρατηρώντας σιωπηλά τις σκέψεις και τις συμπεριφορές σου και ιδιαίτερα τους ρόλους που παίζει το εγώ. Πρώτα σταματάς να κρίνεις τον εαυτό σου και μετά σταματάς να κρίνεις το σύντροφό σου.
Έκχαρτ Τόλλε, Η δύναμη του Τώρα
Εθίζεσαι στον άλλον -κάτι σαν ναρκωτικό- και όταν ο άλλος είναι κοντά σου το ναρκωτικό είναι διαθέσιμο, άρα είσαι ανεβασμένος, αλλά όταν δεν είναι δίπλα σου τότε μπορεί να σε οδηγήσει σε ζήλια, κατηγορίες, κτητικότητα ή στο φόβο της απώλειας.
Αν σε παρατήσει μπορεί να σου προκαλέσει βαθιά εχθρότητα ή θλίψη και απελπισία. Στιγμιαία η δυνατή αγάπη μπορεί να μετατραπεί σε άγρια επίθεση ή πόνο.
Ήταν λοιπόν αγάπη ή μήπως ένα γάντζωμα και προσκόλληση που είναι αποτέλεσμα εθισμού; Και αυτό επειδή η σχέση φαίνεται να προσφέρει λύτρωση από μια κατάσταση φόβου, αίσθησης ανολοκλήρωτου και άλλα τέτοια αισθήματα που επικρατούν σε ασυνείδητες καταστάσεις.
Σωματικά δεν είσαι ποτέ ολόκληρος, είτε είσαι άνδρας είτε γυναίκα, είσαι μισό του όλου και λαχταράς για επιστροφή στην ενότητα. Αυτή η παρόρμηση είναι κατά βάθος πνευματική, ο πόθος για το τέλος του δυϊσμού, για την επιστροφή στην κατάσταση του όλου.
Η σωματική ένωση είναι η πιο κοντινή εμπειρία σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια φευγαλέα θέα της ολότητας, μια στιγμή υπέρτατης ευδαιμονίας. Όσο την επιδιώκεις ασυνείδητα σαν μέσο για τη λύτρωση, αναζητάς το τέλος του δυϊσμού στο επίπεδο της μορφής, όπου δεν μπορεί να βρεθεί.
Όταν είσαι ερωτευμένος νιώθεις ότι ο άλλος εξαλείφει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, του φόβου και του ανικανοποίητου εγώ σου. Και πάλι όμως είναι μια εικόνα έξω από εσένα.
Αυτό δεν σε ενοχλεί στην αρχή. Όταν όμως δεν ικανοποιεί τις ανάγκες σου, ή μάλλον τις ανάγκες του εγώ σου, όλα τα παραπάνω ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια. Το ναρκωτικό δεν λειτουργεί πια και αντιλαμβάνεσαι τον σύντροφό σου σαν αιτία των συναισθημάτων σου και τα εξωτερικεύεις πάνω του. Η επίθεση αυτή μπορεί να αφυπνίσει και τον πόνο του συντρόφου σου και να σου ανταποδώσει την επίθεση.
Κάθε εθισμός αρχίζει με πόνο και τελειώνει με πόνο. Όταν έχει περάσει η αρχική ευφορία της ερωτiκής σχέσης, τότε οι άνθρωποι βγάζουν έξω τον πόνο και τη δυστυχία που υπάρχει ήδη μέσα τους. Δεν είναι λύση βέβαια η αποφυγή των σχέσεων. Ο πόνος υπάρχει έτσι κι αλλιώς.
Αυτό που πρέπει αρχικά να κάνεις είναι να γνωρίσεις τον εαυτό σου ως Ύπαρξη πίσω από αυτόν που σκέφτεται, ως ησυχία κάτω από το νοητικό θόρυβο, ως αγάπη κάτω από τον πόνο. Δηλαδή να λυτρωθείς. Φέρε την Παρουσία στον πόνο σου για να τον μεταστοιχειώσεις, αποταυτίσου από τη σκέψη παρατηρώντας σιωπηλά τις σκέψεις και τις συμπεριφορές σου και ιδιαίτερα τους ρόλους που παίζει το εγώ. Πρώτα σταματάς να κρίνεις τον εαυτό σου και μετά σταματάς να κρίνεις το σύντροφό σου.
Έκχαρτ Τόλλε, Η δύναμη του Τώρα
Γιατί η τιμωρία σε μια κακή συμπεριφορά δεν έχει αποτέλεσμα
«Έκανα κάτι κακό – και τώρα τι;». Η ενοχή μπορεί μερικές φορές να κάνει τη δουλειά της ως συνείδησή μας και να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε ότι χρειάζεται να διορθώσουμε κάτι. Αλλά το να αισθάνεστε άσχημα επειδή κάνατε κάτι λάθος ή επειδή πληγώσατε κάποιον δεν είναι μια αποτελεσματική μέθοδος προώθησης της κατάλληλης δράσης για να κάνετε κάτι καλύτερο ή/και να επανορθώσετε.
Όταν η ενοχή και ο πόνος πάρουν άλλη τροπή, μπορούν να μας καταναλώσουν και να γίνουν το επίκεντρο της κατάστασης, προκαλώντας συναισθηματική παράλυση και αυτοαπορρόφηση αντί για ανάπτυξη και μάθηση.
Όταν η ενοχή γυρίζει μπούμερανγκ (ακόμα κι αν μας αξίζει να τη νιώθουμε)
Ο James, ένας έξυπνος και σκεπτόμενος νεαρός, έκανε τελικά το βήμα να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία για να εξομολογηθεί κάτι που έκανε όταν ήταν έφηβος και το οποίο γνώριζε ότι ήταν καταδικαστέο. Τον καταδίωκε η ντροπή και οι τύψεις και αισθανόταν ότι του άξιζε να υποφέρει επ’ αόριστον γι’ αυτό το παράπτωμα. Αυτά τα συναισθήματα οδήγησαν σε εθιστικές συμπεριφορές – όπως συμβαίνει συχνά – για να ξεφύγει από τον πόνο.
Η θεραπεύτρια του δούλεψε μαζί του για να προσπαθήσει να κατανοήσει ποια ήταν η πρόθεση, τα συναισθήματα και η νοοτροπία του όταν συνέβη η παράβαση. Ήταν σημαντικό να καταστήσει σαφείς τις σημερινές του αξίες, καθώς αυτή η σύγκρουση μεταξύ των αξιών του και της συμπεριφοράς του ήταν η αιτία της εσωτερικής του σύγκρουσης. Όμως, καθώς τον υποστήριζε στο να αφήσει πίσω του την καταστροφική και αυτοτιμωρούμενη ντροπή και ενοχή, παρατήρησε τη δική της εσωτερική σύγκρουση. Μήπως με τον τρόπο αυτό θα επιδοκίμαζε τη συμπεριφορά του;
Αναλογιζόμενη αυτό το ερώτημα, η θεραπεύτρια υπενθύμισε στον εαυτό της ότι η υπερβολική ή χρόνια ενοχή στην πραγματικότητα παρεμποδίζει την ενσυναίσθηση, την κρίση και την ικανότητα ανάληψης θετικής δράσης. Αν και είναι αντιφατικό, όταν η ενοχή χρησιμοποιείται για να τιμωρήσει κανείς τον εαυτό του ή επιβάλλεται σε άλλους ανθρώπους για να τους ελέγξει, δεν είναι αποτελεσματική αν ο στόχος είναι η βελτίωση της συμπεριφοράς. Επιπλέον, η υπερβολική ενοχή και η τιμωρία μπορεί να ενεργοποιήσει τη ντροπή και τις καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις, πυροδοτώντας απαγορευμένες συμπεριφορές.
Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να αφήνουμε τον εαυτό μας (ή τους άλλους) να «ξεφύγει» και να επιτρέπουμε στην κακή συμπεριφορά να είναι απαλλαγμένη από συνέπειες ή ηθική εξέταση;
Η διαφορά μεταξύ τιμωρίας και συνεπειών (και γιατί έχει σημασία)
Ο πόνος δεν βοήθησε τον James να γίνει καλύτερος άνθρωπος και, στην πραγματικότητα, τον απέσπασε από το να επικεντρωθεί σε αυτό που ήταν σημαντικό. Για να τον βοηθήσει να γίνει καλύτερος, η θεραπεία του επικεντρώθηκε στο τι παρακινούσε τη συμπεριφορά του εκείνη τη στιγμή, τον αντίκτυπο που είχε η παράβασή του στους άλλους, τι σήμαινε η εσωτερική του σύγκρουση και πώς να την υπομείνει. Δεδομένων των αξιών του, το να αντέξει την πραγματικότητα του πόνου που προκάλεσε και το πώς ένιωθε γι’ αυτό ήταν η φυσική συνέπεια.
Μόλις ο James μπόρεσε να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα και να μην ξεφύγει μέσω της ντροπής, μπόρεσε να διοχετεύσει τις τύψεις του σε αποφασιστικότητα να ανταποκριθεί στις αξίες του στις σχέσεις και να ενεργήσει σύμφωνα με το άτομο που ήθελε να είναι.
Οι συνέπειες με αυτόν τον τρόπο απαιτούν από τους ανθρώπους να αναλάβουν την ευθύνη για τις πράξεις τους ή/και να επανορθώσουν. Οι συνέπειες είναι ουδέτερες και δεν υποκινούνται από θυμό. Στόχος είναι η θετική αλλαγή της συμπεριφοράς και όχι ο πόνος.
Η τιμωρία, από την άλλη πλευρά, συνήθως υποκινείται από θυμό και την επιθυμία να επιδοθεί (ή να προκληθεί) ντροπή και πόνος για ένα αντιληπτό ή πραγματικό το σφάλμα. Η νοοτροπία της τιμωρίας περιλαμβάνει την εστίαση στο ζήτημα του «αξίζει» την τιμωρία. Θέλουμε να υποφέρει και ο παραβάτης (είτε εμείς είτε κάποιος άλλος).
Αν και είναι ανθρώπινο να θέλουμε να ισοφαρίσουμε, είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι ο πόνος δεν αποτελεί απαραίτητα κίνητρο για θετική ανάπτυξη και συχνά οδηγεί σε πιο ανεπιθύμητη συμπεριφορά – όπως συνέβη με τον Τζέιμς – αυξάνοντας την αυτοαπορρόφηση, τη ντροπή και την ανάγκη διαφυγής.
Επιπλέον, η τιμωρία, παρά το γεγονός ότι αισθάνεστε (προσωρινά) «ικανοποιημένοι», σημαίνει ότι εξακολουθείτε να είστε παγιδευμένοι στο να ελέγχεστε από αυτό που συνέβη, αντί να λύνετε το πρόβλημα.
Ο ρόλος του μαθήματος
Όταν σκέφτεστε πώς να τιμωρήσετε κάποιον (συμπεριλαμβανομένου του εαυτού σας) και θέλετε να «δώσετε ένα μάθημα», κάντε στον εαυτό σας τις εξής ερωτήσεις: Ποιο είναι το πραγματικό «μάθημα» που θα διδαχθεί; Ποιος είναι ο στόχος σας; Ποιος θα είναι ο πραγματικός αντίκτυπος ή το αποτέλεσμα της τιμωρίας;
Η τιμωρία και η διαπόμπευση των παιδιών, για παράδειγμα, τους δίνει μια αίσθηση ντροπής που βασίζεται στον εαυτό τους και συχνά οδηγεί σε κρυφή επανάσταση. Μπορεί στην πραγματικότητα να συμπεριφέρονται καλύτερα, αλλά το μάθημα που μαθαίνουν είναι πώς να αποφεύγουν την τιμωρία στρεφόμενα προς τα μέσα, αποκρύπτοντας και καλύπτοντας. Επιπλέον, τους μαθαίνει να είναι υπάκουα αντί να έχουν κριτική σκέψη και να σκεφτούν.
Πώς μπορούμε να καταλάβουμε αν η ενοχή που τρέφουμε (ή προκαλούμε) είναι παθολογική
Η απάντηση βρίσκεται στο πώς η ενοχή επηρεάζει τις σχέσεις μας, ποιο «μάθημα» παίρνουμε πραγματικά και αν εμπνέει εποικοδομητική αλλαγή (ή μας τραβά σε μια δίνη ντροπής ή/και εθιστικής συμπεριφοράς). Η υγιής ενοχή είναι συνείδηση με ένα σχέδιο δράσης πέρα από τον πόνο.
Η ανάκαμψη είναι το κλειδί
Τα ομαδικά αθλήματα μας δίνουν ένα καλό μοντέλο για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να χειριστούν το δυσάρεστο αίσθημα για κάτι που έκαναν, να ανακάμψουν και να βελτιωθούν. Μερικές φορές, οι καλοί παίκτες δεν αποδίδουν αποτελεσματικά, κοστίζοντας τη νίκη της ομάδας.
Στη συνέντευξη μετά το παιχνίδι, είναι σαφές ότι αισθάνονται άσχημα που απογοήτευσαν τους συμπαίκτες τους. Αλλά, ταυτόχρονα, γνωρίζουν ότι η πιο ουσιαστική συγγνώμη είναι να ανακάμψουν ώστε να μπορέσουν να σκοράρουν ξανά, αντί να επικεντρώνονται στο να νιώθουν άσχημα και να αυτομαστιγώνονται. Κατά παράλληλο τρόπο, οι συμπαίκτες τους φαίνεται να γνωρίζουν ενστικτωδώς ότι πρέπει να τους χτυπήσουν στην πλάτη για ενθάρρυνση και να τους πουν να επιστρέψουν στο παιχνίδι, ώστε να τους βοηθήσουν να κερδίσουν τη σεζόν.
Όταν η ενοχή και ο πόνος πάρουν άλλη τροπή, μπορούν να μας καταναλώσουν και να γίνουν το επίκεντρο της κατάστασης, προκαλώντας συναισθηματική παράλυση και αυτοαπορρόφηση αντί για ανάπτυξη και μάθηση.
Όταν η ενοχή γυρίζει μπούμερανγκ (ακόμα κι αν μας αξίζει να τη νιώθουμε)
Ο James, ένας έξυπνος και σκεπτόμενος νεαρός, έκανε τελικά το βήμα να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία για να εξομολογηθεί κάτι που έκανε όταν ήταν έφηβος και το οποίο γνώριζε ότι ήταν καταδικαστέο. Τον καταδίωκε η ντροπή και οι τύψεις και αισθανόταν ότι του άξιζε να υποφέρει επ’ αόριστον γι’ αυτό το παράπτωμα. Αυτά τα συναισθήματα οδήγησαν σε εθιστικές συμπεριφορές – όπως συμβαίνει συχνά – για να ξεφύγει από τον πόνο.
Η θεραπεύτρια του δούλεψε μαζί του για να προσπαθήσει να κατανοήσει ποια ήταν η πρόθεση, τα συναισθήματα και η νοοτροπία του όταν συνέβη η παράβαση. Ήταν σημαντικό να καταστήσει σαφείς τις σημερινές του αξίες, καθώς αυτή η σύγκρουση μεταξύ των αξιών του και της συμπεριφοράς του ήταν η αιτία της εσωτερικής του σύγκρουσης. Όμως, καθώς τον υποστήριζε στο να αφήσει πίσω του την καταστροφική και αυτοτιμωρούμενη ντροπή και ενοχή, παρατήρησε τη δική της εσωτερική σύγκρουση. Μήπως με τον τρόπο αυτό θα επιδοκίμαζε τη συμπεριφορά του;
Αναλογιζόμενη αυτό το ερώτημα, η θεραπεύτρια υπενθύμισε στον εαυτό της ότι η υπερβολική ή χρόνια ενοχή στην πραγματικότητα παρεμποδίζει την ενσυναίσθηση, την κρίση και την ικανότητα ανάληψης θετικής δράσης. Αν και είναι αντιφατικό, όταν η ενοχή χρησιμοποιείται για να τιμωρήσει κανείς τον εαυτό του ή επιβάλλεται σε άλλους ανθρώπους για να τους ελέγξει, δεν είναι αποτελεσματική αν ο στόχος είναι η βελτίωση της συμπεριφοράς. Επιπλέον, η υπερβολική ενοχή και η τιμωρία μπορεί να ενεργοποιήσει τη ντροπή και τις καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις, πυροδοτώντας απαγορευμένες συμπεριφορές.
Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να αφήνουμε τον εαυτό μας (ή τους άλλους) να «ξεφύγει» και να επιτρέπουμε στην κακή συμπεριφορά να είναι απαλλαγμένη από συνέπειες ή ηθική εξέταση;
Η διαφορά μεταξύ τιμωρίας και συνεπειών (και γιατί έχει σημασία)
Ο πόνος δεν βοήθησε τον James να γίνει καλύτερος άνθρωπος και, στην πραγματικότητα, τον απέσπασε από το να επικεντρωθεί σε αυτό που ήταν σημαντικό. Για να τον βοηθήσει να γίνει καλύτερος, η θεραπεία του επικεντρώθηκε στο τι παρακινούσε τη συμπεριφορά του εκείνη τη στιγμή, τον αντίκτυπο που είχε η παράβασή του στους άλλους, τι σήμαινε η εσωτερική του σύγκρουση και πώς να την υπομείνει. Δεδομένων των αξιών του, το να αντέξει την πραγματικότητα του πόνου που προκάλεσε και το πώς ένιωθε γι’ αυτό ήταν η φυσική συνέπεια.
Μόλις ο James μπόρεσε να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα και να μην ξεφύγει μέσω της ντροπής, μπόρεσε να διοχετεύσει τις τύψεις του σε αποφασιστικότητα να ανταποκριθεί στις αξίες του στις σχέσεις και να ενεργήσει σύμφωνα με το άτομο που ήθελε να είναι.
Οι συνέπειες με αυτόν τον τρόπο απαιτούν από τους ανθρώπους να αναλάβουν την ευθύνη για τις πράξεις τους ή/και να επανορθώσουν. Οι συνέπειες είναι ουδέτερες και δεν υποκινούνται από θυμό. Στόχος είναι η θετική αλλαγή της συμπεριφοράς και όχι ο πόνος.
Η τιμωρία, από την άλλη πλευρά, συνήθως υποκινείται από θυμό και την επιθυμία να επιδοθεί (ή να προκληθεί) ντροπή και πόνος για ένα αντιληπτό ή πραγματικό το σφάλμα. Η νοοτροπία της τιμωρίας περιλαμβάνει την εστίαση στο ζήτημα του «αξίζει» την τιμωρία. Θέλουμε να υποφέρει και ο παραβάτης (είτε εμείς είτε κάποιος άλλος).
Αν και είναι ανθρώπινο να θέλουμε να ισοφαρίσουμε, είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι ο πόνος δεν αποτελεί απαραίτητα κίνητρο για θετική ανάπτυξη και συχνά οδηγεί σε πιο ανεπιθύμητη συμπεριφορά – όπως συνέβη με τον Τζέιμς – αυξάνοντας την αυτοαπορρόφηση, τη ντροπή και την ανάγκη διαφυγής.
Επιπλέον, η τιμωρία, παρά το γεγονός ότι αισθάνεστε (προσωρινά) «ικανοποιημένοι», σημαίνει ότι εξακολουθείτε να είστε παγιδευμένοι στο να ελέγχεστε από αυτό που συνέβη, αντί να λύνετε το πρόβλημα.
Ο ρόλος του μαθήματος
Όταν σκέφτεστε πώς να τιμωρήσετε κάποιον (συμπεριλαμβανομένου του εαυτού σας) και θέλετε να «δώσετε ένα μάθημα», κάντε στον εαυτό σας τις εξής ερωτήσεις: Ποιο είναι το πραγματικό «μάθημα» που θα διδαχθεί; Ποιος είναι ο στόχος σας; Ποιος θα είναι ο πραγματικός αντίκτυπος ή το αποτέλεσμα της τιμωρίας;
Η τιμωρία και η διαπόμπευση των παιδιών, για παράδειγμα, τους δίνει μια αίσθηση ντροπής που βασίζεται στον εαυτό τους και συχνά οδηγεί σε κρυφή επανάσταση. Μπορεί στην πραγματικότητα να συμπεριφέρονται καλύτερα, αλλά το μάθημα που μαθαίνουν είναι πώς να αποφεύγουν την τιμωρία στρεφόμενα προς τα μέσα, αποκρύπτοντας και καλύπτοντας. Επιπλέον, τους μαθαίνει να είναι υπάκουα αντί να έχουν κριτική σκέψη και να σκεφτούν.
Πώς μπορούμε να καταλάβουμε αν η ενοχή που τρέφουμε (ή προκαλούμε) είναι παθολογική
Η απάντηση βρίσκεται στο πώς η ενοχή επηρεάζει τις σχέσεις μας, ποιο «μάθημα» παίρνουμε πραγματικά και αν εμπνέει εποικοδομητική αλλαγή (ή μας τραβά σε μια δίνη ντροπής ή/και εθιστικής συμπεριφοράς). Η υγιής ενοχή είναι συνείδηση με ένα σχέδιο δράσης πέρα από τον πόνο.
Η ανάκαμψη είναι το κλειδί
Τα ομαδικά αθλήματα μας δίνουν ένα καλό μοντέλο για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να χειριστούν το δυσάρεστο αίσθημα για κάτι που έκαναν, να ανακάμψουν και να βελτιωθούν. Μερικές φορές, οι καλοί παίκτες δεν αποδίδουν αποτελεσματικά, κοστίζοντας τη νίκη της ομάδας.
Στη συνέντευξη μετά το παιχνίδι, είναι σαφές ότι αισθάνονται άσχημα που απογοήτευσαν τους συμπαίκτες τους. Αλλά, ταυτόχρονα, γνωρίζουν ότι η πιο ουσιαστική συγγνώμη είναι να ανακάμψουν ώστε να μπορέσουν να σκοράρουν ξανά, αντί να επικεντρώνονται στο να νιώθουν άσχημα και να αυτομαστιγώνονται. Κατά παράλληλο τρόπο, οι συμπαίκτες τους φαίνεται να γνωρίζουν ενστικτωδώς ότι πρέπει να τους χτυπήσουν στην πλάτη για ενθάρρυνση και να τους πουν να επιστρέψουν στο παιχνίδι, ώστε να τους βοηθήσουν να κερδίσουν τη σεζόν.
Εξέλιξη: Τουλάχιστον 155 νέα γονίδια εμφανίστηκαν στο DNA των ανθρώπων
Παρ’ όλο που οι σύγχρονοι άνθρωποι διαχωρίστηκαν εξελικτικά από τους στενότερους συγγενείς μας, τους χιμπατζήδες, πριν σχεδόν επτά εκατομμύρια χρόνια, συνεχίζουν να εξελίσσονται.
Περίπου 155 νέα γονίδια έχουν εντοπιστεί, τα οποία ξεπήδησαν αυθόρμητα (de novo) από μικροσκοπικά τμήματα στο ανθρώπινο DNA και μερικά από αυτά τα «μικρογονίδια» φαίνεται πως σχετίζονται με ανθρώπινες ασθένειες, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον Νικόλαο Βακιρλή του Ερευνητικού Κέντρου Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμινγκ» στη Βάρη, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Βιολογίας «Cell Reports», δημιούργησαν ένα «οικογενειακό δένδρο» που συγκρίνει τους ανθρώπους με άλλα 99 είδη σπονδυλωτών ζώων, όπως οι γορίλες, οι χιμπατζήδες, τα άλογα, οι αλιγάτορες κ.ά. Χρησιμοποιώντας υπολογιστικές τεχνικές, οι ερευνητές γύρισαν προς τα πίσω το εξελικτικό «ρολόι».
Παρακολουθώντας, έτσι, τη διαχρονική ανάδυση νέων γονιδίων, βρήκαν 155 που εμφανίστηκαν από το «πουθενά» (de novo) και όχι από το προϋπάρχον γονιδίωμα (με τη συνήθη διαδικασία των μεταλλάξεων).
Τα de novo γονίδια ξεπηδούν αυθόρμητα από τμήματα του DNA που δεν κωδικοποιούν πρωτεΐνες, αλλά στη συνέχεια τα ίδια κωδικοποιούν μικροπρωτεΐνες. Μερικά από αυτά τα 155 τελείως νέα γονίδια στο ανθρώπινο γονιδίωμα είναι αρχαία και χρονολογούνται από την περίοδο καταγωγής όλων των θηλαστικών, ενώ άλλα εμφανίστηκαν πολύ πιο πρόσφατα, σύμφωνα με τη μελέτη.
Από αυτά τα 155 νέα γονίδια, τουλάχιστον τα 44 φαίνεται να σχετίζονται με την κυτταρική ανάπτυξη και την υγεία του οργανισμού.
Η μελέτη των ερευνητών αναφορικά με τον ρόλο τους σε ασθένειες οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, μεταξύ άλλων, τρία από αυτά σχετίζονται με παθήσεις όπως η μυϊκή δυστροφία, η μελαχρωστική αμφιβληστροπάθεια των ματιών και το σύνδρομο Alazami. Ένα άλλο νέο γονίδιο σχετίζεται με τον ιστό της ανθρώπινης καρδιάς.
«Θα είναι πολύ ενδιαφέρον σε μελλοντικές μελέτες να κατανοήσουμε τι μπορούν να κάνουν αυτά τα μικρογονίδια και κατά πόσο μπορεί να εμπλέκονται άμεσα σε κάποια ασθένεια».
Όπως ανέφερε στο Live Science, «βρήκαμε ότι δύο από αυτά αφορούν αποκλειστικά τους ανθρώπους», δηλαδή δεν έχουν εμφανιστεί στο γονιδίωμα άλλων ζώων.
Περίπου 155 νέα γονίδια έχουν εντοπιστεί, τα οποία ξεπήδησαν αυθόρμητα (de novo) από μικροσκοπικά τμήματα στο ανθρώπινο DNA και μερικά από αυτά τα «μικρογονίδια» φαίνεται πως σχετίζονται με ανθρώπινες ασθένειες, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον Νικόλαο Βακιρλή του Ερευνητικού Κέντρου Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμινγκ» στη Βάρη, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Βιολογίας «Cell Reports», δημιούργησαν ένα «οικογενειακό δένδρο» που συγκρίνει τους ανθρώπους με άλλα 99 είδη σπονδυλωτών ζώων, όπως οι γορίλες, οι χιμπατζήδες, τα άλογα, οι αλιγάτορες κ.ά. Χρησιμοποιώντας υπολογιστικές τεχνικές, οι ερευνητές γύρισαν προς τα πίσω το εξελικτικό «ρολόι».
Παρακολουθώντας, έτσι, τη διαχρονική ανάδυση νέων γονιδίων, βρήκαν 155 που εμφανίστηκαν από το «πουθενά» (de novo) και όχι από το προϋπάρχον γονιδίωμα (με τη συνήθη διαδικασία των μεταλλάξεων).
Τα de novo γονίδια ξεπηδούν αυθόρμητα από τμήματα του DNA που δεν κωδικοποιούν πρωτεΐνες, αλλά στη συνέχεια τα ίδια κωδικοποιούν μικροπρωτεΐνες. Μερικά από αυτά τα 155 τελείως νέα γονίδια στο ανθρώπινο γονιδίωμα είναι αρχαία και χρονολογούνται από την περίοδο καταγωγής όλων των θηλαστικών, ενώ άλλα εμφανίστηκαν πολύ πιο πρόσφατα, σύμφωνα με τη μελέτη.
Από αυτά τα 155 νέα γονίδια, τουλάχιστον τα 44 φαίνεται να σχετίζονται με την κυτταρική ανάπτυξη και την υγεία του οργανισμού.
Η μελέτη των ερευνητών αναφορικά με τον ρόλο τους σε ασθένειες οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, μεταξύ άλλων, τρία από αυτά σχετίζονται με παθήσεις όπως η μυϊκή δυστροφία, η μελαχρωστική αμφιβληστροπάθεια των ματιών και το σύνδρομο Alazami. Ένα άλλο νέο γονίδιο σχετίζεται με τον ιστό της ανθρώπινης καρδιάς.
«Θα είναι πολύ ενδιαφέρον σε μελλοντικές μελέτες να κατανοήσουμε τι μπορούν να κάνουν αυτά τα μικρογονίδια και κατά πόσο μπορεί να εμπλέκονται άμεσα σε κάποια ασθένεια».
Όπως ανέφερε στο Live Science, «βρήκαμε ότι δύο από αυτά αφορούν αποκλειστικά τους ανθρώπους», δηλαδή δεν έχουν εμφανιστεί στο γονιδίωμα άλλων ζώων.
Ο νόμος των ακούσιων συνεπειών
Στις κοινωνικές επιστήμες οι απρόβλεπτες ή ακούσιες συνέπειες είναι αποτελέσματα που δεν έχουν προβλεφτεί μετά από μία πολιτική απόφαση. “Είναι αυτό που συμβαίνει όταν ένα απλό σύστημα προσπαθεί να ρυθμίσει ένα περίπλοκο σύστημα”, έγραφε ο Alex Tabarrok. Σαν τους ανθρώπους, τη ζωή, τα οικοσυστήματα που είναι περίπλοκα, αλλά που πιστεύουμε ότι με μία απλή ενέργεια ή νόμο θα βελτιωθούν. Ή να βγάζεις μία απαγόρευση συνάθροισης και να σου προκύπτουν περισσότερα προβλήματα από αυτά που ήθελες να λύσεις.
Ο νόμος αυτός αναφέρεται και σε πρακτικά θέματα εφαρμοσμένης πολιτικής και στις αποκλίσεις ανάμεσα στους στόχους και στα τελικά αποτελέσματα μιας ενέργειας. Αυτό συμβαίνει συχνά σε οποιοδήποτε είδος κυβερνητικού προγράμματος, κανονισμούς, νόμους ή απόπειρας ελέγχου εντός ενός σύνθετου συστήματος που ζούμε, με μια σχετικά απλή δράση. Τελικά θα συμβούν πράγματα και καταστάσεις που δεν περιμέναμε. Είναι ότι συμβαίνει όταν αλλάζετε λογισμικό στον υπολογιστή.
Ο όρος διαδόθηκε τον εικοστό αιώνα από τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Robert Merton. Οι ανεπιθύμητες συνέπειες μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις τύπους:
Το 1936, ο Ρόμπερτ Μέρτον απαρίθμησε πέντε πιθανές αιτίες απρόβλεπτων συνεπειών:
Ο νόμος αυτός αναφέρεται και σε πρακτικά θέματα εφαρμοσμένης πολιτικής και στις αποκλίσεις ανάμεσα στους στόχους και στα τελικά αποτελέσματα μιας ενέργειας. Αυτό συμβαίνει συχνά σε οποιοδήποτε είδος κυβερνητικού προγράμματος, κανονισμούς, νόμους ή απόπειρας ελέγχου εντός ενός σύνθετου συστήματος που ζούμε, με μια σχετικά απλή δράση. Τελικά θα συμβούν πράγματα και καταστάσεις που δεν περιμέναμε. Είναι ότι συμβαίνει όταν αλλάζετε λογισμικό στον υπολογιστή.
Ο όρος διαδόθηκε τον εικοστό αιώνα από τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Robert Merton. Οι ανεπιθύμητες συνέπειες μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις τύπους:
- Απροσδόκητο όφελος: Ένα θετικό απροσδόκητο όφελος (αναφέρεται επίσης ως τύχη ή απροσδόκητο).
- Απροσδόκητο μειονέκτημα: Μία απροσδόκητη βλάβη που συμβαίνει μακριά από το επιθυμητό αποτέλεσμα της πολιτικής (π.χ., ενώ τα συστήματα άρδευσης παρέχουν στους ανθρώπους νερό για τη γεωργία, μπορούν να αυξήσουν τις μεταφερόμενες ασθένειες που έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία).
- Ανεπιθύμητο αποτέλεσμα: Ένα αποτέλεσμα χειρότερο με αυτό που είχε αρχικά προβλεφθεί (όταν μια επιδιωκόμενη λύση επιδεινώνει ένα πρόβλημα).
Το 1936, ο Ρόμπερτ Μέρτον απαρίθμησε πέντε πιθανές αιτίες απρόβλεπτων συνεπειών:
- Άγνοια, καθιστώντας αδύνατη την πρόβλεψη όλων των παραμέτρων, οδηγώντας έτσι σε ατελή ανάλυση.
- Σφάλματα στην ανάλυση του προβλήματος ή μετά από συνήθειες που λειτούργησαν στο παρελθόν αλλά ενδέχεται να μην ισχύουν για την τρέχουσα κατάσταση.
- Άμεσα συμφέροντα που υπερισχύουν των μακροπρόθεσμων συμφερόντων.
- Βασικές εκτιμήσεις που ενδέχεται να απαιτούν ή να απαγορεύουν συγκεκριμένες ενέργειες, ακόμη και αν το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα μπορεί να είναι δυσμενές.
- Αυτοκαταστροφική προφητεία, ή, ο φόβος για κάποια συνέπεια που οδηγεί τους ανθρώπους να βρουν λύσεις πριν εμφανιστεί το πρόβλημα, επομένως δεν αναμένεται η μη εμφάνιση του προβλήματος.
Άλλο παράδειγμα. Πριν 40 χρόνια έγινε προσπάθεια να μειωθεί η κυκλοφορία των αυτοκινήτων με βάση τους μονούς ή ζυγούς αριθμούς στις πινακίδες. Που οδήγησε τους ανθρώπους να παρακάμψουν την πολιτική αυτή αγοράζοντας περισσότερα αυτοκίνητα.
Και ένα απροσδόκητο όφελος. Για παράδειγμα, η ασπιρίνη, ένα παυσίπονο, είναι επίσης αντιπηκτικό που μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη καρδιακών προσβολών και στη μείωση της σοβαρότητας και της βλάβης από θρομβωτικά εγκεφαλικά επεισόδια. Επίσης, είναι γνωστό ότι το Viagra αναπτύχθηκε για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης, και είδαμε ότι είχε μία απροσδόκητη παρενέργεια. Για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας.
Και ένα απροσδόκητο όφελος. Για παράδειγμα, η ασπιρίνη, ένα παυσίπονο, είναι επίσης αντιπηκτικό που μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη καρδιακών προσβολών και στη μείωση της σοβαρότητας και της βλάβης από θρομβωτικά εγκεφαλικά επεισόδια. Επίσης, είναι γνωστό ότι το Viagra αναπτύχθηκε για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης, και είδαμε ότι είχε μία απροσδόκητη παρενέργεια. Για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας.
Εποχή του ότι Φάμε ότι Πιούμε κι ότι Αρπάξουμε
Oι κεντρικές τράπεζες καταστρέφουν τον πολιτισμό
Δεν είναι ο καπιταλισμός – όπως πιστεύουν πολλοί – αλλά το κρατικό νομισματικό σύστημα των τελευταίων 100 ετών σε συνδυασμό με την δημόσια πολιτική, που προκαλούν την μαζική υπερκατανάλωση, την καταστροφή του πλούτου, την κατανάλωση κεφαλαίου και την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Όταν μου ζητήθηκε να γράψω ένα άρθρο σχετικά με τον αντίκτυπο των αρνητικών επιτοκίων και των ομολόγων με αρνητική απόδοση, σκέφτηκα ότι ήταν μια ευκαιρία να εξετάσω το θέμα από μια ευρύτερη οπτική γωνία. Έχουν υπάρξει πολλά άρθρα που εικάζουν τις πιθανές επιπτώσεις και επικεντρώνονται στον αντίκτυπό τους βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν είναι πολύ συχνό φαινόμενο μια ανάλυση να κοιτάζει λίγο πιο μακριά στο μέλλον, προσπαθώντας να συνδέσει το χρήμα με την επίδρασή του στην ίδια την κοινωνία.
Qui Bono? Ποιος ωφελείται;
Ας ξεκινήσουμε με ένα βασικό ερώτημα, που βρίσκεται στην καρδιά αυτού του ζητήματος: Ποιος επωφελείται από ένα δάνειο που εγγυάται ότι θα επιστρέψει λιγότερα από το ποσό που δανείστηκε; Προφανώς, είναι ο δανειολήπτης και όχι ο δανειστής και στην περίπτωσή μας ο δανειολήπτης είναι η το κράτος και όσοι συνδέονται στενά με αυτό.
Τα αρνητικά επιτόκια και τα ομόλογα με αρνητική απόδοση ευνοούν εξ ορισμού τους οφειλέτες και τιμωρούν τους αποταμιευτές. Επιπλέον, οι πολιτικές αυτές προσβάλλουν τις βασικές οικονομικές αρχές και την κοινή λογική επίσης.
Αντιτίθενται σε όλες τις ορθολογικές απόψεις για το πώς λειτουργεί το χρήμα και δεν έχουν καμία βάση και κανένα ιστορικό προηγούμενο σε κανένα οργανικό οικονομικό σύστημα. Έτσι, τώρα, εκτός από τον κρυφό φόρο που είναι ο πληθωρισμός, έχουμε και έναν άλλο μηχανισμό, που αναδιανέμει τον πλούτο από τον μέσο πολίτη προς εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας.
Έτσι, αυτή η ίδια η έννοια της κεντρικής αρχής που μπορεί να κάμπτει και να στρεβλώνει τους κανόνες, ακόμη και όταν το αποτέλεσμα είναι παράλογο, έχει επιπτώσεις που εκτείνονται πολύ πέρα από τις καθημερινές οικονομικές δραστηριότητες. Στην πραγματικότητα, χωρίζει τελικά την κοινωνία σε δύο κατηγορίες, εκείνους που επωφελούνται από αυτή την αυθαίρετη και μονομερή αναδιατύπωση των κανόνων και εκείνους που αναγκάζονται να πληρώσουν το τίμημα, παρόλο που ποτέ δεν συμφώνησαν σε αυτό. Στην πραγματικότητα, δεν τους ζητήθηκε καν.
Ένα σύστημα συλλογικής διαφθοράς.
Φυσικά, μπορούμε επίσης να το δούμε από την συλλογική προοπτική του υποτιθέμενου κοινωνικού συμβολαίου του Ρουσσώ και να υποστηρίξουμε ότι αυτό το σύστημα φανερής (φορολογία) και κρυφής (νομισματική πολιτική) αναδιανομής είναι νόμιμο ή ακόμη και καλοπροαίρετο. Μπορεί να εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι το κράτος θα σας φροντίσει στο μέλλον και έτσι να είστε πρόθυμοι να θυσιάσετε ένα μέρος του πλούτου και των αποταμιεύσεών σας σήμερα, για να διασφαλίσετε ότι αυτό θα συμβεί.
Σε αυτή την περίπτωση, ας θυμάστε ότι το σημερινό κεντρικό τραπεζικό σύστημα δεν είναι τόσο παλιό. Υπάρχει μόνο για περίπου εκατό χρόνια, ή δύο κύκλους μακροπρόθεσμου χρέους μαζί.
Ο πρώτος κύκλος τελείωσε όταν ο πρόεδρος Νίξον προσπάθησε επίσημα να απονομιμοποιήσει τον χρυσό το 1971, εξουσιοδοτώντας ένα συγκεντρωτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο κάποιοι λίγοι αποφασίζουν ποιος λαμβάνει το νόμισμα πρώτος και με ποιο επιτόκιο, επιτρέποντάς τους να δημιουργούν φούσκες σε ορισμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, να προστατεύουν διάφορες βιομηχανίες-κλειδιά και να το χρησιμοποιούν για την χρηματοδότηση πολέμων και τον πλουτισμό των πολιτικών και όσων βρίσκονται κοντά τους.
Μέχρι στιγμής, η συνολική πίστωση σε παγκόσμια κλίμακα ανέρχεται σε περίπου 380 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν τέτοιο αριθμό, αλλά αν σκεφτείτε ότι 1 τρισεκατομμύριο δευτερόλεπτα αντιστοιχούν σε 31.709 χρόνια, ίσως αρχίσετε να συνειδητοποιείτε το πόση μόχλευση έχει γίνει στο σύστημα. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το χρέος είναι πάντα κατανάλωση που μεταφέρεται προς τα εμπρός. Τούτου λεχθέντος, τα χρέη πρέπει να εξοφληθούν ή να διαγραφούν – δεν υπάρχει άλλη περίπτωση.
Επιπλέον, το ποσό του χρέους που μπορεί να σηκώσει ένα σύστημα είναι περιορισμένο και όταν ένα σύστημα που βασίζεται στην πίστωση δεν μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω, το λογικό αποτέλεσμα είναι η κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος. Όπως το περιέγραψε ο Ludwig von Mises:
«Δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί η τελική κατάρρευση μιας (τεχνητής οικονομικής) άνθησης που προκαλείται από την πιστωτική επέκταση. Οι εναλλακτικές είναι μόνο το εάν η κρίση θα έρθει νωρίτερα ως αποτέλεσμα της εκούσιας εγκατάλειψης της περαιτέρω πιστωτικής επέκτασης, ή αργότερα ως τελική και ολοκληρωτική καταστροφή του σχετικού νομισματικού συστήματος.»
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να προσπαθούν να αποφύγουν αυτή την συστημική κατάρρευση, μειώνοντας τα επιτόκια κάτω από το μηδέν και επιτρέποντας στους μεγάλους παίκτες να αναλάβουν δωρεάν χρέος και ταυτόχρονα να μειώσουν το βάρος του χρέους τους. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που έχουμε ήδη παρακολουθήσει εκτενώς κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και είναι απλώς θέμα χρόνου μέχρι οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, να χρησιμοποιήσουν την ίδια δόλια τακτική για να αφήσουν λίγο αέρα από το μπαλόνι και να απομοχλεύσουν τον οφειλέτη εις βάρος του αποταμιευτή.
Ωστόσο, είναι πολύ αμφίβολο το αν μπορούν να διαχειριστούν με επιτυχία κάτι τέτοιο, ειδικά από την στιγμή που το δημογραφικό αποτελεί πρόβλημα στην Δύση εδώ και δεκαετίες, καθιστώντας την ανάπτυξη επίσης ένα πρόβλημα. Οι κυβερνήσεις επέβαλαν μια πολιτική μαζικής μετανάστευσης για να καταπολεμήσουν αυτή την τάση γήρανσης του πληθυσμού, ωστόσο η εκτέλεσή της ήταν καταστροφική: αντί να αναζωογονήσει τα έθνη και να τονώσει την παραγωγικότητα, κατέληξε στην συντριβή των εθνικών συστημάτων πρόνοιας.
Είναι επομένως σαφές ότι ο σημερινός δρόμος που έχουν επιλέξει οι κυβερνήσεις και οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι παντελώς μη βιώσιμος. Επιπλέον οι προσπάθειές τους για βραχυπρόθεσμα «μπαλώματα» δεν έχουν πολλές ελπίδες να σταματήσουν την αναπόφευκτη κατάρρευση, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες. Το να προσποιούμαστε το αντίθετο είναι τόσο μάταιο, όσο και αφελές. Όπως το έθεσε η Ayn Rand:
«Μπορούμε να αγνοήσουμε την πραγματικότητα, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις συνέπειες της αγνόησης της πραγματικότητας.»
Το φαινόμενο του «απο-πολιτισμού» (de-civilisation)
Τα αρνητικά επιτόκια είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτών των βραχυπρόθεσμων επιδιορθώσεων, μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν είναι απλώς άχρηστα ως θεραπεία για τα οικονομικά μας δεινά, αλλά στην πραγματικότητα κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ότι ο χρόνος χάνει την αξία του. Καθώς τα κερδισμένα με κόπο χρήματα, που έχει βάλει κανείς στην άκρη για μια δύσκολη εποχή, ή για την εκπαίδευση των παιδιών του, αντί να ανατιμώνται, όπως υπαγορεύει η λογική, χάνουν την αξία τους μέρα με την μέρα, δεν έχει πλέον νόημα να παράγει και να αποταμιεύει κανείς.
Το βασικό κίνητρο για κάθε άτομο να σηκώνεται το πρωί και να εργάζεται σκληρά για να επιτύχει ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο καταργείται και ο χρόνος, ως εκ τούτου, μετατρέπεται σε μια διάσταση χωρίς καμία αξία. Αν οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να αποταμιεύουν, λόγω της κυβερνητικής πολιτικής, τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να καταναλώνουν. Και με όλες τις παραδοσιακά ασφαλείς επενδυτικές επιλογές να έχουν εξαφανιστεί, τους μένει μόνο η επιλογή της κερδοσκοπίας στις στημένες χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και το τεράστιο ρίσκο που την συνοδεύει, ειδικά τώρα, που πλησιάζουμε στο τέλος ενός μακροχρόνιου κύκλου χρέους.
Το άτομο μετατρέπεται έτσι όλο και περισσότερο σε εξαρτημένο από το κράτος, καθώς η βάση για μια ελεύθερη ζωή είναι η οικονομική ανεξαρτησία και η ικανότητα να έχεις αποταμιεύσεις που σε κρατούν ανεξάρτητο. Το θεμέλιο ενός επιτυχημένου συστήματος απαιτεί άτομα που ζουν μια αξιοπρεπή ζωή, γνωρίζοντας ότι πρέπει πρώτα να παράγουν πριν καταναλώσουν.
Οι μάζες εκπαιδεύονται και ωθούνται να καταναλώνουν και να ξοδεύουν χρήματα που ΔΕΝ έχουν για να αγοράσουν πράγματα που ΔΕΝ χρειάζονται.
Το νομισματικό μας σύστημα σε συνδυασμό με αυτού του είδους την δημόσια πολιτική προκαλεί την μαζική υπερκατανάλωση, την καταστροφή του πλούτου, την κατανάλωση κεφαλαίου και την καταστροφή και εκμετάλλευση της φύσης.
Οι άνθρωποι προσθέτουν σημαντική αξία στην κοινωνία εάν είναι σε θέση να αποταμιεύουν, καθώς αυτό τους επιτρέπει να επενδύσουν σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, όταν θα έχουν συγκεντρώσει όσα χρειάζονται και έτσι να βοηθήσουν άλλους ανθρώπους στην προσπάθειά τους να επιτύχουν και να αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία.
Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους και οι επενδυτές μπορούν να βοηθήσουν τις εκκολαπτόμενες νέες εταιρείες που φέρνουν καινοτόμες ιδέες προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας στο σύνολό της. Καθώς αυτός ο ενάρετος κύκλος συνεχίζεται, με βάση την παραγωγικότητα, την μακροπρόθεσμη νοοτροπία και την υπεύθυνη οικονομική διαχείριση, «η άνοδος της παλίρροιας ανυψώνει όλες τις βάρκες».
Αντιθέτως, όταν αυτή η φυσική διαδικασία διαταράσσεται βίαια και αντιστρέφεται, τα αποτελέσματα είναι επιβλαβή και εκτεταμένα: η μαζική υπερκατανάλωση, η καταστροφή του πλούτου και η εκμετάλλευση της φύσης και του περιβάλλοντος είναι όλα συμπτώματα αυτής της θεσμικής και μαζικής ώθησης προς την βραχυπρόθεσμη νοοτροπία και της αναγκαστικής εστίασης μόνο στο σήμερα, εις βάρος του αύριο.
Ευρύτερες επιπτώσεις
Έτσι, αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η παγκόσμια οικονομία, αλλά και η επιταχυνόμενη παρακμή του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος, έχοντας βασιστεί στον φιλελευθερισμό (προσωπική ελευθερία και δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας) και στον χριστιανισμό (προσωπική ευθύνη κι ενοχές), έθεσε τα θεμέλια για μια αποκεντρωμένη Ευρώπη που επέτρεψε τον ανταγωνισμό των αγαθών και των υπηρεσιών, αλλά κυρίως τον ανταγωνισμό των ιδεών.
Αυτή η επικίνδυνη παρακμή επίσης δεν είναι κάτι καινούργιο, καθώς ξεκίνησε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ευρώπη στράφηκε προς μια πιο συγκεντρωτική προσέγγιση, με κάθε είδους κολεκτιβιστικές ιδέες (κομμουνισμός στην ΕΣΣΔ, εθνικοσοσιαλισμός στην Γερμανία, φασισμός στην Ιταλία) που προκάλεσαν κάθε είδους σχίσματα και παρακμή, που τα βλέπουμε ακόμη και σήμερα στις σύγχρονες κοινωνίες.
Σήμερα, βλέπουμε μια ραγδαία επιτάχυνση αυτής της παρακμής, καθώς το οικονομικό μας σύστημα μετά βίας μπορεί να παραμείνει όρθιο και καθώς η πολιτική μας και οι κοινωνίες μας εξελίσσονται ακόμη πιο γρήγορα σε φυλετικές ή ακριβέστερα σε ομάδες πολιτικών ταυτοτήτων, που πολεμούν μεταξύ τους για ανούσιες βεντέτες. Όλο αυτό το διάστημα αποπροσανατολίζονται από την πραγματική απειλή, αυτήν που τα κράτη και οι κεντρικές τους τράπεζες θέτουν για το μέλλον τους και το μέλλον των παιδιών τους.
Όσο οι άνθρωποι φοβούνται την ελευθερία και αναθέτουν εσφαλμένα την προσωπική τους ευθύνη σε μια κεντρική εξουσία, η ελπίδα είναι αμυδρή.
Είναι καιρός να αναλογιστούμε με ανεξάρτητη σκέψη το εάν το σημερινό συγκεντρωτικό σύστημα έχει πραγματικά νόημα, αν είναι βιώσιμο και για πόσο ακόμα.
Αν οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα σας τρομάζουν, είναι άσκοπο να περιμένετε λύσεις που θα έρθουν από τα πάνω. Είναι λοιπόν καιρός να δράσετε άμεσα και υπεύθυνα, με ένα σταθερό σχέδιο, επενδύοντας σε «σκληρά» περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε ιδιώτες και με μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που δεν θα εξαρτάται από τις ιδιοτροπίες και τα καπρίτσια των πολιτικών «υπευθύνων».
Δεν είναι ο καπιταλισμός – όπως πιστεύουν πολλοί – αλλά το κρατικό νομισματικό σύστημα των τελευταίων 100 ετών σε συνδυασμό με την δημόσια πολιτική, που προκαλούν την μαζική υπερκατανάλωση, την καταστροφή του πλούτου, την κατανάλωση κεφαλαίου και την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Όταν μου ζητήθηκε να γράψω ένα άρθρο σχετικά με τον αντίκτυπο των αρνητικών επιτοκίων και των ομολόγων με αρνητική απόδοση, σκέφτηκα ότι ήταν μια ευκαιρία να εξετάσω το θέμα από μια ευρύτερη οπτική γωνία. Έχουν υπάρξει πολλά άρθρα που εικάζουν τις πιθανές επιπτώσεις και επικεντρώνονται στον αντίκτυπό τους βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν είναι πολύ συχνό φαινόμενο μια ανάλυση να κοιτάζει λίγο πιο μακριά στο μέλλον, προσπαθώντας να συνδέσει το χρήμα με την επίδρασή του στην ίδια την κοινωνία.
Qui Bono? Ποιος ωφελείται;
Ας ξεκινήσουμε με ένα βασικό ερώτημα, που βρίσκεται στην καρδιά αυτού του ζητήματος: Ποιος επωφελείται από ένα δάνειο που εγγυάται ότι θα επιστρέψει λιγότερα από το ποσό που δανείστηκε; Προφανώς, είναι ο δανειολήπτης και όχι ο δανειστής και στην περίπτωσή μας ο δανειολήπτης είναι η το κράτος και όσοι συνδέονται στενά με αυτό.
Τα αρνητικά επιτόκια και τα ομόλογα με αρνητική απόδοση ευνοούν εξ ορισμού τους οφειλέτες και τιμωρούν τους αποταμιευτές. Επιπλέον, οι πολιτικές αυτές προσβάλλουν τις βασικές οικονομικές αρχές και την κοινή λογική επίσης.
Αντιτίθενται σε όλες τις ορθολογικές απόψεις για το πώς λειτουργεί το χρήμα και δεν έχουν καμία βάση και κανένα ιστορικό προηγούμενο σε κανένα οργανικό οικονομικό σύστημα. Έτσι, τώρα, εκτός από τον κρυφό φόρο που είναι ο πληθωρισμός, έχουμε και έναν άλλο μηχανισμό, που αναδιανέμει τον πλούτο από τον μέσο πολίτη προς εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας.
Έτσι, αυτή η ίδια η έννοια της κεντρικής αρχής που μπορεί να κάμπτει και να στρεβλώνει τους κανόνες, ακόμη και όταν το αποτέλεσμα είναι παράλογο, έχει επιπτώσεις που εκτείνονται πολύ πέρα από τις καθημερινές οικονομικές δραστηριότητες. Στην πραγματικότητα, χωρίζει τελικά την κοινωνία σε δύο κατηγορίες, εκείνους που επωφελούνται από αυτή την αυθαίρετη και μονομερή αναδιατύπωση των κανόνων και εκείνους που αναγκάζονται να πληρώσουν το τίμημα, παρόλο που ποτέ δεν συμφώνησαν σε αυτό. Στην πραγματικότητα, δεν τους ζητήθηκε καν.
Ένα σύστημα συλλογικής διαφθοράς.
Φυσικά, μπορούμε επίσης να το δούμε από την συλλογική προοπτική του υποτιθέμενου κοινωνικού συμβολαίου του Ρουσσώ και να υποστηρίξουμε ότι αυτό το σύστημα φανερής (φορολογία) και κρυφής (νομισματική πολιτική) αναδιανομής είναι νόμιμο ή ακόμη και καλοπροαίρετο. Μπορεί να εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι το κράτος θα σας φροντίσει στο μέλλον και έτσι να είστε πρόθυμοι να θυσιάσετε ένα μέρος του πλούτου και των αποταμιεύσεών σας σήμερα, για να διασφαλίσετε ότι αυτό θα συμβεί.
Σε αυτή την περίπτωση, ας θυμάστε ότι το σημερινό κεντρικό τραπεζικό σύστημα δεν είναι τόσο παλιό. Υπάρχει μόνο για περίπου εκατό χρόνια, ή δύο κύκλους μακροπρόθεσμου χρέους μαζί.
Ο πρώτος κύκλος τελείωσε όταν ο πρόεδρος Νίξον προσπάθησε επίσημα να απονομιμοποιήσει τον χρυσό το 1971, εξουσιοδοτώντας ένα συγκεντρωτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο κάποιοι λίγοι αποφασίζουν ποιος λαμβάνει το νόμισμα πρώτος και με ποιο επιτόκιο, επιτρέποντάς τους να δημιουργούν φούσκες σε ορισμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, να προστατεύουν διάφορες βιομηχανίες-κλειδιά και να το χρησιμοποιούν για την χρηματοδότηση πολέμων και τον πλουτισμό των πολιτικών και όσων βρίσκονται κοντά τους.
Μέχρι στιγμής, η συνολική πίστωση σε παγκόσμια κλίμακα ανέρχεται σε περίπου 380 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν τέτοιο αριθμό, αλλά αν σκεφτείτε ότι 1 τρισεκατομμύριο δευτερόλεπτα αντιστοιχούν σε 31.709 χρόνια, ίσως αρχίσετε να συνειδητοποιείτε το πόση μόχλευση έχει γίνει στο σύστημα. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το χρέος είναι πάντα κατανάλωση που μεταφέρεται προς τα εμπρός. Τούτου λεχθέντος, τα χρέη πρέπει να εξοφληθούν ή να διαγραφούν – δεν υπάρχει άλλη περίπτωση.
Επιπλέον, το ποσό του χρέους που μπορεί να σηκώσει ένα σύστημα είναι περιορισμένο και όταν ένα σύστημα που βασίζεται στην πίστωση δεν μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω, το λογικό αποτέλεσμα είναι η κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος. Όπως το περιέγραψε ο Ludwig von Mises:
«Δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί η τελική κατάρρευση μιας (τεχνητής οικονομικής) άνθησης που προκαλείται από την πιστωτική επέκταση. Οι εναλλακτικές είναι μόνο το εάν η κρίση θα έρθει νωρίτερα ως αποτέλεσμα της εκούσιας εγκατάλειψης της περαιτέρω πιστωτικής επέκτασης, ή αργότερα ως τελική και ολοκληρωτική καταστροφή του σχετικού νομισματικού συστήματος.»
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να προσπαθούν να αποφύγουν αυτή την συστημική κατάρρευση, μειώνοντας τα επιτόκια κάτω από το μηδέν και επιτρέποντας στους μεγάλους παίκτες να αναλάβουν δωρεάν χρέος και ταυτόχρονα να μειώσουν το βάρος του χρέους τους. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που έχουμε ήδη παρακολουθήσει εκτενώς κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και είναι απλώς θέμα χρόνου μέχρι οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, να χρησιμοποιήσουν την ίδια δόλια τακτική για να αφήσουν λίγο αέρα από το μπαλόνι και να απομοχλεύσουν τον οφειλέτη εις βάρος του αποταμιευτή.
Ωστόσο, είναι πολύ αμφίβολο το αν μπορούν να διαχειριστούν με επιτυχία κάτι τέτοιο, ειδικά από την στιγμή που το δημογραφικό αποτελεί πρόβλημα στην Δύση εδώ και δεκαετίες, καθιστώντας την ανάπτυξη επίσης ένα πρόβλημα. Οι κυβερνήσεις επέβαλαν μια πολιτική μαζικής μετανάστευσης για να καταπολεμήσουν αυτή την τάση γήρανσης του πληθυσμού, ωστόσο η εκτέλεσή της ήταν καταστροφική: αντί να αναζωογονήσει τα έθνη και να τονώσει την παραγωγικότητα, κατέληξε στην συντριβή των εθνικών συστημάτων πρόνοιας.
Είναι επομένως σαφές ότι ο σημερινός δρόμος που έχουν επιλέξει οι κυβερνήσεις και οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι παντελώς μη βιώσιμος. Επιπλέον οι προσπάθειές τους για βραχυπρόθεσμα «μπαλώματα» δεν έχουν πολλές ελπίδες να σταματήσουν την αναπόφευκτη κατάρρευση, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες. Το να προσποιούμαστε το αντίθετο είναι τόσο μάταιο, όσο και αφελές. Όπως το έθεσε η Ayn Rand:
«Μπορούμε να αγνοήσουμε την πραγματικότητα, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις συνέπειες της αγνόησης της πραγματικότητας.»
Το φαινόμενο του «απο-πολιτισμού» (de-civilisation)
Τα αρνητικά επιτόκια είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτών των βραχυπρόθεσμων επιδιορθώσεων, μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν είναι απλώς άχρηστα ως θεραπεία για τα οικονομικά μας δεινά, αλλά στην πραγματικότητα κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ότι ο χρόνος χάνει την αξία του. Καθώς τα κερδισμένα με κόπο χρήματα, που έχει βάλει κανείς στην άκρη για μια δύσκολη εποχή, ή για την εκπαίδευση των παιδιών του, αντί να ανατιμώνται, όπως υπαγορεύει η λογική, χάνουν την αξία τους μέρα με την μέρα, δεν έχει πλέον νόημα να παράγει και να αποταμιεύει κανείς.
Το βασικό κίνητρο για κάθε άτομο να σηκώνεται το πρωί και να εργάζεται σκληρά για να επιτύχει ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο καταργείται και ο χρόνος, ως εκ τούτου, μετατρέπεται σε μια διάσταση χωρίς καμία αξία. Αν οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να αποταμιεύουν, λόγω της κυβερνητικής πολιτικής, τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να καταναλώνουν. Και με όλες τις παραδοσιακά ασφαλείς επενδυτικές επιλογές να έχουν εξαφανιστεί, τους μένει μόνο η επιλογή της κερδοσκοπίας στις στημένες χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και το τεράστιο ρίσκο που την συνοδεύει, ειδικά τώρα, που πλησιάζουμε στο τέλος ενός μακροχρόνιου κύκλου χρέους.
Το άτομο μετατρέπεται έτσι όλο και περισσότερο σε εξαρτημένο από το κράτος, καθώς η βάση για μια ελεύθερη ζωή είναι η οικονομική ανεξαρτησία και η ικανότητα να έχεις αποταμιεύσεις που σε κρατούν ανεξάρτητο. Το θεμέλιο ενός επιτυχημένου συστήματος απαιτεί άτομα που ζουν μια αξιοπρεπή ζωή, γνωρίζοντας ότι πρέπει πρώτα να παράγουν πριν καταναλώσουν.
Οι μάζες εκπαιδεύονται και ωθούνται να καταναλώνουν και να ξοδεύουν χρήματα που ΔΕΝ έχουν για να αγοράσουν πράγματα που ΔΕΝ χρειάζονται.
Το νομισματικό μας σύστημα σε συνδυασμό με αυτού του είδους την δημόσια πολιτική προκαλεί την μαζική υπερκατανάλωση, την καταστροφή του πλούτου, την κατανάλωση κεφαλαίου και την καταστροφή και εκμετάλλευση της φύσης.
Οι άνθρωποι προσθέτουν σημαντική αξία στην κοινωνία εάν είναι σε θέση να αποταμιεύουν, καθώς αυτό τους επιτρέπει να επενδύσουν σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, όταν θα έχουν συγκεντρώσει όσα χρειάζονται και έτσι να βοηθήσουν άλλους ανθρώπους στην προσπάθειά τους να επιτύχουν και να αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία.
Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους και οι επενδυτές μπορούν να βοηθήσουν τις εκκολαπτόμενες νέες εταιρείες που φέρνουν καινοτόμες ιδέες προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας στο σύνολό της. Καθώς αυτός ο ενάρετος κύκλος συνεχίζεται, με βάση την παραγωγικότητα, την μακροπρόθεσμη νοοτροπία και την υπεύθυνη οικονομική διαχείριση, «η άνοδος της παλίρροιας ανυψώνει όλες τις βάρκες».
Αντιθέτως, όταν αυτή η φυσική διαδικασία διαταράσσεται βίαια και αντιστρέφεται, τα αποτελέσματα είναι επιβλαβή και εκτεταμένα: η μαζική υπερκατανάλωση, η καταστροφή του πλούτου και η εκμετάλλευση της φύσης και του περιβάλλοντος είναι όλα συμπτώματα αυτής της θεσμικής και μαζικής ώθησης προς την βραχυπρόθεσμη νοοτροπία και της αναγκαστικής εστίασης μόνο στο σήμερα, εις βάρος του αύριο.
Ευρύτερες επιπτώσεις
Έτσι, αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η παγκόσμια οικονομία, αλλά και η επιταχυνόμενη παρακμή του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος, έχοντας βασιστεί στον φιλελευθερισμό (προσωπική ελευθερία και δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας) και στον χριστιανισμό (προσωπική ευθύνη κι ενοχές), έθεσε τα θεμέλια για μια αποκεντρωμένη Ευρώπη που επέτρεψε τον ανταγωνισμό των αγαθών και των υπηρεσιών, αλλά κυρίως τον ανταγωνισμό των ιδεών.
Αυτή η επικίνδυνη παρακμή επίσης δεν είναι κάτι καινούργιο, καθώς ξεκίνησε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ευρώπη στράφηκε προς μια πιο συγκεντρωτική προσέγγιση, με κάθε είδους κολεκτιβιστικές ιδέες (κομμουνισμός στην ΕΣΣΔ, εθνικοσοσιαλισμός στην Γερμανία, φασισμός στην Ιταλία) που προκάλεσαν κάθε είδους σχίσματα και παρακμή, που τα βλέπουμε ακόμη και σήμερα στις σύγχρονες κοινωνίες.
Σήμερα, βλέπουμε μια ραγδαία επιτάχυνση αυτής της παρακμής, καθώς το οικονομικό μας σύστημα μετά βίας μπορεί να παραμείνει όρθιο και καθώς η πολιτική μας και οι κοινωνίες μας εξελίσσονται ακόμη πιο γρήγορα σε φυλετικές ή ακριβέστερα σε ομάδες πολιτικών ταυτοτήτων, που πολεμούν μεταξύ τους για ανούσιες βεντέτες. Όλο αυτό το διάστημα αποπροσανατολίζονται από την πραγματική απειλή, αυτήν που τα κράτη και οι κεντρικές τους τράπεζες θέτουν για το μέλλον τους και το μέλλον των παιδιών τους.
Όσο οι άνθρωποι φοβούνται την ελευθερία και αναθέτουν εσφαλμένα την προσωπική τους ευθύνη σε μια κεντρική εξουσία, η ελπίδα είναι αμυδρή.
Είναι καιρός να αναλογιστούμε με ανεξάρτητη σκέψη το εάν το σημερινό συγκεντρωτικό σύστημα έχει πραγματικά νόημα, αν είναι βιώσιμο και για πόσο ακόμα.
Αν οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα σας τρομάζουν, είναι άσκοπο να περιμένετε λύσεις που θα έρθουν από τα πάνω. Είναι λοιπόν καιρός να δράσετε άμεσα και υπεύθυνα, με ένα σταθερό σχέδιο, επενδύοντας σε «σκληρά» περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε ιδιώτες και με μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που δεν θα εξαρτάται από τις ιδιοτροπίες και τα καπρίτσια των πολιτικών «υπευθύνων».
Νίτσε: Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή
“Τί θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε ότι αυτή τη ζωή – όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές;”
“Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούργιο? Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ότι ήταν άφατα μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου, θα επιστρέφει σε’σενα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία; Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν’αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ και’γω, απλοί κόκκοι στη διαδικασία.”
“Προτείνεις ότι κάθε πράξη που κάνω, κάθε πόνος που νιώθω, θα βιώνεται συνεχώς στην αιωνιότητα;”
“Ναι, η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και ισχύει το ίδιο για κάθε πράξη που δεν κάνεις, κάθε εμποδισμένη σκέψη, κάθε επιλογή που απέφυγες. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια. Τη σιχαίνεσαι αυτή την ιδέα; Ή σ’ αρέσει;”
“Τη σιχαίνομαι”
“Τότε ζήσε με τέτοιο τρόπο που να σου αρέσει η ιδέα...! Δεν διδάσκω, ότι ο άνθρωπος οφείλει ν’αντέχει το θάνατο ή να “συμβιβάζεται” μαζί του. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση προδίδεις τη ζωή σου! Το μάθημα που σου διδάσκω είναι: Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!”
“Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!” Η φράση αυτή προκάλεσε ένα σοκ στο Μπρόιερ.Η ευχάριστη απογευματινή βόλτα είχε αποκτήσει θανάσιμη σοβαρότητα.
“Να πεθαίνεις την κατάλληλη στιγμή; Τι εννοείς; Σε παρακαλώ, Φρήντριχ, δεν το αντέχω, σ’ το ‘χω πει πολλές φορές, να μου λες κάτι τόσο σημαντικό με τόσο αινιγματικό τρόπο. Γιατί το κάνεις αυτό;”
“Θέτεις δυο ερωτήματα. Σε ποιό από τα δυο να απαντήσω;”
“Σήμερα, πες μου για το να πεθαίνει κανείς τη σωστή στιγμή”
“Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή”
“Και τι σημαίνει αυτό;” ξαναρώτησε ο Μπρόιερ, νιώθοντας ακόμη πιο μπερδεμένος.
“Ρώτησε τον εαυτό σου, Γιόζεφ: έχεις εξαντλήσει τη ζωή σου;”
“Απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση. Φρήντριχ!”
“Κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις την απάντησή τους” αντέκρουσε ο Νίτσε.
“Αν γνώριζα την απάντηση, γιατί να ρωτήσω;”
“Για ν’αποφύγεις να μάθεις τη δική σου απάντηση!”
“Στη διάρκεια αυτής της συνάντησης ο Νίτσε παρέμενε προσηλωμένος: έγνεφε επιδοκιμαστικά με το κεφάλι σε κάθε ερώτηση. Τον Μπρόιερ δεν τον παραξένευε αυτό. Δεν είχε ποτέ συναντήσει ασθενή που να μην απολάμβανε κρυφά την εξέταση της ζωής του στο μικροσκόπιο. Κι όσο μεγαλύτερη η μεγέθυνση τόσο χαιρόταν ο ασθενής. Η χαρά να σε παρατηρούν ήταν τόσο μεγάλη που ο Μπρόιερ πίστευε ότι ο αληθινός πόνος των γηρατειών, του πένθους, του να ζεις αφού οι φίλοι σου έχουν πεθάνει, ήταν η απουσία εξονυχιστικής παρατήρησης- η φρίκη του να ζεις μια ζωή που δεν την παρατηρεί κανείς”
“Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούργιο? Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ότι ήταν άφατα μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου, θα επιστρέφει σε’σενα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία; Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν’αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ και’γω, απλοί κόκκοι στη διαδικασία.”
“Προτείνεις ότι κάθε πράξη που κάνω, κάθε πόνος που νιώθω, θα βιώνεται συνεχώς στην αιωνιότητα;”
“Ναι, η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και ισχύει το ίδιο για κάθε πράξη που δεν κάνεις, κάθε εμποδισμένη σκέψη, κάθε επιλογή που απέφυγες. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια. Τη σιχαίνεσαι αυτή την ιδέα; Ή σ’ αρέσει;”
“Τη σιχαίνομαι”
“Τότε ζήσε με τέτοιο τρόπο που να σου αρέσει η ιδέα...! Δεν διδάσκω, ότι ο άνθρωπος οφείλει ν’αντέχει το θάνατο ή να “συμβιβάζεται” μαζί του. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση προδίδεις τη ζωή σου! Το μάθημα που σου διδάσκω είναι: Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!”
“Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!” Η φράση αυτή προκάλεσε ένα σοκ στο Μπρόιερ.Η ευχάριστη απογευματινή βόλτα είχε αποκτήσει θανάσιμη σοβαρότητα.
“Να πεθαίνεις την κατάλληλη στιγμή; Τι εννοείς; Σε παρακαλώ, Φρήντριχ, δεν το αντέχω, σ’ το ‘χω πει πολλές φορές, να μου λες κάτι τόσο σημαντικό με τόσο αινιγματικό τρόπο. Γιατί το κάνεις αυτό;”
“Θέτεις δυο ερωτήματα. Σε ποιό από τα δυο να απαντήσω;”
“Σήμερα, πες μου για το να πεθαίνει κανείς τη σωστή στιγμή”
“Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή”
“Και τι σημαίνει αυτό;” ξαναρώτησε ο Μπρόιερ, νιώθοντας ακόμη πιο μπερδεμένος.
“Ρώτησε τον εαυτό σου, Γιόζεφ: έχεις εξαντλήσει τη ζωή σου;”
“Απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση. Φρήντριχ!”
“Κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις την απάντησή τους” αντέκρουσε ο Νίτσε.
“Αν γνώριζα την απάντηση, γιατί να ρωτήσω;”
“Για ν’αποφύγεις να μάθεις τη δική σου απάντηση!”
“Στη διάρκεια αυτής της συνάντησης ο Νίτσε παρέμενε προσηλωμένος: έγνεφε επιδοκιμαστικά με το κεφάλι σε κάθε ερώτηση. Τον Μπρόιερ δεν τον παραξένευε αυτό. Δεν είχε ποτέ συναντήσει ασθενή που να μην απολάμβανε κρυφά την εξέταση της ζωής του στο μικροσκόπιο. Κι όσο μεγαλύτερη η μεγέθυνση τόσο χαιρόταν ο ασθενής. Η χαρά να σε παρατηρούν ήταν τόσο μεγάλη που ο Μπρόιερ πίστευε ότι ο αληθινός πόνος των γηρατειών, του πένθους, του να ζεις αφού οι φίλοι σου έχουν πεθάνει, ήταν η απουσία εξονυχιστικής παρατήρησης- η φρίκη του να ζεις μια ζωή που δεν την παρατηρεί κανείς”
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ
ΙΣΟΚΡ 4.100–109
ΙΣΟΚΡ 4.100–109
(ΙΣΟΚΡ 4.93–109: Το τέλος των Περσικών πολέμων – Η αθηναϊκή ηγεμονία) Αιτιολόγηση της συμπεριφοράς των Αθηναίων στα χρόνια της αθηναϊκής ηγεμονίας
[100] Μέχρι μὲν οὖν τούτων οἶδ’ ὅτι πάντες ἂν ὁμολογή-
σειαν πλείστων ἀγαθῶν τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν αἰτίαν
γεγενῆσθαι, καὶ δικαίως ἂν αὐτῆς τὴν ἡγεμονίαν εἶναι·
μετὰ δὲ ταῦτ’ ἤδη τινὲς ἡμῶν κατηγοροῦσιν, ὡς ἐπειδὴ
τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης παρελάβομεν, πολλῶν κακῶν
αἴτιοι τοῖς Ἕλλησιν κατέστημεν, καὶ τόν τε Μηλίων
ἀνδραποδισμὸν καὶ τὸν Σκιωναίων ὄλεθρον ἐν τούτοις
τοῖς λόγοις ἡμῖν προφέρουσιν. [101] ἐγὼ δ’ ἡγοῦμαι
πρῶτον μὲν οὐδὲν εἶναι τοῦτο σημεῖον ὡς κακῶς ἤρχομεν,
εἴ τινες τῶν πολεμησάντων ἡμῖν σφόδρα φαίνονται κολα-
σθέντες, ἀλλὰ πολὺ τόδε μεῖζον τεκμήριον ὡς καλῶς διῳ-
κοῦμεν τὰ τῶν συμμάχων, ὅτι τῶν πόλεων τῶν ὑφ’ ἡμῖν
οὐσῶν οὐδεμία ταύταις ταῖς συμφοραῖς περιέπεσεν.
[102] ἔπειτ’ εἰ μὲν ἄλλοι τινὲς τῶν αὐτῶν πραγμάτων πραό-
τερον ἐπεμελήθησαν, εἰκότως ἂν ἡμῖν ἐπιτιμῷεν· εἰ δὲ
μήτε τοῦτο γέγονεν μήθ’ οἷόν τ’ ἐστὶ τοσούτων πόλεων
τὸ πλῆθος κρατεῖν, ἢν μή τις κολάζῃ τοὺς ἐξαμαρτάνον-
τας, πῶς οὐκ ἤδη δίκαιόν ἐστιν ἡμᾶς ἐπαινεῖν, οἵ τινες
ἐλαχίστοις χαλεπήναντες πλεῖστον χρόνον τὴν ἀρχὴν
κατασχεῖν ἠδυνήθημεν;
[103] Οἶμαι δὲ πᾶσιν δοκεῖν τούτους κρατίστους
προστάτας γενήσεσθαι τῶν Ἑλλήνων, ἐφ’ ὧν οἱ πειθαρ-
χήσαντες ἄριστα τυγχάνουσι πράξαντες. ἐπὶ τοίνυν τῆς
ἡμετέρας ἡγεμονίας εὑρήσομεν καὶ τοὺς οἴκους τοὺς
ἰδίους πρὸς εὐδαιμονίαν πλεῖστον ἐπιδόντας καὶ τὰς
πόλεις μεγίστας γενομένας. [104] οὐ γὰρ ἐφθονοῦμεν
ταῖς αὐξανομέναις αὐτῶν, οὐδὲ ταραχὰς ἐνεποιοῦ-
μεν πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες, ἵν’ ἀλλήλοις
μὲν στασιάζοιεν, ἡμᾶς δ’ ἀμφότεροι θεραπεύοιεν, ἀλλὰ
τὴν τῶν συμμάχων ὁμόνοιαν κοινὴν ὠφέλειαν νομίζοντες
τοῖς αὐτοῖς νόμοις ἁπάσας τὰς πόλεις διῳκοῦμεν, συμμα-
χικῶς ἀλλ’ οὐ δεσποτικῶς βουλευόμενοι περὶ αὐτῶν,
[105] ὅλων μὲν τῶν πραγμάτων ἐπιστατοῦντες, ἰδίᾳ δ’
ἑκάστους ἐλευθέρους ἐῶντες εἶναι, καὶ τῷ μὲν πλήθει βοη-
θοῦντες, ταῖς δὲ δυναστείαις πολεμοῦντες, δεινὸν ἡγού-
μενοι τοὺς πολλοὺς ὑπὸ τοῖς ὀλίγοις εἶναι, καὶ τοὺς ταῖς
οὐσίαις ἐνδεεστέρους τὰ δ’ ἄλλα μηδὲν χείρους ὄντας
ἀπελαύνεσθαι τῶν ἀρχῶν, ἔτι δὲ κοινῆς τῆς πατρίδος
οὔσης τοὺς μὲν τυραννεῖν τοὺς δὲ μετοικεῖν, καὶ φύσει
πολίτας ὄντας νόμῳ τῆς πολιτείας ἀποστερεῖσθαι.
[106] Τοιαῦτ’ ἔχοντες ταῖς ὀλιγαρχίαις ἐπιτιμᾶν καὶ
πλείω τούτων, τὴν αὐτὴν πολιτείαν ἥνπερ παρ’ ἡμῖν αὐτοῖς
καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις κατεστήσαμεν, ἣν οὐκ οἶδ’ ὅ τι δεῖ διὰ
μακροτέρων ἐπαινεῖν, ἄλλως τε καὶ συντόμως ἔχοντα
δηλῶσαι περὶ αὐτῆς. μετὰ γὰρ ταύτης οἰκοῦντες ἑβδομή-
κοντ’ ἔτη διετέλεσαν ἄπειροι μὲν τυραννίδων, ἐλεύθεροι
δὲ πρὸς τοὺς βαρβάρους, ἀστασίαστοι δὲ πρὸς σφᾶς
αὐτούς, εἰρήνην δ’ ἄγοντες πρὸς πάντας ἀνθρώπους.
[107] Ὑπὲρ ὧν προσήκει τοὺς εὖ φρονοῦντας μεγάλην
χάριν ἔχειν πολὺ μᾶλλον ἢ τὰς κληρουχίας ἡμῖν ὀνειδίζειν,
ἃς ἡμεῖς εἰς τὰς ἐρημουμένας τῶν πόλεων φυλακῆς ἕνεκα
τῶν χωρίων, ἀλλ’ οὐ διὰ πλεονεξίαν ἐξεπέμπομεν. σημεῖον
δὲ τούτων· ἔχοντες γὰρ χώραν μὲν ὡς πρὸς τὸ πλῆθος
τῶν πολιτῶν ἐλαχίστην, ἀρχὴν δὲ μεγίστην, καὶ κεκτη-
μένοι τριήρεις διπλασίας μὲν ἢ σύμπαντες οἱ ἄλλοι, δυνα-
μένας δὲ πρὸς δὶς τοσαύτας κινδυνεύειν, [108] ὑποκειμένης
τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικήν, ἣ καὶ πρὸς τὴν ἀρχὴν τὴν
τῆς θαλάττης εὐφυῶς εἶχεν καὶ τὴν ἄλλην ἀρετὴν ἁπασῶν
τῶν νήσων διέφερε, κρατοῦντες αὐτῆς μᾶλλον ἢ τῆς
ἡμετέρας αὐτῶν, καὶ πρὸς τούτοις εἰδότες καὶ τῶν Ἑλλή-
νων καὶ τῶν βαρβάρων τούτους μάλιστ’ εὐδοκιμοῦντας, οἳ
τοὺς ὁμόρους ἀναστάτους ποιήσαντες ἄφθονον καὶ ῥᾴθυ-
μον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον, ὅμως οὐδὲν τούτων
ἡμᾶς ἐπῆρεν περὶ τοὺς ἔχοντας τὴν νῆσον ἐξαμαρτεῖν,
[109] ἀλλὰ μόνοι δὴ τῶν μεγάλην δύναμιν λαβόντων
περιείδομεν ἡμᾶς αὐτοὺς ἀπορωτέρως ζῶντας τῶν δου-
λεύειν αἰτίαν ἐχόντων. καίτοι βουλόμενοι πλεονεκτεῖν
οὐκ ἂν δή που τῆς μὲν Σκιωναίων γῆς ἐπεθυμήσαμεν, ἣν
Πλαταιέων τοῖς ὡς ἡμᾶς καταφυγοῦσι φαινόμεθα παρα-
δόντες, τοσαύτην δὲ χώραν παρελίπομεν, ἣ πάντας ἂν
ἡμᾶς εὐπορωτέρους ἐποίησεν.
[100] Μέχρι μὲν οὖν τούτων οἶδ’ ὅτι πάντες ἂν ὁμολογή-
σειαν πλείστων ἀγαθῶν τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν αἰτίαν
γεγενῆσθαι, καὶ δικαίως ἂν αὐτῆς τὴν ἡγεμονίαν εἶναι·
μετὰ δὲ ταῦτ’ ἤδη τινὲς ἡμῶν κατηγοροῦσιν, ὡς ἐπειδὴ
τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης παρελάβομεν, πολλῶν κακῶν
αἴτιοι τοῖς Ἕλλησιν κατέστημεν, καὶ τόν τε Μηλίων
ἀνδραποδισμὸν καὶ τὸν Σκιωναίων ὄλεθρον ἐν τούτοις
τοῖς λόγοις ἡμῖν προφέρουσιν. [101] ἐγὼ δ’ ἡγοῦμαι
πρῶτον μὲν οὐδὲν εἶναι τοῦτο σημεῖον ὡς κακῶς ἤρχομεν,
εἴ τινες τῶν πολεμησάντων ἡμῖν σφόδρα φαίνονται κολα-
σθέντες, ἀλλὰ πολὺ τόδε μεῖζον τεκμήριον ὡς καλῶς διῳ-
κοῦμεν τὰ τῶν συμμάχων, ὅτι τῶν πόλεων τῶν ὑφ’ ἡμῖν
οὐσῶν οὐδεμία ταύταις ταῖς συμφοραῖς περιέπεσεν.
[102] ἔπειτ’ εἰ μὲν ἄλλοι τινὲς τῶν αὐτῶν πραγμάτων πραό-
τερον ἐπεμελήθησαν, εἰκότως ἂν ἡμῖν ἐπιτιμῷεν· εἰ δὲ
μήτε τοῦτο γέγονεν μήθ’ οἷόν τ’ ἐστὶ τοσούτων πόλεων
τὸ πλῆθος κρατεῖν, ἢν μή τις κολάζῃ τοὺς ἐξαμαρτάνον-
τας, πῶς οὐκ ἤδη δίκαιόν ἐστιν ἡμᾶς ἐπαινεῖν, οἵ τινες
ἐλαχίστοις χαλεπήναντες πλεῖστον χρόνον τὴν ἀρχὴν
κατασχεῖν ἠδυνήθημεν;
[103] Οἶμαι δὲ πᾶσιν δοκεῖν τούτους κρατίστους
προστάτας γενήσεσθαι τῶν Ἑλλήνων, ἐφ’ ὧν οἱ πειθαρ-
χήσαντες ἄριστα τυγχάνουσι πράξαντες. ἐπὶ τοίνυν τῆς
ἡμετέρας ἡγεμονίας εὑρήσομεν καὶ τοὺς οἴκους τοὺς
ἰδίους πρὸς εὐδαιμονίαν πλεῖστον ἐπιδόντας καὶ τὰς
πόλεις μεγίστας γενομένας. [104] οὐ γὰρ ἐφθονοῦμεν
ταῖς αὐξανομέναις αὐτῶν, οὐδὲ ταραχὰς ἐνεποιοῦ-
μεν πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες, ἵν’ ἀλλήλοις
μὲν στασιάζοιεν, ἡμᾶς δ’ ἀμφότεροι θεραπεύοιεν, ἀλλὰ
τὴν τῶν συμμάχων ὁμόνοιαν κοινὴν ὠφέλειαν νομίζοντες
τοῖς αὐτοῖς νόμοις ἁπάσας τὰς πόλεις διῳκοῦμεν, συμμα-
χικῶς ἀλλ’ οὐ δεσποτικῶς βουλευόμενοι περὶ αὐτῶν,
[105] ὅλων μὲν τῶν πραγμάτων ἐπιστατοῦντες, ἰδίᾳ δ’
ἑκάστους ἐλευθέρους ἐῶντες εἶναι, καὶ τῷ μὲν πλήθει βοη-
θοῦντες, ταῖς δὲ δυναστείαις πολεμοῦντες, δεινὸν ἡγού-
μενοι τοὺς πολλοὺς ὑπὸ τοῖς ὀλίγοις εἶναι, καὶ τοὺς ταῖς
οὐσίαις ἐνδεεστέρους τὰ δ’ ἄλλα μηδὲν χείρους ὄντας
ἀπελαύνεσθαι τῶν ἀρχῶν, ἔτι δὲ κοινῆς τῆς πατρίδος
οὔσης τοὺς μὲν τυραννεῖν τοὺς δὲ μετοικεῖν, καὶ φύσει
πολίτας ὄντας νόμῳ τῆς πολιτείας ἀποστερεῖσθαι.
[106] Τοιαῦτ’ ἔχοντες ταῖς ὀλιγαρχίαις ἐπιτιμᾶν καὶ
πλείω τούτων, τὴν αὐτὴν πολιτείαν ἥνπερ παρ’ ἡμῖν αὐτοῖς
καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις κατεστήσαμεν, ἣν οὐκ οἶδ’ ὅ τι δεῖ διὰ
μακροτέρων ἐπαινεῖν, ἄλλως τε καὶ συντόμως ἔχοντα
δηλῶσαι περὶ αὐτῆς. μετὰ γὰρ ταύτης οἰκοῦντες ἑβδομή-
κοντ’ ἔτη διετέλεσαν ἄπειροι μὲν τυραννίδων, ἐλεύθεροι
δὲ πρὸς τοὺς βαρβάρους, ἀστασίαστοι δὲ πρὸς σφᾶς
αὐτούς, εἰρήνην δ’ ἄγοντες πρὸς πάντας ἀνθρώπους.
[107] Ὑπὲρ ὧν προσήκει τοὺς εὖ φρονοῦντας μεγάλην
χάριν ἔχειν πολὺ μᾶλλον ἢ τὰς κληρουχίας ἡμῖν ὀνειδίζειν,
ἃς ἡμεῖς εἰς τὰς ἐρημουμένας τῶν πόλεων φυλακῆς ἕνεκα
τῶν χωρίων, ἀλλ’ οὐ διὰ πλεονεξίαν ἐξεπέμπομεν. σημεῖον
δὲ τούτων· ἔχοντες γὰρ χώραν μὲν ὡς πρὸς τὸ πλῆθος
τῶν πολιτῶν ἐλαχίστην, ἀρχὴν δὲ μεγίστην, καὶ κεκτη-
μένοι τριήρεις διπλασίας μὲν ἢ σύμπαντες οἱ ἄλλοι, δυνα-
μένας δὲ πρὸς δὶς τοσαύτας κινδυνεύειν, [108] ὑποκειμένης
τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικήν, ἣ καὶ πρὸς τὴν ἀρχὴν τὴν
τῆς θαλάττης εὐφυῶς εἶχεν καὶ τὴν ἄλλην ἀρετὴν ἁπασῶν
τῶν νήσων διέφερε, κρατοῦντες αὐτῆς μᾶλλον ἢ τῆς
ἡμετέρας αὐτῶν, καὶ πρὸς τούτοις εἰδότες καὶ τῶν Ἑλλή-
νων καὶ τῶν βαρβάρων τούτους μάλιστ’ εὐδοκιμοῦντας, οἳ
τοὺς ὁμόρους ἀναστάτους ποιήσαντες ἄφθονον καὶ ῥᾴθυ-
μον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον, ὅμως οὐδὲν τούτων
ἡμᾶς ἐπῆρεν περὶ τοὺς ἔχοντας τὴν νῆσον ἐξαμαρτεῖν,
[109] ἀλλὰ μόνοι δὴ τῶν μεγάλην δύναμιν λαβόντων
περιείδομεν ἡμᾶς αὐτοὺς ἀπορωτέρως ζῶντας τῶν δου-
λεύειν αἰτίαν ἐχόντων. καίτοι βουλόμενοι πλεονεκτεῖν
οὐκ ἂν δή που τῆς μὲν Σκιωναίων γῆς ἐπεθυμήσαμεν, ἣν
Πλαταιέων τοῖς ὡς ἡμᾶς καταφυγοῦσι φαινόμεθα παρα-
δόντες, τοσαύτην δὲ χώραν παρελίπομεν, ἣ πάντας ἂν
ἡμᾶς εὐπορωτέρους ἐποίησεν.
***
[100] Ως τη στιγμή εκείνη, το ξέρω, όλοι θα παραδέχονταν ότι είχε προσφέρει η πόλη μας πολλές ευεργεσίες στην Ελλάδα και δικαιωματικά θα της ανήκε η ηγεμονία. Για την αμέσως κιόλας κατοπινή περίοδο μας κατακρίνουν μερικοί πως τάχα, αφότου παραλάβαμε την αρχηγία στη θάλασσα, άφθονες συμφορές προξενήσαμε στους Έλληνες. Με τα λόγια τους αυτά μας καταλογίζουν φυσικά την υποδούλωση των κατοίκων της Μήλου και τη σφαγή των Σκιωναίων. [101] Προσωπικά όμως νομίζω ότι, αν μερικοί από όσους μας πολέμησαν αποδείχτηκε πως τιμωρήθηκαν σκληρά, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη πως διοικήσαμε με τρόπο ανάρμοστο. Αντίθετα, πολύ πιο ισχυρή απόδειξη,, πως ορθά διαχειριστήκαμε τις υποθέσεις των συμμάχων, αποτελεί το γεγονός ότι από τις πόλεις τις συμμαχικές, που έμειναν πιστές στη δικιά μας εξουσία, καμιά δεν έπεσε σ' αυτές τις συμφορές.
[102] Έπειτα, αν υπάρχουν άνθρωποι που διαχειρίστηκαν τις ίδιες υποθέσεις με τρόπο μαλακότερο, δικαιολογημένα θα τα έβαζαν μαζί μας. Αφού όμως ούτε αυτό έχει συμβεί, ούτε και είναι δυνατό να επιβάλεις εξουσία σε τόσο πλήθος πόλεων χωρίς να τιμωρείς αυτούς που παρεκτρέπονται, πώς δεν αξίζουμε τον έπαινο εμείς, τη στιγμή που κατορθώσαμε να διατηρήσουμε τόσον καιρό την εξουσία, χωρίς να δυσαρεστήσουμε παρά ελάχιστους;
[103] Νομίζω μάλιστα πως όλοι συμφωνούν ότι άξιοι προστάτες των Ελλήνων θα σταθούν εκείνοι που στα δικά τους χρόνια, όσοι πειθάρχησαν, απόχτησαν μεγάλη ευτυχία. Στα χρόνια λοιπόν της ηγεμονίας της δικιάς μας θα βρούμε και των ιδιωτών τα σπίτια σε μεγάλη προκοπή και ευδαιμονία και όλες τις πόλεις σε μια ξεχωριστή ανάπτυξη και ευημερία. [104] Είναι που δε ζηλεύαμε τις πόλεις που προόδευαν· δε δημιουργούσαμε αναταραχή επιβάλλοντας πολιτεύματα αντίθετα, έτσι που μεταξύ τους να φαγώνονται και εμάς να μας υπηρετούν δουλικά. Των συμμάχων την ομόνοια τη θεωρούσαμε κοινή ωφέλεια για όλους και κυβερνούσαμε όλες τις πολιτείες με τους ίδιους νόμους σαν σύμμαχοι πραγματικοί και όχι σαν αφέντες. [105] Μόνο τη γενική πολιτική τους κατευθύναμε, χωρίς να επεμβαίνουμε σε θέματα προσωπικής ελευθερίας, που ήταν απαραβίαστη. Βοηθούσαμε το λαό και πολεμούσαμε την τυραννία, γιατί είχαμε τη γνώμη πως είναι απαράδεκτο οι λίγοι να καταδυναστεύουν τους πολλούς, να αποκλείονται από τα δημόσια αξιώματα οι άποροι, που ωστόσο σε τίποτα δεν υστερούσαν μπρος στους άλλους : Πιστεύαμε ότι δεν επιτρέπεται σε μια πατρίδα, που είναι κοινή για όλους, άλλοι να είναι τύραννοι και άλλοι μέτοικοι, και αυτοί που είναι από τη φύση πολίτες, να χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα από το νόμο.
[106] Τέτοιες κατηγορίες έχοντας για τις ολιγαρχίες και ακόμα σοβαρότερες εφαρμόσαμε στις άλλες συμμαχικές πόλεις το ίδιο ακριβώς πολίτευμα που είχαμε και εμείς, και δεν ξέρω γιατί πρέπει να κάνω μακρολογώντας έπαινο γι' αυτό, τη στιγμή μάλιστα που είναι δυνατό να είμαι και σύντομος.
Αρκεί να πω ότι με το πολίτευμα αυτό ζήσαμε ήσυχοι εβδομήντα χρόνια συνεχώς, χωρίς τυράννους, χωρίς σκλαβιά από τους βαρβάρους, μονοιασμένοι και αδερφωμένοι μεταξύ μας, σε γαλήνη και ειρήνη με τον κόσμο όλο.
[107] Για όλα αυτά πρέπει οι άνθρωποι που λογικεύονται να μας χρωστούν ευγνωμοσύνη, και όχι να μας κακολογούν για τους κληρούχους, αφού τους στέλναμε στις πόλεις που ερημώνονταν όχι από πλεονεξία, μα για να τις φυλάν και να τις προστατεύουν. Θέλετε τώρα και απόδειξη γι' αυτό; Είχαμε βέβαια χώρα πολύ μικρή, σε σύγκριση με το μεγάλο αριθμό των πολιτών, μα δύναμη μεγάλη· είχαμε πλοία δυο φορές τόσα όσα οι άλλοι Έλληνες μαζί, πλοία που ήταν σε θέση να αναμετρηθούν κάθε στιγμή με τα διπλάσια σε αριθμό· [108] πλάι στην Αττική ήταν η Εύβοια, που είχε θέση εξαίρετη για την κυριαρχία μας στη θάλασσα και πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τα άλλα νησιά, και αυτήν την είχαμε στο χέρι πιο σίγουρα και από τη δική μας πόλη· ξέραμε ακόμα ότι και από τους Έλληνες και από τους βαρβάρους ευημερούσαν περισσότερο όσοι ξεσπίτωναν και αναστάτωναν τους γείτονες, για να εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους πλούσια ζωή και ξένοιαστη. Όμως τίποτα από αυτά δε μας ξεσήκωνε το νου, για να φερθούμε άδικα στους ανθρώπους του νησιού αυτού. [109] Αντίθετα, μονάχα εμείς από τους λαούς που απόχτησαν ποτέ μεγάλη δύναμη δεχτήκαμε να ζήσουμε πιο φτωχικά από όσους έχουν το όνομα ότι είναι δούλοι. Και οπωσδήποτε, αν θέλαμε να δούμε το συμφέρον μας μονάχα, σίγουρα δε θα επιθυμούσαμε των Σκιωναίων τη χώρα ―είναι γνωστό άλλωστε ότι την παραδώσαμε στους Πλαταιείς τους πρόσφυγες, που κατέφυγαν σ' εμάς για προστασία― αφήνοντας ανενόχλητη μια τέτοια χώρα, που θα μπορούσε όλους μας να μας κάνει πλούσιους.
[100] Ως τη στιγμή εκείνη, το ξέρω, όλοι θα παραδέχονταν ότι είχε προσφέρει η πόλη μας πολλές ευεργεσίες στην Ελλάδα και δικαιωματικά θα της ανήκε η ηγεμονία. Για την αμέσως κιόλας κατοπινή περίοδο μας κατακρίνουν μερικοί πως τάχα, αφότου παραλάβαμε την αρχηγία στη θάλασσα, άφθονες συμφορές προξενήσαμε στους Έλληνες. Με τα λόγια τους αυτά μας καταλογίζουν φυσικά την υποδούλωση των κατοίκων της Μήλου και τη σφαγή των Σκιωναίων. [101] Προσωπικά όμως νομίζω ότι, αν μερικοί από όσους μας πολέμησαν αποδείχτηκε πως τιμωρήθηκαν σκληρά, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη πως διοικήσαμε με τρόπο ανάρμοστο. Αντίθετα, πολύ πιο ισχυρή απόδειξη,, πως ορθά διαχειριστήκαμε τις υποθέσεις των συμμάχων, αποτελεί το γεγονός ότι από τις πόλεις τις συμμαχικές, που έμειναν πιστές στη δικιά μας εξουσία, καμιά δεν έπεσε σ' αυτές τις συμφορές.
[102] Έπειτα, αν υπάρχουν άνθρωποι που διαχειρίστηκαν τις ίδιες υποθέσεις με τρόπο μαλακότερο, δικαιολογημένα θα τα έβαζαν μαζί μας. Αφού όμως ούτε αυτό έχει συμβεί, ούτε και είναι δυνατό να επιβάλεις εξουσία σε τόσο πλήθος πόλεων χωρίς να τιμωρείς αυτούς που παρεκτρέπονται, πώς δεν αξίζουμε τον έπαινο εμείς, τη στιγμή που κατορθώσαμε να διατηρήσουμε τόσον καιρό την εξουσία, χωρίς να δυσαρεστήσουμε παρά ελάχιστους;
[103] Νομίζω μάλιστα πως όλοι συμφωνούν ότι άξιοι προστάτες των Ελλήνων θα σταθούν εκείνοι που στα δικά τους χρόνια, όσοι πειθάρχησαν, απόχτησαν μεγάλη ευτυχία. Στα χρόνια λοιπόν της ηγεμονίας της δικιάς μας θα βρούμε και των ιδιωτών τα σπίτια σε μεγάλη προκοπή και ευδαιμονία και όλες τις πόλεις σε μια ξεχωριστή ανάπτυξη και ευημερία. [104] Είναι που δε ζηλεύαμε τις πόλεις που προόδευαν· δε δημιουργούσαμε αναταραχή επιβάλλοντας πολιτεύματα αντίθετα, έτσι που μεταξύ τους να φαγώνονται και εμάς να μας υπηρετούν δουλικά. Των συμμάχων την ομόνοια τη θεωρούσαμε κοινή ωφέλεια για όλους και κυβερνούσαμε όλες τις πολιτείες με τους ίδιους νόμους σαν σύμμαχοι πραγματικοί και όχι σαν αφέντες. [105] Μόνο τη γενική πολιτική τους κατευθύναμε, χωρίς να επεμβαίνουμε σε θέματα προσωπικής ελευθερίας, που ήταν απαραβίαστη. Βοηθούσαμε το λαό και πολεμούσαμε την τυραννία, γιατί είχαμε τη γνώμη πως είναι απαράδεκτο οι λίγοι να καταδυναστεύουν τους πολλούς, να αποκλείονται από τα δημόσια αξιώματα οι άποροι, που ωστόσο σε τίποτα δεν υστερούσαν μπρος στους άλλους : Πιστεύαμε ότι δεν επιτρέπεται σε μια πατρίδα, που είναι κοινή για όλους, άλλοι να είναι τύραννοι και άλλοι μέτοικοι, και αυτοί που είναι από τη φύση πολίτες, να χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα από το νόμο.
[106] Τέτοιες κατηγορίες έχοντας για τις ολιγαρχίες και ακόμα σοβαρότερες εφαρμόσαμε στις άλλες συμμαχικές πόλεις το ίδιο ακριβώς πολίτευμα που είχαμε και εμείς, και δεν ξέρω γιατί πρέπει να κάνω μακρολογώντας έπαινο γι' αυτό, τη στιγμή μάλιστα που είναι δυνατό να είμαι και σύντομος.
Αρκεί να πω ότι με το πολίτευμα αυτό ζήσαμε ήσυχοι εβδομήντα χρόνια συνεχώς, χωρίς τυράννους, χωρίς σκλαβιά από τους βαρβάρους, μονοιασμένοι και αδερφωμένοι μεταξύ μας, σε γαλήνη και ειρήνη με τον κόσμο όλο.
[107] Για όλα αυτά πρέπει οι άνθρωποι που λογικεύονται να μας χρωστούν ευγνωμοσύνη, και όχι να μας κακολογούν για τους κληρούχους, αφού τους στέλναμε στις πόλεις που ερημώνονταν όχι από πλεονεξία, μα για να τις φυλάν και να τις προστατεύουν. Θέλετε τώρα και απόδειξη γι' αυτό; Είχαμε βέβαια χώρα πολύ μικρή, σε σύγκριση με το μεγάλο αριθμό των πολιτών, μα δύναμη μεγάλη· είχαμε πλοία δυο φορές τόσα όσα οι άλλοι Έλληνες μαζί, πλοία που ήταν σε θέση να αναμετρηθούν κάθε στιγμή με τα διπλάσια σε αριθμό· [108] πλάι στην Αττική ήταν η Εύβοια, που είχε θέση εξαίρετη για την κυριαρχία μας στη θάλασσα και πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τα άλλα νησιά, και αυτήν την είχαμε στο χέρι πιο σίγουρα και από τη δική μας πόλη· ξέραμε ακόμα ότι και από τους Έλληνες και από τους βαρβάρους ευημερούσαν περισσότερο όσοι ξεσπίτωναν και αναστάτωναν τους γείτονες, για να εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους πλούσια ζωή και ξένοιαστη. Όμως τίποτα από αυτά δε μας ξεσήκωνε το νου, για να φερθούμε άδικα στους ανθρώπους του νησιού αυτού. [109] Αντίθετα, μονάχα εμείς από τους λαούς που απόχτησαν ποτέ μεγάλη δύναμη δεχτήκαμε να ζήσουμε πιο φτωχικά από όσους έχουν το όνομα ότι είναι δούλοι. Και οπωσδήποτε, αν θέλαμε να δούμε το συμφέρον μας μονάχα, σίγουρα δε θα επιθυμούσαμε των Σκιωναίων τη χώρα ―είναι γνωστό άλλωστε ότι την παραδώσαμε στους Πλαταιείς τους πρόσφυγες, που κατέφυγαν σ' εμάς για προστασία― αφήνοντας ανενόχλητη μια τέτοια χώρα, που θα μπορούσε όλους μας να μας κάνει πλούσιους.
Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022
Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 4. Μορφή και ρόλος του αοιδού
4.3. Δημόδοκος
Αν ο Φήμιος διατηρεί την καλή του φήμη ως αοιδού αλλά διακινδυνεύει τη ζωή του στο κλονισμένο παλάτι της Ιθάκης, ο Δημόδοκος γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτός (αυτό σημαίνει το όνομά του) στο νησί της Σχερίας από τον δήμο των Φαιάκων και τη βασιλική αρχή του, που την εκπροσωπεί ο Αλκίνοος με την ισότιμη γυναίκα του, την Αρήτη. Η εμφάνιση εξάλλου του Δημοδόκου στο έπος συμπίπτει με την υποδοχή που επιφυλάσσεται στον ναυαγό Οδυσσέα από τη Ναυσικά, από το βασιλικό ζεύγος και από τους επιφανείς Φαίακες: όλοι υπόσχονται να προπέμψουν τον ξένο στην πατρίδα του, μόλις δηλώσει την ταυτότητά του. Και ακριβώς ο Δημόδοκος με τα τραγούδια του θα συγκινήσει μέχρι δακρύων τον φιλοξενούμενο, θα ευνοήσει την αποκάλυψή του από τον Αλκίνοο, ανοίγοντας τον δρόμο για τους «Μεγάλους Απολόγους» του Οδυσσέα, την εκτενέστερη και σημαντικότερη διήγηση της Οδύσσειας. Στο θέμα όμως αυτό θα επανέλθουμε.
Η μουσική δραστηριότητα του Δημοδόκου, τόσο στο παλάτι όσο και στην αγορά των Φαιάκων, συμφωνεί με την υψηλή και άνετη στάθμη πολιτισμού που υπάρχει στο απόλεμο αυτό νησί, το οποίο με τη γενικότερη ευδαιμονία του μοιάζει με ευφρόσυνη ουτοπία. Όπως πάνω κάτω περιγράφει τη Σχερία και τη ζωή των Φαιάκων με καμάρι ο βασιλιάς Αλκίνοος στον Οδυσσέα, κάπου στη μέση της όγδοης ραψωδίας (θ 241-249):
Πρόσεξε όμως τώρα και τον δικό μου λόγο, να ᾽χεις να λες
στον άλλον κόσμο, όταν μες στο δικό σου το παλάτι κάποτε,
σ᾽ ένα τραπέζι καθισμένος με τη γυναίκα και τα τέκνα σου,
θα μνημονεύεις τη δική μας αρετή· ποια έργα ο Δίας
μας αξίωσε κι εμάς να ασκούμε, από τα χρόνια
των πατέρων μας, αδιάκοπα.
Δεν είμαστε λοιπόν ακατανίκητοι πυγμάχοι μήτε και παλαιστές,
αλλά στο τρέξιμο πετούν τα πόδια μας, και δεν θα βρεις
καλύτερόν μας στα καράβια.
Απόλαυση δική μας και παντοτινή· το πλούσιο γεύμα,
η κιθάρα κι οι χοροί, ρούχα πολύτιμα, που να τ᾽ αλλάζουμε
όταν πρέπει, λουτρά θερμά, και το κρεβάτι.
Προς απόδειξη ο Αλκίνοος παραγγέλλει να στηθεί χορός, με μουσικές και τραγούδια. Φέρνει αμέσως τη φόρμιγγα ο κήρυκας στον αοιδό, στέκει ο Δημόδοκος στη μέση κι αρχίζει, με συνοδεία μουσική, η χορευτική επίδειξη: ωραία αγόρια, που μόλις άνθισε το χνούδι στο μάγουλό τους, δεινοί κιόλας χορευτές, στήνουν θείο χορό. Έκθαμβος βλέπει ο Οδυσσέας να λάμπει η μαρμαρυγή στα πόδια τους. Οπότε ο Δημόδοκος, κρούοντας την κιθάρα του, ξεκινά ένα μακρόσυρτο, σκανδαλιάρικο τραγούδι για την παράνομη αγάπη του ερωτόληπτου Άρη με την καλλιστέφανη Αφροδίτη.
Κυρίαρχη επομένως η μουσική ευφροσύνη στη Σχερία, που την προσυπογράφει ο Οδυσσέας και την κανοναρχεί ο αοιδός Δημόδοκος, η περίπτωση του οποίου σε τίποτε δεν θυμίζει το ζόρι και την αμηχανία του Φήμιου στην Ιθάκη. Αίσθηση που προκαταβάλλεται, μετριασμένη κάπως, και στην πρώτη, συμποτική εμφάνιση του αοιδού, μέσα στην αίθουσα του παλατιού, μπροστά στους αξιωματούχους Φαίακες και στον τιμώμενο ξένο.
Ο Αλκίνοος εντέλλεται να φέρει ο κήρυκας στο παλάτι τον θείο αοιδό, για να λαμπρύνει με τη μουσική και το τραγούδι του το βασιλικό γεύμα. Τη σύσταση μάλιστα του Δημοδόκου στο σημείο αυτό την αναλαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής. Τον αποκαλεί ἐρίηρον (που πάει να πει: «από όλους τιμημένο») και τον αναγνωρίζει κατεξοχήν φίλο των Μουσών. Εκείνες, λέει, του χάρισαν την ηδονική τέχνη της αοιδής -αγαθό πολύτιμο· με αντάλλαγμα όμως τη στέρηση της όρασής του- αντίρροπο κακό αυτό. Ευνοημένος λοιπόν από τις Μούσες ο τραγουδιστής Δημόδοκος αλλά τυφλός. Σάμπως το χάρισμα της μουσικής δωρεάς να επιβάλλει, ως προϋπόθεση και ως συμπλήρωμά του, το αντιχάρισμα της τύφλωσης. Γιατί εδώ δεν πρόκειται, όπως στην περίπτωση του αλαζονικού ιλιαδικού Θάμυρη, για τιμωρία αλλά για ένα καλό που σέρνει πίσω του, ως αναγκαίο παρεπόμενο, ένα κακό. Έτσι που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το χάρισμα αντιστρέφεται σε αντιχάρισμα, αλλά και το αντιχάρισμα σε χάρισμα - σάμπως να πρόκειται για αχώριστο ζευγάρι.
Αυτό το μείγμα από δωρεά και στέρηση, από θετικό καλό και από αρνητικό κακό, μείγμα που το προσφέρουν οι θεοί στους θνητούς, ακόμη και σ᾽ εκείνους που αγαπούν, το συναντούμε πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Εντοπίζεται συγκεκριμένα σε μια παραβολή με την οποία δοκιμάζει να παρηγορήσει ο Αχιλλέας τον Πρίαμο, σπαραγμένο για τον φόνο του γιου του, αλλά και να παρηγορηθεί ο ίδιος για τον χαμό του πιο αγαπημένου φίλου, του Πατρόκλου. Λέει λοιπόν ο Αχιλλέας (Ω 527-533):
Μπροστά στην πύλη του Δία στέκουν δύο πιθάρια: το ένα μόνο με βάσανα γεμάτο, το άλλο μόνο με αγαθά, προορισμένα και τα δύο για τους θνητούς. Αν τύχει και ο θεός βάλει το χέρι του και στο καλό και στο κακό πιθάρι, θα πρέπει ο θνητός να νιώθει ευχαριστημένος με τη μοίρα του. Αλίμονο όμως σ᾽ εκείνον που του πέφτουν στη μοιρασιά βάσανα μόνο από το κακό πιθάρι, γιατί έτσι το θέλησε ο Δίας ή το ᾽φερε η τύχη.
Παραβολικός μύθος που σημαίνει πως ακέραιη ευτυχία στον άνθρωπο δεν προσφέρεται. Όπου η καλή δωρεά του θεού περισσεύει, έρχεται πάντα συντροφευμένη από κάποια σημαδιακή στέρηση.
Το παραδοσιακό ωστόσο παράδειγμα του Δημοδόκου, στο οποίο επιμένει ο ποιητής της Οδύσσειας (ευνοημένος από τις Μούσες αοιδός, αλλά τυφλός με απόφαση δική τους πάλι), φαίνεται να ανακαλεί μια αρχαϊκή αντίληψη, ισχυρή ακόμη και σήμερα, για τη μοίρα του προικισμένου καλλιτέχνη και του εμπνευσμένου ποιητή. Φτάνει να θυμηθούμε ότι ο περίφημος για τη μεταλλουργική του τέχνη Ήφαιστος είναι χωλός, κι όταν τον βλέπουν οι άλλοι ολύμπιοι θεοί στο τέλος της πρώτης ιλιαδικής ραψωδίας να τους μοιράζει νέκταρ σε κύπελλα χρυσά σέρνοντας το χωλό ποδάρι του, ξεσπούν σε γέλια ακράτητα (Α 595-600).
Σ᾽ αυτήν εξάλλου την παράδοση κολλάει και η επινοημένη εικόνα του τυφλού Ομήρου, που τη συντήρησε και η αρχαία τέχνη. Γιατί φαίνεται ότι ταίριαξε καλά στη φαντασία των ανθρώπων ο τυφλός ποιητής. Ασκώντας μια τέχνη, κυρίως ακουστική και ακροαματική, να έχει εσωτερική όραση, να βλέπει με μάτια κλειστά όσα δεν βλέπουν οι άλλοι, να φτιάχνει με τους ήχους του δικές του εικόνες, που να μπορούν και να μιλούν. Δεν αποκλείεται μάλιστα η παράδοση για τον τυφλό Όμηρο να έχει την αφορμή της σ᾽ αυτήν εδώ τη σύσταση του ποιητή, που θέλει τον Δημόδοκο τυφλό. Πάντως τούτο το στοιχείο της τύφλωσης καθιστά τον αοιδό της Σχερίας πιο αρχαϊκό σε σχέση με τον Φήμιο της Ιθάκης, προσθέτοντας τελετουργικό κύρος στη μορφή και στο τραγούδι του.
Η πρόσθετη εξάλλου αξία και τιμή του Δημοδόκου φαίνεται και από το γεγονός ότι ακούγονται (με την υπόθεσή τους διεξοδικότερα τώρα δηλωμένη) τρία τραγούδια στο πλαίσιο της όγδοης ραψωδίας, έναντι του ενός που αποδίδεται στον Φήμιο της πρώτης ραψωδίας. Τα δύο ακραία μάλιστα αφορούν άμεσα και ονομαστικά τον Οδυσσέα, προβάλλοντας το κλέος του. Το πρώτο είναι κάπως αινιγματικό (θ 72-82): αναφέρεται σε μιαν άγνωστη από αλλού φιλονικία ανάμεσα στον Οδυσσέα και στον Αχιλλέα, σε εορταστικό μάλιστα τραπέζι, μετά από θυσίες. Και μολονότι εκείνοι ανταλλάσσουν λόγια βαριά μεταξύ τους, ο Αγαμέμνονας χαίρεται μέσα του. Γιατί αυτή η ἔρις (σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα, που πήρε ο Αγαμέμνονας στους Δελφούς) αποτελεί καλό σημάδι για τον πόλεμο που δεν λέει να προχωρήσει ακόμη.
Έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες για την πηγή και τη σημασία της παράξενης αυτής αοιδής. Ακόμη και πως αντιστρέφει σε καλοσήμαδη τη διαβόητη φιλονικία Αγαμέμνονα και Αχιλλέα στην αρχή της Ιλιάδας, αυτήν που προκάλεσε την καταραμένη οργή του γιου της Θέτιδας και την καταστροφική απόφασή του να τραβηχτεί από τη μάχη. Όσοι μάλιστα δέχονται έναν τέτοιο συνειρμό, προτείνουν να εκτιμηθεί το τραγούδι αυτό του Δημοδόκου ως έμμεσος έπαινος του ποιητή της Οδύσσειας για τον ποιητή της Ιλιάδας.
Αν το πρώτο και μάλλον δυσνόητο για μας τραγούδι του Δημοδόκου, που ο ποιητής εντούτοις το κατατάσσει σ᾽ εκείνα που ιστορούν κλέα ἀνδρῶν, παραπέμπει κάπου στην αρχή του τρωικού πολέμου, το τρίτο τραγούδι του αοιδού αφιερώνεται στο τέλος του πολέμου: στη διάσημη άλωση της Τροίας, που κατορθώθηκε με τον δόλο του δούρειου ίππου, επινόημα του Οδυσσέα, που του χάρισε τον τίτλο του πτολιπόρθου (θ 499-520). Εδώ ο ίδιος ο Οδυσσέας υπαγορεύει, εν είδει διαγωνισμού, στον Δημόδοκο το θέμα της αοιδής που θέλει ν᾽ ακούσει. Κι εκείνος ανταποκρίνεται στην πρόκληση, τραγουδώντας με υποδειγματική αφηγηματική οικονομία και ευστοχία. Σε είκοσι δύο στίχους (θ 499-520) συμπυκνώνει, δραματοποιεί και κλιμακώνει τα διαδοχικά επεισόδια της γνωστής ιστορίας, συνταγμένα σε δύο ενότητες, αρμοσμένες μεταξύ τους με το ίδιο ρήμα. Στην πραγματικότητα ο Δημόδοκος, συντέμνοντας, αναπαράγει ένα ολόκληρο έπος, που η επική παράδοση το τιτλοφόρησε Ιλίου πέρσιν. Άξιος λοιπόν ο μισθός του: η σπάλα που του προσφέρει ο Οδυσσέας. Άξιος και ο διπλός έπαινος που του απευθύνει· προκαταβολικά τη μία φορά, επιλογικά την άλλη. Ένας επιπλέον λόγος λοιπόν που επικυρώνει το παραδοσιακό κύρος του Δημοδόκου ως αοιδού και τον διαβαθμίζει ψηλότερα από τον ιθακήσιο ομότεχνό του Φήμιο, ο οποίος είδαμε πώς αυτοεπαινείται μπροστά στον Οδυσσέα, για να γλιτώσει από τη σφαγή στην έξοδο της «Μνηστηροφονίας».
Αν ο μοδάτος Φήμιος εκμεταλλεύεται το ποιητικό παρόν της Οδύσσειας, τραγουδώντας τον μετατρωικό νόστο των Αχαιών, ο παραδοσιακός Δημόδοκος επιμένει στο ποιητικό παρελθόν του έπους τραγουδώντας τρωικά κατορθώματα του Οδυσσέα. Και οι δύο αοιδοί προκαλούν συγκίνηση, διαφορετικής όμως τάξης ο καθένας. Ο Φήμιος προσφέρει τέρψη στους αναίσθητους για τη μεταπολεμική τύχη των Αχαιών μνηστήρες, πληγώνει ωστόσο με το συγκεκριμένο του τραγούδι τη συζυγική ευαισθησία της Πηνελόπης, ενώ δίνει την ευκαιρία να τον υπερασπιστεί ο Τηλέμαχος απέναντι στην αδικαιολόγητη, όπως πιστεύει, διαμαρτυρία της μάνας του. Το δάκρυ της Πηνελόπης (την ώρα που κατεβαίνει από το υπερώο στην αίθουσα, για να ελέγξει τον Φήμιο, επειδή τραγουδά τον πικρό νόστο των Αχαιών, που της θυμίζει τον Οδυσσέα) είναι μια εύλογη αντίδραση.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον επαναλαμβανόμενο και διαβαθμισμένο θρήνο του Οδυσσέα, καθώς ακούει το πρώτο και το τρίτο τραγούδι του Δημοδόκου. Ωστόσο, ο ποιητής επιμένει στην περιγραφή της παράξενης ευσυγκινησίας του ήρωα, την οποία και δραματοποιεί με αυξημένη ένταση στις δύο διαδοχικές μορφές της. Στο πρώτο τραγούδι (φιλονικία του Οδυσσέα και του Αχιλλέα, που τη θεωρεί εντούτοις καλόν οιωνό ο Αγαμέμνονας για την εξέλιξη του πολέμου) ο αδιάγνωστος ακόμη ξένος προσπαθεί να κρύψει διακριτικά τον θρήνο του. Τον παίρνει ωστόσο είδηση ο Αλκίνοος και, για να διευκολύνει την κατάσταση, παραγγέλλει διακοπή της μουσικής απαγγελίας και έξοδο της συντροφιάς από το παλάτι στην αγορά των Φαιάκων. Στο τρίτο όμως τραγούδι (ιστορία του δούρειου ίππου και άλωση της Τροίας) ο θρηνητικός σπαραγμός του Οδυσσέα (που εξεικονίζεται με μια πολύστιχη παρομοίωση), δεν μπορεί πια να περάσει απαρατήρητος, και ο Αλκίνοος ομολογεί την απορία του, ζητώντας εξηγήσεις με εναλλακτικά ερωτήματα που θα οδηγήσουν τελικά στην αποκάλυψη της ταυτότητας του ξένου. Πώς εξηγείται όμως αυτός ο διπλός θρήνος του Οδυσσέα ως αντίδραση στα δύο τραγούδια του Δημοδόκου, που τον αφορούν άμεσα και αναγνωρίζουν το κλέος του;
Πρόχειρη εξήγηση προσφέρει το γνωστό δίστιχο του Σολωμού που λέει: περασμένα μεγαλεία | και διηγώντας τα να κλαις. Με τη διευκρίνιση ότι ο θρήνος στο δικό μας παράδειγμα μεταφέρεται από εκείνον που διηγείται σ᾽ αυτόν που ακούει την ένδοξη διήγηση. Η μεταφορά δείχνει ότι η επαναφορά μιας δόξας από το παρελθόν στο παρόν, σε ώρα μάλιστα δοκιμασίας, προκαλεί πόνο σ᾽ εκείνον που, ένδοξος κάποτε, τώρα δοκιμάζεται. Σ᾽ αυτήν όμως την εύλογη ερμηνεία θα πρέπει να προσθέσουμε ότι γενικότερα ένα καλό τραγούδι επιβεβαιώνει την αξία του, όταν συγκινεί μέχρι δακρύων τους ακροατές του. Θα δούμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ακροατήριο μιας καλής διήγησης, όταν μάλιστα αυτή μεταβαίνει από την ένδοξη στην άδοξη φάση της.
Ξαναγυρίζουμε όμως στην πολύστιχη παρομοίωση που συνοδεύει τον θρήνο του Οδυσσέα, καθώς ακούει από τον Δημόδοκο το τραγούδι για τον δούρειο ίππο και την άλωση της Τροίας, επειδή έχει αξιοπαρατήρητες παραξενιές. Παραφράζονται πρώτα οι σχετικοί στίχοι (θ 521-531): Όσο ο αοιδός προχωρεί στη διήγησή του, τόσο και η συγκίνηση του Οδυσσέα ξεσπά και κορυφώνεται. Οπότε ο θρήνος του παραβάλλεται με το μοιρολόγι μιας γυναίκας πάνω στο σώμα του άντρα της, που έπεσε εκεί, μπροστά στην πόλη και στον λαό της πόλης, για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα της. Κι όπως τον βλέπει η γυναίκα του να σπαρταρά και να σβήνει, σωριασμένη πάνω του πνίγεται στο κλάμα, ενώ οι εχθροί με τα κοντάρια τους τη χτυπούν πισώπλατα, έτοιμοι να τη σύρουν σκλάβα τους, βουτηγμένη πια στη δυστυχία και στον πόνο. Κι ο ποιητής προσθέτει: όσο πικρό το δάκρυ αυτής της δύστυχης γυναίκας, τόσο πικρός και του Οδυσσέα ο θρήνος.
Τα παράξενα αυτής της παρομοίωσης φαίνονται και με γυμνό μάτι, δεν χρειάζονται μικροσκόπιο. Την ώρα που ο αοιδός δοξολογεί τον εφευρέτη του δούρειου ίππου, με τον οποίο κατορθώθηκε, ύστερα από δέκα χρόνια, η άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς, εκείνος όχι μόνο πνίγεται στο κλάμα αλλά και παραβάλλεται με οδυρόμενη γυναίκα, που θρηνεί τον σκοτωμένο άντρα της, που κακοποιείται από τον εχθρό, που προορίζεται για παντοτινή σκλαβιά. Δύσκολα φαντάζεται κάποιος πιο αταίριαστη παρομοίωση. Σάμπως να την έχωσε εδώ ένα ξένο χέρι που δεν ήξερε τι λέει το προηγούμενο κείμενο. Γι᾽ αυτό εξάλλου δεν έλειψαν φιλόλογοι που θεώρησαν την παραβολή κακότεχνη και την απέδωσαν σε άτεχνο διασκευαστή. Μήπως όμως τα φαινόμενα απατούν;
Αν δούμε από κοντά και πιο προσεκτικά το δεύτερο μέρος από το τραγούδι του Δημοδόκου, παρατηρούμε πως ο αοιδός επιμένει στην ανελέητη σφαγή των εξαπατημένων Τρώων από τους Αχαιούς, με πρωταγωνιστές τον Οδυσσέα και τον Μενέλαο. Περιγραφή που σημαίνει ότι η άλωση της Τροίας έχει δύο όψεις: θριάμβου για τους πορθητές, τραγωδίας για τους εκπορθημένους. Αυτή τη διπλή σημασία της άλωσης φαίνεται πως θέλει να υπογραμμίσει ο ποιητής, και ξαφνικά, με την αταίριαστη παρομοίωση, γυρίζει το νόμισμα ανάποδα, αντιστρέφοντας τη θριαμβική νίκη των Αργείων σε σπαρακτική ήττα των Τρώων. Όπως έκανε ο Ευριπίδης, τρεις αιώνες μετά, με τις Τρωάδες του, και νωρίτερα ο Αισχύλος με τους Πέρσες του.
Το σπουδαιότερο όμως αφηγηματικό εύρημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η αντιστροφή αυτή του θριάμβου σε τραγωδία, της χαράς σε σπαραγμό, αποδίδεται μεταφορικά στον ίδιο τον Οδυσσέα. Ο οποίος ξαφνικά αλλάζει φύλο και στρατόπεδο, θρηνώντας τώρα σπαρακτικά την καταστροφή της Τροίας, τον φόνο των Τρώων και τον εξανδραποδισμό των Τρωάδων. Αυτή τη συμπάθεια για τον ηττημένο εχθρό ξυπνά το τραγούδι του Δημοδόκου στον νικητή Οδυσσέα, κι αυτή τη συμπάθεια βιώνει εδώ, με μια τόσο ασυνήθιστη παρομοίωση, ο μεγάλος ήρωας.
Τόσο το ένα τραγούδι του Φήμιου στην πρώτη ραψωδία όσο και τα δύο ακραία του Δημοδόκου στην όγδοη ραψωδία επιμένουν στον τρωικό μύθο, μοιρασμένα μάλιστα, όπως είδαμε, στο πολεμικό και στο μεταπολεμικό μερίδιο - μοιρασιά που θυμίζει τα δύο ομηρικά έπη. Εξαίρεση σ᾽ αυτό τον κανόνα αποτελεί το μεσαίο και εκτενέστερο τραγούδι του Δημοδόκου, αυτό που απαγγέλλεται στην αγορά των Φαιάκων, μετά τους αθλητικούς αγώνες και τη χορευτική επίδειξη (θ 266-366). Θέμα της σκανδαλιστικής αυτής αοιδής είναι ο παράνομος έρωτας του Άρη και της Αφροδίτης, και η παραδειγματική τους, υποτίθεται, τιμωρία. Καμία σχέση επομένως με τον τρωικό κύκλο και τον ηρωικό κόσμο. Αντίθετα, ένα τραγούδι που παίζει ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία, στη συζυγική νομιμότητα και στην παρασυζυγική παρανομία, προσφέροντας αφειδώς στο ακροατήριο κέφι και τέρψη, όπως δηλώνεται και στους δύο επιλογικούς στίχους. Στην τέρψη εξάλλου συμμετέχει τη φορά αυτή ανεπιφύλακτα και ο Οδυσσέας.
Άρης και Αφροδίτη σμίγουν στο συζυγικό κρεβάτι του Ηφαίστου, πίσω απ᾽ την πλάτη του, κάθε φορά που ο χωλός θεός λείπει από το σπίτι. Ώσπου τους παίρνει είδηση ο πανεπόπτης Ήλιος, που σπεύδει να ενημερώσει για την επαναλαμβανόμενη μοιχεία τον απατημένο σύζυγο. Οπότε εκείνος αποφασίζει να κάνει τους εραστές τσακωτούς, χρησιμοποιώντας τη δική του φημισμένη μεταλλουργική τέχνη. Φτιάχνει λοιπόν στο εργαστήρι του μεταλλικό δίχτυ απίστευτα λεπτό, όμως γερό, ώστε κανείς να μην μπορεί να το διακρίνει με γυμνό μάτι και να το σπάσει με το χέρι. Μ᾽ αυτό τυλίγει, πάνω κάτω, της μοιχείας το κρεβάτι και προσποιείται πως θα λείψει στη μακρινή και αγαπημένη του Λήμνο.
Περιχαρείς οι παράνομοι εραστές εκμεταλλεύονται την ευκαιρία, χώνονται στην ερωτική τους φωλίτσα, αλλά ξαφνικά το αόρατο μεταλλικό δίχτυ περιπλέκει και παγιδεύει τα σώματά τους. Ειδοποιημένος για δεύτερη φορά ο Ήφαιστος από τον Ήλιο, επιστρέφει στον συζυγικό θάλαμο, διαπιστώνει πως οι εραστές έχουν πιαστεί σαν ποντικοί στη φάκα, και φυσικά δεν δέχεται να τους λύσει. Αντ᾽ αυτού επικαλείται τους ολύμπιους θεούς, τον Δία, πατέρα της Αφροδίτης, ιδιαιτέρως, ζητώντας δίκαιη τιμωρία των μοιχών και επιστροφή της προίκας που έδωσε για να πάρει γυναίκα του αυτή τη σκύλα, όπως λέει, ομολογουμένως όμως πολύ ωραία. Προσέρχονται όλοι οι θεοί (όχι οι θεές, αυτές από ντροπή δεν πλησιάζουν), σχολιάζουν με λογοπαίγνια το φιάσκο του γρήγορου στη μάχη και στον έρωτα Άρη και το ρίχνουν στο γέλιο. Όταν μάλιστα ο Απόλλων ρωτάει τον Ερμή αν με τους ίδιους όρους θα ακολουθούσε το παράδειγμα του Άρη, προκειμένου να κάνει έρωτα με την ωραία Αφροδίτη, εκείνος απαντά απερίφραστα πως ναι, θα έκανε τα ίδια.
Αγέλαστος παραμένει μόνον ο Ποσειδώνας, που πιέζει τον Ήφαιστο να ελευθερώσει το παράνομο ζεύγος από τα δεσμά του, υπό τον όρο ο Άρης να πληρώσει τα σπασμένα. Και όταν ο χωλός θεός δυσπιστεί για τη συνέπεια του εραστή θεού να ξεπληρώσει το χρέος του, ο Ποσειδώνας υπόσχεται πως, σε περίπτωση ασυνέπειας, αναλαμβάνει ο ίδιος να αναπληρώσει τη ζημιά με δικά του έξοδα. Μ᾽ αυτούς τους όρους το ζευγάρι ελευθερώνεται: ο Άρης τραβά κατά τη Θράκη· η Αφροδίτη στην Πάφο της Κύπρου, όπου την υποδέχονται οι Χάριτες, τη λούζουν, τη μυρώνουν και πολυτελώς τη ντύνουν. Κούκλα πάλι η Αφροδίτη: θαῦμα ἰδέσθαι, λέει το κείμενο.
Η τολμηρή αυτή αοιδή, μπορεί να μοιάζει ξένο παραμύθι μέσα στο επικό πλαίσιο της Οδύσσειας, παρουσιάζει όμως, με το θέμα και τη μορφή της, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αφηγηματική τέχνη της αρχαϊκής εποχής. Το γεγονός ότι αφιερώνεται αποκλειστικά σε ερωτική περιπέτεια θεών, και μάλιστα με τρόπο λίγο πολύ ευτράπελο, δείχνει ότι παραδοσιακοί αοιδοί, όπως ο Δημόδοκος, δεν τραγουδούσαν μόνον ηρωικά κατορθώματα, περιορισμένα στον τρωικό κύκλο. Σκάρωναν και πιο ελεύθερα, παράτολμα θέματα, που ερέθιζαν την περιέργεια του ακροατηρίου και τροφοδοτούσαν τη διασκέδασή του.
Ως προς το τολμηρό θέμα της αοιδής, δύο ακόμη παρατηρήσεις. Το σκάνδαλο της μοιχείας, που δίκαια εξοργίζει τον Ήφαιστο, μετριάζεται από το διάχυτο χιούμορ, που διαπερνά το τραγούδι απαρχής μέχρι τέλους, και που φαίνεται να λέει στους ακροατές: «μην την παίρνετε την ιστορία αυτή πολύ στα σοβαρά· ακολουθήστε το παράδειγμα των θεών, που τελικά γελούν μ᾽ αυτά που βλέπουν και ακούν· γελάστε κι εσείς μαζί τους». Ας μην ξεχνούμε εξάλλου ότι η αοιδή αυτή ακούγεται στην αγορά των Φαιάκων, σε μια γιορτή με αγώνες, χορούς και τραγούδια, όπου ο κόσμος κάνει κέφι, συχνά και με πικάντικα χωρατά. Επιπλέον: μπορεί στους θνητούς η παρασυζυγική εκτροπή να πέφτει βαριά, να προκαλεί ακόμη και πόλεμο (διαβόητο το παράδειγμα του Πάρη και της Ελένης), οι θεοί όμως ξέρουν πώς να βολεύουν τέτοια παραστρατήματα με άνετη χάρη. Εδώ παίρνει πίσω την προίκα του ο Ήφαιστος από τον Ποσειδώνα, και όλα γίνονται ξανά μέλι γάλα.
Στο κάτω κάτω αταίριαστο ζευγάρι είναι ο χωλός Ήφαιστος και η πανέμορφη Αφροδίτη· πιο καλός τής πέφτει ο Άρης, αρτιμελής αυτός κι ωραίος. Αυτό το αναγνωρίζει και ο απατημένος σύζυγος, με παράπονο έστω, μπροστά στους άλλους θεούς, όταν ζητά τη συνδρομή τους (θ 306-311). Πίσω από το παράπονό του ακούγεται και κάτι μελαγχολικό: οι ποιητές κι οι καλλιτέχνες (καλλιτέχνης είναι ο Ήφαιστος) σωματικά συνήθως υπολείπονται και δεν τα βγάζουν πέρα στον έρωτα με τους γυμνασμένους αθλητές και τους ρωμαλέους μαχητές. Αυτή είναι η μοίρα τους, κι ας μην παραπονιούνται. Όσο για το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας, το παίρνουν πάνω τους ο Ήλιος, ο Ποσειδώνας και ειρωνικά ο ίδιος ο Ήφαιστος.
Αν ο Φήμιος διατηρεί την καλή του φήμη ως αοιδού αλλά διακινδυνεύει τη ζωή του στο κλονισμένο παλάτι της Ιθάκης, ο Δημόδοκος γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτός (αυτό σημαίνει το όνομά του) στο νησί της Σχερίας από τον δήμο των Φαιάκων και τη βασιλική αρχή του, που την εκπροσωπεί ο Αλκίνοος με την ισότιμη γυναίκα του, την Αρήτη. Η εμφάνιση εξάλλου του Δημοδόκου στο έπος συμπίπτει με την υποδοχή που επιφυλάσσεται στον ναυαγό Οδυσσέα από τη Ναυσικά, από το βασιλικό ζεύγος και από τους επιφανείς Φαίακες: όλοι υπόσχονται να προπέμψουν τον ξένο στην πατρίδα του, μόλις δηλώσει την ταυτότητά του. Και ακριβώς ο Δημόδοκος με τα τραγούδια του θα συγκινήσει μέχρι δακρύων τον φιλοξενούμενο, θα ευνοήσει την αποκάλυψή του από τον Αλκίνοο, ανοίγοντας τον δρόμο για τους «Μεγάλους Απολόγους» του Οδυσσέα, την εκτενέστερη και σημαντικότερη διήγηση της Οδύσσειας. Στο θέμα όμως αυτό θα επανέλθουμε.
Η μουσική δραστηριότητα του Δημοδόκου, τόσο στο παλάτι όσο και στην αγορά των Φαιάκων, συμφωνεί με την υψηλή και άνετη στάθμη πολιτισμού που υπάρχει στο απόλεμο αυτό νησί, το οποίο με τη γενικότερη ευδαιμονία του μοιάζει με ευφρόσυνη ουτοπία. Όπως πάνω κάτω περιγράφει τη Σχερία και τη ζωή των Φαιάκων με καμάρι ο βασιλιάς Αλκίνοος στον Οδυσσέα, κάπου στη μέση της όγδοης ραψωδίας (θ 241-249):
Πρόσεξε όμως τώρα και τον δικό μου λόγο, να ᾽χεις να λες
στον άλλον κόσμο, όταν μες στο δικό σου το παλάτι κάποτε,
σ᾽ ένα τραπέζι καθισμένος με τη γυναίκα και τα τέκνα σου,
θα μνημονεύεις τη δική μας αρετή· ποια έργα ο Δίας
μας αξίωσε κι εμάς να ασκούμε, από τα χρόνια
των πατέρων μας, αδιάκοπα.
Δεν είμαστε λοιπόν ακατανίκητοι πυγμάχοι μήτε και παλαιστές,
αλλά στο τρέξιμο πετούν τα πόδια μας, και δεν θα βρεις
καλύτερόν μας στα καράβια.
Απόλαυση δική μας και παντοτινή· το πλούσιο γεύμα,
η κιθάρα κι οι χοροί, ρούχα πολύτιμα, που να τ᾽ αλλάζουμε
όταν πρέπει, λουτρά θερμά, και το κρεβάτι.
Προς απόδειξη ο Αλκίνοος παραγγέλλει να στηθεί χορός, με μουσικές και τραγούδια. Φέρνει αμέσως τη φόρμιγγα ο κήρυκας στον αοιδό, στέκει ο Δημόδοκος στη μέση κι αρχίζει, με συνοδεία μουσική, η χορευτική επίδειξη: ωραία αγόρια, που μόλις άνθισε το χνούδι στο μάγουλό τους, δεινοί κιόλας χορευτές, στήνουν θείο χορό. Έκθαμβος βλέπει ο Οδυσσέας να λάμπει η μαρμαρυγή στα πόδια τους. Οπότε ο Δημόδοκος, κρούοντας την κιθάρα του, ξεκινά ένα μακρόσυρτο, σκανδαλιάρικο τραγούδι για την παράνομη αγάπη του ερωτόληπτου Άρη με την καλλιστέφανη Αφροδίτη.
Κυρίαρχη επομένως η μουσική ευφροσύνη στη Σχερία, που την προσυπογράφει ο Οδυσσέας και την κανοναρχεί ο αοιδός Δημόδοκος, η περίπτωση του οποίου σε τίποτε δεν θυμίζει το ζόρι και την αμηχανία του Φήμιου στην Ιθάκη. Αίσθηση που προκαταβάλλεται, μετριασμένη κάπως, και στην πρώτη, συμποτική εμφάνιση του αοιδού, μέσα στην αίθουσα του παλατιού, μπροστά στους αξιωματούχους Φαίακες και στον τιμώμενο ξένο.
Ο Αλκίνοος εντέλλεται να φέρει ο κήρυκας στο παλάτι τον θείο αοιδό, για να λαμπρύνει με τη μουσική και το τραγούδι του το βασιλικό γεύμα. Τη σύσταση μάλιστα του Δημοδόκου στο σημείο αυτό την αναλαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής. Τον αποκαλεί ἐρίηρον (που πάει να πει: «από όλους τιμημένο») και τον αναγνωρίζει κατεξοχήν φίλο των Μουσών. Εκείνες, λέει, του χάρισαν την ηδονική τέχνη της αοιδής -αγαθό πολύτιμο· με αντάλλαγμα όμως τη στέρηση της όρασής του- αντίρροπο κακό αυτό. Ευνοημένος λοιπόν από τις Μούσες ο τραγουδιστής Δημόδοκος αλλά τυφλός. Σάμπως το χάρισμα της μουσικής δωρεάς να επιβάλλει, ως προϋπόθεση και ως συμπλήρωμά του, το αντιχάρισμα της τύφλωσης. Γιατί εδώ δεν πρόκειται, όπως στην περίπτωση του αλαζονικού ιλιαδικού Θάμυρη, για τιμωρία αλλά για ένα καλό που σέρνει πίσω του, ως αναγκαίο παρεπόμενο, ένα κακό. Έτσι που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το χάρισμα αντιστρέφεται σε αντιχάρισμα, αλλά και το αντιχάρισμα σε χάρισμα - σάμπως να πρόκειται για αχώριστο ζευγάρι.
Αυτό το μείγμα από δωρεά και στέρηση, από θετικό καλό και από αρνητικό κακό, μείγμα που το προσφέρουν οι θεοί στους θνητούς, ακόμη και σ᾽ εκείνους που αγαπούν, το συναντούμε πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Εντοπίζεται συγκεκριμένα σε μια παραβολή με την οποία δοκιμάζει να παρηγορήσει ο Αχιλλέας τον Πρίαμο, σπαραγμένο για τον φόνο του γιου του, αλλά και να παρηγορηθεί ο ίδιος για τον χαμό του πιο αγαπημένου φίλου, του Πατρόκλου. Λέει λοιπόν ο Αχιλλέας (Ω 527-533):
Μπροστά στην πύλη του Δία στέκουν δύο πιθάρια: το ένα μόνο με βάσανα γεμάτο, το άλλο μόνο με αγαθά, προορισμένα και τα δύο για τους θνητούς. Αν τύχει και ο θεός βάλει το χέρι του και στο καλό και στο κακό πιθάρι, θα πρέπει ο θνητός να νιώθει ευχαριστημένος με τη μοίρα του. Αλίμονο όμως σ᾽ εκείνον που του πέφτουν στη μοιρασιά βάσανα μόνο από το κακό πιθάρι, γιατί έτσι το θέλησε ο Δίας ή το ᾽φερε η τύχη.
Παραβολικός μύθος που σημαίνει πως ακέραιη ευτυχία στον άνθρωπο δεν προσφέρεται. Όπου η καλή δωρεά του θεού περισσεύει, έρχεται πάντα συντροφευμένη από κάποια σημαδιακή στέρηση.
Το παραδοσιακό ωστόσο παράδειγμα του Δημοδόκου, στο οποίο επιμένει ο ποιητής της Οδύσσειας (ευνοημένος από τις Μούσες αοιδός, αλλά τυφλός με απόφαση δική τους πάλι), φαίνεται να ανακαλεί μια αρχαϊκή αντίληψη, ισχυρή ακόμη και σήμερα, για τη μοίρα του προικισμένου καλλιτέχνη και του εμπνευσμένου ποιητή. Φτάνει να θυμηθούμε ότι ο περίφημος για τη μεταλλουργική του τέχνη Ήφαιστος είναι χωλός, κι όταν τον βλέπουν οι άλλοι ολύμπιοι θεοί στο τέλος της πρώτης ιλιαδικής ραψωδίας να τους μοιράζει νέκταρ σε κύπελλα χρυσά σέρνοντας το χωλό ποδάρι του, ξεσπούν σε γέλια ακράτητα (Α 595-600).
Σ᾽ αυτήν εξάλλου την παράδοση κολλάει και η επινοημένη εικόνα του τυφλού Ομήρου, που τη συντήρησε και η αρχαία τέχνη. Γιατί φαίνεται ότι ταίριαξε καλά στη φαντασία των ανθρώπων ο τυφλός ποιητής. Ασκώντας μια τέχνη, κυρίως ακουστική και ακροαματική, να έχει εσωτερική όραση, να βλέπει με μάτια κλειστά όσα δεν βλέπουν οι άλλοι, να φτιάχνει με τους ήχους του δικές του εικόνες, που να μπορούν και να μιλούν. Δεν αποκλείεται μάλιστα η παράδοση για τον τυφλό Όμηρο να έχει την αφορμή της σ᾽ αυτήν εδώ τη σύσταση του ποιητή, που θέλει τον Δημόδοκο τυφλό. Πάντως τούτο το στοιχείο της τύφλωσης καθιστά τον αοιδό της Σχερίας πιο αρχαϊκό σε σχέση με τον Φήμιο της Ιθάκης, προσθέτοντας τελετουργικό κύρος στη μορφή και στο τραγούδι του.
Η πρόσθετη εξάλλου αξία και τιμή του Δημοδόκου φαίνεται και από το γεγονός ότι ακούγονται (με την υπόθεσή τους διεξοδικότερα τώρα δηλωμένη) τρία τραγούδια στο πλαίσιο της όγδοης ραψωδίας, έναντι του ενός που αποδίδεται στον Φήμιο της πρώτης ραψωδίας. Τα δύο ακραία μάλιστα αφορούν άμεσα και ονομαστικά τον Οδυσσέα, προβάλλοντας το κλέος του. Το πρώτο είναι κάπως αινιγματικό (θ 72-82): αναφέρεται σε μιαν άγνωστη από αλλού φιλονικία ανάμεσα στον Οδυσσέα και στον Αχιλλέα, σε εορταστικό μάλιστα τραπέζι, μετά από θυσίες. Και μολονότι εκείνοι ανταλλάσσουν λόγια βαριά μεταξύ τους, ο Αγαμέμνονας χαίρεται μέσα του. Γιατί αυτή η ἔρις (σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα, που πήρε ο Αγαμέμνονας στους Δελφούς) αποτελεί καλό σημάδι για τον πόλεμο που δεν λέει να προχωρήσει ακόμη.
Έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες για την πηγή και τη σημασία της παράξενης αυτής αοιδής. Ακόμη και πως αντιστρέφει σε καλοσήμαδη τη διαβόητη φιλονικία Αγαμέμνονα και Αχιλλέα στην αρχή της Ιλιάδας, αυτήν που προκάλεσε την καταραμένη οργή του γιου της Θέτιδας και την καταστροφική απόφασή του να τραβηχτεί από τη μάχη. Όσοι μάλιστα δέχονται έναν τέτοιο συνειρμό, προτείνουν να εκτιμηθεί το τραγούδι αυτό του Δημοδόκου ως έμμεσος έπαινος του ποιητή της Οδύσσειας για τον ποιητή της Ιλιάδας.
Αν το πρώτο και μάλλον δυσνόητο για μας τραγούδι του Δημοδόκου, που ο ποιητής εντούτοις το κατατάσσει σ᾽ εκείνα που ιστορούν κλέα ἀνδρῶν, παραπέμπει κάπου στην αρχή του τρωικού πολέμου, το τρίτο τραγούδι του αοιδού αφιερώνεται στο τέλος του πολέμου: στη διάσημη άλωση της Τροίας, που κατορθώθηκε με τον δόλο του δούρειου ίππου, επινόημα του Οδυσσέα, που του χάρισε τον τίτλο του πτολιπόρθου (θ 499-520). Εδώ ο ίδιος ο Οδυσσέας υπαγορεύει, εν είδει διαγωνισμού, στον Δημόδοκο το θέμα της αοιδής που θέλει ν᾽ ακούσει. Κι εκείνος ανταποκρίνεται στην πρόκληση, τραγουδώντας με υποδειγματική αφηγηματική οικονομία και ευστοχία. Σε είκοσι δύο στίχους (θ 499-520) συμπυκνώνει, δραματοποιεί και κλιμακώνει τα διαδοχικά επεισόδια της γνωστής ιστορίας, συνταγμένα σε δύο ενότητες, αρμοσμένες μεταξύ τους με το ίδιο ρήμα. Στην πραγματικότητα ο Δημόδοκος, συντέμνοντας, αναπαράγει ένα ολόκληρο έπος, που η επική παράδοση το τιτλοφόρησε Ιλίου πέρσιν. Άξιος λοιπόν ο μισθός του: η σπάλα που του προσφέρει ο Οδυσσέας. Άξιος και ο διπλός έπαινος που του απευθύνει· προκαταβολικά τη μία φορά, επιλογικά την άλλη. Ένας επιπλέον λόγος λοιπόν που επικυρώνει το παραδοσιακό κύρος του Δημοδόκου ως αοιδού και τον διαβαθμίζει ψηλότερα από τον ιθακήσιο ομότεχνό του Φήμιο, ο οποίος είδαμε πώς αυτοεπαινείται μπροστά στον Οδυσσέα, για να γλιτώσει από τη σφαγή στην έξοδο της «Μνηστηροφονίας».
Αν ο μοδάτος Φήμιος εκμεταλλεύεται το ποιητικό παρόν της Οδύσσειας, τραγουδώντας τον μετατρωικό νόστο των Αχαιών, ο παραδοσιακός Δημόδοκος επιμένει στο ποιητικό παρελθόν του έπους τραγουδώντας τρωικά κατορθώματα του Οδυσσέα. Και οι δύο αοιδοί προκαλούν συγκίνηση, διαφορετικής όμως τάξης ο καθένας. Ο Φήμιος προσφέρει τέρψη στους αναίσθητους για τη μεταπολεμική τύχη των Αχαιών μνηστήρες, πληγώνει ωστόσο με το συγκεκριμένο του τραγούδι τη συζυγική ευαισθησία της Πηνελόπης, ενώ δίνει την ευκαιρία να τον υπερασπιστεί ο Τηλέμαχος απέναντι στην αδικαιολόγητη, όπως πιστεύει, διαμαρτυρία της μάνας του. Το δάκρυ της Πηνελόπης (την ώρα που κατεβαίνει από το υπερώο στην αίθουσα, για να ελέγξει τον Φήμιο, επειδή τραγουδά τον πικρό νόστο των Αχαιών, που της θυμίζει τον Οδυσσέα) είναι μια εύλογη αντίδραση.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον επαναλαμβανόμενο και διαβαθμισμένο θρήνο του Οδυσσέα, καθώς ακούει το πρώτο και το τρίτο τραγούδι του Δημοδόκου. Ωστόσο, ο ποιητής επιμένει στην περιγραφή της παράξενης ευσυγκινησίας του ήρωα, την οποία και δραματοποιεί με αυξημένη ένταση στις δύο διαδοχικές μορφές της. Στο πρώτο τραγούδι (φιλονικία του Οδυσσέα και του Αχιλλέα, που τη θεωρεί εντούτοις καλόν οιωνό ο Αγαμέμνονας για την εξέλιξη του πολέμου) ο αδιάγνωστος ακόμη ξένος προσπαθεί να κρύψει διακριτικά τον θρήνο του. Τον παίρνει ωστόσο είδηση ο Αλκίνοος και, για να διευκολύνει την κατάσταση, παραγγέλλει διακοπή της μουσικής απαγγελίας και έξοδο της συντροφιάς από το παλάτι στην αγορά των Φαιάκων. Στο τρίτο όμως τραγούδι (ιστορία του δούρειου ίππου και άλωση της Τροίας) ο θρηνητικός σπαραγμός του Οδυσσέα (που εξεικονίζεται με μια πολύστιχη παρομοίωση), δεν μπορεί πια να περάσει απαρατήρητος, και ο Αλκίνοος ομολογεί την απορία του, ζητώντας εξηγήσεις με εναλλακτικά ερωτήματα που θα οδηγήσουν τελικά στην αποκάλυψη της ταυτότητας του ξένου. Πώς εξηγείται όμως αυτός ο διπλός θρήνος του Οδυσσέα ως αντίδραση στα δύο τραγούδια του Δημοδόκου, που τον αφορούν άμεσα και αναγνωρίζουν το κλέος του;
Πρόχειρη εξήγηση προσφέρει το γνωστό δίστιχο του Σολωμού που λέει: περασμένα μεγαλεία | και διηγώντας τα να κλαις. Με τη διευκρίνιση ότι ο θρήνος στο δικό μας παράδειγμα μεταφέρεται από εκείνον που διηγείται σ᾽ αυτόν που ακούει την ένδοξη διήγηση. Η μεταφορά δείχνει ότι η επαναφορά μιας δόξας από το παρελθόν στο παρόν, σε ώρα μάλιστα δοκιμασίας, προκαλεί πόνο σ᾽ εκείνον που, ένδοξος κάποτε, τώρα δοκιμάζεται. Σ᾽ αυτήν όμως την εύλογη ερμηνεία θα πρέπει να προσθέσουμε ότι γενικότερα ένα καλό τραγούδι επιβεβαιώνει την αξία του, όταν συγκινεί μέχρι δακρύων τους ακροατές του. Θα δούμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ακροατήριο μιας καλής διήγησης, όταν μάλιστα αυτή μεταβαίνει από την ένδοξη στην άδοξη φάση της.
Ξαναγυρίζουμε όμως στην πολύστιχη παρομοίωση που συνοδεύει τον θρήνο του Οδυσσέα, καθώς ακούει από τον Δημόδοκο το τραγούδι για τον δούρειο ίππο και την άλωση της Τροίας, επειδή έχει αξιοπαρατήρητες παραξενιές. Παραφράζονται πρώτα οι σχετικοί στίχοι (θ 521-531): Όσο ο αοιδός προχωρεί στη διήγησή του, τόσο και η συγκίνηση του Οδυσσέα ξεσπά και κορυφώνεται. Οπότε ο θρήνος του παραβάλλεται με το μοιρολόγι μιας γυναίκας πάνω στο σώμα του άντρα της, που έπεσε εκεί, μπροστά στην πόλη και στον λαό της πόλης, για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα της. Κι όπως τον βλέπει η γυναίκα του να σπαρταρά και να σβήνει, σωριασμένη πάνω του πνίγεται στο κλάμα, ενώ οι εχθροί με τα κοντάρια τους τη χτυπούν πισώπλατα, έτοιμοι να τη σύρουν σκλάβα τους, βουτηγμένη πια στη δυστυχία και στον πόνο. Κι ο ποιητής προσθέτει: όσο πικρό το δάκρυ αυτής της δύστυχης γυναίκας, τόσο πικρός και του Οδυσσέα ο θρήνος.
Τα παράξενα αυτής της παρομοίωσης φαίνονται και με γυμνό μάτι, δεν χρειάζονται μικροσκόπιο. Την ώρα που ο αοιδός δοξολογεί τον εφευρέτη του δούρειου ίππου, με τον οποίο κατορθώθηκε, ύστερα από δέκα χρόνια, η άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς, εκείνος όχι μόνο πνίγεται στο κλάμα αλλά και παραβάλλεται με οδυρόμενη γυναίκα, που θρηνεί τον σκοτωμένο άντρα της, που κακοποιείται από τον εχθρό, που προορίζεται για παντοτινή σκλαβιά. Δύσκολα φαντάζεται κάποιος πιο αταίριαστη παρομοίωση. Σάμπως να την έχωσε εδώ ένα ξένο χέρι που δεν ήξερε τι λέει το προηγούμενο κείμενο. Γι᾽ αυτό εξάλλου δεν έλειψαν φιλόλογοι που θεώρησαν την παραβολή κακότεχνη και την απέδωσαν σε άτεχνο διασκευαστή. Μήπως όμως τα φαινόμενα απατούν;
Αν δούμε από κοντά και πιο προσεκτικά το δεύτερο μέρος από το τραγούδι του Δημοδόκου, παρατηρούμε πως ο αοιδός επιμένει στην ανελέητη σφαγή των εξαπατημένων Τρώων από τους Αχαιούς, με πρωταγωνιστές τον Οδυσσέα και τον Μενέλαο. Περιγραφή που σημαίνει ότι η άλωση της Τροίας έχει δύο όψεις: θριάμβου για τους πορθητές, τραγωδίας για τους εκπορθημένους. Αυτή τη διπλή σημασία της άλωσης φαίνεται πως θέλει να υπογραμμίσει ο ποιητής, και ξαφνικά, με την αταίριαστη παρομοίωση, γυρίζει το νόμισμα ανάποδα, αντιστρέφοντας τη θριαμβική νίκη των Αργείων σε σπαρακτική ήττα των Τρώων. Όπως έκανε ο Ευριπίδης, τρεις αιώνες μετά, με τις Τρωάδες του, και νωρίτερα ο Αισχύλος με τους Πέρσες του.
Το σπουδαιότερο όμως αφηγηματικό εύρημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η αντιστροφή αυτή του θριάμβου σε τραγωδία, της χαράς σε σπαραγμό, αποδίδεται μεταφορικά στον ίδιο τον Οδυσσέα. Ο οποίος ξαφνικά αλλάζει φύλο και στρατόπεδο, θρηνώντας τώρα σπαρακτικά την καταστροφή της Τροίας, τον φόνο των Τρώων και τον εξανδραποδισμό των Τρωάδων. Αυτή τη συμπάθεια για τον ηττημένο εχθρό ξυπνά το τραγούδι του Δημοδόκου στον νικητή Οδυσσέα, κι αυτή τη συμπάθεια βιώνει εδώ, με μια τόσο ασυνήθιστη παρομοίωση, ο μεγάλος ήρωας.
Τόσο το ένα τραγούδι του Φήμιου στην πρώτη ραψωδία όσο και τα δύο ακραία του Δημοδόκου στην όγδοη ραψωδία επιμένουν στον τρωικό μύθο, μοιρασμένα μάλιστα, όπως είδαμε, στο πολεμικό και στο μεταπολεμικό μερίδιο - μοιρασιά που θυμίζει τα δύο ομηρικά έπη. Εξαίρεση σ᾽ αυτό τον κανόνα αποτελεί το μεσαίο και εκτενέστερο τραγούδι του Δημοδόκου, αυτό που απαγγέλλεται στην αγορά των Φαιάκων, μετά τους αθλητικούς αγώνες και τη χορευτική επίδειξη (θ 266-366). Θέμα της σκανδαλιστικής αυτής αοιδής είναι ο παράνομος έρωτας του Άρη και της Αφροδίτης, και η παραδειγματική τους, υποτίθεται, τιμωρία. Καμία σχέση επομένως με τον τρωικό κύκλο και τον ηρωικό κόσμο. Αντίθετα, ένα τραγούδι που παίζει ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία, στη συζυγική νομιμότητα και στην παρασυζυγική παρανομία, προσφέροντας αφειδώς στο ακροατήριο κέφι και τέρψη, όπως δηλώνεται και στους δύο επιλογικούς στίχους. Στην τέρψη εξάλλου συμμετέχει τη φορά αυτή ανεπιφύλακτα και ο Οδυσσέας.
Άρης και Αφροδίτη σμίγουν στο συζυγικό κρεβάτι του Ηφαίστου, πίσω απ᾽ την πλάτη του, κάθε φορά που ο χωλός θεός λείπει από το σπίτι. Ώσπου τους παίρνει είδηση ο πανεπόπτης Ήλιος, που σπεύδει να ενημερώσει για την επαναλαμβανόμενη μοιχεία τον απατημένο σύζυγο. Οπότε εκείνος αποφασίζει να κάνει τους εραστές τσακωτούς, χρησιμοποιώντας τη δική του φημισμένη μεταλλουργική τέχνη. Φτιάχνει λοιπόν στο εργαστήρι του μεταλλικό δίχτυ απίστευτα λεπτό, όμως γερό, ώστε κανείς να μην μπορεί να το διακρίνει με γυμνό μάτι και να το σπάσει με το χέρι. Μ᾽ αυτό τυλίγει, πάνω κάτω, της μοιχείας το κρεβάτι και προσποιείται πως θα λείψει στη μακρινή και αγαπημένη του Λήμνο.
Περιχαρείς οι παράνομοι εραστές εκμεταλλεύονται την ευκαιρία, χώνονται στην ερωτική τους φωλίτσα, αλλά ξαφνικά το αόρατο μεταλλικό δίχτυ περιπλέκει και παγιδεύει τα σώματά τους. Ειδοποιημένος για δεύτερη φορά ο Ήφαιστος από τον Ήλιο, επιστρέφει στον συζυγικό θάλαμο, διαπιστώνει πως οι εραστές έχουν πιαστεί σαν ποντικοί στη φάκα, και φυσικά δεν δέχεται να τους λύσει. Αντ᾽ αυτού επικαλείται τους ολύμπιους θεούς, τον Δία, πατέρα της Αφροδίτης, ιδιαιτέρως, ζητώντας δίκαιη τιμωρία των μοιχών και επιστροφή της προίκας που έδωσε για να πάρει γυναίκα του αυτή τη σκύλα, όπως λέει, ομολογουμένως όμως πολύ ωραία. Προσέρχονται όλοι οι θεοί (όχι οι θεές, αυτές από ντροπή δεν πλησιάζουν), σχολιάζουν με λογοπαίγνια το φιάσκο του γρήγορου στη μάχη και στον έρωτα Άρη και το ρίχνουν στο γέλιο. Όταν μάλιστα ο Απόλλων ρωτάει τον Ερμή αν με τους ίδιους όρους θα ακολουθούσε το παράδειγμα του Άρη, προκειμένου να κάνει έρωτα με την ωραία Αφροδίτη, εκείνος απαντά απερίφραστα πως ναι, θα έκανε τα ίδια.
Αγέλαστος παραμένει μόνον ο Ποσειδώνας, που πιέζει τον Ήφαιστο να ελευθερώσει το παράνομο ζεύγος από τα δεσμά του, υπό τον όρο ο Άρης να πληρώσει τα σπασμένα. Και όταν ο χωλός θεός δυσπιστεί για τη συνέπεια του εραστή θεού να ξεπληρώσει το χρέος του, ο Ποσειδώνας υπόσχεται πως, σε περίπτωση ασυνέπειας, αναλαμβάνει ο ίδιος να αναπληρώσει τη ζημιά με δικά του έξοδα. Μ᾽ αυτούς τους όρους το ζευγάρι ελευθερώνεται: ο Άρης τραβά κατά τη Θράκη· η Αφροδίτη στην Πάφο της Κύπρου, όπου την υποδέχονται οι Χάριτες, τη λούζουν, τη μυρώνουν και πολυτελώς τη ντύνουν. Κούκλα πάλι η Αφροδίτη: θαῦμα ἰδέσθαι, λέει το κείμενο.
Η τολμηρή αυτή αοιδή, μπορεί να μοιάζει ξένο παραμύθι μέσα στο επικό πλαίσιο της Οδύσσειας, παρουσιάζει όμως, με το θέμα και τη μορφή της, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αφηγηματική τέχνη της αρχαϊκής εποχής. Το γεγονός ότι αφιερώνεται αποκλειστικά σε ερωτική περιπέτεια θεών, και μάλιστα με τρόπο λίγο πολύ ευτράπελο, δείχνει ότι παραδοσιακοί αοιδοί, όπως ο Δημόδοκος, δεν τραγουδούσαν μόνον ηρωικά κατορθώματα, περιορισμένα στον τρωικό κύκλο. Σκάρωναν και πιο ελεύθερα, παράτολμα θέματα, που ερέθιζαν την περιέργεια του ακροατηρίου και τροφοδοτούσαν τη διασκέδασή του.
Ως προς το τολμηρό θέμα της αοιδής, δύο ακόμη παρατηρήσεις. Το σκάνδαλο της μοιχείας, που δίκαια εξοργίζει τον Ήφαιστο, μετριάζεται από το διάχυτο χιούμορ, που διαπερνά το τραγούδι απαρχής μέχρι τέλους, και που φαίνεται να λέει στους ακροατές: «μην την παίρνετε την ιστορία αυτή πολύ στα σοβαρά· ακολουθήστε το παράδειγμα των θεών, που τελικά γελούν μ᾽ αυτά που βλέπουν και ακούν· γελάστε κι εσείς μαζί τους». Ας μην ξεχνούμε εξάλλου ότι η αοιδή αυτή ακούγεται στην αγορά των Φαιάκων, σε μια γιορτή με αγώνες, χορούς και τραγούδια, όπου ο κόσμος κάνει κέφι, συχνά και με πικάντικα χωρατά. Επιπλέον: μπορεί στους θνητούς η παρασυζυγική εκτροπή να πέφτει βαριά, να προκαλεί ακόμη και πόλεμο (διαβόητο το παράδειγμα του Πάρη και της Ελένης), οι θεοί όμως ξέρουν πώς να βολεύουν τέτοια παραστρατήματα με άνετη χάρη. Εδώ παίρνει πίσω την προίκα του ο Ήφαιστος από τον Ποσειδώνα, και όλα γίνονται ξανά μέλι γάλα.
Στο κάτω κάτω αταίριαστο ζευγάρι είναι ο χωλός Ήφαιστος και η πανέμορφη Αφροδίτη· πιο καλός τής πέφτει ο Άρης, αρτιμελής αυτός κι ωραίος. Αυτό το αναγνωρίζει και ο απατημένος σύζυγος, με παράπονο έστω, μπροστά στους άλλους θεούς, όταν ζητά τη συνδρομή τους (θ 306-311). Πίσω από το παράπονό του ακούγεται και κάτι μελαγχολικό: οι ποιητές κι οι καλλιτέχνες (καλλιτέχνης είναι ο Ήφαιστος) σωματικά συνήθως υπολείπονται και δεν τα βγάζουν πέρα στον έρωτα με τους γυμνασμένους αθλητές και τους ρωμαλέους μαχητές. Αυτή είναι η μοίρα τους, κι ας μην παραπονιούνται. Όσο για το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας, το παίρνουν πάνω τους ο Ήλιος, ο Ποσειδώνας και ειρωνικά ο ίδιος ο Ήφαιστος.
Θα τρέφεσαι με τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες ή ζήσεις τον πιο δημιουργικό εαυτό σου;
Μερικές φορές, πιάνουμε την καρδιά μας, πιο αδύναμη, πιο ευάλωτη από τον νου και στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε τί είναι σωστό και τί όχι, μένουμε πίσω, να περιμένουμε πράγματα, ανθρώπους και καταστάσεις, που δεν είναι πια για μας.Δίνουμε ευκαιρίες, που θα πάνε και αυτές χαμένες, γιατί, ξεχνάμε.
Μένουμε να περιμένουμε, γιατί εμείς οι ίδιοι, παρά το γεγονός ότι έχουμε προχωρήσει, εξελιχθεί, συγχωρήσει, ξεχνάμε ότι υπάρχει μεγάλη περίπτωση, οι άλλοι, να μην μετακινήθηκαν όπως εμείς.
Και έτσι, από την μια βρίσκεσαι εσύ, που ενώ κάτι παρουσιάζεται στην ζωή σου, έχεις κάνει την απαραίτητη δουλειά οπότε και έχεις και την επιλογή του τί θα επιλέξεις και από την άλλη πλευρά,
έχουμε τον άλλο (σύντροφο, φίλο, συνεργάτη) που είναι και εκείνος μπροστά από το δικό του κομμάτι που του έχει παρουσιαστεί, αλλά αυτός, δεν έχει κάνει καμία απολύτως δουλειά με τον εαυτό του και δεν έχει καθόλου μα καθόλου μετακινηθεί.
Και σε ρωτάω..
Τί ακριβώς σε μπερδεύει;
Τα πράγματα είναι τόσο απλά.
Ένας άνθρωπος που έχει μετακινηθεί από αυτό που ήταν παλιότερα, δεν θα σε παιδέψει στο σήμερα.
Μπορεί τότε, να χρειαζόταν από υπομονή και γερά νεύρα, μέχρι νουθέτηση, μα αν έχει όντως δουλέψει τον εαυτό του, στο τώρα σας, όχι μόνο δεν θα χρειαστείς βαθιές αναπνοές αλλά θα σε γοητέψει και ο τρόπος συμπεριφοράς και επικοινωνίας του απέναντι σε σένα μα και στο θέμα.
Συμπέρασμα..
Προχωράμε.
Η ζωή, δεν περιμένει.
Ούτε μπορούμε και εμείς.
Σε νιώθω, φοβάσαι.
Σκέφτεσαι πού να τρέχεις, πού να πας, έχεις αμφιβολίες για το τί θα βρεις ξανά πάλι από την αρχή εκεί έξω, μα άσε με να σου πω το εξής.
Αφενός, αυτός – αυτό (αν είναι δουλειά) που σε θέλει και σε χρειάζεται στην ζωή του, θα είναι εκεί από την αρχή.
Δεν θα σε αφήσει να περιμένεις ή καν να αμφιβάλλεις.
Και αφετέρου, δίνοντας μια ευκαιρία στο νέο πράγμα να έρθει, θα δουλέψεις την αξία σου ένα παραπάνω.
Και την αυτοπεποίθησή σου.
Προς τί λοιπόν η δεύτερη ευκαιρία σε κάτι που έχεις ήδη προσπεράσει, γιατρέψει, ελευθερώσει, περιμένοντάς το πάλι τώρα να αποφασίσει, ενώ μπορείς αντ’ αυτού να αφεθείς και να αφήσεις νέα πράγματα να σου συμβούν;
Το σήμερα, προσφέρεται για τέτοιου είδους αποφάσεις και συνειδητές απελευθερώσεις,
όπως και το άνοιγμα με νέα ματιά στο μπροστά.
Αν επίσης, είναι να διαλέξεις, πού ανήκεις, στο παρελθόν ή το παρόν, τώρα είναι η στιγμή.
Θα ζεις, θα τρέφεσαι με τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες ή μήπως θα μάθεις να δημιουργείς επάξια
το κάθε σου τώρα εκ νέου σύμφωνα με τα δεδομένα και τα ζητούμενά σου;
Όσο πιο βαθιά στον εαυτό μας βουτήξουμε τώρα, τόσο πιο ανάλαφρα θα βγούμε από την βουτιά, στην επιφάνεια, για να χαρούμε το φως που έρχεται από αύριο, όλο και πιο άπλετο.
Μένουμε να περιμένουμε, γιατί εμείς οι ίδιοι, παρά το γεγονός ότι έχουμε προχωρήσει, εξελιχθεί, συγχωρήσει, ξεχνάμε ότι υπάρχει μεγάλη περίπτωση, οι άλλοι, να μην μετακινήθηκαν όπως εμείς.
Και έτσι, από την μια βρίσκεσαι εσύ, που ενώ κάτι παρουσιάζεται στην ζωή σου, έχεις κάνει την απαραίτητη δουλειά οπότε και έχεις και την επιλογή του τί θα επιλέξεις και από την άλλη πλευρά,
έχουμε τον άλλο (σύντροφο, φίλο, συνεργάτη) που είναι και εκείνος μπροστά από το δικό του κομμάτι που του έχει παρουσιαστεί, αλλά αυτός, δεν έχει κάνει καμία απολύτως δουλειά με τον εαυτό του και δεν έχει καθόλου μα καθόλου μετακινηθεί.
Και σε ρωτάω..
Τί ακριβώς σε μπερδεύει;
Τα πράγματα είναι τόσο απλά.
Ένας άνθρωπος που έχει μετακινηθεί από αυτό που ήταν παλιότερα, δεν θα σε παιδέψει στο σήμερα.
Μπορεί τότε, να χρειαζόταν από υπομονή και γερά νεύρα, μέχρι νουθέτηση, μα αν έχει όντως δουλέψει τον εαυτό του, στο τώρα σας, όχι μόνο δεν θα χρειαστείς βαθιές αναπνοές αλλά θα σε γοητέψει και ο τρόπος συμπεριφοράς και επικοινωνίας του απέναντι σε σένα μα και στο θέμα.
Συμπέρασμα..
Προχωράμε.
Η ζωή, δεν περιμένει.
Ούτε μπορούμε και εμείς.
Σε νιώθω, φοβάσαι.
Σκέφτεσαι πού να τρέχεις, πού να πας, έχεις αμφιβολίες για το τί θα βρεις ξανά πάλι από την αρχή εκεί έξω, μα άσε με να σου πω το εξής.
Αφενός, αυτός – αυτό (αν είναι δουλειά) που σε θέλει και σε χρειάζεται στην ζωή του, θα είναι εκεί από την αρχή.
Δεν θα σε αφήσει να περιμένεις ή καν να αμφιβάλλεις.
Και αφετέρου, δίνοντας μια ευκαιρία στο νέο πράγμα να έρθει, θα δουλέψεις την αξία σου ένα παραπάνω.
Και την αυτοπεποίθησή σου.
Προς τί λοιπόν η δεύτερη ευκαιρία σε κάτι που έχεις ήδη προσπεράσει, γιατρέψει, ελευθερώσει, περιμένοντάς το πάλι τώρα να αποφασίσει, ενώ μπορείς αντ’ αυτού να αφεθείς και να αφήσεις νέα πράγματα να σου συμβούν;
Το σήμερα, προσφέρεται για τέτοιου είδους αποφάσεις και συνειδητές απελευθερώσεις,
όπως και το άνοιγμα με νέα ματιά στο μπροστά.
Αν επίσης, είναι να διαλέξεις, πού ανήκεις, στο παρελθόν ή το παρόν, τώρα είναι η στιγμή.
Θα ζεις, θα τρέφεσαι με τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες ή μήπως θα μάθεις να δημιουργείς επάξια
το κάθε σου τώρα εκ νέου σύμφωνα με τα δεδομένα και τα ζητούμενά σου;
Όσο πιο βαθιά στον εαυτό μας βουτήξουμε τώρα, τόσο πιο ανάλαφρα θα βγούμε από την βουτιά, στην επιφάνεια, για να χαρούμε το φως που έρχεται από αύριο, όλο και πιο άπλετο.
Οι άνθρωποι στην καλοκαιρία δε λογαριάζουν την καταιγίδα
Συνοψίζοντας τις συμβουλές σε έναν ηγέτη για την αποτυχία
Το πιο διαδεδομένο ελάττωμα των ανθρώπων είναι ότι στην καλοκαιρία δε λογαριάζουν την καταιγίδα.
Ένας νέος Ηγέτης επιβάλλεται, είτε με τις ικανότητέςτου είτε με το κύρος και την αρχαιότητα της οικογένειας του.
Οι υφιστάμενοι κρίνουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις κινήσεις του καινούργιου Ηγέτη που πήρε μόνος του την εξουσία, παρά του κληρονομικού.
Οι υφιστάμενοι ενδιαφέρονται περισσότερο για το πώς περνάνε σήμερα παρά για τα περασμένα μεγαλεία.
Όταν καλοπερνάνε, δε ζητάνε τίποτα άλλο, αποδέχονται και στηρίζουν τον καινούργιο Ηγέτη και λησμονούν τον προηγούμενο, όσα καλά κι αν τους έκανε στο παρελθόν.
Η αποτυχία ενός κληρονομικού Ηγέτη είναι διπλάσια από εκείνου που κατέκτησε την εξουσία μόνος του, επειδή, ενώ γεννήθηκε με την εξουσία στα χέρια του, δεν μπόρεσε να την κρατήσει και την έχασε.
Η καλύτερη τακτική για να κρατήσεις την εξουσία είναι ποτέ να μην αφεθείς να πέσεις, νομίζοντας αφελώς ότι την τελευταία στιγμή κάποιος θα βρεθεί να σε συγκρατήσει.
Οι μόνες ασφαλείς μέθοδοι άμυνας είναι εκείνες που στηρίζονται σε σένα τον ίδιο και στην αξιοσύνη σου.
Συνοψίζοντας τις συμβουλές σε έναν ηγέτη για την τύχη
Ο πολύς κόσμος πιστεύει πως η ζωή μας εξαρτάται κυρίως είτε από το Θεό είτε από την τύχη.
Η αλήθεια είναι πως η τύχη ορίζει τις μισές μας πράξεις αλλά αφήνει σε μας να κανονίσουμε τις άλλες μισές.
Η τύχη είναι σαν τα καταστροφικά εκείνα ποτάμια που όταν αγριεύουν κατακλύζουνε κάμπους, τσακίζουνε δέντρα και κτίσματα, σηκώνουν το χώμα και το πάνε μίλια μακριά και οι πάντες κάνουν τόπο στην ορμή τους χωρίς να μπορούν να την ανακόψουν.
Όπως οι άνθρωποι στους γαληνεμένους καιρούς λαβαίνουν τα μέτρα τους και φτιάχνουν προχώματα και φράγματα για τα άγρια ποτάμια, ώστε όταν φουσκώσουν να μη σταθεί τόσο ξέφρενη και βλαβερή η ορμή τους, έτσι πρέπει να κάνουν και με την τύχη.
Η τύχη στρέφει την ορμή της εκεί που δεν υπάρχει αξιοσύνη, επειδή ξέρει πως εκεί δε φτιάχτηκαν προχώματα και φράγματα για να τη βαστάξουν.
Είναι συχνό το φαινόμενο να ευτυχεί σήμερα ένας Ηγέτης και αύριο να καταστρέφεται χωρίς για αυτό να φταίει κάποια αλλαγή στην αξιοσύνη ή στο χαρακτήρα του.
Είναι καλότυχος ο Ηγέτης που έτυχε να συνταιριάξει τον τρόπο να μπορεί να πολιτεύεται ανάλογα με τη φυσιογνωμία των καιρών κι αλίμονο σε εκείνον που στα φερσίματά του διχογνωμούν οι καιροί.
Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας
Το πιο διαδεδομένο ελάττωμα των ανθρώπων είναι ότι στην καλοκαιρία δε λογαριάζουν την καταιγίδα.
Ένας νέος Ηγέτης επιβάλλεται, είτε με τις ικανότητέςτου είτε με το κύρος και την αρχαιότητα της οικογένειας του.
Οι υφιστάμενοι κρίνουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις κινήσεις του καινούργιου Ηγέτη που πήρε μόνος του την εξουσία, παρά του κληρονομικού.
Οι υφιστάμενοι ενδιαφέρονται περισσότερο για το πώς περνάνε σήμερα παρά για τα περασμένα μεγαλεία.
Όταν καλοπερνάνε, δε ζητάνε τίποτα άλλο, αποδέχονται και στηρίζουν τον καινούργιο Ηγέτη και λησμονούν τον προηγούμενο, όσα καλά κι αν τους έκανε στο παρελθόν.
Η αποτυχία ενός κληρονομικού Ηγέτη είναι διπλάσια από εκείνου που κατέκτησε την εξουσία μόνος του, επειδή, ενώ γεννήθηκε με την εξουσία στα χέρια του, δεν μπόρεσε να την κρατήσει και την έχασε.
Η καλύτερη τακτική για να κρατήσεις την εξουσία είναι ποτέ να μην αφεθείς να πέσεις, νομίζοντας αφελώς ότι την τελευταία στιγμή κάποιος θα βρεθεί να σε συγκρατήσει.
Οι μόνες ασφαλείς μέθοδοι άμυνας είναι εκείνες που στηρίζονται σε σένα τον ίδιο και στην αξιοσύνη σου.
Συνοψίζοντας τις συμβουλές σε έναν ηγέτη για την τύχη
Ο πολύς κόσμος πιστεύει πως η ζωή μας εξαρτάται κυρίως είτε από το Θεό είτε από την τύχη.
Η αλήθεια είναι πως η τύχη ορίζει τις μισές μας πράξεις αλλά αφήνει σε μας να κανονίσουμε τις άλλες μισές.
Η τύχη είναι σαν τα καταστροφικά εκείνα ποτάμια που όταν αγριεύουν κατακλύζουνε κάμπους, τσακίζουνε δέντρα και κτίσματα, σηκώνουν το χώμα και το πάνε μίλια μακριά και οι πάντες κάνουν τόπο στην ορμή τους χωρίς να μπορούν να την ανακόψουν.
Όπως οι άνθρωποι στους γαληνεμένους καιρούς λαβαίνουν τα μέτρα τους και φτιάχνουν προχώματα και φράγματα για τα άγρια ποτάμια, ώστε όταν φουσκώσουν να μη σταθεί τόσο ξέφρενη και βλαβερή η ορμή τους, έτσι πρέπει να κάνουν και με την τύχη.
Η τύχη στρέφει την ορμή της εκεί που δεν υπάρχει αξιοσύνη, επειδή ξέρει πως εκεί δε φτιάχτηκαν προχώματα και φράγματα για να τη βαστάξουν.
Είναι συχνό το φαινόμενο να ευτυχεί σήμερα ένας Ηγέτης και αύριο να καταστρέφεται χωρίς για αυτό να φταίει κάποια αλλαγή στην αξιοσύνη ή στο χαρακτήρα του.
Είναι καλότυχος ο Ηγέτης που έτυχε να συνταιριάξει τον τρόπο να μπορεί να πολιτεύεται ανάλογα με τη φυσιογνωμία των καιρών κι αλίμονο σε εκείνον που στα φερσίματά του διχογνωμούν οι καιροί.
Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας
Υποκατάστατο ή αναντικατάστατο;
Το πρόβλημα είναι πανάρχαιο.
Αρχίζω με ένα περιστατικό που αφηγείται ο Πλούταρχος: Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ είδε κάποτε στην Ρώμη, μερικούς ξένους να κρατάνε αγκαλιά σκυλάκια και μαϊμουδάκια δείχνοντας πως τα αγαπάνε (εν κόλποις περιφέροντας και αγαπώντας) ρώτησε: στη χώρα τους οι γυναίκες δεν κάνουν παιδιά; Κι έτσι (συνεχίζει ο Πλούταρχος) έδωσε ένα καλό μάθημα σαν ηγέτης, σε κείνους οι οποίοι σπαταλούν σε ζώα, την τρυφερότητα και την αγάπη που υπάρχουν μέσα μας από τη φύση προοριζόμενες για τους ανθρώπους.
"Εις θηρία καταναλίσκοντας ανθρώποις οφειλόμενον". Να ήδη, σαφέστατα διατυπωμένη, η κυριότερη αντίρρηση στην ζωοφιλία. Ξοδεύουν στα ζώα, αυτό που χρωστάνε στους ανθρώπους.
Αν αναλύσουμε φιλοσοφικά αυτή την πρόταση θα δούμε πως στηρίζεται σε δύο υποθέσεις:
1. 'Οτι η αγάπη και η στοργή υπάρχουν μέσα μας "φύσει", από την φύση δηλαδή
και
2. ότι επίσης "φυσιολογικά" προορίζονται για τους ανθρώπους και μόνο.
Και οι δύο αυτές υποθέσεις μπορούν να αμφισβητηθούν.
Αν θεωρήσουμε ότι "φύσει" είναι αυτό που παρατηρούμε στον πρωτόγονο άνθρωπο (πριν τον "χαλάσει" ο πολιτισμός) καθώς και στα ανώτερα θηλαστικά, θα δούμε πως αγάπη και στοργή υπάρχουν μόνο στην περίπτωση της μητρότητας. Από κει και πέρα ισχύει το "homo homini lupus" οι πάντες εναντίον πάντων. Ούτε δεσμοί αίματος αναγνωρίζονται, ούτε αγχιστείας. Στην περίπτωση της ομαδικής διαβίωσης σε αγέλες, υπάρχει συντροφικότητα που συνήθως είναι απλή ανοχή. Σίγουρα δεν πρόκειται για αγάπη, ούτε τρυφερότητα, ούτε στοργή.
Η πρώτη λοιπόν ματιά επάνω στην φύση είναι απογοητευτική. Δεν μοιάζει να εκπέμπει αγάπη - παρά μόνον την μητρική. Κάθε άλλη μορφή στοργής, από την παρέα και την φιλία μέχρι τον έρωτα και την χριστιανική αγάπη για τον πλησίον, θα πρέπει να θεωρηθεί παρά φύσιν.
Δύο πράγματα λοιπόν συμβαίνουν: είτε η φύση δεν είναι τόσο στενόκαρδη, όσο φαίνεται (κι όσο την θέλουν ο Πλούταρχος και ο Καίσαρας), είτε ο άνθρωπος μπορεί και ξεπερνάει την φύση. Γιατί είναι σίγουρο πως υπάρχουν στη ζωή μορφές αγάπης έξω από την μητρική. Ευτυχώς. Αν η παρουσία της αγάπης στον κόσμο περιοριζόταν στην βραχύβια αγάπη της γάτας για το γατάκι της - που μετά τρεις μήνες ούτε καν το αναγνωρίζει - ο κόσμος θα ήταν πολύ φτωχός.
Όμως, για σταθείτε: Η γάτα προσκολλάται στο γατάκι της τρεις μήνες - αλλά στον άνθρωπό της (δεν λέω τον ιδιοκτήτη της - δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα) προσηλώνεται μία ζωή. Να μια άλλη μορφή αγάπης. Αυτή τι είναι τώρα: κατά φύσιν ή παρά φύσιν;
Αν δεν είναι φυσιολογικό, κατά τον Πλούταρχο, να αγαπά ο άνθρωπος τον σκύλο, άλλο τόσο (ή και περισσότερο) δεν πρέπει να είναι να αγαπά ο σκύλος τον άνθρωπο.
Σκέπτεστε ότι ο σκύλος κάνει για τον άνθρωπο πράγματα που δεν θα έκανε ποτέ για έναν άλλο σκύλο; Αναλογίζεστε ότι η γάτα και ο σκύλος συχνά πεθαίνουν άμα λείψει ο άνθρωπός τους; Το ζώο προσκολλάται στον άνθρωπο, περισσότερο από ότι στο άλλο ζώο. Επαναλαμβάνω το ερώτημα: αυτή η αγάπη τι είναι; Φυσιολογική ή παρά φύσιν;
Προφανώς φυσιολογική. Δεν έχουν αναπτύξει τα οικιακά ζώα πολιτισμό, για να μπορούμε να πούμε πως βγήκαν έξω από τη φύση. Κινούνται πάντα μέσα στο χώρο της γενετικά προγραμματισμένης ύπαρξής τους. Και μέσα από αυτόν μας αγαπάνε.
Άρα, η ίδια η φύση μας δίνει παραδείγματα αγάπης που ξεφεύγουν από το μητρικό η γενετικό χώρο - και που ξεπερνάνε το χάσμα των ειδών.
Είναι όμως αγάπη αυτό που νιώθουν τα ζώα για μας; Μήπως είναι απλά ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό που τα προσκολλάει επάνω μας - χωρίς να νιώθουν τίποτα;
Το τι νιώθουν τα ζώα για μας, δεν μπορώ βέβαια να σας το πω. Όπως άλλωστε μου είναι αδύνατο να ξέρω τι νιώθει ένας άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι με αγαπάει. Από αυτά που λέει, μπορώ να υποθέσω τι νιώθει, (ή τι νομίζει ότι νιώθει) - αλλά δεν μπορώ να έχω άμεση εμπειρία των συναισθημάτων του. Μπορώ δηλαδή να συμπεράνω την αγάπη του από τις εκδηλώσεις του - λόγια και πράξεις.
Αλλά το ίδιο κάνω και για το ζώο. Παρατηρώ πως χαίρεται όταν με βλέπει, ότι μου δείχνει την προσήλωση και την εμπιστοσύνη του (εμένα και όχι άλλου) με ακολουθεί παντού - και τέλος μπορεί να θυσιαστεί για μένα. Το στερνό αυτό είναι και το καθοριστικό κριτήριο. Γιατί αν η σχέση του ζώου με μένα ήταν αποκλειστικά ωφελιμιστική (τροφή, στέγη, χάδια) δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στη θυσία.
Η θυσία, το ξεπέρασμα του εγώ για το εσύ, αποτελεί σε ανθρώπους και ζώα το ύψιστο γνώρισμα της αγάπης. "Η πραγματική αγάπη έχει πάντα για θεμέλιο την απάρνηση του ατομικού συμφέροντος" έγραψε ο Τολστόι.
Για έναν φιλόσοφο θα ήταν πολύ δύσκολο να υποστηρίξει πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αγάπη του ανθρώπου και του ζώου. Τα ειδολογικά γνωρίσματα είναι τα ίδια. Κάθε ορισμός της αγάπης που βρήκα στα λεξικά, καλύπτει απόλυτα και την προσήλωση που δείχνουν τα ζώα σε μας.
Αλλά τα ζώα, θα αντιτείνει κάποιος, είναι όντα κατώτερα και δεν έχουν ψυχή. Πως μπορούν να νιώσουν ένα τόσο υψηλό συναίσθημα σαν την αγάπη;
Όποιος το ισχυρισθεί αυτό θα πρέπει πρώτα να μου αποδείξει πως οι άνθρωποι έχουν ψυχή. Δεν θα’ θελα να είμαι στη θέση του. Χιλιετίες φιλοσοφίας και επιστήμης δεν έχουν καταφέρει να προσκομίσουν μια τέτοια απόδειξη.
Όταν ο μέγας φιλόσοφος Καρτέσιος (ή Descartes) θέλησε να αποδείξει πως τα ζώα είναι άψυχα μηχανήματα, απέτυχε οικτρά. Αντίθετα, ο διάδοχός του La Mettrie, χρησιμοποιώντας τα ίδια επιχειρήματα έδειξε αρκετά πειστικά πως ο άνθρωπος είναι μηχανή.
Επίσης αρνούμαι τους οντολογικούς ρατσισμούς. Κανείς δεν δικαιούται να αποφασίζει ποίο όν είναι ανώτερο και ποιο κατώτερο. Στην φύση έχουμε διακρίσεις δύναμης - αλλά όχι ποιότητας. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό - αλλά αυτό δεν το κάνει ανώτερο. Κάποτε πιστεύαμε πως ο άνθρωπος είναι το επίκεντρο του σύμπαντος - μέχρι που ανακαλύψαμε το σύμπαν.
Εκείνο που έχει πετύχει ο άνθρωπος, ανατρέποντας την οικολογική ισορροπία, είναι να γίνει το μεγαλύτερο ψάρι από όλα - και, με την βοήθεια της τεχνολογίας, να κατασπαράσσει τα μικρά. Αυτό βέβαια δεν τον κάνει ανώτερο - μάλλον χειρότερο από τα άλλα ζώα.
Από την δύναμη αυτή, που μας έδωσε η γνώση και όχι η φύση (μέσα στη φύση είμαστε από τα πιο αδύναμα πλάσματα), πηγάζει και η ηθική υποχρέωση που έχουμε απέναντι στα άλλα όντα αυτού του πλανήτη. Τα οποία έχουν ίσα δικαιώματα στη ζωή. Όσο μεγαλύτερη η εξουσία, τόσο πιο σημαντική η ευθύνη. Εκτός αν μιλάμε για δικτατορίες.
Αλλά η φύση δεν είναι δικτατορία. (Ούτε πρέπει να γίνει! Αυτό είναι το μήνυμα της οικολογίας.) Η φύση είναι η μεγάλη δημοκρατία των όντων, με ανισότητες, με ανταγωνισμούς, αλλά χωρίς μονοπώλια εξουσίας. Τα μονοπώλια βλάπτουν ακόμα και αυτούς που τα ασκούν. Τώρα αρχίζουμε και συνειδητοποιούμε την αλήθεια για την οικολογική αρμονία, καθώς και τις τεράστιες ευθύνες μας.
"Όλα τα ζώα είναι ίσα" Ήταν το σύνθημα στην ιδανική δημοκρατία της "Φάρμας των Ζώων" του Orwell. Μόνον αργότερα, όταν τα ζωντανά άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι προστέθηκε η φράση: "και μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα". Αυτή η προσθήκη είναι παρά φύσιν. Αυτή είναι το μεγάλο έγκλημα κατά της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της αγάπης.
Το μόνο που μπορεί κανείς να πει για τα ζώα είναι πως δεν έχουν λόγο. Αλλά η αγάπη (γι αυτήν μιλάμε) δεν έχει σχέση με το λόγο - ίσως μάλιστα να είναι αντίθετη προς αυτόν. Η αγάπη είναι συναίσθημα, καθαρό δόσιμο, χάδι.
Να λοιπόν, που ή έρευνα της πρώτης υπόθεσης του Πλούταρχου, μας έφερε σε ένα απροσδόκητο συμπέρασμα: Η φύση, που σε πρώτη ματιά φαίνεται απόλυτα εγωϊστική, πράγματι εμπεριέχει αγάπη σε δύο βασικές περιπτώσεις: την μητρική αγάπη, και την αγάπη του οικιακού ζώου προς τον άνθρωπο.
Και οι δύο είναι φυσικές και αυθόρμητες. Η πρώτη (η μητρική) σίγουρα δεν είναι - και η δεύτερη δεν μοιάζει να είναι - προϊόν πολιτισμικής εξέλιξης. Εκτός αν δεχθούμε πως τα ζώα εξελίσσονται πολιτιστικά - πράγμα που θα οδηγήσει σε πολύ περιπετειώδεις σκέψεις.
Ιδιαίτερα η κλίση του οικιακού ζώου για τον άνθρωπο φαίνεται να είναι ένα αυτοξεπέρασμα της φύσης. Γιατί υπερβαίνει και πολλές φορές αντιμάχεται τα ένστικτα, αγνοεί τις αποστάσεις ανάμεσα στα είδη - και, κυρίως, ξεφεύγει από την βασική λογική της εξέλιξης. Η μητρική αγάπη υπάρχει για να βοηθάει στην διαιώνιση του είδους. Για να προστατεύει το αδύναμο νεογνό. Εξυπηρετεί λοιπόν μια σκοπιμότητα. Αν δεν υπήρχε, το είδος θα κινδύνευε τα αφανιστεί.
Όμως η αγάπη της γάτας για τον άνθρωπο, ποιον γενετικό σκοπό εξυπηρετεί; Την επιβίωση της γάτας; Τα αιλουροειδή επέζησαν εκατομμύρια χρόνια χωρίς τον άνθρωπο - όπως και οι λύκοι και τα τσακάλια. Και τον καιρό που ήρθαν κοντά μας, σίγουρα δεν ήταν απειλούμενα είδη.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυρισθούμε κάτι πολύ σημαντικό: πως η αγάπη του οικιακού ζώου για τον άνθρωπο είναι το ξεπέρασμα του εγωισμού από την φύση, μέσα στη φύση. Ανοίγει τον δρόμο για τις άλλες μορφές αγάπης που θα εξελίξει ο πολιτισμός του ανθρώπου: Την φιλία, τον έρωτα (που διαφέρει βέβαια από το απλό ένστικτο αναπαραγωγής), την αδελφοσύνη και την πανανθρώπινη αγάπη.
Αλλά τότε, αν η φύση δείχνει το δρόμο της αγάπης μέσα από τα ζώα, πως είναι δυνατό να συζητάμε αν είναι θεμιτό και σωστό να ανταποδίδουμε εμείς την αγάπη τους;
Τώρα μοιάζει πολύ εύκολη η απάντηση στην δεύτερη προϋπόθεση της σκέψης του Πλούταρχου. Σας τη θυμίζω: Πως η φύση ορίζει ότι η αγάπη των ανθρώπων πρέπει να αφορά μόνο σε ανθρώπους.
Πώς γίνεται η φύση, που όρισε να μας αγαπάνε τα ζώα - να ορίζει για μας το αντίθετο; Με ποια λογική μπορεί να απαγορεύει την ανταπόδοση αυτού που η ίδια δημιούργησε; Γιατί μην ξεχνάτε: δεν αρκεί η απόφαση του ανθρώπου για να τον αγαπήσει το ζώο. Ούτε το συγκεκριμένο, ούτε ολόκληρο το γένος.
Σαν αθεράπευτοι εγωιστές που είμαστε, πιστεύουμε ότι εμείς αποφασίσαμε και κατακτήσαμε τα ζώα. (Όπως οι άντρες, που νομίζουν ότι αυτοί κατακτούν τις γυναίκες).
Πρώτο: Δεν εξημερώνονται όλα τα ζώα. (Αν το πιστεύετε εσείς αυτό, προσπαθήστε να πείσετε έναν ρινόκερο).
Δεύτερο: δεν αρκεί να εξημερώσεις ένα ζώο για να αποκτήσεις και σχέση μαζί του. Όσο και να προσπαθήσετε θα είναι δύσκολο να αποκτήσετε προσωπική επαφή με μια χελώνα. Από τα ζώα που εξημερώνονται, δύο είδη κυρίως είναι αυτά που επικοινωνούν με τον άνθρωπο. Οι γάτοι και οι σκύλοι που έγιναν κομμάτι της ζωής και μέλη της οικογένειας εκατομμυρίων ανθρώπων.
Άρα: τα ζώα που μας αγαπούν - μπορούν και το κάνουν επειδή η φύση το θέλει κι όχι επειδή το αποφασίσαμε εμείς.
Ε λοιπόν - είναι δυνατόν η φύση να θέλει να μας αγαπάνε τα ζώα - και να μη θέλει να τα αγαπάμε εμείς; Εμείς που είμαστε επίσης φύση - τουλάχιστον όσο κι αυτά;
Κι ας αφήσουμε τώρα τον Πλούταρχο και την φύση - κι ας ρωτήσουμε ευρύτερα: είναι δυνατόν να υπάρχουν όρια στην αγάπη;
Σίγουρα όχι. Αγάπη σημαίνει: υπέρβαση του ορίου. Υπερβαίνεις το πιο σκληρό, το πιο βασικό όριο. Περνάς από το εγώ στο εσύ.
Amare est gaudere felicitate alterius - να αγαπάς σημαίνει να χαίρεσαι την ευτυχία του άλλου, έγραψε ο Leibnitz. Γιατί λοιπόν, αν περάσεις το πρώτο, το πιο δύσκολο όριο (του εγώ) να μην περάσεις και το πιο εύκολο, του ζωολογικού γένους;
Τι διάβολο, δεν δικαιούται ο άνθρωπος να κάνει αυτό που κάνουν η γάτα και ο σκύλος; Αφού το θέλει και το νιώθει! Βλέπετε ένα παιδάκι πόσο αυθόρμητα, φυσικά, τείνει προς ένα μικρό ζώο.
Αν όμως η αγάπη του ζώου είναι φύσει νόμιμη - τότε η άποψη του Καίσαρα (και πολλών άλλων) ότι το ζώο είναι υποκατάστατο για κάτι (στην περίπτωση αυτή για το παιδί) δεν στέκει.
Μαζί με το επιχείρημα του "παρά φύσιν" καταπίπτει και η θεωρία της υποκατάστασης. Γιατί υποκατάσταση σημαίνει κάτι αφύσικο αντί για το φυσικό - κάτι ψεύτικο αντί για το αυθεντικό.
Επίσης η θεωρία της υποκατάστασης συμβαδίζει με ένα ψευτοδίλημμα: Είτε το ζώο, είτε το παιδί. Γιατί όμως αυτά πρέπει να είναι ετεροαποκλειόμενα; ΚΑΙ το παιδί ΚΑΙ το ζώο, θα έλεγα εγώ. Και πολλά άλλα πράγματα ακόμα!
Είναι σαν να μου πούνε ότι δεν μπορώ να αγαπάω και την μουσική και την ποίηση - ή και το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο. Και ότι αν τύχει να αγαπάω το ένα (επειδή αυτό έχω) και όχι το άλλο, είμαι λειψός;
Μια γυναίκα που έχει παιδί δικαιούται να αγαπάει το σκυλί της ενώ μια άλλη που για διάφορους λόγους δεν έχει παιδί (ή δεν έχει πια) πρέπει να νιώθει ενοχές για την ίδια αγάπη; Τι μυστήριος πουριτανισμός είναι αυτός;
Μόνο η αυστηρά πατριαρχική ηθική των Καισάρων μπορεί να σκέπτεται έτσι. Μήπως και δεν γεννήσουν μερικές Ρωμαίες ματρόνες, αραιώσουν οι λεγεώνες και δεν έχει αρκετό κρέας να αλέσει ο μύλος του πολέμου. Αυτή είναι η "φύση" του Καίσαρα: το συμφέρον και η σκοπιμότητα του κράτους.
Μακριά από εμάς τέτοιες σκοπιμότητες. Ο καθένας, χωρίς τύψεις, δικαιούται να αγαπάει ότι θέλει. Κι όσο περισσότερα πράγματα αγαπάει, τόσο το καλύτερο για όλους. Έχει αποδειχθεί πως οι ζωόφιλοι είναι και οι κατ' εξοχήν φιλάνθρωποι.
Οι υγιείς σχέσεις είναι πάντα οι πλουραλιστικές. Η μονομανής προσήλωση είναι ασθένεια - αλλά αυτή δεν αφορά μόνο τα ζώα. Μπορεί να τείνει σε άνθρωπο ή σε αντικείμενο. Η "οιδιπόδεια" μητέρα, ή ο φετιχιστής, είναι κλασικά παραδείγματα.
Οι πιο σωστοί άνθρωποι που γνώρισα αγαπούσαν πολλά μαζί: Ανθρώπους, ζώα, τοπία και έργα τέχνης. Η μονομανία σίγουρα βλάπτει - όπου κι αν στρέφεται. Κι από ότι ξέρουμε, εξίσου συχνά μεταβάλλει σε υποκατάστατο και το παιδί και το ζώο.
Είδαμε λοιπόν πως το ζώο στη ζωή μας δεν είναι υποκατάστατο. Πως η σχέση μαζύ του είναι μια πρότυπη, αυθεντική, πρωταρχική σχέση, υπαγορευμένη από την ίδια την φύση.
Θα προχωρήσω όμως πάρα πέρα. Όχι μόνο το ζώο δεν είναι υποκατάστατο - αλλά για τον άνθρωπο είναι αναντικατάστατο. Η σύνδεση με αυτό προσφέρει κάτι που δεν μπορεί να το αντλήσουμε από αλλού. Ούτε από την σχέση με άλλον άνθρωπο.
Για τον Μίλαν Κούντερα, στον οποίο χρωστάμε μια από τις βαθύτερες αναλύσεις της ζωοφιλίας (στο μυθιστόρημά του "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι") η αγάπη ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο είναι ανώτερη από την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων.
"... η αγάπη του άντρα και της γυναίκας", γράφει "είναι εξαρχής ενός είδους κατώτερου απ' αυτό που μπορεί να είναι () η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και στον σκύλο, αυτή η παραδοξότητα της ιστορίας που ίσως ο Πλάστης να μην την είχε προβλέψει."
Και ο Κούντερα αναλύει τα χαρακτηριστικά αυτής της αγάπης. Άδολη, εκούσια, καθαρή, ελεύθερη. Ειδυλλιακή. Η λέξη ειδύλλιο αναφέρεται στον Παράδεισο.
Γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο;
Τα ζώα είναι αυτά που είναι:
Καθαρή φύση. Τίμια κοιτάνε,
κατάματα. Ο άνθρωπος, έξω από την φύση
αναζητά.
Το ζώο είναι. Ο άνθρωπος γίνεται. Αν μπορεί.
Το ζώο είναι αναντικατάστατο διότι παρέχει στον άνθρωπο την επαφή με το καθαρό 'Ον. Μπορείτε να το ονομάσετε φύση ή παράδεισο.
Το ζώο ΕΙΝΑΙ. Απόλυτα, αυθόρμητα, τέλεια. Μια ύπαρξη πλήρης. Ο άνθρωπος, από τότε που γεύτηκε το δέντρο της Γνώσης, δεν είναι πλήρης. Διότι ξέρει πως θα πεθάνει.
Η γνώση του θανάτου και της φθοράς, υπονομεύει το ανθρώπινο ον. Το κάνει αβέβαιο, παροδικό, αμφίβολο.
Δίπλα στον άνθρωπο, το κάθε ζώο είναι ένας βράχος σιγουριάς και τελειότητας.
Ο άνθρωπος, με τη γνώση, αλλοτριώθηκε. Αποξενώθηκε. Δεν βρίσκεται μέσα στη φύση - είναι απέναντι. Δεν κάνει ένα με το παν - είναι άλλος, ξένος.
Το ζώο ανήκει στο παν. Είναι η γέφυρα που μας συνδέει με την ζωή πριν απο τη γνώση. Ίσως και με τη ζωή μετά τη γνώση...
Οι ταπεινοί σκύλοι, οι αθόρυβες γάτες, είναι πρεσβευτές του όντος κοντά μας. Είναι αγγελιαφόροι της άλλης όχθης.
Αν ρωτήσετε τους περισσότερους ζωόφιλους, τι τους ελκύει στα ζώα, θα σας μιλήσουν για την σταθερότητα, την εμπιστοσύνη. Το ζώο, θα σας πουν, δεν σε προδίδει ποτέ.
Γιατί δεν προδίδει ούτε τον εαυτό του. Είναι αυτό που είναι. Ξέρει αυτά που ξέρει, απόλυτα. Δεν ταλαντεύεται. Δεν παλινδρομεί. Δεν αμφιβάλλει ούτε αμφισβητεί. Δεν έχει άγχος θανάτου ούτε ζωής.
Και η αγάπη του είναι σταθερή και διαυγής. Δεν έχει προϋποθέσεις, ούτε διαθέσεις, ούτε διακυμάνσεις.
Το ζώο είναι και η σταθερότητα μέσα στο χρόνο - η υπέρβαση της ιστορίας. Πορεύεται δίπλα μας μέσα στην ιστορία αλλά δεν της ανήκει. Ανήκει στη φύση. Η φύση είναι ανιστορική. Εμείς αλλάζουμε συνέχεια - όμως ένας σκύλος από την Ασσυρία και μια γάτα από την αρχαία Αίγυπτο, είναι ίδιοι με τους σημερινούς.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αριθμεί ηλικία τριών χιλιάδων ετών: Ο 'Αργος ο σκύλος του Οδυσσέα περίμενε είκοσι χρόνια να δει τον άνθρωπό του για να ξεψυχήσει.
Εκεί και ο 'Αργος κείτουνταν τσιμπούρια φορτωμένος
Και τότε, όπως μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα
κούνησε λίγο την ουρά, κατέβασε τ' αυτιά του,
όμως δεν είχε δύναμη να τρέξει πια κοντά του
Και ο σκληρός Οδυσσέας, έτοιμος για εκδίκηση, παραλίγο να προδοθεί. Κλαίει για πρώτη φορά (απομόρξατο δάκρυ). Κι ευθύς ως φεύγει, ο 'Αργος πεθαίνει.
'Αργον δ'αυ κατά μοίρα λάβεν μέλανος θανάτοιο
αυτίκ'ιδόντα Οδυσύα εεικοστώ ενιαυτώ.
Μοίρα έχει και ο 'Αργος. Σαν τους ανθρώπους. Τον μαύρο θάνατο. Περίμενε είκοσι χρόνια. Πέστε μου μετά πως ο σκύλος έρχεται μόνο για το κόκαλο, κι η γάτα για το ψάρι.
Αυτή την σταθερότητα, αυτή την πίστη, σπάνια - η ποτέ - δεν την βρίσκεις σε άνθρωπο. Στο ζώο πάντα. Εκεί ισχύουν νόμοι ενός άλλου κόσμου.
Το κοντινό μας ζώο είναι ό,τι μας απόμεινε από τον παράδεισο. Από την κατάσταση της σιγουριάς, της αθωότητας και της απλότητας που κάποτε εγκαταλείψαμε.
Ήδη οι ψυχίατροι έχουν αποδείξει πως ένας τετράποδος σύντροφος είναι το καλύτερο αντίδοτο στο άγχος της ύπαρξης. Ο άλλος άνθρωπος δεν μπορεί να σας δώσει αυτό το αίσθημα του απόλυτα απλού. Ίσως μόνο ένα βρέφος, που κι αυτό στην αρχή, είναι καθαρή φύση.
Ο Κούντερα έγραψε: "κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να κάνει σε ένα άλλο την δωρεά του ειδυλλίου. Μόνο το ζώο μπορεί, επειδή δεν το έδιωξαν από τον Παράδεισο."
Να γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο.
Αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας.
Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν την αμφιβολία. Να μας βοηθάνε να ξεχνούμε την αλλοτρίωση. Να αποκαθιστούν μέσα μας την αρμονία και την ενότητα.
Αρχίζω με ένα περιστατικό που αφηγείται ο Πλούταρχος: Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ είδε κάποτε στην Ρώμη, μερικούς ξένους να κρατάνε αγκαλιά σκυλάκια και μαϊμουδάκια δείχνοντας πως τα αγαπάνε (εν κόλποις περιφέροντας και αγαπώντας) ρώτησε: στη χώρα τους οι γυναίκες δεν κάνουν παιδιά; Κι έτσι (συνεχίζει ο Πλούταρχος) έδωσε ένα καλό μάθημα σαν ηγέτης, σε κείνους οι οποίοι σπαταλούν σε ζώα, την τρυφερότητα και την αγάπη που υπάρχουν μέσα μας από τη φύση προοριζόμενες για τους ανθρώπους.
"Εις θηρία καταναλίσκοντας ανθρώποις οφειλόμενον". Να ήδη, σαφέστατα διατυπωμένη, η κυριότερη αντίρρηση στην ζωοφιλία. Ξοδεύουν στα ζώα, αυτό που χρωστάνε στους ανθρώπους.
Αν αναλύσουμε φιλοσοφικά αυτή την πρόταση θα δούμε πως στηρίζεται σε δύο υποθέσεις:
1. 'Οτι η αγάπη και η στοργή υπάρχουν μέσα μας "φύσει", από την φύση δηλαδή
και
2. ότι επίσης "φυσιολογικά" προορίζονται για τους ανθρώπους και μόνο.
Και οι δύο αυτές υποθέσεις μπορούν να αμφισβητηθούν.
Αν θεωρήσουμε ότι "φύσει" είναι αυτό που παρατηρούμε στον πρωτόγονο άνθρωπο (πριν τον "χαλάσει" ο πολιτισμός) καθώς και στα ανώτερα θηλαστικά, θα δούμε πως αγάπη και στοργή υπάρχουν μόνο στην περίπτωση της μητρότητας. Από κει και πέρα ισχύει το "homo homini lupus" οι πάντες εναντίον πάντων. Ούτε δεσμοί αίματος αναγνωρίζονται, ούτε αγχιστείας. Στην περίπτωση της ομαδικής διαβίωσης σε αγέλες, υπάρχει συντροφικότητα που συνήθως είναι απλή ανοχή. Σίγουρα δεν πρόκειται για αγάπη, ούτε τρυφερότητα, ούτε στοργή.
Η πρώτη λοιπόν ματιά επάνω στην φύση είναι απογοητευτική. Δεν μοιάζει να εκπέμπει αγάπη - παρά μόνον την μητρική. Κάθε άλλη μορφή στοργής, από την παρέα και την φιλία μέχρι τον έρωτα και την χριστιανική αγάπη για τον πλησίον, θα πρέπει να θεωρηθεί παρά φύσιν.
Δύο πράγματα λοιπόν συμβαίνουν: είτε η φύση δεν είναι τόσο στενόκαρδη, όσο φαίνεται (κι όσο την θέλουν ο Πλούταρχος και ο Καίσαρας), είτε ο άνθρωπος μπορεί και ξεπερνάει την φύση. Γιατί είναι σίγουρο πως υπάρχουν στη ζωή μορφές αγάπης έξω από την μητρική. Ευτυχώς. Αν η παρουσία της αγάπης στον κόσμο περιοριζόταν στην βραχύβια αγάπη της γάτας για το γατάκι της - που μετά τρεις μήνες ούτε καν το αναγνωρίζει - ο κόσμος θα ήταν πολύ φτωχός.
Όμως, για σταθείτε: Η γάτα προσκολλάται στο γατάκι της τρεις μήνες - αλλά στον άνθρωπό της (δεν λέω τον ιδιοκτήτη της - δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα) προσηλώνεται μία ζωή. Να μια άλλη μορφή αγάπης. Αυτή τι είναι τώρα: κατά φύσιν ή παρά φύσιν;
Αν δεν είναι φυσιολογικό, κατά τον Πλούταρχο, να αγαπά ο άνθρωπος τον σκύλο, άλλο τόσο (ή και περισσότερο) δεν πρέπει να είναι να αγαπά ο σκύλος τον άνθρωπο.
Σκέπτεστε ότι ο σκύλος κάνει για τον άνθρωπο πράγματα που δεν θα έκανε ποτέ για έναν άλλο σκύλο; Αναλογίζεστε ότι η γάτα και ο σκύλος συχνά πεθαίνουν άμα λείψει ο άνθρωπός τους; Το ζώο προσκολλάται στον άνθρωπο, περισσότερο από ότι στο άλλο ζώο. Επαναλαμβάνω το ερώτημα: αυτή η αγάπη τι είναι; Φυσιολογική ή παρά φύσιν;
Προφανώς φυσιολογική. Δεν έχουν αναπτύξει τα οικιακά ζώα πολιτισμό, για να μπορούμε να πούμε πως βγήκαν έξω από τη φύση. Κινούνται πάντα μέσα στο χώρο της γενετικά προγραμματισμένης ύπαρξής τους. Και μέσα από αυτόν μας αγαπάνε.
Άρα, η ίδια η φύση μας δίνει παραδείγματα αγάπης που ξεφεύγουν από το μητρικό η γενετικό χώρο - και που ξεπερνάνε το χάσμα των ειδών.
Είναι όμως αγάπη αυτό που νιώθουν τα ζώα για μας; Μήπως είναι απλά ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό που τα προσκολλάει επάνω μας - χωρίς να νιώθουν τίποτα;
Το τι νιώθουν τα ζώα για μας, δεν μπορώ βέβαια να σας το πω. Όπως άλλωστε μου είναι αδύνατο να ξέρω τι νιώθει ένας άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι με αγαπάει. Από αυτά που λέει, μπορώ να υποθέσω τι νιώθει, (ή τι νομίζει ότι νιώθει) - αλλά δεν μπορώ να έχω άμεση εμπειρία των συναισθημάτων του. Μπορώ δηλαδή να συμπεράνω την αγάπη του από τις εκδηλώσεις του - λόγια και πράξεις.
Αλλά το ίδιο κάνω και για το ζώο. Παρατηρώ πως χαίρεται όταν με βλέπει, ότι μου δείχνει την προσήλωση και την εμπιστοσύνη του (εμένα και όχι άλλου) με ακολουθεί παντού - και τέλος μπορεί να θυσιαστεί για μένα. Το στερνό αυτό είναι και το καθοριστικό κριτήριο. Γιατί αν η σχέση του ζώου με μένα ήταν αποκλειστικά ωφελιμιστική (τροφή, στέγη, χάδια) δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στη θυσία.
Η θυσία, το ξεπέρασμα του εγώ για το εσύ, αποτελεί σε ανθρώπους και ζώα το ύψιστο γνώρισμα της αγάπης. "Η πραγματική αγάπη έχει πάντα για θεμέλιο την απάρνηση του ατομικού συμφέροντος" έγραψε ο Τολστόι.
Για έναν φιλόσοφο θα ήταν πολύ δύσκολο να υποστηρίξει πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αγάπη του ανθρώπου και του ζώου. Τα ειδολογικά γνωρίσματα είναι τα ίδια. Κάθε ορισμός της αγάπης που βρήκα στα λεξικά, καλύπτει απόλυτα και την προσήλωση που δείχνουν τα ζώα σε μας.
Αλλά τα ζώα, θα αντιτείνει κάποιος, είναι όντα κατώτερα και δεν έχουν ψυχή. Πως μπορούν να νιώσουν ένα τόσο υψηλό συναίσθημα σαν την αγάπη;
Όποιος το ισχυρισθεί αυτό θα πρέπει πρώτα να μου αποδείξει πως οι άνθρωποι έχουν ψυχή. Δεν θα’ θελα να είμαι στη θέση του. Χιλιετίες φιλοσοφίας και επιστήμης δεν έχουν καταφέρει να προσκομίσουν μια τέτοια απόδειξη.
Όταν ο μέγας φιλόσοφος Καρτέσιος (ή Descartes) θέλησε να αποδείξει πως τα ζώα είναι άψυχα μηχανήματα, απέτυχε οικτρά. Αντίθετα, ο διάδοχός του La Mettrie, χρησιμοποιώντας τα ίδια επιχειρήματα έδειξε αρκετά πειστικά πως ο άνθρωπος είναι μηχανή.
Επίσης αρνούμαι τους οντολογικούς ρατσισμούς. Κανείς δεν δικαιούται να αποφασίζει ποίο όν είναι ανώτερο και ποιο κατώτερο. Στην φύση έχουμε διακρίσεις δύναμης - αλλά όχι ποιότητας. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό - αλλά αυτό δεν το κάνει ανώτερο. Κάποτε πιστεύαμε πως ο άνθρωπος είναι το επίκεντρο του σύμπαντος - μέχρι που ανακαλύψαμε το σύμπαν.
Εκείνο που έχει πετύχει ο άνθρωπος, ανατρέποντας την οικολογική ισορροπία, είναι να γίνει το μεγαλύτερο ψάρι από όλα - και, με την βοήθεια της τεχνολογίας, να κατασπαράσσει τα μικρά. Αυτό βέβαια δεν τον κάνει ανώτερο - μάλλον χειρότερο από τα άλλα ζώα.
Από την δύναμη αυτή, που μας έδωσε η γνώση και όχι η φύση (μέσα στη φύση είμαστε από τα πιο αδύναμα πλάσματα), πηγάζει και η ηθική υποχρέωση που έχουμε απέναντι στα άλλα όντα αυτού του πλανήτη. Τα οποία έχουν ίσα δικαιώματα στη ζωή. Όσο μεγαλύτερη η εξουσία, τόσο πιο σημαντική η ευθύνη. Εκτός αν μιλάμε για δικτατορίες.
Αλλά η φύση δεν είναι δικτατορία. (Ούτε πρέπει να γίνει! Αυτό είναι το μήνυμα της οικολογίας.) Η φύση είναι η μεγάλη δημοκρατία των όντων, με ανισότητες, με ανταγωνισμούς, αλλά χωρίς μονοπώλια εξουσίας. Τα μονοπώλια βλάπτουν ακόμα και αυτούς που τα ασκούν. Τώρα αρχίζουμε και συνειδητοποιούμε την αλήθεια για την οικολογική αρμονία, καθώς και τις τεράστιες ευθύνες μας.
"Όλα τα ζώα είναι ίσα" Ήταν το σύνθημα στην ιδανική δημοκρατία της "Φάρμας των Ζώων" του Orwell. Μόνον αργότερα, όταν τα ζωντανά άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι προστέθηκε η φράση: "και μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα". Αυτή η προσθήκη είναι παρά φύσιν. Αυτή είναι το μεγάλο έγκλημα κατά της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της αγάπης.
Το μόνο που μπορεί κανείς να πει για τα ζώα είναι πως δεν έχουν λόγο. Αλλά η αγάπη (γι αυτήν μιλάμε) δεν έχει σχέση με το λόγο - ίσως μάλιστα να είναι αντίθετη προς αυτόν. Η αγάπη είναι συναίσθημα, καθαρό δόσιμο, χάδι.
Να λοιπόν, που ή έρευνα της πρώτης υπόθεσης του Πλούταρχου, μας έφερε σε ένα απροσδόκητο συμπέρασμα: Η φύση, που σε πρώτη ματιά φαίνεται απόλυτα εγωϊστική, πράγματι εμπεριέχει αγάπη σε δύο βασικές περιπτώσεις: την μητρική αγάπη, και την αγάπη του οικιακού ζώου προς τον άνθρωπο.
Και οι δύο είναι φυσικές και αυθόρμητες. Η πρώτη (η μητρική) σίγουρα δεν είναι - και η δεύτερη δεν μοιάζει να είναι - προϊόν πολιτισμικής εξέλιξης. Εκτός αν δεχθούμε πως τα ζώα εξελίσσονται πολιτιστικά - πράγμα που θα οδηγήσει σε πολύ περιπετειώδεις σκέψεις.
Ιδιαίτερα η κλίση του οικιακού ζώου για τον άνθρωπο φαίνεται να είναι ένα αυτοξεπέρασμα της φύσης. Γιατί υπερβαίνει και πολλές φορές αντιμάχεται τα ένστικτα, αγνοεί τις αποστάσεις ανάμεσα στα είδη - και, κυρίως, ξεφεύγει από την βασική λογική της εξέλιξης. Η μητρική αγάπη υπάρχει για να βοηθάει στην διαιώνιση του είδους. Για να προστατεύει το αδύναμο νεογνό. Εξυπηρετεί λοιπόν μια σκοπιμότητα. Αν δεν υπήρχε, το είδος θα κινδύνευε τα αφανιστεί.
Όμως η αγάπη της γάτας για τον άνθρωπο, ποιον γενετικό σκοπό εξυπηρετεί; Την επιβίωση της γάτας; Τα αιλουροειδή επέζησαν εκατομμύρια χρόνια χωρίς τον άνθρωπο - όπως και οι λύκοι και τα τσακάλια. Και τον καιρό που ήρθαν κοντά μας, σίγουρα δεν ήταν απειλούμενα είδη.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυρισθούμε κάτι πολύ σημαντικό: πως η αγάπη του οικιακού ζώου για τον άνθρωπο είναι το ξεπέρασμα του εγωισμού από την φύση, μέσα στη φύση. Ανοίγει τον δρόμο για τις άλλες μορφές αγάπης που θα εξελίξει ο πολιτισμός του ανθρώπου: Την φιλία, τον έρωτα (που διαφέρει βέβαια από το απλό ένστικτο αναπαραγωγής), την αδελφοσύνη και την πανανθρώπινη αγάπη.
Αλλά τότε, αν η φύση δείχνει το δρόμο της αγάπης μέσα από τα ζώα, πως είναι δυνατό να συζητάμε αν είναι θεμιτό και σωστό να ανταποδίδουμε εμείς την αγάπη τους;
Τώρα μοιάζει πολύ εύκολη η απάντηση στην δεύτερη προϋπόθεση της σκέψης του Πλούταρχου. Σας τη θυμίζω: Πως η φύση ορίζει ότι η αγάπη των ανθρώπων πρέπει να αφορά μόνο σε ανθρώπους.
Πώς γίνεται η φύση, που όρισε να μας αγαπάνε τα ζώα - να ορίζει για μας το αντίθετο; Με ποια λογική μπορεί να απαγορεύει την ανταπόδοση αυτού που η ίδια δημιούργησε; Γιατί μην ξεχνάτε: δεν αρκεί η απόφαση του ανθρώπου για να τον αγαπήσει το ζώο. Ούτε το συγκεκριμένο, ούτε ολόκληρο το γένος.
Σαν αθεράπευτοι εγωιστές που είμαστε, πιστεύουμε ότι εμείς αποφασίσαμε και κατακτήσαμε τα ζώα. (Όπως οι άντρες, που νομίζουν ότι αυτοί κατακτούν τις γυναίκες).
Πρώτο: Δεν εξημερώνονται όλα τα ζώα. (Αν το πιστεύετε εσείς αυτό, προσπαθήστε να πείσετε έναν ρινόκερο).
Δεύτερο: δεν αρκεί να εξημερώσεις ένα ζώο για να αποκτήσεις και σχέση μαζί του. Όσο και να προσπαθήσετε θα είναι δύσκολο να αποκτήσετε προσωπική επαφή με μια χελώνα. Από τα ζώα που εξημερώνονται, δύο είδη κυρίως είναι αυτά που επικοινωνούν με τον άνθρωπο. Οι γάτοι και οι σκύλοι που έγιναν κομμάτι της ζωής και μέλη της οικογένειας εκατομμυρίων ανθρώπων.
Άρα: τα ζώα που μας αγαπούν - μπορούν και το κάνουν επειδή η φύση το θέλει κι όχι επειδή το αποφασίσαμε εμείς.
Ε λοιπόν - είναι δυνατόν η φύση να θέλει να μας αγαπάνε τα ζώα - και να μη θέλει να τα αγαπάμε εμείς; Εμείς που είμαστε επίσης φύση - τουλάχιστον όσο κι αυτά;
Κι ας αφήσουμε τώρα τον Πλούταρχο και την φύση - κι ας ρωτήσουμε ευρύτερα: είναι δυνατόν να υπάρχουν όρια στην αγάπη;
Σίγουρα όχι. Αγάπη σημαίνει: υπέρβαση του ορίου. Υπερβαίνεις το πιο σκληρό, το πιο βασικό όριο. Περνάς από το εγώ στο εσύ.
Amare est gaudere felicitate alterius - να αγαπάς σημαίνει να χαίρεσαι την ευτυχία του άλλου, έγραψε ο Leibnitz. Γιατί λοιπόν, αν περάσεις το πρώτο, το πιο δύσκολο όριο (του εγώ) να μην περάσεις και το πιο εύκολο, του ζωολογικού γένους;
Τι διάβολο, δεν δικαιούται ο άνθρωπος να κάνει αυτό που κάνουν η γάτα και ο σκύλος; Αφού το θέλει και το νιώθει! Βλέπετε ένα παιδάκι πόσο αυθόρμητα, φυσικά, τείνει προς ένα μικρό ζώο.
Αν όμως η αγάπη του ζώου είναι φύσει νόμιμη - τότε η άποψη του Καίσαρα (και πολλών άλλων) ότι το ζώο είναι υποκατάστατο για κάτι (στην περίπτωση αυτή για το παιδί) δεν στέκει.
Μαζί με το επιχείρημα του "παρά φύσιν" καταπίπτει και η θεωρία της υποκατάστασης. Γιατί υποκατάσταση σημαίνει κάτι αφύσικο αντί για το φυσικό - κάτι ψεύτικο αντί για το αυθεντικό.
Επίσης η θεωρία της υποκατάστασης συμβαδίζει με ένα ψευτοδίλημμα: Είτε το ζώο, είτε το παιδί. Γιατί όμως αυτά πρέπει να είναι ετεροαποκλειόμενα; ΚΑΙ το παιδί ΚΑΙ το ζώο, θα έλεγα εγώ. Και πολλά άλλα πράγματα ακόμα!
Είναι σαν να μου πούνε ότι δεν μπορώ να αγαπάω και την μουσική και την ποίηση - ή και το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο. Και ότι αν τύχει να αγαπάω το ένα (επειδή αυτό έχω) και όχι το άλλο, είμαι λειψός;
Μια γυναίκα που έχει παιδί δικαιούται να αγαπάει το σκυλί της ενώ μια άλλη που για διάφορους λόγους δεν έχει παιδί (ή δεν έχει πια) πρέπει να νιώθει ενοχές για την ίδια αγάπη; Τι μυστήριος πουριτανισμός είναι αυτός;
Μόνο η αυστηρά πατριαρχική ηθική των Καισάρων μπορεί να σκέπτεται έτσι. Μήπως και δεν γεννήσουν μερικές Ρωμαίες ματρόνες, αραιώσουν οι λεγεώνες και δεν έχει αρκετό κρέας να αλέσει ο μύλος του πολέμου. Αυτή είναι η "φύση" του Καίσαρα: το συμφέρον και η σκοπιμότητα του κράτους.
Μακριά από εμάς τέτοιες σκοπιμότητες. Ο καθένας, χωρίς τύψεις, δικαιούται να αγαπάει ότι θέλει. Κι όσο περισσότερα πράγματα αγαπάει, τόσο το καλύτερο για όλους. Έχει αποδειχθεί πως οι ζωόφιλοι είναι και οι κατ' εξοχήν φιλάνθρωποι.
Οι υγιείς σχέσεις είναι πάντα οι πλουραλιστικές. Η μονομανής προσήλωση είναι ασθένεια - αλλά αυτή δεν αφορά μόνο τα ζώα. Μπορεί να τείνει σε άνθρωπο ή σε αντικείμενο. Η "οιδιπόδεια" μητέρα, ή ο φετιχιστής, είναι κλασικά παραδείγματα.
Οι πιο σωστοί άνθρωποι που γνώρισα αγαπούσαν πολλά μαζί: Ανθρώπους, ζώα, τοπία και έργα τέχνης. Η μονομανία σίγουρα βλάπτει - όπου κι αν στρέφεται. Κι από ότι ξέρουμε, εξίσου συχνά μεταβάλλει σε υποκατάστατο και το παιδί και το ζώο.
Είδαμε λοιπόν πως το ζώο στη ζωή μας δεν είναι υποκατάστατο. Πως η σχέση μαζύ του είναι μια πρότυπη, αυθεντική, πρωταρχική σχέση, υπαγορευμένη από την ίδια την φύση.
Θα προχωρήσω όμως πάρα πέρα. Όχι μόνο το ζώο δεν είναι υποκατάστατο - αλλά για τον άνθρωπο είναι αναντικατάστατο. Η σύνδεση με αυτό προσφέρει κάτι που δεν μπορεί να το αντλήσουμε από αλλού. Ούτε από την σχέση με άλλον άνθρωπο.
Για τον Μίλαν Κούντερα, στον οποίο χρωστάμε μια από τις βαθύτερες αναλύσεις της ζωοφιλίας (στο μυθιστόρημά του "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι") η αγάπη ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο είναι ανώτερη από την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων.
"... η αγάπη του άντρα και της γυναίκας", γράφει "είναι εξαρχής ενός είδους κατώτερου απ' αυτό που μπορεί να είναι () η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και στον σκύλο, αυτή η παραδοξότητα της ιστορίας που ίσως ο Πλάστης να μην την είχε προβλέψει."
Και ο Κούντερα αναλύει τα χαρακτηριστικά αυτής της αγάπης. Άδολη, εκούσια, καθαρή, ελεύθερη. Ειδυλλιακή. Η λέξη ειδύλλιο αναφέρεται στον Παράδεισο.
Γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο;
Τα ζώα είναι αυτά που είναι:
Καθαρή φύση. Τίμια κοιτάνε,
κατάματα. Ο άνθρωπος, έξω από την φύση
αναζητά.
Το ζώο είναι. Ο άνθρωπος γίνεται. Αν μπορεί.
Το ζώο είναι αναντικατάστατο διότι παρέχει στον άνθρωπο την επαφή με το καθαρό 'Ον. Μπορείτε να το ονομάσετε φύση ή παράδεισο.
Το ζώο ΕΙΝΑΙ. Απόλυτα, αυθόρμητα, τέλεια. Μια ύπαρξη πλήρης. Ο άνθρωπος, από τότε που γεύτηκε το δέντρο της Γνώσης, δεν είναι πλήρης. Διότι ξέρει πως θα πεθάνει.
Η γνώση του θανάτου και της φθοράς, υπονομεύει το ανθρώπινο ον. Το κάνει αβέβαιο, παροδικό, αμφίβολο.
Δίπλα στον άνθρωπο, το κάθε ζώο είναι ένας βράχος σιγουριάς και τελειότητας.
Ο άνθρωπος, με τη γνώση, αλλοτριώθηκε. Αποξενώθηκε. Δεν βρίσκεται μέσα στη φύση - είναι απέναντι. Δεν κάνει ένα με το παν - είναι άλλος, ξένος.
Το ζώο ανήκει στο παν. Είναι η γέφυρα που μας συνδέει με την ζωή πριν απο τη γνώση. Ίσως και με τη ζωή μετά τη γνώση...
Οι ταπεινοί σκύλοι, οι αθόρυβες γάτες, είναι πρεσβευτές του όντος κοντά μας. Είναι αγγελιαφόροι της άλλης όχθης.
Αν ρωτήσετε τους περισσότερους ζωόφιλους, τι τους ελκύει στα ζώα, θα σας μιλήσουν για την σταθερότητα, την εμπιστοσύνη. Το ζώο, θα σας πουν, δεν σε προδίδει ποτέ.
Γιατί δεν προδίδει ούτε τον εαυτό του. Είναι αυτό που είναι. Ξέρει αυτά που ξέρει, απόλυτα. Δεν ταλαντεύεται. Δεν παλινδρομεί. Δεν αμφιβάλλει ούτε αμφισβητεί. Δεν έχει άγχος θανάτου ούτε ζωής.
Και η αγάπη του είναι σταθερή και διαυγής. Δεν έχει προϋποθέσεις, ούτε διαθέσεις, ούτε διακυμάνσεις.
Το ζώο είναι και η σταθερότητα μέσα στο χρόνο - η υπέρβαση της ιστορίας. Πορεύεται δίπλα μας μέσα στην ιστορία αλλά δεν της ανήκει. Ανήκει στη φύση. Η φύση είναι ανιστορική. Εμείς αλλάζουμε συνέχεια - όμως ένας σκύλος από την Ασσυρία και μια γάτα από την αρχαία Αίγυπτο, είναι ίδιοι με τους σημερινούς.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αριθμεί ηλικία τριών χιλιάδων ετών: Ο 'Αργος ο σκύλος του Οδυσσέα περίμενε είκοσι χρόνια να δει τον άνθρωπό του για να ξεψυχήσει.
Εκεί και ο 'Αργος κείτουνταν τσιμπούρια φορτωμένος
Και τότε, όπως μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα
κούνησε λίγο την ουρά, κατέβασε τ' αυτιά του,
όμως δεν είχε δύναμη να τρέξει πια κοντά του
Και ο σκληρός Οδυσσέας, έτοιμος για εκδίκηση, παραλίγο να προδοθεί. Κλαίει για πρώτη φορά (απομόρξατο δάκρυ). Κι ευθύς ως φεύγει, ο 'Αργος πεθαίνει.
'Αργον δ'αυ κατά μοίρα λάβεν μέλανος θανάτοιο
αυτίκ'ιδόντα Οδυσύα εεικοστώ ενιαυτώ.
Μοίρα έχει και ο 'Αργος. Σαν τους ανθρώπους. Τον μαύρο θάνατο. Περίμενε είκοσι χρόνια. Πέστε μου μετά πως ο σκύλος έρχεται μόνο για το κόκαλο, κι η γάτα για το ψάρι.
Αυτή την σταθερότητα, αυτή την πίστη, σπάνια - η ποτέ - δεν την βρίσκεις σε άνθρωπο. Στο ζώο πάντα. Εκεί ισχύουν νόμοι ενός άλλου κόσμου.
Το κοντινό μας ζώο είναι ό,τι μας απόμεινε από τον παράδεισο. Από την κατάσταση της σιγουριάς, της αθωότητας και της απλότητας που κάποτε εγκαταλείψαμε.
Ήδη οι ψυχίατροι έχουν αποδείξει πως ένας τετράποδος σύντροφος είναι το καλύτερο αντίδοτο στο άγχος της ύπαρξης. Ο άλλος άνθρωπος δεν μπορεί να σας δώσει αυτό το αίσθημα του απόλυτα απλού. Ίσως μόνο ένα βρέφος, που κι αυτό στην αρχή, είναι καθαρή φύση.
Ο Κούντερα έγραψε: "κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να κάνει σε ένα άλλο την δωρεά του ειδυλλίου. Μόνο το ζώο μπορεί, επειδή δεν το έδιωξαν από τον Παράδεισο."
Να γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο.
Αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας.
Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν την αμφιβολία. Να μας βοηθάνε να ξεχνούμε την αλλοτρίωση. Να αποκαθιστούν μέσα μας την αρμονία και την ενότητα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)