Καὶ οὗτος μὲν δὴ πάσῃ τῇ πόλει διηντλήθη ὁ πόλεμος ὑπὲρ [242a] ἑαυτῶν τε καὶ τῶν ἄλλων ὁμοφώνων πρὸς τοὺς βαρβάρους· εἰρήνης δὲ γενομένης καὶ τῆς πόλεως τιμωμένης ἦλθεν ἐπ᾽ αὐτήν, ὃ δὴ φιλεῖ ἐκ τῶν ἀνθρώπων τοῖς εὖ πράττουσι προσπίπτειν, πρῶτον μὲν ζῆλος, ἀπὸ ζήλου δὲ φθόνος· ὃ καὶ τήνδε τὴν πόλιν ἄκουσαν ἐν πολέμῳ τοῖς Ἕλλησι κατέστησεν. μετὰ δὲ τοῦτο γενομένου πολέμου, συνέβαλον μὲν ἐν Τανάγρᾳ ὑπὲρ τῆς Βοιωτῶν ἐλευθερίας Λακεδαιμονίοις [242b] μαχόμενοι, ἀμφισβητησίμου δὲ τῆς μάχης γενομένης, διέκρινε τὸ ὕστερον ἔργον· οἱ μὲν γὰρ ᾤχοντο ἀπιόντες, καταλιπόντες [Βοιωτοὺς] οἷς ἐβοήθουν, οἱ δ᾽ ἡμέτεροι τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐν Οἰνοφύτοις νικήσαντες τοὺς ἀδίκως φεύγοντας δικαίως κατήγαγον. οὗτοι δὴ πρῶτοι μετὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον, Ἕλλησιν ἤδη ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας βοηθοῦντες πρὸς Ἕλληνας, ἄνδρες ἀγαθοὶ [242c] γενόμενοι καὶ ἐλευθερώσαντες οἷς ἐβοήθουν, ἐν τῷδε τῷ μνήματι τιμηθέντες ὑπὸ τῆς πόλεως πρῶτοι ἐτέθησαν.
Μετὰ δὲ ταῦτα πολλοῦ πολέμου γενομένου, καὶ πάντων τῶν Ἑλλήνων ἐπιστρατευσάντων καὶ τεμόντων τὴν χώραν καὶ ἀναξίαν χάριν ἐκτινόντων τῇ πόλει, νικήσαντες αὐτοὺς ναυμαχίᾳ οἱ ἡμέτεροι καὶ λαβόντες αὐτῶν τοὺς ἡγεμόνας Λακεδαιμονίους ἐν τῇ Σφαγίᾳ, ἐξὸν αὐτοῖς διαφθεῖραι [242d] ἐφείσαντο καὶ ἀπέδοσαν καὶ εἰρήνην ἐποιήσαντο, ἡγούμενοι πρὸς μὲν τὸ ὁμόφυλον μέχρι νίκης δεῖν πολεμεῖν, καὶ μὴ δι᾽ ὀργὴν ἰδίαν πόλεως τὸ κοινὸν τῶν Ἑλλήνων διολλύναι, πρὸς δὲ τοὺς βαρβάρους μέχρι διαφθορᾶς. τούτους δὴ ἄξιον ἐπαινέσαι τοὺς ἄνδρας, οἳ τοῦτον τὸν πόλεμον πολεμήσαντες ἐνθάδε κεῖνται, ὅτι ἐπέδειξαν, εἴ τις ἄρα ἠμφεσβήτει ὡς ἐν τῷ προτέρῳ πολέμῳ τῷ πρὸς τοὺς βαρβάρους ἄλλοι τινὲς εἶεν ἀμείνους Ἀθηναίων, ὅτι οὐκ ἀληθῆ ἀμφισβητοῖεν· οὗτοι [242e] γὰρ ἐνταῦθα ἔδειξαν, στασιασάσης τῆς Ἑλλάδος περιγενόμενοι τῷ πολέμῳ, τοὺς προεστῶτας τῶν ἄλλων Ἑλλήνων χειρωσάμενοι, μεθ᾽ ὧν τότε τοὺς βαρβάρους ἐνίκων κοινῇ, τούτους νικῶντες ἰδίᾳ.
Τρίτος δὲ πόλεμος μετὰ ταύτην τὴν εἰρήνην ἀνέλπιστός τε καὶ δεινὸς ἐγένετο, ἐν ᾧ πολλοὶ καὶ ἀγαθοὶ τελευτήσαντες ἐνθάδε κεῖνται, πολλοὶ μὲν ἀμφὶ [243a] Σικελίαν πλεῖστα τρόπαια στήσαντες ὑπὲρ τῆς Λεοντίνων ἐλευθερίας, οἷς βοηθοῦντες διὰ τοὺς ὅρκους ἔπλευσαν εἰς ἐκείνους τοὺς τόπους, διὰ δὲ μῆκος τοῦ πλοῦ εἰς ἀπορίαν τῆς πόλεως καταστάσης καὶ οὐ δυναμένης αὐτοῖς ὑπηρετεῖν, τούτῳ ἀπειπόντες ἐδυστύχησαν· ὧν οἱ ἐχθροὶ καὶ προσπολεμήσαντες πλείω ἔπαινον ἔχουσι σωφροσύνης καὶ ἀρετῆς ἢ τῶν ἄλλων οἱ φίλοι· πολλοὶ δ᾽ ἐν ταῖς ναυμαχίαις ταῖς καθ᾽ Ἑλλήσποντον, μιᾷ μὲν ἡμέρᾳ πάσας τὰς τῶν πολεμίων [243b] ἑλόντες ναῦς, πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας νικήσαντες· ὃ δ᾽ εἶπον δεινὸν καὶ ἀνέλπιστον τοῦ πολέμου γενέσθαι, τόδε λέγω τὸ εἰς τοσοῦτον φιλονικίας ἐλθεῖν πρὸς τὴν πόλιν τοὺς ἄλλους Ἕλληνας, ὥστε τολμῆσαι τῷ ἐχθίστῳ ἐπικηρυκεύσασθαι βασιλεῖ, ὃν κοινῇ ἐξέβαλον μεθ᾽ ἡμῶν, ἰδίᾳ τοῦτον πάλιν ἐπάγεσθαι, βάρβαρον ἐφ᾽ Ἕλληνας, καὶ συναθροῖσαι ἐπὶ τὴν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους. οὗ δὴ καὶ [243c] ἐκφανὴς ἐγένετο ἡ τῆς πόλεως ῥώμη τε καὶ ἀρετή. οἰομένων γὰρ ἤδη αὐτὴν καταπεπολεμῆσθαι καὶ ἀπειλημμένων ἐν Μυτιλήνῃ τῶν νεῶν, βοηθήσαντες ἑξήκοντα ναυσίν, αὐτοὶ ἐμβάντες εἰς τὰς ναῦς, καὶ ἄνδρες γενόμενοι ὁμολογουμένως ἄριστοι, νικήσαντες μὲν τοὺς πολεμίους, λυσάμενοι δὲ τοὺς φιλίους, ἀναξίου τύχης τυχόντες, οὐκ ἀναιρεθέντες ἐκ τῆς θαλάττης κεῖνται ἐνθάδε. ὧν χρὴ ἀεὶ μεμνῆσθαί τε καὶ [243d] ἐπαινεῖν· τῇ μὲν γὰρ ἐκείνων ἀρετῇ ἐνικήσαμεν οὐ μόνον τὴν τότε ναυμαχίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄλλον πόλεμον· δόξαν γὰρ δι᾽ αὐτοὺς ἡ πόλις ἔσχεν μή ποτ᾽ ἂν καταπολεμηθῆναι μηδ᾽ ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων —καὶ ἀληθῆ ἔδοξεν— τῇ δὲ ἡμετέρᾳ αὐτῶν διαφορᾷ ἐκρατήθημεν, οὐχ ὑπὸ τῶν ἄλλων· ἀήττητοι γὰρ ἔτι καὶ νῦν ὑπό γε ἐκείνων ἐσμέν, ἡμεῖς δὲ αὐτοὶ ἡμᾶς αὐτοὺς καὶ ἐνικήσαμεν καὶ ἡττήθημεν.
Μετὰ δὲ ταῦτα [243e] ἡσυχίας γενομένης καὶ εἰρήνης πρὸς τοὺς ἄλλους, ὁ οἰκεῖος ἡμῖν πόλεμος οὕτως ἐπολεμήθη, ὥστε εἴπερ εἱμαρμένον εἴη ἀνθρώποις στασιάσαι, μὴ ἂν ἄλλως εὔξασθαι μηδένα πόλιν ἑαυτοῦ νοσῆσαι. ἔκ τε γὰρ τοῦ Πειραιῶς καὶ τοῦ ἄστεως ὡς ἁσμένως καὶ οἰκείως ἀλλήλοις συνέμειξαν οἱ πολῖται καὶ παρ᾽ ἐλπίδα τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι, τόν τε πρὸς τοὺς Ἐλευσῖνι [244a] πόλεμον ὡς μετρίως ἔθεντο· καὶ τούτων ἁπάντων οὐδὲν ἄλλ᾽ αἴτιον ἢ ἡ τῷ ὄντι συγγένεια, φιλίαν βέβαιον καὶ ὁμόφυλον οὐ λόγῳ ἀλλ᾽ ἔργῳ παρεχομένη. χρὴ δὲ καὶ τῶν ἐν τούτῳ τῷ πολέμῳ τελευτησάντων ὑπ᾽ ἀλλήλων μνείαν ἔχειν καὶ διαλλάττειν αὐτοὺς ᾧ δυνάμεθα, εὐχαῖς καὶ θυσίαις, ἐν τοῖς τοιοῖσδε, τοῖς κρατοῦσιν αὐτῶν εὐχομένους, ἐπειδὴ καὶ ἡμεῖς διηλλάγμεθα. οὐ γὰρ κακίᾳ ἀλλήλων ἥψαντο οὐδ᾽ ἔχθρᾳ [244b] ἀλλὰ δυστυχίᾳ. μάρτυρες δὲ ἡμεῖς αὐτοί ἐσμεν τούτων οἱ ζῶντες· οἱ αὐτοὶ γὰρ ὄντες ἐκείνοις γένει συγγνώμην ἀλλήλοις ἔχομεν ὧν τ᾽ ἐποιήσαμεν ὧν τ᾽ ἐπάθομεν.
***
Κι έτσι όλη η πολιτεία μας επολέμησε μ᾽ όλες τις δυνάμεις της, ετέλειωσε τον πόλεμο κι εθριάμβευσε στους απελευθερωτικούς αγώνες της [242a] εναντίον των βαρβάρων και για τη δική της σωτηρία, άλλα και για τη σωτηρία όλων των άλλων ομογλώσσων μας Ελλήνων. Αλλ᾽ όταν έγινε η ειρήνη και η πολιτεία μας ήταν σ᾽ όλη της τη λάμψη και δόξα, εξέσπασε απάνω της το κακό που αγαπάει να ξεσπάει απάνω σ᾽ όλους εκείνους από τους ανθρώπους που ευτυχούν στη ζωή τους, πρώτα πρώτα η ζήλεια κι έπειτα ο φθόνος που γεννιέται απ᾽ τη ζήλεια. Και το κακό αυτό έριξε την πόλη ετούτη άθελά της σε πόλεμο με τους άλλους Έλληνες. Όταν ύστερ᾽ απ᾽ αυτά εξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος των Ελλήνων, οι δικοί μας επολέμησαν στην Τανάγρα εναντίον των Λακεδαιμονίων [242b] για τη λευτεριά των συμμαχικών μας πόλεων της Βοιωτίας, αλλ᾽ επειδή ήταν αμφίρροπη η μάχη, τα κατοπινά γεγονότα έκριναν τον αγώνα εκείνο· γιατί ύστερ᾽ απ᾽ τη μάχη αυτή της Τανάγρας απ᾽ το ᾽να μέρος οι Λακεδαιμόνιοι αποτραβήχτηκαν απ᾽ τον αγώνα κι άφησαν μονάχους τους εκείνους από τους Βοιωτούς που είχαν έρθει για να τους βοηθήσουνε, απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος οι δικοί μας ενίκησαν την τρίτη ημέρα στα Οινόφυτα και αποκαταστήσανε, όπως επέβαλε το δίκαιο, στις πατρίδες τους όλους τους πολιτικούς εξορίστους, που ᾽χαν άδικα εξοριστεί από τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Πρώτοι λοιπόν ύστερ᾽ από τους Ελληνοπερσικούς πολέμους οι αγωνιστές της εποχής εκείνης Έλληνες επολέμησαν εναντίον Ελλήνων για τη λευτεριά Ελλήνων και αναδειχτήκανε άντρες ηρωικοί [242c] κι ελευτέρωσαν με τις ηρωικές νίκες τους τους συμμάχους τους που επήγαν να βοηθήσουν κι εθαφτήκανε πρώτοι στο μνημείο αυτό στα χρόνια εκείνα με τις τιμές και τη λατρεία όλης της πολιτείας μας.
Κι όταν ύστερ᾽ από τα γεγονότα αυτά εγενικεύτηκε σ᾽ όλη την Ελλάδα ο εμφύλιος πόλεμος κι όλοι οι Έλληνες ερρίχτηκαν εναντίον της χώρας μας μ᾽ όλες τις πολεμικές δυνάμεις τους κι ελεηλάτησαν κι ερήμαξαν όλη τη γη μας, εξοφλώντας μ᾽ αυτό τον τρόπο και με τόση αχαριστία το χρέος της ευγνωμοσύνης που εχρώσταγαν στην πόλη μας (γιατί τους είχε σώσει στον καιρό των Ελληνοπερσικών πολέμων απ᾽ το ζυγό των Περσών), οι δικοί μας ενίκησαν όλους τους εχθρούς τους ενωμένους σε ναυμαχία κι επιάσανε στη Σφαχτηρία αιχμαλώτους τους Λακεδαιμονίους, αυτούς τους ηγεμόνες όλων των συμμάχων τους. Αλλ᾽ ενώ ήταν στο χέρι τους να ξεκάμουν όλους τους αιχμαλώτους τους, [242d] ωστόσο τους ελυπήθηκαν και τους εχαρίσανε τη ζωή και τους αφήσανε ελεύθερους να γυρίσουνε στην πατρίδα τους κι έκλεισαν ειρήνη με τη Σπάρτη, γιατί επίστευαν ότι εναντίον των ομοεθνών τους δεν έπρεπε να πολεμούν παρά μονάχα ώσπου να κερδίσουνε τη νίκη, κι αυτό για να μην καταστρέφεται για τον εγωισμό και απ᾽ το πάθος μιας πολιτείας ολόκληρο το ελληνικό έθνος, εναντίον όμως των βαρβάρων έπρεπε να πολεμούνε ώσπου να τους ξεκάμουν τελείως και να τους εξολοθρεύσουν ολωσδιόλου. Αξίζει λοιπόν να εγκωμιάσουμε κι ετούτους τους άντρες, που επολέμησαν στον πόλεμο αυτό και αναπαύονται τώρα κι αυτοί στο μνήμα αυτό εδώ μπροστά μας, γιατί και οι άντρες αυτοί εδείξανε με τα πολεμικά αντραγαθήματα και κατορθώματά τους σ᾽ όλο τον κόσμο πως, αν υπήρχε κανείς που αμφισβητούσε την αλήθεια και υποστήριζε πως άλλοι Έλληνες εφάνηκαν ανώτεροι από τους Αθηναίους στους πολέμους εναντίον των βαρβάρων, δεν είχε δίκαιο και δεν έλεγε την αλήθεια· γιατί οι άντρες αυτοί [242e] που κείτονται ήδη εδώ μπροστά μας αποκάλυψαν σ᾽ όλο τον κόσμο με τις νίκες τους στον εμφύλιο πόλεμο όλης της Ελλάδας και με τον αιχμαλωτισμό των ηγεμόνων όλων των άλλων Ελλήνων, των Λακεδαιμονίων, πως ήσαν ικανοί μόνοι τους και μοναχά με τις δίκες τους δυνάμεις να νικήσουνε όλους εκείνους που μαζί τους ενωμένοι ενικούσαν στους χρόνους εκείνους (των Ελληνοπερσικών πολέμων) τους βαρβάρους.
Αλλ᾽ ύστερ᾽ από την ειρήνη αυτή ένας τρίτος εξέσπασε ανέλπιστος και τρομερός πόλεμος, που σ᾽ αυτόνε βρήκανε το θάνατο πολλοί και γενναίοι άντρες, που κείτονται κι αυτοί μες στον τάφο αυτόν εδώ. Πολλοί από τους άντρες αυτούς έπεσαν στ᾽ ακρογιάλια [243a] της Σικελίας, αφού εστήσανε πάρα πολλά τρόπαια για τη λευτεριά των Λεοντίνων που είχαν πλεύσει στους τόπους εκείνους για να τους βοηθήσουνε, πιστοί στους όρκους που είχαν δώσει σ᾽ αυτούς ως συμμάχους τους. Αλλ᾽ επειδή η Σικελία ήταν πολύ μακριά απ᾽ τη χώρα μας, η πόλη μας εβρέθηκε σε μεγάλη στενοχώρια και δυσκολία στον αγώνα αυτό και δεν μπόρεσε να τους στείλει την πολεμική βοήθεια που ᾽πρεπε κι έτσι βρέθηκαν στην ανάγκη να υποχωρήσουν κι επάθανε την τρομερή συφορά που επάθανε. Αλλά κι οι άντρες αυτοί που επολέμησαν στη Σικελία έδειξαν τέτοιο ηρωισμό, ώστε κι αυτοί ακόμα οι εχθροί μας, οι Σικελοί, κι όταν τους ενίκησαν, περισσότερο τους εθαύμαζαν και τους εγκωμιάζανε για τη σωφροσύνη τους και την αντρεία τους απ᾽ ό,τι εγκωμιάζουν οι φίλοι τους τους άλλους. Πολλοί επίσης εβρήκανε το θάνατο στις ναυμαχίες του Ελλησπόντου, που σ᾽ αυτές οι άντρες μας σε μια μόνο ημέρα κατόρθωσαν [243b] να αιχμαλωτίσουν όλο το στόλο των εχθρών μας κι άλλες εκέρδισαν πολλές νίκες. Αλλ᾽ εκείνο που με κάνει να χαρακτηρίζω ως τρομερό κι ανέλπιστο τον τελευταίο αυτό πόλεμο είναι το γεγονός ότι ο φθόνος των άλλων Ελλήνων εναντίον της πολιτείας μας έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να τολμήσουν να συμμαχήσουν με τον πιο μεγάλο και πιο φοβερό εχθρό του ελληνικού έθνους, το βασιλιά της Περσίας, αυτόνε που άλλοτε όλοι οι Έλληνες ενωμένοι μαζί μ᾽ εμάς έδιωξαν μακριά από την ελληνική γη, και να τον ξαναφέρουνε για το συμφέρον τους πάλι στην Ελλάδα, τον βάρβαρο αυτόν εναντίον Ελλήνων, και να συνασπίσουν εναντίον της πολιτείας μας όλο τον άλλο κόσμο, κι Έλληνες και βαρβάρους. Αλλ᾽ ακριβώς στις στιγμές αυτές [243c] έλαμψε σ᾽ όλο τον κόσμο και η ηθική ρώμη και ο ηρωισμός της πολιτείας μας. Γιατί, ενώ όλοι οι συνασπισμένοι εχθροί μας επίστευαν πως η πόλη μας ήταν κιόλας νικημένη και πως ο στόλος μας ήτανε αποκλεισμένος στη Μυτιλήνη, οι άντρες μας, μαζί με τους άντρες που τους εστάλθηκαν απ᾽ εδώ ως βοήθεια μ᾽ εξήντα καράβια που είχαν αρματώσει οι ίδιοι οι πολίτες της πόλης αυτής κι είχαν οι ίδιοι μπει ως πολεμιστές μέσα σ᾽ αυτά, αναδειχτήκανε, κατά γενική ομολογία όλου του κόσμου, ηρωικότατοι, ενίκησαν τον εχθρικό στόλο κι ελευτέρωσαν τους φίλους συμμάχους τους, αλλά θύματα ανάξιας τύχης, γιατί δεν κατορθώθηκε να περιμαζευτούν τα πτώματα των νεκρών στη θάλασσα απ᾽ τη φοβερή τρικυμία, έχουν κι αυτοί τον τάφο τους στο χώρο αυτόν εδώ. Και τους άντρες αυτούς πρέπει να ᾽χουμε πάντα στη μνήμη μας και [243d] να τους εγκωμιάζουμε αιώνια, γιατί με την παλικαριά τους δεν ενικήσαμε μονάχα στη ναυμαχία εκείνη, αλλά και σ᾽ όλο τον άλλο πόλεμο. Χάρη σ᾽ αυτούς και μόνο η πόλη μας εδοξάστηκε σ᾽ όλο τον κόσμο κι έβγαλε τη φήμη πως ήταν στ᾽ αληθινά αήττητη και δεν ήταν δυνατό να νικηθεί ποτέ από καμιά δύναμη μηδέ κι αν έσμιγε εναντίον της κι ερριχνότανε κατ᾽ απάνω της όλο το ανθρώπινο γένος. Και η φήμη αυτή εβγήκε πέρα για πέρα αληθινή, γιατί αν ενικηθήκαμε, ενικηθήκαμε μονάχα από τις εσωτερικές διαμάχες μας κι όχι από τους άλλους· γιατ᾽ είμαστε τωόντι ακόμα και σήμερα αήττητοι από τους εξωτερικούς εχθρούς μας και μόνο εμείς οι ίδιοι ενικήσαμε τους εαυτούς μας κι εμείς οι ίδιοι ενικηθήκαμε από τους εαυτούς μας.
Όταν ετελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος των Ελλήνων [243e] κι ησύχασε η Ελλάδα κι η πολιτεία μας έκλεισε ειρήνη με τους άλλους Έλληνες, ο δικός μας εσωτερικός εμφύλιος πόλεμος είχε τέτοια εξέλιξη, ώστε, αν στη μοίρα του ανθρώπινου γένους είναι να συγκλονίζεται στο μέλλον από εμφύλιους πολέμους και σπαραγμούς, κανένας άνθρωπος να μην εύχεται τίποτ᾽ άλλο στη ζωή του παρά μόνο να περάσει η πατρίδα του την αρρώστια αυτή όπως η πόλη μας. Γιατί με πόση χαρά και πόση αγάπη κι αδερφοσύνη εσμίξανε και δώσανε τα χέρια την εποχή εκείνη και τα δυο αντίμαχα μέρη, κι εκείνοι π᾽ ανέβηκαν απ᾽ τον Πειραιά κι όσοι κατέβηκαν απ᾽ το άστυ, πράγμα που δεν το ᾽λπιζε κανένας απ᾽ όλους τους άλλους Έλληνες, [244a] και με πόση συγκατάβαση και μετριοπάθεια συμπεριφέρθηκαν όλοι κι ετέλειωσαν τον εμφύλιο πόλεμο και μ᾽ όσους είχαν καταφύγει στην Ελευσίνα. Κι όλων αυτών το βαθύτερο αίτιο δεν είναι άλλο κανένα παρά μόνο ο πραγματικός φυσικός δεσμός της φυλετικής μας συγγένειας, που μας σφιχτοδένει όλους και δημιουργεί όχι μονάχα με λόγια, άλλα και μ᾽ έργα μια γερή και στερεή αδελφική φιλία μεταξύ μας θεμελιωμένη απάνω στον εθνικό δεσμό μας και την κοινή φυλετική ρίζα μας. Χρέος μας είναι να φέρνουμε ολοένα στη μνήμη μας κι όσους εβρήκαν το θάνατο απ᾽ αδερφικά χέρια στις εσωτερικές αυτές διαμάχες μας και να τους συμφιλιώνουμε, όσο μας είναι δυνατό, μ᾽ ευχές και θυσίες, στην τελετή αυτή της ταφής και του εγκωμιασμού των νεκρών όλων των πολέμων της πολιτείας μας, και με δέησες και ικεσίες στους θεούς του κάτου κόσμου που τους κρατούν στον άλλο κόσμο, γιατί κι εμείς οι ίδιοι που ζούμε έχουμε ωστόσο συμφιλιωθεί πια μεταξύ μας. Στ᾽ αληθινά δεν εβρήκανε το θάνατο απ᾽ αδερφικά χέρια από δική τους κακία κι ούτε από προσωπική έχθρα, [244b] αλλά μόνο γιατί η τραγική τους μοίρα τούς έγραφε ένα τέτοιο τέλος. Μάρτυρες για όλα αυτά είμαστε εμείς οι ίδιοι, που ζούμε τώρα και που επειδή είμαστε όλοι αδέρφια μ᾽ εκείνους, βλαστάρια απ᾽ την ίδια φυλή κι εθνική ρίζα, δίνουμε τόπο στα πάθη μας και συχωράμε ο ένας τον άλλο και για όσα κακά εκάμαμε στους άλλους και για όσα κακά επάθαμε απ᾽ τους άλλους.
Μετὰ δὲ ταῦτα πολλοῦ πολέμου γενομένου, καὶ πάντων τῶν Ἑλλήνων ἐπιστρατευσάντων καὶ τεμόντων τὴν χώραν καὶ ἀναξίαν χάριν ἐκτινόντων τῇ πόλει, νικήσαντες αὐτοὺς ναυμαχίᾳ οἱ ἡμέτεροι καὶ λαβόντες αὐτῶν τοὺς ἡγεμόνας Λακεδαιμονίους ἐν τῇ Σφαγίᾳ, ἐξὸν αὐτοῖς διαφθεῖραι [242d] ἐφείσαντο καὶ ἀπέδοσαν καὶ εἰρήνην ἐποιήσαντο, ἡγούμενοι πρὸς μὲν τὸ ὁμόφυλον μέχρι νίκης δεῖν πολεμεῖν, καὶ μὴ δι᾽ ὀργὴν ἰδίαν πόλεως τὸ κοινὸν τῶν Ἑλλήνων διολλύναι, πρὸς δὲ τοὺς βαρβάρους μέχρι διαφθορᾶς. τούτους δὴ ἄξιον ἐπαινέσαι τοὺς ἄνδρας, οἳ τοῦτον τὸν πόλεμον πολεμήσαντες ἐνθάδε κεῖνται, ὅτι ἐπέδειξαν, εἴ τις ἄρα ἠμφεσβήτει ὡς ἐν τῷ προτέρῳ πολέμῳ τῷ πρὸς τοὺς βαρβάρους ἄλλοι τινὲς εἶεν ἀμείνους Ἀθηναίων, ὅτι οὐκ ἀληθῆ ἀμφισβητοῖεν· οὗτοι [242e] γὰρ ἐνταῦθα ἔδειξαν, στασιασάσης τῆς Ἑλλάδος περιγενόμενοι τῷ πολέμῳ, τοὺς προεστῶτας τῶν ἄλλων Ἑλλήνων χειρωσάμενοι, μεθ᾽ ὧν τότε τοὺς βαρβάρους ἐνίκων κοινῇ, τούτους νικῶντες ἰδίᾳ.
Τρίτος δὲ πόλεμος μετὰ ταύτην τὴν εἰρήνην ἀνέλπιστός τε καὶ δεινὸς ἐγένετο, ἐν ᾧ πολλοὶ καὶ ἀγαθοὶ τελευτήσαντες ἐνθάδε κεῖνται, πολλοὶ μὲν ἀμφὶ [243a] Σικελίαν πλεῖστα τρόπαια στήσαντες ὑπὲρ τῆς Λεοντίνων ἐλευθερίας, οἷς βοηθοῦντες διὰ τοὺς ὅρκους ἔπλευσαν εἰς ἐκείνους τοὺς τόπους, διὰ δὲ μῆκος τοῦ πλοῦ εἰς ἀπορίαν τῆς πόλεως καταστάσης καὶ οὐ δυναμένης αὐτοῖς ὑπηρετεῖν, τούτῳ ἀπειπόντες ἐδυστύχησαν· ὧν οἱ ἐχθροὶ καὶ προσπολεμήσαντες πλείω ἔπαινον ἔχουσι σωφροσύνης καὶ ἀρετῆς ἢ τῶν ἄλλων οἱ φίλοι· πολλοὶ δ᾽ ἐν ταῖς ναυμαχίαις ταῖς καθ᾽ Ἑλλήσποντον, μιᾷ μὲν ἡμέρᾳ πάσας τὰς τῶν πολεμίων [243b] ἑλόντες ναῦς, πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας νικήσαντες· ὃ δ᾽ εἶπον δεινὸν καὶ ἀνέλπιστον τοῦ πολέμου γενέσθαι, τόδε λέγω τὸ εἰς τοσοῦτον φιλονικίας ἐλθεῖν πρὸς τὴν πόλιν τοὺς ἄλλους Ἕλληνας, ὥστε τολμῆσαι τῷ ἐχθίστῳ ἐπικηρυκεύσασθαι βασιλεῖ, ὃν κοινῇ ἐξέβαλον μεθ᾽ ἡμῶν, ἰδίᾳ τοῦτον πάλιν ἐπάγεσθαι, βάρβαρον ἐφ᾽ Ἕλληνας, καὶ συναθροῖσαι ἐπὶ τὴν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους. οὗ δὴ καὶ [243c] ἐκφανὴς ἐγένετο ἡ τῆς πόλεως ῥώμη τε καὶ ἀρετή. οἰομένων γὰρ ἤδη αὐτὴν καταπεπολεμῆσθαι καὶ ἀπειλημμένων ἐν Μυτιλήνῃ τῶν νεῶν, βοηθήσαντες ἑξήκοντα ναυσίν, αὐτοὶ ἐμβάντες εἰς τὰς ναῦς, καὶ ἄνδρες γενόμενοι ὁμολογουμένως ἄριστοι, νικήσαντες μὲν τοὺς πολεμίους, λυσάμενοι δὲ τοὺς φιλίους, ἀναξίου τύχης τυχόντες, οὐκ ἀναιρεθέντες ἐκ τῆς θαλάττης κεῖνται ἐνθάδε. ὧν χρὴ ἀεὶ μεμνῆσθαί τε καὶ [243d] ἐπαινεῖν· τῇ μὲν γὰρ ἐκείνων ἀρετῇ ἐνικήσαμεν οὐ μόνον τὴν τότε ναυμαχίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄλλον πόλεμον· δόξαν γὰρ δι᾽ αὐτοὺς ἡ πόλις ἔσχεν μή ποτ᾽ ἂν καταπολεμηθῆναι μηδ᾽ ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων —καὶ ἀληθῆ ἔδοξεν— τῇ δὲ ἡμετέρᾳ αὐτῶν διαφορᾷ ἐκρατήθημεν, οὐχ ὑπὸ τῶν ἄλλων· ἀήττητοι γὰρ ἔτι καὶ νῦν ὑπό γε ἐκείνων ἐσμέν, ἡμεῖς δὲ αὐτοὶ ἡμᾶς αὐτοὺς καὶ ἐνικήσαμεν καὶ ἡττήθημεν.
Μετὰ δὲ ταῦτα [243e] ἡσυχίας γενομένης καὶ εἰρήνης πρὸς τοὺς ἄλλους, ὁ οἰκεῖος ἡμῖν πόλεμος οὕτως ἐπολεμήθη, ὥστε εἴπερ εἱμαρμένον εἴη ἀνθρώποις στασιάσαι, μὴ ἂν ἄλλως εὔξασθαι μηδένα πόλιν ἑαυτοῦ νοσῆσαι. ἔκ τε γὰρ τοῦ Πειραιῶς καὶ τοῦ ἄστεως ὡς ἁσμένως καὶ οἰκείως ἀλλήλοις συνέμειξαν οἱ πολῖται καὶ παρ᾽ ἐλπίδα τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι, τόν τε πρὸς τοὺς Ἐλευσῖνι [244a] πόλεμον ὡς μετρίως ἔθεντο· καὶ τούτων ἁπάντων οὐδὲν ἄλλ᾽ αἴτιον ἢ ἡ τῷ ὄντι συγγένεια, φιλίαν βέβαιον καὶ ὁμόφυλον οὐ λόγῳ ἀλλ᾽ ἔργῳ παρεχομένη. χρὴ δὲ καὶ τῶν ἐν τούτῳ τῷ πολέμῳ τελευτησάντων ὑπ᾽ ἀλλήλων μνείαν ἔχειν καὶ διαλλάττειν αὐτοὺς ᾧ δυνάμεθα, εὐχαῖς καὶ θυσίαις, ἐν τοῖς τοιοῖσδε, τοῖς κρατοῦσιν αὐτῶν εὐχομένους, ἐπειδὴ καὶ ἡμεῖς διηλλάγμεθα. οὐ γὰρ κακίᾳ ἀλλήλων ἥψαντο οὐδ᾽ ἔχθρᾳ [244b] ἀλλὰ δυστυχίᾳ. μάρτυρες δὲ ἡμεῖς αὐτοί ἐσμεν τούτων οἱ ζῶντες· οἱ αὐτοὶ γὰρ ὄντες ἐκείνοις γένει συγγνώμην ἀλλήλοις ἔχομεν ὧν τ᾽ ἐποιήσαμεν ὧν τ᾽ ἐπάθομεν.
***
Κι έτσι όλη η πολιτεία μας επολέμησε μ᾽ όλες τις δυνάμεις της, ετέλειωσε τον πόλεμο κι εθριάμβευσε στους απελευθερωτικούς αγώνες της [242a] εναντίον των βαρβάρων και για τη δική της σωτηρία, άλλα και για τη σωτηρία όλων των άλλων ομογλώσσων μας Ελλήνων. Αλλ᾽ όταν έγινε η ειρήνη και η πολιτεία μας ήταν σ᾽ όλη της τη λάμψη και δόξα, εξέσπασε απάνω της το κακό που αγαπάει να ξεσπάει απάνω σ᾽ όλους εκείνους από τους ανθρώπους που ευτυχούν στη ζωή τους, πρώτα πρώτα η ζήλεια κι έπειτα ο φθόνος που γεννιέται απ᾽ τη ζήλεια. Και το κακό αυτό έριξε την πόλη ετούτη άθελά της σε πόλεμο με τους άλλους Έλληνες. Όταν ύστερ᾽ απ᾽ αυτά εξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος των Ελλήνων, οι δικοί μας επολέμησαν στην Τανάγρα εναντίον των Λακεδαιμονίων [242b] για τη λευτεριά των συμμαχικών μας πόλεων της Βοιωτίας, αλλ᾽ επειδή ήταν αμφίρροπη η μάχη, τα κατοπινά γεγονότα έκριναν τον αγώνα εκείνο· γιατί ύστερ᾽ απ᾽ τη μάχη αυτή της Τανάγρας απ᾽ το ᾽να μέρος οι Λακεδαιμόνιοι αποτραβήχτηκαν απ᾽ τον αγώνα κι άφησαν μονάχους τους εκείνους από τους Βοιωτούς που είχαν έρθει για να τους βοηθήσουνε, απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος οι δικοί μας ενίκησαν την τρίτη ημέρα στα Οινόφυτα και αποκαταστήσανε, όπως επέβαλε το δίκαιο, στις πατρίδες τους όλους τους πολιτικούς εξορίστους, που ᾽χαν άδικα εξοριστεί από τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Πρώτοι λοιπόν ύστερ᾽ από τους Ελληνοπερσικούς πολέμους οι αγωνιστές της εποχής εκείνης Έλληνες επολέμησαν εναντίον Ελλήνων για τη λευτεριά Ελλήνων και αναδειχτήκανε άντρες ηρωικοί [242c] κι ελευτέρωσαν με τις ηρωικές νίκες τους τους συμμάχους τους που επήγαν να βοηθήσουν κι εθαφτήκανε πρώτοι στο μνημείο αυτό στα χρόνια εκείνα με τις τιμές και τη λατρεία όλης της πολιτείας μας.
Κι όταν ύστερ᾽ από τα γεγονότα αυτά εγενικεύτηκε σ᾽ όλη την Ελλάδα ο εμφύλιος πόλεμος κι όλοι οι Έλληνες ερρίχτηκαν εναντίον της χώρας μας μ᾽ όλες τις πολεμικές δυνάμεις τους κι ελεηλάτησαν κι ερήμαξαν όλη τη γη μας, εξοφλώντας μ᾽ αυτό τον τρόπο και με τόση αχαριστία το χρέος της ευγνωμοσύνης που εχρώσταγαν στην πόλη μας (γιατί τους είχε σώσει στον καιρό των Ελληνοπερσικών πολέμων απ᾽ το ζυγό των Περσών), οι δικοί μας ενίκησαν όλους τους εχθρούς τους ενωμένους σε ναυμαχία κι επιάσανε στη Σφαχτηρία αιχμαλώτους τους Λακεδαιμονίους, αυτούς τους ηγεμόνες όλων των συμμάχων τους. Αλλ᾽ ενώ ήταν στο χέρι τους να ξεκάμουν όλους τους αιχμαλώτους τους, [242d] ωστόσο τους ελυπήθηκαν και τους εχαρίσανε τη ζωή και τους αφήσανε ελεύθερους να γυρίσουνε στην πατρίδα τους κι έκλεισαν ειρήνη με τη Σπάρτη, γιατί επίστευαν ότι εναντίον των ομοεθνών τους δεν έπρεπε να πολεμούν παρά μονάχα ώσπου να κερδίσουνε τη νίκη, κι αυτό για να μην καταστρέφεται για τον εγωισμό και απ᾽ το πάθος μιας πολιτείας ολόκληρο το ελληνικό έθνος, εναντίον όμως των βαρβάρων έπρεπε να πολεμούνε ώσπου να τους ξεκάμουν τελείως και να τους εξολοθρεύσουν ολωσδιόλου. Αξίζει λοιπόν να εγκωμιάσουμε κι ετούτους τους άντρες, που επολέμησαν στον πόλεμο αυτό και αναπαύονται τώρα κι αυτοί στο μνήμα αυτό εδώ μπροστά μας, γιατί και οι άντρες αυτοί εδείξανε με τα πολεμικά αντραγαθήματα και κατορθώματά τους σ᾽ όλο τον κόσμο πως, αν υπήρχε κανείς που αμφισβητούσε την αλήθεια και υποστήριζε πως άλλοι Έλληνες εφάνηκαν ανώτεροι από τους Αθηναίους στους πολέμους εναντίον των βαρβάρων, δεν είχε δίκαιο και δεν έλεγε την αλήθεια· γιατί οι άντρες αυτοί [242e] που κείτονται ήδη εδώ μπροστά μας αποκάλυψαν σ᾽ όλο τον κόσμο με τις νίκες τους στον εμφύλιο πόλεμο όλης της Ελλάδας και με τον αιχμαλωτισμό των ηγεμόνων όλων των άλλων Ελλήνων, των Λακεδαιμονίων, πως ήσαν ικανοί μόνοι τους και μοναχά με τις δίκες τους δυνάμεις να νικήσουνε όλους εκείνους που μαζί τους ενωμένοι ενικούσαν στους χρόνους εκείνους (των Ελληνοπερσικών πολέμων) τους βαρβάρους.
Αλλ᾽ ύστερ᾽ από την ειρήνη αυτή ένας τρίτος εξέσπασε ανέλπιστος και τρομερός πόλεμος, που σ᾽ αυτόνε βρήκανε το θάνατο πολλοί και γενναίοι άντρες, που κείτονται κι αυτοί μες στον τάφο αυτόν εδώ. Πολλοί από τους άντρες αυτούς έπεσαν στ᾽ ακρογιάλια [243a] της Σικελίας, αφού εστήσανε πάρα πολλά τρόπαια για τη λευτεριά των Λεοντίνων που είχαν πλεύσει στους τόπους εκείνους για να τους βοηθήσουνε, πιστοί στους όρκους που είχαν δώσει σ᾽ αυτούς ως συμμάχους τους. Αλλ᾽ επειδή η Σικελία ήταν πολύ μακριά απ᾽ τη χώρα μας, η πόλη μας εβρέθηκε σε μεγάλη στενοχώρια και δυσκολία στον αγώνα αυτό και δεν μπόρεσε να τους στείλει την πολεμική βοήθεια που ᾽πρεπε κι έτσι βρέθηκαν στην ανάγκη να υποχωρήσουν κι επάθανε την τρομερή συφορά που επάθανε. Αλλά κι οι άντρες αυτοί που επολέμησαν στη Σικελία έδειξαν τέτοιο ηρωισμό, ώστε κι αυτοί ακόμα οι εχθροί μας, οι Σικελοί, κι όταν τους ενίκησαν, περισσότερο τους εθαύμαζαν και τους εγκωμιάζανε για τη σωφροσύνη τους και την αντρεία τους απ᾽ ό,τι εγκωμιάζουν οι φίλοι τους τους άλλους. Πολλοί επίσης εβρήκανε το θάνατο στις ναυμαχίες του Ελλησπόντου, που σ᾽ αυτές οι άντρες μας σε μια μόνο ημέρα κατόρθωσαν [243b] να αιχμαλωτίσουν όλο το στόλο των εχθρών μας κι άλλες εκέρδισαν πολλές νίκες. Αλλ᾽ εκείνο που με κάνει να χαρακτηρίζω ως τρομερό κι ανέλπιστο τον τελευταίο αυτό πόλεμο είναι το γεγονός ότι ο φθόνος των άλλων Ελλήνων εναντίον της πολιτείας μας έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να τολμήσουν να συμμαχήσουν με τον πιο μεγάλο και πιο φοβερό εχθρό του ελληνικού έθνους, το βασιλιά της Περσίας, αυτόνε που άλλοτε όλοι οι Έλληνες ενωμένοι μαζί μ᾽ εμάς έδιωξαν μακριά από την ελληνική γη, και να τον ξαναφέρουνε για το συμφέρον τους πάλι στην Ελλάδα, τον βάρβαρο αυτόν εναντίον Ελλήνων, και να συνασπίσουν εναντίον της πολιτείας μας όλο τον άλλο κόσμο, κι Έλληνες και βαρβάρους. Αλλ᾽ ακριβώς στις στιγμές αυτές [243c] έλαμψε σ᾽ όλο τον κόσμο και η ηθική ρώμη και ο ηρωισμός της πολιτείας μας. Γιατί, ενώ όλοι οι συνασπισμένοι εχθροί μας επίστευαν πως η πόλη μας ήταν κιόλας νικημένη και πως ο στόλος μας ήτανε αποκλεισμένος στη Μυτιλήνη, οι άντρες μας, μαζί με τους άντρες που τους εστάλθηκαν απ᾽ εδώ ως βοήθεια μ᾽ εξήντα καράβια που είχαν αρματώσει οι ίδιοι οι πολίτες της πόλης αυτής κι είχαν οι ίδιοι μπει ως πολεμιστές μέσα σ᾽ αυτά, αναδειχτήκανε, κατά γενική ομολογία όλου του κόσμου, ηρωικότατοι, ενίκησαν τον εχθρικό στόλο κι ελευτέρωσαν τους φίλους συμμάχους τους, αλλά θύματα ανάξιας τύχης, γιατί δεν κατορθώθηκε να περιμαζευτούν τα πτώματα των νεκρών στη θάλασσα απ᾽ τη φοβερή τρικυμία, έχουν κι αυτοί τον τάφο τους στο χώρο αυτόν εδώ. Και τους άντρες αυτούς πρέπει να ᾽χουμε πάντα στη μνήμη μας και [243d] να τους εγκωμιάζουμε αιώνια, γιατί με την παλικαριά τους δεν ενικήσαμε μονάχα στη ναυμαχία εκείνη, αλλά και σ᾽ όλο τον άλλο πόλεμο. Χάρη σ᾽ αυτούς και μόνο η πόλη μας εδοξάστηκε σ᾽ όλο τον κόσμο κι έβγαλε τη φήμη πως ήταν στ᾽ αληθινά αήττητη και δεν ήταν δυνατό να νικηθεί ποτέ από καμιά δύναμη μηδέ κι αν έσμιγε εναντίον της κι ερριχνότανε κατ᾽ απάνω της όλο το ανθρώπινο γένος. Και η φήμη αυτή εβγήκε πέρα για πέρα αληθινή, γιατί αν ενικηθήκαμε, ενικηθήκαμε μονάχα από τις εσωτερικές διαμάχες μας κι όχι από τους άλλους· γιατ᾽ είμαστε τωόντι ακόμα και σήμερα αήττητοι από τους εξωτερικούς εχθρούς μας και μόνο εμείς οι ίδιοι ενικήσαμε τους εαυτούς μας κι εμείς οι ίδιοι ενικηθήκαμε από τους εαυτούς μας.
Όταν ετελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος των Ελλήνων [243e] κι ησύχασε η Ελλάδα κι η πολιτεία μας έκλεισε ειρήνη με τους άλλους Έλληνες, ο δικός μας εσωτερικός εμφύλιος πόλεμος είχε τέτοια εξέλιξη, ώστε, αν στη μοίρα του ανθρώπινου γένους είναι να συγκλονίζεται στο μέλλον από εμφύλιους πολέμους και σπαραγμούς, κανένας άνθρωπος να μην εύχεται τίποτ᾽ άλλο στη ζωή του παρά μόνο να περάσει η πατρίδα του την αρρώστια αυτή όπως η πόλη μας. Γιατί με πόση χαρά και πόση αγάπη κι αδερφοσύνη εσμίξανε και δώσανε τα χέρια την εποχή εκείνη και τα δυο αντίμαχα μέρη, κι εκείνοι π᾽ ανέβηκαν απ᾽ τον Πειραιά κι όσοι κατέβηκαν απ᾽ το άστυ, πράγμα που δεν το ᾽λπιζε κανένας απ᾽ όλους τους άλλους Έλληνες, [244a] και με πόση συγκατάβαση και μετριοπάθεια συμπεριφέρθηκαν όλοι κι ετέλειωσαν τον εμφύλιο πόλεμο και μ᾽ όσους είχαν καταφύγει στην Ελευσίνα. Κι όλων αυτών το βαθύτερο αίτιο δεν είναι άλλο κανένα παρά μόνο ο πραγματικός φυσικός δεσμός της φυλετικής μας συγγένειας, που μας σφιχτοδένει όλους και δημιουργεί όχι μονάχα με λόγια, άλλα και μ᾽ έργα μια γερή και στερεή αδελφική φιλία μεταξύ μας θεμελιωμένη απάνω στον εθνικό δεσμό μας και την κοινή φυλετική ρίζα μας. Χρέος μας είναι να φέρνουμε ολοένα στη μνήμη μας κι όσους εβρήκαν το θάνατο απ᾽ αδερφικά χέρια στις εσωτερικές αυτές διαμάχες μας και να τους συμφιλιώνουμε, όσο μας είναι δυνατό, μ᾽ ευχές και θυσίες, στην τελετή αυτή της ταφής και του εγκωμιασμού των νεκρών όλων των πολέμων της πολιτείας μας, και με δέησες και ικεσίες στους θεούς του κάτου κόσμου που τους κρατούν στον άλλο κόσμο, γιατί κι εμείς οι ίδιοι που ζούμε έχουμε ωστόσο συμφιλιωθεί πια μεταξύ μας. Στ᾽ αληθινά δεν εβρήκανε το θάνατο απ᾽ αδερφικά χέρια από δική τους κακία κι ούτε από προσωπική έχθρα, [244b] αλλά μόνο γιατί η τραγική τους μοίρα τούς έγραφε ένα τέτοιο τέλος. Μάρτυρες για όλα αυτά είμαστε εμείς οι ίδιοι, που ζούμε τώρα και που επειδή είμαστε όλοι αδέρφια μ᾽ εκείνους, βλαστάρια απ᾽ την ίδια φυλή κι εθνική ρίζα, δίνουμε τόπο στα πάθη μας και συχωράμε ο ένας τον άλλο και για όσα κακά εκάμαμε στους άλλους και για όσα κακά επάθαμε απ᾽ τους άλλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου