Ναί.
Οὐκοῦν ἀρετὴ καὶ κάλλος καὶ ὀρθότης ἑκάστου σκεύους καὶ ζῴου καὶ πράξεως οὐ πρὸς ἄλλο τι ἢ τὴν χρείαν ἐστίν, πρὸς ἣν ἂν ἕκαστον ᾖ πεποιημένον ἢ πεφυκός;
Οὕτως.
Πολλὴ ἄρα ἀνάγκη τὸν χρώμενον ἑκάστῳ ἐμπειρότατόν τε εἶναι καὶ ἄγγελον γίγνεσθαι τῷ ποιητῇ οἷα ἀγαθὰ ἢ κακὰ ποιεῖ ἐν τῇ χρείᾳ ᾧ χρῆται· οἷον αὐλητής που αὐλοποιῷ [601e] ἐξαγγέλλει περὶ τῶν αὐλῶν, οἳ ἂν ὑπηρετῶσιν ἐν τῷ αὐλεῖν, καὶ ἐπιτάξει οἵους δεῖ ποιεῖν, ὁ δ᾽ ὑπηρετήσει.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Οὐκοῦν ὁ μὲν εἰδὼς ἐξαγγέλλει περὶ χρηστῶν καὶ πονηρῶν αὐλῶν, ὁ δὲ πιστεύων ποιήσει;
Ναί.
Τοῦ αὐτοῦ ἄρα σκεύους ὁ μὲν ποιητὴς πίστιν ὀρθὴν ἕξει περὶ κάλλους τε καὶ πονηρίας, συνὼν τῷ εἰδότι καὶ ἀναγκαζόμενος [602a] ἀκούειν παρὰ τοῦ εἰδότος, ὁ δὲ χρώμενος ἐπιστήμην.
Πάνυ γε.
Ὁ δὲ μιμητὴς πότερον ἐκ τοῦ χρῆσθαι ἐπιστήμην ἕξει περὶ ὧν ἂν γράφῃ, εἴτε καλὰ καὶ ὀρθὰ εἴτε μή, ἢ δόξαν ὀρθὴν διὰ τὸ ἐξ ἀνάγκης συνεῖναι τῷ εἰδότι καὶ ἐπιτάττεσθαι οἷα χρὴ γράφειν;
Οὐδέτερα.
Οὔτε ἄρα εἴσεται οὔτε ὀρθὰ δοξάσει ὁ μιμητὴς περὶ ὧν ἂν μιμῆται πρὸς κάλλος ἢ πονηρίαν.
Οὐκ ἔοικεν.
Χαρίεις ἂν εἴη ὁ ἐν τῇ ποιήσει μιμητικὸς πρὸς σοφίαν περὶ ὧν ἂν ποιῇ.
Οὐ πάνυ.
[602b] Ἀλλ᾽ οὖν δὴ ὅμως γε μιμήσεται, οὐκ εἰδὼς περὶ ἑκάστου ὅπῃ πονηρὸν ἢ χρηστόν· ἀλλ᾽, ὡς ἔοικεν, οἷον φαίνεται καλὸν εἶναι τοῖς πολλοῖς τε καὶ μηδὲν εἰδόσιν, τοῦτο μιμήσεται.
Τί γὰρ ἄλλο;
Ταῦτα μὲν δή, ὥς γε φαίνεται, ἐπιεικῶς ἡμῖν διωμολόγηται, τόν τε μιμητικὸν μηδὲν εἰδέναι ἄξιον λόγου περὶ ὧν μιμεῖται, ἀλλ᾽ εἶναι παιδιάν τινα καὶ οὐ σπουδὴν τὴν μίμησιν, τούς τε τῆς τραγικῆς ποιήσεως ἁπτομένους ἐν ἰαμβείοις καὶ ἐν ἔπεσι πάντας εἶναι μιμητικοὺς ὡς οἷόν τε μάλιστα.
Πάνυ μὲν οὖν.
[602c] Πρὸς Διός, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ δὲ δὴ μιμεῖσθαι τοῦτο οὐ περὶ τρίτον μέν τί ἐστιν ἀπὸ τῆς ἀληθείας; ἦ γάρ;
Ναί.
Πρὸς δὲ δὴ ποῖόν τί ἐστιν τῶν τοῦ ἀνθρώπου ἔχον τὴν δύναμιν ἣν ἔχει;
Τοῦ ποίου τινὸς πέρι λέγεις;
Τοῦ τοιοῦδε· ταὐτόν που ἡμῖν μέγεθος ἐγγύθεν τε καὶ πόρρωθεν διὰ τῆς ὄψεως οὐκ ἴσον φαίνεται.
Οὐ γάρ.
Καὶ ταὐτὰ καμπύλα τε καὶ εὐθέα ἐν ὕδατί τε θεωμένοις καὶ ἔξω, καὶ κοῖλά τε δὴ καὶ ἐξέχοντα διὰ τὴν περὶ τὰ χρώματα αὖ πλάνην τῆς ὄψεως, καὶ πᾶσά τις ταραχὴ δήλη [602d] ἡμῖν ἐνοῦσα αὕτη ἐν τῇ ψυχῇ· ᾧ δὴ ἡμῶν τῷ παθήματι τῆς φύσεως ἡ σκιαγραφία ἐπιθεμένη γοητείας οὐδὲν ἀπολείπει, καὶ ἡ θαυματοποιία καὶ αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί.
Ἀληθῆ.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ τὸ μετρεῖν καὶ ἀριθμεῖν καὶ ἱστάναι βοήθειαι χαριέσταται πρὸς αὐτὰ ἐφάνησαν, ὥστε μὴ ἄρχειν ἐν ἡμῖν τὸ φαινόμενον μεῖζον ἢ ἔλαττον ἢ πλέον ἢ βαρύτερον, ἀλλὰ τὸ λογισάμενον καὶ μετρῆσαν ἢ καὶ στῆσαν;
Πῶς γὰρ οὔ;
[602e] Ἀλλὰ μὴν τοῦτό γε τοῦ λογιστικοῦ ἂν εἴη τοῦ ἐν ψυχῇ ἔργον.
Τούτου γὰρ οὖν.
Τούτῳ δὲ πολλάκις μετρήσαντι καὶ σημαίνοντι μείζω ἄττα εἶναι ἢ ἐλάττω ἕτερα ἑτέρων ἢ ἴσα τἀναντία φαίνεται ἅμα περὶ ταὐτά.
Ναί.
Οὐκοῦν ἔφαμεν τῷ αὐτῷ ἅμα περὶ ταὐτὰ ἐναντία δοξάζειν ἀδύνατον εἶναι;
Καὶ ὀρθῶς γ᾽ ἔφαμεν.
Οὐκοῦν ἀρετὴ καὶ κάλλος καὶ ὀρθότης ἑκάστου σκεύους καὶ ζῴου καὶ πράξεως οὐ πρὸς ἄλλο τι ἢ τὴν χρείαν ἐστίν, πρὸς ἣν ἂν ἕκαστον ᾖ πεποιημένον ἢ πεφυκός;
Οὕτως.
Πολλὴ ἄρα ἀνάγκη τὸν χρώμενον ἑκάστῳ ἐμπειρότατόν τε εἶναι καὶ ἄγγελον γίγνεσθαι τῷ ποιητῇ οἷα ἀγαθὰ ἢ κακὰ ποιεῖ ἐν τῇ χρείᾳ ᾧ χρῆται· οἷον αὐλητής που αὐλοποιῷ [601e] ἐξαγγέλλει περὶ τῶν αὐλῶν, οἳ ἂν ὑπηρετῶσιν ἐν τῷ αὐλεῖν, καὶ ἐπιτάξει οἵους δεῖ ποιεῖν, ὁ δ᾽ ὑπηρετήσει.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Οὐκοῦν ὁ μὲν εἰδὼς ἐξαγγέλλει περὶ χρηστῶν καὶ πονηρῶν αὐλῶν, ὁ δὲ πιστεύων ποιήσει;
Ναί.
Τοῦ αὐτοῦ ἄρα σκεύους ὁ μὲν ποιητὴς πίστιν ὀρθὴν ἕξει περὶ κάλλους τε καὶ πονηρίας, συνὼν τῷ εἰδότι καὶ ἀναγκαζόμενος [602a] ἀκούειν παρὰ τοῦ εἰδότος, ὁ δὲ χρώμενος ἐπιστήμην.
Πάνυ γε.
Ὁ δὲ μιμητὴς πότερον ἐκ τοῦ χρῆσθαι ἐπιστήμην ἕξει περὶ ὧν ἂν γράφῃ, εἴτε καλὰ καὶ ὀρθὰ εἴτε μή, ἢ δόξαν ὀρθὴν διὰ τὸ ἐξ ἀνάγκης συνεῖναι τῷ εἰδότι καὶ ἐπιτάττεσθαι οἷα χρὴ γράφειν;
Οὐδέτερα.
Οὔτε ἄρα εἴσεται οὔτε ὀρθὰ δοξάσει ὁ μιμητὴς περὶ ὧν ἂν μιμῆται πρὸς κάλλος ἢ πονηρίαν.
Οὐκ ἔοικεν.
Χαρίεις ἂν εἴη ὁ ἐν τῇ ποιήσει μιμητικὸς πρὸς σοφίαν περὶ ὧν ἂν ποιῇ.
Οὐ πάνυ.
[602b] Ἀλλ᾽ οὖν δὴ ὅμως γε μιμήσεται, οὐκ εἰδὼς περὶ ἑκάστου ὅπῃ πονηρὸν ἢ χρηστόν· ἀλλ᾽, ὡς ἔοικεν, οἷον φαίνεται καλὸν εἶναι τοῖς πολλοῖς τε καὶ μηδὲν εἰδόσιν, τοῦτο μιμήσεται.
Τί γὰρ ἄλλο;
Ταῦτα μὲν δή, ὥς γε φαίνεται, ἐπιεικῶς ἡμῖν διωμολόγηται, τόν τε μιμητικὸν μηδὲν εἰδέναι ἄξιον λόγου περὶ ὧν μιμεῖται, ἀλλ᾽ εἶναι παιδιάν τινα καὶ οὐ σπουδὴν τὴν μίμησιν, τούς τε τῆς τραγικῆς ποιήσεως ἁπτομένους ἐν ἰαμβείοις καὶ ἐν ἔπεσι πάντας εἶναι μιμητικοὺς ὡς οἷόν τε μάλιστα.
Πάνυ μὲν οὖν.
[602c] Πρὸς Διός, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ δὲ δὴ μιμεῖσθαι τοῦτο οὐ περὶ τρίτον μέν τί ἐστιν ἀπὸ τῆς ἀληθείας; ἦ γάρ;
Ναί.
Πρὸς δὲ δὴ ποῖόν τί ἐστιν τῶν τοῦ ἀνθρώπου ἔχον τὴν δύναμιν ἣν ἔχει;
Τοῦ ποίου τινὸς πέρι λέγεις;
Τοῦ τοιοῦδε· ταὐτόν που ἡμῖν μέγεθος ἐγγύθεν τε καὶ πόρρωθεν διὰ τῆς ὄψεως οὐκ ἴσον φαίνεται.
Οὐ γάρ.
Καὶ ταὐτὰ καμπύλα τε καὶ εὐθέα ἐν ὕδατί τε θεωμένοις καὶ ἔξω, καὶ κοῖλά τε δὴ καὶ ἐξέχοντα διὰ τὴν περὶ τὰ χρώματα αὖ πλάνην τῆς ὄψεως, καὶ πᾶσά τις ταραχὴ δήλη [602d] ἡμῖν ἐνοῦσα αὕτη ἐν τῇ ψυχῇ· ᾧ δὴ ἡμῶν τῷ παθήματι τῆς φύσεως ἡ σκιαγραφία ἐπιθεμένη γοητείας οὐδὲν ἀπολείπει, καὶ ἡ θαυματοποιία καὶ αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί.
Ἀληθῆ.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ τὸ μετρεῖν καὶ ἀριθμεῖν καὶ ἱστάναι βοήθειαι χαριέσταται πρὸς αὐτὰ ἐφάνησαν, ὥστε μὴ ἄρχειν ἐν ἡμῖν τὸ φαινόμενον μεῖζον ἢ ἔλαττον ἢ πλέον ἢ βαρύτερον, ἀλλὰ τὸ λογισάμενον καὶ μετρῆσαν ἢ καὶ στῆσαν;
Πῶς γὰρ οὔ;
[602e] Ἀλλὰ μὴν τοῦτό γε τοῦ λογιστικοῦ ἂν εἴη τοῦ ἐν ψυχῇ ἔργον.
Τούτου γὰρ οὖν.
Τούτῳ δὲ πολλάκις μετρήσαντι καὶ σημαίνοντι μείζω ἄττα εἶναι ἢ ἐλάττω ἕτερα ἑτέρων ἢ ἴσα τἀναντία φαίνεται ἅμα περὶ ταὐτά.
Ναί.
Οὐκοῦν ἔφαμεν τῷ αὐτῷ ἅμα περὶ ταὐτὰ ἐναντία δοξάζειν ἀδύνατον εἶναι;
Καὶ ὀρθῶς γ᾽ ἔφαμεν.
***
[601d] Για κάθε πράγμα υπάρχουν αυτές οι τρεις τέχνες, η μια που θα το μεταχειριστεί, η δεύτερη που θα το κατασκευάσει και η τρίτη που θα τ᾽ απομιμηθεί;Ναι.
Αλλά η τελειότητα, η ομορφιά και η ορθότητα ενός σκεύους ή ενός ζώου ή μιας πράξης με τί άλλο προσδιορίζονται παρά με τη χρησιμοποίηση, για την οποία το καθένα έχει κατασκευαστεί από τον άνθρωπο ή έχει πλαστεί από τη φύση;
Έτσι είναι.
Κατ᾽ ανάγκη λοιπόν μόνο ο μεταχειριζόμενος ένα πράγμα γνωρίζει από πείρα τις ιδιότητές του καλύτερ᾽ από κάθε άλλον και αυτός οδηγεί τον κατασκευαστή και του λέγει ποιά προτερήματα ή ελαττώματα παρουσιάζει το έργο του στη χρησιμοποίηση· ο αυλητής παραδείγματος χάρη λέγει στον κατασκευαστή των αυλών [601e] για τους αυλούς που θα τον υπηρετήσουν στην αύληση, και θα του παραγγείλει πώς πρέπει να τους κάνει, και εκείνος θ᾽ ακολουθήσει τις συστάσεις του.
Πώς όχι;
Εκείνος λοιπόν, σα γνώστης που είναι, του λέγει για τους καλούς και τους κακούς αυλούς, και ο άλλος με πεποίθηση στην εμπειρία εκείνου θα τους κατασκευάσει;
Ναι.
Ώστε ο κατασκευαστής θα έχει ορθή πίστη για τα προτερήματα και τα ελαττώματα του σκεύους και αυτή την αποκτά συνομιλώντας μ᾽ εκείνον που ξέρει να το μεταχειρίζεται και αναγκαζόμενος [602a] ν᾽ ακούει τις οδηγίες του, ενώ αυτός που μεταχειρίζεται το σκεύος κατέχει την επιστήμη του.
Βεβαιότατα.
Και ο μιμητής τί από τα δύο θα ᾽χει; από τη χρησιμοποίηση τάχα των πραγμάτων που ζωγραφίζει θ᾽ αποκτήσει την επιστήμη τους, ώστε να ξέρει αν είναι ωραία και ορθά ή όχι, ή θα ᾽χει ορθή γνώμη γι᾽ αυτά, αφού βρίσκεται στην ανάγκη να συνομιλεί μ᾽ εκείνον που τα γνωρίζει και να προστάζεται απ᾽ αυτόν πώς να τα ζωγραφίζει;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Ούτε λοιπόν γνώση ακριβή ούτε ορθή γνώμη θα ᾽χει ο μιμητής για τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των πραγμάτων που απομιμείται.
Έτσι φαίνεται.
Ώστε ο μιμητής, στην ποίηση, θα είναι βέβαια χαριτωμένος για τη σοφία που έχει στα όσα πραγματεύεται.
Δεν το φαντάζομαι.
[602b] Και όμως θα μιμηθεί το καθετί, χωρίς να γνωρίζει γι᾽ αυτό τί είναι το καλό και τί το κακό· αλλά, καθώς φαίνεται, εκείνο που θεωρούν και παραδέχονται ως καλό οι πολλοί και οι αμαθείς, τούτο θα μιμηθεί.
Και βέβαια τί άλλο;
Ώστε κατ᾽ αυτό τον τρόπο νομίζω ότι επαρκώς αποδείξαμε τα εξής: πρώτον ότι ο μιμητής τίποτα δεν γνωρίζει άξιο λόγου απ᾽ όσα μιμείται και ότι η μίμηση είναι απλώς παιχνίδι χωρίς σοβαρότητα καμιά· και δεύτερον ότι όσοι κάνουν τραγική ποίηση, είτε σε ιαμβικούς στίχους είτε σε ηρωικούς, είναι όλοι τους με το παραπάνω μιμητές.
Χωρίς καμιάν αμφιβολία.
[602c] Αλλά, προς Θεού, αυτή η μίμηση δεν απέχει τρεις βαθμούς από την αλήθεια; ή όχι;
Ναι.
Και απάνω σε ποιό μέρος του ανθρώπου ασκεί τη δύναμη που έχει;
Για τί πράγμα μιλείς;
Αυτό που θα σου ειπώ· καθώς βέβαια γνωρίζεις, το ίδιο μέγεθος δεν φαίνεται ίσο, όταν το βλέπει κανείς από μακριά και όταν το βλέπει από κοντά.
Όχι βέβαια.
Επίσης τα ίδια αντικείμενα φαίνονται καμπύλα ή ευθύγραμμα αναλόγως πού τα βλέπομε μέσα ή έξω από το νερό, και με βαθουλώματα ή με προεξοχές εξαιτίας της απάτης που προξενούν στην όραση τα χρώματα· γενικά είναι φανερό ότι οι οπτικές αυτές απάτες [602d] βάζουν σε μεγάλη ταραχή την ψυχή. Αυτό λοιπόν ακριβώς το φυσικό μας μειονέκτημα είναι που εκμεταλλεύεται η τέχνη της σκιαγραφίας και η τέχνη των θαυματοποιών και άλλες παρόμοιες και δεν παραλείπουν καμιά γοητεία που να μην την εξασκούν εις βάρος μας.
Έχεις δίκιο.
Δεν βρέθηκαν όμως το μέτρημα, η αρίθμηση και το ζύγισμα έξοχα προστατευτικά απέναντι σ᾽ αυτή την απάτη, ώστε να μην υπερισχύει μέσα μας εκείνο που μας φαίνεται μεγαλύτερο ή μικρότερο ή περισσότερο ή βαρύτερο αλλά εκείνο που θα βεβαιωθούμε με τον υπολογισμό, την καταμέτρηση και το ζύγισμα ότι είναι τέτοιο;
Βεβαιότατα.
[602e] Όλα όμως αυτά δεν είναι έργο του λογιστικού μέρους της ψυχής μας;
Αυτού βέβαια.
Όταν τούτο μετρήσει πολλές φορές και βρει ότι υπάρχουν πράγματα μεγαλύτερα ή μικρότερα το ένα από το άλλο ή ίσα μεταξύ τους, τότε θα παραδεχτεί ότι τα ίδια πράγματα μπορούν συγχρόνως να έχουν αντίθετες ιδιότητες.
Μάλιστα.
Εμείς όμως δεν είπαμε ότι είναι αδύνατο το ίδιο μέρος της ψυχής να σχηματίσει συγχρόνως αντίθετες δοξασίες για το ίδιο πράγμα;
Και πολύ ορθά το είπαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου