Τα «Ηθικά Νικομάχεια» (Η.Ν.) είναι ένα έργο όψιμης δημιουργίας του Αριστοτέλη και ανήκει στις πραγματείες εκείνες που περιστρέφονται ζητήματα ηθικής. Μαζί με άλλα δύο έργα που έχουν διασωθεί, τα «Ηθικά Ευδήμεια» και τα «Ηθικά Μεγάλα», ο Αριστοτέλης επιχειρεί να ορίσει και να διακριβώσει την έννοια της αρετής που ταυτίζεται με την έννοια του αγαθού.
Ο τίτλος του έργου προσεγγίζεται από τη φιλολογική έρευνα με πολλή προσοχή, ωστόσο είναι βέβαιον πως η αφιέρωση ανήκει στον γιο του Αριστοτέλη, Νικόμαχο, που είχε πεθάνει νέος. Τα Η.Ν. εκτείνονται σε δέκα βιβλία και σε γενικές γραμμές η θεματική τους επικεντρώνεται στους όρους και σας προϋποθέσεις των ανθρώπινων πράξεων, στην εννοιολογική οριοθέτηση της ευδαιμονίας, στις ηθικές και διανοητικές αρετές του ανθρώπου, καθώς και στους ορθούς τρόπους συμπεριφοράς και πράξης.
Πέρα από το θεωρητικό πλαίσιο, που από φιλοσοφικής άποψης είναι ελκυστικό, το ερώτημα που ανακύπτει είναι: για ποιον λόγο θα πρέπει ο σύγχρονος αναγνώστης να μελετήσει το έργο αυτό; Τι έχει ουσιαστικά να του προσφέρει; Σε ποια ερωτήματά του θα βρει απαντήσεις;
Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι οι Αρετές είναι δύο ειδών: η διανοητική και η ηθική αρετή. Η διανοητική προκύπτει από την διδασκαλία και θέλει χρόνο και πείρα για να αποκτηθεί. Η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα του “έθους” (συνήθεια). Το ήθος και το έθος έχουν ένα γράμμα διαφορά.
Ο Αριστοτέλης απαντά με ειλικρινή απλότητα ότι η καλή ζωή είναι η ευτυχισμένη ζωή. Εξετάζει στα «Ηθικά» του όχι πως να γίνονται οι άνθρωποι καλοί άνθρωποι, όπως ο Πλάτων, αλλά πως να γίνονται ευτυχείς. Όλα τα άλλα πράγματα εκτός της ευδαιμονίας, αναζητούνται με κάποιο άλλο σκοπό. Μόνο η ευτυχία αναζητείται για τον εαυτόν της. Ορισμένα πράγματα είναι αναγκαία για την διαρκή ευτυχία: η καλή γέννηση, η καλή υγεία, το κάλλος, η καλή τύχη, η καλή υπόληψη, οι καλοί φίλοι, τα καλά χρήματα και η καλοσύνη. «Όσοι λένε ότι ο βασανιζόμενος στο τροχό ή αυτός που υπόκειται σε μεγάλες συμφορές, είναι ευτυχής, αρκεί να είναι καλός, λένε ανοησίες».
Για τον Αριστοτέλη η αρετή είναι ύψιστο αγαθό, ενώ οι τιμές, τα πλούτη και τα παρόμοια δεν ξεπερνούν απαραίτητα ένα αναγκαίο όριο. Ενέργεια του νου και σκοπός της πράξης είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα κατ΄ αναλογία στο βαθμό πραγμάτωσης. Η ενέργεια του νου είναι λοιπόν ο σκοπός της πράξης, αλλά και το μέσον που πραγματώνει το σκοπό. Η ενέργεια έχει δύο όψεις· είναι και σκοπός και μέσον. Ως σκοπός η ενέργεια είναι ευδαιμονία, ως μέσον η ενέργεια ονομάζεται αρετή, έτσι, αρετή είναι η ενέργεια που υποκινείται από το νου και γι' αυτό είναι σύμφωνη με την έλλογη φύση, που είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου. Η αρετή δεν είναι φυσική προδιάθεση, αλλά κάτι που προκύπτει από δραστηριότητα και επίμονη άσκηση και δεν αποκτιέται με τη διδασκαλία, αλλά με την πρακτική. Το παιδί μπορεί να μάθει μαθηματικά, αλλά δεν μπορεί να διδαχτεί την ηθική, αφού δεν έχει πείρα από τη ζωή και τις πράξεις. Επειδή οι αρετές σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα, η κατάταξη τους θα πρέπει να γίνει με βάση το πόσες είναι οι βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες. Δυο είναι οι βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες: η λογική και η δραστηριότητα που συμμορφώνεται με τη λογική. Η πρώτη αντιστοιχεί με τη διανοητική ενέργεια και η δεύτερη με την ηθική βούληση.
Η θεωρία του Αριστοτέλη ότι η αρετή αποτελεί μεσότητα βρήκε πολλούς επικριτές που ισχυρίστηκαν αν η αρετή αποτελεί μεσότητα, αν παρεκκλίνει προς τα δυο άκρα, την έλλειψη ή την υπερβολή, μπορεί να μετατραπεί σε κακία. Την απάντηση τη δίνει ο Αριστοτέλης στο 1107a.6: ως προς την ουσία και τον ορισμό, η αρετή είναι μεσότητα, ως προς το άριστο όμως και το καλό είναι ακρότητα. Δεν επιδέχεται δηλαδή μεταβολή προς τα άκρα.
Οι αρετές κατατάσσονται σε δυο κατηγορίες (Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς),[τις διανοητικές, δηλαδή τη σοφία και τη φρόνηση και τις ηθικές] που συνδέονται με τη βούληση και γενικά τον ηθικό βίο. Οι διανοητικές αρετές δημιουργούνται από τη διδασκαλία, ενώ οι ηθικές από τον συνεχή εθισμό, εξ έθους, γι΄αυτό ονομάζονται και ηθικές. Ο εθισμός είναι χαρακτηριστικό μόνο του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να συνηθίσουμε την πέτρα να μη πέσει κάτω, υποστηρίζει ο Αριστοτέλη. Αλλά ο άνθρωπος έχει έμφυτη την προδιάθεση για τον εθισμό, όπως και για την αρετή.
Ο Αριστοτέλης δίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ευδαιμονία γιατί σε τελική ανάλυση κανείς δεν θέλει να είναι δυστυχής. Οι δραστηριότητες που αποτελούν την ευδαιμoνία απαιτούν ανθρώπινη νόηση που έχει ωριμάσει μέσα από την πρακτική. Πράγματι: «Η ευδαιμονία μπορεί να είναι και κάτι κοινό σε όλους τους ανθρώπους, γιατί είναι δυνατόν να υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, που δεν είναι ανίκανοι να φτάσουν στην αρετή με τη βοήθεια κάποιας εκμάθησης και επιμέλειας».[*] Έπειτα λοιπόν, ότι η ευδαιμονία είναι ταυτόχρονα και το άριστο και το πιο ωραίο και το πιο ευχάριστο, κι αυτά τα χαρακτηριστικά της δεν διαχωρίζονται σύμφωνα με το Δηλιακό επίγραμμα, που λέει ότι:
Το πιο δίκαιο είναι το πιο ωραίο απ΄ όλα και η υγεία το πιο ευάρεστο, κι από τη φύση το πιο ευχάριστο το να βρει κανείς εκείνο που αγαπά.
Το χωρίο επιχειρεί να δείξει πως είναι λογικό να υποθέτουμε ότι η ευδαιμονία είναι αποτέλεσμα προσπάθειας μάλλον παρά τύχης. Ο γενικός κανόνας στη φύση είναι ότι τα καλύτερα αποτελέσματα σε κάθε τομέα, προκύπτουν πάντα από κάποιο είδος σκόπιμης προσπάθειας. Αν λοιπόν υποθέτει κανείς ότι η ευδαιμονία, το καλύτερο πράγμα στον τομέα της ανθρώπινης ζωής, οφείλεται στην τύχη, θα πρέπει ταυτόχρονα να αποδέχεται και την ύπαρξη μιας σημαντικής εξαίρεσης στον γενικό κανόνα του φυσικού νόμου. Πολλές, πράγματι, μεταβολές συμβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου και κάθε είδους διακυμάνσεις και ενδέχεται στη γεροντική ηλικία να πέσει σε μεγάλες συμφορές εκείνος που διέθετε την πιο μεγάλη ευημερία, όπως διηγούνται για τον Πρίαμο τα ηρωικά έπη. Κανείς δεν μακαρίζει εκείνον που τον βρήκαν τέτοιου είδους δυστυχίες και τέλειωσε άθλια τη ζωή του. Πέραν αυτών ο Αριστοτέλης εξετάζει τα εξωτερικά αγαθά, το ρόλο που μπορεί να παίζουν στην ανθρώπινη ζωή, τον τρόπο και τον βαθμό που η ευ-τυχία ή η δυσ-τυχία καθορίζουν την ευδαιμονία. Η άποψη του Αριστοτέλη είναι πως εκείνο που καθορίζει την αξία της ζωής είναι οι πράξεις. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετύχει το «ευ ζην» χωρίς κανένα υλικό, όπως ο υποδηματοποιός δεν μπορεί να φτιάξει υποδήματα χωρίς δέρμα.
Τις πρώτες αναφορές για τους ανθρώπινους χαρακτήρες πρέπει ν΄αναζητήσουμε στα Ηθικά Νικομάχεια (Δ΄) του Αριστοτέλη όπου αναπτύσσεται το Αριστοτελικό αξίωμα της μεσότητας. Πάντα, κατά τον Αριστοτέλη, η υπερβολή και η έλλειψη είναι δυο ακρότητες ανάμεσα στις οποίες πρέπει να εφαρμόζουμε το σωστό μέτρο. Για παράδειγμα η ανδρεία είναι το σωστό μέτρο ανάμεσα στο θράσος (παράτολμο) και στη δειλία, η σωφροσύνη ανάμεσα στην αναισθησία (απάθεια, αδιαφορία) και στην ακολασία, η γενναιοδωρία ανάμεσα στη φιλαργυρία (τσιγκουνιά) και στην σπατάλη. Η πραότητα είναι μεσότητα ως προς την οργή. Επειδή όμως το μέσον ως προς την οργή δεν έχει ιδιαίτερο όνομα, σχεδόν δεν έχουν και τα δύο άκρα, αποδίδουμε ως ιδιαίτερη ονομασία την πραότητα, αν και αυτή αποκλίνει προς την έλλειψη οργής που κι αυτή είναι χωρίς όνομα. Η υπερβολική οργή θα μπορούσε να ονομασθεί οξυθυμία, όπως οι πικρόχολοι που είναι αδιάλλακτοι και κρατούν την οργή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ονομάζουμε δύστροπους τους ανθρώπους εκείνους που στενοχωριούνται και οργίζονται για πράγματα που δεν πρέπει. Επομένως οι αναφορές του Αριστοτέλη στους ανθρώπινους χαρακτήρες αφορούν την άσκηση της αρετής σχετικά με τον πλούτο, τα περιουσιακά στοιχεία, τις εν γένει συναναστροφές, τη συμβίωση και την επικοινωνία με λόγια και πράξεις (ἐν δὲ ταῖς ὁμιλίαις καὶ τῷ συζῆν καὶ λόγων καὶ πραγμάτων κοινωνεῖν).
Ο ευτυχισμένος βίος
Ο Αριστοτέλης διακηρύσσει πως ο αγαθός και ενάρετος βίος είναι ο ευτυχισμένος βίος. «Άκρότατον των πρακτών άγαθών» ονομάζει την ευδαιμονία, δηλαδή το υψηλότερο από τα αγαθά που οι άνθρωποι πετυχαίνουν με τις πράξεις τους. Ο άνθρωπος λοιπόν μπορεί να κατακτήσει την αρετή, εφόσον ικανοποιήσει την προϋπόθεση της προσωπικής ευτυχίας. Και ποια είναι η αρετή για τον Αριστοτέλη;
Η αρετή, λοιπόν, δεν προκύπτει αυτόματα, ούτε προϋπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Είναι προϊόν και αποτέλεσμα συντονισμένης νοητικής διαδικασίας και ενεργητικής πράξης που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο και βασίζεται στην προαίρεση, δηλαδή τη φυσική τάση του ανθρώπου για κάτι καλό. Το σημείο όμως εκείνο στο οποίο θα πρέπει να εστιάσει ο ενδιαφερόμενος, είναι εκείνο που βρίσκεται στο μέσον των πραγμάτων.
Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει το άτομο να διαθέτει τη λογική και τη φρόνηση, ούτως ώστε να αποφεύγει τις ακρότητες που θα τον οδηγήσουν σε λάθος δρόμο. Ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη, τις δύο κακίες, βρίσκεται η έννοια της μεσότητας που ταυτίζεται με την αρετή. Για παράδειγμα, η ανδρεία βρίσκεται στο μέσον του θράσους και της δειλίας· η γενναιοδωρία ανάμεσα στη φιλαργυρία και στη σπατάλη· η σωφροσύνη ανάμεσα στην ακολασία και στην αναισθησία κ.ο.κ.
Η διαίρεση της ψυχής
Από το πρώτο βιβλίο των Η.Ν. ο αναγνώστης έρχεται σε γνωριμία με την αντίληψη του Αριστοτέλη για τη διαίρεση της ψυχής.
Δύο είναι τα μέρη που την απαρτίζουν: το άλογον και το λόγον έχον μέρος. Έτσι ο ανθρώπινος οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη λογική. Το φυτικόν και το επιθυμητικόν είναι υποδιαιρέσεις του αλόγου μέρους και το λόγον έχον μέρος υποδιαιρείται στο επιθυμητικόν και στο κυρίως λόγον έχον.
Η λογική λοιπόν, διαδραματίζει για τον Αριστοτέλη κομβικό ρόλο στη χάραξη σωστών ενεργειών που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν στην κατάκτηση του αγαθού, που είναι η ευδαιμονία. Μολονότι οι έννοιες της ευδαιμονίας και της μεσότητας είναι οι πιο γνωστές στα Η.Ν., πρέπει να σημειωθεί πως ο Αριστοτέλης πραγματεύεται και άλλες πολύ σημαντικές θεωρητικές έννοιες, όπως η δικαιοσύνη.
Δεν είναι τυχαίο πως η διάκριση των εξουσιών στα πάσης φύσεως πολιτειακά συστήματα, έχουν τη βάση τους στον Αριστοτέλη και στο εν λόγω σύγγραμμα. Το δίκαιο χωρίζεται σε φυσικό και θετικό (νομικό)· το πρώτο είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης πρωτοβουλίας του ανθρώπου, ενώ το δεύτερο προκύπτει από τη φυσική αναγκαιότητα των πραγμάτων που το επιβάλλουν.
Η ισχύς του φυσικού δικαίου προκύπτει από την ηθική αναγκαιότητα ενώ του θετικού δικαίου από την κατά συνθήκη θέσπισή του. Στο τελευταίο εμπίπτουν οι γραπτοί και άγραφοι κανόνες δικαίου και γενικότερα όλοι οι κανόνες που δεν υπαγορεύονται από το φυσικό δίκαιο. Από εδώ εκκινεί η διένεξη μεταξύ θετικού και φυσικού δικαίου που απασχολεί διαχρονικά τη νομική επιστήμη.
Η αρετή δεν προκύπτει αυτόματα, ούτε προϋπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Είναι προϊόν και αποτέλεσμα συντονισμένης νοητικής διαδικασίας και ενεργητικής πράξης που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο
Η ευτυχία
Τα παραπάνω αποτελούν όψεις της αριστοτελικής φιλοσοφικής σκέψης και επιλέχθηκαν για να καταδείξουν αυτή ακριβώς την αναγκαιότητα της ανάγνωσης των Η.Ν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου